– Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει* και περάσει».
Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει.
«Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει».
Περνάν οι μέρες, ο καιρός, περνάν τα χρόνια, οι μήνες,
Περνάν και να που έτυχε να τρέμει το γιοφύρι,
να τρέμουν τα γριά βουνά, να πέφτουν κι οι διαβάτες.
Να ΄μως που τότες πέρναγε, ο δύσμοιρός αδελφός της,
την μάνα πήγαινε να δει, μετά από τόσα χρόνια,
τόσο καιρό στην ξενιτιά, τόσο καιρό στα ξένα,
τόσο καιρό περίμενε στην μάνα να γυρίσει.
Να ΄μως που δεν επρόλαβε και πέφτει απ΄το γιοφύρι
Τον είδε τότ΄ η λυγερή και πέσε μαύρο θρήνο
Που ΄χε τον λόγο άλλαξει, που ΄χε άλλ΄ κατάρα δώσει.
Να μως που τότες πέρασε και τονε χάρο βρήκε.
Σηκώνεται και η λυγερή και βγαίνει απ΄ το γιοφύρι.
Βγαίνει και πάει επήρε τον, επάει τον στο σπίτι,
Βλέπει η μάνα χαίρεται, τον βλέπει η μάνα κλαίει
Τον βλέπει και η λυγερή και χαίρετ΄ η καρδιά της.