Θουκυδίδη, Επιτάφιος Περικλή, Κεφάλαιο 37 ///ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ και ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΠΗΓΕΣ : http://www.fhw.gr/chronos/05/gr/politics/343isotita.html

http://www.fhw.gr/chronos/05/gr/politics/322synedries.html

https://latistor.blogspot.com/2022/07/37.html



KEIMENO
37. «Χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους, παράδειγμα δὲ μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τισὶν ἢ μιμούμενοι ἑτέρους. καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ’ ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται· μέτεστι δὲ κατὰ μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον, κατὰ δὲ τὴν ἀξίωσιν, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους τὸ πλέον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ’ ἀρετῆς προτιμᾶται, οὐδ’ αὖ κατὰ πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθὸν δρᾶσαι τὴν πόλιν, ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυται. ἐλευθέρως δὲ τά τε πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν καὶ ἐς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, οὐ δι’ ὀργῆς τὸν πέλας, εἰ καθ’ ἡδονήν τι δρᾷ, ἔχοντες, οὐδὲ ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ τῇ ὄψει ἀχθηδόνας προστιθέμενοι. ἀνεπαχθῶς δὲ τὰ ἴδια προσομιλοῦντες τὰ δημόσια διὰ δέος μάλιστα οὐ παρανομοῦμεν, τῶν τε αἰεὶ ἐν ἀρχῇ ὄντων ἀκροάσει καὶ τῶν νόμων, καὶ μάλιστα αὐτῶν ὅσοι τε ἐπ’ ὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων κεῖνται καὶ ὅσοι ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν».

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
37. Ἔχουμε πολίτευμα ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ ἀντιγράφει τοὺς θεσμοὺς τῶν ἄλλων. μάλλον οἱ ἴδιοι ἀποτελοῦμε ὑπόδειγμα γιὰ ἄλλους παρὰ μιμούμαστε ἄλλους. Καὶ ὀνομάζεται τὸ πολίτευμα αὐτό, ἐπειδὴ δὲν ἀποβλέπει στὸ συμφέρον τῶν λίγων ἀλλὰ τῶν πολλῶν, δημοκρατία. Σχετικὰ μὲ τὶς ἰδιωτικὲς διαφορές, οἱ νόμοι τὶς ἀντιμετωπίζουν ὅλες μὲ βάση τὴν ἰσότητα, σχετικὰ πάλι μὲ τὴν προσωπικὴ ἀνάδειξη στὰ δημόσια ἀξιώματα, καθένας προτιμᾶται ἀνάλογα μὲ τὴν ἐκτίμηση ποὺ ἔχει μὲ βάση ὄχι τὴν κοινωνικὴ τάξη ἀλλὰ τὴν ἀξία του˙ οὔτε πάλι ἡ φτώχεια μὲ τὴν ἀσημότητα ποὺ τὴ συνοδεύει ἔχει ἀποτελέσει ἐμπόδιο γιὰ κάποιον ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ πράξει κάτι καλὸ γιὰ τὴν πόλη. Ὡς ἐλεύθεροι ἄνθρωποι συμπεριφερόμαστε στὴ δημόσια ζωὴ καὶ στὶς μεταξὺ μας καθημερινὲς σχέσεις χωρὶς καχυποψία, χωρὶς νὰ ὀργιζόμαστε μὲ τὸ γείτονα, ἐὰν κάνει κάτι ἐπειδὴ ἔτσι τοῦ ἀρέσει, οὔτε τοῦ κατεβάζουμε τὰ μοῦτρα, πράγμα πού, ἂν δὲν τὸν βλάπτει, πάντως τὸν στενοχωρεῖ. Καὶ ἐνῶ στὴν ἰδιωτική μας ζωὴ συμπεριφερόμαστε χωρὶς νὰ ἐνοχλοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, στὴ δημόσια δὲν παραβαίνουμε τὸ νόμο, ἀπὸ σεβασμὸ προπάντων, πειθαρχώντας καὶ στοὺς ἄρχοντες ποὺ ἔχουμε κάθε φορὰ καὶ στοὺς νόμους, καὶ μάλιστα σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν θεσπιστεῖ γιὰ τὴν προστασία τῶν ἀδικουμένων, ὅπως ἐπίσης σὲ ἐκείνους πού, ἂν καὶ ἄγραφοι, φέρνουν κατὰ κοινὴ ὁμολογία ντροπὴ σὲ ὅποιον τοὺς παραβαίνει
.

 

 Εκκλησία του δήμου συνεδρίαζε συνολικά περίπου σαράντα φορές το χρόνο, σε τέσσερις τακτικές συνεδριάσεις στη διάρκεια κάθε μήνα (το αττικό έτος ήταν χωρισμένο σε 10 μήνες). Εκτός από τις τακτές γίνονταν και έκτακτες συνεδριάσεις, οι σύγκλητοι ή εκκλησίες φόβου και ταραχής, κάτω από την απειλή ή το πλήγμα μιας κοινής συμφοράς. Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. συνεδρίαζαν στην Πνύκα -ένα χαμηλό λόφο στα δυτικά της ακρόπολης- όπου υπήρχε και βωμός του Διός Αγοραίου, ενώ κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. στο θέατρο του Διονύσου.

 

Ισότητα στην αθηναϊκή δημοκρατία σήμαινε την πεποίθηση ότι όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα να συμμετέχουν στα κοινά, δηλαδή να μιλούν σε πολιτικές συνελεύσεις, να αναλαμβάνουν τα αξιώματα της πόλης τους και να έχουν την ίδια αντιμετώπιση από το νόμο (Θουκυδίδης, Iστοριών 2.37).

Η έννοια της ισότητας ήταν ακραιφνώς πολιτική και δεν κάλυπτε τον κοινωνικό και οικονομικό τομέα της ζωής των πολιτών. Οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι αποκλείονταν από τη συμμετοχή στα κοινά, επειδή δεν είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Η ίδρυση κληρουχιών ανακούφισε τα ασθενέστερα κυρίως οικονομικά στρώματα της Αθήνας ικανοποιώντας το αίτημά τους για εύρεση γης. Δεν προσπάθησε, όμως, ούτε να εξισώσει οικονομικά τους Αθηναίους, ούτε και να τους κάνει να απολαμβάνουν ίσα οικονομικά προνόμια. Ο πλούτος -ή τουλάχιστον η ευπορία- ήταν απαραίτητη προϋπόθεση, για να μπορεί ένας πολίτης να συμμετέχει ενεργά στα κοινά και για το λόγο αυτό οι πολίτες που ασχολήθηκαν συστηματικά με την πολιτική δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα επιβίωσης.

 

Αν και τυπικά η ισηγορία, δηλαδή η ισότητα στο δικαίωμα του λόγου, ανήκε σε όλους τους πολίτες και αποτελούσε προϋπόθεση για την ενεργό συμμετοχή τους στην Εκκλησία του δήμου, στην πράξη όμως τη δυνατότητα αυτή την είχαν σχεδόν αποκλειστικά οι κάτοικοι της Αθήνας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι εκείνοι που ζούσαν στην ύπαιθρο δεν μπορούσαν να μεταβαίνουν εύκολα στο άστυ, για να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του δήμου, εξαιτίας κυρίως της απόστασης. Παράλληλα, η άσκηση κάποιου αξιώματος απαιτούσε την αφιέρωση ενός σημαντικού μέρους από τον προσωπικό χρόνο του πολίτη, κάτι που δεν ήταν οικονομικά εφικτό για τους φτωχότερους Αθηναίους, οι οποίοι στήριζαν τη διαβίωσή τους στην προσωπική καθημερινή τους εργασία. Ο δικαστικός και ο βουλευτικός μισθός τον 5ο αιώνα π.Χ., καθώς και ο εκκλησιαστικός κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., ήταν σχετικά μικροί και απλώς υποβοήθησαν, χωρίς ωστόσο να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά τις δυσκολίες που εμπόδιζαν την ενεργό συμμετοχή των κατώτερων οικονομικά στρωμάτων στα κοινά.
Οι συνεδριάσεις άρχιζαν πολύ νωρίς το πρωί και τελείωναν, συνήθως, με τη δύση του ηλίου. Πριν αρχίσει η συνεδρία, θυσίαζαν ένα χοίρο με το αίμα του οποίου οριοθετούσαν κυκλικά το χώρο μέσα στον οποίο βρίσκονταν οι πολίτες. Στη συνέχεια, ο κήρυκας διάβαζε τα προβουλεύματα της Βουλής των 500, ακολουθούσε η προχειροτονία και ο κήρυκας ρωτούσε: "ποιος ζητά το λόγο"; Τυπικά ίσχυε η αρχή της ισηγορίας, αλλά αγόρευαν σχεδόν αποκλειστικά οι ρήτορες. Ο πολίτης που καλούνταν στο βήμα έβαζε στο κεφάλι του ένα στεφάνι από μυρτιά και γινόταν με τον τρόπο αυτό απαραβίαστος και ιερός, αλλά είχε και την ευθύνη να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στις εισηγήσεις του, εφόσον μπορούσε να παρασύρει το δήμο. Για το λόγο αυτό στα ψηφίσματα γινόταν μνεία του ονόματος εκείνου που είχε κάνει τη συγκεκριμένη πρόταση, ο τάδε είπεν, οπότε μπορούσε να τιμωρηθεί, αν αργότερα αποδεικνυόταν ότι η εισήγησή του δεν ήταν σωστή. Η ψηφοφορία γινόταν με χειροτονία, δηλαδή με ανάταση των χεριών, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν μυστική.

 

Η πρώτη από τις τέσσερις συνεδριάσεις κάθε πρυτανείας λεγόταν "κυρία Εκκλησία" και είχε καθορισμένα θέματα συζήτησης, όπως την επιχειροτονία, την έγκριση, δηλαδή την ψηφοφορία για την κρίση της ορθής διοίκησης των αρχόντων, τον επισιτισμό της πόλης, την άμυνα των συνόρων του κράτους, τις εισαγγελίες -δηλαδή τις καταγγελίες των πολιτών για έσχατη προδοσία, από τις οποίες οι πιο γνωστές περιπτώσεις ήταν η παρώδηση των ελευσίνιων μυστηρίων και του ακρωτηριασμού των Ερμών κατά τις παραμονές της σικελικής εκστρατείας (415 π.Χ.)- την οστρακοφορία και την πολιτογράφηση ενός ατόμου.

 

Ερμηνευτικές ερωτήσεις

1Ποια εναι τα γνωρσματα του πολιτεματος της Αθνας, πως προσδιορζονται απ τον Περικλ;Ένα πρώτο γνώρισμα του πολιτεύματος της Αθήνας είναι η πρωτοτυπία του, εφόσον αυτό δεν αντλεί στοιχεία από πολιτεύματα άλλων, αλλά έχει δημιουργηθεί στην Αθήνα και λειτουργεί ως υπόδειγμα για τους άλλους. Έτσι, όπως οι ίδιοι οι Αθηναίοι είναι αυτόχθονες, κατά τον ίδιο τρόπο και το πολίτευμά τους διαμορφώθηκε από εκείνους μέσα στο πλαίσιο της πόλης τους. Πρόκειται, συνάμα, για ένα πολίτευμα που υπηρετεί το συμφέρον όχι των λίγων αλλά των πολλών, γι’ αυτό και ονομάζεται «δημοκρατία». Σε αυτό, δηλαδή, την εξουσία την έχει ο δήμος, οι πολίτες της Αθήνας, και όχι κάποια ολιγάριθμη ομάδα ατόμων. Παραλλήλως, βασικό γνώρισμα του πολιτεύματος αυτού είναι πως διασφαλίζει την ισότητα όλων των πολιτών απέναντι στο νόμο, χωρίς να παραγνωρίζει την ιδιαίτερη αξία και ταυτότητα κάθε ατόμου, όταν πρόκειται για την ανάδειξη στα δημόσια αξιώματα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αν και όλοι οι πολίτες θεωρούνται ισότιμοι απέναντι στο νόμο, λαμβάνεται υπόψη η αξιοκρατία σε ό,τι αφορά τις προσωπικές τους δυνατότητες, ώστε να αναλαμβάνουν αξιώματα οι καλύτεροι κάθε φορά. Η αξιοκρατία, μάλιστα, δεν επηρεάζεται από ζητήματα, όπως είναι η κοινωνική τάξη και η περιουσία των ατόμων, εφόσον οι αξιότεροι πολίτες αναζητούνται με βάση το καλό που μπορούν να προσφέρουν στην πόλη τους, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση. Έτσι, ακόμη κι αν κάποιος είναι φτωχός και άσημος μπορεί να αναλάβει ένα δημόσιο αξίωμα, εφόσον είναι ο καλύτερος για τη συγκεκριμένη θέση.2. Πώς εξηγεί ο Περικλής το όνομα του αθηναϊκού πολιτεύματος και ποιο είναι το περιεχόμενό του;Ο Περικλής ορίζει το πολίτευμα της Αθήνας ως «δημοκρατία», καθώς στόχος του πολιτεύματος αυτού είναι να υπηρετείται το συμφέρον των πολλών («δήμος» = πολίτες, λαός) και όχι των λίγων. Πρόκειται για ένα πρωτότυπο πολίτευμα στο πλαίσιο του οποίου όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στον νόμο, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση. Συνάμα, στο πλαίσιο της δημοκρατίας κάθε πολίτης έχει τη δυνατότητα να αναλάβει κάποιο δημόσιο αξίωμα με κριτήριο την προσωπική του ικανότητα και όχι την οικονομική του κατάσταση. Έτσι, ακόμη κι αν κάποιος είναι φτωχός και άσημος έχει την ευκαιρία να αναδειχθεί, αν διαθέτει ικανότητες που θα ωφελήσουν την πόλη.3Με βση ποιες αρχς προσδιορζεται η συμμετοχ των πολιτν στις λειτουργες του πολιτεματος και στα κρατικ αξιματα;

Στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος η ανάδειξη ενός πολίτη σε δημόσιο αξίωμα δεν εξαρτάται από την κοινωνική του τάξη ή από την περιουσία του. Κριτήριο για την επιλογή του αποτελεί η εκτίμηση που έχουν οι συμπολίτες του στην προσωπική του αξία και στις ικανότητές του. Κατ’ αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται πως κάθε άξιος και ικανός πολίτης, που μπορεί να προσφέρει ουσιαστικές υπηρεσίες στην πόλη, έχει τη δυνατότητα να αναλάβει κάποιο αξίωμα, χωρίς να τον εμποδίζει η οικονομική του κατάσταση. Υπ’ αυτή την έννοια, στη δημοκρατία οι πολίτες είναι μεν ίσοι απέναντι στο νόμο, αλλά δεν εξισώνονται σε ό,τι αφορά την προσωπική τους αξία. Οι άριστοι, οι ικανοί και οι χαρισματικοί πολίτες μπορούν να διακριθούν και να αναδειχθούν ανεξάρτητα από το αν είναι φτωχοί ή πλούσιοι.

4Με ποια επιχειρματα ο Περικλς υποστηρίζει ότι οι διαπροσωπικς σχσεις των Αθηναων πολιτν της εποχς του διαπνέονταν από ελευθερία;

Οι Αθηναίοι στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, όπως και σε ό,τι αφορά τη σχέση τους με το κράτος, δρουν με ελευθερία («ἐλευθέρως»), η οποία αποτελεί το κύριο γνώρισμα του πολιτεύματός τους. Ενδιαφέρον, μάλιστα, έχει το ρήμα «πολιτεύομεν» που χρησιμοποιεί ο ρήτορας, εφόσον μέσω αυτού υποδηλώνεται πως ακόμη και στις καθημερινές τους συναναστροφές οι Αθηναίοι λειτουργούν ως πολίτες, με υπευθυνότητα, δηλαδή, και σεβασμό. Οι Αθηναίοι, λοιπόν, συναναστρέφονται με πνεύμα ελευθερίας, χωρίς να είναι καχύποπτοι ο ένας απέναντι στον άλλο, γεγονός που διασφαλίζει υψηλή ποιότητα στις σχέσεις τους. Δεν έχουν, δηλαδή, την αίσθηση πως οι άλλοι τους ελέγχουν και πως είναι συνεχώς δύσπιστοι απέναντι σε κάθε τους δράση.
Παραλλήλως, οι Αθηναίοι σέβονται τα δικαιώματα των συνανθρώπων τους και στέκουν με διακριτικότητα και σεβασμό απέναντί τους. Έτσι, αν ο γείτονάς τους κάνει κάτι απλώς και μόνο γιατί τον ευχαριστεί, εκείνοι δεν εξοργίζονται μαζί του, ούτε δυσανασχετούν απέναντί του. Κατ’ αυτό τον τρόπο, κάθε πολίτης αισθάνεται ελεύθερος να πράττει όπως επιθυμεί, αφού γνωρίζει πως δεν θα έρθει αντιμέτωπος με τη δυσαρέσκεια των άλλων, η οποία θα του δημιουργούσε αρνητικά συναισθήματα.
Η ελευθερία, επομένως, ο σεβασμός και η διακριτικότητα αποτελούν βασικά γνωρίσματα των καθημερινών συναναστροφών των Αθηναίων, προσδίδοντας στις διαπροσωπικές τους σχέσεις τη ζητούμενη αίσθηση αλληλοσεβασμού.

5Ποια εναι τα χαρακτηριστικ της πολιτικς αγωγς των Αθηναων;

Ο σεβασμός ιδίως των νόμων που προστατεύουν τους αδικουμένους και η τήρηση των άγραφων νόμων. Οι άγραφοι νόμοι αποτελούσαν αντικείμενο σεβασμού από όλους και όριζαν ευλάβεια προς τους θεούς, συμπεριφορά που θα αποδίδει τον προσήκοντα σεβασμό στους γονείς, ανταπόδοση της ευεργεσίας και παροχή φιλοξενίας στους ξένους.

(Βλ. W. K. C. Guthrie, Οι Σοφιστές, μτφρ. Δ. Τσεκουράκης, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1991, σσ. 157-158).

6Ποιο εναι το περιεχμενο της λξης «δος»;

Με τη λέξη «δέος» ο ρήτορας δηλώνει την αίσθηση σεβασμού που διακατέχει τους Αθηναίους πολίτες και τους οδηγεί στον να πειθαρχούν στους εκάστοτε άρχοντες της πόλης, καθώς και στους νόμους είτε αυτοί συνιστούν ψηφίσματα της πόλης είτε αυτοί ανήκουν στο άγραφο ηθικό δίκαιο. Η έννοια του σεβασμού έχει ιδιαίτερη σημασία στη ζωή των Αθηναίων και τους διακρίνει από άλλους πολίτες, καθώς φανερώνει το επίπεδο της πολιτικής τους ωριμότητας. Πειθαρχούν, έτσι, στους νόμους και στους άρχοντες όχι γιατί φοβούνται πως θα υποστούν πιθανές κυρώσεις, αλλά γιατί αναγνωρίζουν και κατανοούν την αξία των νόμων για την εύρυθμη λειτουργία της πόλης. Οι Αθηναίοι, επομένως, δεν ακολουθούν τους νόμους εξαναγκαστικά και λόγω φόβου, αλλά γιατί κατανοούν και σέβονται αυτοβούλως τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζουν στην οργάνωση και στη λειτουργία της πόλης.

7Με ποιο τρπο ο Αθηναος πολτης αποφεγει την παρανομα;

[«Ἀκροάσει τῶν νόμων» και με την αναγνώριση του γεγονότος ότι αυτοί θεσπίστηκαν «ἐπ’ ὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων». Επίσης με την επίδειξη του προσήκοντος σεβασμού προς τους άγραφους νόμους οι οποίοι «ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν».]

Οι Αθηναίοι δεν παρανομούν, διότι δείχνουν σεβασμό τόσο απέναντι στους άρχοντές τους όσο και απέναντι στους νόμους και ιδίως σε εκείνους που έχουν θεσπιστεί για την προστασία των αδικούμενων συμπολιτών τους. Το γεγονός, μάλιστα, πως ό,τι τους οδηγεί στο να πειθαρχούν στους νόμους είναι ο σεβασμός στην αξία των νόμων και όχι ο φόβος, όπως συμβαίνει σε άλλες πόλεις, αναδεικνύεται δραστικά από το βαθύ αίσθημα ντροπής που τους προκαλεί οποιαδήποτε τυχόν παράβαση των άγραφων νόμων, έστω κι αν η παραβίαση των συγκεκριμένων νόμων δεν συνοδεύεται από νομικές κυρώσεις.

8. «οὐ ζηλούσῃ», «παράδειγμα ὄντες», «οὐ μιμούμενοι»: Τι επιδικει να δηλώσει με τις φράσεις αυτές ο ρήτορας;

Ο ρήτορας τονίζει με τις φράσεις αυτές την υπεροχή του δημοκρατικού πολιτεύματος της Αθήνας. Πρόκειται, άλλωστε, για ένα πρωτότυπο πολίτευμα δημιουργημένο από τους ίδιους τους Αθηναίους, το οποίο δεν αντιγράφει στοιχεία άλλων πολιτευμάτων, εφόσον βασίζεται στη θέληση και στην πολιτική ωριμότητα των Αθηναίων. Οι Αθηναίοι, μάλιστα, χάρη ακριβώς στην πολιτική τους αγωγή λειτουργούν ως υπόδειγμα για τους άλλους και δεν τους μιμούνται. Έχει ενδιαφέρον, συνάμα, να προσεχθεί η εναλλαγή υποκειμένων στις φράσεις αυτές, μέσω της οποίας ο ρήτορας επιχειρεί να υποδηλώσει τη στενή σύνδεση ανάμεσα στους πολίτες και στο πολίτευμά τους. Έτσι, ενώ η πρώτη φράση έχει ως υποκείμενο το πολίτευμα της Αθήνας, οι δύο επόμενες έχουν ως υποκείμενο τους Αθηναίους. Κατ’ αυτό τον τρόπο διαφαίνεται πως το πολίτευμα αυτό δεν θα μπορούσε να έχει δημιουργηθεί πουθενά αλλού, εφόσον μόνο στην Αθήνα οι πολίτες είχαν τις αναγκαίες πνευματικές και ηθικές ποιότητες που απαιτούνταν για την ορθή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

9. «παράδειγμα δέ μᾶλλον αὐτοί ὄντες τισίν ἤ μιμούμενοι ἑτέρους»: Τι υποστηρζει ο Περικλς με τη φρση αυτ και ποιος νομίζετε ότι εναι ο στχος του;

Ο Περικλής υποστηρίζει εδώ την ανωτερότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος της Αθήνας, που οφείλεται, κατά τη γνώμη του, στο γεγονός ότι οι νόμοι και οι θεσμοί του δεν αποτελούν προϊόν αντιγραφής νομοθεσιών άλλων πόλεων. Είναι νόμοι που δημιουργήθηκαν στην Αθήνα από γνήσιους Αθηναίους. Στους νόμους αυτούς οφείλει την υπεροχή της έναντι των άλλων πόλεων για τις περισσότερες από τις οποίες αποτελεί πρότυπο. Με το «ἑτέρους» εννοεί τις ελληνικές πόλεις που αντέγραφαν το πολίτευμα της Αθήνας. Με το «τισίν» εννοεί τους Ηλείους, τους Αργείους, τους Συρακουσίους και τις Ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. Δεν είναι όμως ισχυρή η άποψη κατά την οποία εννοεί και την πρεσβεία των Ρωμαίων που το 454 π.Χ. ήρθε στην Αθήνα, για να μελετήσει τη νομοθεσία της πόλης (βλ. Α. Γεωργοπαπαδάκου, Εκλεκτά μέρη από τον Θουκυδίδη, εκδ. Μάλλιαρης – Παιδεία, Αθήνα, 21986, σσ. 109-110). Επίσης ο Περικλής, δεν εννοεί εδώ τους Σπαρτιάτες οι οποίοι και αυτοί υπερηφανεύονταν για την αυτοχθονία των νόμων τους και για τον νομοθέτη τους Λυκούργο, ο οποίος «οὐ μιμησάμενος τάς ἄλλας πόλεις ἀλλά καί ἐναντίᾳ γνούς τοῖς πλείστοις προέχουσαν εὐδαιμονίᾳ τήν πατρίδαν ἐπέδειξεν» (Ξενοφ. Λακεδ. Πολιτεία 1, 2).

10. «ἐπ’ ἀρετῆς»: Με ποια σημασία χρησιμοποιείται στο κείμενο η λέξη από τον Θουκυδίδη;

Η λέξη «ἀρετή» εδώ δεν έχει τη σημασία της γενναιότητας, της ανδρείας αλλά υποδηλώνει την ικανότητα για άσκηση πολιτικής εξουσίας. Κατά τον Ι. Θ. Κακριδή το περιεχόμενο της λέξης «δεν έχει χάσει ακόμα το αριστοκρατικό του χρώμα και τη σχέση του με τους ἀρίστους». Αποδίδοντας δε τη σκέψη του Θουκυδίδη υποστηρίζει ότι στην Αθήνα παράλληλα με την ισονομία ισχύει το αξίωμα των ολίγων. Την πολιτεία δε την κυβερνά οποιοσδήποτε από τη σειρά αλλά μόνο όποιος συγκεντρώνει τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την αρετή, τις ικανότητες δηλαδή που απαιτεί και προϋποθέτει μια τέτοια λειτουργία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Αθήνα συνθέτει τις αντιθέσεις των δύο μεγάλων πολιτικών παρατάξεων, της αριστοκρατίας και της δημοκρατίας (Ι. Θ. Κακριδής, ό.π., σσ. 26-27).

Περισσότερα στοιχεία για την αρετή, βλ. W. K. C. Guthrie, ό.π., σσ. 304-317. Επίσης, J. B. Bury, ό.π., σ. 122 κ.ε.).

11Να εντοπσετε τα σημεα του κειμνου που αναφρονται στην υπακο στους ρχοντες και στην πειθαρχα των νμων.

«… τὰ δημόσια δι δέος μάλιστα ο παρανομομεντν τε αε ν ρχ ντων κροάσει κα τν νόμων, καὶ μάλιστα ατν σοι τε π’ φελί τν δικουμένων κενται καὶ σοι γραφοι ντες ασχύνην μολογουμένην φέρουσιν».

Με αίσθημα σεβασμού απέναντι στους εκάστοτε άρχοντες και στους νόμους οι Αθηναίοι πολίτες δεν παρανομούν. Δίνουν, μάλιστα, ιδιαίτερη σημασία σε εκείνους τους νόμους που έχουν θεσπιστεί για να προφυλάξουν τους αδικούμενους πολίτες, καθώς και στους άγραφους νόμους, η παραβίαση των οποίων δεν επισύρει νομικές κυρώσεις, προκαλεί όμως μεγάλη ντροπή.

12. «οὐκ ἀπό μέρους τό πλέον ἐς τά κοινά ἤ ἀπ’ ἀρετῆς προτιμᾶται οὐδ’ αὖ κατά πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθόν δρᾶσαι την πόλιν, ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυται»: Να αναλύσετε τα στοιχεία του αποσπάσματος που αναφρονται στην αξιοκρατα ως να απ τα βασικτερα χαρακτηριστικ της αθηναϊκς δημοκρατας.

Στην αθηναϊκή δημοκρατία βασικό χαρακτηριστικό είναι η δυνατότητα διάκριση και ανάδειξης των άξιων και των άριστων πολιτών, η δράση των οποίων είναι επωφελής για το κοινό καλό. Όπως δηλώνεται μέσω σχήματος αντίθεσης («οὐκ ἀπό μέρους», «ἀπ’ ἀρετῆς») η ανάδειξη αυτή δεν βασίζεται στην κοινωνική τους τάξη, αλλά στην προσωπική τους αξία. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι πολίτες που μπορούν να ωφελήσουν την πόλη δεν παρεμποδίζονται από την ασημότητα (ἀφανείᾳ) που συχνά συνοδεύει τη φτώχεια. Προσέχουμε, μάλιστα, πως ο ρήτορας χρησιμοποιεί ένα θετικό ρήμα («προτιμᾶται») και ένα αρνητικό («κεκώλυται»), για να τονίσει εμφατικά τη δυνατότητα του αξιοκρατικού συστήματος να ξεχωρίζει και να προωθεί τους άριστους πολίτες ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση.

13Ποια εναι τα στοιχεα της ιδιωτικς ζως των Αθηναων και πς επιδρον στην ψυχικ τους διθεση;

Η ιδιωτική ζωή των Αθηναίων διακρίνεται από υπεύθυνη και έλλογη ελευθερία, η οποία τους επιτρέπει να δρουν αυτοβούλως και ελεύθερα, χωρίς να αισθάνονται πως τους περιορίζει ή τους επικρίνει κανείς. Οι πολίτες της Αθήνας, άλλωστε, έχουν αποκτήσει -χάρη στο πολίτευμά τους- ορισμένες καίριες ποιότητες, οι οποίες τους παρέχουν τη δυνατότητα να βιώνουν το αίσθημα της ελευθερίας με θεμιτό και ουσιαστικό τρόπο. Ειδικότερα, οι Αθηναίοι στέκουν απέναντι στον συμπολίτη τους με σεβασμό, διακριτικότητα και αξιοπρέπεια, απαλλαγμένοι από τις συμπλεγματικές εκείνες συμπεριφορές που συναντώνται σε περιοχές περιορισμένης ή μη εμπεδωμένης δημοκρατικής συνείδησης. Παραλλήλως, οι Αθηναίοι κατανοούν πως η ελευθερία τους οφείλει να είναι έλλογη, να βιώνεται δηλαδή με αίσθημα ευθύνης και να έχει όρια, ώστε να μην παρεμποδίζεται η ελευθερία των άλλων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι Αθηναίοι στην ιδιωτική τους ζωή έχουν διασφαλίσει ποιοτικές διαπροσωπικές σχέσεις και μπορούν να απολαμβάνουν την καθημερινότητά τους με αίσθημα ελευθερίας, στοιχεία που ενισχύουν την ευδαιμονία του βίου τους.

14Ποια θση κατεχαν οι γραφοι νμοι στην αρχαα Αθνα και πς επηραζαν την ιδιωτικ και δημσια ζω των πολιτν;

Πρέπει βεβαίως να υπενθυμίσουμε ότι οι άγραφοι νόμοι που αναφέρει ο Περικλής δεν έρχονται σε αντίθεση με την εξουσία της πόλης, αλλά συνυπάρχουν με τους θετούς νόμους. Επίσης οι άγραφοι νόμοι που επικαλείται ο Περικλής, δεν ενέχουν το στοιχείο της θρησκευτικότητας, όπως στο Σοφοκλή, αλλά αποτελούν ανθρώπινο έθιμο(Βλ. W. K. C. Guthrie, ό.π., σ. 157. Επίσης Β. Κωνσταντινπουλου, .π., σ. 90).

15Για ποιους λγους ο Θουκυδδης υμνε με τση μφαση το πολτευμα της Αθνας;

Ο Θουκυδίδης επιλέγει τον συγκεκριμένο επιτάφιο λόγο για να παρουσιάσει τον ύμνο του δημοκρατικού πολιτεύματος, ώστε να αποδώσει την εκφώνησή του στον άνθρωπο που οδήγησε τη δημοκρατία στο υψηλότερο σημείο της, στον Περικλή. Το πρώτο έτος του πολέμου, προτού προκύψουν οι ήττες των Αθηναίων και προτού πεθάνει ο Περικλής αποτελούν την κατάλληλη χρονική στιγμή για να παρουσιαστεί ο ίδιος ο Περικλής να εξυμνεί τις αρετές του πολιτεύματος που τόσο πιστά υπηρέτησε.
Ο ύμνος της δημοκρατίας αποτελεί μια έμμεση τιμή για τους νεκρούς του πολέμου, εφόσον υπενθυμίζεται στους ακροατές/αναγνώστες αφενός το πολίτευμα που τους προσέδωσε τις αρετές της ανδρείας και της αρετής κι αφετέρου η σφοδρή επιθυμία των ανδρών αυτών να υπερασπιστούν την πόλη και το πολίτευμά τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, βέβαια, επιτυγχάνεται και ο παραδειγματισμός των ακροατών του επιτάφιου αυτού λόγου, εφόσον συνειδητοποιούν πως οφείλουν κι εκείνοι να υπερασπιστούν με σθένος την πολιτεία που τους έχει διασφαλίσει ένα εξαίρετο πολίτευμα και μιας υψηλής ποιότητας διαβίωση. Ο έπαινος της δημοκρατίας, επομένως, λειτουργεί από τη μία αυτόνομα, εφόσον το πολίτευμα αυτό αποτελεί το αρτιότερο πολίτευμα της εποχής, κι από την άλλη υπηρετεί τον σκοπό της παρακίνησης των ακροατών, στη σκέψη των οποίων έρχονται τα όσα σημαντικά θα χάσουν αν ηττηθούν στον πόλεμο.

16Το αξιοκρατικ σστημα στην Αθνα λειτουργοσε πως ακριβς το παρουσιζει ο ΘουκυδδηςΝα αιτιολογήσετε την άποψή σας.

Ο Θουκυδίδης επιδιώκοντας να εξυμνήσει την αθηναϊκή δημοκρατία οδηγείται σε ορισμένες εξιδανικεύσεις και παρουσιάζει τα πράγματα όπως θα έπρεπε να λειτουργούν και όχι ακριβώς όπως λειτουργούσαν. Υπ’ αυτό το πρίσμα είναι πολύ πιθανό πως σαφώς θα υπήρχαν περιπτώσεις παραβίασης της αξιοκρατίας, δοθείσης, για παράδειγμα, της δυνατότητας των πλούσιων πολιτών να επηρεάσουν ή και να εξαγοράσουν τις ψήφους των φτωχότερων συμπολιτών τους. Επιπροσθέτως, αξίζει να σημειωθεί πως το αξιοκρατικό αυτό σύστημα αφορούσε μόνο τους γνήσιους Αθηναίους πολίτες και όχι το σύνολο των κατοίκων της πόλης.

17Ποια εναι τα πολιτεματα της αρχαιτητας και ποιες εναι οι παρεκβσεις τους;

Με βάση των διαχωρισμό των πολιτευμάτων, όπως τον καταγράφει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά, υπάρχουν εκείνα τα πολιτεύματα που αποσκοπούν στο κοινό καλό και εκείνα που υπηρετούν τα συμφέροντα μεμονωμένων ατόμων ή ομάδων.
α) η βασιλεία/μοναρχία, στο πλαίσιο της οποίας ένας συνετός άρχοντας λειτουργεί προς όφελος του συμφέροντος του συνόλου των πολιτών, αλλά και η παρέκβαση του συγκεκριμένου πολιτεύματος, η τυραννίδα, στο πλαίσιο της οποίας ένας άρχοντας κυβερνά με σκοπό να εξυπηρετήσει τον δικό του πλουτισμό και την προσωπική του ματαιοδοξία.
β) η αριστοκρατία, στο πλαίσιο της οποίας εξουσιάζουν οι άριστοι πολίτες και αξιοποιούν τις ικανότητές τους για να ωφεληθεί η πόλη, αλλά και η παρέκβαση του πολιτεύματος αυτού, η ολιγαρχία, στο πλαίσιο της οποίας την εξουσία την έχουν λίγοι πλούσιοι, οι οποίοι υπηρετούν το δικό τους συμφέρον.
γ) η πολιτεία, η θετική μορφή της δημοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίας ο έλεγχος βρίσκεται στα χέρια των πολιτών μέσης οικονομικής κατάστασης και κατ’ επέκταση οι αποφάσεις που λαμβάνονται είναι πιο συνετές, καθώς και οι οχλοκρατία, η αρνητική μορφή της δημοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίας ο έλεγχος βρίσκεται στα χέρια των φτωχότερων πολιτών με αποτέλεσμα να απουσιάζει η σύνεση στη λήψη αποφάσεων.

18Πώς εφαρμοζόταν η ισότητα στα πλαίσια του δημοκρατικού πολιτεύματος της Αθήνας;

Η ισότητα στα πλαίσια του δημοκρατικού πολιτεύματος της Αθήνας έχει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. Δεν είναι έννοια που ίσχυε σε όλες γενικώς τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής. Αντίθετα, στην Αθήνα υπήρχαν μεγάλες κοινωνικές ανισότητες. Ίσχυε μόνο στα πολιτικά δικαιώματα. Βεβαίως ίσχυε και στη συμμετοχή στις δημόσιες συζητήσεις. Στον Επιτάφιο του Περικλή η επίκληση στην ισότητα γίνεται, για να φανεί η μη διάκριση σε πλούσιους και φτωχούς, κατά την άσκηση των πολιτικών λειτουργημάτων και τη διεκδίκηση των δημοσίων αξιωμάτων. (Βλ. σχετικά στο J. Romilly, Γιατί η Ελλάδα, μτφρ. Α. Μ. Αθανασίου – Κ. Μηλιαρέση, εκδ. ΤΟ ΑΣΤΥ, Αθήνα 1996, σσ. 110-111). O Guthrie (ό.π., σσ. 110-111) αναφερόμενος στο ίδιο θέμα επισημαίνει ότι: «Οι όροι ίσος και ισότης είναι τα πιο συχνά συνθήματα στα μέσα και στο τέλος του 5ου αιώνα, και το ιδεώδες είναι ίσα πολιτικά και νομικά δικαιώματα. Ο Περικλής λέει ότι στην αθηναϊκή δημοκρατία η δύναμη βρίσκεται στα χέρια του λαού, στις ιδιωτικές τους διαφορές όλοι έχουν ίσα δικαιώματα απέναντι στο νόμο, και τα δημόσια αξιώματα απονέμονται όχι σύμφωνα με κάποιο σύστημα που βασίζεται σε ταξικές διακρίσεις, αλλά με βάση μόνο την προσωπική αξία, ενώ η φτώχεια ποτέ δε στάθηκε εμπόδιο για τις δημόσιες θέσεις. Η νέα έμφαση που δίνεται στην ισότητα ως ιδεώδες φαίνεται ίσως πιο καθαρά στις τραγωδίες του Ευριπίδη…». (Για την πολιτική και κοινωνική ισότητα βλ. W. K. C. Guthrie, ό.π., σσ. 188-195).

19Ποια είναι η συμβολή του πνεύματος ανεκτικότητας στη διαπροσωπική επικοινωνία των Αθηναίων, σύμφωνα με το ρήτορα;

Ο ρήτορας μετά την αναφορά του στην πολιτική δράση περνά στην καθημερινή πρακτική. Υπενθυμίζει ότι η διαπροσωπική επικοινωνία των Αθηναίων είναι υγιής, δεν υποβλέπει ο ένας τον άλλο, δε θυμώνουν με τους γείτονες, υπακούουν στους νόμους από εσωτερικό σεβασμό και όχι από φόβο και κυρίως τηρούν τους νόμους που προστατεύουν τους αδυνάτους. Μπορούμε να αντιληφθούμε ότι αυτοί ακριβώς οι νόμοι, που σημειωτέον ήταν άγραφοι, προϋπέθεταν τη διάθεση μιας αυθόρμητης αλληλοβοήθειας. Όλα αυτά τα στοιχεία ενίσχυαν τους δεσμούς των πολιτών και άφηναν ένα περιθώριο ανοχής στα ατομικά παραπτώματα. Άλλωστε σ’ αυτήν ακριβώς την εποχή αρχίζει να διαδίδεται η λέξη «πρᾶος» και στο εξής πολλά ρητορικά κείμενα θα αναφέρονται στην «πραότητα των Αθηναίων» και στο «συμπονετικό» τους χαρακτήρα. Στα θέματα όμως που διεκήρυσσε η Αθήνα δεν συμπεριλαμβανόταν η θρησκευτική ανεκτικότητα. Αυτό αποδεικνύεται εύκολα, αν θυμηθούμε το κατηγορητήριο με το οποίο οδηγήθηκε ο Σωκράτης ενώπιον του δικαστηρίου αλλά και την καταδικαστική απόφαση που εκδόθηκε εναντίον του.

(Περισσότερα στοιχεία για το θέμα της ανεκτικότητας στην αρχαία Αθήνα, βλ. J. Romilly, Γιατί η Ελλάδα, ό.π., σσ. 116-124. Επίσης, J. Finley, Θουκυδίδης, μτφρ. Τ. Κουκουλιός, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα, 41997, σσ. 151-152).
Όταν η Εκκλησία του δήμου συνερχόταν για δικαστικές υποθέσεις, ονομαζόταν Ηλιαία και αποτελούσε το κύριο ορκωτό δικαστήριο του κράτους. Οι Ηλιαστές συνεδρίαζαν κατά τμήματα από πεντακόσιους ως εξακόσιους πολίτες με ειδική μέριμνα, ώστε να αντιπροσωπεύονται εξίσου οι δέκα φυλές, αλλά και για να ικανοποιηθεί ο ενθουσιασμός των Αθηναίων για δίκες, τον οποίο τόσο εύστοχα σατυρίζει ο Αριστοφάνης στους Σφήκες.

Leave a Reply