Ελάχιστα προκαταρκτικά
Η δεύτερη ιδέα υπό το πρίσμα της οποίας ασκείται κριτική στο σχολείο είναι η ιδέα της παιδευτικής απόλαυσης ή έστω της ελκυστικότητας. Τα σχολικά μαθήματα, και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο διδάσκονται, θεωρείται ότι είναι άχαρα, απωθητικά, ότι όχι μόνο δεν κινούν το ενδιαφέρον του μαθητή αλλά και ότι τον αποξενώνουν από κάθε ιδέα μάθησης. Η κριτική αυτή οδήγησε σε μια τεράστια και σπουδαία, από πολλές απόψεις, προσπάθεια για την ανανέωση των διδακτικών μεθόδων και των σχολικών εγχειριδίων. Σιγά σιγά όμως πιστέψαμε ότι όλα στο σχολείο πρέπει να γίνουν παιχνίδι, να διδαχτούν σαν παιχνίδι. Παιχνίδι να γίνει η γλωσσική διδασκαλία, παιχνίδι τα μαθηματικά, παιχνίδι τα πάντα. Η αίθουσα διδασκαλίας θα έπρεπε να προεκτείνει το παιδικό ή εφηβικό δωμάτιο, το σχολείο να γίνει μια ευχάριστη και ατέλειωτη εκδρομή. Το σχολείο δεν πρέπει να κουράζει και κυρίως δεν πρέπει να πληγώνει, πρέπει διαρκώς να τέρπει και να ευχαριστεί. Ένα από τα πράγματα που κατεξοχήν πληγώνει τους μαθητές είναι η αξιολόγηση της επίδοσής τους, γι’ αυτό και παύουμε να την αξιολογούμε στην αριθμητική κλίμακα, με τάση μάλιστα να επεκτείνουμε την τακτική αυτή και πέραν των ορίων της πρωτοβάθμιας. Και η διόρθωση των λαθών πληγώνει και στενοχωρεί, ειδικά όταν γίνεται με το επικατάρατο κόκκινο στιλό, γι’ αυτό είναι καλύτερο να τα αφήνουμε αδιόρθωτα. Η μάθηση αποσυνδέεται από κάθε είδους πνευματική απαιτητικότητα και μόχθο.
Όταν όμως συζητάμε, κρίνουμε και αξιολογούμε το σχολείο, το κριτήριό μας δεν μπορεί να είναι πόσο ευχάριστα και ξέγνοιαστα περνάνε τις ώρες τους εκεί οι μαθητές, αλλά αν μαθαίνουν γράμματα. Προκειμένου για το σχολείο, αυτό είναι το πρώτο και τελευταίο κριτήριο. Δεν ενδιαφέρει αν με την ομαδοσυνεργατική μέθοδο -που δεν είναι καθόλου νέα, όπως νομίζουν πολλοί στην Ελλάδα, αλλά έχει ήδη πίσω της πολλές δεκαετίες ζωής- τα παιδιά εργάζονται και συνεργάζονται πιο ευχάριστα· ενδιαφέρει μόνο αν μαθαίνουν. Και επιτέλους δεν μπορεί κάθε μάθηση να γίνει ευχάριστη, δεν είναι όλα τα μαθήματα περίπατος. Η διδασκαλία της γραμματικής των αρχαίων ελληνικών δεν μπορεί ποτέ να γίνει ευχάριστη για όλους. Αποτελεί ωστόσο την προϋπόθεση της κατανόησης ενός αρχαίου κειμένου. Τα παιδιά στο Δημοτικό πρέπει να μάθουν την προπαίδεια. Κάθε μάθηση έχει ένα αναγκαίο ποσοστό αγγαρείας. Αν υπάρχει κάτι που φανερώνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την κρίση του σχολείου, αυτό είναι το γεγονός ότι οι μαθητές (και οι γονείς) που δυσανασχετούν με τα βάρη του σχολείου και πληγώνονται με τις αξιολογήσεις του, οι ίδιοι αυτοί μαθητές, εκτός σχολείου, πειθαρχούν στις απαιτήσεις και στις αξιολογήσεις του καθηγητή της μουσικής, του χορού, των ξένων γλωσσών, του προπονητή της ομάδας, οι οποίοι πολύ συχνά είναι και αυταρχικότατοι. Η πειθαρχία και η υπακοή ως όροι της μάθησης γίνονται παντού δεκτές εκτός από το σχολείο. Από όσα γράφω εδώ ελπίζω να μη βρεθεί αναγνώστης που, μωρίαν οφλισκάνων, να θεωρήσει ότι προτείνω ένα σχολείο αγέλαστο και σκυθρωπό.
Εντωμεταξύ, όλες οι έρευνες δείχνουν ότι όσο πιο εορταστικό και ευχάριστο κάνουμε το σχολείο τόσο πιο πολύ βαριούνται οι μαθητές. Στο τέλος, τέλος, ακόμη και στις σοφότερες διαλέξεις, στις καλύτερες παραστάσεις ή συναυλίες, θα υπάρχουν πάντα άνθρωποι που θα βαριούνται. Το ίδιο και οι μαθητές θα βαριούνται και θα πλήττουν, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, συχνά μάλιστα εκείνοι που θα βαριούνται περισσότερο θα είναι οι καλύτεροι από αυτούς. Δεν είναι προς θάνατο. Ας απαλλαγούν οι δάσκαλοι από την αγωνία μήπως και κάποιος μαθητής βαρεθεί κάποια στιγμή στο μάθημά τους.
σσ. 16-18