English

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΣΑΠΦΩ, ΜΙΑ ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΠΟΙΗΤΡΙΑ

Εγραψε για τον έρωτα χωρίς ενδοιασμούς, εξύμνησε τη γυναικεία ομορφιά αλλά και την γοητεία της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας. Όπως κι αν έζησε βέβαια η Σαπφώ, όποια κι αν ήταν, δεν έμεινε στην Ιστορία άδικα ως η μεγαλύτερη ποιήτρια της αρχαιότητας! Ο ζωντανός, έντονος και συναισθηματικά φορτισμένος τρόπος γραφής της έμελλε να έχει απήχηση στο παγκόσμιο κοινό κάθε εποχής, κάνοντας τους στίχους της πραγματικά πανανθρώπινους.

Και βέβαια, από κοινού με τους άλλους μεγάλους λυρικούς της αρχαιότητας, όπως ο Αλκαίος και ο Πίνδαρος, συνέβαλε τα μέγιστα στην απομάκρυνση της αρχαιοελληνικής ποιητικής παράδοσης από το δράμα και το έπος.

 

ΣΑΠΦΩ

ΕΡΩΤΙΚΗ ΑΝΤΙΖΗΛΙΑ

 

Μου φαίνεται ίσος με θεό πως είναι

κείνος ο άντρας που απέναντί σου

κάθεται, και που τη γλυκιά φωνή σου

σκύβει ν’ ακούσει

 

κι αυτό το γέλιο σου που ανάβει πόθους. Μα εμένα

μέσα στα στήθια σπαρταρά η καρδιά μου: λίγο

μονάχα αν σε κοιτάξω, τότε αμέσως

σβήνει η φωνή μου,

 

βουβαίνεται η γλώσσα τσακισμένη· νιώθω

κάτω απ’ το δέρμα μου μια σιγανή να τρέχει

φλόγα· τα μάτια μου δεν βλέπουν·

βουίζουνε τ’ αφτιά μου·

 

 

με περιλούζει κρύος ιδρώτας· με κυριεύει

ολόκληρη ένα τρέμουλο· στην όψη

γίνομαι πιο χλωρή κι απ’ το χορτάρι· λίγο ακόμα

και θα μου βγει η ψυχή, νομίζω.

Μα όλα πρέπει να τ’ αντέξω.

 

 

Ο Έρως με δονεί, με παραλύει,

γλυκόπικρο, αμάχητο ερπετό.

*

Ήρθες –και πώς σ’ αποζητούσα–

και το μυαλό μού δρόσισες, που τό ’καιγε ο πόθος.

 

*

Ο Έρως μου τράνταξε τον νου

σαν άνεμος, που στις βουνίσιες δρυς έχει χυμήξει.

 

 

Α ΣΤΑΣΙΜΟ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ

ΧΟΡ. Έρωτ᾽ ανίκητε στον πόλεμο

που κάνεις κτήμα σου όπου πέσεις,

που στ᾽ απαλά τα μάγουλα

της κορασίδας νυχτερεύεις

και γυρνάς πάνω από τα πέλαγα

και στους πιο απόμερους τους τόπους,

δε σου ξεφεύγει εσένα ούτε θεός

ούτε κανείς απ᾽ τους λιγόζωους ανθρώπους

κι όποιον θα πιάσεις γίνεται τρελός.

 

Εσύ και των δικαίων τους λογισμούς

στην αδικία ξεσέρνεις για όλεθρό τους,

εσύ έχεις και την έχθρ᾽ ανάψει αυτή

ανάμεσα  στο παιδί και το γονιό του·

μα ολόφαντος μέσ᾽ απ᾽ τα βλέφαρα

της νύφης τής λαχταριστής νικάει ο Πόθος,

πάρεδρος των μεγάλων των θεσμών

που αιώνια κυβερνούν τον κόσμο·

γιατί ανίκητη η Κύπριδα παίζει με μας.

 

 

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

Αν βουληθώ

 

Αν βουληθώ, αν βουληθώ

να σ’ αρνηθώ

να σ’ απολησμονήσω

να μην εβρώ νερό να πιω

μη ρούχο να φορήσω

 

Αν βουληθώ, αν βουληθώ

να σ’ αρνηθώ

να σ’ απολησμονήσω

να μην μπορώ φιλί να βρω

μη δάκρυ να δακρύσω!

 

 

ΓΙΑΣΕΜΙ ΜΟΥ

 

Το γιασεμί στην πόρτα σου

γιασεμί μου

ήρθα να το κλαδέψω

ωχ γιαβρί μου

και νόμισε η μάνα σου

γιασεμί μου

πως ήρθα να σε κλέψω

ωχ γιαβρί μου

 

Το γιασεμί στην πόρτα σου

γιασεμί μου

μοσκοβολά τις στράτες

ωχ γιαβρί μου

κι η μυρωδιά του η πολλή

γιασεμί μου

σκλαβώνει τους διαβάτες

ωχ γιαβρί μου

ΜΙΚΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΕΡΩΦΙΛΗ ΤΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ

ΕΡΩ.

Τόσες δεν είναι οι ομορφιές, τόσα δεν είν' τα κάλλη,

μα τούτο εκ την αγάπη σου γεννάται* τη μεγάλη.

Μα γή όμορφή 'μαι γή άσκημη, Πανάρετε ψυχή μου,

για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.

 

ΠΑΝ.

 

Νερό δεν έσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσά μου,

καθώς τα λόγια τα γροικώ* σβήνουσι την πρικιά* μου.

Μ' όλον ετούτο, αφέντρα μου, μα την αγάπη εκείνη,

που μας ανάθρεψε μικρά, και πλια παρ' άλλη εγίνη

πιστή και δυνατότατη σ' εμένα κι εις εσένα,

και τα κορμιά μας σ'άμετρο* πόθο κρατεί δεμένα,

περίσσα* σε παρακαλώ ποτέ να μην αφήσεις

να σε νικήσει ο βασιλιός, να μ' απολησμονήσεις.

ΜΙΚΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ

  APETOYΣA

 

Λέγει τση μιά από τσι πολλές· “Nένα, τον Kόσμο χάνω,

γιατί ήβαλα στο λογισμό να πέσω ν’ αποθάνω·

γ-ή πούρι κι ο Pωτόκριτος τα Πάθη μου ν’ ακούσει,

και ταχτικά τα χείλη μου μιάν ώρα να τα πούσι,

με γνώση, εις μόδο φρόνιμον, οπού να μη γρικήσει,

πως έχω Aγάπης βάσανα, πως έχω Πόθου κρίση.

Θωρείς με πώς επόδωκα, πάντα γρινιώ και κλαίγω,

κι ό,τι μιλήσω κι ό,τι πω, πάντα για κείνον λέγω.”

ΚΑΒΑΦΗΣ

ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, 

αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με-

όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,

κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·

όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,

κ’ αισθάνονται τα χέρια

σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,

όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται

 

 

Ηδονή

 

Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών

που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα.

Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα

την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.

 

Έτσι Πολύ Ατένισα-

 

Τὴν ἐμορφιὰ ἔτσι πολὺ ατένισα,

ποῦ πλήρης εἶναι αὐτῆς ἡ ὅρασίς μου.

 

Γραμμὲς τοῦ σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ἡδονικά.

Μαλλιὰ σὰν ἀπὸ ἀγάλματα ἑλληνικά παρμένα·

πάντα ἔμορφα, κι ἀχτένιστα σὰν εἶναι,

καὶ πέφτουν, λίγο, ἐπάνω στ’ ἄσπρα μέτωπα.

Πρόσωπα τῆς ἀγάπης, ὅπως τἄθελεν

ἡ ποίησίς μου……. μὲς στὲς νύχτες τῆς νεότητός μου,

μέσα στὲς νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα……


ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Κι ήμουν στο σκοτάδι.

Κι ήμουν το σκοτάδι.

Και με είδε μια αχτίδα.

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της

κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.

Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,

πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι

δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,

κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,

εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

 

ΕΛΥΤΗΣ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ

 

Οδυσσέα Ελύτη, Το Μονόγραμμα (αποσπάσματα)

ΙΙΙ

ΆΝΝΑ

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

ΔΙΟΜΗΔΗΣ

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά — κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μες από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουμε

ΑΝΝΑ

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το «τί» και το «έ»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φώς κι η σκιά

ΔΙΟΜΗΔΗΣ

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο

ΑΝΝΑ
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά

Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει

ΑΝΝΑ
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

ΔΙΟΜΗΔΗΣ

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

ΑΝΝΑ

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου

ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς

ΑΝΝΑ
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

ΚΙ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟ ΕΙΜΑΣΤΕ ΗΔΗ ΝΕΚΡΟΙ

 

ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΠΑΝΤΟΥ

Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,

μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.

Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.

Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται

νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.

 

Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.

Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,

θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.

 

Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,

σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.

 

Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.

 

Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,

ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο… ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη ΜΟΥ!

ΡΙΤΣΟΣ

 

ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΈΡΩΤΑ

Βιάζονταν πολύ να φιληθούν. Μπήκαν στο σπίτι. Κλείδωσαν.Τις δυο καρέκλες τις άφησαν στον κήπο. Όσο έλειπαν τα πουλιά οικειοποιήθηκαν τις καρέκλες τους, τις έκανανσκάλες για τα δωμάτια τους. Όταν βράδιασε, όλα τα κατάπιανε τα φύλλα, χτυπώντας ηδονικά τις γλώσσες τους.

Οι δυο καρέκλες περίμεναν ακόμη σα δυο μικρά ικριώματα

στο χείλος μιας πράσινης μοναξιάς μπροστά στο φεγγάρι.

ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ ΕΡΩΣ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ

Σκέπτουμαι μια ζωή που θα ‘τανε βαριά σα σήμερα,

μονάχα αν έλειπες ταξίδι. Το πρωί σκέπτουμαι

τα μέλη σου σφιχτοδεμένα – εκεί κάπως εντοπίζω

την αγκαλιά σου. Το βράδυ βλέπω τα χείλια σου σαν

το δαγκωμένο φρούτο.

Έλα, η μέρα είναι τόσο ωραία – τα ποιήματα που

αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου. Μπορούσα τόσα πράματα

να τα μετατρέψω σε χαρά και να σ’ τα δώσω.

Κάθε στιγμή μπορούσα να σου την κάνω μουσική

πρωτόγονη, γούνα μαλακιά, ζεστή, ηλεκτρισμένη, που

βουλιάζει βαθιά μέσα. Χορός τέλεια ελεύθερος, αντί από

μέλη να ‘χεις φτερά, και πάλι φτερά ονείρου. Ή μυρουδιές

—μήπως θέλεις μυρουδιές; Τότε θα ‘ναι μυρουδιές δροσερές,

σαν μικροί καταρράκτες όλο πολυτρίχι – ή σαν γιαλός

το πρωινό όπου βγαίνει και λιάζεται το φύκι, ο σταυρός,

ο αχινός – και το κύμα στην αμμουδιά δεν είναι σοβαρό,

μα παίζει. Πέρα βέβαια η θάλασσα έχει μιαν απαλή τραγικότητα.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

Σαν τον καφέ είναι ο έρωτας

Αλλοι τον προτιμούν βαρύγλυκο,

άλλοι τον θέλουν με ολίγη

οι πιο πολλοί τον πίνουν με μέτρο

όλοι το λιδιο τον πληρώνουν

 

Το φιλί

ενώνει πιο πολύ απ΄το κορμί

γι αυτό το αποφεύγουν οι πιο πολλοί

 

ΟΤΑΝ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ

Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους,
σ’ αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά,
έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ’ έναν υπάλληλο,

κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι
για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη.

Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
γίνομαι ένα με τους τσακισμένους.

Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960

 

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:

μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.
Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.

Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει

 

 

ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ

Άγριες νύχτες-Άγριες νύχτες!

Αν ήμασταν μαζί

Οι Άγριες νύχτες θα ήταν για εμάς

Η απόλαυση!

 

Μάταιοι-οι άνεμοι-

Σαν βρει η Καρδιά λιμάνι-

Πετάω την Πυξίδα-

Πετάω και τον Χάρτη!

 

Κωπηλατώ στην Εδέμ-

Αχ-η Θάλασσα!

Μονάχα ν' άραζα-απόψε

Σ' εσένα!

Η ΑΓΑΠΗ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΜΠΟΡΕΙ

 

Τὰ πάντα ἡ ἀγάπη τὰ μπορεῖ,
νεκροὺς δὲν ἀνασταίνει –
δὲν λέω, γιγάντια ἔχει ἰσχὺ
μὰ ἀξίζει ἀλήθεια νὰ σωθεῖ
ἡ σάρκα ἡ πεθαμένη;

Ἐξάλλου ἔχει ἀποκάμει πιά,
ν’ ἀναπαυτεῖ ζητάει –
τὰ μάτια της κρατάει κλειστὰ
ὥσπου τὰ ὁλόφωτα πανιὰ
νὰ βυθιστοῦν στὰ χάη

 

ΡΙΛΚΕ

 

Σβήσε τα μάτια μου· μπορώ να σε κοιτάζω,

τ’ αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ’ ακούω μπορώ.

Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ’ρθω σ’ εσένα,

και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.

Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,

σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.

Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ

με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ

μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι.

 

 

ΠΛΑΘ /// ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΕΝΟΣ ΤΡΕΛΟΥ ΚΟΡΙΤΣΟΥ

Κλείνω τα μάτια, χάνεται όλη η πλάση.

Τα βλέφαρα ανοίγω και γεννιούνται πάλι όλα.

(Θαρρώ πως μέσα στο μυαλό μου σ’ έχω πλάσει).

 

Χορό μπλε, κόκκινα αστέρια έχουν στήσει,

Κι ορμά στα ξαφνικά καλπάζοντας το σκότος.

Κλείνω τα μάτια και η πλάση έχει σβήσει.

Στ’ όνειρο, με μάγια στο κρεβάτι μ’ είχες ρίξει,

Ερωτοχτυπημένη, στο φιλί σου τρελαμένη.

(Θαρρώ πως μέσα στο μυαλό μου σ’ έχω φτιάξει).

 

Κυλά ο Θεός από ψηλά, η Κόλαση αργοσβήνει·

Και εφορμούν τα σεραφείμ και του διαβόλου οι φίλοι·

Κλείνω τα μάτια, και η πλάση όλη κλείνει.

 

Πως θα γυρνούσες πίστεψα το είχες τάξει

Όμως γερνώ και το όνομά σου το ξεχνώ

(Θαρρώ πως μέσα στο μυαλό μου σ’ έχω φτιάξει).

 

 

Πουλί φωτιάς θα έπρεπε να ‘χω αγαπήσει

Την άνοιξη τουλάχιστον αυτό θα ξαναρχόταν.

Κλείνω τα μάτια και η πλάση όλη έχει σβήσει

(Θαρρώ πως μέσα στο μυαλό μου σ’ έχω κλείσει).

ΠΙΚΕΡΑΣ

ΕΓΩ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΣΟΥ

 

Εγώ στη θέση σου θα με αγαπούσα,

θα τηλεφωνούσα,

δεν θα έχανα χρόνο,

θα μου έλεγα ναι.

 

Δεν θα είχα ενδοιασμούς,

θα δραπέτευα.

 

Θα έδινα αυτό που έχεις,

αυτό που έχω,

για να έχω αυτό που δίνεις,

αυτό που θα μου έδινες.

Θα τραβούσα τα μαλλιά μου,

θα έκλαιγα από ηδονή,

θα τραγουδούσα ξυπόλυτη,

θα χόρευα,

θα έβαζα στον Φλεβάρη ένα ήλιο Αυγούστου,

θα πέθαινα από ευχαρίστηση,

δεν θα μπορούσα κανέναν αλλά αυτόν τον έρωτα,

θα εφεύρισκα ονόματα και ρήματα καινούρια,

θα έτρεμα από φόβο μπρος στην αμφιβολία

πως υπήρξε μόνο ένα όνειρο,

θα έφευγα για πάντα από σένα,

από εκεί,

μαζί μου.

 

Εγώ στη θέση σου θα με αγαπούσα

 

e.e. cummings,


Ο e.e. cummings, από τους κορυφαίους Αμερικανούς ποιητές του μοντερνισμού, έγραφε μερικά από τα πιο συγκλονιστικά και δραστικά ερωτικά ποιήματα του 20ού αιώνα. Με τρόπο απαράμιλλο και μοναδικό αποτυπώνουν όλες τις εκφάνσεις του έρωτα, από τις πιο φιλήδονες και άσεμνες ως τις πιο αγνές και τρυφερές. Εδώ ανθολογούνται σαράντα εννέα ποιήματα - από τα σημαντικότερα και πιο χαρακτηριστικά του έργου του.

 

"Κυρία, θα σε αγγίξω με τον νου μου.

Θα σε αγγίξω και θα σε αγγίξω και θα σε αγγίξω

ώσπου να μου δώσεις/ξαφνικά ένα χαμόγελο, συνεσταλμένα άσεμνο

(κυρία θα σε

αγγίξω με τον νου μου.)

Θα σε αγγίξω,

αυτό είναι όλο,

απαλά κι εσύ ολότελα θα γίνεις

με απέραντη ευκολία

το ποίημα που δεν θα γράψω".

e.e. cummings,

 

Τα δάχτυλά σου φτιάχνουν μπουμπούκια

από το καθετί.

τα μαλλιά σου πάνω απ’ όλα οι ώρες αγαπάνε:

απαλότητα που

τραγουδά,λέγοντας

(μια μέρα κι αν διαρκεί ο έρωτας)

μη φοβάσαι,θα πιάσουμε τον Μάη.

τα λευκότατα πόδια σου κοφτά ξεστρατίζουν.

Διαρκώς

τα υγρά σου μάτια με τα φιλιά παίζουν,

που η μυστικοπάθειά τους πολλά

λέει∙τραγουδώντας

(μια μέρα κι αν διαρκεί ο έρωτας)

για ποια κοπέλα λουλούδια φέρνεις;

 

Να είμαι τα χείλη σου είναι πράγμα

γλυκό

και μικρό.

Θάνατε,Εσένα θ’ αποκαλέσω

πλούσιο πέρα από κάθε προσδοκία

αυτό αν αρπάξεις

αλλιώς απόντα.

(μια μέρα κι αν διαρκεί ο έρωτας

και τίποτα αν η ζωή δεν σημαίνει,δεν

θα πάψει να μοιράζει τα φιλιά του).

 

Ναζίμ Χικμέτ – Η πιο όμορφη θάλασσα

«Να γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών

 

είμαστε μες στο δικό μας κόσμο.

 

Η πιο όμορφη θάλασσα

 

είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει.

 

Τα πιο όμορφα παιδιά

 

δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα.

 

Τις πιο όμορφες μέρες μας

 

δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα.

 

Κι αυτό που θέλω να σου πω,

 

το πιο όμορφο απ’ όλα,

 

δε σ’ τό ‘χω πει ακόμα.»

 

Μετάφραση Γιάννης Ρίτσος

 

Ένας έρωτας γεννιέται μες στον έρωτα

μεγαλώνει μες στα σπλάχνα του

απλώνεται στον χώρο του, τον κατοικεί

επιθυμεί διάρκεια, διεκδικεί χρόνο

κυριαρχεί, απολαμβάνει την υπεροχή του

και μόλις αρκεστεί στα κεκτημένα

άλος έρωτας γεννιέται μες στα σπλάχνα του

μεγαλώνει, απλώνεται στον χώρο του

απειλεί να τον κατασπαράξει.

 

Όμως οι έρωτες κάποτε παύουν

να τρέφονται με σάρκες ανταγωνιστών

ανταλλάσσουν μόνο πέτρινα ομοιώματα

που μένουν αναλλοίωτα μέσα στις φθορές

που συνυπάρχουν χωρίς άσκοπες εχθρότητες

περίπου φιλικά, όπως οι προτομές

αντίπαλων ηγετών στα νεκροταφεία.

Η ηδονή των παρατάσεων, Διάττων 1992∙ Κέδρος 1998  (Ποιήματα Β΄, 1959-2017, Κίχλη, 2018)

 

 

 

ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΕΣ

Μου άρεσε που μου ΄λεγε στον έρωτα

λέξεις σε γλώσσα απρόσιτη για μένα

λέξεις που αυθαίρετα τους έδινα

όλες τις σημασίες που θα ΄θελα να έχουν.

Ποιήματα Β', 1959-2017/ 2000

 

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ

ΑΝ ΣΕ ΕΧΕΙ ΞΕΧΑΣΕΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ


Αν σ’ έχει ξεχάσει ο έρωτας
εσύ θα τον ξαναθυμηθείς
μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση
τις πλαγιές, τα κύματα
τα φυλλοβόλα δέντρα
που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές
τα ζώα που βγαίνοντας
απ’ την κοιλιά της μάνας τους
ξέρουν κιόλας πώς να ζήσουν
πώς ν’ αντισταθούν στους εχθρούς
που τους έχει ορίσει η φύση.
Πρόσεξε μόνο μην η ζωντανεμένη ανάμνηση
πέσει πάνω στο σωρό
απ’ τις προδομένες προσδοκίες σου
τ’ αναπάντητα όνειρά σου.

Leave a Reply