ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ στον ΕΠΙΤΑΦΙΟ του ΠΕΡΙΚΛΗ

ΣΗΜΑΣΙΑ του έργου του Θουκυδίδη:
Α. Πραγματεύτηκε ένα σημαντικότατο για τον αρχαιοελληνικό κόσμο
ιστορικό γεγονός, τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431 - 404 π.Φ.).
Β. Η ιστορική αφήγηση του καλύπτει και την πριν από την έναρξη του
πολέμου πεντηκονταετία (από το 479 π.Φ.).
Γ. Η εξιστόρηση του Θουκυδίδη διακόπτεται απότομα με τα γεγονότα του
411 π.Φ.
Δ. Ση συνέχεια των γεγονότων θα δώσει ο Ξενοφών στα «Ελληνικά» του.
2. ΢κοποθεσία - Υιλοδοξία του Θουκυδίδη:
Α. Η δημιουργία και κληροδότηση στην ανθρωπότητα ενός έργου με διαχρονική αξία, ενός «κτήματος ἐς ἀεί», όχι απλώς η αντικειμενική και ολοκληρωμένη αφήγηση των γεγονότων ενός μεγάλου πολέμου.
Β. Αιτιολόγηση αυτής της φιλοδοξίας του.
3. Φαρακτηριστικές αρετές του έργου του Θουκυδίδη:
Α. Αυστηρή επιστημονική μέθοδος.
Β. Αμεροληψία.
Γ. Αίσθηση των σχέσεων ανάμεσα σε αιτίες και αποτελέσματα των
γεγονότων.
Δ. Ικανότητα διείσδυσης στη βαθύτερη έννοια θεμάτων πολιτικής.
Ε. Πυκνό, άμεσο και γραφικό ύφος.
4. Σα είδη των ρητορικών λόγων:
Α. Δικανικοί (για διαφορές που λύνονται στα δικαστήρια).
44 Α λ έ ξ α ν δ π ο ρ Γ . Α λ ε ξ α ν δ π ί δ η ρ
Β. ΢υμβουλευτικοί (απαγγέλλονται σε συγκεντρώσεις).
Γ. Επιδεικτικοί (λάμπρυναν μια σημαντική εορταστική εκδήλωση).
5. Σο έργο του Θουκυδίδη αποτελείται από μέρη:
Α. αφηγηματικά.
Β. δημηγορίες.
6. Ο ρόλος των δημηγοριών στο έργο του Θουκυδίδη:
Α. Υωτίζουν τις αιτίες των πολιτικών γεγονότων και τις συνέπειες των πολεμικών επιχειρήσεων.
Β. Υωτίζουν ολόπλευρα τα γεγονότα.
Γ. Καταδεικνύουν την εσωτερική τους σύνδεση.
Δ. Επιτρέπουν την ανίχνευση των βαθύτερων αιτίων που οδήγησαν σε
μια συγκεκριμένη πολιτική επιλογή.
Ε. Περιέχουν τα επιχειρήματα, τα κίνητρα, τις συναισθηματικές παρορμήσεις που δικαιολογούν την απόφαση που λαμβανόταν κάθε φορά.
7. Η μέθοδος σύνθεσης των δημηγοριών - Η επεξεργασία στην οποία
υπέβαλλε ο Θουκυδίδης τις δημηγορίες των ρητόρων:
Α. Αφαιρούσε το μερικό και το περιστασιακό.
Β. Σόνιζε ό,τι γενικό και μονιμότερο υπήρχε στα γεγονότα.
Γ. Σις ενίσχυε με επιχειρήματα που διασαφηνίζουν τις θεμελιώδεις
απόψεις του ρήτορα.
Δ. Έμενε όσο πιο κοντά μπορούσε στο συνολικό νόημα των πραγματικά
ειπωμένων, συμπληρώνοντάς τα.
8. Διαφορές ανάμεσα στον Επιτάφιο και τις άλλες δημηγορίες του
Θουκυδίδη:
Α. Ο Επιτάφιος είναι επιδεικτικός λόγος· οι άλλες δημηγορίες ανήκουν
στους συμβουλευτικούς λόγους.
Θ ο ς κ ς δ ί δ η , Π ε π ι κ λ έ ο ς ρ Ε π ι τ ά φ ι ο ρ 45
Β. Οι άλλες δημηγορίες αποτελούν ένα είδος εισαγωγής και απαραίτητο
συμπλήρωμα των γεγονότων που ιστορούνται· ο Επιτάφιος έχει ελάχιστη
σχέση με την ιστορική αφήγηση που τον πλαισιώνει.
9. Επιτάφιοι λόγοι που σώθηκαν:
Α. Σου Περικλή (431 π.Φ.).
Β. Σου Γοργία (κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο).
Γ. Σου Λυσία (392 π.Φ.).
Δ. Σου Πλάτωνα (στο διάλογο Μενέξενος, για τους νεκρούς των πολέμων
πριν από την ανταλκίδεια ειρήνη, 362 π.Φ.).
Ε. Σου Τπερείδη (322 π.Φ.).
10. Η δομή των επιταφίων λόγων:
Α. Προοίμιο.
Β. Καταγωγή και πρόγονοι.
Γ. Οι προκείμενοι νεκροί, οι αρετές τους και οι πολεμικοί άθλοι τους.
Δ. Προτροπή για μίμηση στους νεότερους, "παραμυθία" (παρηγοριά) στους
γονείς και στις χήρες των νεκρών.
Ε. Επίλογος.
11. Βασικές διαφορές - αποκλίσεις του Επιταφίου του Περικλή από τους
άλλους επιτάφιους λόγους:
Α. ΋χι μόνο δε δίνει μεγαλύτερη έκταση στον έπαινο του αθηναϊκού παρελθόντος, αλλά τον προσπερνά με μια σύντομη φράση.
Β. Αναφέρεται συνοπτικά, γενικά και αόριστα στα πολεμικά έργα των νεκρών της χρονιάς.
Γ. Αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του Επιταφίου στην ενότητα που αναφέρεται στο αθηναϊκό πολίτευμα και αναλύει τους λόγους που οδήγησαν
την πόλη στο μεγαλείο.
Δ. Σο κύριο μέρος του λόγου είναι ένας (εμπνευσμένος) ύμνος στα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πνευματικά επιτεύγματα της αθηναϊκής
πολιτείας την εποχή που την κατηύθυνε ο Περικλής.
46 Α λ έ ξ α ν δ π ο ρ Γ . Α λ ε ξ α ν δ π ί δ η ρ
12. Οι άλλες δημηγορίες με τις οποίες συσχετίζεται ο Επιτάφιος:
Α. Αυτή που εκφώνησε ο Περικλής λίγο πριν από την έναρξη του
πολέμου στην εκκλησία του δήμου (χρονικά προηγείται του Επιταφίου).
Β. Αυτή με την οποία θέλησε ο Περικλής να εμψυχώσει τους συμπολίτες
του, που έχασαν το θάρρος τους εξαιτίας του λοιμού και της εισβολής των
Λακεδαιμονίων (το "κύκνειο άσμα" του Περικλή). Σο τμήμα αυτό της
συγγραφής κλείνει με τον περίφημο χαρακτηρισμό του πολιτικού από τον
ιστορικό.
13. Με τον Επιτάφιο:
Α. Δίνεται μια συμπληρωματική απεικόνιση της προσωπικότητας του
Περικλή.
Β. Φωτίζονται καλύτερα ορισμένες ιδέες που αποτελούσαν την πολιτική
φιλοσοφία του.
Γ. ΢υμπληρώνεται το πορτρέτο ενός φωτισμένου και συστηματικού στις
ενέργειες του Περικλή.
Δ. Παίρνει νέες διαστάσεις η πολιτική που αυτός αντιπροσώπευε.
14. Πώς εξηγείται η παρουοία του Επιταφίου μέσα στο έργο του ιστορικού:
Α. Θέλησε να στήσει επιβλητικά το μνημείο του μεγάλου Αθηναίου
πολιτικού, να δείξει όσο γίνεται παραστατικότερα την αρετή του
ολοκληρωμένη, και στα έργα και στα λόγια.
Β. Ο Θουκυδίδης, ως εραστής της Αθήνας του Περικλή, θέλησε να δώσει
την ιδανική εικόνα της πόλης, πριν αυτή αμαυρωθεί από τις αποτυχίες
που την βρήκαν στον πόλεμο.
15. Σο έργο του Περικλή:
Α. Εδραίωσε την «Αθηναϊκή ΢υμμαχία» κι επεξέτεινε την επιρροή της
Αθήνας με την ίδρυση νέων αποικιών.
Β. Μεταρρύθμισε ορισμένους θεσμούς της πολιτείας.
Γ. Αξιοποίησε την οικονομική ευρωστία της Αθήνας, δημιουργώντας τα
περίλαμπρα οικοδομήματα της Ακρόπολης κ.λπ.
Δ. ΢υνέβαλε ουσιαστικά στην πνευματική άνθηση της Αθήνας.
Θ ο ς κ ς δ ί δ η , Π ε π ι κ λ έ ο ς ρ Ε π ι τ ά φ ι ο ρ 47
Ε. Διακήρυξε την ενότητα του ελληνικού κόσμου και προσπάθησε να
κάνει πραγματικότητα την πανελλήνια ιδέα.
16. ΢τη διαμόρφωση της πνευματικής προσωπικότητας και του ιδεολογικού κόσμου του Περικλή συνέβαλαν:
Α. Σο ανώτερο πνευματικό του επίπεδο, που του εξασφάλιζε η γενικότερη
στάθμη της κλασικής Αθήνας.
Β. Η αξιοποίηση της μαθητείας του κοντά σε φημισμένους δασκάλους.
Γ. Οι φιλικές του σχέσεις με μεγάλες προσωπικότητες.
Δ. Η συμβίωση του με την Ασπασία.
17. Οι απόψεις ως προς την πατρότητα του επιτάφιου λόγου του Περικλή:
Α. Ο Θουκυδίδης είναι ο πραγματικός συγγραφέας του λόγου. Η
αναφορά του ονόματος του Περικλή είναι απλώς συγγραφικό τέχνασμα.
Β. Ο Θουκυδίδης υπήρξε στενογράφος της δημηγορίας. Διέσωσε τον Επιτάφιο όπως τον απήγγειλε ο Περικλής.
Γ.  Ήταν δυνατό ο Περικλής να εκφωνήσει μια επιτάφια ομιλία
παρόμοια μ' αυτή που μας σώθηκε, χωρίς την παρέμβαση του Θουκυδίδη.
 Ο Θουκυδίδης θα μπορούσε να πλάσει ένα ρητορικό κείμενο με
περιεχόμενο το ίδιο βαθύ, πλούσιο και πρωτότυπο, χωρίς να έχει ακούσει
το λόγο του Περικλή ή να έχει συμβουλευτεί τις σημειώσεις του.
18. Ο Επιτάφιος:
Α. Είναι αντάξιος της πνευματικής προσωπικότητας και του Θουκυδίδη
και του Περικλή.
Β. ΢υμβάλλει στη θετική αποτίμηση και των δύο, χωρίς να δίνει αφορμή
να υποτιμηθεί κανένας από τους δύο.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗ του Σοφοκλή

[ΠΗΓΗ https://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/B_Lyk_Antigone/eisagogi.htm]

Ι. Το δράμα

Το δράμα είναι μια σύνθετη ποιητική δημιουργία που αποτέλεσε την ύψιστη πνευματική έκφραση των κλασικών χρόνων. Στο ποιητικό αυτό είδος χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το Έπος και τη Λυρική ποίηση, ενώ κατά την παρουσίασή του ενώπιον του κοινού συνόδευαν τον λόγο η μουσική και η όρχηση· γιατί το δράμα δεν προοριζόταν για μια απλή απαγγελία αλλά για παράσταση ενός συγκλονιστικού γεγονότος, που εξελισσόταν σαν ζωντανή πραγματικότητα μπροστά στους θεατές.

Το δράμα προήλθε από τα θρησκευτικά δρώμενα και συνδέθηκε εξαρχής με τη λαμπρότερη εορτή του Διονύσου, τα Μεγάλα Διονύσια, που είχαν κυρίαρχη θέση στο αθηναϊκό εορτολόγιο. Οι πρόγονοί μας από πολύ παλιά είχαν δώσει στις θρησκευτικές εκδηλώσεις τους δραματικό χαρακτήρα (δηλ. μορφή παράστασης) : στο Άργος και στη Σάμο αναπαριστούσαν τους γάμους του Δία και της Ήρας, στην Κρήτη τη γέννηση του Δία, στους Δελφούς έφηβοι παρίσταναν τον αγώνα του Απόλλωνα με τον δράκοντα· ακόμα και στα Ελευσίνια μυστήρια ονόμαζαν τις μυστικές ιεροτελεστίες δρώμενα. Στις τελετές όμως του Διονύσου τα δρώμενα ήταν λαμπρότερα και πιο επίσημα.

Ο Διόνυσος, ως θεός του αμπελιού και του κρασιού, προσωποποιούσε τον κύκλο των εποχών του έτους, τη διαδικασία της σποράς και της βλάστησης, τη γονιμοποίηση των καρπών και γενικά όλες τις μυστηριώδεις παραγωγικές δυνάμεις της φύσης. Αυτόν τον αδιάκοπα επαναλαμβανόμενο κύκλο της ζωής και του θανάτου οι λατρευτές του Διονύσου τον είχαν συνδέσει με τη γέννηση του θεού, τη δράση του, τον θάνατο και την επαναφορά του στη ζωή. Φαντάζονταν ακόμα τον θεό να κυκλοφορεί ανάμεσα στους ανθρώπους, μαζί και με τους τραγόποδες ακολούθους του, τους Σατύρους, και να παρακινεί όλους να ξεχάσουν τις έγνοιες της ζωής και να παραδοθούν στο γλεντοκόπι και στη χαρά.

Κατά τις τελετές του Διονύσου οι οπαδοί του λάτρευαν τον θεό σε κατάσταση ιερής μανίας, άφθονης οινοποσίας, πολλών αστεϊσμών και έξαλλου ενθουσιασμού. Ουσιώδες γνώρισμα των λατρευτικών τους εκδηλώσεων ήταν η έκσταση, η συναισθηματική μέθη, που τους ταύτιζε με άλλα πρόσωπα, τους Σατύρους, και τους μετέθετε σε μια κατάσταση θεϊκή. Για την επιτυχία της έκστασης οι πιστοί μεταμφιέζονταν. Τυλίγονταν με δέρματα ζώων, άλειφαν το πρόσωπό τους με το κατακάθι του κρασιού (τρυγία) ή το σκέπαζαν με φύλλα δέντρων, φορούσαν στεφάνια από κισσό, πρόσθεταν ουρές, γένια ή κέρατα, όπως και οι ακόλουθοι του θεού.

Σ' αυτές τις μεταμφιέσεις των εορταστών του Διονύσου έχει την αφετηρία του το δράμα, γιατί και τα πρόσωπα του δράματος μεταμφιέζονταν, για να υποδυθούν τους ήρωες του έργου. Τα στάδια, βέβαια, της μετάβασης από τις θρησκευτικές τελετές στο δράμα δεν είναι γνωστά· ο Αριστοτέλης όμως μας πληροφορεί πως οι πρωτοτραγουδιστές των χορικών ασμάτων προς τιμή του Διονύσου έδιναν αφορμές για δραματικές παραστάσεις (Ποιητική, 1449 a14)

Όταν ο Πεισίστρατος ίδρυσε ιερό προς τιμή του Διονύσου στα ΝΑ της Ακρόπολης (όπου σήμερα τα ερείπια του διονυσιακού θεάτρου), μετέφερε σ' αυτό από τις Ελευθερές της Βοιωτίας το ξύλινο άγαλμα του Διονύσου του Ελευθερέως και οργάνωσε λαμπρές εορτές. Σ' αυτό τον χώρο ο Θέσπης, από την Ικαρία της Αττικής (σημερινό Διόνυσο), δίδαξε για πρώτη φορά δράμα, στα μέσα της 61ης Ολυμπιάδας, δηλ. το 534 π.Χ. Έκτοτε το δράμα σταδιακά τελειοποιήθηκε, γιατί η εξέλιξή του συνέπεσε με τον πλούτο και το μεγαλείο της Αθήνας.

Οι δραματικές παραστάσεις επικράτησε να γίνονται κατά τις εορτές του Διονύσου, ώστε να συνδέονται με τη θρησκευτική τους προέλευση. Οι εορτές αυτές στην Αττική ήταν τέσσερις:

• Τα Μεγάλα ή ἐν ἄστει Διονύσια·τελούνταν τον αττικό μήνα Ελαφηβολιώνα (μέσα Μαρτίου-Απριλίου). Ήταν η λαμπρότερη εορτή του Διονύσου· η διάρκειά τους ήταν έξι μέρες και παρουσιάζονταν σ' αυτή νέα δράματα.

• Τα Μικρά ή κατ' ἀγρούς Διονύσια· εορτάζονταν τον μήνα Ποσειδεώνα (μέσα Δεκεμβρίου-Ιανουαρίου) και παρουσιάζονταν σ' αυτά επαναλήψεις των επιτυχημένων δραμάτων. Ονομαστά ήταν τα κατ' αγρούς Διονύσια, που εορτάζονταν στο περίφημο Διονυσιακό θέατρο του Πειραιά.

• Τα Λήναια, που εορτάζονταν τον μήνα Γαμηλιώνα (μέσα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου)· στη διάρκεια της εορτής παριστάνονταν νέες τραγωδίες και κωμωδίες.

• Τα Ἀνθεστήρια, που εορτάζονταν τον μήνα Ανθεστηριώνα (μέσα Φεβρουαρίου-Μαρτίου). Ήταν εορτή της ανθοφορίας στην αρχή της Άνοιξης. Παλαιότερα δε γίνονταν δραματικοί αγώνες· πολύ αργότερα προστέθηκαν και αυτοί ως μέρος της εορτής

Απ' όλες τις εορτές του Διονύσου η πιο επίσημη ήταν τα Μεγάλα Διονύσια. Την εποπτεία τόσο της εορτής όσο και των δραματικών αγώνων είχε τότε ο Επώνυμος Άρχων.

Τρία είναι τα είδη του δράματος : η τραγωδία, η κωμωδία και το σατυρικό δράμα.

• Το σατυρικό δράμα. Χαρακτηρίστηκε ως παίζουσα τραγωδία· ήταν δηλαδή ένα ευχάριστο λαϊκό θέαμα που διατηρούσε τα εξωτερικά γνωρίσματα της τραγωδίας, αλλά σκοπό είχε μόνο να προκαλέσει το γέλιο και όχι να διδάξει, όπως η τραγωδία και η κωμωδία. Στο σατυρικό δράμα οι θεατές ξανάβρισκαν τους Σατύρους (από αυτούς και η ονομασία) και τον γέροντα Σειληνό, που αποτελούσαν τον χορό, κι έτσι ικανοποιούσαν την ευλάβειά τους προς τις θρησκευτικές παραδόσεις.

Οι ποιητές που συμμετείχαν στους δραματικούς αγώνες έπρεπε να παρουσιάσουν, μαζί με τις τρεις τραγωδίες, και ένα σατυρικό δράμα, ώστε να τελειώνουν οι παραστάσεις με ένα θέαμα εύθυμο και ανακουφιστικό.

• Η κωμωδία. Και η κωμωδία, όπως και τα άλλα δύο είδη του δράματος, προήλθε από τις Διονυσιακές εορτές. Οι κωμικοί ποιητές επιδίωκαν να γελοιοποιούν πρόσωπα και καταστάσεις, ώστε μέσα από τη φάρσα, το γέλιο και την ευθυμία να ασκούν την κριτική τους. Τα πρόσωπα των κωμωδιών ήταν σύγχρονα και αντιπροσώπευαν καταστάσεις —πολιτικές, κοινωνικές, ηθικές— που έβλαπταν ή ήταν επικίνδυνες για την πόλη. Έτσι η κωμωδία αντλούσε τα θέματα από την καθημερινή ζωή, αλλά συχνά τα «έντυνε» με μύθους ή κατασκεύαζε πλαστές εικόνες, που, με το υπερβολικό και το γελοίο, είχαν σκοπό να τέρψουν αλλά και να διορθώσουν τα «κακώς κείμενα». Διόνυσος (αγγειογραφίες και μωσαϊκό) [πηγή: Classical Art Research Centre and the Beazley Archive]

II. Η τραγωδία

Ο Αριστοτέλης συνδέει την τραγωδία με τον διθύραμβο, ένα χορικό άσμα που χαρακτηρίστηκε διονυσιακό. Κατά τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, η τραγωδία προήλθε ἀπὸ τῶν ἐξαρχόντων τόν διθύραμβον, δηλαδή από τους πρωτοτραγουδιστές των διθυραμβικών χορών.

Η λέξη τραγωδία έχει αβέβαιη προέλευση. Οι δύο γνωστές απόψεις, ότι δηλαδή τραγωδία σημαίνει : I) ᾠδὴ τῶν τράγων = χορικό άσμα των λατρευτῶν του Διονύσου που φορούσαν δέρματα τράγων ή 2) χορικό άσμα σε διαγωνισμό, όπου το βραβείο για τον νικητή ήταν τράγος, θεωρούνται αυθαίρετες και χωρίς ισχυρή επιστημονική στήριξη.

Σταθμό στην εξέλιξη του διθυράμβου σημείωσε ο Αρίων από τη Μήθυμνα της Λέσβου, που είχε εγκατασταθεί στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. στην αυλή του Περιάνδρου, τυράννου της Κορίνθου, πιθανότατα για να ενισχύσει τη διονυσιακή λατρεία. Ο Αρίων διαμόρφωσε καλλιτεχνικά τον διθύραμβο, συνθέτοντας τους στίχους και τη μουσική. Το περιεχόμενό του ήταν στην αρχή σχετικό με τους μύθους του Διονύσου, αργότερα όμως και με άλλα μυθικά πρόσωπα ή ήρωες. Τους διθυράμβους του Αρίωνα εκτελούσε χορός 50 ανδρών, τον οποίο ασκούσε ο ίδιος ο ποιητής. Ο χορός αυτός, τραγουδώντας τον διθύραμβο με τη συνοδεία κιθάρας, ὠρχεῖτο, δηλαδή έκανε χορευτικές κινήσεις γύρω από τον βωμό του Διονύσου. Ο Αρίων θεωρείται και εὑρετὴς τοῦ τραγικοῦ τρόπου, που σήμαινε ένα είδος μουσικής, το οποίο τραγουδούσαν οι χορευτές μεταμφιεσμένοι σε τράγους, δηλαδή σατύρους.

Το μεγάλο βήμα πάντως από τον διθύραμβο στην τραγωδία έγινε στην Αττική. Ο Αρίων είχε παρουσιάσει βέβαια τον εξάρχοντα του διθυράμβου, αλλά δεν του είχε δώσει ανεξάρτητο ρόλο από τον χορό. Σ' αυτήν την καινοτομία προχώρησε ο Θέσπης στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Σύμφωνα με έμμεσες πληροφορίες (αγγειογραφίες και κάποια μαρτυρία που αποδίδεται στον Αριστοτέλη), ο Θέσπης ξεχώρισε οριστικά τον εξάρχοντα (πρωτοτραγουδιστή - υποκριτή) από την ομάδα - χορό. Αυτόν τον εξάρχοντα-υποκριτή τον ταύτισε πλέον με το πρόσωπο που υποδυόταν. Αλλά και οι λόγοι του υποκριτή, στον διάλογό του με τον χορό, ήταν στίχοι που απαγγέλλονταν και δεν ήταν όμοιοι με εκείνους της μελωδίας του χορού. Οι στίχοι αυτοί αποτέλεσαν τα πρώτα θεατρικά στοιχεία, γιατί με την παρεμβολή τους ανάμεσα στα χορικά κομμάτια διευκόλυναν την παρουσίαση του μύθου, μέσα από διάλογο και αφήγηση.

Ο ίδιος ποιητής φαίνεται ότι ενθουσίασε με τις καινοτομίες του τον λαό και, παρά τις αντιδράσεις του γέροντα πια Σόλωνα, που θεωρούσε τις παραστάσεις ψευδολογίες, δημιούργησε έναν μικρό θίασο, το γνωστό ἅρμα Θέσπιδος, με τον οποίο περιόδευε στα χωριά της Αττικής και έπαιρνε μέρος στις ανοιξιάτικες Διονυσιακές γιορτές.

Άρμα Θέσπιδος (φωτογραφία): Wikimedia Commons

Όσο τα διαλογικά-θεατρικά στοιχεία, με τον καιρό, έπιαναν μεγαλύτερη έκταση, τόσο περιοριζόταν και ο ρόλος του χορού, μέχρι που κατέληξε να τραγουδάει άσματα άσχετα με τον Διόνυσο. Όταν και οι υποθέσεις των έργων έπαψαν πια να έχουν άμεση σχέση με τον Διόνυσο (ήταν δηλαδή απροσδιόνυσες), σταμάτησαν και οι άντρες του χορού να μεταμφιέζονται σε σατύρους. Έτσι η τραγωδία έπαιρνε με την πάροδο του χρόνου την οριστική της μορφή ως θεατρικό είδος.

Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του (1448b-24 κ.ε) δίνει τον ακόλουθο ορισμό της τραγωδίας:

Ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.

Σύμφωνα με τον ορισμό, η τραγωδία είναι απομίμηση μιας σοβαρής και με αξιόλογο περιεχόμενο πράξης· είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας, όχι όμως πιστή και δουλική αλλά ελεύθερη και δημιουργική, με τάση εξιδανίκευσης. Ο χαρακτηρισμός τελεία δηλώνει πως η υπόθεση της τραγωδίας έχει αρχή, μέση και τέλος, ενώ το μέγεθός της έχει τέτοια έκταση, ώστε να μπορεί ο θεατής να έχει πλήρη εποπτεία, σαφή αντίληψη και του συνόλου του έργου και των επιμέρους. Εξάλλου η μίμηση γίνεται με λόγο ἡδυσμένο, που έχει δηλαδή ρυθμό, αρμονία και μελωδία· όμως αυτά τα στοιχεία δε διασκορπίζονται με τον ίδιο τρόπο σε όλο το έργο, αλλά όπου ταιριάζει το καθένα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της τραγωδίας είναι η δράση. Οι υποκριτές δεν απαγγέλλουν απλώς, αλλά μιμούνται τους ήρωες του έργου τους οποίους υποδύονται. Όπως ερμηνεύει εύστοχα ο T.S. Eliot, «πίσω από τον τραγικό λόγο βρίσκεται η δραματική ενέργεια, η χροιά της φωνής, το ανασηκωμένο χέρι ή ο τεντωμένος μυς, και η ιδιαίτερη συγκίνηση».

Σκοπός της τραγωδίας είναι να οδηγήσει τον θεατή, μέσα από τον ἔλεο και τον φόβο, στην κάθαρση —έναν όρο δύσκολο που έχει απασχολήσει επί αιώνες τους ερμηνευτές. Κατά τον Αριστοτέλη, ο φόβος και ο έλεος (συμπάθεια), αποτελούν την οἰκεία, τη χαρακτηριστική ηδονή, που προκαλεί η τραγωδία. Οι θεατές συμμετέχουν λογικά και συναισθηματικά στα δρώμενα, γι' αυτό και συμπάσχουν με τους ήρωες, οι οποίοι συγκρούονται συνήθως με τη Μοίρα, εξαιτίας κάποιου λάθους, και συντρίβονται. Κατά την επικρατέστερη ερμηνεία, με την κάθαρση, την οποία προκαλεί η τραγωδία ως έργο τέχνης, οι θεατές ανακουφίζονται και ηρεμούν ψυχικά, γιατί διαπιστώνουν είτε την ηθική νίκη του τραγικού ήρωα ή την αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Γενικότερα οι θεατές, καθώς ζουν έντονα τον ανθρώπινο μύθο μέσα στο τραγικό μεγαλείο του έργου, λυτρώνονται, με τη μαγεία της τέχνης, και γίνονται ελεύθεροι και ανώτεροι άνθρωποι.

Ο Αριστοτέλης περιγράφει και την τυπική διάρθρωση μιας τραγωδίας. Τα μέρη, στα οποία χωρίζεται, τα ονομάζει κατά ποσόν, για να τα ξεχωρίσει από τα κατά ποιόν, τα οποία είναι αποτέλεσμα αναλύσεως του έργου.

Η τραγωδία είναι σύνθεση επικών και λυρικών στοιχείων τα οποία είναι ευδιάκριτα. Το επικό στοιχείο (διάλογοι-αφήγηση) αποτελούν ο πρόλογος, τα ἐπεισόδια και η ἔξοδος, ενώ το λυρικό (χορός) η πάροδος και τα στάσιμα.

Ο πρόλογος έχει τη μορφή μονολόγου ή διαλόγου, ενώ στα παλαιότερα έργα, ιδίως του Αισχύλου, δεν υπάρχει πρόλογος, αλλά η τραγωδία αρχίζει από την πάροδο. Με τον πρόλογο, που σημαίνει τον πρώτο λόγο του ηθοποιού, οι θεατές εισάγονται στην υπόθεση της τραγωδίας.

Τα επεισόδια είναι αντίστοιχα με τις σημερινές πράξεις και παρεμβάλλονται μεταξύ των χορικών. Ο ρόλος των επεισοδίων είναι πολύ σημαντικός, γιατί αυτά αναπτύσσουν και προωθούν τη σκηνική δράση μέσα από τις συγκρούσεις των προσώπων.

Η έξοδος είναι το τελευταίο μέρος της τραγωδίας· αρχίζει ύστερα από το τελευταίο στάσιμο και κλείνει με το εξόδιο άσμα του χορού.

Στο επικό μέρος της τραγωδίας οι υποκριτές διαλέγονται είτε με συνεχείς λόγους είτε με στιχομυθίες, δηλαδή στίχο με στίχο. Και όταν η ένταση του διαλόγου κορυφωθεί, τότε και ο στίχος κόβεται σε δύο ή σε τρία μέρη, τις αντιλαβές. Μάλιστα στον διάλογο συμμετέχει πολλές φορές και ο κορυφαίος του χορού. Εξάλλου στο μέρος αυτό της τραγωδίας το συνηθέστερο μέτρο είναι το ιαμβικό τρίμετρο 1 ή σπανιότερα το τροχαϊκό τετράμετρο και γλώσσα του η παλαιότερη μορφή της αττικής διαλέκτου, με στοιχεία από την ιωνική και τη γλώσσα του έπους.

Από το λυρικό μέρος η πάροδος είναι το άσμα που τραγουδούσε ο χορός, καθώς έμπαινε στην ορχήστρα με ρυθμικό βηματισμό, ενώ τα στάσιμα τα τραγουδούσε ο χορός, όταν πια είχε λάβει τη θέση του (στάσιν) στην ορχήστρα, και τα συνόδευε με χορευτικές κινήσεις. Εκτός όμως από την πάροδο και τα στάσιμα υπάρχουν και άλλα λυρικά στοιχεία στην τραγωδία, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα διαλογικά μέρη. Από αυτά άλλα έχουν θρηνητικό χαρακτήρα και τα τραγουδούσε ο χορός με ένα ή δύο ηθοποιούς (κομμοί) και άλλα τα τραγουδούσε μόνο ένας (μονωδίες) ή δύο (διωδίες) ηθοποιοί.

Επειδή τα χορικά άσματα αποτελούν επιβιώσεις της αρχαιότερης χορικής ποίησης, που καλλιέργησαν κυρίως οι Δωριείς, διατηρούν τόσο τη δωρική γλώσσα όσο και τα ποικίλα μέτρα του αρχαιοελληνικού λυρισμού.

Τα κατά ποιόν μέρη είναι κυρίως τα εσωτερικά και ουσιαστικότερα στοιχεία της τραγωδίας τα οποία, κατά τον Αριστοτέλη, βρίσκονται σε όλα σχεδόν τα τμήματά της και προκύπτουν από την ανάλυση. Τα δομικά αυτά μέρη είναι τα εξής: ο μύθος, το ήθος, η λέξη, η διάνοια, το μέλος και η όψη.

Ο μύθος, ως μίμηση πράξεως, αποτελεί την ψυχή της τραγωδίας και σημαίνει την υπόθεση του έργου, το σενάριο. Τα θέματα των τραγικών μύθων τα αντλούσαν οι ποιητές κυρίως από τη μυθολογία αλλά και από την ιστορία. Οι τρεις μεγάλοι μυθικοί κύκλοι -Θηβαϊκός, Αργοναυτικός και Τρωικός- έδιναν θέματα, για να σχεδιάζουν οι ποιητές την τραγική δράση.

Το ήθος δηλώνει τον χαρακτήρα του τραγικού ήρωα, τον ψυχικό του κόσμο, τις σκέψεις και τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά σε κάθε περίπτωση.

Η λέξη είναι τα εκφραστικά μέσα, η ποικιλία των εκφραστικών τρόπων, ό,τι σήμερα καλούμε ύφος. Με ξεχωριστό γλωσσικό πλούτο και σχήματα κάθε τραγικός ποιητής ντύνει τις ποιητικές του ιδέες.

Τη διάνοια αποτελούν οι ιδέες που διατυπώνουν τα πρόσωπα της τραγωδίας για τον κόσμο και τη ζωή, καθώς και τα επιχειρήματα με τα οποία τις υποστηρίζουν.

Το μέλος και η όψη αφορούν την παράσταση της τραγωδίας. Για το μέλος, δηλαδή τα μουσικά στοιχεία της αρχαίας τραγωδίας, οι γνώσεις μας είναι ελλιπείς, ενώ η όψη περιλαμβάνει τον σκηνικό κόσμο στο σύνολό του, δηλαδή ό,τι σήμερα ονομάζουμε σκηνογραφία και ενδυματολογία. Αυτός ο σκηνικός διάκοσμος ήταν πολύ απλός και είχε σκοπό να αποτελέσει το κατάλληλο πλαίσιο για την παράσταση.

Τους ήρωες των τραγωδιών χαρακτηρίζει η τραγικότητα, μια κατάσταση που υποδηλώνει τη σύγκρουσή τους με υπέρτερες δυνάμεις. Και, όντως, ο τραγικός ήρωας συγκρούεται, κυρίως, με τη Μοίρα και τη θεία δίκη, αλλά και με τους ανθρώπους, ακόμη και με τον εαυτό του. Σ' αυτή τη σύγκρουση εκδηλώνεται όλο το ηθικό του μεγαλείο, γιατί δεν αγωνίζεται για το υλικό συμφέρον, αλλά για ηθικές αξίες. Η έννοια της τραγικότητας συμπεριλαμβάνει και τη μετάβαση από την άγνοια στη γνώση, μέσα από την περιπλοκή του ήρωα σε αντιφατικές καταστάσεις, τρομερά διλήμματα και αδιέξοδα μαζί και με τις συνέπειες αυτών των καταστάσεων (ενοχή, ψυχική οδύνη, μοναξιά, συντριβή ή λύτρωση). Το αποτέλεσμα πάντως της τραγικής σύγκρουσης είναι η ηθική ελευθερία που καταξιώνει την προσωπικότητα του τραγικού ανθρώπου.


1Τα μέτρα της αρχαίας ελληνικής ποίησης στηρίζονται στην εναλλαγή της μακρόχρονης και βραχύχρονης συλλαβής και είναι ποικίλα. Δύο απ' αυτά είναι το ιαμβικό (υ-) τρίμετρο και το τροχαϊκό (-υ) τετράμετρο, που έχουν την εξής μορφή: 1. Ιαμβικό τρίμετρο : υ-,υ- / υ-, υ- / υ-, υ- (συνήθως ισχύει στη μορφή: χ-υ- / χ-υ- / χ-υ-) π.χ. Ὃς οὐδεπώ / ποτ' εἶπεν ἄνθ/ρακας πρίω 2. Τροχαϊκό τετράμετρο: -υ,-υ / -υ,-υ / -υ,-υ / -υ - π.χ. Θυμέ, θυμ' ἀ/μηχάνοισι/ κήδεσιν κυ/κώμενε

III. Το αρχαίο θέατρο

Τα πρώτα ελληνικά θέατρα, όπως άλλωστε και το ίδιο το δράμα, συνδέονται με τη λατρεία του Διονύσου. Ο ανοιχτός κυκλικός χώρος, που λατρευόταν ο θεός, με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη του διθυράμβου σε δράμα, μετασχηματίστηκε βαθμιαία στη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική μορφή του αρχαίου θεάτρου.

Τρία ήταν τα βασικά μέρη του αρχαίου θεάτρου:

α) Το κυρίως θέατρον ή κοίλον, το μέρος που προοριζόταν για τους θεατές.

β) Η ορχήστρα, ο κυκλικός ή ημικυκλικός χώρος, όπου ὠρχεῖτο, ο χορός.

γ) Η σκηνή, ο χώρος των υποκριτών.

Το κυρίως θέατρο περιλαμβάνει τα εδώλια (καθίσματα) των θεατών τα οποία περιβάλλουν ημικυκλικά την ορχήστρα. Είναι κτισμένα αμφιθεατρικά και ακολουθούν την πλαγιά του λόφου, στον οποίο συνήθως κατασκευαζόταν το θέατρο. Ένα ή δύο διαζώματα (πλατείς οριζόντιοι διάδρομοι) χώριζαν το κοίλον σε δύο ή τρεις ζώνες, για να διευκολύνουν την κυκλοφορία των θεατών. Τις σειρές των εδωλίων διέκοπταν κάθετα προς την ορχήστρα, κλίμακες από τις οποίες οι θεατές ανέβαιναν στις ψηλότερες θέσεις. Τα τμήματα των εδωλίων ανάμεσα στις κλίμακες ονομάζονταν κερκίδες.

Η χωρητικότητα των αρχαίων θεάτρων ήταν πολύ μεγάλη. Το θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα χωρούσε 17.000 θεατές, της Εφέσου 16.000, της Επιδαύρου 14.000.

Ο κυκλικός ή ημικυκλικός χώρος ανάμεσα στο κοίλο και τη σκηνή αποτελούσε την ορχήστρα. Όπως φαίνεται από τα θέατρα που έχουν διασωθεί, η ορχήστρα βρισκόταν λίγο χαμηλότερα από τη σκηνή. Σε ορισμένα θεατρικά έργα φαίνεται ότι ο χορός αναμειγνυόταν με τους υποκριτές, ιδιαίτερα στις κωμωδίες και το πιθανότερο είναι ότι υποκριτές και χορευτές αρχικά κινούνταν στο ίδιο επίπεδο. Αργότερα οι υποκριτές χωρίστηκαν από τον χορό και έπαιζαν σε υπερυψωμένο δάπεδο. Η είσοδος του χορού στην ορχήστρα γινόταν από δύο πλευρικές διόδους, τις παρόδους. Στο κέντρο της ορχήστρας βρισκόταν ο βωμός του Διονύσου, η θυμέλη. Πίσω από τη θυμέλη έπαιρναν θέση ο αυλητής και ο υποβολέας.

Η σκηνή, το τρίτο αρχιτεκτονικό μέλος του θεάτρου, εκτεινόταν πίσω από την ορχήστρα. Ήταν η σκηνή ένα απλό επίμηκες οικοδόμημα, που παρέμεινε ξύλινο μέχρι τα τέλη του 4ου π.Χ. αι. Προοριζόταν, στην αρχή τουλάχιστον, για να φυλάγουν οι υποκριτές τα σκεύη και τα υλικά τους. Κατά μήκος του τοίχου της σκηνής, προς το μέρος των θεατών, κατασκευάστηκε ένα ξύλινο και αργότερα πέτρινο ή μαρμάρινο υπερυψωμένο δάπεδο, πάνω στο οποίο έπαιζαν οι ηθοποιοί. Ο χώρος αυτός ονομάστηκε λογεῖο και δεν υπήρχε κατά τους κλασικούς χρόνους.

Ο τοίχος της σκηνής πίσω από το λογείο παρίστανε ό,τι απαιτούσε το διδασκόμενο έργο. Συνήθως απεικόνιζε πρόσοψη ναού ή ανακτόρου με δύο ορόφους. Είχε μία ή τρεις θύρες, από τις οποίες έβγαιναν στην ορχήστρα τα πρόσωπα του δράματος που βρίσκονταν στα ανάκτορα. Τα πρόσωπα που έρχονταν απέξω και όχι από τα ανάκτορα, έμπαιναν από τις δύο παρόδους.

Στην Αθήνα και στο θέατρο του Διονύσου επικράτησε η εξής συνήθεια: οι ερχόμενοι από την πόλη ή το λιμάνι έμπαιναν στη σκηνή από τη δεξιά, σε σχέση με τον θεατή, πάροδο, ενώ όσοι έφταναν από τους αγρούς από την αριστερή. Η σύμβαση αυτή ίσως συνδέεται με τα τοπογραφικά δεδομένα της Αθήνας.

Γενικά ο χώρος του αρχαίου θεάτρου συνδέεται άμεσα με τη θεατρική πράξη, πράγμα που σημαίνει ότι το δράμα μόνο στον συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό χώρο μπορούσε να λειτουργήσει θεατρικά.

Είναι γνωστό ότι με τον θεατρικό χώρο συνδέεται και η σκηνογραφία, όπως και η χρησιμοποίηση μέσων και μεθόδων που εξασφαλίζουν την επιτυχία της θεατρικής σύμβασης.

Τα βασικότερα τεχνικά και μηχανικά μέσα του αρχαίου θεάτρου ήταν οι περίακτοι, το εκκύκλημα, το θεολογείο, η μηχανή ή αιώρημα, οι χαρώνειες κλίμακες, το βροντείο (βλ. λεξικό βασικών θεατρικών όρων).

Αρχαία ελληνικά θέατρα (φωτογραφίες) [πηγή: Οδυσσέας. Πολιτιστική Πύλη του Υπουργείου Πολιτισμού] Θέατρο Διονύσου (πανοραμική πλοήγηση) [πηγή: STOA-METIS] Εξέλιξη του Θέατρου του Διονύσου (τρισδιάστατη αναπαράσταση) [πηγή: Ηλεκτρονικό Περιοδικό «Didaskalia»] Η αρχιτεκτονική και η σκηνογραφία του αρχαίου θεάτρου

IV. Οι δραματικοί αγώνες

Οι δραματικοί αγώνες συνδέονται με την αρχαία Αθήνα και ιδιαίτερα με το θέατρο του Διονύσου. Η διεξαγωγή των αγώνων αυτών στον ιερό χώρο του Διονύσου άρχισε να γίνεται μετά την οικοδόμηση του ναού προς τιμή του θεού. Διαμορφώθηκε, λοιπόν, η νότια πλευρά της Ακρόπολης, έτσι ώστε να συμπεριλάβει τον χώρο για τον κυκλικό λατρευτικό χορό, από τον οποίο προήλθε η ορχήστρα του θεάτρου, και τα εδώλια των θεατών. Μετά τα Μηδικά κατασκευάστηκαν στον ίδιο χώρο τα ξύλινα καθίσματα (ἰκρία) που χρησιμοποιούνταν ακόμη και κατά την περίοδο των τριών τραγικών καθώς και του Αριστοφάνη. Με τον καιρό άρχισε η αντικατάσταση των ξύλινων εδωλίων με λίθινα, η οποία ολοκληρώθηκε επί άρχοντος Λυκούργου, γύρω στα 330 π.Χ.

Στο θέατρο του Διονύσου οι Αθηναίοι ποιητές παρουσίαζαν κάθε χρόνο τα νέα τους έργα. Έπαιρνε μάλιστα η παράσταση αυτή αγωνιστικό χαρακτήρα, γιατί κατά τη διαδικασία αυτή αναδεικνύονταν και βραβεύονταν τα καλύτερα έργα. Ο χρόνος της διεξαγωγής των αγώνων δεν ήταν τυχαίος. Συνδεόταν με την άνοιξη και συνεπώς με τον οργιαστικό χαρακτήρα της λατρείας του Διονύσου. Παράλληλα λειτουργούσαν και άλλοι πρακτικοί λόγοι για την επιλογή του χρόνου· την περίοδο εκείνη οι γεωργικές εργασίες ήταν περιορισμένες και ο αγροτικός πληθυσμός περισσότερο ελεύθερος. Άλλωστε η πολυπληθής παρουσία στην Αθήνα ξένων και συμμάχων, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, οι οποίοι έρχονταν, για να εκπληρώσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, έδινε στην πόλη την ευκαιρία να προβάλει μέσα από τους δραματικούς αγώνες τη δόξα και το μεγαλείο.

Η επιμέλεια και η οργάνωση των Ληναίων ανήκε στη δικαιοδοσία του ἄρχοντος-βασιλέως. Στα Μεγάλα Διονύσια όμως το έργο αυτό είχε ανατεθεί από την Αθηναϊκή Δημοκρατία στον επώνυμο άρχοντα. Αυτός διάλεγε τα έργα των ποιητών που θα ἐδιδάσκοντο, τους ηθοποιούς που θα ερμήνευαν τους θεατρικούς ρόλους και αναζητούσε τους εύπορους πολίτες που θα επωμίζονταν τα έξοδα της χορηγίας, όπως λεγόταν η τιμητική αυτή λειτουργία. Έργο του χορηγού ήταν η χρηματοδότηση της προετοιμασίας του χορού.

Οι κριτές των έργων ήταν δέκα· εκλέγονταν με κλήρο μέσα στο θέατρο, από ένα μακρότατο κατάλογο Αθηναίων πολιτών, ο οποίος είχε συνταχθεί λίγες ημέρες πριν από τον δραματικό αγώνα. Μετά το τέλος των παραστάσεων, ο καθένας έγραφε σε πινακίδα την κρίση του. Οι πινακίδες ρίχνονταν σε κάλπη από την οποία ανασύρονταν πέντε. Απ' αυτές προέκυπτε, ανάλογα με τις ψήφους που έπαιρνε κάθε έργο, το τελικό αποτέλεσμα.

Ο νικητής ποιητής αλλά και ο χορηγός στεφανώνονταν με κισσό, το ιερό φυτό του Διονύσου. Είχαν το δικαίωμα να οικοδομήσουν χορηγικό μνημείο στην περίφημη οδό Τριπόδων, στον οποίο τρίποδα αναγράφονταν οι συντελεστές της παράστασης. Διασώθηκε, μάλιστα, ένα τέτοιο μνημείο στην Αθήνα, το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη (φανάρι του Διογένη). Παράλληλα τα ονόματα των ποιητών, χορηγών και πρωταγωνιστών χαράζονταν σε πλάκες που τις κατέθεταν στο δημόσιο αρχείο· οι πλάκες αυτές ονομάζονταν διδασκαλίες.

Οι χορευτές, αν και ερασιτέχνες, εισέπρατταν μια στοιχειώδη αποζημίωση. Εξασφάλιζε ακόμη ο χορηγός τροφή για τους χορευτές και στέγη για τις πρόβες· τέλος φρόντιζε για χοροδιδάσκαλο και αυλητή και παράλληλα μεριμνούσε για την όλη σκευή των υποκριτών, των χορευτών και των βωβών προσώπων. Η αναζήτηση των ηθοποιών για την ερμηνεία των ρόλων ήταν έργο του κράτους. Στην αρχή, που ο ποιητής ήταν και ηθοποιός, το πρόβλημα δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Όταν όμως οι ηθοποιοί έγιναν τρεις για κάθε έργο και πολλαπλασιάστηκε ο αριθμός των παραστάσεων, το πρόβλημα οξύνθηκε. Βαθμιαία δημιουργήθηκε ολόκληρη συντεχνία ηθοποιών, οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῖται, στους οποίους αναθέτονταν οι θεατρικοί ρόλοι.

V. Οι συντελεστές της παράστασης

Ο βασικός συντελεστής της αρχαίας παράστασης ασφαλώς ήταν ο ποιητής.

Συγκέντρωνε πολλαπλούς ρόλους που έπρεπε να εκπληρώνει στο ακέραιο, για να επιτύχει η παράσταση. Ο ποιητής ήταν ο συγγραφέας, ο σκηνοθέτης, ο μουσικοσυνθέτης, ο χορογράφος, ο σκηνογράφος και τουλάχιστον στα πρώτα δράματα και ο ερμηνευτής.

Κατά βάση η ερμηνεία των ρόλων ανήκε σε επαγγελματίες ηθοποιούς· πολλών μάλιστα γνωρίζουμε και τα ονόματα, όπως του Θεοδώρου, πρωταγωνιστή της Αντιγόνης, ή του γνωστού ρήτορα Αισχίνη.

Κατά την παράσταση η εμφάνιση των ηθοποιών ήταν μεγαλοπρεπής. Ο τελετουργικός χαρακτήρας του αρχαίου θεάτρου αλλά και η ίδια η φύση των ρόλων (ήρωες, θεοί, ημίθεοι, βασιλιάδες) επέβαλαν και την ανάλογη σκευή (ενδυμασία). Έτσι οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες φορούσαν χιτώνες ποδήρεις στολισμένους με ζωηρά χρώματα, όταν ήταν ευτυχισμένοι, και φαιά, όταν έπεφταν σε δυστυχία. Οι θεοί διακρίνονταν από τα σύμβολά τους και οι μάντεις, όπως ο Τειρεσίας, έφεραν μάλλινο ένδυμα (ἀγρηνόν) πάνω από τον χιτώνα.

Φορούσαν ακόμη οι ηθοποιοί υψηλά υποδήματα που αργότερα ονομάστηκαν κόθορνοι, ενώ διάφορα παραγεμίσματα, κάτω από τα ενδύματα, τους έκαναν μεγαλόσωμους. Το πρόσωπο των ηθοποιών κάλυπτε προσωπίδα, η παρουσία της οποίας συνέχιζε τη διονυσιακή παράδοση, αλλά και παράλληλα διαμόρφωνε τον κατάλληλο για το έργο ανθρώπινο τύπο.

Η χρήση ιδιαίτερα της προσωπίδας οδηγεί τους θεατές πρώτα στην εξιδανίκευση των ηρώων έπειτα ο θεατής, χάρη στο προσωπείο, απομακρύνεται από την καθημερινότητα και μεταφέρεται σ' έναν άλλο κόσμο, όπου οι ήρωες δρουν και υποφέρουν. Έτσι καθορίζεται και ο τρόπος της υποκριτικής του ηθοποιού. Ο ηθοποιός πρέπει να χρησιμοποιήσει τη μεγαλόπρεπη χειρονομία, τη μεγαλόπρεπη στάση. Καθώς μάλιστα το προσωπείο δεν επέτρεπε μορφασμούς, η υποκριτική των ηθοποιών στηριζόταν σε κινησιακά και φωνητικά μέσα. Στην αρχαιότητα γυναίκες ηθοποιοί δεν υπήρχαν. Τους γυναικείους ρόλους υποδύονταν άνδρες. Οι ηθοποιοί απάγγελλαν τα επικά μέρη του δράματος, με τη συνοδεία ή χωρίς τη συνοδεία αυλού, ανάλογα με το μέτρο του ποιητικού κειμένου. Πεζά δράματα δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα. Τα λυρικά μέρη του δράματος τα τραγουδούσε ο χορός.

Προσωπείο (τρισδιάσταση αναπαράσταση) [πηγή: Ηλεκτρονικό Περιοδικό «Didaskalia»]

Ο χορός του αρχαίου δράματος ταυτόχρονα με το τραγούδι χόρευε με έναν εκφραστικό και μιμητικό τρόπο. Έτσι ο χορός, με το τραγούδι και τις κινήσεις του σώματος των χορευτών, εξέφραζε τα συναισθήματά του. Έγραψε για τον χορό ο Κ. Κουν: «Πρωταρχικός παράγοντας του αρχαίου θεάτρου θα είναι πάντοτε ο χορός. Νοηματικά και λεκτικά, ηχητικά και μουσικά, κινησιακά και πλαστικά ο χορός διαμορφώνει το κλίμα του έργου, φωτίζει τους ήρωες και προβάλλει με το πάθος του τα μηνύματα του ποιητή». Συνήθως ο χορός αντιπροσώπευε την κοινή γνώμη.

Ο χορός έμπαινε από τη δεξιά προς τον θεατή πάροδο κατά ζυγά (5X3) ή κατά στοίχους (3X5). Επικεφαλής του χορού κατά την είσοδό του βάδιζε ο αυλητής που με τον ήχο του αυλού συνόδευε την κίνηση και την όρχησή του. Τραγουδούσε ο χορός τις επωδούς ακίνητος. Εκτελούσε όμως με τον ίδιο ήχο και την ίδια όρχηση τις στροφές από τα αριστερά προς τα δεξιά, αλλά τις αντιστροφές αντίθετα. Το χαρούμενο τραγούδι, το υπόρχημα, όπως αυτό της Αντιγόνης (στ. 1115-1154), συνόδευε ζωηρή όρχηση. Κατά τη διδασκαλία του δράματος ο χορός είχε τα νώτα στραμμένα προς τους θεατές και μόνο ο κορυφαίος συχνά διαλεγόταν με τους ηθοποιούς.

Οι χορευτές ήταν ντυμένοι απλούστερα από τους υποκριτές. Η ενδυμασία τους ήταν ανάλογη προς τα πρόσωπα τα οποία υποδύονταν.

Γενικά η παράσταση του αρχαίου δράματος προϋπέθετε την αρμονική σύνθεση πολλών υψηλών τεχνών και τη συνεργασία πλήθους ανθρώπων.

Χιλιάδες Αθηναίοι κατέκλυζαν κάθε χρόνο, την 9η του Ελαφηβολιώνα, το θέατρο του Διονύσου. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, μέτοικοι και ξένοι μπορούσαν να λάβουν μέρος στη μεγάλη αυτή λαϊκή γιορτή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Το ίδιο το κράτος είχε φροντίσει να χορηγήσει στους άπορους πολίτες το αντίτιμο του εισιτηρίου (θεωρικό).

Ειδικοί υπάλληλοι του κράτους, οι ραβδούχοι, εφοδιασμένοι με ραβδιά, φρόντιζαν να τηρηθεί η τάξη και όλο αυτό το πλήθος να τακτοποιηθεί στις θέσεις του. Τις πρώτες θέσεις, τις προεδρίες, καταλάμβαναν οι άρχοντες, ενώ η κεντρικότερη και πιο επίσημη έδρα προοριζόταν για τον ιερέα του Διονύσου.

Οι θεατές περνούσαν στο θέατρο ολόκληρη την ημέρα. Γι' αυτό έφερναν μαζί τους και τα ανάλογα εφόδια. Οι παραστάσεις άρχιζαν μετά τις επίσημες τελετές. Οι μύθοι ήταν γνωστοί. Αλλαζε μόνο η μουσική, η ερμηνεία, η φιλοσοφία του έργου. Άλλωστε από τον προάγωνα, μια διαδικασία που γινόταν πριν από τις γιορτές στο ωδείο, στεγασμένο θέατρο, οι θεατές ενημερώνονταν για το περιεχόμενο των έργων που θα παρακολουθούσαν και τους συντελεστές της παράστασης.

Στον αρχαίο κόσμο κανένα άλλο κοινό δεν ήταν τόσο ενημερωμένο και δεν ένιωθε τόσο καλά τις παραστάσεις, όσο το αθηναϊκό. Οι θεατές χειροκροτούσαν και επευφημούσαν, αλλά και δε δίσταζαν να σφυρίζουν και να αποδοκιμάζουν το έργο, όταν αγανακτούσαν. Ο ρήτορας Αισχίνης αντιμετώπισε μια τέτοια έκρηξη του κοινού ως τριταγωνιστής. Επί τρεις ημέρες το αθηναϊκό κοινό ζούσε την ένταση των δραματικών αγώνων. Στο τέλος της τρίτης ημέρας ανακοινωνόταν το αποτέλεσμα.

VI. Οι πρόδρομοι των μεγάλων τραγικών

Πριν από τους τρεις μεγάλους υπήρξαν αξιόλογοι τραγικοί ποιητές, για τους οποίους πολύ λίγα είναι γνωστά. Πρώτος αναφέρεται ο Θέσπης, ο οποίος εισήγαγε τον πρώτο υποκριτή και χρησιμοποίησε ως μέσα μεταμφίεσης των ηθοποιών, εκτός από το κατακάθι του κρασιού (τρυγία), το ψιμύθιο (λευκή βαριά σκόνη, πούδρα από ανθρακικό μόλυβδο). Αργότερα αντικατέστησε τα παλιότερα από φύλλα ή φλοιό προσωπεία (μάσκες) με άλλα από λινό ύφασμα, επιχρισμένο με γύψο. Επίσης αντικατέστησε το τροχαϊκό τετράμετρο των διαλογικών μερών με το ιαμβικό τρίμετρο.

Μετά από αυτόν, ο μαθητής του Χοιρίλος ο Αθηναίος εισήγαγε τη λαμπρή αμφίεση των υποκριτών και τελειοποίησε τα προσωπεία, ενώ ο Πρατίνας ο Φλειούσιος υπήρξε ο ευρετής του σατυρικού δράματος.

Σημαντική υπήρξε η προσφορά του Φρύνιχου του Αθηναίου, μαθητή του Θέσπη. Εκτός από τα γυναικεία πρόσωπα που εισήγαγε, συνέθεσε τραγωδίες με υποθέσεις εμπνευσμένες από σύγχρονα ιστορικά γεγονότα και όχι από μύθους. Τουλάχιστον δύο τραγωδίες του έχουν υπόθεση από τα Μηδικά. Η πρώτη, Μιλήτου ἅλωσις, έχει ως θέμα την καταστροφή της Μιλήτου το 494 π.Χ. από τους Πέρσες. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Αθηναίοι επέβαλαν πρόστιμο χιλίων δραχμών στον ποιητή, γιατί τους θύμισε οικεία κακά και απαγόρευσαν την επανάληψη του έργου. Με τις Φοίνισσες το 476 π.Χ. κέρδισε την πρώτη νίκη. Το θέμα της ήταν ο αντίκτυπος στην Περσία της νίκης των Ελλήνων στη Σαλαμίνα.

Όλα τα έργα των ποιητών αυτών έχουν χαθεί, εκτός από λίγα αποσπάσματα.

VII. Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί

Ο Αισχύλος ήταν γιος του Ευφορίωνα· γεννήθηκε στην Ελευσίνα το 525 π.Χ. και πέθανε το 456 π.Χ. στη Γέλα της Σικελίας, την οποία είχε επισκεφθεί για τρίτη φορά. Πολέμησε γενναία στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα. Από τις 90 τραγωδίες του ακέραιες σώζονται μόνον επτά. Κέρδισε 13 νίκες, από τις οποίες την πρώτη το 486 π.Χ. Οι Πέρσαι, που έχουν το ίδιο θέμα με τις Φοίνισσες του Φρύνιχου, θεωρούνται η πρώτη από τις σωζόμενες τραγωδίες του. Οι υπόλοιπες είναι οι Ἱκέτιδες, οι Ἑπτὰ ἐπί Θήβας, ο Προμηθεὺς Δεσμώτης, ο Ἀγαμέμνων, οι Χοηφόροι και οι Εὐμενίδες. Οι τρεις τελευταίες αποτελούν μία τριλογία, την Ὀρέστεια, με ενιαία υπόθεση, εμπνευσμένη από τον μύθο των Ατρειδών.

Η ποίηση του Αισχύλου χαρακτηρίζεται από τη βαθιά θρησκευτικότητα, τη φιλοσοφική σκέψη και τη φιλοπατρία. Οι θεοί και η θεία δίκη είναι παντού στον Αισχύλο. Η τραγική μοίρα του ανθρώπου αποκαλύπτεται μέσα από τη σύγκρουση με το θείο. Πίσω από τους ανθρώπους υπάρχουν οι θεοί, οι οποίοι είναι δυνάμεις σκληρές αλλά δίκαιες, που φυλάσσουν τις μεγάλες αξίες της ζωής (Ἱκέτιδες). Οι άνθρωποι έχουν πλήρη ευθύνη των πράξεων τους, ακόμη κι αν αυτές εξελίσσονται, χωρίς να έχουν επίγνωση οι ίδιοι, και μπορεί να τους αφανίσουν. Όσοι έπαθαν, έφτασαν στη σωφροσύνη (πάθος- μάθος). Οι θεοί τιμωρούν την ανθρώπινη αλαζονεία, την ὕβριν, (Πέρσαι, Προμηθεὺς Δεσμώτης) και προστατεύουν όσους εκτελούν το καθήκον τους (Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας). Πάνω όμως από τους θεούς υπάρχουν άλλες δυνάμεις, η Ανάγκη και η Μοίρα, στις οποίες υποτάσσονται και οι ίδιοι. Εξάλλου και η φιλοπατρία του, όπως φαίνεται στους Πέρσες, μέσα από το εγκώμιο του νικημένου εχθρού, συνδυάζεται με τον βαθύ σεβασμό του νικητή προς τον ηττημένο.

Ο Αισχύλος υπήρξε ανυπέρβλητος στη δημιουργία κατάλληλης ατμόσφαιρας και στην επινόηση επεισοδίων, τα οποία συνδέονται αρμονικά μεταξύ τους. Τη μεγαλοπρέπεια του περιεχομένου και του λόγου χαρακτηρίζει η ευρύτητα των εκφραστικών μέσων, η δύναμη και οι τολμηρές εικόνες αλλά και το μεγαλείο του στίχου, τον οποίο διακρίνει η αφθονία των νέων λέξεων και ο λυρικός τόνος όχι μόνο των χορικών αλλά και των διαλογικών μερών.

Οι καινοτομίες, τέλος, που αποδίδονται στον Αισχύλο και οι οποίες προώθησαν σημαντικά τη διαμόρφωση του δράματος, είναι η εισαγωγή του δεύτερου υποκριτή, η ελάττωση της έκτασης των χορικών μερών, η μείωση των ανδρών του χορού σε 12 από 50, η ενιαία υπόθεση των τριλογιών και η βελτίωση της χορογραφίας και της σκευής.

Ο Ευριπίδης ήταν γιος του πλούσιου κτηματία Μνήσαρχου. Γεννήθηκε στη Σαλαμίνα γύρω στο 485 π.Χ. και πέθανε στην Πέλλα της Μακεδονίας, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου, όπου φιλοξενούνταν τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Από τα 92 δράματα έχουν διασωθεί 18 τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα. Πήρε μέρος για πρώτη φορά στους δραματικούς αγώνες το 455 π.Χ. Κέρδισε τέσσερις νίκες, από τις οποίες την πρώτη το 441 π.Χ., και μία μετά τον θάνατό του. Από τα σωζόμενα έργα του πρώτο παραδίδεται η Ἄλκηστις. Ακολουθούν κατά χρονολογική σειρά: Μήδεια, Ἡρακλεῖδαι, Ἱππόλυτος, Ἀνδρομάχη, Ἑκάβη, Ἱκέτιδες, Ἡρακλῆς, Τρωάδες, Ἠλέκτρα, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις, Ἑλένη, Ἴων, Φοίνισσαι, Ὀρέστης, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι, Βάκχαι, Ῥῆσος (αμφισβητείται αν είναι δικό του) και το σατυρικό δράμα Κύκλωψ.

Τα θέματα των έργων του ακολουθούν την παράδοση, αλλά αναφέρονται κυρίως στα πολιτικά και ηθικά προβλήματα του καιρού του. Μέσα από αυτά προβάλλει τα ανθρώπινα πάθη, τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, τη βία και το δικαίωμα του ανθρώπου να αγωνίζεται εναντίον της αδικίας. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από νεωτεριστικό πνεύμα. Αναλύει με βαθιά φιλοσοφική διάθεση τα ανθρώπινα πάθη, αντιμετωπίζει τις παραδόσεις με ορθολογιστικό τρόπο, κρίνει και αμφισβητεί τους θεσμούς. Επηρεασμένος από τους σοφιστές, αν και κατηγορήθηκε για ασέβεια και αθεΐα, δε στρέφεται εναντίον της θρησκείας, αλλά επικρίνει και σαρκάζει τις λαϊκές αντιλήψεις των συγχρόνων του για τους θεούς. Θεωρήθηκε ο τραγικότατος των ποιητών και ονομάστηκε από σκηνής φιλόσοφος.

Παρουσιάζει τους ήρωές του πιο ανθρώπινους, με τα πάθη και τις αδυναμίες τους, όπως ακριβώς είναι στην πραγματικότητα, και όχι, όπως οι άλλοι τραγικοί, εξιδανικευμένους ή υπερφυσικούς. Η φιλοσοφία του Ευριπίδη είναι ότι ο άνθρωπος, τελείως μόνος, αποφασίζει και ευθύνεται ο ίδιος για τις πράξε ις του.

Στις καινοτομίες του εντάσσονται οι μακροί πρόλογοι στους οποίους δεν εκτίθεται η αρχή της δράσης αλλά η προϊστορία της. Εισήγαγε, επίσης, τον από μηχανής θεό για τη λύση της δραματικής πλοκής, κάνοντας χρήση μηχανικών μέσων (αἰώρα), περιόρισε την έκταση των χορικών και χαλάρωσε τη σύνδεσή τους με το θέμα των επεισοδίων. Από αυτή την άποψη θεωρήθηκε πρόδρομος των νεότερων ποιητών που εισήγαγαν τα ιντερμέδια. Τέλος, αύξησε τις μονωδίες, ενώ στο μέλος και τον ρυθμό επηρεάστηκε από στοιχεία της ανατολής. Για τις μεταβολές του αυτές κατηγορήθηκε από τους συγχρόνους του, και κυρίως από τον Αριστοφάνη, που τον διακωμώδησε στη σκηνή και τον ειρωνεύτηκε. Το έργο του όμως βρήκε πολλούς μιμητές, τόσο Ρωμαίους όσο και νεότερους Ευρωπαίους.

Ο Σοφοκλής γεννήθηκε στον Ίππιο Κολωνό της Αθήνας το 496 π.Χ. Γιος του Σοφίλου, εύπορου Αθηναίου, διαπαιδαγωγήθηκε ανάλογα με την οικονομική του άνεση. Διδάχθηκε τη μουσική από τον περίφημο μουσικοδιδάσκαλο Λάμπρο. Τα σωματικά του προσόντα και η πνευματική και ψυχική του καλλιέργεια τον κατέστησαν πρότυπο ολοκληρωμένου πολίτη των κλασικών χρόνων. Δεκαπενταετής, ήταν ο κορυφαίος του χορού των εφήβων που πήρε μέρος στον εορτασμό της νίκης για τη ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Υπηρέτησε την πατρίδα του από διάφορες θέσεις, αναλαμβάνοντας στρατιωτικά, οικονομικά και θρησκευτικά καθήκοντα. Οι Αθηναίοι τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα, γι' αυτό και τον εξέλεξαν στρατηγό, μαζί με τον Περικλή, στην εκστρατεία της Σάμου το 441-440 π.Χ. Είχε πολλούς φίλους και συνδέθηκε με πολλά εξέχοντα πρόσωπα της εποχής του, όπως τον Κίμωνα, τον Περικλή, τον Ηρόδοτο και άλλους. Η αγάπη του για την Αθήνα τον έκανε να μην την εγκαταλείψει ποτέ, παρά μόνον για να την υπηρετήσει.Το τελευταίο του έργο, ο Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, περιέχει τον ωραιότερο ύμνο για τη δόξα της Αθήνας. Κατά την παράδοση, στα τελευταία χρόνια της ζωής του μια οικογενειακή διαφωνία λύπησε αρκετά τον ποιητή. Ο γιος του Ιοφών κίνησε εναντίον του δίκη για παράνοια, με σκοπό να τον θέσει υπό απαγόρευση. Τελικά όμως ο ποιητής δικαιώθηκε. Πέθανε το 406 π.Χ. σε ηλικία ενενήντα ετών.

Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 468 π.Χ., όταν νίκησε τον Αισχύλο και στεφανώθηκε από τον Κίμωνα, που μόλις είχε επιστρέψει από τη νικηφόρα εκστρατεία εναντίον των Περσών. Έλαβε μέρος σε τριάντα περίπου δραματικούς αγώνες, παίρνοντας πάνω από είκοσι πρώτα βραβεία και τα υπόλοιπα δεύτερα. Από τα 123 δράματά του σώθηκαν ακέραια μόνον επτά και ένα μέρος από το σατυρικό δράμα Ἰχνευταί. Από τις τραγωδίες που σώθηκαν αρχαιότερη είναι ο Αἴας ακολουθούν: Ἀντιγόνη, Τραχίνιαι, Οἰδίπους Τύραννος, Ἠλέκτρα, Φιλοκτήτης, και τελευταία ο Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, που διδάχτηκε μετά τον θάνατό του, πιθανόν το 401 π.Χ. από τον ομώνυμο εγγονό του.

Σ' όλα τα σωζόμενα έργα του Σοφοκλή κυριαρχεί το πρόβλημα της ηθικής τάξης. Προκειμένου να κρίνει τις ανθρώπινες πράξεις, αναζητεί τα βαθύτερα κίνητρα και την εσωτερική διάθεση των προσώπων που τις διέπραξαν. Ο Σοφοκλής, τρέφει βαθύ σεβασμό στις μυθικές και θρησκευτικές παραδόσεις της πόλης. Δεν τον προβλημάτισαν όμως, όπως τον Ευριπίδη, οι αντιφάσεις ανάμεσα στη μυθική παράδοση και τις ηθικές αντιλήψεις της εποχής του, ούτε τον διέκρινε ο μεταφυσικός προβληματισμός του Αισχύλου. Η παρουσία των θεών είναι πάντοτε αισθητή στο έργο του· αντιπροσωπεύουν το φως, την ηρεμία αλλά και τη δύναμη· ο άνθρωπος είναι ασταθής και εφήμερος, γι' αυτό και οι θεϊκοί νόμοι, συγκρινόμενοι με τους ανθρώπινους, υπερισχύουν σε όλα.

Οι ήρωες των έργων του δεν έχουν τις τιτανικές διαστάσεις των ηρώων του Αισχύλου, ούτε είναι καθημερινοί άνθρωποι, όπως στον Ευριπίδη. Είναι γενναιότεροι από τον μέσο άνθρωπο και παλεύουν, χωρίς καμιά ανθρώπινη βοήθεια, μέσα στη μοναξιά που επιβάλλει ο ηρωισμός και η βούλησή τους. Το μεγαλείο τους βρίσκεται στην αλύγιστη δύναμή τους και στη συναίσθηση ότι εκτελούν το καθήκον τους, ακόμη κι αν τους απαρνούνται όλοι και τους εμπαίζουν οι θεοί. Παρότι είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους εξαιτίας της εσωτερικής τους ελευθερίας, δεν είναι όμως και κύριοι της τύχης τους. Ακόμη και όταν σφάλλουν, έχουν κάτι το ευγενικό και το υψηλό· δεν παρουσιάζονται με ταπεινά αισθήματα, αλλά διακρίνονται για την αίσθηση του χρέους τους.

Κατά τον Αριστοτέλη, ο Σοφοκλής, βάζοντας στο κέντρο του τραγικού του κόσμου τον άνθρωπο, παριστάνει τους ήρωές του όπως πρέπει να είναι, οἵους δεῖ εἶναι, δηλαδή εξιδανικευμένους, σύμφωνα με την ηθική και αισθητική δεοντολογία, ώστε ο θεατής να αναγνωρίζει σ' αυτούς τις δικές του αρετές και τα δικά του πάθη. Αντίθετα τα δευτερεύοντα πρόσωπα είναι εντελώς διαφορετικά από τους ήρωες. Δεν τα διακρίνει η δύναμη, η αποφασιστικότητα, το πάθος, η υπερηφάνεια, όπως τους ήρωες, αλλά η έλλειψη θάρρους, η αδυναμία, ο φόβος και η αφέλεια. Έτσι ο χαρακτήρας του ήρωα διαγράφεται πληρέστερα, καθώς συγκρίνεται με κάποιο άλλο πρόσωπο. Γι' αυτό και ο θεατής μιας θεατρικής παράστασης του Σοφοκλή αισθάνεται τους ήρωες των έργων του πολύ κοντά του και ανησυχεί για την τύχη τους.

Ο Σοφοκλής, μένοντας πιστός στο πνεύμα της τραγωδίας, την οδήγησε στη μεγαλύτερη δυνατή τελειότητα. Επέφερε μια σειρά καινοτομιών. Αύξησε τον αριθμό των χορευτών από 12 σε 15, για να μπορεί να κάνει διάφορους χορευτικούς συνδυασμούς και να μετατρέπει τον χορό σε δραματικό πρόσωπο, που να μετέχει σχεδόν στην εξέλιξη της δράσης. Παράλληλα μείωσε την έκταση των χορικών, ενώ αύξησε τα διαλογικά μέρη, που περιέχουν πολύ πιο σύνθετες σκηνές. Σ' αυτό συνέβαλε και η προσθήκη του τρίτου υποκριτή. Διέσπασε τη διδασκαλία μιας συνεχόμενης τριλογίας με κοινή υπό­ θεση, διδάσκοντας τρεις χωριστές τραγωδίες με διαφορετικό περιεχόμενο η καθεμία. Εισήγαγε τη σκηνογραφία, με την κατασκευή μεγάλων πινάκων που στηρίζονταν στις περιάκτους.

Η γλώσσα του, που εκφράζει την ακμή της αττικής κλασικής εποχής, διακρίνεται για την κομψότητα και την λεπτότητα. Χρησιμοποιώντας λέξεις λογιότερες, και όχι καθημερινές και μεγαλοπρεπείς, διατηρεί το υψηλό επίπεδο του λόγου του Αισχύλου, ενώ διαγράφει με λίγους στίχους τις έξοχες εικόνες. Μεταχειρίζεται ακόμα, αριστοτεχνικά την τραγική ειρωνεία, την περιπέτεια και την αναγνώριση, παρουσιάζοντας με άριστο τρόπο το ήθος των ηρώων του. Γι' αυτό και οι αρχαίοι τον αποκαλούσαν μέλιτταν, ενώ ο Αριστοφάνης έλεγε τὸ στόμα αὐτοῦ μέλιτι κεχρισμένον ἦν.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Η γενιά των Λαβδακιδών, που βασίλεψε στη Θήβα, έδωσε και στους τρεις μεγάλους τραγικούς πλούσιο υλικό για τη σύνθεση των τραγωδιών τους. Τα πρώτα στοιχεία του μύθου βρίσκονται στην Ιλιάδα και στη Νέκυια της Οδύσσειας, ενώ στα έπη Θηβαΐς και Οιδιπόδεια πήρε την οριστική του μορφή.

Σύμφωνα με τον μύθο, ο Κάδμος, ιδρυτής της Θήβας, σκότωσε το ιερό φίδι του Άρη που φύλαγε την πηγή του θεού. Ο εγγονός του Λάβδακος καταδίωξε τη λατρεία του θεού Διονύσου και αμάρτησε κατά του θεού. Ο γιος του Λάιος απήγαγε τον γιο του Πέλοπα Χρύσιππο και ο Πέλοπας τον καταράστηκε να πεθάνει άτεκνος ή να σκοτωθεί από το παιδί του. Από εκεί ξεκινούν οι συμφορές του γένους των Λαβδακιδών, που για τρεις συνεχόμενες γενιές υποφέρουν απ' αυτή τη βαριά κατάρα.

Ο Οιδίπους, γιος του Λαΐου, σκότωσε, χωρίς να το γνωρίζει τον πατέρα του και παντρεύτηκε τη μητέρα του, την Ιοκάστη, με την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή, και δύο κόρες, την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Όταν αποκαλύφθηκε η τραγική αλήθεια, η Ιοκάστη απαγχονίστηκε και ο Οιδίπους αυτοτυφλώθηκε και αυτοεξορίστηκε. Σε σωζόμενο απόσπασμα της Θηβαΐδας αναφέρεται ότι ο Οιδίποδας καταράστηκε τους δυο γιους του να μοιράσουν την κληρονομιά του με οπλισμένο χέρι και να κατεβούν στον Αδη αλληλοσφαγμένοι, επειδή είχαν παραβεί την εντολή του να μη χρησιμοποιήσουν ποτέ το ασημένιο τραπέζι του Κάδμου και το χρυσό κύπελλο (δέπας), με το οποίο έπινε κρασί ο Λάιος.

Τα δύο αδέλφια, Πολυνείκης και Ετεοκλής, συμφώνησαν να βασιλέψουν διαδοχικά ανά ένα χρόνο. Πρώτος βασίλεψε ο Ετεοκλής, ο οποίος όμως αρνήθηκε να παραδώσει την εξουσία στον Πολυνείκη. Ο Πολυνείκης έφυγε από τη Θήβα και πήγε στο Άργος, όπου παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Άδραστου. Μαζί με τον πεθερό του και άλλους πέντε Αργείους ηγεμόνες εκστράτευσε εναντίον της Θήβας, για να διεκδικήσει την εξουσία. Οι επτά Αργείοι αρχηγοί τάχθηκαν απέναντι από τους επτά Θηβαίους ήρωες που υπερασπίζονταν τις επτά πύλες της Θήβας. Απέναντι από τον Ετεοκλή ήταν ο Πολυνείκης. Η τελική μονομαχία των δύο αδερφών επιβεβαίωσε την κατάρα του Οιδίποδα. Τα δύο αδέρφια έπεσαν αλληλοσκοτωμένα μπροστά στα τείχη της πόλης, η οποία όμως σώθηκε.

Ο νέος άρχοντας της πόλης Κρέων, αδελφός της Ιοκάστης και θείος των παιδιών, εκδίδει διαταγή να ταφεί ο Ετεοκλής με τιμές, ενώ το σώμα του Πολυνείκη να μείνει άταφο, βορά στα σκυλιά και τα όρνια, γιατί θέλησε να προδώσει την πατρίδα του. Από το σημείο αυτό αρχίζει η υπόθεση της τραγωδίας.

Η Αντιγόνη είναι το δεύτερο από τα σωζόμενα έργα του Σοφοκλή. Το δίδαξε, το 442 π.Χ., κερδίζοντας την πρώτη νίκη. Στη νεότερη εποχή από τον μύθο της Αντιγόνης εμπνεύστηκαν αρκετοί ξένοι συγγραφείς. Ενδεικτικά αναφέρονται οι σύγχρονοι Ζ. Ανούιγ και Μ. Μπρεχτ.

Η Αντιγόνη του Σοφοκλή (βίντεο) [πηγή: Εκπαιδευτική Ραδιοτηλεόραση] Προγράμματα, φωτογραφίες και συνεντεύξεις για την «Αντιγόνη» από διάφορους θιάσους [πηγή: Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου - Θεατρικό Μουσείο] Θέατρο της Δευτέρας: Αντιγόνη Μέρος 1 (βίντεο με την Αντιγόνη του Ανούιγ – πρώτο μέρος) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ] Θέατρο της Δευτέρας: Αντιγόνη Μέρος 2 (βίντεο με την Αντιγόνη του Ανούιγ – δεύτερο μέρος) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΥΠΟΘΕΣΙΣ

Ἀντιγόνη παρὰ τὴν πρόσταξιν τῆς πόλεως θάψασα τὸν Πολυνείκην ἐφωράθη, καὶ εἰς μνημεῖον κατάγειον ἐντεθεῖσα παρὰ τοῦ Κρέοντος ἀνῄρηται· ἐφ' ᾗ καὶ Αἵμων δυσπαθήσας διὰ τὸν εἰς αὐτὴν ἔρωτα ξίφει ἑαυτὸν διεχειρίσατο. ἐπὶ δὲ τῷ τούτου θανάτῳ καὶ ἡ μήτηρ Εὐρυδίκη ἑαυτὴν ἀνεῖλε.

Κεῖται ἡ μυθοποιία καὶ παρ' Εὐριπίδη ἐν Ἀντιγόνῃ· πλὴν ἐκεῖ φωραθεῖσα μετὰ τοῦ Αἵμονος δίδοται πρὸς γάμου κοινωνίαν καὶ τίκτει τὸν Αἵμονα.

Ἡ μὲν σκηνὴ τοῦ δράματος ὑπόκειται ἐν Θήβαις ταῖς Βοιωτικαῖς. ὁ δὲ χορὸς συνέστηκεν ἐξ ἐπιχωρίων γερόντων· προλογίζει δὲ ἡ Ἀντιγόνη· ὑπόκειται δὲ τὰ πράγματα ἐπὶ τῶν Κρέοντος βασιλείων. τὸ δὲ κεφάλαιόν ἐστι τάφος Πολυνείκους, Ἀντιγόνης ἀναίρεσις, θάνατος Αἵμονος, καὶ μόρος Εὐρυδίκης τῆς Αἵμονος μητρός.

Φασὶ δὲ τὸν Σοφοκλέα ἠξιῶσθαι τῆς ἐν Σάμῳ στρατηγίας, εὐδοκιμήσαντα ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῆς Ἀντιγόνης, λέλεκται δὲ τὸ δρᾶμα τοῦτο τριακοστὸν δεύτερον.

Η Αντιγόνη, παραβαίνοντας την απαγόρευση της πόλης, αφού έθαψε τον Πολυνείκη, πιάστηκε απ' αυτοφώρω και θανατώθηκε, αφού ο Κρέων την έκλεισε σε υπόγειο θάλαμο. Και ο Αίμων, εξαιτίας του έρωτά του προς αυτή, επειδή υπέφερε γι' αυτήν, αυτοκτόνησε με μαχαίρι. Για τον θάνατό του και η μάνα του η Ευρυδίκη αυτοκτόνησε.

Ο μύθος απαντά και στον Ευριπίδη στην τραγωδία του Αντιγόνη· όμως εκεί, αφού πιάστηκε επ' αυτοφώρω με τον Αίμονα, τον παντρεύεται και γεννάει τον Αίμονα.

Το δράμα έχει ως σκηνικό τη Θήβα της Βοιωτίας. Ο χορός αποτελείται από ντόπιους γέροντες. Τον πρόλογο κάνει η Αντιγόνη. Η δράση εξελίσσεται την εποχή που βασιλεύει ο Κρέων. Τα πιο σημαντικά γεγονότα είναι η ταφή του Πολυνείκη, η θανάτωση της Αντιγόνης, ο θάνατος του Αίμονα και της μητέρας του Ευρυδίκης.

Οι αρχαίοι λένε ότι ο Σοφοκλής, εξαιτίας της επιτυχίας που είχε η παράσταση της Αντιγόνης, εκλέχτηκε στο αξίωμα του στρατηγού, κατά την εκστρατεία εναντίον της Σάμου. Το δράμα αυτό έχει καταταγεί τριακοστό δεύτερο στη σειρά (από το σύνολο των έργων του Σοφοκλή).

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΝ ΜΕΡΗ ΣΤΙΧΟΙ
Πρόλογος 1-99
100-161 100-161
Α' Επεισόδιο 162-331
Α' Στάσιμο 332-375
Β' Επεισόδιο 376-581
Β' Στάσιμο 582-625
Γ' Επεισόδιο 626-780
Γ' Στάσιμο 781-800
Δ' Επεισόδιο 801-943
Δ' Στάσιμο 944-987
Ε' Επεισόδιο 988-1114
Ε' Στάσιμο 1115-1154
Έξοδος 1155-1353

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Αντιγόνη Κόρη του Οιδίποδα
Ισμήνη Αδελφή της Αντιγόνης
Χορός Γέροντες Θηβαίοι
Κρέων Βασιλιάς της Θήβας
Φύλαξ Ένας από τους φρουρούς του Πολυνείκη
Αίμων Γιος του Κρέοντα
Τειρεσίας Θηβαίος μάντης
Άγγελος Αγγελιοφόρος που φέρνει ειδήσεις από μακριά
Ευρυδίκη Γυναίκα του Κρέοντα
Εξάγγελος Αγγελιοφόρος που φέρνει ειδήσεις από το παλάτι

Θουκυδίδη, Επιτάφιος Περικλή/// Κεφάλαιο 40

[ https://latistor.blogspot.com/2022/08/40.html ]

 

KEIMENO
40. «Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ’ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας· πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον καιρῷ ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεθα, καὶ τὸ πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινὶ αἰσχρόν, ἀλλὰ μὴ διαφεύγειν ἔργῳ αἴσχιον. ἔνι τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἅμα καὶ πολιτικῶν ἐπιμέλεια, καὶ ἑτέροις πρὸς ἔργα τετραμμένοις τὰ πολιτικὰ μὴ ἐνδεῶς γνῶναι· μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ’ ἀχρεῖον νομίζομεν, καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα, οὐ τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις βλάβην ἡγούμενοι, ἀλλὰ μὴ προδιδαχθῆναι μᾶλλον λόγῳ πρότερον ἢ ἐπὶ ἃ δεῖ ἔργῳ ἐλθεῖν. διαφερόντως γὰρ δὴ καὶ τόδε ἔχομεν ὥστε τολμᾶν τε οἱ αὐτοὶ μάλιστα καὶ περὶ ὧν ἐπιχειρήσομεν ἐκλογίζεσθαι· ὃ τοῖς ἄλλοις ἀμαθία μὲν θράσος, λογισμὸς δὲ ὄκνον φέρει. κράτιστοι δ’ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων. καὶ τὰ ἐς ἀρετὴν ἐνηντιώμεθα τοῖς πολλοῖς· οὐ γὰρ πάσχοντες εὖ, ἀλλὰ δρῶντες κτώμεθα τοὺς φίλους. βεβαιότερος δὲ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι’ εὐνοίας ᾧ δέδωκε σῴζειν· ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ’ ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων. καὶ μόνοι οὐ τοῦ ξυμφέροντος μᾶλλον λογισμῷ ἢ τῆς ἐλευθερίας τῷ πιστῷ ἀδεῶς τινὰ ὠφελοῦμεν».

 
40. Ἀγαπᾶμε τὴν ὀμορφιὰ παραμένοντας ἁπλοί. ἀγαπᾶμε τὴ θεωρητικὴ σκέψη χωρὶς αὐτὸ νὰ μᾶς ἀποχαυνώνει. Τὸν πλοῦτο τὸν χρησιμοποιοῦμε περισσότερο ὡς εὐκαιρία γιὰ δράση παρὰ ὡς ἀφορμὴ γιὰ κομπασμό, καὶ τὸ θεωροῦμε ντροπὴ νὰ μὴν παραδέχεται κανεὶς πὼς εἶναι φτωχός, χειρότερη ὅμως ντροπὴ νὰ μὴν προσπαθεῖ μὲ τὴν ἐργασία νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴ φτώχεια. Εἴμαστε σὲ θέση οἱ ἴδιοι νὰ φροντίζουμε καὶ γιὰ τὰ δικά μας πράγματα καὶ γιὰ τὰ πολιτικά, καὶ παρὰ τὶς διάφορες ἀσχολίες ποὺ καθένας μας ἔχει, δὲν εἴμαστε ἀνεπαρκῶς κατατοπισμένοι στὰ πολιτικά. Διότι εἴμαστε οἱ μόνοι ποὺ ὅποιον δὲν συμμετέχει καθόλου σὲ αὐτὰ δὲν τὸν θεωροῦμε φιλήσυχο πολίτη ἀλλὰ ἄχρηστο, καὶ οἱ ἴδιοι ἐμεῖς πάλι ποὺ παίρνουμε πολιτικὲς ἀποφάσεις ἢ τουλάχιστον σχηματίζουμε σωστὴ γνώμη γιὰ τὰ πράγματα, γιατὶ νομίζουμε ὅτι τὴν πράξη δὲν τὴν βλάπτει ἡ συζήτηση ἀλλὰ τὸ νὰ μὴν κατατοπιστεῖ κανεὶς πρῶτα διαμέσου τῆς συζήτησης σχετικὰ μὲ ὅ,τι πρέπει νὰ πραχθεῖ. Διότι καὶ σὲ τοῦτο ξεχωρίζουμε καθὼς οἱ ἴδιοι ἐμεῖς εἴμαστε ἐξαιρετικὰ τολμηροὶ καὶ συνάμα προσεκτικοὶ σὲ ὅ,τι θὰ ἐπιχειρήσουμε. στοὺς ἄλλους ἡ ἄγνοια γεννάει θράσος καὶ ἡ περίσκεψη δισταγμό. Ὅμως τὴν πιὸ μεγάλη δύναμη ψυχῆς θὰ ἦταν σωστὸ νὰ κριθεῖ ὅτι τὴν ἔχουν ὅσοι γνωρίζουν ὁλοκάθαρα ποιά εἶναι τὰ φοβερὰ καὶ ποιά τὰ εὐχάριστα καὶ ἐντούτοις δὲν ὑποχωροῦν ἐξαιτίας αὐτοῦ μπροστὰ στοὺς κινδύνους. Ἐπίσης, σχετικὰ μὲ τὴν καλοσύνη ἔχουμε ἀντίθετη γνώμη ἀπὸ τοὺς περισσότερους. γιατὶ δὲν ἐπιδιώκουμε νὰ ἀποκτοῦμε φίλους μὲ τὸ νὰ δεχόμαστε εὐεργεσίες ἀλλὰ κάνοντας ἐμεῖς καλό. Καὶ εἶναι σταθερότερος φίλος αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὸ καλό, γιατὶ προσπαθεῖ νὰ διατηρήσει τὴ χάρη ποὺ τοῦ ὀφείλεται δείχνοντας συμπάθεια σὲ αὐτὸν στὸν ὁποῖο ἔκανε καλό. ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ ὀφείλει κάτι εἶναι πιὸ ἀδιάφορος, διότι ξέρει ὅτι, γιὰ τὸ καλὸ ποὺ θὰ κάνει, ὁ ἄλλος δὲν θὰ τοῦ χρωστάει χάρη ἀλλὰ ἁπλῶς θὰ ἐξοφλήσει μὲ αὐτὸ ὁ ἴδιος ἕνα χρέος του. Καὶ εἴμαστε οἱ μόνοι ποὺ κάνουμε καλὸ ἀνεπιφύλακτα ὄχι ἀπὸ συμφεροντολογικὸ ὑπολογισμὸ ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ ὡς ἐλεύθεροι ἄνθρωποι ἔχουμε στοὺς ἄλλους.

Ερμηνευτικές ερωτήσεις

1. «Φιλοκαλομεν τε γάρ μετ’ ετελείας καί φιλοσοφομεν νευ μαλακίας»: Να αναλύσετε το περιεχόμενο του αποσπάσματος.
 
Σύμφωνα με τη δήλωση αυτή του Περικλή, οι Αθηναίοι αγαπούν το ωραίο και την τέχνη, αλλά με απλότητα και λιτότητα, χωρίς να οδηγούνται στην πολυτέλεια. Αντιστοίχως, αγαπούν και καλλιεργούν την επιστήμη, χωρίς αυτό να τους καθιστά μαλθακούς και να τους οδηγεί στην αδράνεια.
Τα ρήματα «φιλοκαλῶ» και «φιλοσοφῶ» χρησιμοποιούνται εδώ το πρώτο με την έννοια της αγάπης προς το ωραίο και το δεύτερο με την έννοια της αγάπης προς τη σοφία. Για να κατανοηθεί όμως το περιεχόμενο του αποσπάσματος, πρέπει να προσέξουμε και τους δύο εμπρόθετους προσδιορισμούς που τα συνοδεύουν «μετ’ εὐτελείας – ἄνευ μαλακίας». Με αυτούς το νόημα συμπληρώνεται: Αγαπούμε το ωραίο, το καλό, χωρίς να ξοδεύουμε και αγαπούμε τη σοφία, χωρίς να γινόμαστε μαλθακοί. Η άποψη που θέλει τη φιλοκαλία του Αθηναίου να περιορίζεται σε απόλαυση απλώς του ωραίου χωρίς έξοδα δε φαίνεται να αποδίδει την πραγματικότητα. Γιατί ο Περικλής εδώ δεν εννοεί κάτι παρόμοιο. Τονίζει την αγάπη των Αθηναίων προς την καλλιτεχνική δημιουργία με τις δαπάνες που σε καμιά περίπτωση δε φτάνουν την πολυτέλεια. Όσο για την αγάπη του Αθηναίου προς τη φιλοσοφία, ο Περικλής την αφήνει απροσδιόριστη. Με τον όρο φιλοσοφία θα εννοήσουμε τη βαθύτερη εξέταση των πραγμάτων ή θα της προσδώσουμε μια γενικότερη έννοια, της προσπάθειας δηλαδή να ερμηνεύσουμε, να κατανοήσουμε τα προβλήματα της ζωής και του κόσμου, να διατυπώσουμε και να ανταλλάξουμε απόψεις επί σημαντικών θεωρητικών ζητημάτων; (Βλ. και Σ. Γκίκα, ό.π., σσ. 80-81).
Μπορούμε βεβαίως να υποστηρίξουμε ότι μεταξύ του «φιλοκαλοῦμεν» και του «φιλοσοφοῦμεν» ενυπάρχει μια αντίθεση. Το «καλό» και το «σοφό», η τέχνη και η επιστήμη αντιτίθενται το ένα στο άλλο. Ο Πλάτων στην «Πολιτεία» θα υπογραμμίσει ότι «παλαιά τις διαφορά φιλοσοφίᾳ τε και ποιητικῇ» (10, 607 b). «Ο Πυθαγόρας, ο Ηράκλειτος, ο Ξενοφάνης αρνιούνται την αξία του Ομήρου και του Ησιόδου. Τα χτυπήματα δεν έλειψαν και από το άλλο μέρος. Και ο πόλεμος αυτός της θεωρητικής σοφίας με την τέχνη, ποια έχει τη δύναμη να μορφώσει σωστά τον άνθρωπο, είναι στην εποχή ακριβώς του Θουκυδίδη ξεχωριστά ζωηρός» (βλ. Ι. Θ. Κακριδή, ό.π., σ. 48 και J. Finley, ό.π., σσ. 152-153).

2Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η αναφορά του Περικλή στην τάση των Αθηναίων προς το «φιλοσοφεν» γίνεται για να αποτελέσει στοιχείο σύγκρισης με τη ΣπάρτηΝα αιτιολογήσετε την άποψή σας.
 
Κατά την άποψη πολλών, οι Σπαρτιάτες αντιμετώπιζαν τη φιλοσοφία ως ενασχόληση που δεν προσιδιάζει στους άνδρες, γιατί στερεί από αυτούς το χρόνο που πρέπει να διαθέσουν για τη σωματική τους άσκηση με αποτέλεσμα να γίνονται μαλθακοί. Ο Πλούταρχος επισημαίνει ότι «γράμματα (Λακεδαιμόνιοι) ἕνεκα τῆς χρείας ἐμάνθανον˙ τῶν δέ ἄλλων παιδευμάτων ξενηλασίαν ἐποιοῦντο οὐ μᾶλλον ἀνθρώπων ἤ λόγων˙ ἡ δέ παιδεία ἦν αὐτοῖς πρός τό ἄρχεσθαι καλῶς καί καρτερεῖν πονοῦντα καί μαχόμενον νικᾶν ἤ ἀποθνήσκειν» (Λακεδ. Ἐπιτηδ. 4, σ. 237, α). Επομένως θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε εδώ από τη μια την άποψη των Λακεδαιμονίων ότι τα γράμματα στρέφουν προς την τρυφηλότητα και από την άλλη την τάση των Αθηναίων να αφιερώνουν αρκετό χρόνο για τη διεξαγωγή συζητήσεων επί θεμάτων της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής. (Βλ. και Γ. Ζηκίδου, ό.π., σ. 93). Ο παραλληλισμός αυτός εξασθενεί, αν εκλάβουμε ως ισχυρή την εκδοχή του Πλάτωνα ο οποίος στον Πρωταγόρα αναφέρει ότι οι «Λακεδαιμόνιοι πρός φιλοσοφίαν καί λόγους ἄριστα πεπαίδευνται» (342 d) και ότι «τό λακωνίζειν πολύ μᾶλλον ἐστιν φιλοσοφεῖν ἤ φιλογυμναστεῖν» (342 e) (Σ. Γκίκας, ό.π., σ. 81).
 
3Ποια ήταν η αντίληψη των Αθηναίων για τη φτώχεια και τον πλούτο;
 
Οι Αθηναίοι θεωρούσαν πως το να είναι κάποιος πλούσιος δεν αποτελεί λόγο για να υπερηφανεύεται, αλλά για να αξιοποιεί τα υλικά του αγαθά προς όφελος της πόλης. Αποτελούσε, άλλωστε, συνήθεια της πόλης οι πλούσιοι να αναλαμβάνουν χορηγίες για τη διοργάνωση αγώνων και τελετών στην πόλη, όπως και να καλύπτουν τα έξοδα για τον εξοπλισμό φτωχότερων συμπολιτών τους. Από την άλλη, η φτώχεια αυτή καθαυτή δεν αποτελούσε λόγο για να ντρέπεται κάποιος για τον εαυτό του. Εκείνο που θεωρούσαν ντροπή ήταν το να μη θέλει κάποιος να παραδεχτεί πως είναι φτωχός και πολύ περισσότερο το να μην επιδιώκει μέσω της εργασίας να ξεφύγει από την κατάσταση αυτή. Έτσι, σε αντίθεση με τη Σπάρτη, οι πολίτες της οποίας δεν εργάζονταν, στην Αθήνα κυριαρχούσε η αντίληψη πως η εργασία είναι το μέσο για τη διασφάλιση ενός καλύτερου και πιο αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου.
 
4Πώς αντιμετώπιζαν κατά την αρχαιότητα τη χειρωνακτική εργασία και ποια είναι η γνώμη του Περικλή γι’ αυτήν;
 
Η χειρωνακτική εργασία αντιμετωπιζόταν γενικώς υποτιμητικά κατά την αρχαιότητα, γι’ αυτό και συνήθως αποτελούσε αντικείμενο απασχόλησης των δούλων. Σταδιακά, ωστόσο, η άποψη αυτή άρχισε να αλλάζει, καθώς με την αύξηση του πληθυσμού γινόταν σαφές πως υπήρχε η ανάγκη διασφάλισης οικονομικών πόρων. Κατ’ αυτό τον τρόπο στα χρόνια του Περικλή η εργασία, ακόμη και η χειρωνακτική, αρχίζει να λειτουργεί ως θεμιτή επιλογή προκειμένου να καταστεί εφικτή η οικονομική επιβίωση των πολιτών. Μέρος, μάλιστα, της πολιτικής του Περικλή υπήρξε η οικοδόμηση μεγάλων δημοσίων έργων, τα οποία προσέφεραν μισθωτή εργασία σε σημαντικό αριθμό πολιτών που είχαν ανάγκη να εργαστούν.

5Ποια είναι η άποψη που επικρατούσε στην αρχαία Αθήνα για τον «απολιτικό» άνθρωπο;
 
Στην Αρχαία Αθήνα κυριαρχεί η αντίληψη ότι ο παθητικοποιημένος πολίτης, ο αδιάφορος για τις δημόσιες υποθέσεις είναι επικίνδυνος. Η απραγμοσύνη, το «ἀπραγμόνως ζῆν» δεν έχει θέση στην αθηναϊκή πολιτεία. Ο πολίτης μπορεί και καταβάλλεται κάθε προσπάθεια, για να ζει «ἀνειμένως» αλλά σε καμιά περίπτωση «ἀπραγμόνως». Μπορεί ο Ἀμφίων στην Ἀντιόπη του Ευριπίδη να μιλά επαινετικά για εκείνον που παραμένει «ἀπράγμων», αλλά αυτό δεν ισχύει ήδη από την εποχή του Σόλωνα. Ο Αμφίων θα πει: «ὅστις δέ πράσσει πολλά μή πράσσειν χρεών, / μῶρος, παρόν ζῆν ἡδέως ἀπράγμονα» (= Όποιος ασχολείται με πολλά, ενώ δεν είναι υποχρεωμένος να τα επιτελέσει / είναι ανόητος, αφού θα μπορούσε να ζει μια γλυκιά ανέμελη ζωή).
Ο Σόλων όμως αργότερα θα αντιτείνει «ἄτιμον εἶναι τόν ἐν στάσει μηδετέρας μερίδος γενόμενον» (Πλουτ. Σόλ. 20). Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι σύμφωνα με το νόμο του Σόλωνα κάθε πολίτης έπρεπε υποχρεωτικώς να ενταχθεί σε κάποιο από τα πολιτικά κόμματα, διαφορετικά έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα. Η ρύθμιση αυτή του Σόλωνα εξακολούθησε να βρίσκεται σε ισχύ και θα χρησιμοποιηθεί εδώ από τον Περικλή, σε μια κρίσιμη χρονική περίοδο, για να πείσει τους συμπολίτες του να εκδηλώσουν εμπράκτως το ενδιαφέρον τους για τις κοινές υποθέσεις. Άλλωστε τώρα η στιγμή είναι κατάλληλη, για να παρουσιάσει τις πολιτικές του απόψεις για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πολίτη έναντι της πατρίδας. Έχουμε με άλλα λόγια εδώ προδιατύπωση της αριστοτελικής θέσης, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι «φύσει πολιτικόν ζῷον» (Πολιτεία, Α΄, 1253 α) και δεν είναι δυνατόν να ζήσει εκτός κοινωνίας παρά μόνο αν είναι «θηρίον ἤ θεός» (Πολιτεία, Α΄, 1253 β). (Σχετικές παρατηρήσεις βλ. και Ι. Μπάρμπα, ό.π., σ. 156).

6Να αναφέρετε τους λόγους που καθιστούν απαραίτητη τη συμμετοχή του πολίτη στις δημόσιες υποθέσεις.
 
«Για τον Αθηναίο πολίτη εκείνης της εποχής η συμμετοχή του στην πολιτική ζωή και η πολιτική δραστηριότητα σήμαινε την ικανοποίηση του βαθύτατου αισθήματός του να είναι άνθρωπος και μέλος ενεργό μιας κοινότητας, την πλήρωση του ανθρώπινου Είναι, της ανθρώπινης υπόστασής του, τη βεβαίωση της ύπαρξής του, αλλά και την πραγμάτωση της αρετής του στα όρια της πόλεως. Δεν ήταν τόσο η επιθυμία να προβληθεί ο πολίτης της Αθήνας όσο η καταξίωσή του απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του, η πνευματική του χειραφέτηση και η ολοκλήρωση της κοινωνικής και πολιτικής του παρουσίας μέσα στην πόλη…» (Β. Κύρκος, Αρχαίος Ελληνικός διαφωτισμός και σοφιστική, Αθήνα 1992, σσ. 164-165).
 
7Να συγκρίνετε τη στάση του Αθηναίου και του Σπαρτιάτη πολίτη απέναντι στις δημόσιες υποθέσεις.
 
Οι Σπαρτιάτες λόγω του ολιγαρχικού τους πολιτεύματος δεν είχαν τη δυνατότητα να δρουν ως ενεργοί πολίτες με τον τρόπο που αυτό συνέβαινε στη δημοκρατική Αθήνα. Στη Σπάρτη την εξουσία την είχαν οι δύο βασιλιάδες, η Γερουσία (συμβούλιο γερόντων) που αποτελούταν από 30 μέλη (μαζί με τους δύο βασιλιάδες) και η Απέλλα, η συνέλευση, δηλαδή, των μάχιμων ανδρών. Κατά τη λήψη των αποφάσεων, ωστόσο, τα μέλη της Απέλλας δεν είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν δικές τους προτάσεις, μπορούσαν μόνο -δια βοής- να εγκρίνουν ή όχι τις προτάσεις της Γερουσίας. Υπ’ αυτή την έννοια η συμμετοχή των πολιτών της Σπάρτης στις δημόσιες υποθέσεις ήταν περιορισμένη.
Στον αντίποδα βρίσκεται η Αθήνα, καθώς χάρη στο δημοκρατικό της πολίτευμα έδινε σε όλους τους πολίτες τη δυνατότητα συνεχούς συμμετοχής στα δημόσια ζητήματα. Στην Αθήνα, μάλιστα, τους πολίτες που δεν επιθυμούσαν να συμμετάσχουν στα πολιτικά θέματα τους θεωρούσαν «άχρηστους» και όχι φιλήσυχους, γεγονός που καθιστούσε εμφανή την ηθικά επιβεβλημένη ενασχόληση όλων των πολιτών με τις δημόσιες υποθέσεις. Για τους Αθηναίους, επομένως, η συμμετοχή στα πολιτικά θέματα δεν είναι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση. Η πολιτική δραστηριότητα των Αθηναίων, άλλωστε, αποτελούσε συνέπεια της παιδείας που τους καθιστούσε πολίτες συνειδητούς και υπεύθυνους όχι μόνο για την προσωπική τους ζωή, αλλά και για καθετί που αφορούσε την πόλη τους.

8Πώς περιγράφει ο Περικλής τις δημοκρατικές διαδικασίες με τις οποίες οι Αθηναίοι έπαιρναν αποφάσεις;

Η σχετική αναφορά γίνεται στο απόσπασμα «καί οἱ αὐτοί ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τά πράγματα». Δηλαδή οι Αθηναίοι αντιμετώπιζαν τα πολιτικά πράγματα με βάση «τό κρίνειν» και το «ἐνθυμεῖσθαι». Έκριναν οι ίδιοι τις θέσεις που διατύπωνε η βουλή για κάθε θέμα της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής ή παίρνοντας οι ίδιοι το λόγο στις συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου εξέφραζαν τις απόψεις τους για τα θέματα αυτά και πρότειναν τις, κατά τη γνώμη τους, ενδεικνυόμενες λύσεις. Βεβαίως και εδώ υπαινίσσεται τους Σπαρτιάτες στην εκκλησία των οποίων καμία κρίση δεν ήταν επιτρεπτή, αλλά μόνο επί των προτάσεων της γερουσίας «ἔκρινον βοῇ καί οὐχί ψήφῳ» (Γ. Ζηκί-δου, ό.π., σ. 94).

9Γιατί οι Αθηναίοι αποφασίζουν «ρθς» για τα πράγματα της πόλης;

Οι Αθηναίοι αποφασίζουν ορθώς για τα πολιτικά ζητήματα της πόλης, διότι φροντίζουν να συζητούν διεξοδικά κάθε ζήτημα και να μελετούν κάθε πτυχή του. Οι Αθηναίοι, άλλωστε, δεν διστάζουν να διερευνήσουν προσεκτικά ακόμη και τις πιθανές αρνητικές όψεις κάθε απόφασης, εφόσον δεν θεωρούν πως η εκ των προτέρων γνώση των δυσάρεστων πτυχών ενός ζητήματος λειτουργεί αποτρεπτικά στο να αναλάβουν δράση. Έτσι, σε αντίθεση με άλλες πολιτείες, για τις οποίες η συζήτηση οδηγεί στον δισταγμό, η Αθήνα θεωρεί αναγκαία τη μελέτη κάθε ζητήματος, χωρίς να κάμπτεται η δραστηριότητά της ή ικανότητα λήψης αποφάσεων από τα όσα προκύπτουν στο πλαίσιο της συζήτησης.

10. «ο τούς λόγους τος ργοις βλάβην γούμενοι»: Γιατί οι «λόγοι» εδώ δε βρίσκονται σε αντίθεση με τα «ργα», όπως σε άλλα σημεία του Επιταφίου;
 
«Έργο και λόγος, που στην ιδιωτική ζωή του Αθηναίου παρουσιάστηκαν να κρατούν ιδιαίτερη το καθένα περιοχή, στη δημόσια πάνε μαζί» (Ι. Θ. Κακριδής, ό.π., σ. 53). Πράγματι, η κριτική δεν αντιμετωπίζεται στην Αθήνα ως στοιχείο που μπορεί να προκαλέσει βλάβη στα έργα. Αντίθετα, βλάβη αποτελεί «τό μή προδιδαχθῆναι», η μη ενημέρωση, η μη κατάλληλη δηλαδή προετοιμασία προ-κειμένου να αντιμετωπιστούν όσο γίνεται καλύτερα τα «ἔργα» στα οποία προ-τίθενται να προχωρήσουν. Η επισήμανση αυτή από τον ρήτορα μας βοηθά να διαμορφώσουμε πληρέστερη εικόνα για την περικλεϊκή δημοκρατία και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν οι θεσμοί της. Αυτή η δημοκρατία λοιπόν του συνδυασμού «λόγου» και «ἔργου» αναγάγει τον πολίτη σε περίοπτη θέση και τον θεωρεί αποκλειστικό παράγοντα στη λήψη αποφάσεων. Η αντιμετώπιση που επιφυλάσσει στους πολίτες της έχει ως επακόλουθο να αποκτά αυτός ιδιαίτερες ιδιότητες με προεξάρχουσα την τόλμη που επιδεικνύουν, όταν πρόκειται να επιχειρήσουν κάτι. Οι ιδιότητες αυτές δε χαρακτηρίζουν όσους δεν καταφέρνουν να συνδυάσουν την τόλμη με τον υπολογισμό σε μια επιχείρηση. Σε αυτούς η άγνοια των κινδύνων που πρόκειται να αντιμετωπίσουν τους οδηγεί στην ασυλλόγιστη ορμή (θράσος) και όχι στην τόλμη. (Βλ. Γεράσιμου Δ. Καψάλη, ό.π., σσ. 55-56 και J. Finley, ό.π., σσ. 153-154). Για τη σημασία του λόγου στην αθηναϊκή πολιτεία βλ. J. Romilly, Γιατί η Ελλάδα, ό.π., σσ. 104-110.

11Να αναλύσετε το γνωμολογικό περιεχόμενο της φράσης « τος λλοις μαθία μέν θράσος, λογισμός δέ κνον φέρει».
 
Η διαπίστωση πως η άγνοια γεννάει θράσος, ενώ η περίσκεψη δισταγμό υποδηλώνει πως συχνά οι άνθρωποι τείνουν να χάνουν το θάρρος τους, αν αναλογιστούν τις συνέπειες που θα έχει μια πράξη τους και αδρανοποιούνται, ενώ θα είχαν περίσσιο θάρρος, αν αγνοούσαν ή δεν είχαν αναλογιστεί τις συνέπειες αυτές. Η λογική και η σκέψη, υπ’ αυτό το πρίσμα, υπονομεύουν την αποφασιστικότητα του ατόμου, εφόσον του επιτρέπουν να αντικρίσει το τίμημα που ενδέχεται να έχει μια παρορμητική δράση. Η απουσία, άλλωστε, λογικής εξέτασης ενός ζητήματος οδηγεί στο θράσος, στην υπερβολική, δηλαδή, τόλμη ακριβώς γιατί το άτομο έχει άγνοια του πιθανού κινδύνου. 
 
12Πώς ορίζεται η ανδρεία στο απόσπασμα: «κράτιστοι δ’ ν τήν ψυχήν δικαίως κριθεεν ο τά τε δεινά καί δέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καί διά τατα μή ποτρεπόμενοι κ τν κινδύνων»;
 
Η ανδρεία, η δύναμη ψυχής, ανήκει πραγματικά σε εκείνους που γνωρίζουν πλήρως τόσο τα φοβερά όσο και τα ευχάριστα και παρ’ όλα αυτά δεν υποχωρούν απέναντι στους επικείμενους κινδύνους. Αληθινά γενναίοι, άρα, είναι εκείνοι που γνωρίζοντας επακριβώς τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν, αποκτούν περισσότερη τόλμη και προχωρούν χωρίς δισταγμό. Η συνειδητή αυτή αντιμετώπιση των κινδύνων αποτελεί για τους Αθηναίους συνέπεια της ευρύτερης ψυχικής παιδείας τους. Σε αυτούς η γνώση δυναμώνει και καταξιώνει την ανδρεία, γιατί έχουν καλλιεργήσει το αγωνιστικό τους φρόνημα κατανοώντας την αξία των αρχών για τις οποίες αγωνίζονται και την πραγματική σημασία που έχει γι’ αυτούς η πατρίδα τους.

13Ποια είναι η έννοια της «ρετς» στη φράση «καί τά ς ρετήν νηντιώμεθα τος πολλος»;
 
Στη συγκεκριμένη φράση η αρετή λαμβάνει την έννοια της ευεργεσίας, της έμπρακτης καλοσύνης. Πρόκειται για ένα ακόμη πεδίο διαφοροποίησης της Αθήνας, εφόσον οι Αθηναίοι επιδιώκουν να αποκτούν φίλους και συμμάχους μέσω της ενεργούς προσφοράς, της στήριξης και της ευεργεσίας, διατηρώντας οι ίδιοι την πρωτοβουλία εκείνου που ευεργετεί. Δεν περιμένουν, δηλαδή, οι Αθηναίοι να τους προσεγγίσουν άλλες πόλεις προσφέροντάς τους εκείνες κάποια ευεργεσία ως έναυσμα για τη δημιουργία μιας φιλίας, όπως κάνουν άλλες ισχυρές πόλεις της εποχής. Οι Αθηναίοι θέλουν να βρίσκονται εκείνοι πάντοτε στη θέση του ευεργέτη.

14Πώς δικαιολογεί ο Περικλής την άποψη ότι εκείνος που ευεργετεί βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνον που ευεργετείται;
 
Σύμφωνα με τον συλλογισμό του Περικλή εκείνος που ευεργετεί είναι σταθερότερος φίλος και βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση, διότι συνεχίζοντας να εκφράζει τη συμπάθειά του σε εκείνον που ευεργέτησε διατηρεί τη χάρη που του οφείλεται. Ενώ, εκείνος που ευεργετήθηκε δεν είναι εξίσου σταθερός φίλος, διότι γνωρίζει πως ακόμη κι αν προσφέρει κάποια ευεργεσία με τη σειρά του, δεν θα του οφείλεται κάποια χάρη, αφού θα έχει απλώς ανταποδώσει την ευεργεσία που δέχτηκε. Κατ’ αυτό τον τρόπο, εκείνος που λαμβάνει την πρωτοβουλία της ευεργεσίας βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, αφού οι άλλοι του οφείλουν εξυπηρετήσεις, για να εξοφλήσουν το χρέος τους.

15Να επισημάνετε τα σημεία του κειμένου στα οποία ο Περικλής κάνει λόγο για τη μοναδικότητα των Αθηναίων.
 
Το κεφάλαιο 40 παρουσιάζει γενικώς τη μοναδικότητα των Αθηναίων, έστω κι αν αυτό δεν δηλώνεται πάντοτε ρητά. Σε ορισμένα σημεία, ωστόσο, ο Περικλής δηλώνει εμφατικά πως ορισμένα χαρακτηριστικά των Αθηναίων δεν συναντώνται σε άλλες πόλεις-κράτη. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ρήτορα, οι Αθηναίοι δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην ενασχόληση με τα κοινά, γι’ αυτό είναι και οι μόνοι που θεωρούν «άχρηστο» όποιον πολίτη δε συμμετέχει στα πολιτικά ζητήματα. Μοναδικοί είναι, επίσης, οι Αθηναίοι σε ό,τι αφορά τη δυνατότητά τους να συνδυάζουν τον λόγο με τη δράση, καθώς, σε αντίθεση με τους άλλους, η συζήτηση για τις επικείμενες δράσεις τους όχι μόνο δεν τους καθιστά διστακτικούς, αλλά ενισχύει την αποφασιστικότητα και την τόλμη τους. Η μοναδικότητα των Αθηναίων, πρόσθετα, ενισχύεται από το γεγονός ότι ωφελούν τους άλλους, χωρίς υπολογισμό του δικούς τους συμφέροντος, αλλά χάρη στο αίσθημα εμπιστοσύνης απέναντι στους άλλους που τους έχει καλλιεργηθεί από τις δημοκρατικές αρχές και την ελευθερία τους.

16Ποιες αρετές των Αθηναίων αναφέρει ο Περικλής στο κεφάλαιο 40;
 
Στο κεφάλαιο 40 ο Περικλής παρουσιάζει τα στοιχεία της προσωπικότητας, καθώς και τις ιδιαιτερότητες που πιστοποιούν τη μοναδικότητα των Αθηναίων. Κατά την εκτίμησή του, άλλωστε, οι Αθηναίοι υπερέχουν έναντι όλων των άλλων Ελλήνων, διότι, μεταξύ άλλων, συνδυάζουν τις ακόλουθες αρετές:
- Αγαπούν την τέχνη και την καλαισθησία, με απλότητα και χωρίς περιττές δαπάνες.
- Αγαπούν τις επιστήμες και τη φιλοσοφία, χωρίς να οδηγούνται στη μαλθακότητα και την αδράνεια.
- Η κατοχή πλούτου αποτελεί για τους Αθηναίους αφορμή για δραστηριοποίηση υπέρ της πόλης και των συμπολιτών τους, και όχι λόγος για να υπερηφανεύονται.
- Οι Αθηναίοι δεν θεωρούν ντροπή τη φτώχεια, μέμφονται όμως εκείνον που δεν παραδέχεται πως είναι φτωχός και περισσότερο εκείνον που δεν προσπαθεί μέσω της εργασίας να ξεφύγει από την κατάσταση αυτή.
- Οι Αθηναίοι φροντίζουν για τις ποικίλες προσωπικές τους υποθέσεις, χωρίς ποτέ να μένουν ανενημέρωτοι για τα πολιτικά ζητήματα της πόλης τους.
- Οι Αθηναίοι, άλλωστε, είναι οι μόνοι που θεωρούν όποιον δεν ασχολείται με τα πολιτικά άχρηστο, και όχι φιλήσυχο πολίτη.
- Οι Αθηναίοι λαμβάνουν αποφάσεις και σχηματίζουν ορθή άποψη για τα ζητήματα της πόλης, διότι δεν θεωρούν πως οι δημόσιες συζητήσεις για τα θέματα αυτά ενδέχεται να σταθούν εμπόδιο στις πράξεις. Επιζήμιο, για τους Αθηναίους, είναι το να μην ενημερώνονται πρώτα σχετικά με τα όσα είναι αναγκαίο να συζητούν.
- Σε αντίθεση με άλλους που αντιμετωπίζουν τον λόγο και τη συζήτηση ως ανασταλτικούς παράγοντες για τη δράση, εφόσον τους καθιστούν διστακτικούς, οι Αθηναίοι συνδυάζουν με αρμονικό τρόπο τη διεξοδική μελέτη κάθε κατάστασης με την ενίσχυση της δραστηριότητάς τους. Ως εκ τούτου, οι Αθηναίοι αναλαμβάνουν με προσοχή κάθε δράση, αφού πρώτα την έχουν μελετήσει, και επιδεικνύουν εξαιρετική γενναιότητα, εφόσον επιδίδονται σε καθετί γνωρίζοντας καλά τους πιθανούς κινδύνους.
- Οι Αθηναίοι προτιμούν να ευεργετούν τους άλλους, παρά να γίνονται οι ίδιοι αποδέκτες ευεργεσιών, όχι γιατί ενδιαφέρονται για το προσωπικό τους συμφέρον, αλλά επειδή ως ελεύθεροι άνθρωποι έχουν εμπιστοσύνη στους άλλους και επιθυμούν να βοηθούν τους ασθενέστερους.

17Να επισημάνετε τα σημεία στα οποία ο Περικλής συγκρίνει την Αθήνα με τη Σπάρτη.
 
Η σύγκριση της Αθήνας με τη Σπάρτη, αν και δεν δηλώνεται πάντοτε, ουσιαστικά διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου. Ένας πρώτος τομέας στον οποίο υπονοείται σχέση σύγκρισης με τη μεγάλη αντίπαλο είναι ο τρόπος αντιμετώπισης της φιλοσοφίας και του λόγου εν γένει. Οι Αθηναίοι αγαπούν τη φιλοσοφία, τις επιστήμες, αλλά και τις διεξοδικές συζητήσεις, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι έδιναν έμφαση κυρίως στη δράση. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των Αθηναίων, βέβαια, είναι πως αφενός η ενασχόληση με τη φιλοσοφία δεν τους καθιστά αδρανείς και αφετέρου η διεξοδική συζήτηση για τους πιθανούς κινδύνους που θα αντιμετωπίσουν σε κάποια επιχείρησή τους ενισχύει αντί να υπονομεύει το θάρρος τους. Αντιθέτως, οι Σπαρτιάτες δείχνονται υπερβολικά θαρραλέοι μόνο όταν αγνοούν το τι θα αντιμετωπίσουν, διότι αν ενημερωθούν για τους ενδεχόμενους κινδύνους, τότε γίνονται διστακτικοί.
Οι Αθηναίοι, επίσης, έχουν αναπτύξει σχέση αποδοχής απέναντι στην εργασία, αναγνωρίζοντας πως συνιστά τον ενδεδειγμένο τρόπο για την αποφυγή της φτώχειας, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η εργασία αφορά μόνο τους δούλους. Οι Αθηναίοι, παράλληλα, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες δεν αναμένουν να γίνονται αποδέκτες ευεργεσιών από τις πιο αδύναμες πόλεις για να τους προσφέρουν τη στήριξή τους, όπως κάνει η Σπάρτη, αλλά αντιθέτως αναλαμβάνουν εκείνοι την πρωτοβουλία να ευεργετούν τους άλλους.

18. «Καί μόνοι ο το ξυμφέροντος μλλον λογισμ  τς λευθερίας τ πιστ δες τινα φελομεν»: Να αναλύσετε το περιεχόμενο του αποσπάσματος.
 
Ο Περικλής ισχυρίζεται πως οι Αθηναίοι είναι οι μόνοι που ωφελούν άλλες -πιο αδύναμες- πόλεις, όχι έχοντας κατά νου το συμφέρον τους, αλλά επειδή ως ελεύθεροι άνθρωποι οι ίδιοι έχουν εμπιστοσύνη στους άλλους. Πρόκειται, βέβαια, για μια διατύπωση, η οποία, αν και δίνει έμφαση στο ελεύθερο φρόνημα των Αθηναίων και στην επιθυμία τους να στηρίζουν τους ασθενέστερους, αποκρύπτει την ωφελιμιστική και επεκτατική φύση τους. Στην πραγματικότητα οι Αθηναίοι δεν δρούσαν ποτέ τόσο αλτρουιστικά όσο το παρουσιάζει ο Περικλής. Πρόθεσή του, ωστόσο, είναι να τονίσει πως το γεγονός ότι οι Αθηναίοι είναι ελεύθεροι και δημοκρατικοί τους επιτρέπει να δείχνουν εμπιστοσύνη στους άλλους -προφανώς πως θα ανταποδώσουν την ευεργεσία που τους προσφέρθηκε- και να τους προσφέρουν τη βοήθειά τους. Η διαπίστωση αυτή υπονοεί μια αντίθεση με άλλες μη δημοκρατικές περιοχές, οι οποίες αντιμετώπιζαν με καχυποψία τις άλλες περιοχές και δίσταζαν να τους παράσχουν βοήθεια.

19Από όσα αναφέρει ο Περικλής μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι Αθηναίοι κατά τις ευεργεσίες τους στους συμμάχους παρέκαμπταν παντελώς το συμφέρον τους;
 
Ο Περικλής αναφέρει πως οι Αθηναίοι προσφέρουν βοήθεια και στήριξη στους άλλους Έλληνες, όχι γιατί αποσκοπούν σε κάποιο προσωπικό τους συμφέρον, αλλά επειδή πιστεύουν στην ελευθερία και θέλουν να λειτουργούν ως προστάτες των πιο αδύναμων περιοχών. Η αναφορά, βέβαια, αυτή ακολουθεί αμέσως μετά τη διαπίστωσή του πως ο ευεργέτης βρίσκεται σε πιο πλεονεκτική θέση συγκριτικά με τον ευεργετούμενο, οπότε μπορεί να υποστηριχτεί πως οι ευεργεσίες των Αθηναίων δεν είναι εντελώς αλτρουιστικές. Είναι προφανές πως οι Αθηναίοι είχαν τη δύναμη να στηρίζουν πιο αδύναμες περιοχές, αλλά δύσκολα θα το έπρατταν αυτό χωρίς να αναμένουν κάποια αναγνώριση για την στήριξη αυτή. Το πιθανότερο είναι πως οι Αθηναίοι επέλεγαν με γνώμονα το προσωπικό τους συμφέρον ποιες περιοχές θα στηρίξουν, υπολογίζοντας τα οφέλη που θα είχε η εκάστοτε «φιλία» και «συμμαχία» που θα δημιουργούταν.

20Να γράψετε τρεις αντιθέσεις από το κεφάλαιο 40 και να εκτιμήσετε τις εντυπώσεις που επιθυμεί να προκαλέσει ο ρήτορας με τη χρήση των αντιθετικών σχημάτων.
 
Στο κεφάλαιο 40 ο Περικλής αξιοποιεί ποικίλες αντιθέσεις προκειμένου να αναδείξει την υπεροχή των Αθηναίων στον τρόπο σκέψης, καθημερινής λειτουργίας και πολιτικής δράσης. Μεταξύ άλλων, μπορούμε να εντοπίσουμε τις ακόλουθες τρεις αντιθέσεις:
α) «πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον καιρῷ ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεθα»: Ο πλούτος αποτελεί για τους Αθηναίους ευκαιρία για δράση («ἔργου») και όχι αφορμή για ανούσιες καυχησιολογίες («λόγου»). Με την αντίθεση αυτή ο ρήτορας επιδιώκει να τονίσει την πνευματική ωριμότητα, τη σεμνότητα και τη διάθεση αλληλεγγύης των Αθηναίων, αφού όταν έχουν υλικό πλούτο τον αξιοποιούν για να βοηθήσουν την πόλη τους και όχι για να υπερηφανεύονται.
β) «ὃ τοῖς ἄλλοις ἀμαθία μὲν θράσος, λογισμὸς δὲ ὄκνον φέρει»: Στους περισσότερους ανθρώπους και λαούς η άγνοια οδηγεί στο υπερβολικό θάρρος, ενώ η σκέψη οδηγεί στον δισταγμό. Με την αντίθεση αυτή ο ρήτορας επιδιώκει να αναδείξει την ιδιαίτερη υπεροχή των Αθηναίων, αφού είναι οι μόνοι που μέσω της συζήτησης και της διεξοδικής μελέτης όσων πρόκειται να αναλάβουν, όχι μόνο δεν γίνονται πιο διστακτικοί, αλλά αποκτούν περισσότερη τόλμη και δρουν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα.
γ) «οὐ γὰρ πάσχοντες εὖ, ἀλλὰ δρῶντες κτώμεθα τοὺς φίλους»: Οι Αθηναίοι, διαθέτοντας μια ισχυρή πόλη, αποκτούν φίλους όχι δεχόμενοι εξυπηρετήσεις και ευεργεσίες από τους άλλους, αλλά προσφέροντας οι ίδιοι ευεργεσίες. Δεν εκμεταλλεύονται, δηλαδή, τη δύναμή τους για να ωθούν τους αδύναμους σε μια προσπάθεια να κερδίσουν την εύνοιά τους μέσω εξυπηρετήσεων. Αναλαμβάνουν οι ίδιοι την πρωτοβουλία και ωφελούν εκείνοι πρώτα τους πιο αδύναμους. Με την αντίθεση αυτή ο ρήτορας αναδεικνύει την εντελώς διαφορετική νοοτροπία των Αθηναίων στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Έτσι, διαφαίνεται ότι αν και θα μπορούσαν να αφήνουν τις μικρότερες πόλεις να συναγωνίζονται για να κερδίσουν την εκτίμησή τους, εκείνοι ακολουθούν μια εντελώς πρωτότυπη τακτική, σπεύδοντας να προσφέρουν τη βοήθειά τους στους ασθενέστερους.

Θουκυδίδη, Επιτάφιος Περικλή, Κεφάλαιο 39

[ΠΗΓΗ: https://latistor.blogspot.com/2022/08/39.html]

ΚΕΙΜΕΝΟ
39. «Διαφέρομεν δὲ καὶ ταῖς τῶν πολεμικῶν μελέταις τῶν ἐναντίων τοῖσδε. τήν τε γὰρ πόλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, ὃ μὴ κρυφθὲν ἄν τις τῶν πολεμίων ἰδὼν ὠφεληθείη, πιστεύοντες οὐ ταῖς παρασκευαῖς τὸ πλέον καὶ ἀπάταις ἢ τῷ ἀφ’ ἡμῶν αὐτῶν ἐς τὰ ἔργα εὐψύχῳ· καὶ ἐν ταῖς παιδείαις οἱ μὲν ἐπιπόνῳ ἀσκήσει εὐθὺς νέοι ὄντες τὸ ἀνδρεῖον μετέρχονται, ἡμεῖς δὲ ἀνειμένως διαιτώμενοι οὐδὲν ἧσσον ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν. τεκμήριον δέ· οὔτε γὰρ Λακεδαιμόνιοι καθ’ ἑαυτούς, μεθ’ ἁπάντων δὲ ἐς τὴν γῆν ἡμῶν στρατεύουσι, τήν τε τῶν πέλας αὐτοὶ ἐπελθόντες οὐ χαλεπῶς ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ τοὺς περὶ τῶν οἰκείων ἀμυνομένους μαχόμενοι τὰ πλείω κρατοῦμεν. ἁθρόᾳ τε τῇ δυνάμει ἡμῶν οὐδείς πω πολέμιος ἐνέτυχε διὰ τὴν τοῦ ναυτικοῦ τε ἅμα ἐπιμέλειαν καὶ τὴν ἐν τῇ γῇ ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν· ἢν δέ που μορίῳ τινὶ προσμείξωσι, κρατήσαντές τέ τινας ἡμῶν πάντας αὐχοῦσιν ἀπεῶσθαι καὶ νικηθέντες ὑφ’ ἁπάντων ἡσσῆσθαι. καίτοι εἰ ῥᾳθυμίᾳ μᾶλλον ἢ πόνων μελέτῃ καὶ μὴ μετὰ νόμων τὸ πλέον ἢ τρόπων ἀνδρείας ἐθέλομεν κινδυνεύειν, περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς τε μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν, καὶ ἐς αὐτὰ ἐλθοῦσι μὴ ἀτολμοτέρους τῶν αἰεὶ μοχθούντων φαίνεσθαι. καὶ ἔν τε τούτοις τὴν πόλιν ἀξίαν εἶναι θαυμάζεσθαι καὶ ἔτι ἐν ἄλλοις».
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
39. Διαφέρουμε ὅμως ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους μας καὶ στὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετωπίζουμε τὰ πολεμικὰ πράγματα. Τὴν πόλη μας τὴν κρατᾶμε ἀνοιχτὴ σὲ ὅλους καὶ ποτὲ δὲν ἐμποδίζουμε κανένα ξένο, διώχνοντάς τον, νὰ μάθει ἢ νὰ δεῖ κάτι πού, ἐὰν δὲν ἔμενε κρυφό, θὰ μποροῦσε ἴσως κάποιος ἐχθρός, ὁ ὁποῖος θὰ τὸ ἔβλεπε, νὰ ὠφεληθεῖ. διότι ἐμεῖς στηρίζουμε τὴν ἐμπιστοσύνη μας ὄχι τόσο στὶς ἑτοιμασίες καὶ τὰ ἀπατηλὰ τεχνάσματα ὅσο στὸ δικό μας θάρρος τὴν ὥρα τῆς δράσης. Κι ἔπειτα, σχετικὰ μὲ τὴν ἀγωγή, ἐκεῖνοι προσπαθοῦν μὲ σκληρὴ ἄσκηση ἀπὸ παιδιὰ κιόλας νὰ γίνουν ἄνδρες, ἐνῶ ἐμεῖς, μόλο ποὺ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας εἶναι πιὸ χαλαρός, ριχνόμαστε σὲ κινδύνους σύμμετρους μὲ τὶς δυνάμεις μας ὄχι λιγότερο θαρραλέα. Παράδειγμα. Ἐνῶ οἱ Λακεδαιμόνιοι δὲν ἐκστρατεύουν μόνοι τους στὸ ἔδαφός μας ἀλλὰ μὲ ὅλους τοὺς συμμάχους τους, ἐμεῖς εἰσβάλλουμε στὸ ἔδαφος τῶν ἄλλων μόνοι, καὶ παρόλο ὅτι πολεμᾶμε σὲ ξένο τόπο μὲ ἀνθρώπους ποὺ ὑπερασπίζονται τὰ σπίτια τους, τὶς περισσότερες φορὲς νικᾶμε χωρὶς δυσκολία. Συγκεντρωμένη τὴ δύναμή μας δὲν ἀντιμετώπισε ὣς τώρα κανένας ἐχθρός, ἀφοῦ ἐμεῖς ἔχουμε νὰ φροντίσουμε συγχρόνως καὶ γιὰ τὸ ναυτικὸ καὶ γιὰ τὴν ἀποστολὴ σὲ πολλὰ μέρη στὴν ξηρὰ δυνάμεων ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους. Κι ἅμα συγκρουστοῦν κάπου μὲ ἕνα μέρος ἀπὸ ἐμᾶς, ἐὰν νικήσουν, καυχιοῦνται πὼς μᾶς ἀπώθησαν ὅλους, ἐὰν πάλι νικηθοῦν, λένε ὅτι νικήθηκαν ἀπὸ ὅλους ἐμᾶς μαζί. Ἔτσι, ἂν ἀναλαμβάνουμε κινδύνους ζώντας μάλλον ἀνέμελα παρὰ κάνοντας ἐπίπονες ἀσκήσεις, καὶ μὲ γενναιότητα ποὺ δὲν μᾶς τὴν ἐπιβάλλουν οἱ νόμοι ἀλλὰ ἀπορρέει περισσότερο ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας, ἔχουμε τὸ πρόσθετο κέρδος ὅτι δὲν καταπονούμαστε προκαταβολικὰ γιὰ ὅσα ὀδυνηρὰ εἶναι νὰ ἔλθουν, κι ἅμα ἔλθουν, δὲν δείχνουμε νὰ εἴμαστε λιγότερο τολμηροὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ πασχίζουν ἀδιάκοπα. Καὶ γιὰ αὐτὰ λοιπὸν ἀξίζει νὰ τὴ θαυμάζει κανεὶς τὴν πόλη μας καὶ γιὰ ἄλλα ἀκόμη.Ερμηνευτικές ερωτήσεις

1. Να επισημάνετε τις διαφορές Αθηναίων και Σπαρτιατών στα πολεμικά και στην εκπαίδευση.Ο Περικλής προκειμένου να αναδείξει τη γενναιότητα και την αποτελεσματικότητα των αθηναϊκού στρατού προχωρά σε μια απευθείας σύγκριση με τον κύριο αντίπαλο της Αθήνας, τη Σπάρτη. Οι Αθηναίοι, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, υποδέχονται στην πόλη τους ελεύθερα πολίτες από ξένες πόλεις, διότι δεν φοβούνται πως εκείνοι ενδέχεται να δουν ή να μάθουν κάτι, το οποίο μπορεί να το χρησιμοποιήσουν εναντίον της Αθήνας στο πεδίο της μάχης. Η πραγματική δύναμη, άλλωστε, των Αθηναίων δεν βρίσκεται μήτε στις στρατιωτικές προετοιμασίες, μήτε στα στρατηγικά τεχνάσματα, αλλά κυρίως και πρωτίστως στο θάρρος και τη γενναιότητα των ίδιων των Αθηναίων την ώρα της μάχης. Έτσι, ενώ οι Σπαρτιάτες ακολουθούν την τακτική της ξενηλασίας και δεν επιτρέπουν σε ξένους πολίτες να παραμένουν για καιρό στην πόλη τους προκειμένου να μην αποκαλυφθούν στοιχεία για τη δύναμη και τις προετοιμασίες των Σπαρτιατών, οι Αθηναίοι δεν έχουν τέτοιου είδους ανασφάλειες.
Παραλλήλως, οι Αθηναίοι ακολουθούν μια πιο χαλαρή αγωγή των νέων σε ό,τι αφορά τη στρατιωτική τους εκπαίδευση, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι ξεκινούν από την παιδική τους ήδη ηλικία πολύ σκληρή εκπαίδευση προκειμένου να διασφαλιστεί η ανδρεία του στρατού τους. Η ανδρεία, ωστόσο, των Αθηναίων εμφανίζεται ισότιμη με αυτή των Σπαρτιατών, έστω κι αν δεν ασκούν παρόμοια πίεση στους νέους τους, κι αυτό γιατί οι Αθηναίοι αποκτούν συνείδηση της αξίας που έχει η ελευθερία τους και τείνουν να πολεμούν με θάρρος που αντλείται από τη θέλησή τους να προασπίσουν τον τρόπο ζωής τους.
Στοιχείο υπεροχής των Αθηναίων, επίσης, αποτελεί το γεγονός πως λόγω των ποικίλων παράλληλων δράσεων της πόλης, δεν συγκεντρώνουν ποτέ το σύνολο των δυνάμεών τους σε μια εκστρατεία. Οι Αθηναίοι, άλλωστε, δεν έχουν μόνο στρατό ξηράς, αλλά και ναυτικό, οπότε εκ των πραγμάτων η δύναμή τους είναι χωρισμένη. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι Αθηναίοι όχι μόνο δεν χρησιμοποιούν ποτέ το σύνολο των στρατευμάτων τους στις εκστρατείες που αναλαμβάνουν, μα δεν ζητούν καν τη συνδρομή των συμμάχων τους, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι δεν εκστρατεύουν ποτέ μόνο με τις δικές τους δυνάμεις, αλλά χρησιμοποιούν κι εκείνες όλων των συμμάχων τους.
Δηλωτικό, συνάμα, της γενναιότητας και της αποτελεσματικότητας του αθηναϊκού στρατού είναι το γεγονός πως ενώ εκστρατεύουν μόνοι τους, χωρίς τη συνδρομή των συμμάχων τους, κι ενώ πολεμούν εναντίον ανθρώπων που αγωνίζονται για να διασώσουν τα σπίτια και την πατρίδα τους, τις περισσότερες φορές οι Αθηναίοι νικούν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.2Η παιδεα στην Αθνα και τη Σπρτη έχουν ως κοινό στόχο την αρετΠοιους τρόπους χρησιμοποιεί καθεμιά από τις πόλεις αυτές για να την επιτύχει;

Η επιδίωξη του κοινού αυτού στόχου γίνεται με διαφορετικούς τρόπους στις δύο αντίπαλες πόλεις. Στην Αθήνα, από τη μία μεριά, η αγωγή των νέων, όπως και η καθημερινή διαβίωση των πολιτών, βασίζονται στην άνεση και στη χαλαρότητα («ἀνειμένως διαιτώμενοι»). Οι Αθηναίοι στοχεύουν, άλλωστε, περισσότερο στο να εμπνεύσουν στους νέους την αγάπη για την πόλη, για τις αξίες και τις αρχές της παρά τον φόβο απέναντι στους νόμους. Έτσι, η ζωή τους είναι ανέμελη («ῥᾳθυμίᾳ») και δεν αναλώνεται σε εκ των προτέρων μόχθους για τα όσα δύσκολα πρόκειται να έρθουν («τοῖς τε μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν»). Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται αφενός η ευδαιμονία των πολιτών και αφετέρου η ουσιαστικότερη αφοσίωσή τους στην προφύλαξη της πόλης τους, αφού κατανοούν πως προκειμένου να διατηρήσουν την ευζωία και την ανέμελη διαβίωσή τους οφείλουν να αγωνίζονται με απαράμιλλη γενναιότητα όταν αυτό απαιτείται.
Στη Σπάρτη, από την άλλη μεριά, ακολουθείται εντελώς διαφορετική προσέγγιση, εφόσον δικός τους στόχος είναι να ανδρώνονται από νωρίς οι πολίτες τους, γι’ αυτό και τους μυούν στη σκληρή και κοπιώδη εξάσκηση από την παιδική τους ηλικία («ἐπιπόνῳ ἀσκήσει εὐθὺς νέοι ὄντες τὸ ἀνδρεῖον μετέρχονται»). Η επίπονη και συνεχής αυτή άσκηση έχει ως αποτέλεσμα οι Σπαρτιάτες να αποκτούν κυρίως επιβεβλημένη πειθαρχία απέναντι στους νόμους τους και όχι πραγματική αίσθηση αφοσίωσης στην πόλη τους («πόνων μελέτῃ καὶ… μετὰ νόμων τὸ πλέον»). Το δικό τους θάρρος, δηλαδή, οφείλεται περισσότερο στον φόβο που πηγάζει από τις κυρώσεις που θα υποστούν, αν δεν υπηρετήσουν την πόλη τους, παρά από μια εσωτερική αίσθηση γενναιότητας. Ενδεικτική, άλλωστε, της αίσθησης των Σπαρτιατών πως οφείλουν να διατηρήσουν με κάθε τρόπο την πειθαρχία και τη λιτότητα της διαβίωσης των νέων τους είναι η τήρηση της ξενηλασίας, η εκδίωξη, δηλαδή, των ξένων, ώστε, μεταξύ άλλων, να αποφευχθεί η διαφθορά των νέων από την επαφή με πολίτες διαφορετικής νοοτροπίας.

3Να σχολισετε τον τρπο ζως των Σπαρτιατν, πως προσδιορζεται απ το ρτορα.

Οι Σπαρτιάτες, σύμφωνα, με τον ρήτορα αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερη ανασφάλεια και καχυποψία τους ξένους, γι’ αυτό και τους διώχνουν από την πόλη τους. Θεωρούν πως κάποιος θα μπορούσε να μάθει ή να δει κάτι που θα μπορούσε να βλάψει την πόλη τους. Η δύναμη, μάλιστα, των Σπαρτιατών βασίζεται κυρίως στην επίπονη προετοιμασία των πολιτών από την παιδική τους ηλικία και σε στρατηγικά τεχνάσματα, με αποτέλεσμα το θάρρος τους να πηγάζει από τον φόβο που αισθάνονται απέναντι στους νόμους και όχι από αυτόβουλη αφοσίωση στην πατρίδα τους. Η καθημερινότητά τους έχει, έτσι, ως γνώρισμα την αυστηρή πειθαρχία, τα συνεχή γυμνάσια και τη λιτή διαβίωση.

4Να επισημνετε τους αντιθετικος συλλογισμος του Περικλ και να διατυπσετε τη γνμη σας για τη λειτουργικτητ τους.

«Τήν πόλιν κοινήν παρέχομεν καί οὐκ ἀπείργομέν τινα / Πιστεύοντες οὐ ταῖς παρασκευαῖς τό πλέον καί ἀπάταις ἤ τῷ ἀφ’ ἡμῶν αὐτῶν εὐψύχῳ / Οἱ μέν ἐπιπόνῳ ἀσκήσει ... ἡμεῖς δέ ἀνειμένως διαιτώμενοι / Καίτοι εἰ ῥᾳθυμίᾳ μᾶλλον ἤ πόνων μελέτῃ καί μή μετά νόμων τό πλέον ἤ τρόπων ἀνδρείας ἐθέλομεν κινδυνεύειν». (Γενικ στοιχεα για τους αντιθετικος συλλογισμος στο Θουκυ-δδη περιχονται στο βιβλο της J. Romilly, Ιστορα και λγος στο Θουκυδδη, μτφρ. Ελ. Κακριδ, εκδ. Μορφωτικο Ιδρματος Εθνικς Τραπζης, Αθνα 1988, σσ. 231-238. Για το διο θμα, βλ. επσης John H. Finley, .π., σσ. 254-293).

Ο Περικλής παρουσιάζει με αντιθετικούς συλλογισμούς τις διαφορές νοοτροπίας και ζωής των Αθηναίων και των Σπαρτιατών προκειμένου να αναδείξει δραστικότερα την υπεροχή της Αθήνας. Ειδικότερα, οι αντιθέσεις μεταξύ των δύο πόλεων-κρατών είναι οι ακόλουθες:
- Τὴν πόλη μας τὴν κρατᾶμε ἀνοιχτὴ σὲ ὅλους καὶ ποτὲ δὲν ἐμποδίζουμε κανένα ξένο, διώχνοντάς τον…
-ἐμεῖς στηρίζουμε τὴν ἐμπιστοσύνη μας ὄχι τόσο στὶς ἑτοιμασίες καὶ τὰ ἀπατηλὰ τεχνάσματα ὅσο στὸ δικό μας θάρρος τὴν ὥρα τῆς δράσης.
- ἐκεῖνοι προσπαθοῦν μὲ σκληρὴ ἄσκηση ἀπὸ παιδιὰ κιόλας νὰ γίνουν ἄνδρες, / ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας εἶναι πιὸ χαλαρός…
- ἂν ἀναλαμβάνουμε κινδύνους ζώντας μάλλον ἀνέμελα παρὰ κάνοντας ἐπίπονες ἀσκήσεις, καὶ μὲ γενναιότητα ποὺ δὲν μᾶς τὴν ἐπιβάλλουν οἱ νόμοι ἀλλὰ ἀπορρέει περισσότερο ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας…

5Τι ταν η «ξενηλασα» και τι επιδωκε με την εφαρμογ της η Σπρτη;

Ξενηλασία ήταν η εκδίωξη των ξένων από την πόλη και αποτελούσε τακτική που εφάρμοζε η Σπάρτη προκειμένου να διαφυλάξει αφενός τον επιβεβλημένο λιτό και πειθαρχημένο τρόπο ζωής των πολιτών της και αφετέρου τη ζητούμενη μυστικότητα σχετικά με τον πραγματικό αριθμό των στρατιωτών της, καθώς και τον εσωτερικό τρόπο οργάνωσής της. Στη Σπάρτη φοβόντουσαν πως η επαφή των πολιτών της με ανθρώπους άλλων πόλεων θα προκαλούσε πιθανή αντίδραση απέναντι στον εξαιρετικά αυστηρό τρόπο με τον οποίο οι Σπαρτιάτες γαλουχούνταν και διαβίωναν, εφόσον θα μάθαιναν τη χαλαρότητα που επικρατούσε αλλού. Παραλλήλως, η Σπάρτη δεν ήθελε να διαρρέουν στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε στο εσωτερικό της πόλης, καθώς και για τις πολεμικές της προετοιμασίες. Η σταδιακή μείωση, άλλωστε, των γνήσιων πολιτών έθετε ήδη σε κίνδυνο την κυρίαρχη θέση της πόλης στην Πελοπόννησο, οπότε οι Σπαρτιάτες δεν ήθελαν να γνωστοποιούνται σε άλλους στοιχεία, όπως ήταν ο πραγματικός αριθμός των πολιτών της.

6Να αναλσετε το περιεχμενο του αντιθετικο συλλογισμο: «ο τας παρασκευας τ πλον κα πταις», « τ φ’ μν ατν ς τ ργα εψχ».

Οι Αθηναίοι δεν βασίζουν την απόδοσή τους στις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις ούτε στην επίπονη και σκληρή προετοιμασία, ούτε στα στρατηγικά τεχνάσματα (αιφνιδιασμούς, περισπασμούς κ.ά.), όπως οι Σπαρτιάτες, αλλά στη γενναιότητά τους, η οποία πηγάζει από την ίδια τους την ψυχή. Οι Αθηναίοι, επομένως, δεν έχουν ανάγκη τη συνεχή στρατιωτική προετοιμασία για να φανούν γενναίοι, ούτε το πλήθος της υλικής υποδομής, διότι έχουν αποκτήσει από νωρίς μια τέτοια σχέση σεβασμού και αγάπης με την πόλη τους, ώστε είναι πάντοτε έτοιμοι να την υπερασπιστούν με τη μεγαλύτερη δυνατή γενναιότητα και αυτοθυσία. Η ελευθερία στον τρόπο αγωγής τους, η συμμετοχή στα κοινά, το υψηλό βιοτικό τους επίπεδο και η αίσθηση πως έχουν κάθε ευκαιρία να αναδειχθούν στην πόλη τους λειτουργούν ως ισχυρά κίνητρα για την αυτόβουλη και εκούσια ανάπτυξη βαθιάς αίσθησης αφοσίωσης στην πόλη τους. Οι Αθηναίοι, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, δεν χρειάζονται αυστηρούς νόμους ή την απειλή κυρώσεων για να πολεμήσουν με γενναιότητα, το κάνουν από μόνοι τους γιατί αγαπούν αληθινά την Αθήνα.

7Η αγωγ των νων στην Αθνα στηρζεται στο «νειμνως διαιτμενοι». Ποιο εναι το περιεχμενο της φρσης;

Στο Α 6, 3 της Ιστορίας του ο Θουκυδίδης αναφέρεται διεξοδικά στην «ἀνειμένη δίαιτα» των Αθηναίων. « Ἐν τοῖς πρῶτοι δέ Ἀθηναῖοι τόν τε σίδηρον κατέθεντο καί ἀνειμένῃ τῇ διαίτῃ ἐς τό τρυφερώτερον μετέστησαν. καί οἱ πρεσβύτεροι αὐτοῖς τῶν εὐδαιμόνων διά το ἁβροδίαιτον οὐ πολύς χρόνος ἐπειδή χιτῶνάς τε λινοῦς ἐπαύσαντο φοροῦντες καί χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν...». Σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες οι οποίοι καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους γυμνάζονταν και ασκούνταν στα πολεμικά, οι Αθηναίοι ζούσαν άνετα, χαίρονταν τη ζωή και τις ομορφιές της και δεν υποβάλλονταν σε καμιά στέρηση υλικών αγαθών.

8Με σα αναφρει ο ρτορας συγκρνοντας τη στρατιωτικ δναμη Αθνας και Σπρτης μπορομε να συμπερνουμε τι αμφισβητε την ανδρεα των Σπαρτιατν;

Ο Περικλής ενδιαφέρεται να εξάρει την ανδρεία των Αθηναίων στους πολέμους και όχι να υποβαθμίσει τις στρατιωτικές ικανότητες των Σπαρτιατών. Άλλωστε δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για κάτι τέτοιο, αφού ήδη στην Αθήνα πολλοί έχουν αρχίσει να δυσφορούν εναντίον του Περικλή και να τον θεωρούν υπαίτιο της δεινής θέσης στην οποία έχει περιέλθει η πόλη και ο πληθυσμός της. (Βλ. Ι. Μπάρμπα, ό.π., σ. 142). Με όσα εδώ ο Περικλής υποστηρίζει, θέλει να απαντήσει και στους πολιτικούς του αντιπάλους, στους ολιγαρχικούς, οι οποίοι του καταλογίζουν εσφαλμένους χειρισμούς των στρατιωτικών υποθέσεων της πόλης. Κατακρίνουν τη γενικότερη στρατιωτική οργάνωση που οδήγησε από τη μία στην αύξηση του ναυτικού, αλλά από την άλλη στη μείωση του πεζικού και του ιππικού. Σύμφωνα με τους ολιγαρχικούς, ο Περικλής είναι αναγκασμένος να διατηρεί πολυαριθμότερο στρατό από εκείνον των συμμάχων, για να μπορεί να τους κρατά υπό έλεγχο. Η φράση «οὐδέν ἧσσον ἐπί τούς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν» υποδηλώνει την προσπάθεια ακριβώς του Περικλή να αποδείξει ότι και οι Αθηναίοι επιδεικνύουν την ίδια τόλμη, την ίδια ανδρεία και την ίδια γενναιότητα με τους Λακεδαιμονίους.

9Να αναφρετε τα επιχειρματα με τα οποα ο ρτορας αποδεικνει την υπεροχ της Αθνας.

Η υπεροχή της Αθήνας αποδεικνύεται από τον ρήτορα με τα ακόλουθα επιχειρήματα:
α) Η Αθήνα είναι μια πόλη ανοιχτή στους ξένους, διότι δεν έχει το φόβο και την καχυποψία, όπως η Σπάρτη, πως εκείνοι θα μάθουν ή δουν κάτι που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τις στρατιωτικές της προετοιμασίες.
β) Η Αθήνα βασίζει την πίστη της στη γενναιότητα των πολιτών της που προκύπτει από το εσωτερικό τους σθένος και από την αφοσίωση στην πόλη τους, και όχι σε συνεχείς προετοιμασίες και στρατηγικά τεχνάσματα.
γ) Η Αθήνα προχωρά σε πολεμικές ενέργειες μόνο με τις δικές της δυνάμεις και όχι με τη συνδρομή του συνόλου των συμμάχων της, όπως η Σπάρτη. Πολύ περισσότερο, η Αθήνα δεν χρησιμοποιεί ποτέ όλες τις δυνάμεις της σε μια εκστρατεία, διότι έχει να φροντίσει και την επάνδρωση του ναυτικού της, και εντούτοις συνήθως κατορθώνει να βγαίνει νικήτρια, παρόλο που μάχεται με ανθρώπους που υπερασπίζονται την πατρίδα τους.
δ) Οι αντίπαλοί της, ακόμη κι όταν αντιμετωπίζουν ένα μικρό μόνο μέρος του στρατού της καυχώνται ότι τα έβαλαν με το σύνολο των αθηναϊκών δυνάμεων.
ε) Οι Αθηναίοι συμμετέχουν στις μάχες με γενναιότητα που δεν τους την επιβάλλει ο νόμος, αλλά προκύπτει από τον ελεύθερο τρόπο ζωής τους και από την αφοσίωσή τους στην πατρίδα τους.
στ) Οι Αθηναίοι ζουν ανέμελα και δεν ασχολούνται αποκλειστικά με τη στρατιωτική τους εκγύμναση, όπως οι Σπαρτιάτες. Κατ’ αυτό τον τρόπο δεν κοπιάζουν προκαταβολικά για μελλοντικούς κινδύνους και όταν οι κίνδυνοι έρθουν εκείνοι έχουν ισότιμο θάρρος με τους διαρκώς προετοιμαζόμενους Σπαρτιάτες.

10Πς παρουσιζει ο Περικλς τη θαλσσια και χερσαα στρατιωτικ δναμη της Αθνας;

Ο Περικλής υπεραμύνεται της θαλασσοκρατορικής του πολιτικής. Πολιτική βεβαίως που είχε οδηγήσει στη μείωση των χερσαίων στρατιωτικών δυνάμεων. Παρά το γεγονός όμως αυτό, η Αθήνα εξακολουθεί να διαθέτει ισχυρό στρατό ξηράς. Προς επίρρωση αυτής της πραγματικότητας ο Περικλής υπενθυμίζει το ότι οι Λακεδαιμόνιοι εκστράτευσαν με το σύνολο των συμμάχων τους εναντίον των Αθηναίων. Από την άλλη πλευρά βεβαίως, η επιτυχία με την οποία στέφονται οι ναυτικές επιχειρήσεις των Αθηναίων αποδεικνύει, κατά τον Περικλή, την ορθότητα της στρατιωτικής πολιτικής που ακολουθείται. (Για τις απψεις του Περικλ σχετικ με το ναυτικ βλ. John H. Finley, .π., σσ. 156-157). Ο ρήτορας πιστεύει ότι η δύναμη της Αθήνας θα επεκταθεί, αν εδραιωθεί η κυριαρχία της στη θάλασσα. Όποια μέσα και να χρησιμοποιήσουν οι εχθροί, για να μειώσουν τη δύναμη της πόλης, θα αποδειχθούν ανίσχυρα χάρη στην ευκινησία που εξασφαλίζει η θαλασσοκρατία. Στο Β, 62, 2 αναφέρεται «καί οὐκ ἔστιν ὅστις τῇ ὑπαρχούσῃ παρασκευῇ τοῦ ναυτικοῦ πλέοντας ὑμᾶς οὔτε βασιλεύς οὔτε ἄλλο οὐδέν ἔθνος τῶν ἐν τῷ παρόντι κωλύσει». Η υπεροχή που εξασφαλίζει το ναυτικό δεν απαιτεί εμπλοκή σε χερσαίες συγκρούσεις ή σε μακρινές επιχειρήσεις. (Για τη σημασία που αποδιδόταν στο ναυτικό βλ. J. Romilly, Η οικοδόμηση της αλήθειας στο Θουκυδίδη, μτφρ. Στ. Βλοντάκη, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα, 1994, σσ. 118-119. Επίσης, Antony Andrewes, ό.π., σσ. 105-106, 109, 234-237, 246).

11Για ποιο λόγο οι Λακεδαιμόνιοι προβάλλουν ισχυρισμούς που διαστρεβλνουν την πραγματικτητα και σε περπτωση νκης και σε περπτωση ττας τους;

ἢν δέ που μορίῳ τινὶ προσμείξωσι, κρατήσαντές τέ τινας ἡμῶν πάντας αὐχοῦσιν ἀπεῶσθαι καὶ νικηθέντες ὑφ’ ἁπάντων ἡσσῆσθαι.

Οι Λακεδαιμόνιοι δεν θέλουν να παραδεχτούν πως έρχονται αντιμέτωποι με μέρος μόνο του αθηναϊκού στρατού είτε νικήσουν, είτε ηττηθούν, διότι στην πρώτη περίπτωση θα φανεί πως η νίκη τους αφορούσε μικρή μόνο δύναμη των Αθηναίων και πως δεν αποτέλεσε έτσι κάποιο ουσιαστικό χτύπημα εις βάρος των αντιπάλων τους, ενώ στη δεύτερη περίπτωση θα φανεί πως ηττήθηκαν από μια αριθμητικώς υποδεέστερη δύναμη. Σε κάθε περίπτωση, ενώ σκοπός των Λακεδαιμονίων είναι να προφυλάξουν τη δική τους φήμη καταλήγουν να τιμούν τους Αθηναίους, εφόσον με την απροθυμία τους να αποδεχτούν την πραγματικότητα καθιστούν εμφανή τον σεβασμό που τρέφουν για τους αντιπάλους τους. Είναι, δηλαδή, τέτοια η φήμη των Αθηναίων, ώστε κάθε σύγκρουση μαζί τους σημαίνει την αναμέτρηση με έναν εξαιρετικά δύσκολο αντίπαλο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει σε εκφραστικό επίπεδο το σχήμα ζεύγμα που αξιοποιεί ο ρήτορας «κρατήσαντές… αὐχοῦσιν», «νικηθέντες… (εννοείται) αὐχοῦσιν» μέσω του οποίου οι Λακεδαιμόνιοι εμφανίζονται μετά από κάθε αναμέτρηση με τους Αθηναίους να «καυχώνται» για το αποτέλεσμα της μάχης είτε νικήσουν είτε ηττηθούν. Σαφώς, βέβαια, το να καυχιέται κάποιος για την ήττα του συνιστά ρητορική υπερβολή, την οποία σκόπιμα όμως χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης, για να τονίσει την αξία που αναγνωρίζουν όλοι στη στρατιωτική δύναμη της Αθήνας.

12. « μαθματος  θεματος»: Με ποια ννοια χρησιμοποιονται εδ οι λξεις «μθημα» και «θαμα»;

Το μάθημα (ό,τι μάθει κάποιος) και το θέαμα (ό,τι δει κάποιος) χρησιμοποιούνται εδώ με την έννοια της πληροφορίας που μπορεί να αντλήσει ένας επισκέπτης και των όσων ενδέχεται να αντικρίσει ως αυτόπτης μάρτυρας που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Εκείνο, δηλαδή, που απασχολεί τους Σπαρτιάτες και γι’ αυτό απομακρύνουν τους ξένους από την πόλη τους είναι να μην αντλήσουν εκείνοι πληροφορίες και να μη δουν τις υποδομές ή τις προετοιμασίες της πόλης, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να ενημερώσουν τους αντιπάλους τους. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η λέξη μάθημα δεν έχει τη συνήθη έννοια της γνώσης και η λέξη θέαμα δεν έχει την έννοια της εκδήλωσης που γίνεται προς τέρψη των θεατών της.

Θουκυδίδη, Επιτάφιος Περικλή, Κεφάλαιο 38



KEIMENO
38. «Καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν γε καὶ θυσίαις διετησίοις νομίζοντες, ἰδίαις δὲ κατασκευαῖς εὐπρεπέσιν, ὧν καθ’ ἡμέραν ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει. ἐπεσέρχεται δὲ διὰ μέγεθος τῆς πόλεως ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα, καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ γιγνόμενα καρποῦσθαι ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων».

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
38. Ὡστόσο φροντίσαμε νὰ βροῦμε καὶ πάρα πολλοὺς τρόπους νὰ ξεκουράζουμε τὸ πνεῦμα μας ἀπὸ τὸ μόχθο, καθιερώνοντας ἀγῶνες καὶ θυσίες σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ χρόνου καὶ ζώντας σὲ περιποιημένα σπίτια ποὺ προσφέρουν καθημερινὰ μιὰ εὐχαρίστηση τέτοια, ποὺ διώχνει τὴ σκυθρωπότητα. Κι ἀκόμη, χάρη στὴ μεγαλοσύνη τῆς πόλης, εἰσάγονται τὰ πάντα ἀπὸ παντοῦ, καὶ συμβαίνει τὰ ἀγαθὰ ποὺ βγάζει ὁ τόπος μας νὰ τὰ χαιρόμαστε σὰν κάτι διόλου πιὸ δικό μας ἀπ’ ὅ,τι ἐκεῖνα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.

Ερμηνευτικές ερωτήσεις

1Πς αντιλαμβνονταν οι Αθηναοι τη σχση μεταξ υλικν και πνευματικν αναγκν;

Οι Αθηναίοι αναγνώριζαν πως παρά τη μεγάλη σημασία που είχαν η πνευματική καλλιέργεια, η μελέτη και η σκέψη, το ανθρώπινο πνεύμα χρειάζεται στιγμές ξεκούρασης. Για τον λόγο αυτό, πέρα από τη διοργάνωση αγώνων και θυσιών, έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην καλαισθησία των κατοικιών τους. Θεωρούσαν, άλλωστε, πως ένας λιτός, αλλά καλαίσθητος προσωπικός χώρος μπορούσε να προσφέρει στο άτομο συναισθήματα ευδαιμονίας, απαλλάσσοντάς το από την αρνητική επίδραση της λύπης. Παραλλήλως, θεωρούσαν σημαντικό να έχουν πλήρη επάρκεια σε όλα τα αγαθά, ώστε να μην αισθάνονται την πίεση της έλλειψης και της στέρησης. Υπ’ αυτή την έννοια η εκπλήρωση των υλικών αναγκών είτε αυτές σχετίζονται με τον χώρο διαβίωσης είτε με τις ανάγκες διατροφής και ένδυσης συνδεόταν, κατά την άποψη των Αθηναίων, με τις πνευματικές ανάγκες, εφόσον διασφάλιζε στο άτομο θετικά συναισθήματα, πνευματική χαλάρωση και τέρψη.
Οι Αθηναίοι πολίτες ήταν, επομένως, ευτυχισμένοι, εφόσον η πόλη τους είχε τη δυνατότητα να τους προσφέρει κάθε πιθανή ευκαιρία για πνευματική ή υλική απόλαυση. Η επάρκεια και η πληρότητα σε υλικά αγαθά συνιστά τμήμα της γενικότερης δυνατότητας των Αθηναίων να απολαμβάνουν την καθημερινότητά τους και να προσφέρουν στον εαυτό τους τις αναγκαίες στιγμές ανάπαυλας και ευχαρίστησης.

2Γιατ ο Περικλς παραλεπει να αναφερθε στα δημσια κτσματα της Αθνας;

Για την παράλειψη αυτή του Περικλή έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Μια εξήγηση που θεωρείται ως πιθανή από αρκετούς μελετητές θέλει το συγκεκριμένο σημείο του κειμένου να μας έχει παραδοθεί φθαρμένο ή να έγινε κάποιο λάθος από τους αντιγραφείς. Γι’ αυτό στην προσπάθεια αποκατάστασης του κειμένου ο W. Schmid συμπληρώνει: «ἱεροῖς δέ [καί] κατασκευαῖς». Ο J. Steup αντιπροτείνει τη γραφή «ἰδίαις δέ [καί δημοσίαις] κατασκευαῖς» (Ι. Θ. Κακριδή, ό.π., σ. 36).
Κατ’ άλλη άποψη ο Περικλής αποφεύγει να αναφερθεί στα μνημεία με τα οποία κόσμησε την Αθήνα, για να μην προκαλέσει τους συμμάχους. Γιατί οι σύμμαχοι απέδιδαν στους Αθηναίους την κατηγορία ότι οι τελευταίοι εκμεταλλεύονταν τα χρήματα του συμμαχικού ταμείου και έκτιζαν πολυτελή οικοδομήματα. (Για τη χρησιμοποίηση των πόρων του συμμαχικού ταμείου προκειμένου να ανεγερθούν τα αρχιτεκτονικά μνημεία της Αθήνας, βλ. Antony Andrewes, Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, μτφρ. Α. Παναγό-πουλος, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 21987, σ. 235. Επίσης, J. Finley, ό.π., σ. 38). Αν όμως δεχθούμε ότι εδώ σκοπός του ρήτορα είναι να δώσει έμφαση στις ευκαιρίες που είχε ο αθηναίος πολίτης για ψυχαγωγία, η αναφορά στους ναούς και στα λοιπά μνημεία που είχαν ανεγερθεί δεν είναι απαραίτητη. Οπότε και η σύνδεση της παράλειψης αυτής με την απουσία θρησκευτικότητας στον Θουκυδίδη δε φαίνεται ισχυρή. Η σύνδεση αυτή στηρίζεται από πολλούς στο Ρωμαίο βιογράφο Μαρκελλίνο, ο οποίος χαρακτηρίζει το Θουκυδίδη «ἠρέμα ἄθεον». Εκτεταμνη αναφορ στην παρλειψη του Θουκυδδη να μνημονεσει τα μεγλα καλλιτεχνικ ργα της Αθνας κνει ο John H. Finley, Θουκυδδης, ό.π., σσ. 318-323.

3Ποιο εναι το περιεχμενο της ψυχαγωγας του Αθηναου πολτη;

Η ψυχαγωγία του Αθηναίου ήταν ομαδική, αφού ως περιεχόμενό της είχε τη συμμετοχή σε αγώνες και θρησκευτικές τελετές. Όπως συλλογικό ήταν το πολίτευμα των Αθηναίων, έτσι συλλογική ήταν και η ψυχαγωγία τους. Συμμετείχαν από κοινού σε αγώνες, σε παρουσιάσεις δραματικών έργων (τραγωδιών και κωμωδιών), σε θρησκευτικές τελετές. Ακόμη και η άθλησή τους είχε συλλογικό χαρακτήρα, εφόσον συνιστούσε και αυτή έκφανση του κοινωνικού χαρακτήρα των Αθηναίων.

4Σε ποιους αγνες και σε ποιες θρησκευτικς γιορτς αναφρεται ο Περικλς;

Αναφέρεται σε αθλητικούς, μουσικούς, δραματικούς αγώνες και στις γιορτές των Παναθηναίων, των Διονυσίων κ.λπ. Κατά τον Α. Γεωργοπαπαδάκο εννοεί κυρίως τους δραματικούς αγώνες.

5Γιατ ο Περικλς αναφρεται με μφαση στα υλικ αγαθ;

Πιθανός σκοπός του ρήτορα εδώ είναι να παρουσιάσει την Αθήνα ως ευημερούσα πόλη. Η δυνατότητα που είχε, άλλωστε, ως μεγάλη ναυτική δύναμη να διασφαλίζει εμπορικά αγαθά από πολλές περιοχές του κόσμου αποτελούσε ένα ακόμη από τα προνόμια που απολάμβαναν οι Αθηναίοι πολίτες. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Περικλής υπενθυμίζει στους ακροατές του έναν ακόμη λόγο για τον οποίο αξίζει να υπερασπιστούν με γενναιότητα την πόλη τους. Η Αθήνα τους προσέφερε όχι μόνο ένα ελεύθερο και δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά και ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο, με την απόλαυση κάθε πιθανού υλικού αγαθού.

6Πς δικαιολογεται το γεγονς τι ο Περικλς αναφρεται στην ψυχαγωγα, εν εκφωνε ναν επιτφιο λγο;

Ως ορθότερη φαίνεται η απάντηση ότι ο Περικλής με αυτήν την αναφορά επιδιώκει να καταστήσει φανερή την αντίθεση Αθηναίων και Σπαρτιατών ως προς τον τρόπο ζωής. Κατ’ άλλους η λιτοδίαιτη ζωή της περασμένης πεντηκονταετίας είχε πια εγκαταλειφθεί (Γερ. Καψάλη, ό.π., σ. 45 και 106).
Ο Περικλής επί της ουσίας επιχειρεί να παρουσιάσει μια συνολική εικόνα του αθηναϊκού πολιτεύματος και των τρόπων ζωής που είχαν διαπλάσει το ήθος και την προσωπικότητα των Αθηναίων. Υπ’ αυτό το πρίσμα, επομένως, η αναφορά στην ψυχαγωγία των Αθηναίων αποτελεί καίριο κομμάτι της ζωής τους. Αξίζει, πάντως, να προσεχθεί πως αφενός ο Περικλής κάνει μια πολύ σύντομη αναφορά στο συγκεκριμένο θέμα και αφετέρου παρουσιάζει τις πτυχές εκείνες της ψυχαγωγίας των Αθηναίων (αγώνες, θυσίες) που σχετίζονται με το συλλογικό και θρησκευτικό πνεύμα των πολιτών.

7Πς εξηγείται η συντομία της αναφοράς του Περικλ στην ψυχαγωγα των Αθηναων;

Ο Περικλής αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να κάνει διεξοδική αναφορά στο συγκεκριμένο θέμα. Άλλωστε η στιγμή είναι ιερή, αφού σκοπός της συνάθροισης είναι ο ενταφιασμός και η απόδοση τιμών στους πρώτους νεκρούς του πολέμου.

8Ποια αντληψη εχαν οι Αθηναοι για την ποιτητα ζως, σύμφωνα με το κείμενο;

Οι Αθηναίοι δεν αντίκριζαν τη ζωή μονόπλευρα ως έναν συνεχή αγώνα για τη βελτίωση της σωματικής τους δύναμης και αντοχής, όπως οι Σπαρτιάτες. Η δική τους θέαση ήταν ευρύτερη και λάμβανε υπόψη τις ποικίλες πτυχές και ανάγκες της ανθρώπινης ψυχής. Έτσι, για τους Αθηναίους η ποιότητα ζωής συνδεόταν με την καλλιέργεια του πνεύματος και του σώματος, αλλά και με τις ανάπαυλες από τον πνευματικό και σωματικό μόχθο μέσω των εορτών και των αγώνων. Συνδεόταν, επίσης, με την καλαισθησία των ιδιωτικών και δημόσιων κτισμάτων, εφόσον μέσω αυτής διασφαλιζόταν η αισθητική απόλαυση, καθώς και η καταπολέμηση τυχόν αρνητικών συναισθημάτων. Σημαντικό, τέλος, τμήμα της ποιότητας ζωής ήταν η ύπαρξη πλήθους υλικών αγαθών, ώστε οι πολίτες να αισθάνονται πως έχουν πλήρη επάρκεια αγαθών και πως δεν κινδυνεύουν να βιώσουν έλλειψη των αναγκαίων.

9Να αναφρετε τον τρπο με τον οποο οι Αθηναοι εξασφλιζαν την αυτρκεια σε υλικ αγαθ.

Οι Αθηναίοι πέρα από τη δική τους παραγωγή αγαθών διασφάλιζαν χάρη στη συνεχή εμπορική τους δραστηριότητα αγαθά από όλα τα μέρη του κόσμου. Είχαν, μάλιστα, τόσο δεκτική στάση απέναντι στους ξένους λαούς, ώστε δέχονταν και απολάμβαναν κάθε ξένο προϊόν σαν να ήταν δικό τους. Η νοοτροπία αυτή, πως καθετί που παράγεται ή δημιουργείται σε άλλες περιοχές είναι ισάξιο με τα δικά τους προϊόντα τους επέτρεπε να έχουν πλήρη αυτάρκεια αγαθών, χωρίς να αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη ή καχυποψία όσα αγαθά δεν ήταν δικής τους παραγωγής.

10Ποια εξγηση μπορε να δοθε στην παρλειψη οποιασδποτε αναφορς στη θρησκευτικ πλευρ των θυσιν και των αγνων;

Αν δεχθούμε την άποψη που αποδίδει την πατρότητα του Επιταφίου στον Περικλή, η μη αναφορά και στο θρησκευτικό περιεχόμενο των θυσιών και των αγώνων θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα της επίδρασης που είχε δεχθεί ο Περικλής από τη θεωρία του Πρωταγόρα. Ο Πρωταγόρας στο προοίμιο του έργου του «Περί Θεῶν» αναφέρει: «Περί μέν θεῶν οὐκ ἔχω εἰδέναι, οὔθ’ ὡς εἰσίν οὔθ’ ὡς οὐκ εἰσίν οὔθ’ ὁποῖοι ἰδέαν· πολλά γάρ τά κωλύοντα εἰδέναι, ἥ τ’ ἀδηλότης καί βραχύς ὤν ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου». (Βλ. και Β. Κωνσταντινπου-λου, Ο Επιτάφιος του Περικλή, εκδ. Αναστασάκης, Αθήνα, 1989, σ. 93).
Ο Θουκυδίδης επηρεασμένος από τις σοφιστικές διδασκαλίες δεν παρουσιάζει μέσα στο έργο του το θείο. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε τις γενικότερες απόψεις του Θουκυδίδη για τους θεούς. Άλλωστε αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που τον διαφοροποιεί από τον Ηρόδοτο. Όταν μια επιχείρηση δεν έχει καλή έκβαση, κατά τον μεγάλο ιστορικό σημαίνει ότι ή δεν ήταν ορθή η σύλληψή της ή η τακτική που ακολουθήθηκε ήταν εσφαλμένη. (J. Romilly, Γιατί η Ελλάδα, ό.π., σσ. 164-165). Δεν είναι τυχαίο ότι σε ολόκληρο τον Επιτάφιο εξαίρεται η πολιτική ευφυία των Αθηναίων, το δημοκρατικό τους πολίτευμα και οι θεσμοί του, αλλά πουθενά δε γίνεται λόγος για την ευσέβειά τους, αν και ήταν ευσεβείς. Πουθενά δε γίνεται λόγος για κάποια παρέμβαση των θεών. Όλα αυτά τα στοιχεία συνεκτιμώμενα από πολλούς μελετητές οδηγούν στην άποψη ότι, αν πράγματι μιλούσε ο Περικλής, δύσκολα θα απέφευγε κάποια αναφορά στους θεούς. Επομένως εδώ αποτυπώνεται το κριτικό πνεύμα του ίδιου του Θουκυδίδη, που το μόνο το οποίο αναζητά είναι το αίτιο στην ιστορία (J. B. Bury, ό.π., σ. 124).

11Με ποια ννοια χρησιμοποιε ο Περικλής τη λξη «γνμη»;

Η λέξη γνώμη έχει συνήθως την έννοια της άποψης ή της κρίσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, λαμβάνει την ευρύτερη έννοια του πνεύματος (του μέσου που αξιοποιείται για την επίτευξη της αντίληψης και τη διαμόρφωση κριτικής αντίληψης και γνώσης). Πρόκειται για μια χρήση που παραπέμπει σε σχήμα συνεκδοχής, εφόσον με την αναφορά στο μέρος -στο ειδικότερο- εννοείται το όλο -η ευρύτερη έννοια στην οποία υπάγεται το μέρος.

12αΗ θση που κατέχει στη δομή του Επιταφίου το κεφάλαιο 38 εξυπηρετε κποια σκοπιμτηταβΝα αιτιολογσετε τη γνμη σας.

Το κεφάλαιο 38 έχει σκόπιμα τοποθετηθεί ανάμεσα στο Κεφ. 37 στο οποίο γίνεται αναφορά στην ελευθερία των πολιτών και στο Κεφ. 39 στο οποίο γίνεται αναφορά στη γενναιότητά τους. Ο τρόπος, μάλιστα, με τον οποίο ξεκινά το Κεφ. 38 («Καὶ μὴν καὶ = πέρα από αυτά) είναι για να δηλωθεί πως συνεχίζεται εδώ η καταγραφή στοιχείων που αναδεικνύουν την ελευθερία της ζωής που χαρακτηρίζει τη ζωή των Αθηναίων. Η άνεση, η ευδαιμονία και η χαρά της ζωής αποτελούν απότοκα, μεταξύ άλλων, και της ελευθερίας.
Με το κεφάλαιο αυτό, επομένως, ο Περικλής θέλει να δώσει τον τρόπο με τον οποίο ψυχαγωγείται και ξεκουράζεται ο Αθηναίος. «Ανάμεσα στο κεφάλαιο της πολιτείας και των νόμων της (37) και στο κεφάλαιο των πολεμικών (39) μεσολαβούν -αληθινή ανάπαυλα για τον αναγνώστη- οι λίγες γραμμές που ζητούν να δείξουν ποιο είναι το ξεκούρασμα του Αθηναίου μέσα σ’ αυτή την ένταση της ζωής, που ζει σε ώρες ειρήνης και σε ώρες πολέμου. Την κρυμμένη αντίθεση με τη Σπάρτη, που η συνοφρυωμένη της αυστηρότητα δεν θέλει να χαρίσει καμιά ξεκούραση στους πολίτες της ποιος δεν τη νιώθει εδώ;» (Ι. Θ. Κακριδής, ό.π., σ. 35).

ΠΗΓΗ: https://latistor.blogspot.com/2022/07/38.html

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 37 του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ

 

1.Να βρείτε παράγωγα για τις κάτωθι λέξεις

Χρῶµαι

 Ἔχω

 καλῶ

δρῶ

Φέρω

 

  1. Να συνθέσετε το ρήµα καλῶ µε τις παρακάτω προθέσεις:

ἀνά

Ἀπό

µετά

πρό

πρός

σύv

  1. Να κάνετε προτάσεις με τις σύνθετες λέξεις που δημιουργήσατε:

 

 

 

  1. Nα γράψετε τα ρήµατα της αρχαίας ελληνικής από τα οποία παράγονται οι λέξεις και να τa εξηγήσετε:

Ἀχθηδών

 Ἀκρόασις

 Αἰσχύνη

 Ἐπιτήδευµα

 ἡδονή

Ὑποψία

 Πολιτεία

 ἀξίωσι

  1. Nα γράψετε τα συνώνυμα των παρακάτω ρημάτων :

 

ζηλόω-ῶ

καλέω-ῶ

εὐδοκιµέω-ῶ

δράω-ῶ

 Κωλύω

 ὁµιλέω-ῶ

µέτειµι

 Φέρω

 

6.Tί ήταν οι άγραφοι νόμοι; Πώς συνδέoνται με την Αντιγόνη;

 

 

 

7.Ποια η σημασία της λέξης ΑΡΕΤΗ;

 

 

 

 

8.Ποιο είναι το περιεχόμενο της λέξης δέος;

 

 

 

 

9.Ποια τα πολιτεύματα της αρχαιότητας;

 

 

 

 

 

 

 

  1. Ελευθέρως πολιτεύομεν  σημαίνει................................

 

 

Mίνα Ξηρογιάννη

Θουκυδίδη, Επιτάφιος Περικλή, Κεφάλαιο 37 ///ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ και ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΠΗΓΕΣ : http://www.fhw.gr/chronos/05/gr/politics/343isotita.html

http://www.fhw.gr/chronos/05/gr/politics/322synedries.html

https://latistor.blogspot.com/2022/07/37.html



KEIMENO
37. «Χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους, παράδειγμα δὲ μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τισὶν ἢ μιμούμενοι ἑτέρους. καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ’ ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται· μέτεστι δὲ κατὰ μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον, κατὰ δὲ τὴν ἀξίωσιν, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους τὸ πλέον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ’ ἀρετῆς προτιμᾶται, οὐδ’ αὖ κατὰ πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθὸν δρᾶσαι τὴν πόλιν, ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυται. ἐλευθέρως δὲ τά τε πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν καὶ ἐς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, οὐ δι’ ὀργῆς τὸν πέλας, εἰ καθ’ ἡδονήν τι δρᾷ, ἔχοντες, οὐδὲ ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ τῇ ὄψει ἀχθηδόνας προστιθέμενοι. ἀνεπαχθῶς δὲ τὰ ἴδια προσομιλοῦντες τὰ δημόσια διὰ δέος μάλιστα οὐ παρανομοῦμεν, τῶν τε αἰεὶ ἐν ἀρχῇ ὄντων ἀκροάσει καὶ τῶν νόμων, καὶ μάλιστα αὐτῶν ὅσοι τε ἐπ’ ὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων κεῖνται καὶ ὅσοι ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν».

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
37. Ἔχουμε πολίτευμα ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ ἀντιγράφει τοὺς θεσμοὺς τῶν ἄλλων. μάλλον οἱ ἴδιοι ἀποτελοῦμε ὑπόδειγμα γιὰ ἄλλους παρὰ μιμούμαστε ἄλλους. Καὶ ὀνομάζεται τὸ πολίτευμα αὐτό, ἐπειδὴ δὲν ἀποβλέπει στὸ συμφέρον τῶν λίγων ἀλλὰ τῶν πολλῶν, δημοκρατία. Σχετικὰ μὲ τὶς ἰδιωτικὲς διαφορές, οἱ νόμοι τὶς ἀντιμετωπίζουν ὅλες μὲ βάση τὴν ἰσότητα, σχετικὰ πάλι μὲ τὴν προσωπικὴ ἀνάδειξη στὰ δημόσια ἀξιώματα, καθένας προτιμᾶται ἀνάλογα μὲ τὴν ἐκτίμηση ποὺ ἔχει μὲ βάση ὄχι τὴν κοινωνικὴ τάξη ἀλλὰ τὴν ἀξία του˙ οὔτε πάλι ἡ φτώχεια μὲ τὴν ἀσημότητα ποὺ τὴ συνοδεύει ἔχει ἀποτελέσει ἐμπόδιο γιὰ κάποιον ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ πράξει κάτι καλὸ γιὰ τὴν πόλη. Ὡς ἐλεύθεροι ἄνθρωποι συμπεριφερόμαστε στὴ δημόσια ζωὴ καὶ στὶς μεταξὺ μας καθημερινὲς σχέσεις χωρὶς καχυποψία, χωρὶς νὰ ὀργιζόμαστε μὲ τὸ γείτονα, ἐὰν κάνει κάτι ἐπειδὴ ἔτσι τοῦ ἀρέσει, οὔτε τοῦ κατεβάζουμε τὰ μοῦτρα, πράγμα πού, ἂν δὲν τὸν βλάπτει, πάντως τὸν στενοχωρεῖ. Καὶ ἐνῶ στὴν ἰδιωτική μας ζωὴ συμπεριφερόμαστε χωρὶς νὰ ἐνοχλοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, στὴ δημόσια δὲν παραβαίνουμε τὸ νόμο, ἀπὸ σεβασμὸ προπάντων, πειθαρχώντας καὶ στοὺς ἄρχοντες ποὺ ἔχουμε κάθε φορὰ καὶ στοὺς νόμους, καὶ μάλιστα σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν θεσπιστεῖ γιὰ τὴν προστασία τῶν ἀδικουμένων, ὅπως ἐπίσης σὲ ἐκείνους πού, ἂν καὶ ἄγραφοι, φέρνουν κατὰ κοινὴ ὁμολογία ντροπὴ σὲ ὅποιον τοὺς παραβαίνει
.

 

 Εκκλησία του δήμου συνεδρίαζε συνολικά περίπου σαράντα φορές το χρόνο, σε τέσσερις τακτικές συνεδριάσεις στη διάρκεια κάθε μήνα (το αττικό έτος ήταν χωρισμένο σε 10 μήνες). Εκτός από τις τακτές γίνονταν και έκτακτες συνεδριάσεις, οι σύγκλητοι ή εκκλησίες φόβου και ταραχής, κάτω από την απειλή ή το πλήγμα μιας κοινής συμφοράς. Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. συνεδρίαζαν στην Πνύκα -ένα χαμηλό λόφο στα δυτικά της ακρόπολης- όπου υπήρχε και βωμός του Διός Αγοραίου, ενώ κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. στο θέατρο του Διονύσου.

 

Ισότητα στην αθηναϊκή δημοκρατία σήμαινε την πεποίθηση ότι όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα να συμμετέχουν στα κοινά, δηλαδή να μιλούν σε πολιτικές συνελεύσεις, να αναλαμβάνουν τα αξιώματα της πόλης τους και να έχουν την ίδια αντιμετώπιση από το νόμο (Θουκυδίδης, Iστοριών 2.37).

Η έννοια της ισότητας ήταν ακραιφνώς πολιτική και δεν κάλυπτε τον κοινωνικό και οικονομικό τομέα της ζωής των πολιτών. Οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι αποκλείονταν από τη συμμετοχή στα κοινά, επειδή δεν είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Η ίδρυση κληρουχιών ανακούφισε τα ασθενέστερα κυρίως οικονομικά στρώματα της Αθήνας ικανοποιώντας το αίτημά τους για εύρεση γης. Δεν προσπάθησε, όμως, ούτε να εξισώσει οικονομικά τους Αθηναίους, ούτε και να τους κάνει να απολαμβάνουν ίσα οικονομικά προνόμια. Ο πλούτος -ή τουλάχιστον η ευπορία- ήταν απαραίτητη προϋπόθεση, για να μπορεί ένας πολίτης να συμμετέχει ενεργά στα κοινά και για το λόγο αυτό οι πολίτες που ασχολήθηκαν συστηματικά με την πολιτική δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα επιβίωσης.

 

Αν και τυπικά η ισηγορία, δηλαδή η ισότητα στο δικαίωμα του λόγου, ανήκε σε όλους τους πολίτες και αποτελούσε προϋπόθεση για την ενεργό συμμετοχή τους στην Εκκλησία του δήμου, στην πράξη όμως τη δυνατότητα αυτή την είχαν σχεδόν αποκλειστικά οι κάτοικοι της Αθήνας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι εκείνοι που ζούσαν στην ύπαιθρο δεν μπορούσαν να μεταβαίνουν εύκολα στο άστυ, για να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του δήμου, εξαιτίας κυρίως της απόστασης. Παράλληλα, η άσκηση κάποιου αξιώματος απαιτούσε την αφιέρωση ενός σημαντικού μέρους από τον προσωπικό χρόνο του πολίτη, κάτι που δεν ήταν οικονομικά εφικτό για τους φτωχότερους Αθηναίους, οι οποίοι στήριζαν τη διαβίωσή τους στην προσωπική καθημερινή τους εργασία. Ο δικαστικός και ο βουλευτικός μισθός τον 5ο αιώνα π.Χ., καθώς και ο εκκλησιαστικός κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., ήταν σχετικά μικροί και απλώς υποβοήθησαν, χωρίς ωστόσο να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά τις δυσκολίες που εμπόδιζαν την ενεργό συμμετοχή των κατώτερων οικονομικά στρωμάτων στα κοινά.
Οι συνεδριάσεις άρχιζαν πολύ νωρίς το πρωί και τελείωναν, συνήθως, με τη δύση του ηλίου. Πριν αρχίσει η συνεδρία, θυσίαζαν ένα χοίρο με το αίμα του οποίου οριοθετούσαν κυκλικά το χώρο μέσα στον οποίο βρίσκονταν οι πολίτες. Στη συνέχεια, ο κήρυκας διάβαζε τα προβουλεύματα της Βουλής των 500, ακολουθούσε η προχειροτονία και ο κήρυκας ρωτούσε: "ποιος ζητά το λόγο"; Τυπικά ίσχυε η αρχή της ισηγορίας, αλλά αγόρευαν σχεδόν αποκλειστικά οι ρήτορες. Ο πολίτης που καλούνταν στο βήμα έβαζε στο κεφάλι του ένα στεφάνι από μυρτιά και γινόταν με τον τρόπο αυτό απαραβίαστος και ιερός, αλλά είχε και την ευθύνη να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στις εισηγήσεις του, εφόσον μπορούσε να παρασύρει το δήμο. Για το λόγο αυτό στα ψηφίσματα γινόταν μνεία του ονόματος εκείνου που είχε κάνει τη συγκεκριμένη πρόταση, ο τάδε είπεν, οπότε μπορούσε να τιμωρηθεί, αν αργότερα αποδεικνυόταν ότι η εισήγησή του δεν ήταν σωστή. Η ψηφοφορία γινόταν με χειροτονία, δηλαδή με ανάταση των χεριών, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν μυστική.

 

Η πρώτη από τις τέσσερις συνεδριάσεις κάθε πρυτανείας λεγόταν "κυρία Εκκλησία" και είχε καθορισμένα θέματα συζήτησης, όπως την επιχειροτονία, την έγκριση, δηλαδή την ψηφοφορία για την κρίση της ορθής διοίκησης των αρχόντων, τον επισιτισμό της πόλης, την άμυνα των συνόρων του κράτους, τις εισαγγελίες -δηλαδή τις καταγγελίες των πολιτών για έσχατη προδοσία, από τις οποίες οι πιο γνωστές περιπτώσεις ήταν η παρώδηση των ελευσίνιων μυστηρίων και του ακρωτηριασμού των Ερμών κατά τις παραμονές της σικελικής εκστρατείας (415 π.Χ.)- την οστρακοφορία και την πολιτογράφηση ενός ατόμου.

 

Ερμηνευτικές ερωτήσεις

1Ποια εναι τα γνωρσματα του πολιτεματος της Αθνας, πως προσδιορζονται απ τον Περικλ;Ένα πρώτο γνώρισμα του πολιτεύματος της Αθήνας είναι η πρωτοτυπία του, εφόσον αυτό δεν αντλεί στοιχεία από πολιτεύματα άλλων, αλλά έχει δημιουργηθεί στην Αθήνα και λειτουργεί ως υπόδειγμα για τους άλλους. Έτσι, όπως οι ίδιοι οι Αθηναίοι είναι αυτόχθονες, κατά τον ίδιο τρόπο και το πολίτευμά τους διαμορφώθηκε από εκείνους μέσα στο πλαίσιο της πόλης τους. Πρόκειται, συνάμα, για ένα πολίτευμα που υπηρετεί το συμφέρον όχι των λίγων αλλά των πολλών, γι’ αυτό και ονομάζεται «δημοκρατία». Σε αυτό, δηλαδή, την εξουσία την έχει ο δήμος, οι πολίτες της Αθήνας, και όχι κάποια ολιγάριθμη ομάδα ατόμων. Παραλλήλως, βασικό γνώρισμα του πολιτεύματος αυτού είναι πως διασφαλίζει την ισότητα όλων των πολιτών απέναντι στο νόμο, χωρίς να παραγνωρίζει την ιδιαίτερη αξία και ταυτότητα κάθε ατόμου, όταν πρόκειται για την ανάδειξη στα δημόσια αξιώματα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αν και όλοι οι πολίτες θεωρούνται ισότιμοι απέναντι στο νόμο, λαμβάνεται υπόψη η αξιοκρατία σε ό,τι αφορά τις προσωπικές τους δυνατότητες, ώστε να αναλαμβάνουν αξιώματα οι καλύτεροι κάθε φορά. Η αξιοκρατία, μάλιστα, δεν επηρεάζεται από ζητήματα, όπως είναι η κοινωνική τάξη και η περιουσία των ατόμων, εφόσον οι αξιότεροι πολίτες αναζητούνται με βάση το καλό που μπορούν να προσφέρουν στην πόλη τους, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση. Έτσι, ακόμη κι αν κάποιος είναι φτωχός και άσημος μπορεί να αναλάβει ένα δημόσιο αξίωμα, εφόσον είναι ο καλύτερος για τη συγκεκριμένη θέση.2. Πώς εξηγεί ο Περικλής το όνομα του αθηναϊκού πολιτεύματος και ποιο είναι το περιεχόμενό του;Ο Περικλής ορίζει το πολίτευμα της Αθήνας ως «δημοκρατία», καθώς στόχος του πολιτεύματος αυτού είναι να υπηρετείται το συμφέρον των πολλών («δήμος» = πολίτες, λαός) και όχι των λίγων. Πρόκειται για ένα πρωτότυπο πολίτευμα στο πλαίσιο του οποίου όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στον νόμο, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση. Συνάμα, στο πλαίσιο της δημοκρατίας κάθε πολίτης έχει τη δυνατότητα να αναλάβει κάποιο δημόσιο αξίωμα με κριτήριο την προσωπική του ικανότητα και όχι την οικονομική του κατάσταση. Έτσι, ακόμη κι αν κάποιος είναι φτωχός και άσημος έχει την ευκαιρία να αναδειχθεί, αν διαθέτει ικανότητες που θα ωφελήσουν την πόλη.3Με βση ποιες αρχς προσδιορζεται η συμμετοχ των πολιτν στις λειτουργες του πολιτεματος και στα κρατικ αξιματα;

Στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος η ανάδειξη ενός πολίτη σε δημόσιο αξίωμα δεν εξαρτάται από την κοινωνική του τάξη ή από την περιουσία του. Κριτήριο για την επιλογή του αποτελεί η εκτίμηση που έχουν οι συμπολίτες του στην προσωπική του αξία και στις ικανότητές του. Κατ’ αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται πως κάθε άξιος και ικανός πολίτης, που μπορεί να προσφέρει ουσιαστικές υπηρεσίες στην πόλη, έχει τη δυνατότητα να αναλάβει κάποιο αξίωμα, χωρίς να τον εμποδίζει η οικονομική του κατάσταση. Υπ’ αυτή την έννοια, στη δημοκρατία οι πολίτες είναι μεν ίσοι απέναντι στο νόμο, αλλά δεν εξισώνονται σε ό,τι αφορά την προσωπική τους αξία. Οι άριστοι, οι ικανοί και οι χαρισματικοί πολίτες μπορούν να διακριθούν και να αναδειχθούν ανεξάρτητα από το αν είναι φτωχοί ή πλούσιοι.

4Με ποια επιχειρματα ο Περικλς υποστηρίζει ότι οι διαπροσωπικς σχσεις των Αθηναων πολιτν της εποχς του διαπνέονταν από ελευθερία;

Οι Αθηναίοι στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, όπως και σε ό,τι αφορά τη σχέση τους με το κράτος, δρουν με ελευθερία («ἐλευθέρως»), η οποία αποτελεί το κύριο γνώρισμα του πολιτεύματός τους. Ενδιαφέρον, μάλιστα, έχει το ρήμα «πολιτεύομεν» που χρησιμοποιεί ο ρήτορας, εφόσον μέσω αυτού υποδηλώνεται πως ακόμη και στις καθημερινές τους συναναστροφές οι Αθηναίοι λειτουργούν ως πολίτες, με υπευθυνότητα, δηλαδή, και σεβασμό. Οι Αθηναίοι, λοιπόν, συναναστρέφονται με πνεύμα ελευθερίας, χωρίς να είναι καχύποπτοι ο ένας απέναντι στον άλλο, γεγονός που διασφαλίζει υψηλή ποιότητα στις σχέσεις τους. Δεν έχουν, δηλαδή, την αίσθηση πως οι άλλοι τους ελέγχουν και πως είναι συνεχώς δύσπιστοι απέναντι σε κάθε τους δράση.
Παραλλήλως, οι Αθηναίοι σέβονται τα δικαιώματα των συνανθρώπων τους και στέκουν με διακριτικότητα και σεβασμό απέναντί τους. Έτσι, αν ο γείτονάς τους κάνει κάτι απλώς και μόνο γιατί τον ευχαριστεί, εκείνοι δεν εξοργίζονται μαζί του, ούτε δυσανασχετούν απέναντί του. Κατ’ αυτό τον τρόπο, κάθε πολίτης αισθάνεται ελεύθερος να πράττει όπως επιθυμεί, αφού γνωρίζει πως δεν θα έρθει αντιμέτωπος με τη δυσαρέσκεια των άλλων, η οποία θα του δημιουργούσε αρνητικά συναισθήματα.
Η ελευθερία, επομένως, ο σεβασμός και η διακριτικότητα αποτελούν βασικά γνωρίσματα των καθημερινών συναναστροφών των Αθηναίων, προσδίδοντας στις διαπροσωπικές τους σχέσεις τη ζητούμενη αίσθηση αλληλοσεβασμού.

5Ποια εναι τα χαρακτηριστικ της πολιτικς αγωγς των Αθηναων;

Ο σεβασμός ιδίως των νόμων που προστατεύουν τους αδικουμένους και η τήρηση των άγραφων νόμων. Οι άγραφοι νόμοι αποτελούσαν αντικείμενο σεβασμού από όλους και όριζαν ευλάβεια προς τους θεούς, συμπεριφορά που θα αποδίδει τον προσήκοντα σεβασμό στους γονείς, ανταπόδοση της ευεργεσίας και παροχή φιλοξενίας στους ξένους.

(Βλ. W. K. C. Guthrie, Οι Σοφιστές, μτφρ. Δ. Τσεκουράκης, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1991, σσ. 157-158).

6Ποιο εναι το περιεχμενο της λξης «δος»;

Με τη λέξη «δέος» ο ρήτορας δηλώνει την αίσθηση σεβασμού που διακατέχει τους Αθηναίους πολίτες και τους οδηγεί στον να πειθαρχούν στους εκάστοτε άρχοντες της πόλης, καθώς και στους νόμους είτε αυτοί συνιστούν ψηφίσματα της πόλης είτε αυτοί ανήκουν στο άγραφο ηθικό δίκαιο. Η έννοια του σεβασμού έχει ιδιαίτερη σημασία στη ζωή των Αθηναίων και τους διακρίνει από άλλους πολίτες, καθώς φανερώνει το επίπεδο της πολιτικής τους ωριμότητας. Πειθαρχούν, έτσι, στους νόμους και στους άρχοντες όχι γιατί φοβούνται πως θα υποστούν πιθανές κυρώσεις, αλλά γιατί αναγνωρίζουν και κατανοούν την αξία των νόμων για την εύρυθμη λειτουργία της πόλης. Οι Αθηναίοι, επομένως, δεν ακολουθούν τους νόμους εξαναγκαστικά και λόγω φόβου, αλλά γιατί κατανοούν και σέβονται αυτοβούλως τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζουν στην οργάνωση και στη λειτουργία της πόλης.

7Με ποιο τρπο ο Αθηναος πολτης αποφεγει την παρανομα;

[«Ἀκροάσει τῶν νόμων» και με την αναγνώριση του γεγονότος ότι αυτοί θεσπίστηκαν «ἐπ’ ὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων». Επίσης με την επίδειξη του προσήκοντος σεβασμού προς τους άγραφους νόμους οι οποίοι «ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν».]

Οι Αθηναίοι δεν παρανομούν, διότι δείχνουν σεβασμό τόσο απέναντι στους άρχοντές τους όσο και απέναντι στους νόμους και ιδίως σε εκείνους που έχουν θεσπιστεί για την προστασία των αδικούμενων συμπολιτών τους. Το γεγονός, μάλιστα, πως ό,τι τους οδηγεί στο να πειθαρχούν στους νόμους είναι ο σεβασμός στην αξία των νόμων και όχι ο φόβος, όπως συμβαίνει σε άλλες πόλεις, αναδεικνύεται δραστικά από το βαθύ αίσθημα ντροπής που τους προκαλεί οποιαδήποτε τυχόν παράβαση των άγραφων νόμων, έστω κι αν η παραβίαση των συγκεκριμένων νόμων δεν συνοδεύεται από νομικές κυρώσεις.

8. «οὐ ζηλούσῃ», «παράδειγμα ὄντες», «οὐ μιμούμενοι»: Τι επιδικει να δηλώσει με τις φράσεις αυτές ο ρήτορας;

Ο ρήτορας τονίζει με τις φράσεις αυτές την υπεροχή του δημοκρατικού πολιτεύματος της Αθήνας. Πρόκειται, άλλωστε, για ένα πρωτότυπο πολίτευμα δημιουργημένο από τους ίδιους τους Αθηναίους, το οποίο δεν αντιγράφει στοιχεία άλλων πολιτευμάτων, εφόσον βασίζεται στη θέληση και στην πολιτική ωριμότητα των Αθηναίων. Οι Αθηναίοι, μάλιστα, χάρη ακριβώς στην πολιτική τους αγωγή λειτουργούν ως υπόδειγμα για τους άλλους και δεν τους μιμούνται. Έχει ενδιαφέρον, συνάμα, να προσεχθεί η εναλλαγή υποκειμένων στις φράσεις αυτές, μέσω της οποίας ο ρήτορας επιχειρεί να υποδηλώσει τη στενή σύνδεση ανάμεσα στους πολίτες και στο πολίτευμά τους. Έτσι, ενώ η πρώτη φράση έχει ως υποκείμενο το πολίτευμα της Αθήνας, οι δύο επόμενες έχουν ως υποκείμενο τους Αθηναίους. Κατ’ αυτό τον τρόπο διαφαίνεται πως το πολίτευμα αυτό δεν θα μπορούσε να έχει δημιουργηθεί πουθενά αλλού, εφόσον μόνο στην Αθήνα οι πολίτες είχαν τις αναγκαίες πνευματικές και ηθικές ποιότητες που απαιτούνταν για την ορθή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

9. «παράδειγμα δέ μᾶλλον αὐτοί ὄντες τισίν ἤ μιμούμενοι ἑτέρους»: Τι υποστηρζει ο Περικλς με τη φρση αυτ και ποιος νομίζετε ότι εναι ο στχος του;

Ο Περικλής υποστηρίζει εδώ την ανωτερότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος της Αθήνας, που οφείλεται, κατά τη γνώμη του, στο γεγονός ότι οι νόμοι και οι θεσμοί του δεν αποτελούν προϊόν αντιγραφής νομοθεσιών άλλων πόλεων. Είναι νόμοι που δημιουργήθηκαν στην Αθήνα από γνήσιους Αθηναίους. Στους νόμους αυτούς οφείλει την υπεροχή της έναντι των άλλων πόλεων για τις περισσότερες από τις οποίες αποτελεί πρότυπο. Με το «ἑτέρους» εννοεί τις ελληνικές πόλεις που αντέγραφαν το πολίτευμα της Αθήνας. Με το «τισίν» εννοεί τους Ηλείους, τους Αργείους, τους Συρακουσίους και τις Ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. Δεν είναι όμως ισχυρή η άποψη κατά την οποία εννοεί και την πρεσβεία των Ρωμαίων που το 454 π.Χ. ήρθε στην Αθήνα, για να μελετήσει τη νομοθεσία της πόλης (βλ. Α. Γεωργοπαπαδάκου, Εκλεκτά μέρη από τον Θουκυδίδη, εκδ. Μάλλιαρης – Παιδεία, Αθήνα, 21986, σσ. 109-110). Επίσης ο Περικλής, δεν εννοεί εδώ τους Σπαρτιάτες οι οποίοι και αυτοί υπερηφανεύονταν για την αυτοχθονία των νόμων τους και για τον νομοθέτη τους Λυκούργο, ο οποίος «οὐ μιμησάμενος τάς ἄλλας πόλεις ἀλλά καί ἐναντίᾳ γνούς τοῖς πλείστοις προέχουσαν εὐδαιμονίᾳ τήν πατρίδαν ἐπέδειξεν» (Ξενοφ. Λακεδ. Πολιτεία 1, 2).

10. «ἐπ’ ἀρετῆς»: Με ποια σημασία χρησιμοποιείται στο κείμενο η λέξη από τον Θουκυδίδη;

Η λέξη «ἀρετή» εδώ δεν έχει τη σημασία της γενναιότητας, της ανδρείας αλλά υποδηλώνει την ικανότητα για άσκηση πολιτικής εξουσίας. Κατά τον Ι. Θ. Κακριδή το περιεχόμενο της λέξης «δεν έχει χάσει ακόμα το αριστοκρατικό του χρώμα και τη σχέση του με τους ἀρίστους». Αποδίδοντας δε τη σκέψη του Θουκυδίδη υποστηρίζει ότι στην Αθήνα παράλληλα με την ισονομία ισχύει το αξίωμα των ολίγων. Την πολιτεία δε την κυβερνά οποιοσδήποτε από τη σειρά αλλά μόνο όποιος συγκεντρώνει τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την αρετή, τις ικανότητες δηλαδή που απαιτεί και προϋποθέτει μια τέτοια λειτουργία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Αθήνα συνθέτει τις αντιθέσεις των δύο μεγάλων πολιτικών παρατάξεων, της αριστοκρατίας και της δημοκρατίας (Ι. Θ. Κακριδής, ό.π., σσ. 26-27).

Περισσότερα στοιχεία για την αρετή, βλ. W. K. C. Guthrie, ό.π., σσ. 304-317. Επίσης, J. B. Bury, ό.π., σ. 122 κ.ε.).

11Να εντοπσετε τα σημεα του κειμνου που αναφρονται στην υπακο στους ρχοντες και στην πειθαρχα των νμων.

«… τὰ δημόσια δι δέος μάλιστα ο παρανομομεντν τε αε ν ρχ ντων κροάσει κα τν νόμων, καὶ μάλιστα ατν σοι τε π’ φελί τν δικουμένων κενται καὶ σοι γραφοι ντες ασχύνην μολογουμένην φέρουσιν».

Με αίσθημα σεβασμού απέναντι στους εκάστοτε άρχοντες και στους νόμους οι Αθηναίοι πολίτες δεν παρανομούν. Δίνουν, μάλιστα, ιδιαίτερη σημασία σε εκείνους τους νόμους που έχουν θεσπιστεί για να προφυλάξουν τους αδικούμενους πολίτες, καθώς και στους άγραφους νόμους, η παραβίαση των οποίων δεν επισύρει νομικές κυρώσεις, προκαλεί όμως μεγάλη ντροπή.

12. «οὐκ ἀπό μέρους τό πλέον ἐς τά κοινά ἤ ἀπ’ ἀρετῆς προτιμᾶται οὐδ’ αὖ κατά πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθόν δρᾶσαι την πόλιν, ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυται»: Να αναλύσετε τα στοιχεία του αποσπάσματος που αναφρονται στην αξιοκρατα ως να απ τα βασικτερα χαρακτηριστικ της αθηναϊκς δημοκρατας.

Στην αθηναϊκή δημοκρατία βασικό χαρακτηριστικό είναι η δυνατότητα διάκριση και ανάδειξης των άξιων και των άριστων πολιτών, η δράση των οποίων είναι επωφελής για το κοινό καλό. Όπως δηλώνεται μέσω σχήματος αντίθεσης («οὐκ ἀπό μέρους», «ἀπ’ ἀρετῆς») η ανάδειξη αυτή δεν βασίζεται στην κοινωνική τους τάξη, αλλά στην προσωπική τους αξία. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι πολίτες που μπορούν να ωφελήσουν την πόλη δεν παρεμποδίζονται από την ασημότητα (ἀφανείᾳ) που συχνά συνοδεύει τη φτώχεια. Προσέχουμε, μάλιστα, πως ο ρήτορας χρησιμοποιεί ένα θετικό ρήμα («προτιμᾶται») και ένα αρνητικό («κεκώλυται»), για να τονίσει εμφατικά τη δυνατότητα του αξιοκρατικού συστήματος να ξεχωρίζει και να προωθεί τους άριστους πολίτες ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση.

13Ποια εναι τα στοιχεα της ιδιωτικς ζως των Αθηναων και πς επιδρον στην ψυχικ τους διθεση;

Η ιδιωτική ζωή των Αθηναίων διακρίνεται από υπεύθυνη και έλλογη ελευθερία, η οποία τους επιτρέπει να δρουν αυτοβούλως και ελεύθερα, χωρίς να αισθάνονται πως τους περιορίζει ή τους επικρίνει κανείς. Οι πολίτες της Αθήνας, άλλωστε, έχουν αποκτήσει -χάρη στο πολίτευμά τους- ορισμένες καίριες ποιότητες, οι οποίες τους παρέχουν τη δυνατότητα να βιώνουν το αίσθημα της ελευθερίας με θεμιτό και ουσιαστικό τρόπο. Ειδικότερα, οι Αθηναίοι στέκουν απέναντι στον συμπολίτη τους με σεβασμό, διακριτικότητα και αξιοπρέπεια, απαλλαγμένοι από τις συμπλεγματικές εκείνες συμπεριφορές που συναντώνται σε περιοχές περιορισμένης ή μη εμπεδωμένης δημοκρατικής συνείδησης. Παραλλήλως, οι Αθηναίοι κατανοούν πως η ελευθερία τους οφείλει να είναι έλλογη, να βιώνεται δηλαδή με αίσθημα ευθύνης και να έχει όρια, ώστε να μην παρεμποδίζεται η ελευθερία των άλλων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι Αθηναίοι στην ιδιωτική τους ζωή έχουν διασφαλίσει ποιοτικές διαπροσωπικές σχέσεις και μπορούν να απολαμβάνουν την καθημερινότητά τους με αίσθημα ελευθερίας, στοιχεία που ενισχύουν την ευδαιμονία του βίου τους.

14Ποια θση κατεχαν οι γραφοι νμοι στην αρχαα Αθνα και πς επηραζαν την ιδιωτικ και δημσια ζω των πολιτν;

Πρέπει βεβαίως να υπενθυμίσουμε ότι οι άγραφοι νόμοι που αναφέρει ο Περικλής δεν έρχονται σε αντίθεση με την εξουσία της πόλης, αλλά συνυπάρχουν με τους θετούς νόμους. Επίσης οι άγραφοι νόμοι που επικαλείται ο Περικλής, δεν ενέχουν το στοιχείο της θρησκευτικότητας, όπως στο Σοφοκλή, αλλά αποτελούν ανθρώπινο έθιμο(Βλ. W. K. C. Guthrie, ό.π., σ. 157. Επίσης Β. Κωνσταντινπουλου, .π., σ. 90).

15Για ποιους λγους ο Θουκυδδης υμνε με τση μφαση το πολτευμα της Αθνας;

Ο Θουκυδίδης επιλέγει τον συγκεκριμένο επιτάφιο λόγο για να παρουσιάσει τον ύμνο του δημοκρατικού πολιτεύματος, ώστε να αποδώσει την εκφώνησή του στον άνθρωπο που οδήγησε τη δημοκρατία στο υψηλότερο σημείο της, στον Περικλή. Το πρώτο έτος του πολέμου, προτού προκύψουν οι ήττες των Αθηναίων και προτού πεθάνει ο Περικλής αποτελούν την κατάλληλη χρονική στιγμή για να παρουσιαστεί ο ίδιος ο Περικλής να εξυμνεί τις αρετές του πολιτεύματος που τόσο πιστά υπηρέτησε.
Ο ύμνος της δημοκρατίας αποτελεί μια έμμεση τιμή για τους νεκρούς του πολέμου, εφόσον υπενθυμίζεται στους ακροατές/αναγνώστες αφενός το πολίτευμα που τους προσέδωσε τις αρετές της ανδρείας και της αρετής κι αφετέρου η σφοδρή επιθυμία των ανδρών αυτών να υπερασπιστούν την πόλη και το πολίτευμά τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, βέβαια, επιτυγχάνεται και ο παραδειγματισμός των ακροατών του επιτάφιου αυτού λόγου, εφόσον συνειδητοποιούν πως οφείλουν κι εκείνοι να υπερασπιστούν με σθένος την πολιτεία που τους έχει διασφαλίσει ένα εξαίρετο πολίτευμα και μιας υψηλής ποιότητας διαβίωση. Ο έπαινος της δημοκρατίας, επομένως, λειτουργεί από τη μία αυτόνομα, εφόσον το πολίτευμα αυτό αποτελεί το αρτιότερο πολίτευμα της εποχής, κι από την άλλη υπηρετεί τον σκοπό της παρακίνησης των ακροατών, στη σκέψη των οποίων έρχονται τα όσα σημαντικά θα χάσουν αν ηττηθούν στον πόλεμο.

16Το αξιοκρατικ σστημα στην Αθνα λειτουργοσε πως ακριβς το παρουσιζει ο ΘουκυδδηςΝα αιτιολογήσετε την άποψή σας.

Ο Θουκυδίδης επιδιώκοντας να εξυμνήσει την αθηναϊκή δημοκρατία οδηγείται σε ορισμένες εξιδανικεύσεις και παρουσιάζει τα πράγματα όπως θα έπρεπε να λειτουργούν και όχι ακριβώς όπως λειτουργούσαν. Υπ’ αυτό το πρίσμα είναι πολύ πιθανό πως σαφώς θα υπήρχαν περιπτώσεις παραβίασης της αξιοκρατίας, δοθείσης, για παράδειγμα, της δυνατότητας των πλούσιων πολιτών να επηρεάσουν ή και να εξαγοράσουν τις ψήφους των φτωχότερων συμπολιτών τους. Επιπροσθέτως, αξίζει να σημειωθεί πως το αξιοκρατικό αυτό σύστημα αφορούσε μόνο τους γνήσιους Αθηναίους πολίτες και όχι το σύνολο των κατοίκων της πόλης.

17Ποια εναι τα πολιτεματα της αρχαιτητας και ποιες εναι οι παρεκβσεις τους;

Με βάση των διαχωρισμό των πολιτευμάτων, όπως τον καταγράφει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά, υπάρχουν εκείνα τα πολιτεύματα που αποσκοπούν στο κοινό καλό και εκείνα που υπηρετούν τα συμφέροντα μεμονωμένων ατόμων ή ομάδων.
α) η βασιλεία/μοναρχία, στο πλαίσιο της οποίας ένας συνετός άρχοντας λειτουργεί προς όφελος του συμφέροντος του συνόλου των πολιτών, αλλά και η παρέκβαση του συγκεκριμένου πολιτεύματος, η τυραννίδα, στο πλαίσιο της οποίας ένας άρχοντας κυβερνά με σκοπό να εξυπηρετήσει τον δικό του πλουτισμό και την προσωπική του ματαιοδοξία.
β) η αριστοκρατία, στο πλαίσιο της οποίας εξουσιάζουν οι άριστοι πολίτες και αξιοποιούν τις ικανότητές τους για να ωφεληθεί η πόλη, αλλά και η παρέκβαση του πολιτεύματος αυτού, η ολιγαρχία, στο πλαίσιο της οποίας την εξουσία την έχουν λίγοι πλούσιοι, οι οποίοι υπηρετούν το δικό τους συμφέρον.
γ) η πολιτεία, η θετική μορφή της δημοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίας ο έλεγχος βρίσκεται στα χέρια των πολιτών μέσης οικονομικής κατάστασης και κατ’ επέκταση οι αποφάσεις που λαμβάνονται είναι πιο συνετές, καθώς και οι οχλοκρατία, η αρνητική μορφή της δημοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίας ο έλεγχος βρίσκεται στα χέρια των φτωχότερων πολιτών με αποτέλεσμα να απουσιάζει η σύνεση στη λήψη αποφάσεων.

18Πώς εφαρμοζόταν η ισότητα στα πλαίσια του δημοκρατικού πολιτεύματος της Αθήνας;

Η ισότητα στα πλαίσια του δημοκρατικού πολιτεύματος της Αθήνας έχει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. Δεν είναι έννοια που ίσχυε σε όλες γενικώς τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής. Αντίθετα, στην Αθήνα υπήρχαν μεγάλες κοινωνικές ανισότητες. Ίσχυε μόνο στα πολιτικά δικαιώματα. Βεβαίως ίσχυε και στη συμμετοχή στις δημόσιες συζητήσεις. Στον Επιτάφιο του Περικλή η επίκληση στην ισότητα γίνεται, για να φανεί η μη διάκριση σε πλούσιους και φτωχούς, κατά την άσκηση των πολιτικών λειτουργημάτων και τη διεκδίκηση των δημοσίων αξιωμάτων. (Βλ. σχετικά στο J. Romilly, Γιατί η Ελλάδα, μτφρ. Α. Μ. Αθανασίου – Κ. Μηλιαρέση, εκδ. ΤΟ ΑΣΤΥ, Αθήνα 1996, σσ. 110-111). O Guthrie (ό.π., σσ. 110-111) αναφερόμενος στο ίδιο θέμα επισημαίνει ότι: «Οι όροι ίσος και ισότης είναι τα πιο συχνά συνθήματα στα μέσα και στο τέλος του 5ου αιώνα, και το ιδεώδες είναι ίσα πολιτικά και νομικά δικαιώματα. Ο Περικλής λέει ότι στην αθηναϊκή δημοκρατία η δύναμη βρίσκεται στα χέρια του λαού, στις ιδιωτικές τους διαφορές όλοι έχουν ίσα δικαιώματα απέναντι στο νόμο, και τα δημόσια αξιώματα απονέμονται όχι σύμφωνα με κάποιο σύστημα που βασίζεται σε ταξικές διακρίσεις, αλλά με βάση μόνο την προσωπική αξία, ενώ η φτώχεια ποτέ δε στάθηκε εμπόδιο για τις δημόσιες θέσεις. Η νέα έμφαση που δίνεται στην ισότητα ως ιδεώδες φαίνεται ίσως πιο καθαρά στις τραγωδίες του Ευριπίδη…». (Για την πολιτική και κοινωνική ισότητα βλ. W. K. C. Guthrie, ό.π., σσ. 188-195).

19Ποια είναι η συμβολή του πνεύματος ανεκτικότητας στη διαπροσωπική επικοινωνία των Αθηναίων, σύμφωνα με το ρήτορα;

Ο ρήτορας μετά την αναφορά του στην πολιτική δράση περνά στην καθημερινή πρακτική. Υπενθυμίζει ότι η διαπροσωπική επικοινωνία των Αθηναίων είναι υγιής, δεν υποβλέπει ο ένας τον άλλο, δε θυμώνουν με τους γείτονες, υπακούουν στους νόμους από εσωτερικό σεβασμό και όχι από φόβο και κυρίως τηρούν τους νόμους που προστατεύουν τους αδυνάτους. Μπορούμε να αντιληφθούμε ότι αυτοί ακριβώς οι νόμοι, που σημειωτέον ήταν άγραφοι, προϋπέθεταν τη διάθεση μιας αυθόρμητης αλληλοβοήθειας. Όλα αυτά τα στοιχεία ενίσχυαν τους δεσμούς των πολιτών και άφηναν ένα περιθώριο ανοχής στα ατομικά παραπτώματα. Άλλωστε σ’ αυτήν ακριβώς την εποχή αρχίζει να διαδίδεται η λέξη «πρᾶος» και στο εξής πολλά ρητορικά κείμενα θα αναφέρονται στην «πραότητα των Αθηναίων» και στο «συμπονετικό» τους χαρακτήρα. Στα θέματα όμως που διεκήρυσσε η Αθήνα δεν συμπεριλαμβανόταν η θρησκευτική ανεκτικότητα. Αυτό αποδεικνύεται εύκολα, αν θυμηθούμε το κατηγορητήριο με το οποίο οδηγήθηκε ο Σωκράτης ενώπιον του δικαστηρίου αλλά και την καταδικαστική απόφαση που εκδόθηκε εναντίον του.

(Περισσότερα στοιχεία για το θέμα της ανεκτικότητας στην αρχαία Αθήνα, βλ. J. Romilly, Γιατί η Ελλάδα, ό.π., σσ. 116-124. Επίσης, J. Finley, Θουκυδίδης, μτφρ. Τ. Κουκουλιός, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα, 41997, σσ. 151-152).
Όταν η Εκκλησία του δήμου συνερχόταν για δικαστικές υποθέσεις, ονομαζόταν Ηλιαία και αποτελούσε το κύριο ορκωτό δικαστήριο του κράτους. Οι Ηλιαστές συνεδρίαζαν κατά τμήματα από πεντακόσιους ως εξακόσιους πολίτες με ειδική μέριμνα, ώστε να αντιπροσωπεύονται εξίσου οι δέκα φυλές, αλλά και για να ικανοποιηθεί ο ενθουσιασμός των Αθηναίων για δίκες, τον οποίο τόσο εύστοχα σατυρίζει ο Αριστοφάνης στους Σφήκες.

ΥΛΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ

 

1.Tα κεφάλαια 35, 26, 37 , 38  και  39

Γενικά ό,τι έχει ειπωθεί στα μαθήματά σας ως τώρα πει

και όσα θα πούμε μέχρι να γράψουμε.

2.Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ 

ΣΑΣ ΕΧΩ ΕΤΟΙΜΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ .Από αυτές θα βάλω:

ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ-ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ-ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ποιο είναι το ιστορικό έργο του
Θουκυδίδη και ποια τα
χαρακτηριστικά του (περιεχόμενο,
σκοπός, αρετές);
(ΟΕΔΒ, σ. 6-8)

Ο Θουκυδίδης επέλεξε να γράψει μια ιστορική μονογραφία: τον
πόλεμο μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης, τον Πελοποννησιακό πόλεμο
(431-404 π.Χ.), διαφοροποιούμενος από τον Ηρόδοτο, ο οποίος
αφηγήθηκε μεν την ιστορία των Περσικών πολέμων, στα πλαίσια
όμως μιας ευρύτερης περιγραφής θαυμαστών πράξεων και
κατορθωμάτων Ελλήνων και βαρβάρων. Προηγείται, βέβαια, μια
ιστορική αναδρομή, η περίφημη Αρχαιολογία, η οποία δίνει με
συνοπτικό τρόπο τα γεγονότα της πεντηκονταετίας μεταξύ των
Περσικών και του Πελοποννησιακού πολέμου και αποκαλύπτει τα
αίτια που οδήγησαν Αθήνα και Σπάρτη στη σύγκρουση. Με τον τρόπο
αυτό ο Θουκυδίδης αρχίζει ουσιαστικά την ιστορική του αφήγηση
από το σημείο που την άφησε ο Ηρόδοτος.
Σκοπός του Θουκυδίδη δεν ήταν μόνο η αντικειμενική και
ολοκληρωμένη αφήγηση των γεγονότων, αλλά και η δημιουργία ενός
έργου που θα έμενε παντοτινό κτήμα, ἐς ἀεί, της ανθρωπότητας.
Πίστευε δηλαδή ότι η ανθρώπινη φύση ουσιαστικά δε μεταβάλλεται
και ότι ο άνθρωπος κάτω από παρόμοιες καταστάσεις αντιδρά με τον
ίδιο λίγο πολύ τρόπο. Παρουσιάζοντας λοιπόν αυτές τις πλευρές της
ανθρώπινης φύσης στη διάρκεια τόσο του πολέμου όσο και των
εμφύλιων συγκρούσεων, πίστευε πως θα βοηθούσε τους αναγνώστες
του να αντιμετωπίσουν παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον.
Ο στόχος αυτός υπηρετήθηκε από την επιστημονική μεθοδολογία που
πρώτος εφάρμοσε στη συγγραφή της ιστορίας, την αμεροληψία, την
αναζήτηση των βαθύτερων αιτιών που οδηγούν στη σύγκρουση
(ἀληθεστάτη πρόφασις), όπως επίσης και από το ύφος με το οποίο
έγραψε το έργο του

****

Τι ακριβώς είναι ο Επιτάφιος του
Περικλή;
(ΟΕΔΒ, σ. 8)
Δεν πρόκειται για κάποιο ξεχωριστό έργο του Θουκυδίδη, αλλά για
μία από τις σαράντα δημηγορίες που υπάρχουν στο έργο του.
Πρόκειται για έναν επιτάφιο (επικήδειο) λόγο που εκφώνησε ο
Περικλής προς τιμή των νεκρών του πρώτου έτους του
Πελοποννησιακού πολέμου. Η παιδευτική και λογοτεχνική αξία του
συγκεκριμένου λόγου δικαιολογούν το θαυμασμό που έχει
προκαλέσει από την αρχαιότητα ως σήμερα.

******

Τι είναι οι δημηγορίες και ποιος
είναι ο ρόλος τους στο έργο του
Θουκυδίδη;
(ΟΕΔΒ, σ. 10)

Οι δημηγορίες είναι ομιλίες βασιλιάδων, πολιτικών ηγετών,
στρατηγών πριν από σημαντικά γεγονότα στα οποία αυτοί
διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι δημηγορίες κατέχουν
σημαντικό ρόλο στο έργο του Θουκυδίδη, γιατί πίστευε ότι με τον
τρόπο αυτό φωτίζονται καλύτερα οι αιτίες των πολιτικών γεγονότων
και οι συνέπειες των πολεμικών επιχειρήσεων. Δεν πρέπει να
ξεχνούμε ότι ο Θουκυδίδης με την ιστορία του θέλησε να γράψει ένα
μεταμφιεσμένο εγχειρίδιο πολιτικής θεωρίας και όχι να καταγράψει
απλώς τα γεγονότα ή να τέρψει τους αναγνώστες του. Για να γίνει
αυτό έπρεπε να αναδειχθεί η εσωτερική σύνδεση των γεγονότων, τα
βαθύτερα αίτια που οδήγησαν σε μια συγκεκριμένη πολιτική. Πίστεψε
ότι το καλύτερο μέσο για να το πετύχει αυτό ήταν οι δημηγορίες.
Μέσα σ΄ αυτές θα βρει κανείς τα σπουδαιότερα κίνητρα, επιχειρήματα
που δικαιολογούν την απόφαση που κάθε φορά πάρθηκε.

****

Ποια είναι η μέθοδος που
ακολούθησε ο Θουκυδίδης στη
σύνθεση των δημηγοριών;
(ΟΕΔΒ, σ. 11)

Επειδή ζούσε σε μια εποχή στην οποία θα ήταν δύσκολο να έχει
αυτούσιους τους λόγους που εκφώνησαν τα διάφορα πρόσωπα (έστω
κι αν κάποιους τους άκουσε και ο ίδιος) θεωρείται βέβαιο ότι τη
μορφή των λόγων την έδωσε ο ίδιος ο Θουκυδίδης (Θουκ. 1.22.1).
Επεξεργαζόταν τις ομιλίες των αγορητών του αφαιρώντας ό, τι μερικό
και περιστασιακό υπήρχε και τονίζοντας ό,τι γενικότερο και
μονιμότερο, ενισχύοντάς το με επιχειρήματα που διασαφηνίζουν τις
απόψεις του ομιλητή. Επηρεασμένος από τους «δισσούς λόγους» των
σοφιστών και για να βοηθήσει τους αναγνώστες του να σχηματίσουν
μια ολοκληρωμένη εικόνα των γεγονότων, παρέθετε και την αντίθετη
θέση, τον αντίλογο στα όσα υποστήριζε ο ομιλητής παρουσιάζοντας
έτσι έναν «αγώνα λόγων». Οι δημηγορίες του Θουκυδίδη είναι
φανερό ότι δεν απευθύνονται σε ακροατές αλλά στους αναγνώστες
του έργου του Θουκυδίδη.

***

 

Ποιες διαφορές παρουσιάζει ο
Επιτάφιος από τις υπόλοιπες
δημηγορίες;
(ΟΕΔΒ, σ. 12)

Αν και ο Επιτάφιος είναι μία από τις σαράντα δημηγορίες που
υπάρχουν στο έργο του Θουκυδίδη παρουσιάζει δύο βασικές διαφορές
με τις υπόλοιπες:
• οι υπόλοιπες δημηγορίες ανήκουν στους συμβουλευτικούς
ρητορικούς λόγους, ενώ ο Επιτάφιος στους επιδεικτικούς.
• οι υπόλοιπες δημηγορίες έχουν στενή σχέση με τα γεγονότα
που προηγούνται και ακολουθούν, ενώ ο Επιτάφιος τόση λίγη
σχέση έχει με τα ιστορούμενα, ώστε διαβάζοντάς τον να
ξεχνάμε σχεδόν τον πόλεμο.

***

Τι ήταν οι Επιτάφιοι λόγοι και
ποια ήταν η τυπική τους μορφή;
(ΟΕΔΒ, σ. 12-13)

Οι Επιτάφιοι λόγοι στην Αθήνα ήταν το αποτέλεσμα μιας μακρότατης
παράδοσης να τιμώνται οι νεκροί των πολέμων όχι μόνο με επίσημο
τάφο, κτερίσματα (ἔργῳ), αλλά και λόγῳ (εγκώμια που σταδιακά
απέκτησαν λογοτεχνική μορφή). Η θεσμοθέτηση στην Αθήνα
(πιθανόν από το Σόλωνα) της γιορτής των Επιταφίων είχε σαν
αποτέλεσμα το είδος αυτό του λόγου να καλλιεργηθεί από ικανούς
ρήτορες και να αποκτήσει μια σταθερή δομή, η οποία περιλάμβανε:
1. Προοίμιο
2. Καταγωγή και πρόγονοι: α/ εγκώμιο της αττικής γης και της
αυτοχθονίας των Αθηναίων, β/ ανατροφή και αγωγή του
αθηναϊκού λαού, γ/ η φιλοπατρία, όπως εκδηλώθηκε στα
πολεμικά κατορθώματα (ιστορικά και μυθικά) του αθηναϊκού
παρελθόντος.
3. Οι προκείμενοι νεκροί, οι αρετές και οι πολεμικοί άθλοι τους.
4. Προτροπές για μίμηση στους νεότερους και παραμυθία στους
γονείς, τις χήρες και τα ορφανά των νεκρών.
5. Επίλογος.

***

Ποια ήταν το σημαντικότερο
μέρος ενός επιτάφιου λόγου και
γιατί;
(ΟΕΔΒ, σ. 13)

Το δεύτερο μέρος και ιδιαίτερα το εγκώμιο των κατορθωμάτων των
προγόνων στο οποίο αφιερωνόταν μεγάλη έκταση του λόγου. Αυτό
γινόταν:
1. από θαυμασμό των προγόνων τους οποίους θεωρούσαν
αξεπέραστα πρότυπα αρετής.
2. το έργο των παρόντων νεκρών έπαιρνε αξία από τη στιγμή που
συσχετιζόταν με το έργο των προγόνων και εμφανιζόταν ως
μια η συνέχειά τους. Έτσι η θυσία τους συνδεόταν με το
παρελθόν, ενσωματωνόταν στην εθνική ιστορία και οι ίδιοι
περνούσαν στη σφαίρα της αιωνιότητας.

***

Ποια είναι η δομή του Επιταφίου
του Περικλή;
(ΟΕΔΒ, σ. 14)

1. Προοίμιο (κεφ. 35)
2. Πρώτο μέρος (κεφ. 36-41): έπαινος των προγόνων (36.1-2),
της σύγχρονης γενιάς (36.3), του αθηναϊκού πολιτεύματος και
των τρόπων ζωής του Αθηναίου (37-41).
3. Δεύτερο μέρος (κεφ. 42-43): έπαινος των νεκρών, προτροπές
προς τους επιζώντες.
4. Τρίτο μέρος (κεφ. 44-45): παραμυθία στους γονείς, στα
παιδιά, στους αδερφούς και τις συζύγους των νεκρών.
5. Επίλογος (κεφ. 46)

***

Ποιες είναι οι διαφοροποιήσεις
του Επιταφίου του Περικλή από
την παράδοση των επιτάφιων
λόγων και πώς εξηγούνται;
(ΟΕΔΒ, σ. 14-15)

Προσπερνά πολύ σύντομα τον έπαινο του αθηναϊκού παρελθόντος και
τον έπαινο των κατορθωμάτων των προγόνων και αφιερώνει το
μεγαλύτερο μέρος του στο αθηναϊκό πολίτευμα και στους λόγους που
οδήγησαν την Αθήνα στο μεγαλείο. Κεντρική του ιδέα είναι το «ἀπὸ
δὲ οἵας ἐπιτηδεύσεως ἤλθομεν ἐπ’ αὐτὰ καὶ μεθ’ οἵας πολιτείας
καὶ τρόπων ἐξ οἵων μεγάλα ἐγένετο» (ποιες αρχές συμπεριφοράς
μας οδήγησαν σ’ αυτά το πολεμικά κατορθώματα, με ποιο
πολίτευμα και χάρη σε ποια στοιχεία του χαρακτήρα έγιναν
αυτά τόσο μεγάλα). Το μεγαλύτερο μέρος του λόγου είναι ένας
ύμνος στα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, στρατιωτικά και
πολιτιστικά επιτεύγματα της Αθήνας του Περικλή. Παρουσιάζεται η
εικόνα της Αθήνας στα χρόνια του μεγάλου Αθηναίου πολιτικού.
Οπωσδήποτε, σε κάποια σημεία υπάρχει μια τάση εξιδανίκευσης που
οφείλεται και στο ότι ο Περικλής παρουσιάζει το αθηναϊκό πολίτευμα
έτσι όπως ήθελε να το διαμορφώσει, πιο πολύ σαν ιδανικό παρά σαν
πραγματικότητα (αν και η Αθήνα δεν απείχε πολύ από την εικόνα που
παρουσιάζει ο Περικλής). Μας δίνεται έτσι από το Θουκυδίδη ο
ορισμός του βαθύτερου πνεύματος της αθηναϊκής δημοκρατίας, η
εικόνα μιας πόλης γεμάτη από μετρημένη ελευθερία και εσωτερική
αξιοπρέπεια, ουσιαστικά το τι κάθε κράτος κάθε εποχής οφείλει να
είναι. Η Αθήνα και ο Αθηναίος πολίτης αναδεικνύονται, μέσα από τη
σύγκρισή τους με τη Σπάρτη (και από ένα σημείο χωρίς σύγκριση) ως
το πρότυπο της πολιτείας και του ανθρώπου-πολίτη. Αν λάβουμε
υπόψη και το ότι ο Θουκυδίδης γράφει τον Επιτάφιο γνωρίζοντας την
ήττα της Αθήνας στον πόλεμο, τότε μπορούμε να πούμε ότι ο
Επιτάφιος  είναι ένας επιτάφιος της ίδιας της Αθήνας των χρόνων του
Περικλή.

***

Πώς δικαιολογείται η θέση του
Επιταφίου μέσα στο έργο του
Θουκυδίδη;
(ΟΕΔΒ, σ. 16-17)

Αν και ο αριθμός των νεκρών του πρώτου έτους του πολέμου ήταν
ασήμαντος σε σχέση με τα χρόνια που ακολούθησαν και αν και
εκφωνήθηκαν και άλλοι επιτάφιοι λόγοι στη διάρκεια του πολέμου, ο
Θουκυδίδης επιλέγει να μας παρουσιάσει τον Επιτάφιο του Περικλή,
γιατί:
ƒ ο Θουκυδίδης θαύμαζε το μεγάλο Αθηναίο πολιτικό, την
προσωπικότητά του και την πολιτική του. Μέσα από το πρώτο
και δεύτερο βιβλίο της ιστορίας του προσπάθησε να μας δώσει
μια ολοκληρωμένη εικόνα του Περικλή, κυρίως μέσα από τις
δημηγορίες του. Ο Επιτάφιος είναι η δεύτερη από τις τρεις
δημηγορίες του Περικλή: η πρώτη εκφωνήθηκε λίγο πριν την
έναρξη του πολέμου και η τρίτη, το «κύκνειο άσμα» του
Περικλή, η οποία εκφωνήθηκε στη διάρκεια του λοιμού στην
Αθήνα και με την οποία προσπάθησε να ανυψώσει το ηθικό
των συμπολιτών του από τις δοκιμασίες του πολέμου. Το
τμήμα που αφιερώνεται στον Περικλή κλείνει με τον περίφημο
χαρακτηρισμό του (2.65).
ƒ Ο Θουκυδίδης υπήρξε εραστής του μεγαλείου και της
πολιτικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της Αθήνας. Θέλησε
λοιπόν να μας παρουσιάσει το τι υπήρξε η Αθήνα στην εποχή
του και μάλιστα πριν την αμαυρώσουν οι συνέπειες του
Πελοποννησιακού πολέμου. Πίστεψε ότι ο καταλληλότερος
άνθρωπος για να παρουσιάσει το αθηναϊκό μεγαλείο δε θα
μπορούσε να ήταν άλλος από το δημιουργό της, τον Περικλή.
Έτσι, ενώ ο λόγος εξωτερικά είναι ο επιτάφιος των νεκρών του
431 π.Χ., στην πραγματικότητα είναι ο επιτάφιος μιας μεγάλης
πολιτείας στην πιο κλασική της μορφή.

Ποιο ήταν το έργο του Περικλή;
(ΟΕΔΒ, σ. 18-19)

α/ Εδραίωσε την Αθηναϊκή Συμμαχία και επεξέτεινε την επιρροή της
Αθήνας.
β/ Με τις μεταρρυθμίσεις του έδωσε δημοκρατικότερο χαρακτήρα στο
αθηναϊκό πολίτευμα.
γ/ Αξιοποιώντας την οικονομική δύναμη της Αθήνας στόλισε την
πόλη με περίλαμπρα οικοδομήματα.
δ/ Έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στην πνευματική άνθηση της πόλης.
ε/ Προώθησε την πανελλήνια ιδέα μέσα από πρωτοβουλίες, όπως την
ίδρυση των Θουρίων, της πρώτης πανελλήνιας αποικίας.
Δικαιολογημένα, λοιπόν, η εποχή της αθηναϊκής ακμής έχει μείνει
γνωστή και ως «αιώνας του Περικλή».

***

Ο Θουκυδίδης υπήρξε ο
στενογράφος μιας πραγματικής
δημηγορίας του Περικλή ή η
δημηγορία αποτελεί δημιούργημα
του Θουκυδίδη, για να εκφράσει
δικές του απόψεις
χρησιμοποιώντας το όνομα του
Περικλή;
(ΟΕΔΒ, σ. 22-23)

Πρόκειται για ψευδοπρόβλημα. Είναι γνωστός (όπως είδαμε πιο
πάνω) ο τρόπος με τον οποίο ο Θουκυδίδης επεξεργαζόταν τις
δημηγορίες. Αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι ήταν δυνατόν ο
Περικλής να εκφωνήσει έναν επιτάφιο λόγο παρόμοιο με αυτό που
έγραψε ο Θουκυδίδης και ότι και ο Θουκυδίδης, αν η πόλη του είχε
αναθέσει να γράψει έναν επιτάφιο λόγο, θα μπορούσε να είχε πλάσει
έναν παρόμοιο λόγο χωρίς να έχει ακούσει το λόγο του Περικλή.
Είναι σημαντικό ότι ο λόγος συμβάλλει στη θετική αποτίμηση τόσο
του ιστορικού όσο και του πολιτικού και είναι αντάξιος της
πνευματικής προσωπικότητας και των δύο. Γιατί στην περίπτωση του
Επιταφίου έχουμε τη σπάνια σύμπτωση δύο προσωπικοτήτων που
μπορούν να εισχωρούν στη βαθύτερη ουσία των θεσμών, των
καταστάσεων και των ανθρώπων και που η ψυχή και των δύο
θερμαίνεται από την αγάπη για το μεγαλείο στο οποίο έφτασε η
δημοκρατική Αθήνα.

 

 

 

ΥΛΗ 2023-2024

1. Σκοποί και στόχοι

Για τη διδασκαλία του μαθήματος της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας στη Β΄ τάξη του Ημερήσιου Γενικού Λυκείου, αξιοποιούνται:

  • Δ. Δρακόπουλος, Κ. Ναστούλης, Χ. Ρώμας, Σοφοκλέους Τραγωδίαι Αντιγόνη, ΙΤΥΕ «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ»
  • Ν. Σκουτερόπουλος, Θουκυδίδη Περικλέους Επιτάφιος (στο ίδιο βιβλίο με την Αντιγόνη) ΙΤΥΕ «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ»
  • Η. Σπυρόπουλος, Θουκυδίδη Περικλέους Επιτάφιος http://elibrary.iep.edu.gr/iep/collection/browse/item.html?code=01-18078&tab=01
  • Α.Β. Μουμτζάκης, Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής (Α΄, Β΄, Γ΄ Λυκείου), ΙΤΥΕ «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ»
  • Μ. Οικονόμου, Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής (Γυμνασίου-Λυκείου), ΙΤΥΕ «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ»

Και τα δύο έργα, αν και ανήκουν σε διαφορετικά γραμματειακά είδη, προσφέρονται στους μαθητές και τις μαθήτριες της Β΄ Λυκείου, λίγο πριν από την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων, για μελέτη, κριτική και συγκριτική προσέγγιση με σκοπό την άντληση εμπειρίας και τη διαμόρφωση κριτηρίων για την αξιολόγηση της σύγχρονης κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας και τον καθορισμό προσωπικής στάσης

 

Α. Θουκυδίδη «Περικλέους Επιτάφιος»

Ο «Επιτάφιος» του Περικλή διδάσκεται σε 15 διδακτικές ώρες στο πρώτο δίμηνο του σχολικού έτους (11/09 έως 11/11).

Η διδασκαλία του «Επιταφίου» προτάσσεται για τους εξής λόγους: α) αποτελεί «συνέχεια» της διδασκαλίας του Θουκυδίδη από την Α΄ τάξη, β) ως ιστορικό και πολιτικό κείμενο που αναφέρεται στην άμεση δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας του 5ου αι. π.Χ. βοηθάει τους μαθητές και τις μαθήτριες να προσεγγίσουν το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκε η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή και γ) πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, θέματα όπως αυτό της δίκαιης ισορροπίας ανάμεσα στη νόμιμη εξουσία του κράτους και τα φυσικά δικαιώματα του ατόμου και, ως εκ τούτου, μπορεί να πλαισιώσει τον βασικό προβληματισμό γύρω από τη σχέση γραπτού και άγραφου δικαίου που τίθεται στην «Αντιγόνη»

 

Περιεχόμενο

Η διδασκαλία του Περικλέους Επιταφίου περιλαμβάνει εισαγωγή και κεφάλαια από το πρωτότυπο και από μετάφραση, όπως στον παρακάτω πίνακα:

Εισαγωγή από το σχολικό βιβλίο Η. Σπυρόπουλος, Θουκυδίδη Περικλέους Επιτάφιος http://e-library.iep.edu.gr/iep/collection/browse/item.html?code=01-18078&tab=01Κεφ. Α΄, Θουκυδίδης Ολόρου Αλιμούσιος (απλή υπόμνηση- έχει διδαχθεί στην Α΄ ΓΕ.Λ.)Κεφ. Β΄, Ο Επιτάφιος λόγος του 431 π.Χ. (επισήμανση των κύριων σημείων)Κεφ. Γ΄, Περικλής ο Ξανθίππου (επισήμανση των κύριων σημείων)Κεφ. Δ΄, Το πρόβλημα της πατρότητας του Επιταφίου (επισήμανση των κύριων σημείων)

Πρωτότυπο κείμενο και μετάφραση από το σχολικό βιβλίο

Κεφ. 35–36 (από μετάφραση)

37-41 (από το πρωτότυπο και τη μετάφραση )

42-46 (από μετάφραση)

Γενική θεώρηση Προεκτάσεις, συγκριτική εξέταση με άλλα κείμενα  

Διδακτική προσέγγιση Κατά τη διδασκαλία του «Επιταφίου» αναμένεται:

α) να αναδειχθούν χαρακτηριστικά του αθηναϊκού πολιτεύματος, της άμεσης δημοκρατίας, της εμβληματικής προσωπικότητας του Περικλή και του ύφους του Θουκυδίδη

και β) να γίνουν όλα τα παραπάνω αντικείμενο κριτικής και βιωματικής προσέγγισης από τους μαθητές και τις μαθήτριες.

Για την επίτευξη των παραπάνω χρειάζεται η προσπέλαση του κειμένου σε λεξικογραμματικό επίπεδο μέσω της αξιοποίησης των μεταφρασμένων κειμένων. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο προτείνεται η παράλληλη προσέγγιση των πρωτοτύπων κειμένων και των αντίστοιχων μεταφράσεων.

Οι μαθητές και οι μαθήτριες, εκκινούν από την ανάγνωση του μεταφρασμένου κειμένου και στη συνέχεια οδηγούνται στο πρωτότυπο με εστίαση σε βασικές έννοιες και σημεία του κειμένου ή εκκινούν από το πρωτότυπο, παραφράζοντας το κείμενο, και στη συνέχεια οδηγούνται στο μεταφρασμένο κείμενο, προς επίρρωση ή τροποποίηση της πρώτης μεταφραστικής τους προσπάθειας. Ωστόσο, μεγαλύτερο βάρος πρέπει να δοθεί στην προσέγγιση του περιεχομένου σε ενδοκειμενικό επίπεδο στην κατανόηση βασικών εννοιών, όπως της ισότητας, της αξιοκρατίας, του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, της ενεργητικής συμμετοχής στα κοινά, της αισθητικής αγωγής, της φιλοσοφίας, της αίσθησης του μέτρου, της υστεροφημίας κ.ά., αλλά και στην κατανόηση του επικοινωνιακού πλαισίου, του επιδεικτικού λόγου, στη δεδομένη ιστορική στιγμή, (431 π.Χ). Επίσης, σημασία πρέπει να δοθεί στη διακειμενική προσέγγιση με την παράλληλη χρήση κειμένων: α) από το ίδιο το ιστορικό έργο του Θουκυδίδη, όπως, για παράδειγμα, τον διάλογο Αθηναίων – Μηλίων, για να μετριασθεί ο κίνδυνος της εξιδανίκευσης της αρχαίας Αθήνας, β) από άλλα κείμενα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα (Πλάτωνα, Μενέξενος, 238 c-d, Αριστοτέλους Πολιτικά, VI, 7, 1293) και γ) από έργα σύγχρονων μελετητών και συγγραφέων.

Β. Σοφοκλέους «Αντιγόνη» Η Αντιγόνη του Σοφοκλή διδάσκεται από την 1η Δεκεμβρίου (1/12) μέχρι το τέλος του διδακτικού έτους επί δύο (2) ώρες την εβδομάδα.

Περιεχόμενο α. Από το πρωτότυπο με παράλληλη χρήση μετάφρασης διδάσκονται οι στίχοι:

1-99, 280-314, 441-507, 631-725, 1064-1090.

β. Μόνο από μετάφραση και αναλυτικά διδάσκονται οι στίχοι:

162-279, 315-331, 376-440, 508-581, 726-780, 781-800, 801-943.

γ. Μόνο από μετάφραση αλλά συνοπτικά διδάσκονται οι στίχοι: 100-161, 332-375, 582-630, 944-987, 988-1063, 1091-1114, 1115-1153, 1154-1353.

Διδακτική προσέγγιση Κατά τη διδασκαλία της Αντιγόνης, και της Δραματικής Ποίησης γενικότερα, στο Λύκειο: προβάλλεται η θεατρική και λογοτεχνική διάσταση του αρχαίου δράματος (Η κατεύθυνση αυτή εξυπηρετείται αφενός από την ανάδειξη των κατά ποιόν μερών σε όλο το φάσμα της διδασκαλίας, σε συνδυασμό με τα κατά ποσόν μέρη, αφετέρου από την παρακολούθηση θεατρικών ή κινηματογραφικών αποδόσεων της τραγωδίας)∙ διδάσκεται μία σύντομη και κατατοπιστική εισαγωγή στην αρχή, για να γίνει κατανοητό το πλαίσιο όπου θα ενταχθεί η ανάγνωση των κειμένων (Η εισαγωγή συνιστά υλικό αναφοράς καθ’ όλη τη διάρκεια της διδασκαλίας του έργου) αξιοποιείται το «Λεξικό Θεατρικών Όρων», έντυπο ή ηλεκτρονικό, για την κατανόηση όρων της τραγωδίας∙ συνδυάζονται οι παραδοσιακοί τρόποι διδασκαλίας με την ομαδοσυνεργατική, τη βιωματική και τη διερευνητική/ανακαλυπτική εργασία.

(Οι διδακτικές πρακτικές πρέπει να χαρακτηρίζονται από ποικιλία και ευρηματικότητα και να ευνοούν την ανάπτυξη κριτικής σκέψης και έκφρασης. Ως ενδεικτικά παραδείγματα αναφέρονται η υιοθέτηση διαφορετικής οπτικής γωνίας, η υποστήριξη ή ανασκευή των απόψεων των τραγικών ηρώων (παιχνίδι ρόλων, αγώνας λόγων), η επαλήθευση μιας άποψης για το έργο του Σοφοκλή, η διαθεματική προσέγγιση, η θεατρική απόδοση του έργου από τους μαθητές κ.ά.) υιοθετούνται καινοτόμες διδακτικές πρακτικές με τη χρήση Τ.Π.Ε. ως μέσων κατάκτησης και μετάδοσης της γνώσης (συνδρομή μουσικής και εικόνας)∙ προτείνονται η κατασκευή εννοιολογικού χάρτη, το θεατρικό δρώμενο και η βιντεοσκόπησή του, η αξιοποίηση αγγειογραφιών, η εικονογράφηση του δράματος, η χρήση διαδραστικού πίνακα, η ηλεκτρονική συζήτηση, η σύνθεση μικροσεναρίων που υλοποιούνται με Τ.Π.Ε. κ.λπ. αξιοποιούνται οι μεταφράσεις για την προσέγγιση του πρωτοτύπου με τον ίδιο τρόπο που προτείνεται και παραπάνω για τον «Επιτάφιο»

Επισήμανση: Η δομολειτουργική προσέγγιση του κειμένου ακολουθείται σε επιλεγμένα σημεία και σχήματα λόγου, μέσω των οποίων αναδεικνύονται υφολογικές επιλογές του ποιητή και όχι σε όλη την έκταση της διδακτέας ύλης από το πρωτότυπο.
Πρόσθετες επισημάνσεις - οδηγίες για τη διδασκαλία του μαθήματος της ΑΕ Γλώσσας και Γραμματείας Β΄ Λυκείου
1. Για τη διδασκαλία του Επιταφίου οι εκπαιδευτικοί χρησιμοποιούν ως κείμενο αναφοράς (πρωτότυπο και μετάφραση) το κείμενο που υπάρχει στο σχολικό βιβλίο σε μετάφραση του Ν. Σκουτερόπουλου.
2. Για τον προγραμματισμό της διδασκαλίας του Επιταφίου σε 15 διδακτικές ώρες που προβλέπονται από το ΠΣ ενδεικτικά προτείνεται η εξής κατανομή

Εισαγωγή και κεφ. 35 και 36 από μετάφραση, μία (01) ώρα. (Δεν προτείνεται η αυτοτελής διδασκαλία της Εισαγωγής αλλά η διδακτική αξιοποίησή της παράλληλα με την προσέγγιση των επιμέρους κεφαλαίων).
Κεφ. 37-41 από το πρωτότυπο και τη μετάφραση, οκτώ (08) ώρες.
Κεφ. 42-46 από μετάφραση, μία (01) ώρα.
Γενική θεώρηση, δύο (02) ώρες.
Προεκτάσεις, συγκριτική εξέταση με άλλα κείμενα, τρεις (03) ώρες.
Για τη διευκόλυνση των εκπαιδευτικών παρατίθεται μια ενδεικτική επιλογή από σενάρια διδασκαλιών για τον «Επιτάφιο» και την «Αντιγόνη» από τον δικτυακό τόπο «Πρωτέας»