Ο μαγεμένος αυλός (συνέχεια 2)

…Τσιμπούσαν ακόμα και τα μωρά στις κούνιες τους, που άρχιζαν να ουρλιάζουν. Και μόλις η αλαφιασμένη μητέρα έδιωχνε μακριά τρία απ΄ αυτά, άλλα έξι παρουσιαζόντουσαν στο λεπτό και ορμούσαν αμέσως πάνω στα καημένα τα μωράκια. Οι στριγγλιές και τα σκουξίματά τους έπνιγαν κάθε άλλο θόρυβο, τόσο που οι κάτοικοι του Χάμελιν σχεδόν δεν άκουγαν τι έλεγε ο ένας στον άλλο.

          Ο αλευρόμυλος, εκεί που έφτιαχναν το αλεύρι, ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα τους στέκια. Μα δεν ήταν πολύ εκλεκτικά και δε διάλεγαν πού θα πάνε, ή ποιον θα τιμήσουν με την παρουσία τους και μάλλον στις κουζίνες έβγαζαν τα απωθημένα τους. Εξαφάνιζαν τα τυριά από τους κάδους, άνοιγαν διάπλατα τα βαρέλια με τις ρέγγες και έγλειφαν τις σουπιέρες με τη σούπα, μέχρι που τις έκαναν να… λάμπουν από καθαριότητα. Αν μία νοικοκυρά προσπαθούσε να φτιάξει μια πουτίγκα, ένα ποντίκι βαστούσε πάντα τσίλιες δίπλα στη λεκάνη με το γλυκό και μόλις η πουτίγκα ετοιμαζόταν, έδινε το σύνθημα στους φίλους του, που ορμούσαν πάνω της και δεν άφηναν ψίχουλο...

Leave a Reply