English

Η ιστορία της αγγλικής γλώσσας

Η αγγλική γλώσσα (αγγλικά: English, IPA [ ['ɪŋglɪʃ]]) [2] είναι γλώσσα της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας και ειδικότερα του δυτικού γερμανικού υποκλάδου του γερμανικού κλάδου. Συγκεκριμένα αποτελεί μέλος της αγγλικής υποομάδας της αγγλοφριζικής ομάδας. Η αγγλική γλώσσα έλκει την καταγωγή της από την Αγγλία και είναι η μητρική γλώσσα της πλειονότητας των κατοίκων του Ηνωμένου Βασιλείου, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, του Καναδά, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και της Αγγλόφωνης Καραϊβικής. Χρησιμοποιείται, επίσης, ως δεύτερη ή επίσημη γλώσσα σε πολλές χώρες του κόσμου, κυρίως σε όσες αποτελούν μέλη της Κοινοπολιτείας των Εθνών, καθώς και σε πολλούς διεθνείς οργανισμούς.
Η σύγχρονη αγγλική γλώσσα, η οποία μερικές φορές χαρακτηρίζεται ως η πρώτη παγκόσμια lingua franca [3][4], κατέχει κυρίαρχη θέση ως διεθνής γλώσσα στους τομείς των επικοινωνιών, της επιστήμης, των επιχειρήσεων, της πολιτικής και της διπλωματίας, της ψυχαγωγίας, της αεροναυτιλίας και της ραδιοεπικοινωνίας, και των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του διαδικτύου [5]. Αποτελεί μία από τις συνολικά έξι επίσημες γλώσσες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, μία από τις 23 επίσημες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου κατέχει τη δεύτερη θέση ως μητρική γλώσσα και την πρώτη ως ξένη γλώσσα με ποσοστό 51%, τη μοναδική επίσημη της Κοινοπολιτείας των Εθνών, ενώ χρησιμοποιείται και σε πολλούς ακόμη διεθνείς οργανισμούς.
Αφετηρία της τεράστιας εξάπλωσης της αγγλικής γλώσσας υπήρξε η ίδρυση αποικιών, οι πολεμικές κατακτήσεις και οι διπλωματικές συμφωνίες, οι οποίες οδήγησαν στην ίδρυση κτήσεων, αποικιακών κρατών και προτεκτοράτων και στην κατοχή περιοχών υπό το καθεστώς της εντολής, τις οποίες πέτυχε το Ηνωμένο Βασίλειο από τον 16ο έως και τον 20ο αιώνα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο στα τέλη του 19ου αιώνα η πολιτική ισχύς της Βρετανικής Αυτοκρατορίας επέβαλε την αναγνώριση της αγγλικής γλώσσας σε παγκόσμιο επίπεδο [6].
Ένας ακόμη σημαντικός λόγος που βοήθησε στην εξάπλωση της αγγλικής γλώσσας, αποτέλεσε η ανάδειξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, η πλειοψηφία των κατοίκων των οποίων έχει ως μητρική γλώσσα την αγγλική, σε υπερδύναμη μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και η επακόλουθη οικονομική και πολιτιστική επιρροή τους παγκοσμίως, με τη βοήθεια και της εξάπλωσης των μέσων ενημέρωσης και του διαδικτύου [3].
Η γνώση της αγγλικής έχει καταστεί απαραίτητη σε ένα ευρύ εργασιακό φάσμα, ενώ σε πολλές χώρες, στις οποίες δεν αποτελεί επίσημη γλώσσα, είναι απαραίτητη ως προσόν για την εξεύρεση εργασίας, με αποτέλεσμα πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλον τον κόσμο να την μιλούν, τουλάχιστον στο βασικό της επίπεδο.Στο ελληνικό σύστημα εκπαίδευσης τα Αγγλικά διδάσκονται από την τρίτη τάξη του Δημοτικού μέχρι την τρίτη τάξη του Λυκείου ως πρώτη ξένη γλώσσα.
Η παγκόσμια εξάπλωση της αγγλικής γλώσσας και η χρήση της ως διεθνούς γλώσσας, συνέτεινε στη συρρίκνωση της γλωσσικής ποικιλομορφίας, κυρίως στις περιοχές της Αυστραλασίας και της Βόρειας Αμερικής, ενώ μέσω της συνεχούς επίδρασής της, συνέτεινε στη γλωσσική φθορά άλλων γλωσσών, από την άποψη του λεξιλογίου, της γραμματικής και του συντακτικού [7]. Από την άλλη μεριά, όμως, αυτή καθαυτή η παγκόσμια εξάπλωσή της συνέτεινε στη φθορά της ίδιας της αγγλικής γλώσσας από τις κατά τόπους πληθυσμιακές ομάδες οι οποίες τη χρησιμοποιούσαν και τη χρησιμοποιούν, γεγονός το οποίο κατέληξε έως και στη δημιουργία γλωσσών διαφορετικής γλωσσικής οικογένειας, όπως είναι οι κρεολικές γλώσσες και οι γλώσσες πίτζιν.

Προϊστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πριν από την κατάκτηση της Βρετανίας από τους Ρωμαίους, αρχικά από τον Ιούλιο Καίσαρα το 55 π.Χ. και στη συνέχεια από τον Κλαύδιο το 42 μ.Χ., δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες για τη γλώσσα η οποία μιλιόταν στα Βρετανικά νησιά. Οι Ρωμαίοι, όταν έφτασαν στη Βρετανία, βρήκαν ένα Κελτικό φύλο, τους Βρετανούς, οι οποίοι είχαν έλθει προγενέστερα ως εισβολείς από την ηπειρωτική Ευρώπη, γύρω στα μέσα της πρώτης χιλιετίας π.Χ. Οι Βρετανοί αντιστάθηκαν πεισματικά στη ρωμαϊκή εισβολή, όμως τελικά νικήθηκαν και οι Ρωμαίοι σταδιακά κατέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας.
Παρ’ όλα αυτά, η ρωμαϊκή εξουσία περιορίστηκε εξαιτίας των φυσικών εμποδίων, τα οποία οριοθετούσαν τα όρη της Σκωτίας και της Ουαλίας, στα οποία κατέφυγαν οι Κέλτες. Έτσι, οι Ρωμαίοι αναγκάστηκαν να περιοριστούν στα ήδη κατακτημένα εδάφη, κτίζοντας τείχη, όπως το περίφημο Τείχος του Αδριανού, τμήματα του οποίου σώζονται έως σήμερα, κατασκευάζοντας στρατόπεδα και οχυρώνοντας πόλεις για να προστατευθούν από τις επιθέσεις των ορεσίβιων κελτικών φύλων. Έξω από την ελεγχόμενη από τους Ρωμαίους περιοχή, η παλαιά κελτική γλώσσα ήταν σε σχεδόν αποκλειστική χρήση και τα Λατινικά δεν κατάφεραν να επιβληθούν, όπως συνέβη στην υπόλοιπη Αγγλία και κυρίως στις μεγαλύτερες πόλεις της [8]. Τελικά το 410 οι Ρωμαίοι αποχώρησαν για να υπερασπιστούν την ίδια τη Ρώμη η οποία απειλούνταν από τους Γότθους.
Το κενό εξουσίας στα Βρετανικά νησιά έδωσε την ευκαιρία στους Σκώτους και τους Πίκτους από τον βορρά να επιχειρούν συνεχείς επιδρομές λεηλατώντας και καταδιώκοντας τους υπό ρωμαϊκή πολιτιστική επιρροή Κέλτες οι οποίοι αναγκάστηκαν να ζητήσουν βοήθεια από τους Ρωμαίους. Οι Ρωμαίοι, όμως ήταν τόσο απασχολημένοι με τα δικά τους προβλήματα, που η έκκληση απευθύνθηκε εις ώτα μη ακουόντων. Έτσι, οι Ρωμαιο-Κέλτες αυτοί, αναγκάσθηκαν να αναζητήσουν αλλού βοήθεια και προσέφυγαν στις γερμανικές φυλές των Σαξόνων οι οποίοι κατοικούσαν στις ακτές της σημερινής βόρειας Γερμανίας.
Επιρροές από την κελτική γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στα Βρετανικά νησιά, η Πρωτοκελτική γλώσσα εξελίχθηκε στις ομιλούμενες ακόμη και σήμερα κελτικές γλώσσες της Γοϊδελικής υποοικογένειας και συγκεκριμένα στα Κελτικά Σκωτικά, στα Ιρλανδικά και στη γλώσσα Μανξ και τις γλώσσες της Βρυθονικής υποοικογένειας και συγκεκριμένα στην Ουαλική, στην Κορνουαλική και στη Βρετονική της Γαλλίας.
Παρ’ όλη τη μακρά ιστορική παρουσία των κελτικών γλωσσών στα Βρετανικά νησιά, οι επιρροές τους στην αγγλική γλώσσα είναι αξιοσημείωτα μικρές. Ελάχιστες είναι οι λέξεις τις οποίες η αγγλική υιοθέτησε από τα κελτικά κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και ακόμη λιγότερες αυτές οι οποίες παρέμειναν σε χρήση έως σήμερα, από τις οποίες πολλές μόνον σε διαλεκτική χρήση [9][10].

ΠΗΓΗ: https://el.wikipedia.org/wiki/Αγγλική_γλώσσα

Leave a Reply