Updated on April 17, 2021
Ο κύκλωπας Πολύφημος
Οι ζωγραφιές της Σοφίας
Kι όταν, την άλλη μέρα ξημερώνοντας, φάνηκε ρόδινη στον ουρανό η Aυγή, 485
εκείνος* τα έβγαλε, για να βοσκήσουν, τα σερνικά του κοπαδιού· * = ο Πολύφημος
τα θηλυκά, βελάζοντας που δεν τ' αρμέξαν, μείναν στις μάντρες [...].
[...] O αφέντης, τυραννισμένος
από τους φριχτούς του πόνους, όλα τα ψηλαφούσε τα κριάρια του στη ράχη,
κι αυτά ορθωμένα στέκονταν μπροστά του· 490
δεν συλλογίστηκε ο μωρός ποιοι στα μαλλιαρά τους στήθη ήσαν δεμένοι.
Aπ' το κοπάδι τελευταίος πήγαινε ο κριός μπροστάρης
προς το πέρασμα, βαρύς απ' το μαλλί του κι από μένα,* * (μιλάει ο Οδυσσέας)
που 'χε συλλάβει ο νους μου τέτοια τέχνη.
Σ' αυτόν τα χέρια του ακουμπώντας, έτσι του μίλησε ο δυνατός Πολύφημος: 495
"Kριάρι μου καλό, πώς και γιατί απ' όλο το κοπάδι τελευταίο
βγαίνεις κι αφήνεις τη σπηλιά; Δεν το συνήθιζες πιο πριν
ν' ακολουθείς και να ξεμένεις πίσω· το πρώτο πρώτο ήσουν
από τα γιδοπρόβατά μου που πηλαλώντας έτρεχες να βοσκήσεις [...]·
Mάλλον θ' αποζητάς του αφεντικού το μάτι, που του το τύφλωσε
ο κακός εχθρός κι οι άθλιοι σύντροφοί του, αφού του σκότισε
τον νου με το κρασί, αυτός ο Oύτις** – **=ο Κανένας, εννοεί τον Οδυσσέα
όχι, μα την αλήθεια, δεν ξέφυγε τον όλεθρό του ακόμη. [...]"
Έτσι μιλώντας στο κριάρι του, τ' άφησε να τον προσπεράσει.