Ελληνικά

Θεωρία Λογοτεχνίας για τo ΛΥΚΕΙΟ

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ

1.             ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ

 

α. Διήγηση (telling): Ο απρόσωπος αφηγητής σε γ΄ πρόσωπο αφηγείται τα γεγονότα και αποδίδει σε πλάγιο λόγο τα λόγια των ηρώων του.

β. Μίμηση (showing): Ένα πλαστό πρόσωπο ή ένας από τους ήρωές του έργου αφηγείται σε α΄ ή γ΄ πρόσωπο. Στη μίμηση ανήκει και ο διάλογος. Ο λόγος του αφηγητή αποκτά αμεσότητα και γίνεται ρεαλιστικός.

γ. Περιγραφή: Η αναπαράσταση προσώπων, τόπων, αντικειμένων, φαινομένων.

δ. Εσωτερικός μονόλογος: Η απόδοση των συνειρμών,  των σκέψεων,  των συναισθημάτων του ήρωα , συνήθως σε πρώτο πρόσωπο και χρόνο ενεστώτα.

ε. Σχόλιο: Ο αφηγητής παρεμβάλλει τις σκέψεις και τις κρίσεις του.

στ. Ελεύθερος πλάγιος λόγος: Ο αφηγητής μεταφέρει τις βαθύτερες σκέψεις και τα συναισθήματα του ήρωα σε τρίτο πρόσωπο και σε παρελθοντικό χρόνο, χωρίς να υπάρχει κάποιο λεκτικό ρήμα που να τις εισάγει. . […- Εις απάντησιν, η Πολυτίμη της εφώναξεν ότι, αν ο σπιτονοικοκύρης είναι άρρωστος, αυτή, αν πεθάνη, θα χορέψη από την χαράν της. Όχι, πως έχουν κάτι παλιοκοτέτσια εκεί, που δεν είναι χειρότερ’ από αχούρια, και σε βρίσκουν στην ανάγκη, και σε τυλίγουν, και σου ζητούν δεκατρείς και δεκαπέντε δραχμές νοίκι! Πού το ηύραν γραμμένο; Μ’ αυτά και μ’ αυτά πλουτούν αυτοί, με του φτωχού τον ίδρωτα, οι αιματοφάγοι. Και τι κόσμος εί­ναι αυτός, στην Αθήνα!...]

 

2.             ΤΥΠΟΙ ΑΦΗΓΗΤΗ

 

Η έννοια του αφηγητή δεν πρέπει να συγχέεται με την έννοια του συγγραφέα. Ο συγγραφέας είναι ένα πραγματικό πρόσωπο με αληθινή ζωή και υπάρχει έξω από το κείμενο. Αντίθετα, ο αφηγητής είναι ένα πρόσωπο του κειμένου. Ο συγγραφέας δημιουργεί τον αφηγητή. Δεν μπορεί να υπάρξει αφήγηση χωρίς αφηγητή. Είναι αυτός που αναλαμβάνει το λόγο και αφηγείται μια ιστορία (ποιος μιλά;).

 

Ο αφηγητής με βάση τη συμμετοχή του στην ιστορία είναι:

α. Ομοδιηγητικός: συμμετέχει στην ιστορία

είτε ως πρωταγωνιστής (αυτοδιηγητικός) (ισχυρός τύπος ομοδιηγητικής αφήγησης)

είτε ως δευτερεύον πρόσωπο ή απλός μάρτυρας-θεατής.

β. Ετεροδιηγητικός: δε συμμετέχει στην ιστορία που αφηγείται.

 

 

3.             ΟΠΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ / ΕΣΤΙΑΣΗ

 

Ένα ζήτημα που θα πρέπει να εξεταστεί παράλληλα με τον αφηγητή, είναι αυτό της οπτικής γωνίας / εστίασης της αφήγησης (ποιος βλέπει;). Το πρόσωπο μέσα από το οποίο εστιάζεται η ιστορία που παρακολουθούμε, δε συμπίπτει απαραίτητα με τον αφηγητή. Οπτική γωνία της αφήγησης είναι η σκοπιά / η θέση από την οποία ο αφηγητής βλέπει τα δρώμενα και, επομένως, η απόσταση που παίρνει ο αφηγητής από τα γεγονότα και τα πρόσωπα της ιστορίας. Έτσι, έχουμε:

 

α. Αφήγηση με μηδενική εστίαση από ένα παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο και γνωρίζει τα πάντα για τους ήρωές του, ακόμη και τα συναισθήματα και τις μύχιες σκέψεις τους. Πρόκειται για ένα αφηγητή – Θεό που βλέπει τον κόσμο από παντού και όχι από ένα συγκεκριμένο σημείο. Επομένως η απόλυτη γνώση του ισοδυναμεί με έλλειψη συγκεκριμένης οπτικής γωνίας (εστίαση μηδέν).                                              Αφηγητής > Πρόσωπα.

 

β. Αφήγηση με εσωτερική εστίαση, όπου η αφήγηση γίνεται από την οπτική γωνία ενός χαρακτήρα του έργου. Ο αφηγητής είναι δρων πρόσωπο και αφηγείται μόνο όσα υποπίπτουν στην αντίληψή του.                                                                            Αφηγητής = Πρόσωπα.

Μπορούμε να αναγνωρίσουμε τρεις υποπεριπτώσεις: «σταθερή» εσωτερική εστίαση, όπου το σύνολο της αφηγηματικής πληροφορίας περνά από ένα μόνο ήρωα, «μεταβλητή», όπου οι ήρωες που εστιάζουν εναλλάσσονται, και «πολλαπλή», όπου παρακολουθούμε το ίδιο γεγονός μέσα από τα μάτια πολλών διαφορετικών ηρώων.

 

γ. Αφήγηση με εξωτερική εστίαση, όπου ο ήρωας δρα μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, χωρίς ο τελευταίος να έχει πρόσβαση στις σκέψεις ή τα συναισθήματα του ήρωα. Ο αφηγητής λέει πολύ λιγότερα από όσα γνωρίζουν τα πρόσωπα. Αυτή η αφήγηση χρησιμοποιείται κυρίως στα αστυνομικά μυθιστορήματα.                                                        Αφηγητής < Πρόσωπα.

 

Συνήθως έχουμε εναλλαγές στην εστίαση με κάποιο είδος κυρίαρχο. Άλλοτε έχουμε περισσότερες αλλαγές απ’ ό,τι επιτρέπει ο κυρίαρχος τύπος και άλλοτε λιγότερες.

 

4. ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

 

i) Ο χρόνος της ιστορίας: ο πραγματικός χρόνος μέσα στον οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα που περιλαμβάνονται στην ιστορία. Με το χρόνο αυτό εννοούμε τη φυσική διαδοχή των γεγονότων.

ii) Ο χρόνος της αφήγησης: ο φανταστικός χρόνος μέσα στον οποίο ο αφηγητής παρουσιάζει με διάφορους τρόπους το χρόνο της ιστορίας. Τα γεγονότα παρουσιάζονται στην αφήγηση με διαφορετική χρονική σειρά, διάρκεια και συχνότητα απ’ ό,τι διαδραματίζονται στην ιστορία:

 

Α. Χρονική σειρά: ο αφηγητής παραβιάζει τη χρονική σειρά και είτε αναφέρεται σε γεγονότα προγενέστερα από το σημείο της ιστορίας το οποίο βρισκόμαστε (αναδρομικές αφηγήσεις – flash back) είτε αφηγείται εκ των προτέρων γεγονότα που θα διαδραματιστούν αργότερα (πρόδρομες αφηγήσεις).

Άλλες τεχνικές με τις οποίες παραβιάζεται η χρονική σειρά είναι:

Εγκιβωτισμός: αφήγηση μέσα στην αφήγηση

Παρέκβαση: αναφορά σε άλλο θέμα

Προσήμανση: ψυχολογική προετοιμασία αναγνώστη με κάποιο υπαινιγμό για όσα θα ακολουθήσουν

Προοικονομία: προετοιμασία /οργάνωση των γεγονότων, έτσι ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις και όσα θα ακολουθήσουν να φαίνονται φυσικά και λογικά στον αναγνώστη

Inmediasres:  έναρξη της αφήγησης από τη μέση της υπόθεσης.

 

Β. Διάρκεια:

α. Ο Χ.Α. έχει μικρότερη διάρκεια από το Χ.Ι. Έτσι, επιταχύνεται ο ρυθμός/ταχύτητα  της αφήγησης. Αυτό γίνεται με την έλλειψη, όπου ο συγγραφέας παραλείπει, αποσιωπά κάποια γεγονότα που τα θεωρεί ασήμαντα ή με την περίληψη, όπου ο συγγραφέας αφηγείται περιληπτικά κάποια περιστατικά που έχουν εκτυλιχθεί σε μεγάλες χρονικές περιόδους ή  συνοψίζει μέσα σε λίγες φράσεις τη ζωή ενός ανθρώπου.

β. Ο Χ.Α. έχει μεγαλύτερη διάρκεια από το Χ.Ι., όταν ο αφηγητής παρουσιάζει αναλυτικά, ορισμένες φορές σε πολλές σελίδες, ένα γεγονός που διαρκεί ελάχιστες στιγμές. Η παύση αποτελεί τη μεγαλύτερη μορφή επιβράδυνσης. Η αφήγηση συνεχίζεται, ενώ η ιστορία έχει χαθεί από τα μάτια μας. Η συνέχιση της αφήγησης γίνεται με περιγραφές, παρεκβάσεις, σκέψεις ή σχόλια του αφηγητή.

γ. Ο Χ.Α. έχει την ίδια διάρκεια με το Χ.Ι., οπότε έχουμε τη σκηνή, συνήθως διαλογική.

 

Γ. Συχνότητα: η σχέση ανάμεσα στις φορές που ένα γεγονός συμβαίνει στην ιστορία και στις φορές που αυτό αναφέρεται στην αφήγηση. Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να έχουμε επανάληψη ενός γεγονότος αλλά με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο.

 

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

 

(ΚΛΑΣΙΚΙΣΜΟΣ)

Επικρατεί στην Ιταλία από τα τέλη του 18ου αιώνα και επηρέασε την Επτανησιακή Σχολή, η οποία όμως διαφοροποιείται από αυτόν, επειδή οι Επτανήσιοι έχουν δεχθεί και προρομαντικά στοιχεία.

α) Αυ­στηροί μορφολογικοί κανόνες: η ισορροπία λόγου και αισθήματος, η αρμονία, η τελει?τητα

β) Σύνθεση επικών, λυρικών και δραματικών ποιημάτων υψηλής καλλιτεχνικής στάθμης

γ) Τα θέματα αντλούνται από το ένδοξο ελληνικό παρελθόν, το οποίο συνδέεται με τους εθνικούς αγώνες του παρόντος, ενώ η ανάμνηση της κλασικής παιδείας και των αξιών της τροφοδοτεί το πάθος της εθνικής αποκατάστασης.)

 

ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ

Ο ρομαντισμός ως κίνημα στη λογοτεχνία και την τέχνη ευρύτερα γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στην Ευρώπη ως αντίδραση προς τον κλασικισμό και κυριάρχη­σε το 19ο αιώνα.  Κύ­ρια γνωρίσματά του είναι :

• Η στροφή προς τη φαντασία και το συναίσθημα και η αμφισβήτηση των κανόνων (της τυποποίησης) του κλασικισμού.

• Αναζητά το παρά­δοξο, το μυστηριώδες, το όνειρο, το υπερφυσικό σε συνδυασμό με μια διάχυτη μελαγχολία και μια νοσταλγική διάθεση για τα περασμένα (όχι όμως για το κλα­σικό παρελθόν)

• Η εξιδανίκευση της φύσης, του έρωτα, της πατρίδας: Τα θέματά του αντλούνται από τη φύση, τον έρωτα (συνήθως μελαγχολικός ή καταδικασμέ­νος), το θά­νατο, τον ηρωισμό, τους αγώνες για την ελευθερία και δίνεται μια ιδιαίτερη εμμονή στο «εγώ» του δημιουργού ή του ήρωα.

• Η ελευθερία στη μορφή, σε αντίθεση προς τον κλασικισμό: Καταργούνται πολλοί παραδοσιακοί κανόνες, δίνεται ποιητικός ρυθμός στον πεζό λόγο, η εικόνα μετατρέπεται σε βασικό στοιχείο του έργου και, τέλος, οι ρομαντικοί αρέσκονται στη χρησιμοποίηση υποβλητικών σκηνικών (νύχτα, φεγγάρι, φύση…).

Στην Ελλάδα ο ρομαντισμός μεταφυτεύτηκε κακότεχνα από τους Φαναριώτες, που είναι οι δη­μιουργοί της Αθηναϊκής Σχολής. Ο ρομαντισμός της Αθηναϊκής Σχολής έχει τα εξής χαρακτηρι­στικά:

α) Η στροφή προς το ένδοξο παρελθόν (το αρχαίο και το πρόσφατο),ωστόσο οι πατριωτικές τους εξάρσεις συνοδεύονται από μεγαλοστομία.

β) Η χρήση της καθαρεύουσας,που θα τους φέρει πολύ πιο κοντά στην παράδοση παρά στην ανανέωση και θα τους οδη­γήσει σε πολυλογία και  υπερβολή.

γ) Η επιτηδευμένη μελαγχολική διάθεση και η προσποιητή ερωτική θλίψη, που φτάνει ως την απαισιοδοξία και την έμμονη ιδέα του θανάτου.

δ) Η χαλαρή έκφραση που μερικές φορές φτάνει ως την προχειρολογία,

ε) Το πομπώδες ύφος

ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ

Είναι το ποιητικό ρεύμα που γεννήθηκε στη Γαλλία στα μέσα του 19ου αιώνα ως αντίδραση προς το ρομαντισμό και το οποίο επανέφερε την κλασική ισορροπία. Τα βασικά χαρακτηριστικά του παρνασσισμού είναι τα εξής:

α) Αναζητά την έμπνευ­ση του στην κλασική αρχαιότητα.  Θέματά του αντλούνται από τη μυθολογία και την ιστορία, τους χαμένους πολιτισμούς της αρχαιότητας ( ιδίως ελληνικό και ινδικό).

β) Επιδιώκει την απουσία κάθε συναισθήματος, πάθους ή έντασης. Θέλει να εκφράσει τη γαλήνη, την ηρεμία, την αρμονία της κλασικής τέχνης. Το ποίημα πρέπει να έχει την ομορφιά ενός αρχαίου αγάλματος

γ) Δίνει σημασία στην ακριβόλογη έκφραση και στη λεπτομέρεια, καθώς προσπαθεί να καλλιεργήσει μιαν απρόσωπη και αντικειμενική ποίηση, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό το επιστημονικό πνεύμα της εποχής του.

ε) Ενδιαφέρεται υπερβολικά για τη μορφή του ποιήματος και την επεξεργασία του στίχου: σέβεται τους ρυθμικούς, μετρικούς και στιχουργικούς κανόνες και την ομοιοκαταληξία.

Οι παρνασσιστές στην προσπάθειά τους να καλλιεργήσουν την απρόσωπη και αντικειμενική έκφραση δημιούργησαν μια ποίηση χωρίς αληθινή ζωή ή ανθρώπινη παρουσία, μακριά από κάθε συναίσθημα

Στην Ελλάδα ο παρνασσισμός εμφανίζεται με την ποιητική γενιά του 1880, τη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Εμφανίζεται και εδώ ως αντίδραση στο ρομαντισμό, με όλα τα χαρακτηριστικά του γαλλικού παρνασσισμού. Ιδιαίτερη σημασία έχει ότι η ελληνική ποίηση στρέφεται προς τη δημοτική, επανέρχεται σε μία ισορροπία, μετά τις συναισθηματικές υπερβολές του ρομαντισμού, και η επεξεργασία του στίχου, στοιχεία που απέρριπταν ή δε φρόντιζαν οι ρομαντικοί. (Κ. Παλαμάς, Ι. Γρυπάρης, Α. Προβελέγγιος. Α. Σικελιανός. Κ. Βάρναλης….)

 

ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ

Λογοτεχνική και καλλιτεχνική κίνηση που ξεκίνησε από τη Γαλλία στα τέλη του 19ου αιώνα ως αντίδραση στη ρομαντική ποίηση και στη νατουραλιστική πεζογραφία. Ο συμβολισμός εκ­δηλώθηκε κυρίως στην ποίηση και οι αρχές του μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:

• Hχρήση συμβόλων για να εκφραστούν ιδέες, συναισθήματα και ψυχικές καταστάσεις: Τα αντικείμενα συσχετίζονται με τις ψυχικές καταστάσεις, δηλαδή γίνονται τα σύμβολα των ψυχικών καταστάσεων.

•Το εννοιολογικό περιεχόμενο του ποιήματος περιορίζεται. Το ποίημα απαλλάσσεται από κάθε φιλοσοφικό ή  ηθικό-διδακτικό στοιχείο και εξωτερικεύει, κυρίως,  την ψυχική διάθεση του ποιητή.

• Η μελαγχολική διάθεσηατμόσφαιρα του ποιήματος.

• Βασικό στοιχείο του ποιήματος είναι η μουσικότητα και η υποβλητικότητα του στίχου. Αυτό σημαίνει πως ο ποιητής προσπαθεί να υποβάλλει τις ψυχικές του διαθέσεις, δίνοντας στο ποίημα ένα τόνο μουσικό, που εξαρτάται από την ακουστική ποιότητα των λέξεων και την κατάλληλη τοποθέτησή τους ποίημα, το μέτρο, την ομοιοκαταληξία, την προσεκτική επεξεργασία του στίχου (απουσία χασμωδιών). Η μουσικότητα και η υποβλητικότητα του στίχου δημιουργούν ένα κλίμα ασάφειας και μελαγχολίας,  όπου αφθονούν οι μεταφορές και οι εικόνες.

• Η  μορφή «χαλαρώνει» από τους αυστηρούς κανόνες της παραδοσιακής ποίησης: Χαλαρή ομοιοκαταληξία, ελεύθερος στίχος, νέο λεξιλόγιο.

Ο ελληνικός συμβολισμός κάνει την εμφάνισή του στα πρώτα χρό­νια του 20ου αιώνα. Οι Έλληνες συμβολιστές οικειοποιήθηκαν κυρίως δύο από τις αρχές του γαλλικού κινήματος: α) τον υπαινικτικό και υποβλητικό χαρακτήρα που στρέφει νου και αισθήματα προς την υψηλότερη σφαίρα των ιδεών, β) την αίσθηση του ποιητή ότι όταν κάποιος φτάσει σ' αυτή τη σφαίρα, θεωρεί πλέον την ταπεινή πραγματι­κότητα ως τόπο μελαγχολίας.

ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ

Λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κί­νημα που γεννήθηκε στη Γαλλία το 1924 με το μανιφέστο του Αντρέ Μπρετόν. Οι υπερρεαλιστές, επηρεασμένοι από την ψυχανάλυση:

α) Επιδίωξαν την υπέρβαση του πραγματικού κόσμου με την καταγραφή των υποσυνείδητων ενεργειών της ψυχής και των ονείρων χωρίς την επέμβαση της λογικής => Αναζήτησαν μια άλλη πραγματικότητα, πέρα από τα δεσμά της λογικής, την υπερ-πραγματικότητα.

β) Διακήρυξαν την παντοδυναμία του ονείρου, του ενστίκτου και της επανάστασης.

γ) Στράφηκαν ενάντια σε κάθε μορφή λογικής, ηθικής και κοινωνικής τάξης.

δ) Στην ποίηση χρησιμοποίησαν ως μέσα τους την αυτόματη γραφή και την καταγραφή των ονείρων.

ε) Στη μορφή της ποίησης οι λέξεις αυτονομούνται και συνδυάζονται μεταξύ τους, χωρίς να υπακούουν σε ορθολογικούς νόμους και έτσι δημιουργούν ζωηρές λεκτικές εντυπώσεις, απουσιάζει η στίξη, η ομοιοκαταληξία  και οι στίχοι κατακερματίζονται.

ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ  ΤΗΣ  ΝΕΟΤΕΡΗΣ  ΠΟΙΗΣΗΣ

1. Εξωτερικά –μορφικά χαρακτηριστικά

α)  Ελεύθερος στίχος: Απουσιάζουν το μέτρο και η ομοιοκαταληξία.

β) Οι στίχοι δεν έχουν ορισμένο αριθμό συλλαβών (ανισοσύλλαβοι) ούτε ομοιόμορφες στροφές. Ο στίχος δεν κόβεται εκεί που υπαγορεύει η σύνταξη ή εκεί που συμπληρώνονται οι συλλαβές του στίχου, αλλά όπου θέλει ο ποιητής  είτε για να δώσει έμφαση σε κάτι είτε  γιατί επιθυμεί να αντικρίσει τα πράγματα από μια νέα οπτική γωνία.

γ) Πεζόμορφα ποιήματα: Δεν κατανέμονται σε στίχους, αλλά γράφονται με ένα τρόπο που να θυμίζει πεζό λόγο (ανομοιοκατάληκτα, ανισοσύλλαβα με  καθημερινό λεξιλόγιο).

δ) Η γλώσσα  πλησιάζει  το χαρακτήρα και το ύφος της καθημερινής ομιλίας. Ωστόσο η μοντέρνα ποίηση δε διστάζει να χρησιμοποιήσει λέξεις από  οποιαδήποτε περιοχή του γραπτού ή προφορικού λόγου.

ε) Η εκφραστική τόλμη: Λέξεις και έννοιες, εκφραστικά μέσα ( μεταφορές, παρομοιώσεις, εικόνες) που στην τρέχουσα λογική της γλώσσας φαίνονται αταίριαστες, στη νεοτερική ποίηση συσχετίζονται μεταξύ τους.

στ) Η  έλλειψη στίξης.

2. Εσωτερικά χαρακτηριστικά

α) Το ποίημα δεν διέπεται από λογική αλληλουχία  αλλά λειτουργεί με τους μηχανισμούς των προεκτάσεων και των συνειρμών. Τις προεκτάσεις οφείλει να τις κάνει ο αναγνώστης  για να συλλάβει το βαθύτερο νόημα του ποιήματος.

β) Σκοτεινότητα και ασάφεια: Η νεοτερική ποίηση συνήθως κρύβει το θέμα της ή το μισοφωτίζει. Είναι ποίηση υπαινιγμών, πυκνή και όχι αναλυτική. Χρησιμοποιεί εικόνες, σύμβολα από την προσωπική ζωή που ποιητή.  Γι’ αυτό χαρακτηρίζεται δυσνόητη και ερμητική, εφόσον δεν έχει πάντα ένα νοηματικό ειρμό.

γ) Αμφισημία και πολυσημία: Μερικές από τις λέξεις ή εκφράσεις που χρησιμοποιούνται, επιδέχονται πολλές ερμηνείες

 

ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ

Με τον όρο μοντερνισμός δηλώνουμε συνήθως μια σειρά από τάσεις. Η αρχή τους τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και η πλήρης ανάπτυξή του στις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ένα πνευματικό κίνημα, που εξεγέρθηκε ενάντια στον παραδοσιακό πολιτισμό, αμφισβήτησε τις παραδοσιακές αξίες και επιχείρησε να καταργήσει όλους τους καθιερωμένους κανόνες. Ο βασικός αντίπαλος με τον οποίο αναμετρήθηκε η μοντερνιστική πεζογραφία ήταν ο ρεαλισμός. Προδρομικές μορφές του νεοτερικού ποιητικού λόγου μπορούν να θεωρηθούν ποιητές όπως ο Κ. Π. Καβάφης και ο Κ. Καρυωτάκης. Η οριστική επικράτηση και καθιέρωση της μοντέρνας ποιητικής γραφής στη χώρα μας έρχεται με τη γενιά του τριάντα. Η επονομαζόμενη σχολή της Θεσσαλονίκης γίνεται το λίκνο του ελληνικού μοντερνιστικού μυθιστορήματος.

Γενικά χαρακτηριστικά

Παραδοσιακή ποίηση Μοντέρνα ποίηση
Ø  Έμμετρος στίχος,

Ø  Ποιητικό λεξιλόγιο,

Ø  Κανονική στίξη,

Ø  Κυριολεξία,

Ø  Λογική νοηματική αλληλουχία,

Ø  Λογική ανάπτυξη θέματος,

Ø  Αντιστοιχία τίτλου και περιεχομένου,

Ø  Λυρισμός,

Ø  Απουσία διασκελισμού.

Ø  Ελεύθερος στίχος,

Ø  Καθημερινό λεξιλόγιο

Ø  Ακανόνιστη στίξη,

Ø  Πολυσημία λέξεων,

Ø  Υποδήλωση θεματικού κέντρου

Ø  Δυσνόητη ποίηση,

Ø  Προβληματικός  τίτλος,

Ø  Δραματικότητα,

Ø  Διασκελισμός.

ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΕΙΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕΤΡΙΚΗΣ

 

ΟΙ ΜΕΤΡΙΚΟΙ ΠΟΔΕΣ

ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ                 ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

ΠΡΟΣΩΔΙΑΚΟ ΜΕΤΡΟ                                                                    ΤΟΝΙΚΟ ΜΕΤΡΟ

(εναλλαγή μακρόχρονων και βραχύχρονων συλλαβών)               (εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών)

 

–  ?                      : τροχαίος :                     '  –

?  –                      : ίαμβος :                        –  '

–  ?  ?                          : δάκτυλος :                    '   –  –

?  ?  –                          : ανάπαιστος :                –  –  '

?  –  ?                 : αμφίβραχυς | μεσοτονικός :   –  '   –

 

Όταν μιλούμε για τόνο στη μετρική δεν εννοούμε τον τόνο που σημειώνουμε με βάση τους κανόνες του μονοτονικού, αλλά τον πραγματικό, δηλαδή τον προφερόμενο τόνο. Συνήθως αυτός συμπίπτει με τον τόνο που σημειώνουμε, αλλά όχι πάντα. Π.χ. στη φράση: «για κοίτα ποιος μιλά για πίστη» προφέρονται τονισμένα το πρώτο για και το ερωτηματικό ποιος.  Στη φράση: «και να που θέλει να σε δει» προφέρονται τονισμένα το πρώτο να και το ρήμα δει. Στη φράση: «θέλουν, μα δεν μπορούν να λησμονήσουν» προφέρεται τονισμένο το δεν. Αντίθετα, στη φράση: «από τότε έχουμε να τα πούμε, γιατί δεν ιδωθήκαμε καθόλου» τα από και γιατί προφέρονται άτονα, ενώ το δεν τονισμένο. Εξάλλου, όταν μέσα σ’ ένα στίχο υπάρχουν δύο γειτονικές συλλαβές τονισμένες και οι δύο, ο τόνος της μιας (εκείνης που μετρικά δεν τον χρειάζεται) εξαφανίζεται ή τουλάχιστον αδυνατίζει σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν λογαριάζεται (μετρικό χασοτόνισμα).

 

Το μέτρο ενός στίχου στη νεοελληνική ποίηση χαρακτηρίζεται

  1. από τον ρυθμό που παράγεται από την επανάληψη των παραπάνω μετρικών ποδών: τροχαϊκός, ιαμβικός, δακτυλικός, αναπαιστικός, μεσοτονικός. Δεν είναι απαραίτητο να διαθέτουν πραγματικό τόνο όλοι οι μετρικοί πόδες ενός στίχου· αν τονίζονται ορισμένες ζυγές συλλαβές, ας πούμε, αυτές είναι αρκετές για να δώσουν τον ιαμβικό τόνο σε όλο το στίχο, αν τονίζονται ορισμένες μονές συλλαβές είναι αρκετές για να δώσουν τον τροχαϊκό τόνο σε όλο το στίχο. Από τη θέση που έχουν μέσα στο στίχο παίρνουν και οι υπόλοιπες ομόλογες συλλαβές ένα ελαφρό και μόλις αισθητό τόνο.

Π.χ. ιαμβικός είναι ο στίχος: «με φου|σκωμέ|να τα| πανιά| περή|φανα| κι ωραί|α», κι ας τονίζονται μόνο η 4η, η 8η, η 10η και η 14η συλλαβή· αντίθετα, τροχαϊκός είναι ο στίχος: «τα φτε|ρά τα| πρωτι|νά σου| τα με|γάλα», κι ας τονίζονται μόνο η 3η, η 7η και η 11η συλλαβή.

  1. από τον αριθμό των συλλαβών του: π.χ. ενδεκασύλλαβος, δωδεκασύλλαβος, δεκαπεντασύλλαβος.
  2. από τη θέση του τελευταίου τόνου: προπαροξύτονος, παροξύτονος, οξύτονος.
  3. από το αν ο τελευταίος πόδας είναι ολοκληρωμένος ή όχι: ακατάληκτος ή καταληκτικός, αντιστοίχως (θα είναι προφανώς καταληκτικός ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, εφόσον σχηματίζεται από 7 ιάμβους + 1 συλλαβή).

 

Παρατονισμός είναι η παρουσία ενός πραγματικού τόνου σε συλλαβή που σύμφωνα με το ρυθμό δεν έπρεπε να τονίζεται. Π.χ. σ’ έναν ιαμβικό στίχο είναι ανεκτός και πολύ συνηθισμένος ο παρατονισμός στην 1η ή στην 3η συλλαβή.

 

Είδη ομοιοκαταληξίας ή ρίμας

Ζευγαρωτή: ααββ

Πλεχτή: αβαβ

Σταυρωτή: αββα

Ζευγαροπλεχτή: ααβγγβ

Ελεύθερη/ανάκατη: αβαβγγ

 

Γλώσσα:

Δημοτική

Καθαρεύουσα

Λόγια

Ιδιωματική

Αφήστε μια απάντηση