Ελληνικά

ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΧΟΡΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

Αμφορέας Getty Villa, Λος Άντζελες, Καλιφόρνια

Ο χορός, στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας είναι μια ομοιογενής ομάδα ερμηνευτών, που σχολιάζει τη δραματική δράση με συλλογική φωνή. Ο χορός αποτελούνταν από 12 έως 15  ερμηνευτές, οι οποίοι χόρευαν, τραγουδούσαν ή απήγγειλαν με μια φωνή και συχνά φορούσαν μάσκες. Ο ιστορικός Χάμφρεϊ Κίτο υποστηρίζει ότι ο όρος χορός υποδεικνύει τη λειτουργία του στο δράμα της αρχαίας Ελλάδας: «Το ελληνικό ρήμα χορεύω, (είμαι μέλος του χορού), έχει την έννοια του «χορεύω». Η λέξη ωδή δεν σημαίνει κάτι που απαγγέλλεται ή δηλώνεται, αλλά «τραγούδι». Η ορχήστρα, στην οποία υπήρχε χορωδία, είναι κυριολεκτικά μια «πίστα». Έτσι λοιπόν ο χορός χόρευε και τραγουδούσε ποιητικά, ρυθμικά και ασκούσε και υποκριτική.

     Συχνά λοιπόν επικοινωνούσε με τη μορφή τραγουδιού, αλλά κάποιες φορές έλεγε τις ατάκες του με μια φωνή. Τα μέλη του χορού έπρεπε να συνεργάζονται για να βοηθούν στην ερμηνεία του έργου, καθώς υπήρχαν μόνο ένας έως τρεις ηθοποιοί στη σκηνή που έπαιζαν ήδη πολλά μέρη ο καθένας. Καθώς τα ελληνικά θέατρα ήταν πολύ μεγάλα, οι κινήσεις του χορού έπρεπε να είναι υπερβολικές και η φωνή του καθαρή, για να μπορούν να βλέπουν και να ακούν όλοι. Για να γίνει αυτό, χρησιμοποιούνταν τεχνικές όπως συγχρονισμός, ηχώ, κυματισμός, σωματικό θέατρο και τις μάσκες. Ο αρχαιοελληνικός χορός οδηγούνταν συχνά από έναν κορυφαίο. Χρησίμευε επίσης ως το αρχαίο αντίστοιχο της αυλαίας, καθώς η πάροδος του (η πομπή εισόδου) σήμαινε την αρχή ενός έργου και η έξοδος του (πομπή εξόδου) χρησίμευε ως το κλείσιμο της αυλαίας.

    Ο Αριστοτέλης αποδίδει τη γένεση της τραγωδίας σε μια "αυτοσχεδιαστική" έξοδο από τη μορφή του λατρευτικού διθυράμβου, με πρωτοβουλία "των εξαρχόντων του διθυράμβου". Συμφωνώντας η σύγχρονη έρευνα πως αποφασιστική στιγμή για τη δημιουργία της τραγωδίας είναι η πρωτοβουλία του εξάρχοντος να αυτοσχεδιάσει αντιπαρατιθέμενος στην χορική ωδή, θεωρεί σημαντικό το διαλογικό στοιχείο, που αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του δραματικού τρόπου. Μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο ίδιος ο χορός θεωρούνταν ηθοποιός. Οι μελετητές θεωρούν τον Σοφοκλή ανώτερο από τον Ευριπίδη στη γραφή του για τον χορό. Από τους δύο, ο Σοφοκλής κέρδισε και πιο πολλούς δραματικούς αγώνες. Ο χορός του ήταν πιο συνδεδεμένος με την πλοκή και πιο ενσωματωμένος στις τραγωδίες, ενώ ο ευριπίδειος χορός φαινομενικά είχε μικρή σχέση με την πλοκή και συχνά ήταν θεατής της.

     Ο χορός αντιπροσωπεύει, επί σκηνής, τον γενικό πληθυσμό της συγκεκριμένης ιστορίας, σε έντονη αντίθεση με πολλά από τα θέματα των αρχαίων ελληνικών δραμάτων, που συνήθως αφορούσαν μεμονωμένους ήρωες, θεούς και θεές. Πολλοί τίτλοι έργων μαρτυρούν τη σημασία του Xορού (π.χ. Ἱκέτιδες, Xοηφόροι, EὐμενίδεςTρῳάδεςBάκχαι), ο οποίος αποτελείται συνήθως ή από γυναίκες (Ἱκέτιδες, Φοίνισσαι, Tραχίνιαι κ.ά.) ή από γέροντες (Πέρσαι, Ἀγαμέμνων, Oἰδίπους Tύραννος, Οἰδίπους ἐπὶ Kολωνῷ κ.ά.). Συχνά ήταν του ίδιου φύλου με τον πρωταγωνιστή. Έτσι στις Βάκχες του Ευριπίδη είναι μια ομάδα βακχών από την Ανατολή και στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή ο χορός αντιπροσωπεύει τις γυναίκες του Άργους. Στην Ανδρομάχη χορός είναι γυναίκες της Φθίας, στην Εκάβη Τρωαδίτισσες, Στην Ιφιγένια εν Αυλίδι, γυναίκες της Χαλκίδας, στη Μήδεια Κορίνθιες, στην Ελένη δούλες από την Αίγυπτο αλλά στην Αντιγόνη το χορό αποτελούν Γέροντες της Θήβας και στην Άλκηστη Γέροντες των Φερών. Στους Ευμενίδες του Αισχύλου εξάλλου ο χορός παίρνει το μέρος μιας ομάδας εκδικητικών Ερινυών.

    Ακόμη ήταν ντυμένος απλούστερα από τους υποκριτές και εκτελούσε, υπό τον ήχο του αυλού, την κίνηση και την όρχηση εκφράζοντας τα συναισθήματά του. Στη διάρκεια της παράστασης είχε τα νώτα στραμμένα προς τους θεατές και διαλεγόταν με τους υποκριτές μέσω του κορυφαίου· χωρίς να τάσσεται ανοιχτά με το μέρος κάποιου από τους ήρωες, αντιπροσώπευε την κοινή γνώμη. Η τραγωδία άρχιζε με την είσοδο του Χορού και τα χορικά κατείχαν μεγάλο μέρος της έκτασης του έργου. Συμπερασματικά ο χορός της τραγωδίας είναι μια απαραίτητη αλλά διακριτή κοινωνική ομάδα, που αναπτύσσει με κάποιον από τους πρωταγωνιστές σχέσεις συμπαθείας αλλά ταυτόχρονα τηρεί σχετική απόσταση από αυτόν/αυτήν και σχολιάζει τα γεγονότα σχεδόν σαν ανεξάρτητος παρατηρητής.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Η επιστροφή του Ορέστη Anton von Maron

    Η επιστροφή του Ορέστη

Ο Ορέστης αν και άνδρας του μύθου συνδέεται με την τραγική του μοίρα με αρκετές μυθικές γυναίκες. Έτσι στην ελληνική μυθολογία, ο Ορέστης ήταν γιός του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, και αδερφός της Ηλέκτρας και της Ιφιγένειας. Το όνομά του προέρχεται από τη λέξη όρος (βουνό) και σημαίνει κάτοικος των βουνών

Ο «Ορέστης» είναι τραγωδία του ποιητή Ευριπίδη, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην αρχαία Αθήνα το 408 π.Χ. Το κεντρικό θέμα είναι το ίδιο με αυτό της Ηλέκτρας δηλαδή η μητροκτονία. Στο αρχαίο Άργος ο Ορέστης έχοντας δολοφονήσει την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο είναι βαριά άρρωστος και τον περιποιείται η αδελφή του, Ηλέκτρα. Κλαίγοντας η Ηλέκτρα για τις συμφορές της, τις συνδέει με την τύχη των Ατρειδών, από τους οποίους έχει κληρονομήσει αυτή την άτυχη μοίρα. Πιστεύει πως ο λαός θα αποφασίσει θάνατο για αυτή και τον αδελφό της. Το κλίμα ελπίζει να αλλάξει με την άφιξη του Μενέλαου από την Τροία, όμως αυτός φέρνει μαζί του την Ελένη.

Μετά την άφιξη του Μενέλαου και της Ελένης, η Ελένη ζητά από την Ηλέκτρα να πάει νεκρικές χοές στον τάφο της Κλυταιμνήστρας, διότι εκείνη φοβάται να πάει εξαιτίας του ότι δεν ξέρει πως θα την αντιμετωπίσουν συγγενείς θυμάτων του Τρωικού πολέμου. Τελικά τις νεκρικές χοές θα τις πάει η Ερμιόνη μετά την άρνηση της Ηλέκτρας. Η Ηλέκτρα πενθεί μαζί με γυναίκες της ηλικίας της. Οι φωνές ξυπνούν τον Ορέστη. Σε μια συνομιλία του με την αδερφή του, αναφέρει ότι δεν αντέχει τις τύψεις, καθώς έξι μέρες μετά τον θάνατο της μητέρας του, οι Ερινύες τον κυνηγούν παντού. Μπαίνει στη σκηνή ο Τυνδάρεως, ο οποίος κατακεραυνώνει τον Ορέστη και ζητά από το Μενέλαο να μη μεσολαβήσει για τον Ορέστη ειδάλλως δε θα έχει θέση στο Άργος. Ο Ορέστης εξηγεί πως έκανε τη δολοφονία μετά από παρότρυνση του Απόλλωνα και πως το έκανε σαν ηθικό χρέος προς τον πατέρα του. Κατηγορεί τον Ορέστη και δε θέλει να τον βλέπει μπροστά του, φεύγει μανιασμένος και κατευθύνεται προς τη συγκέντρωση του λαού. Ο Ορέστης παρακαλεί ξανά τον Μενέλαο, ο οποίος σαφώς δεν παίρνει θέση. Εμφανίζεται ο Πυλάδης, φίλος και σύντροφος του Ορέστη, ο οποίος τον στηρίζει στενά και του προτείνει να πάνε μαζί στη συνέλευση, μήπως αλλάξουν το αποτέλεσμα.

Η Ηλέκτρα συνομιλεί με τον χορό, ο οποίος την πληροφορεί ότι οι δυο νέοι πήγαν μόνοι τους στη συγκέντρωση. Αγγελιοφόρος την πληροφορεί ότι ο λαός αποφάσισε θάνατο και για τους δυο. Η Ηλέκτρα θρηνεί για την απόφαση και δείχνει στον Ορέστη την αγάπη της για εκείνον. Οι τρεις νέοι στη συζήτηση που έχουν, σκέφτονται πως πρέπει να τιμωρήσουν τον Μενέλαο για την αδιαφορία. Ο Πυλάδης προτείνει να σκοτώσουν την Ελένη για εκδίκηση, πράγμα που θα κάνουν, όμως η Ηλέκτρα προτείνει και την αρπαγή της Ερμιόνης.Οι νέοι μπαίνουν στο παλάτι και ακούγονται κραυγές. Ερχόμενη η Ερμιόνη προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται και η Ηλέκτρα της λέει ότι αποφασίστηκε η θανάτωση Ηλέκτρας και Ορέστη, όμως η Ερμιόνη θέλει πραγματικά να τους βοηθήσει. Μη ξέροντας ότι αν μπει στο παλάτι θα την αρπάξει ο Ορέστης με τον Πυλάδη, ακούει την Ηλέκτρα που της λέει να μπει, ούτως ώστε να δει τον Ορέστη που πήγε να παρακαλέσει την Ελένη στο παλάτι, για να μη σκοτώσουν εκείνον και την αδελφή του. Από το παλάτι βγαίνει ένας Φρύγας δούλος της Ελένης, ο οποίος μας πληροφορεί ότι την ώρα που πήγαιναν να σφάξουν την Ελένη, εκείνη ξαφνικά εξαφανίστηκε. 

Παράλληλα, έρχεται ο Μενέλαος ο οποίος βλέπει στην οροφή του παλατιού τον Ορέστη να κρατά την Ερμιόνη και καλεί σε βοήθεια το λαό του Άργους για βοήθεια, παρότι φοβάται για τη ζωή της κόρης του. Ο Ορέστης είναι έτοιμος να πυρπολήσει το παλάτι, όταν εμφανίζεται ως "από μηχανής θεός" ο Απόλλωνας και λέει ότι η Ελένη αναλήφθηκε και θεοποιήθηκε, ότι ο Ορέστης θα λείψει για ένα διάστημα και μόλις επιστρέψει θα αθωωθεί από τον Άρειο Πάγο και ότι στο μέλλον θα παντρευτεί την Ερμιόνη και ο Πυλάδης την Ηλέκτρα. Τέλος, τόνισε ότι όλα γίνανε με τη θεία βούληση και έτσι συμφιλιώθηκαν όλοι.  Με βάση το πρωτότυπο κείμενο έχει δημιουργηθεί και η Ταινία «Ορέστης» (1969)

ΚΑΛΛΙΠΑΤΕΙΡΑ

Σαπφώ, John Godward

Η Καλλιπάτειρα, κόρη του Ολυμπιονίκη Διαγόρα του Ρόδιου, ή όπως την αποκαλεί ο Λορέντζος Μυριβήλης «Αρχόντισσα Ροδίτισσα», ήταν η πρώτη γυναίκα που λαθραία παρακολούθησε τους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες. Γεννήθηκε τον 5 αιώνα π.Χ. Ο πατέρας της, τα αδέρφια της και ο γιός της ήταν Ολυμπιονίκες. Ο πατέρας της καταγόταν από την αριστοκρατική οικογένεια των Ερατιδών της Ιαλυσού και ήταν ένας από τους διασημότερους πυγμάχους της αρχαιότητας. Η φήμη της οικογένειας ήταν τόσο μεγάλη στη Ρόδο που υπήρχε ο μύθος πως ο Διαγόρας ήταν γιός του θεού Ερμή.

Σημαντικός σταθμός της ζωής της ήταν, όταν η Καλλιπάτειρα, μεταμφιέστηκε σε γυμναστή και παρακολούθησε τον αγώνα του γιού της, Πεισίρροδου. Την πρόδωσε όμως ο ενθουσιασμός της στην νίκη του, που αποκαλύφθηκε η ταυτότητα της. Δεν τιμωρήθηκε με θάνατο, όπως προβλεπόταν, προς τιμή της οικογένειας της, καθώς όλοι οι συγγενείς της ήταν Ολυμπιονίκες.

Η γυναίκα αυτή σύμβολο θάρρους, ενέπνευσε τον Λορέντζο Μυριβήλη. Με το ομώνυμο ποίημα αποτυπώνεται η προσωπικότητα της αλλά προβάλεται η αξία των Ολυμπιακών Αγώνων για τις οικογένειες. Η Καλλιπάτειρα παρουσιάζεται μια γυναίκα δυναμική και περήφανη για την οικογένεια της. Αψηφά τους κανονισμούς, γνωρίζοντας πως η τιμωρία είναι η ανώτατη, όμως με επιχειρήματα δικαιολογεί την πράξη της. Με αυτοπεποίθηση και αξιοπρέπεια υπερασπίζεται την παράτολμη ενέργειά της.

Στην Καλλιπάτειρα αναφέρεται και ο Παυσανίας, κατά την επίσκεψή του στην Ολυμπία. Από την αφήγηση αυτή υπάρχουν πληροφορίες για το περιστατικό που συνέβη στους αγώνες. Η δυνατή αυτή γυναίκα αποτελεί πηγή έμπνευσης και για τους καλλιτέχνες. Παρουσιάζεται τόσο σε θεατρικές παραστάσεις, σε ποιήματα και σε μνημεία. Το διάσημο σονέτο του Λορέντζου Μυριβήλη συντέθηκε το 1899 εξυμνώντας το θάρρος της γυναίκας στην Αρχαία Ελλάδα. Η γενέτειρά της Ρόδος την έχει τιμήσει με μνημείο, στο οποίο αναγράφεται και το ποίημα του Λορέντζου Μυριβήλη, αλλά και το στάδιο της Ρόδου έχει το όνομα της.

ΔΗΙΑΝΕΙΡΑ

Η απαγωγή της Δηιάνειρας Guido Reni (1575–1642)

Η Δηιάνειρα είναι μυθικό πρόσωπο, θυγατέρα του Οινέα και της Αλθαίας, αδελφή του Μελέαγρου και σύζυγος του Ηρακλή. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ηρακλής είχε υποσχεθεί στον αδελφό της Μελέαγρο, που τον είχε συναντήσει στον Κάτω Κόσμο, ότι θα την πάρει ως σύζυγό του. Για την πραγματοποίηση της υπόσχεσης αυτής, ο Ηρακλής χρειάστηκε να παλέψει με τον αθάνατο Αχελώο, ο οποίος μεταμορφωνόταν σε φίδι, ταύρο ή άνθρωπο με κεφάλι ταύρου. Μετά τον γάμο της με τον Ηρακλή, η Δηιάνειρα ακολούθησε το σύζυγό της στους αγώνες του εναντίον των Δρυόπων, των Λαπίθων και του Κύκνου.

Ο Κένταυρος Νέσσος όμως, καθώς βοηθούσε τη Δηιάνειρα να περάσει ένα ποτάμι, θέλησε να την απαγάγει από τον Ηρακλή αλλά αυτός τον τόξευσε και λίγο πριν πεθάνει έδωσε στην Δηιάνειρα λίγο από το αίμα του, για να αλείψει στο μέλλον το χιτώνα του Ηρακλή, αν κάποτε την απατήσει. Όταν λοιπόν αυτή υποπτεύθηκε ότι ο Ηρακλής ερωτεύτηκε την Ιόλη έδωσε το δηλητηριασμένο χιτώνα στον άντρα της που θέλησε από τους φριχτούς πόνους να καεί σε φωτιά. Στο όρος Οίτη παρακάλεσε αρχικά το γιο του Ύλλο να ανάψει πυρά, αλλά αυτός αρνήθηκε και έπειτα παρακάλεσε τον Φιλοκτήτη να ανάψει πυρά, πάνω στην οποία ανέβηκε και κάηκε. Η Δηιάνειρα, μαθαίνοντάς το αυτοκτόνησε. Η ιστορία της Δηιάνειρας και ο θάνατος του Ηρακλή αναπτύσσονται στην τραγωδία του Σοφοκλή «Τραχίνιαι». 

Το έργο διαδραματίζεται στην Τραχίνα, όπου η ερωτευμένη Δηιάνειρα περιμένει με αγωνία τον Ηρακλή μαζί με τον γιό τους, τον Ύλλο. Πληροφορείται όμως ότι ο άντρας της φέρνει μαζί του και την όμορφη βασιλοπούλα Ιόλη. Μέσα στην απελπισία της, η Δηιάνειρα σκέφτεται το αίμα που της είχε δώσει ο Κένταυρος Νέσσος πριν πεθάνει, για να το χρησιμοποιήσει ως ερωτικό φίλτρο. Περιλούζει λοιπόν με το αίμα του Κενταύρου ένα ρούχο και το στέλνει στον Ηρακλή να το φορέσει ως εορταστικό ένδυμα κατά την τέλεση της ευχαριστήριας θυσίας. Το βέλος όμως που λάβωσε τον Νέσσο είχε μολυνθεί με το δηλητήριο της Λερναίας Ύδρας. Η Διηάνειρα διαπιστώνει τότε με τρόμο πως το μάλλινο ύφασμα που χρησιμοποίησε, για να απλώσει το φίλτρο πάνω στο ρούχο καταστρέφεται, όταν έρθει σε επαφή με το φως. Η τραγική επιβεβαίωση δίνεται από τον Ύλλο, που επιστρέφει και αφηγείται πως ο πατέρας του φτάνει ετοιμοθάνατος στην Τραχίνα, υποφέροντας από φριχτούς πόνους εξαιτίας του ρούχου. Η ηρωίδα αποχωρεί αμίλητη, για να αυτοκτονήσει στο νυφικό της κρεβάτι. Ο Ηρακλής τέλος παραδίδεται στον θάνατο πράος, αφού μάθει για το δηλητήριο του Νέσσου και καταλάβει ότι επαληθεύονται παλιοί χρησμοί.

ΤΕΚΜΗΣΣΑ

Τέκμησσα, Βρύγος 490 π.Χ.

Η Τέκμησσα αποτελεί μια σημαντική μυθολογική φιγούρα στον Τρωικό πόλεμο, όπως περιγράφεται στην Ιλιάδα του Όμηρου. Το όνομά της προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα τέκω, σημαίνοντας γεννώ.

Η Τέκμησσα ήταν κόρη Φρύγα βασιλιά. Όταν ο Αίαντας ο Τελαμώνιος κατέλαβε την πόλη της σκότωσε τον πατέρα της Τεύθραντα την πήρε σκλάβα στο αχαϊκό στρατόπεδο. Ήταν σύμφωνα με το Μαλάλα 17χρονη παρθένα, όμορφη και μελαχρινή με λεπτά χαρακτηριστικά. Λίγο αργότερα γέννησε το γιο τους Ευρυσάκη. Μετά την κρίση των όπλων του Αχιλλέα όμως, που ο Αίαντας περιφρονήθηκε, σε κατάσταση μανίας και με το σκοτισμό του νου του από την  Αθηνά,  έσφαξε κοπάδια προβάτων και φύλακες νομίζοντας ότι επιτίθεται στους δυο Ατρείδες και τον ανταγωνιστή του Οδυσσέα. Όταν συνήλθε και συνειδητοποίησε την ντροπιαστική του πράξη παρά τις παρακλήσεις της Τέκμησσας για την τύχη αυτής και του παιδιού τους, έπεσε πάνω στο ξίφος που του είχε χαρίσει ο Έκτορας μετά τη μονομαχία τους. Πριν την αυτοκτονία του όμως ζήτησε από τον αδελφό του Τεύκρο (ετεροθαλή από την Περίβοια) να οδηγήσει την οικογένειά του στη Σαλαμίνα στον πατέρα τους, για να αναλάβει την προστασία τους.

Την ιστορία αυτή πραγματεύεται και ο "Αίας" που  ήταν έργο του δραματουργού Σοφοκλή και παρουσιάστηκε πρώτη φορά τον 5ο αιώνα π.Χ και μπήκε στο βιβλίο του Σοφοκλείων τραγωδιών. Είναι η παλαιότερη από τις επτά σωζόμενες τραγωδίες του Σοφοκλή και μέρος της τριλογίας Αίας – Τεύκρος – Ευρυσάκης. Άλλα πρόσωπα του δράματος εκτός από την Τέκμησσα είναι η Αθηνά, ο Οδυσσεύς, ο χορός Σαλαμινίων ναυτών, ο άγγελος, ο Τεύκρος, ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνων. Μετά την αυτοχειρία του ήρωα μάλιστα ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνονας διατάζουν να μείνει άταφη η σορός του, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες και απειλές του Τεύκρου. Ο Οδυσσέας όμως δίνει τη λύση παρεμβαίνοντας και συμβουλεύοντας τον Αγαμέμνονα να επιτρέψει την ταφή, όπως ήταν το δίκιο.

ΕΛΕΝΗ

Η Ελένη της Τροίας, Έβελυν ντε Μόργκαν 1898

Η ωραία Ελένη αποτελεί διλημματικό πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας και πρωτοεμφανίστηκε στο γνωστό έπος του Ομήρου, την Ιλιάδα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν κόρη του Δία και της Λήδας αλλά και σύζυγος του Μενέλαου, τότε βασιλιά της Σπάρτης. Η ετυμολογία του ονόματος της ηρωίδας δεν είναι εξακριβωμένη, ωστόσο λέγεται πως στην αρχαιότητα το όνομα Ελένη σήμαινε "λαμπερή" και "απαστράπτουσα". Επιπλέον, ο Γερμανός φιλόλογος Georg Curtius υποστήριξε πως προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "σελήνη". Τέλος, στην Ομηρική του έννοια το όνομα Ἑλένη είναι σύνθετο από τον αόριστο του ρ. αἱρέω -ῶ [συλλαμβάνω, κυριεύω]> εἷλον και ναῦς, νεώς / νηός = πλοίο, που ο συνδυασμός τους σημαίνει "καταστροφή των πλοίων (των Αχαιών)".

Στο έπος του Ομήρου, η Ελένη παρουσιάζεται ως το έπαθλο του Πάρη (γιος του βασιλιά της Τροίας), εφόσον έδωσε το μήλο της έριδος στην Αφροδίτη κι έτσι ο Πάρης κλέβει την Ελένη από την Σπάρτη και την παίρνει μαζί του στην Τροία. Οι φήμες που επικρατούν στην αρχαία Ελλάδα για την Ελένη δεν είναι καθόλου ευχάριστες, καθώς θεωρείται από όλο το έθνος άπιστη σύζυγος και προδότρα του άνδρα της.  Ο Ευριπίδης, αν και εμπνεόμενος από το μύθο, στην τραγωδία του έχει ως σκοπό να διαψεύσει τις φήμες που επικρατούν για την Ελένη και να δείξει πως πολλές φορές το "φαίνεσθαι" απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα, ο Ευριπίδης στην τραγωδία του υποστηρίζει πως η Ελένη δεν πήγε πραγματικά στην Τροία, αλλά ο Ερμής την πήρε με εντολή της Ήρας στην Αίγυπτο και την άφησε στον Πρωτέα (βασιλιάς της Αιγύπτου) να την έχει υπό την προστασία του, ενώ στην Τροία πήγε απλώς ένα "είδωλο", δηλαδή ένα αντίγραφο της Ελένης. Ωστόσο, η διαμονή της στην Αίγυπτο μετατρέπεται σε βασανιστήριο μετά τον θάνατο του Πρωτέα, διότι ο γιος του Θεοκλύμενος επιδιώκει να την κάνει σύζυγό του, μιας και επικρατεί η φήμη πως ο Μενέλαος είναι νεκρός. Όμως, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Ελένη, καταφέρνει να επανενωθεί με τον σύζυγό της και να επιστρέψει στην Σπάρτη μέσω ενός πονηρού σχεδίου. Με αυτόν το έργο, ο Ευριπίδης θέλει να περάσει πολλά κοινωνικά αλλά και αντιπολεμικά μηνύματα στους Έλληνες και φυσικά να τονίσει την τραγικότητα της ηρωίδας.

Η Ελένη στην τραγωδία παρουσιάζεται ως μία πονεμένη και απεγνωσμένη γυναίκα. Μέσα στην τραγωδία εκφράζει πόσο αδικημένη και ντροπιασμένη νιώθει λόγω της άποψης που επικρατεί στην Ελλάδα για το όνομά της. Επιπλέον, φαίνεται μες στην απελπισία της μία σπίθα ελπίδας που της έχει απομείνει για τη ζωή του άντρα της, η οποία αναζωπυρώνεται από τον υπόλοιπο χορό με σκοπό την εξέλιξη του έργου. Όσον αφορά την εξωτερική της εμφάνιση,  οι περισσότεροι καλλιτέχνες την αναπαριστούν ως μια ανοιχτόχρωμη γυναίκα με ξανθά μαλλιά και μελαγχολικό βλέμμα.

Στην τραγωδία φυσικά, τα κοινωνικά θέματα τα οποία θίγονται έμμεσα, όπως και τα αντιπολεμικά είναι διαχρονικά. Αρχικά, ο κύριος στόχος της τραγωδίας ειναι να δείξει στο κοινό πως πολλές φορές μερικές καταστάσεις ή ακόμη και άνθρωποι δεν είναι όπως φαίνονται και υποβόσκουν άλλα πιο βαθιά ζητήματα πίσω από την εικόνα τους, την οποία πρέπει να σχηματίζουμε κριτικά και σφαιρικά. Έτσι και στον πόλεμο οι "μεγάλες δυνάμεις", δηλαδή οι άνθρωποι που βρίσκονται στην εξουσία, παραποιούν την αλήθεια με σκοπό να πείσουν τον λαό πως πολεμούν για μαζικό-ηθικό συμφέρον, ενώ στην πραγματικότητα τα συμφέροντα είναι συνήθως οικονομικά και συχνά δεν αγγίζουν τον λαό ούτε στο ελάχιστο. Έτσι, θέλει να δείξει πως ο πόλεμος δεν έχει θετικά αποτελέσματα και ότι στο τέλος της ημέρας δεν υπάρχει νικητής σε έναν πόλεμο, εφόσον όλοι έχουν χάσει είτε ανθρώπινες ζωές είτε έχουν εδαφικές και υλικές απώλειες.

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Η Ανδρομάχη θρηνεί τον Έκτορα, Jacques-Louis David

Η Ανδρομάχη, μαζί με τον σύζυγό της Έκτορα, είναι ένα από τα κεντρικά πρόσωπα του πασίγνωστου έπους “Ιλιάδα” του Ομήρου. Το όνομά της πηγάζει από τις αρχαιοελληνικές λέξεις “ανήρ”, δηλαδή άνδρας, και “μάχομαι”. Ερμηνεύεται ως αυτή που μάχεται εναντίον των ανδρών ή αυτή που μάχεται όπως οι άνδρες. Όπως αναφέρεται στην Ιλιάδα, είναι κόρη του “γενναίου Αετίωνος” (Ζ 394-395). Ως σύζυγος του Έκτορα, του γιου του Πριάμου και της Εκάβης, αναφέρεται πρωταρχικά στην Ιλιάδα κι αργότερα σε τραγωδίες του Ευριπίδη, καθώς και σε έργα άλλων ποιητών και λογοτεχνών διαχρονικά. 

Επιπροσθέτως, της αποδίδεται η ονομασία "η μάνα της τραγωδίας", εφόσον η μορφή της  είναι γεμάτη με τραγικά στοιχεία, με κύριο παράδειγμα την σκληρή πραγματικότητα του πολέμου και τις συνέπειές του στη ζωή της και της οικογένειάς της. Η τραγωδία της είναι ένα από τα έργα που συνέβαλαν στην καθιέρωση της τραγωδίας ως λογοτεχνική μορφή.

Η Ανδρομάχη είναι γνωστή για την ευγένεια και την ευαισθησία της, καθώς εκφράζει τη συμπόνια και την αγάπη της για τον Έκτορα και τον γιο τους, Αστυάνακτα. Παράλληλα, όμως, δείχνει επίσης αποφασιστικότητα και δύναμη, όταν υπερασπίζεται τις πεποιθήσεις της και προστατεύει την οικογένειά της. Η Ανδρομάχη είναι επίσης ένα πρότυπο μητρικής αγάπης και αφοσίωσης, καθώς εκφράζει τον πόνο της για την ενδεχόμενη απώλεια του γιου της και την επιθυμία της να τον προστατεύσει από κάθε κίνδυνο. Αρετές της είναι η αυτοθυσία και αγάπη για την οικογένειά της, ενώ παράλληλα είναι ικανή να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα του πολέμου με σθένος και αξιοπρέπεια.

Το κεντρικό θέμα της τραγωδίας της είναι η αντιμετώπιση του πολέμου και των συνεπειών του από την ίδια την Ανδρομάχη και την οικογένειά της. Η τραγωδία εξετάζει την ανθρώπινη αγωνία, την απώλεια και τον πόνο που προκαλεί ο πόλεμος, καθώς και την προσπάθεια για επιβίωση και αντίσταση απέναντι στις σκληρές συνθήκες. Παράλληλα, εστιάζει στην εσωτερική δύναμη και ανθρώπινη αξιοπρέπεια που απαιτούνται για να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες και οι απώλειες σε μια εποχή πολέμου. 

Η μορφή της Ανδρομάχης ενέπνευσε δραματουργικά τον Ευριπίδη στις Τρωάδες (415 π.Χ.) και στην ομώνυμη τραγωδία, Ανδρομάχη (426 π.Χ.), που διδάχθηκε περίπου το 424 π.Χ. στην αυλή του Βασιλιά Θαρύπα των Μολοσσών, στην αρχαία Πασσαρώνα της Ηπείρου. Στην πρώτη, και καθώς στην αθηναϊκή κοινωνία η θέση και η αποστολή της γυναίκας ήταν σημαντικό ζήτημα, εμφανίζεται σαν το πρότυπο της γυναίκας της αθηναϊκής δημοκρατίας, σε αντίθεση με τη Φαίδρα στην τραγωδία Ιππόλυτος (428 π.Χ.) πάλι του ίδιου ποιητή. Στην Ανδρομάχη, η άκληρη κόρη του Μενέλαου και της Ελένης, η Ερμιόνη, περήφανη για τα πλούτη της αλλά και δυστυχισμένη για την ατεκνία της, κατηγόρησε την Ανδρομάχη ότι της πλάνεψε τον άνδρα και ότι με μαγικά βότανα την έκανε άτεκνη. Με τη βοήθεια του πατέρα της Μενέλαου, συνωμότησε εναντίον της Ανδρομάχης και του γιου της, τον οποίο η άτυχη μητέρα έκρυψε για λίγο στον ναό της Θέτιδας. Τον ανακάλυψε όμως η Ερμιόνη και ήταν έτοιμη να σκοτώσει μητέρα και παιδί, που τελικά σώθηκαν με τη μεσολάβηση του Πηλέα, παππού του Νεοπτόλεμου, όχι όμως και ο ίδιος ο Νεοπτόλεμος που έπεσε θύμα της συνωμοσίας του Ορέστη, και ο οποίος έσωσε την Ερμιόνη που ήθελε να αυτοκτονήσει -την πήρε και έφυγαν.

Η τραγωδία "Ανδρομάχη" θέτει σημαντικά ερωτήματα και προβληματισμούς που διατρέχουν τους αιώνες. Πώς προστατεύουμε τα αγαπημένα μας πρόσωπα σε έναν κόσμο που είναι γεμάτος αναταράξεις και πολέμους; Είναι δυνατόν να αρνηθούμε τη συμμετοχή σε πολέμους χωρίς να θυσιάσουμε τα πιο αγαπημένα μας πρόσωπα; Πώς αντιμετωπίζουμε τον πόνο και την απώλεια όταν είναι αναπόφευκτα μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας; Ποιες είναι οι επιπτώσεις της πολεμικής φιλοσοφίας στην ανθρώπινη κοινωνία και πώς επηρεάζει την ηθική μας; 

ΠΟΛΥΞΕΝΗ

Η θυσία της Πολυξένης, Charles Lebrun, 1619

Η Πολυξένη (πολυ- + ξένος = αυτή που είναι πολύ φιλόξενη) ήταν κόρη του βασιλιά Πρίαμου και της Εκάβης, βασιλέων της Τροίας. Τα αδέλφια της ήταν ο Έκτορας, ο Πάρις, η Κασσάνδρα και ο Τρωίλος. Μετά την πτώση της Τροίας θανατώθηκε στον τάφο του Αχιλλέα με τον οποίο σύμφωνα με πολλές εκδόσεις του μύθου είχε αρραβωνιαστεί. Ο χρονικογράφος Ιωάννης Μαλάλας την περιγράφει ως "ψηλή, λεπτή, με λευκό δέρμα, μακριά μαλλιά, ωραία μύτη και μάγουλα, κοντά πόδια. Ήταν 18 ετών όταν την δολοφόνησαν". Ο Δάρης ο Φρύγιος την περιγράφει αντίστοιχα ως "ψηλή, λεπτή, με λεπτό λαιμό, μακριά ξανθιά μαλλιά, το σώμα της και τα άκρα της βρίσκονταν σε υπέροχες ιδεολογίες ξεπερνώντας σε ομορφιά όλες τις υπόλοιπες".Ο θρύλος είχε προφητεύσει ότι η Τροία δεν θα έπεφτε οριστικά στους Αχαιούς, αν έφτανε ο μικρότερος αδελφός της Τρωίλος σε ηλικία 20 ετών. Την ώρα που η ίδια και ο Τρωίλος ίππευαν ένα άλογο και σταμάτησαν σε ένα πηγάδι κοντά στον ναό του Απόλλωνα να πιούν νερό ο Αχιλλέας τους έριξε στην παγίδα και τελικά έσφαξε τον Τρωίλο. Μετά τον φόνο σύντομα ο Αχιλλέας έπεσε σε σφοδρή αγάπη απέναντι στην Πολυξένη και της ζήτησε να συναντηθούν στον ναό του Απόλλωνα, για να της αφιερώσει την πίστη του. Ο Αχιλλέας έφτασε σε τέτοιο βαθμό λατρείας απέναντι της που της αποκάλυψε ακόμα και το τρωτό του σημείο την φτέρνα, πληροφορία που μετέφερε στα αδέλφια της. Ο Πάρις και ο Δηίφοβος έριξαν στην παγίδα και δολοφόνησαν τον Αχιλλέα με ένα δηλητηριώδες βέλος στην φτέρνα, δώρο του Απόλλωνα, αγαπημένου θεού του Τρωίλου που ήθελε να εκδικηθεί τον θάνατο του. Πολλοί συγγραφείς αναφέρουν ότι η Πολυξένη ήθελε να αυτοκτονήσει η ίδια από τύψεις μετά την δολοφονία του Αχιλλέα.

Ο Ευριπίδης στις τραγωδίες του Τρωάδες και Εκάβη περιγράφει τον τραγικό θάνατο της Πολυξένης, όταν έληξε ο Τρωικός πόλεμος. To φάντασμα του Αχιλλέα εμφανίστηκε στους Αχαιούς και τους ζήτησε την ανθρωποθυσία της Πολυξένης, σε αντίθετη περίπτωση ο άνεμος δεν θα επέτρεπε στα πλοία τους να επιστρέψουν. Η Πολυξένη επιθυμούσε να πεθάνει στον τάφο του Αχιλλέα, η Εκάβη ήταν συντετριμμένη για τον θάνατο και του τελευταίου της παιδιού. Η Πολυξένη προσπαθούσε να πεθάνει ωστόσο παρά να ζήσει δούλη. Πήγε λοιπόν στην μητέρα της και την καθησύχασε ότι δεν θα επιτρέψει οποιαδήποτε συμπεριφορά στον Οδυσσέα εκτός από πριγκίπισσα. Η παρθενία της ήταν ιερός στόχος για την ίδια και πέθανε ηρωικά, την αποκεφάλισε ο Νεοπτόλεμος στον τάφο του πατέρα του Αχιλλέα και την κάλυψε ομοιόμορφα με τα ρούχα της.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ

 

Το όνομα Κασσάνδρα προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη κέκασμαι (= λάμπω) και την αρχαία ελληνική λέξη ανήρ (=άντρας).  Δηλαδή η σημασία του ονόματος είναι «Έπαινος των αντρών». 

Κασσάνδρα, Evelyn De Morgan (1898, Λονδίνο)

Η Κασσάνδρα παρουσιάστηκε πρώτη φορά στις «Τρωάδες», έργο του Ευριπίδη (415 π.Χ.) στον πελοποννησιακό πόλεμο. Ήταν κόρη του Πριάμου (βασιλιά της Τροίας) και της Εκάβης και δίδυμη αδελφή του Έλενου. Ο μύθος λέει πως ο Απόλλωνας την είχε δει πρώτη φορά στον Ναό του και θαμπώθηκε από την ομορφιά της, ζητώντας της να ενωθεί μαζί του. Αρχικά συμφώνησε, εκείνος της έδωσε το χάρισμα της μαντικής αλλά τελικά τον αρνήθηκε. Και ο Απόλλωνας την καταράστηκε να μη δίνει κανένας πίστη στις προφητείες της.  Είχε προβλέψει τις συμφορές του Πάρη στην Τροία, τον τρωικό πόλεμο, την καταστροφή της πόλης από το Δούρειο Ίππο αλλά κανείς δεν την πίστευε. Μετά την άλωση της Τροίας, η Κασσάνδρα κατέφυγε στον ναό της Αθηνάς ως ικέτισσα αλλά ο Αίαντας ο Λοκρός δεν τη σεβάστηκε. Ο Αγαμέμνονας την κέρδισε στον κλήρο, την ερωτεύτηκε και την πήρε μαζί του στις Μυκήνες. 

Ως τραγική ηρωίδα εμφανίζεται τόσο στον Αγαμέμνονα όσο και στις Τρωάδες του Ευριπίδη.  Κινείται ανάμεσα στο βακχικό παραλήρημα και την προφητεία, μαινάδα γυναίκα παραδομένη στον Διόνυσο, προφήτισσα παραδομένη στον Απόλλωνα. Σε μια παρωδία του υμεναίου στις Τρωάδες, η νεαρή Κασσάνδρα οραματίζεται την τέλεση των γάμων της με τον Αγαμέμνονα και στη συνέχεια προφητεύει το ολέθριο τέλος τους. Πράγματι, η τύχη της ενώθηκε με τη δική του: όταν έφθασαν στις Μυκήνες δολοφονήθηκαν και οι δύο από την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο. 

ΕΚΑΒΗ

 

Εκάβη και Πολυξένη, Merry-Joseph Blondel (Παρίσι, 1781-1853)

Η Εκάβη ήταν η βασίλισσα της Τροίας, σύζυγος του βασιλιά Πριάμου, την εποχή που ξέσπασε ο τρωικός πόλεμος. Σχετικά με την καταγωγή της οι αρχαίες πηγές διαφέρουν. Μερικοί την θεωρούν από τη Φρυγία ως κόρη του Δύμαντα. Οι τραγικοί, τη θέλουν κόρη του βασιλιά των Θρακών Κισσέα. Ως κόρη του Κισσέα μητέρα της θεωρείται η Τηλέκλεια. Η καταγωγή της ήταν θέμα συζήτησης έως τον 6ο αιώνα μ.Χ , ανάμεσα στους γραμματικούς της εποχής. Περιγράφεται ως: «σκοτεινό πρόσωπο και μάτια, γαμψή μύτη, όμορφη, ήρεμη και γενναιόδωρη» από τον χρονογράφο Ιωάννη Μαλάλα, ενώ ο Δάρυς της Φρυγίας την περιγράφει αντίστοιχα «όμορφη, με τέλεια χαρακτηριστικά, έμοιαζε σαν άνδρας, ήταν ειρηνική και δίκαιη». Η Εκάβη υπήρξε πιστή σύζυγος και φιλόστοργη μητέρα, διάσημη ως πολύτεκνη: εκτός από τον Έκτορα, απέκτησε άλλα 18 παιδιά, όλα με τον Πρίαμο. Σύμφωνα με την παράδοση, η Εκάβη λίγο πριν γεννήσει τον Πάρη, είδε ένα παράξενο όνειρο: ότι από τα στήθη της πετάχτηκε ένας αναμμένος δαυλός, Οι μάντεις τους οποίους συμβουλεύτηκε, της είπαν ότι το παιδί θα κατέστρεφε την πόλη και την συμβούλεψαν να το σκοτώσει, κάτι όμως που εκείνη δεν έκανε. Ο μύθος αυτός δημιουργήθηκε, προφανώς, για να αποδοθεί στην Εκάβη το κρίμα της καταστροφής της Τροίας, είτε επειδή γέννησε τον Πάρη, είτε επειδή δεν θέλησε να τον σκοτώσει. Μόνο έτσι δικαιολογούνται οι συμφορές που την βρίσκουν.

Η Εκάβη παρουσιάζεται στην τραγωδία «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Η τραγωδία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Αρχαία Αθήνα. Άλλοι ήρωες είναι: η Κασσάνδρα, ο Ταλθύβιος, η Ανδρομάχη, η Ελένη, ο Μενέλαος. Στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη περιγράφεται ως μια τραγικότατη ηρωίδα, μεγάλης ηλικίας, η οποία έχει χάσει όλα της τα παιδιά και μετά την άλωση έχει δοθεί ως αιχμάλωτη/ υπηρέτρια στον Οδυσσέα. Όταν ξεβράστηκε το πτώμα του γιού της, Πολύδωρου, στις ακτές της Τροίας για να εκδικηθεί προσκάλεσε τον Αχαιό, Πολυμήστορα, να τον ρωτήσει δήθεν πού βρίσκεται κάποιος κρυμμένος θησαυρός, και τον τύφλωσε. Οι Έλληνες, για να την τιμωρήσουν, αποφάσισαν να την λιθοβολήσουν. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές όσον αναφορά τον θάνατο της, όλες όμως έχουν ως κοινό στοιχείο την μεταμόρφωση της σε σκύλο. Φαίνεται ότι η Εκάβη, λατρεύτηκε σαν θεά με ιερό ζώο το σκυλί. Μάλιστα, στη χερσόνησο της Καλλίπολης βρισκόταν μνημείο που ήταν γνωστό ως «Εκάβης μνημείον», «Κυνός σήμα» ή «Κυνόσημα» και το θεωρούσαν τάφο της Εκάβης.

Ο πόνος και η δυστυχία στο πρόσωπο των αιχμάλωτων Tρωαδιτισσών αποδεικνύουν το παράλογο του πολέμου και αποτελούν ταυτόχρονα προειδοποίηση προς την πόλη των Αθηνών, προανάκρουσμα της Σικελικής καταστροφής (αντιπολεμικό μήνυμα του Ευριπίδη, ο οποίος χαρακτηριζόταν «από σκηνής φιλόσοφος»). Oι Tρωαδίτισσες, μετά τη σφαγή των συζύγων τους, οδηγούνται στη σκλαβιά μαζί με την Εκάβη, την Ανδρομάχη και την Κασσάνδρα, ως λάφυρα των Αχαιών. O Aστυάνακτας, γιος του Έκτορα, εκσφενδονίζεται από το Νεοπτόλεμο από τους πύργους της Τροίας. H πόλη ολόκληρη τυλίγεται στις φλόγες. Το υψηλό φρόνημα των γυναικών αντιπαρατίθεται στην έπαρση των νικητών Ελλήνων και αιωρείται έμμεσα το ερώτημα ποιος είναι πραγματικά ο νικητής και ποιος ο νικημένος.