Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εκγρεμιζόταν. Αλίμονο στους κόπους τους, κρίμα στις δούλεψές τους, ολημερίς να χτίζουνε, το βράδυ να εγκρεμιέται! Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι, δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι, παρά εκελάηδε κι έλεγε, μ’ ανθρώπινη λαλίτσα: αν δε στοιχειώσουν άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει και να μην στοιχειώσουν ορφανό, ούτε ξένο, ούτε διαβάτη, παρά εμέ την κακόμοιρη του πρωτομάστορα γυναίκα πόρχομαι αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα. Τ’ άκουσ’ ο άντρας μου και του θανάτου πέφτει. Μου ‘πε ο πρωτομάστορας αργά να ντυθώ, αργά να αλλαχτώ, αργά να πάω το γιόμα, αργά να πάω να διαβώ της Άρτας το γιοφύρι. Μα το πουλί παράκουσε κι αλλιώς εμένα μου ‘πε: γοργά να ντυθώ, γοργά να αλλαχτώ, γοργά να πάω το γιόμα, γοργά να πάω να διαβώ της Άρτας το γιοφύρι. Έτσι κι εγώ τον άκουσα κι επήγα να τους βρω. Καλημέρισα όλους τους μαστόρους και όλους τους μαθητάδες. Μόνο τον άντρα μου καθώς μ’ αντίκρισε είδα βαργωμισμένο. Μου εξηγούν ότι ο πρωτομάστορας έχασε κατά λάθος το δαχτυλίδι μέσα στο γιοφύρι. Κι εγώ σαν αφελής προσφέρθηκα να το πιάσω. Μα δαχτυλίδι πουθενά δεν ήβρα και φώναζα από το βάθος στο γιοφύρι να με τραβήξουν πάνω ώσπου κατάλαβα...Ένας πιχούσε με το μυστρί, κι άλλος με τον ασβέστη και τελευταίος ο πρωτομάστορας έριξε μέγα λίθο. Με πίκρα κι αγανάκτηση κατάρα έριξα: “Αλίμονο στην μοίρα μου, κρίμα στο ριζικό μου! Δυο αδερφάδες έχω, κι οι δυο κακογραμμένες, η μια ‘χτισε τον Δούναβη, κι η άλλη την Ευφράτη, κι εγώ η στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι! Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι, κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.” Η αγάπη για τον μονάκριβο αδερφό μου όμως τα λόγια αυτά μετέτρεψε σε ευχή: “Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά να τρέμει το γιοφύρι, κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες, γιατί έχω αδερφό στην ξενιτιά μη τύχει και διαβεί.”