Ελληνικά

Σελήνη (9)

Θάλασσες (Πεδιάδες)

Βάλτοι

Λίμνες

Δεν Αναγνωρίζονται

Όρη

Ωκεανός

Κρατήρες

Κόλποι

Φάσεις της Σελήνης

  • Νέα Σελήνη
  • Αύξων Μηνίσκος
  • Πρώτο τέταρτο
  • Αύξων Αμφίκυρτος
  • Πανσέληνος
  • Φθίνων Αμφίκυρτος
  • Τελευταίο τέταρτο
  • Φθίνων Μηνίσκος

Σελήνη (8)

Κινήσεις

Οι βασικές κινήσεις της Σελήνης είναι δύο. Κινείται γύρω από τη Γη σε ελλειπτική τροχιά και συμπληρώνει μια περιστροφή γύρω από το κέντρο της σε 29,53 ημέρες. Ο χρόνος αυτός ονομάζεται συνοδικός μήνας. Επίσης περιστρέφεται γύρω από τον άξονα της και συμπληρώνει μια περιστροφή σε 27,3 ημέρες. Ο χρόνος αυτός ονομάζεται αστρικός μήνας. Το αποτέλεσμα των δύο αυτών κινήσεων είναι η Σελήνη να δείχνει σε μας πάντοτε την ίδια πλευρά. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται σύγχρονη περιστροφή της Σελήνης και οφείλεται στην εξίσωση των χρόνων της περιφοράς της γύρω από τη Γη και της περιστροφής γύρω από τον άξονά της.

Εκτός από τις δύο αυτές κινήσεις, παρατηρούνται τα φαινόμενα των Λικνίσεων της Σελήνης (Lunar libration) όπου εμφανίζουν τη Σελήνη σαν να πραγματοποιεί μια παλινδρομική κίνηση. Οι λικνίσεις της Σελήνης χωρίζονται στις γεωμετρικές λικνίσεις και στη φυσική λίκνιση.[22] Οι γεωμετρικές λικνίσεις χωρίζονται σε τρεις επιμέρους λικνίσεις: Την κατά μήκος λίκνιση που οφείλεται στην ελαφρώς ελλειπτική τροχιά της Σελήνης, την κατά πλάτος λίκνιση που οφείλεται σε μια μικρή κλίση μεταξύ του άξονα περιστροφής της και του επιπέδου της τροχιάς της Γης και την ημερήσια λίκνιση που οφείλεται στην μετακίνηση της θέσης του παρατηρητή πάνω στην επιφάνεια της Γης, λόγω της περιστροφής της Γης.[23] Η φυσική λίκνιση, που δεν είναι εύκολα παρατηρήσιμη, αφορά μικρού μεγέθους ταλαντώσεις της Σελήνης. Αποτέλεσμα του συνόλου των επιμέρους λικνίσεων της Σελήνης είναι ότι ενώ μόνο το ένα ημισφαίριο της αντικρίζει τη Γη, το ποσοστό της συνολικής επιφάνειας της Σελήνης που μπορούμε να παρατηρήσουμε, σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρατηρήσεων, φτάνει μέχρι το 59% (αλλά στιγμιαία, το ανώτερο όριο παραμένει στο 50%).

Ολική έκλειψη της Σελήνης

Εκμετάλλευση

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο στρατός των ΗΠΑ διεξήγαγε μελέτη σχετικά με το πόσο εφικτή θα ήταν η κατασκευή στρατιωτικής βάσης στη Σελήνη, η οποία θα είχε δυνατότητες βομβαρδισμού περιοχών στη Γη. Μέρος της μελέτης ήταν και η εξερεύνηση της δυνατότητας σχετικά με την διεξαγωγή πυρηνικών δοκιμών στη Σελήνη.[24] Η πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ οργάνωσε μια παρόμοια δική της μελέτη.[25][26] Και οι 2 προτάσεις απορρίφθηκαν όταν η διεύθυνση του διαστημικού προγράμματος μεταφέρθηκε την δεκαετία του 1960 κατά κύριο λόγο στην ΝΑΣΑ από τον στρατό που ήταν προηγουμένως.[26]

Αν και υπήρξαν τα σοβιετικά διαστημόπλοια Luna τα οποία ήταν τα πρώτα τα οποία εξερεύνησαν τη Σελήνη, καθώς και η επακόλουθη επανδρωμένη αποστολή των ΗΠΑ και η τοποθέτηση της σημαίας τους στην επιφάνεια, κανένα έθνος δεν διεκδικεί περιοχές της Σελήνης ως ιδιοκτησία.[27] Η διαστημική συνθήκη μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ το 1967, ορίζει την Σελήνη καθώς και όλο το διάστημα ως κοινή ιδιοκτησία όλου του ανθρώπινου είδους.[27] Βάσει της συνθήκης αυτής η χρήση της Σελήνης προορίζεται για ειρηνικούς σκοπούς, και απαγορεύονται ρητά οι όποιες στρατιωτικές εγκαταστάσεις και δοκιμές όπλων.[28]

Σύμφωνα με την επακόλουθη συνθήκη του 1979, απαγορεύεται η εκμετάλλευση της Σελήνης από ένα και μόνο κράτος. Ωστόσο έως το 2014, μόνο 16 κράτη έχουν επικυρώσει την συνθήκη αυτή, και κανένα από αυτά δεν διαθέτει δυνατότητες αποστολών στη Σελήνη.[29] Αν και αρκετοί ιδιώτες έχουν προβάλλει ισχυρισμούς περί ιδιοκτησίας εδαφών στη Σελήνη, τέτοιου είδους ισχυρισμοί θεωρούνται εξαιρετικά αναξιόπιστοι.[30][31][32]

Σελήνη (7)

Εξερεύνηση της σελήνης

Η αθέατη πλευρά της Σελήνης.

Το 1969, οι Νηλ Άρμστρονγκ (Neil Armstrong) και Μπαζ Όλντριν (Buzz Aldrin) κατά την αποστολή Απόλλων 11 του διαστημικού προγράμματος «Απόλλων» (Apollo) έγιναν οι πρώτοι άνθρωποι που πάτησαν στην επιφάνεια της Σελήνης. Ακολούθησαν άλλοι δέκα αστροναύτες κατά τις αποστολές Απόλλων 12, Απόλλων 14, Απόλλων 15, Απόλλων 16 και τελευταία την Απόλλων 17 το 1972. Η επιστροφή του ανθρώπου στη Σελήνη προβλέπεται περίπου το 2024, με το Πρόγραμμα Ωρίων της NASA, ενώ υπάρχουν σχέδια για επανδρωμένη αποστολή και από τους Κινέζους.

Στις 13 Νοεμβρίου 2009 η NASA ανακοίνωσε ότι η αποστολή LCROSS, με μια ελεγχόμενη συντριβή συσκευής στον νότιο πόλο της σελήνης κατάφερε να ανακαλύψει σημαντικές ποσότητες νερού.[20][21]

Σελήνη (6)

Μια άλλη γεωλογική εξεργασία η οποία έχει επηρεάσει την επιφάνεια της Σελήνης είναι οι κρατήρες πρόσκρουσης,[18] με κρατήρες οι οποίοι δημιουργήθηκαν από την πρόσκρουση αστεροειδών και κομητών. Εκτιμάται ότι στην εγγύς πλευρά της Σελήνης βρίσκονται περίπου 300.000 κρατήρες με διάμετρο μεγαλύτερη από ένα χιλιόμετρο.[19] Κάποιοι έχουν πάρει το όνομά τους από επιστήμονες, εξερευνητές και ακαδημαϊκούς. Η γεωλογική κλίμακα της Σελήνης υπολογίζεται από μεγάλα συμβάντα πρόσκρουσης. Η έλλειψη ατμόσφαιρας, καιρικών φαινομένων και πρόσφατων γεωλογικών διεργασιών σημαίνει ότι πολλοί από τους κρατήρες είναι καλά διατηρημένοι.

Σελήνη (5)

Οι σκοτεινές και σχετικά χωρίς χαρακτηριστικά σεληνιακές πεδιάδες οι οποίες διακρίνονται δια γυμνού οφθαλμού αποκαλούνται θάλασσες (maria, ενικός mare), επειδή οι αρχαίοι αστρονόμοι πίστευαν ότι ήταν γεμάτες νερό.[5] Σήμερα είναι γνωστό ότι είναι τεράστιες λίμνες στερεοποιημένης αρχαίας βασαλτικής λάβας. Αν και παρόμοιοι με τους γήινους βασάλτες, οι σεληνιακοί βασάλτες περιέχουν περισσότερο σίδηρο και όχι ορυκτά αλλοιωμένα από νερό.[6][7] Η πλειονότητα αυτής της λάβας εξερράγη ή έρευσε σε βαθύπεδα που δημιουργήθηκαν από προσκρούσεις. Σε αρκετές γεωλογικές περιοχές στην κοντινή πλευρά της Σελήνης βρίσκονται ασπιδωτά ηφαίστεια και ηφαιστειακοί δόμοι.[8]

Σχεδόν όλες οι θάλασσες βρίσκονται στην εγγύς πλευρά της Σελήνης, καλύπτοντας το 31% της επιφάνειας της κοντινής πλευράς, σε σύγκριση με τις λίγες και μικρότερες στην άπω πλευρά, όπου καλύπτουν μόνο το 2%.[9] Αιτία αυτής της κατανομής θεωρείται η συγκέντρωση στοιχείων τα οποία παράγουν θερμότητα κάτω από τον φλοιό στην κοντινή πλευρά, όπως φαίνεται από τον γεωχημικό χάρτη που παρήγαγε ο φασματογράφος ακτίνων γ του Lunar Prospector. Τα στοιχεία αυτά θέρμαναν τον υποκείμενο μανδύα, ο οποίος τήχθηκε μερικώς, ανήλθε στην επιφάνεια και εξερράγη.[10][11] Οι περισσότεροι από τους βασάλτες των σεληνιακών θαλασσών εξερράγησαν την Ιμβριακή περίοδο, 3-3,5 δις χρόνια πριν, αν και μερικά δείγματα που έχουν ραδιοχρονολογηθεί και είχαν ηλικία 4,2 δις χρόνια. Η συγκέντρωση των θαλασσών στην κοντινή πλευρά της Σελήνης αντικατοπτρίζει τον παχύτερο φλοιό στα υψίπεδα της άπω πλευράς, τα οποία μπορεί να δημιουργήθηκαν από τη πρόσκρουση με χαμηλή ταχύτητα ενός δεύτερου δορυφόρου λίγες δεκάδες εκατομμύρια χρόνια μετά τον σχηματισμό τους.

Μέχρι πρόσφατα, οι πιο πρόσφατες εκρήξεις, των οποίων η ηλικία προσδιορίστηκε από την μέτρηση του αριθμού κρατήρων, φαινόταν ότι έλαβαν χώρα πριν 1,2 δις χρόνια. Το 2006, μια έρευνα στον κρατήρα Ίνα, στην λίμνη της Ευτυχία, ανακαλύφθηκε ένα χαρακτηριστικό χωρίς σκόνη και διάβρωση από συντρίμμια, του οποίου η ηλικία υπολογίστηκε σε μόλις 2 εκατομμύρια χρόνια. Σεισμοί και απελευθερώσεις αερίων υποδεικνύουν συνεχιζόμενη σεληνιακή δραστηριότητα.[12] To 2014 ανακοινώθηκε η ανακάλυψη στοιχείων πρόσφατης ηφαιστειακής δραστηριότητας σε 70 ανώμαλες κηλίδες από το Lunar Reconnaissance Orbiter, κάποιες με ηλικία μικρότερη από 50 εκατομμύρια χρόνια.[13][14] Είναι πιθανό ότι ένας αρχικά θερμότερος μανδύας ή/και τοπική αύξηση της συγκέντρωσης υλικών που παράγουν θερμότητα στο μανδύα μπορεί να οδηγούν σε παρατεταμένη δραστηριότητα στην περιοχή της ανατολικής λεκάνης, στα όρια εγγύς και άπω πλευράς.[15][16]

Οι περιοχές με λαμπρότερο χρώμα αποκαλούνται γαίες ή υψίπεδα, καθώς βρίσκονται σε μεγαλύτερο υψόμετρο από τις θάλασσες. Δημιουργήθηκαν πριν περίπου 4,4 δις χρόνια. Σε αντίθεση με τη Γη, θεωρείται ότι τα μεγάλα σεληνιακά βουνά δεν δημιουργήθηκαν από τεκτονική δραστηριότητα.[17]

Σελήνη (4)

Η τοπογραφία της επιφάνειας της Σελήνης μετρήθηκε με laser και ανάλυση στερεοσκοπικών εικόνων. Το πιο ευδιάκριτο τοπογραφικό χαρακτηριστικό της επιφάνειας της Σελήνης είναι ο τεράστιος κρατήρας νότιου πόλου-Αίτκεν, στην άπω πλευρά της Σελήνης, με διάμετρο 2.240 χιλιόμετρα. Είναι ο μεγαλύτερος κρατήρας της Σελήνης και ο δεύτερος μεγαλύτερος επιβεβαιωμένος κρατήρας πρόσκρουσης στο Ηλιακό Σύστημα. Με βάθος 13 χιλιόμετρα, ο πυθμένας του είναι το χαμηλότερο σημείο της Σελήνης. Τα μεγαλύτερα υψόμετρα καταγράφονται ακριβώς προς τα βορειοανατολικά, και έχει προταθεί ότι αυτή η περιοχή είναι παχύτερη λόγω της πλάγιας πρόσκρουσης που δημιούργησε τον κρατήρα στο νότιο πόλο. Άλλοι μεγάλοι κρατήρες πρόσκρουσης, όπως η θάλασσα των Όμβρων και η θάλασσα των Κρίσεων, διαθέτουν επίσης τοπικά χαμηλό υψόμετρο και ανυψωμένα χείλη. Η άπω πλευρά της Σελήνης έχει περίπου 1,9 χιλιόμετρα μεγαλύτερο υψόμετρο από την εγγύς πλευρά.

Σελήνη (3)

Η Σελήνη είναι διαφοροποιημένο σώμα. Διαθέτει γεωχημικά διακριτό φλοιό, μανδύα και πυρήνα. Η Σελήνη έχει στερεό εσωτερικό πυρήνα πλούσιο σε σίδηρο με ακτίνα 240 χιλιόμετρα ο οποίος περιβάλλεται από υγρό εξωτερικό πυρήνα, ο οποίος αποτελείται από υγρό σίδηρο και έχει ακτίνα 300 χιλιόμετρα. Γύρω από τον πυρήνα βρίσκεται ένα μερικώς τετηγμένο στρώμα με ακτίνα περίπου 500 χιλιομέτρων.[3] Θεωρείται ότι δημιουργήθηκε από την κρυσταλλοποίηση ενός παγκόσμιου ωκεανού μάγματος λίγο μετά τη δημιουργία της Σελήνης.[4] Η κρυσταλλοποίηση του μάγματος θα δημιουργούσε ένα μαφικό μανδύα από την κατακρήμνιση των ορυκτών ολιβίνη, κλινοπυροξένη και ορθοπυροξένη, ενώ πλαγιόκλαστα ορυκτά θα επέπλεαν και θα σχημάτιζαν τον φλοιό. Ο φλοιός του φεγγαριού αποτελείται κυρίως από ανορθοσίτη και δείγματα από τη λάβα στην επιφάνεια της Σελήνης επιβεβαιώνουν ότι είναι μαφικής σύστασης. Γεωφυσικές τεχνικές δείχνουν ότι ο φλοιός έχει πάχος περίπου 50 χιλιόμετρα.

Η Σελήνη είναι ο δεύτερος πυκνότερος δορυφόρος στο Ηλιακό Σύστημα μετά την Ιώ.

Σελήνη (2)

Αρκετοί μηχανισμοί έχουν προταθεί για το σχηματισμό της Σελήνης 4,527 ± 0,010 δισεκατομμύρια χρόνια πριν, περίπου 30-50 εκατομμύρια χρόνια μετά τον σχηματισμό του ηλιακού συστήματος. Σε αυτούς τους μηχανισμούς περιλαμβάνονται: η αποκοπή της Σελήνης από τον φλοιό της Γης από φυγόκεντρες δυνάμεις, η οποία θα απαιτούσε υπερβολικά μεγάλη αρχική ταχύτητα περιστροφής της Γης, η βαρυτική σύλληψη μίας προσχηματισμένης Σελήνης, η οποία θα απαιτούσε ανέφικτα εκτεταμένη ατμόσφαιρα της Γης να διαχέει την ενέργεια της στο σημείο που διέρχεται η Σελήνη, και τη συν-δημιουργία της Γης και της Σελήνης από κοινού στον αρχέγονο δίσκο προσαύξησης, το οποίο δεν εξηγεί την έλλειψη του μεταλλικού σιδήρου στο φεγγάρι. Αυτές οι υποθέσεις, επίσης, δεν μπορούν να εξηγήσουν την υψηλή στροφορμή στο σύστημα Γης-Σελήνης.

Ο πιο πιθανός μηχανισμός είναι η σύγκρουση ενός πλανήτη με τη νεαρή Γη. Μετά τη σύγκρουση τα συντρίμμια που εκτινάχθηκαν στο διάστημα τέθηκαν σε τροχιά γύρω από τη Γη και στο τέλος σχημάτισαν τη Σελήνη. Οι γιγάντιες συγκρούσεις πιστεύεται ότι ήταν κοινές στις αρχές του Ηλιακού Συστήματος. Προσομοιώσεις σε ηλεκτρονικό υπολογιστή που αναπαράγουν μία τεράστια σύγκρουση, είναι συνεπείς με τις μετρήσεις της στροφορμής του συστήματος Γης-Σελήνης, και το μικρό μέγεθος του πυρήνα της Σελήνης. Δείχνουν επίσης ότι η περισσότερη από τη Σελήνη προήλθε από σύγκρουση, όχι από την πρωτο-Γη. Ωστόσο, οι μετεωρίτες δείχνουν ότι και άλλα εσωτερικά σώματα του ηλιακού συστήματος, όπως ο Άρης και η Εστία έχουν πολύ διαφορετικές συγκεντρώσεις όσον αφορά τα ισότοπα του οξυγόνου και του βολφραμίου από ότι με τη Γη, ενώ η Γη και η Σελήνη έχουν σχεδόν ταυτόσημες ισοτοπικές συνθέσεις. Μετά την ανάμειξη του εξατμιθέντος υλικού κατά τη διαμόρφωσης της Γης και της Σελήνης θα μπορούσε να εξισωθούν οι ισοτοπικές συνθέσεις τους, αν και αυτό συζητείται.

Ενώ υπάρχει η θεωρία ότι η νεαρή Σελήνη μεγάλωσε γρήγορα προσροφώντας τα κομμάτια που τέθηκαν σε τροχιά, μια δεύτερη θεωρία υποστηρίζει ότι αρχικά δημιουργήθηκαν δύο φεγγάρια τα οποία στη συνέχεια συγχωνεύτηκαν σε μια αργή σύγκρουση, σχηματίζοντας την σημερινή Σελήνη. Η θεωρία αυτή εξηγεί γιατί ο φλοιός της Σελήνης είναι κατά 50 χιλιόμετρα πιο παχύς στην αθέατη πλευρά της από ότι σε αυτή που φαίνεται από τη Γη. Υπολογιστικά μοντέλα δείχνουν ότι το μικρότερο φεγγάρι είχε μόλις το ένα τριακοστό της μάζας της Σελήνης και διάμετρο γύρω στα 1.000 χιλιόμετρα. Καθώς οι παλιρροϊκές δυνάμεις της Γης θα αύξαναν την ακτίνα της τροχιάς των δύο φεγγαριών, οι ισορροπίες μεταξύ τους άλλαξαν, με αποτέλεσμα να συγκρουστούν με μικρή ταχύτητα και ουσιαστικά το μικρό φεγγάρι να «απλωθεί» γύρω από το μεγαλύτερο. Άλλες θεωρίες για να εξηγήσουν το φαινόμενο είναι μια ασύμμετρη σύγκρουση που δημιούργησε το μεγάλο κρατήρα στο νότιο πόλο της Σελήνης και η δράση των παλιρροϊκών δυνάμεων.[2]

Σελήνη (1)

Σελήνη Moon symbol crescent.svg
Full Moon Luc Viatour.jpg
Η Σελήνη όπως φαίνεται από τη Γη
Τροχιακά χαρακτηριστικά
Μεγάλος ημιάξονας 384.400 km
Εκκεντρότητα της τροχιάς 0,0554
Περίγειο 356.410 km
Απόγειο 406.740 km
Αστρονομική τροχιακή περίοδος 27,321 66155 d
(27 d 7 h 43.2 min)
Συνοδική Περίοδος 29,530 588 d
(29 d 12 h 44.0 min)
Μέση Ταχύτητα Τροχιάς 1,022 km/s
Μέγιστη Ταχύτητα Τροχιάς 1,082 km/s
Ελάχιστη Ταχύτητα Τροχιάς 0,968 km/s
Κλίση ως προς την Εκλειπτική 5,1454°
Μήκος του αναβιβάζοντα συνδέσμου ???°
Όρισμα του περιηλίου ???°
Δορυφόρος της Γης
Φυσικά Χαρακτηριστικά
Διάμετρος στον Ισημερινό 3.476,2 km
(0,273 της Γης)
Πολική διάμετρος 3.472,0 km
(0,273 της Γης)
Μέση διάμετρος 3.474,1 km
Πεπλάτυνση 0,001 2
Ισημερινή περιφέρεια 6.952,4 km(0,273 της Γης)
Πολική περιφέρεια 6.944,0 km(0,273 της Γης)
Μέση περιφέρεια 6.948,2 km
Επιφάνεια 3.793×107 km²
(0.074 της Γης)
Όγκος 2,1958×1010 km³(0,020 της Γης)
Μάζα 7.347 673×1022 kg(0,0123 της Γης)
Πυκνότητα 3.346 2 kg/cm³
Επιφανειακή Βαρύτητα στον Ισημερινό 1.622 m/s²(0.1654 g)
Ταχύτητα Διαφυγής 2.38 km/s
Αστρονομική περίοδος περιστροφής 27.321 661 d (συγχρόνως)
Ταχύτητα περιστροφής 16.655 km/h
(στον ισημερινό)
Κλίση του Άξονα 1.5424° με την εκλειπτική
Λευκαύγεια 0.12
Επιφανειακή θερμοκρασία
- ελάχιστη
- μέση
- μέγιστη
40 K
250 K
396 K
Ατμοσφαιρική σύσταση
Επιφανειακή ατμοσφαιρική πίεση 3×10−13kPa
Ήλιο 25 %
Νέον 25 %
Υδρογόνο 23 %
Αργό 20 %
Μεθάνιο
Αμμωνία
Διοξείδιο του Άνθρακα
ίχνη
+/−

Η Σελήνη είναι ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης και ο πέμπτος μεγαλύτερος φυσικός δορυφόρος του ηλιακού συστήματος. Πήρε το όνομά του από την Σελήνη, αρχαιοελληνική θεά του δορυφόρου αυτού. Λέγεται επίσης και «Φεγγάρι» στη δημοτική γλώσσα. Είναι το φωτεινότερο σώμα στην ουράνια σφαίρα μετά τον Ήλιο, επειδή είναι και το κοντινότερο στη Γη ουράνιο σώμα. Εξαιτίας αυτής της εγγύτητας, η Σελήνη ασκεί ισχυρή βαρυτική επίδραση στη Γη (παλιρροϊκή αλληλεπίδραση), προκαλώντας φαινόμενα όπως οι παλίρροιες, αλλά και επηρεάζοντας τον άξονα περιστροφής της.

Η μέση απόσταση Γης - Σελήνης είναι 384.403 χιλιόμετρα (παρατηρείται ότι αυτή η απόσταση αυξάνεται κατά περίπου 0,32[1] εκατοστά το μήνα και αυτό συμβαίνει λόγω των παλιρροϊκών δυνάμεων). Η διάμετρος της σελήνης είναι 3.476 χιλιόμετρα (περίπου το 1/4 της γήινης). Η βαρύτητα στην επιφάνεια της Σελήνης είναι σε ένταση το 1/6 περίπου αυτής της Γης. Περιστρέφεται στον ελαφρώς κεκλιμένο άξονά της σε 27 ημέρες 7 ώρες και 43 λεπτά, ακριβώς στον ίδιο χρόνο που διαρκεί η τροχιακή περιφορά της γύρω από τη Γη. Αυτός ο συντονισμός είναι και ο λόγος που από τη Γη είναι ορατή μόνο η μια πλευρά της Σελήνης, η οποία χαρακτηρίζεται από σκοτεινές ηφαιστειακές θάλασσες οι οποίες βρίσκονται ανάμεσα στα λαμπρά υψίπεδα και τους κρατήρες. Αν και φαίνεται λαμπρή, στην πραγματικότητα, η επιφάνεια της Σελήνης είναι αρκετά σκοτεινή, με ανακλαστικότητα παρόμοια με αυτή της ασφάλτου.

Ανάλογα με τη θέση του Ήλιου, της Γης και της Σελήνης, διαφορετικό τμήμα της Σελήνης φαίνεται να φωτίζεται, δημιουργώντας τις φάσεις της Σελήνης. Οι εκλείψεις Ηλίου προκαλούνται από τη Σελήνη, όταν αυτή περνά φαινομενικά μπροστά από το Ήλιο, σκιάζοντας μέρος της Γης, αντίθετα με τις εκλείψεις Σελήνης που προκαλούνται ομοίως από τον πλανήτη Γη. Λόγω της λαμπρότητας και των τακτικών της φάσεων, η Σελήνη έχει σημαντικό πολιτιστικό ρόλο από την αρχαιότητα.

Το πρόγραμμα Λούνα της Σοβιετικής Ένωσης ήταν το πρώτο το οποίο έφτασε στη Σελήνη με μη επανδρωμένη διαστημοσυσκευή το 1959. Το αμερικανικό πρόγραμμα Απόλλο, της ΝΑΣΑ, είναι μέχρι σήμερα το μόνο το οποίο έχει στείλει επανδρωμένες αποστολές στη Σελήνη, αρχίζοντας με το Απόλλο 8 το 1968, το οποίο τέθηκε σε τροχιά γύρω από το φεγγάρι, ενώ έξι αποστολές προσεληνώθηκαν την περίοδο 1969 - 1972, αρχίζοντας με τον Απόλλων 11. Μετά το Απόλλων 17 το φεγγάρι έχουν επισκεφτεί μόνο μη επανδρωμένες αποστολές.

Ζωή στην Γη

Ζωή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Φυτική βλάστηση στα Όρη Ρουβενζόρι της Ουγκάντα

Η ζωή είναι το χαρακτηριστικό που διακρίνει τα φυσικά σώματα που διαθέτουν βιολογικές διεργασίες, όπως κυτταρική επικοινωνία και μηχανισμούς αυτοσυντήρησης, από αυτά που δεν έχουν, είτε επειδή οι λειτουργίες αυτές έχουν διακοπεί (έχουν πεθάνει), είτε επειδή δεν τις είχαν ποτέ και θεωρούνται άψυχα. Υπάρχει ποικιλία μορφών ζωής, όπως φυτά, ζώα, μύκητες, πρώτιστα, αρχαία, και βακτήρια. Τα κριτήρια ταξινόμησης δεν είναι πάντα ευδιάκριτα και ίσως αναφέρονται σε ιούς, ιοειδή, ή ενδεχόμενη συνθετική ζωή ως "ζωντανά". Η βιολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη της ζωής.

Διάφορες μορφές ζωής

Ο ορισμός της ζωής είναι αμφιλεγόμενος. Ο σημερινός ορισμός είναι ότι οι οργανισμοί είναι ανοικτά συστήματα που διατηρούν ομοιόσταση, αποτελούνται από κύτταρα, έχουν ένα κύκλο ζωής, μεταβολίζουν, αναπτύσσονται,  προσαρμόζονται στο περιβάλλον τους, αποκρίνονται σε ερεθίσματα, αναπαράγονται και εξελίσσονται. Επιπλέον, προτείνονται αρκετοί βιολογικοί ορισμοί για οριακές περιπτώσεις της ζωής, όπως είναι οι ιοί και τα ιοειδή. Ιστορικά, υπήρξαν πολλές προσπάθειες ορισμού της "ζωής" μέσω πεπαλαιωμένων εννοιών όπως η οδική δύναμη, ο υλομορφισμός, η αυτόματη γένεση και ο βιταλισμός, που διαψεύστηκαν από τις βιολογικές ανακαλύψεις. Η Αβιογένεση περιγράφει τη φυσική διαδικασία με την οποία προκύπτει ζωή από άβια ύλη, όπως απλές οργανικές ενώσεις. Κοινές ιδιότητες όλων των οργανισμών είναι η ανάγκη για ορισμένα βασικά χημικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για τις βιοχημικές λειτουργίες.

Η ζωή στη Γη πρωτομφανίστηκε πριν από 4,28 δισεκατομμύρια χρόνια, λίγο μετά τον σχηματισμό των ωκεανών πριν από 4,41 δισεκατομμύρια χρόνια και μετά το σχηματισμό της Γης πρίν από 4,54 δισ. χρόνια. Η σημερινή ζωή στη Γη ίσως προήλθε από έναν κόσμο βασισμένο στο RNA, αλλά ούτε αυτός ήταν ο πρώτος. Ο μηχανισμός με τον οποίο ξεκίνησε η ζωή στη Γη είναι άγνωστος, αν και έχει διατυπωθεί πληθώρα υποθέσεων και έχουν διενεργηθεί πειράματα όπως το Πείραμα Miller–Urey. Οι αρχαιότερες γνωστές μορφές ζωής είναι μικροαπολιθώματα βακτηρίων. Σε Αυστραλικούς βράχους 3,45 δισ. ετών βρέθηκαν μικροοργανισμοί.[1][2] Το 2016 οι επιστήμονες ανακοίνωσαν συνολικά 355 γονίδια που πιστεύεται ότι προήλθαν από τον τελευταίο καθολικό κοινό πρόγονο (LUCA) όλων των ζωντανών οργανισμών, και ήταν ήδη πολύπλοκος οργανισμός και όχι το πρώτο ζωντανό πλάσμα.[3]

Από τις αρχέγονες αρχές, η ζωή στη Γη έχει αλλάξει περιβάλλον σε γεωλογική κλίμακα του χρόνου. Για να επιβιώσει στα περισσότερα οικοσυστήματα, η ζωή πρέπει να προσαρμοστεί σε ένα εύρος συνθηκών. Ορισμένοι μικροοργανισμοί, που ονομάζονται ακραιόφιλοι, ευδοκιμούν σε φυσικά ή γεωχημικά ακραία περιβάλλοντα που είναι επιβλαβή για τις άλλες ζωές στη Γη. Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που ταξινόμησε οργανισμούς. Αργότερα, ο Κάρολος Λινναίος εισήγαγε το σύστημα της διωνυμικής ονοματολογίας για την ταξινόμηση των ειδών. Στη συνέχεια ανακαλύφθηκαν νέες ομάδες και κατηγορίες ζωής, όπως τα κύτταρα και οι μικροοργανισμοί, και αναθεωρήθηκε η δομή των σχέσεων μεταξύ των ζωντανών οργανισμών. Το κύτταρο θεωρείται η δομική και λειτουργική μονάδα της ζωής.[4] Υπάρχουν δύο είδη κυττάρων, τα προκαρυωτικά και τα ευκαρυωτικά, εκ των οποίων και τα δύο αποτελούνται από κυτταρόπλασμα περικλεισμένο μέσα σε μεμβράνη και περιέχουν πολλά βιομόρια όπως πρωτεΐνες και νουκλεϊκά οξέα. Τα κύτταρα αναπαράγονται με διαδικασία κυτταρικής διαίρεσης, με την οποία το αρχικό κύτταρο διαιρείται σε δύο ή περισσότερα θυγατρικά κύτταρα.

Επί του παρόντος υπάρχουν γνώσεις για τη ζωή στη Γη, αλλά η ζωή δεν περιορίζεται εδώ και πολλοί επιστήμονες πιθανολογούν την ύπαρξη εξωγήινης ζωής. Η τεχνητή ζωή είναι μια προσομοίωση σε υπολογιστή ή ανθρωπογενής ανακατασκευή μίας ζωντανής κατάστασης, που χρησιμοποιείται για να εξεταστούν τα συστήματα που διέπουν τη φυσική ζωή. Ο θάνατος είναι η οριστική παύση όλων των βιολογικών λειτουργιών που συντηρούν έναν οργανισμό, και επομένως, πρόκειται για το τέλος της ζωής του. Η Εξαφάνιση είναι η διαδικασία με την οποία μια ολόκληρη ταξινομική ομάδα ή υποομάδα είδών σταδιακά παύει να υπάρχει. Τα απολιθώματα είναι τα διατηρημένα λείψανα ή ίχνη οργανισμών.

Ορισμοί

Ο ορισμός της ζωής πάντα ήταν μια πρόκληση για τους επιστήμονες και φιλόσοφους που πρότειναν πληθώρα διατυπώσεων.[5][6][7] Εν μέρει επειδή η ζωή είναι μια διαδικασία και όχι μια ουσία.[8][9][10] Περιπλέκεται από την έλλειψη γνώσεων για τα χαρακτηριστικά των ζωντανών οντοτήτων που αν υπάρχουν αναπτύχθηκαν εκτός της Γης.[11][12] Οι φιλοσοφικοί ορισμοί της ζωής, δυσκολεύονται εξίσου στη διάκριση των ζωντανών πλασμάτων από τα άβια.[13] Οι νομικοί ορισμοί της ζωής περιλαμβάνουν περιγραφές και συζητήσεις, και εστιάζονται στις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να ανακηρυχτεί ένας άνθρωπος νεκρός, και οι νομικές επιπτώσεις αυτής της απόφασης.[14]

Βιολογία

Τα χαρακτηριστικά της ζωής
Κύριο λήμμα: Βιολογία

Εφόσον δεν υπάρχει αδιαμφισβήτητος ορισμός της ζωής, οι περισσότεροι σημερινοί βιολογικοί ορισμοί είναι περιγραφικοί. Η ζωή θεωρείται ως χαρακτηριστικό κάποιου που συντηρείται, συνεχίζει ή ενισχύει την ύπαρξή του στο δεδομένο περιβάλλον. Γενικά διαθέτει και παρουσιάζει τις εξής ιδιότητες:[15][16][17][18][19][20]

  1. Ομοιόσταση: ρύθμιση του εσωτερικού περιβάλλοντος ώστε να διατηρείται μια σταθερή κατάσταση, όπως εφίδρωση για ελάττωση της θερμοκρασίας
  2. Οργάνωση: δομικά αποτελείται από ένα ή περισσότερα κύτταρα – τις βασικές μονάδες της ζωής
  3. Μεταβολισμός: οι μετασχηματισμοί της ενέργειας κατά τη μετατροπή χημικών συστατικών και ενέργειας σε κυτταρικά συστατικά (αναβολισμός) και την αποσύνθεση της οργανικής ύλης (καταβολισμός). Τα ζωντανά πλάσματα χρειάζονται ενέργεια για να διατηρήσουν την εσωτερική τους οργάνωση (ομοιόσταση) και να παράγουν τα άλλα φαινόμενα που σχετίζονται με τη ζωή.
  4. Ανάπτυξη: συντήρηση μεγαλύτερου ρυθμού στον αναβολισμό από ότι στον καταβολισμό. Ένας αναπτυσσόμενος οργανισμός αυξάνεται ολόκληρος σε μέγεθος, και δεν περιορίζεται σε συσσώρευση ύλης.
  5. Προσαρμογή: η σταδιακή μεταβλητότητα ως απόκριση στις αλλαγές του περιβάλλοντος. Πρόκειται για θεμελιώδη διεργασία εξέλιξης και ρυθμίζεται από την κληρονομικότητα του οργανισμού, τη διατροφή και εξωτερικούς παράγοντες.
  6. Απόκριση σε ερεθίσματα: μια απόκριση μπορεί να είναι, η συρρίκνωση ενός μονοκύτταρου οργανισμού λόγω χημικών ουσιών εξωτερικά, οι περίπλοκες αντιδράσεις που εμπλέκονται στην αισθαντικότητα των πολυκύτταρων οργανισμών. Η απόκριση συχνά εκδηλώνεται με κίνηση, όπως τα φύλλα ενός φυτού που στρέφεται προς τον ήλιο (φωτοτροπισμός) και ο χημειοτακτισμός.
  7. Αναπαραγωγή: η ικανότητα παραγωγής νέων αυτόνομων οργανισμών, είτε αγενώς από έναν μοναδικό αρχικό οργανισμό ή φυλετικά από δύο αρχικούς οργανισμούς.

Όλες οι φυσιολογικές λειτουργίες έχουν υποκείμενες φυσικές και χημικές βάσεις, μηχανισμούς ρύθμισης και ελέγχου που είναι απαραίτητοι για τη διατήρηση της ζωής.

Εναλλακτικοί ορισμοί

Από φυσική άποψη, τα ζωντανά όντα είναι θερμοδυναμικά συστήματα με οργανωμένη μοριακή δομή που μπορεί να αναπαράγεται και να εξελίσσεται όπως απαιτείται για επιβίωση.[21][22] Θερμοδυναμικά, η ζωή έχει περιγραφεί ως ένα ανοιχτό σύστημα που χρησιμοποιεί διαβαθμίσεις του περιβάλλοντός ενώ δημιουργεί ατελή αντίγραφά της.[23] Συνεπώς η ζωή είναι ένα αυτόνομο χημικό σύστημα ικανό να διέλθει Δαρβινική εξέλιξη.[24][25] Ένα μεγάλο πλεονέκτημα αυτού του ορισμού είναι ότι διακρίνει τη ζωή περισσότερο βάσει της εξελικτικής διαδικασίας παρά από τη χημική σύνθεση.[26]

Η συστηματική άποψη δεν εξαρτάται απαραίτητα από τη μοριακή χημεία. Προσδιορίζει ότι η ζωή για τα ζωντανά πλάσματα είναι αυτο-οργάνωση και αυτοποίηση (αυτο-παραγωγή). Εναλλακτικά, ο Στιούαρτ Κάουφμαν αναφέρεται σε έναν αυτόνομο παράγοντα ή ένα πολύπαραγοντικό σύστημα ικανό να αναπαράγει τον εαυτό του, και να ολοκληρώνει τουλάχιστον ένα θερμοδυναμικό κύκλο εργασίας.[27] Ο ορισμός επεκτάθηκε σταδιακά κατόπιν νέων εξελίξεων.[28]

Ιοί

Αδενοϊός, όπως φαίνεται στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο
Κύριο λήμμα: Ιός

Το αν ένας ιός πρέπει να θεωρείται ζωντανός ή όχι είναι θέμα συζητήσεων . Θεωρούνται μάλλον απλά αντιγραφείς παρά ως μορφές ζωής.[29] Έχουν περιγραφεί ως "ζωικά οριακοί οργανισμοί "[30] , επειδή διαθέτουν γονίδια, εξελίσσονται μέσω της φυσικής επιλογής,[31][32] και αναπαράγονται δημιουργόντας πολλά αντίγραφα του εαυτού τους με αυτο-συγκρότηση. Ωστόσο, οι ιοί δεν μεταβολίζουν και απαιτούν ένα κύτταρο ξενιστή για την παραγωγή μορίων. Η αυτοσυγκρότηση των ιών μέσα σε κύτταρα ξενιστές περιπλέκει τη μελέτη για την προέλευση της ζωής, εφόσον στηρίζει την υπόθεση ότι η ζωή ίσως ξεκίνησε ως αυτο-συγκροτούμενα οργανικά μόρια.[33][34][35]

Βιοφυσική

Κύριο λήμμα: Βιοφυσική

Ο ορισμός της ζωής μπορεί να βασίζεται σε χημικά συστήματα και επιδιώκεται να περιλαμβάνει τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό φαινομένων.[36] Για τους Βιοφυσικούς τα ζωντανά πλάσματα λειτουργούν ως αρνητική εντροπία.[37][38] Συνοπτικά οι ζωϊκές διεργασίες μπορούν να θεωρηθούν ως μια καθυστέρηση στην αυθόρμητη διάχυση ή διασπορά της εσωτερικής ενέργειας των βιολογικών μορίων προς πιο δυναμικά μικροκράτη. Αναλυτικά, σύμφωνα με φυσικούς όπως οι Τζον Μπέρναλ, Έρβιν Σρέντιγκερ, Γιουτζίν Γουίγκνερ και Τζον Άβερυ, η ζωή περιλαμβάνεται σε μία κατηγορία φαινομένων που αποτελούν ανοιχτά ή συνεχή συστήματα και μπορούν να ελαττώσουν την εσωτερική εντροπία καταναλώνοντας ουσίες ή ελεύθερη ενέργεια που προσλαμβάνεται από το περιβάλλον και στη συνέχεια απορρίπτεται σε υποβαθμισμένη μορφή.[39][40]

Θεωρίες των έμβιων συστημάτων

Τα έμβια συστήματα είναι ανοικτά αυτο-οργανωμένα ζωντανά πλάσματα που αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους. Τα συστήματα συντηρούνται με ροές πληροφοριών, ενέργειας και ύλης.

Για αρκετούς επιστήμονες η θεωρία των έμβιων συστημάτων χρειάζεται για να εξηγηθεί η φύση της ζωής.[41] Τόσο γενική θεωρία θα προκύψει από τις οικολογικές και βιολογικές επιστήμες και θα επιδιώκει να χαρτογραφήσει τις γενικές αρχές που διέπουν τις λειτουργίες των έμβιων συστημάτων. Αντί να εξετάζει τα φαινόμενα κατόπιν ανάλυσης στα συστατικά τους, διερευνά τα φαινόμενα από την άποψη των δυναμικών πρότυπων σχέσεων που έχουν οι οργανισμοί με τα περιβάλλοντά τους.[42]

Η υπόθεση της Γαίας

Κύριο λήμμα: Θεωρία της Γαίας

Η ιδέα ότι η Γη είναι ζωντανή συναντάται στη φιλοσοφία και τη θρησκεία, αλλά η πρώτη επιστημονική συζήτηση περί του θέματος ήταν του Σκοτσέζου επιστήμονα Τζέιμς Χάτον. Το 1785 υποστήριξε ότι η Γη ήταν ένας υπερ-οργανισμός και πρέπει να εξετάζεται από τη φυσιολογία. Ο Χάτον θεωρείται ο πατέρας της γεωλογίας, αλλά η ιδέα της ζωντανής Γης ξεχάστηκε κατόπιν αναγωγισμού τον 19ο αιώνα.[43]:10 Περί το 1960, η υπόθεση της Γαίας του επιστήμονα Τζέιμς Λάβλοκ,[44][45] θεωρεί ότι η ζωή στη Γη λειτουργεί ως ένας ενιαίος οργανισμός που επιλέγει και συντηρεί τις περιβαλλοντικές συνθήκες όπως απαιτείται για την επιβίωσή του. Η υπόθεση θεμελίωσε τις σύγχρονες επιστήμες Γήινων συστημάτων.

Αδυναμία κλασματοποίησης

To 1978 ο Αμερικάνος βιολόγος Τζέημς Γκριερ Μιλερ παρουσίασε μία γενική θεωρία ζωντανών συστημάτων που εξηγούσε τη φύση της ζωής.[46] Ο Ρόμπερτ Ρόσεν (1991) επί αυτής βασισμένος όρισε ένα στοιχείο του συστήματος ως "οργανωτική μονάδα: ένα λειτουργικό μέρος, με ορισμένη σχέση μεταξύ του όλου και μέρους." Με συνδυασμό από αρχικές έννοιες, ανέπτυξε τη "σχετική θεωρία των συστημάτων" που επιδιώκει να εξηγήσει τις ιδιαίτερες ιδιότητες της ζωής. Συγκεκριμένα, αναγνώρισε την "αδυναμία κλασματοποίησης των στοιχείων ενός οργανισμού", ως βασική διαφορά μεταξύ των ζωντανών συστημάτων και των "βιολογικών μηχανών."[47]

Η ζωή ως ιδιότητα των οικοσυστημάτων

Η συστηματική άποψη της ζωής θεωρεί τις περιβαλλοντικές και βιολογικές ροές ως "αμοιβαία επηρεαζόμενες"[48] και η αλληλεπίδραση με το περιβάλλον είναι εξίσου σημαντική για την κατανόηση της ζωής και των οικοσυστημάτων. Όπως εξηγεί ο Χάρολντ Τζ. Μόροβιτζ (1992), η ζωή είναι ιδιότητα ενός οικολογικού σύστηματος και όχι απλά ένας μόνος οργανισμός ή είδος.[49] Υποστηρίζει ότι ο οικοσυστηματικός ορισμός της ζωής είναι προτιμότερος από έναν αυστηρά βιοχημικό ή φυσικό. Ο Ρόμπερτ Ουλάνοβιτζ (2009) τόνισε την αμοιβαιότητα ως το κλειδί για την κατανόηση της συστηματικής, τακτικής συμπεριφοράς της ζωής και των οικοσυστημάτων.[50]

Βιολογία περίπλοκων συστημάτων

Η βιολογία περίπλοκων συστημάτων είναι ένα πεδίο της επιστήμης που μελετά την εμφάνιση περιπλοκότητας στους λειτουργικούς οργανισμούς από την άποψη της θεωρίας δυναμικών συστημάτων,[51] που ονομάζεται και βιολογία συστημάτων και επιδιώκει να κατανοήσει τις θεμελιώδεις πτυχές της ζωής. Ο συγγενής κλάδος που ονομάζεται σχετική βιολογία ασχολείται κύρια με την κατανόηση των ζωικών διεργασιών με όρους σημαντικότητας, και την κατηγοριοποίηση των σχέσεων για τους πολυκύτταρους οργανισμούς ορίζεται ως "κατηγορηματική βιολογία", ή ένα μοντέλο που απεικονίζει τους οργανισμούς ως θεωρία κατηγοριών των βιολογικών σχέσεων, καθώς και μια αλγεβραική τοπολογία της λειτουργικής οργάνωσης των ζωντανών οργανισμών από άποψη δυναμικής, περιπλοκότητας δίκτυων μεταβολικών, γενετικών και επιγενετικών διεργασιών και σηματοδοτικών μονοπατιών.[52][53] Εναλλακτικές αλλά συγγενικές προσεγγίσεις εστιάζουν στους περιορισμούς της αμοιβαίας εξάρτησης, όπου οι περιορισμοί είναι είτε μοριακοί, όπως ένζυμα, ή μακροσκοπικο, όπως η γεωμετρία του οστού ή το αγγειακό σύστημα.[54]

Δαρβίνεια δυναμική

Έχει υποστηριχθεί ότι η εξέλιξη της τάξης των ζωντανών και ορισμένων φυσικών συστημάτων ακολουθεί μία κοινή βασική αρχή που ονομάστηκε Δαρβίνεια δυναμική.[55][56] Διατυπώθηκε έχοντας υπόψη του τρόπου διαμόρφωσης της μακροσκοπικής τάξης ενός απλού μη-βιολογικού συστήματος όταν απομακρύνεται από τη θερμοδυναμική ισορροπία του, και στη συνέχεια επέκτεινε τη θεωρία στο σύντομο τρόπο αντιγραφής των RNA μορίων. Οι βασικές αρχές για τις διεργασίες ήταν παρόμοιες για τους δύο τύπους συστημάτων.

Λειτουργική Θεωρία

Η συστηματική λειτουργική θεωρία προτείνει ότι "η ζωή είναι ένας γενικός όρος για την παρουσία των διαμερισμάτων που βρίσκονται στους οργανισμούς το τυπικό διαμέρισμα είναι μια μεμβράνη και ένα αυτοκαταλυτικό σύνολο που βρίσκεται στο κύτταρο"[57] και ότι οργανισμός είναι οποιοδήποτε σύστημα με οργάνωση που τυπικά λειτουργεί όπως το πρότυπο της θεωρίας.[58][59][60][61] Η ζωή μπορεί να παρουσιαστεί ως ένα δίκτυο κατώτερων αρνητικών ανατροφοδοτήσεων των ρυθμιστικών μηχανισμών που υπακούν σε μια ανώτερη θετική ανατροφοδότηση όπως διαμορφώθηκε από της δυνατότητες επέκτασης και αναπαραγωγής.[62]