μετά “Βαΐων”

Καλημέρα, Χρόνια Πολλά! Ήρθαν και τα βάγια!

[είδατε την έρευνά μας για τα "χελιδόνια";]

Τα "βάγια" είναι τα κλαδιά που δίνονται στην εκκλησία την Κυριακή των Βαΐων σε ανάμνηση της υποδοχής που έγινε στον Ιησού στην Ιερουσαλήμ. Από τον εσπερινό της Κυριακής των Βαΐων ξεκινά η Μεγάλη Εβδομάδα.

Επειδή, λοιπόν, μπαίνουμε στο πνεύμα και τη διάθεση της Μεγάλης Εβδομάδας, θα σας αφήσω σήμερα εδώ με ένα από τα ποιήματα του Ζαχαρία Παπαντωνίου στη συλλογή "Χελιδόνια", που σας έστειλα χθες.

Μπορείτε να γράψετε τα σχόλια, τις σκέψεις σας και κυρίως να διαβάσετε τα λόγια του.

[Δυστυχώς δεν κατάφερα να βρω τρόπο να φέρω μες στην κυψέλη βίντεο ή ήχο, χωρίς χρέωση δεδομένων, παρόλο που το ποίημα έχει μελοποιηθεί.]

Με θέμα "τα δέντρα" που ζουν μαζί μας, δίπλα μας θα μπούμε στη Μεγάλη Εβδομάδα και θα έχουμε το χρόνο να συζητήσουμε γι' αυτά:

Η κατάρα του πεύκου

του Ζαχαρία Παπαντωνίου

«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο;
Γιατί; Γιατί;»
Αγέρας θα ’ναι, λέει ο Γιάννης
και περπατεί.Ανάβει η πέτρα, το λιβάδιβγάνει φωτιά.
Να ’βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα,
μια ρεματιά!Μες το λιοπύρι, μες στον κάμπο

να ένα δεντρί...
Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου,
δροσιά να βρει.

Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του
και περπατεί!
Δεν θ΄ ανασάνω, λέει ο Γιάννης,
γιατί, γιατί;

«Γιάννη, πού κίνησες να φτάσεις;»
«Στα δυο χωριά.»
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου;
Πολύ μακριά!»

«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω.
Τι έφταιξα εγώ;
Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει,
γι' αυτό είμαι δω.

Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες...

για δυο, για τρεις...
Ο νους μου σήμερα δε ξέρω,
τ' είναι βαρύς».

«Να μια βρυσούλα, πιε νεράκι

να δροσιστείς».
Σκύβει να πιει νερό στη βρύση,
στερεύει ευθύς.

 

Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες,
φεύγει ο καιρός,
Στον ίδιο τόπο είν' ο Γιάννης,
κι ας τρέχει εμπρός...

Να το χινόπωρο, να οι μπόρες,
μα πού κλαρί;
Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι,
με τη βροχή.

«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο,
το σπλαχνικό,
που 'ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι
και στο βοσκό;»

Ο πεύκος μίλαε στον αέρα
- τ' ακούς, τ' ακούς;-
και τραγουδούσε σα φλογέρα
στους μπιστικούς.

«Φρύγανο και κλαρί του πήρες
και τις δροσιές
Και το ρετσίνι του ποτάμι
απ΄ τις πληγές.

Σακάτης ήτανε κι ολόρθος,
ως τη χρονιά,
Που τον εγκρέμισες για ξύλα,
Γιάννη φονιά!»

«Τη χάρη σου ερημοκλησάκι,
την προσκυνώ,
Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα
και να σταθώ...

Η μάνα μου θα περιμένει
κι έχω βοσκή...
Κι είχα και τρύγο... Τι ώρα νάναι

και τι εποχή;

Ξεκίνησα το καλοκαίρι
-να στοχαστείς-
Κι ήρθε και μ' ήβρε ο χειμώνας
μεσοστρατίς.

Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι!
Πότε ήρθε; Πώς;
Άγιε, σταμάτησε το λόγκο,
που τρέχει εμπρός.

Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω
-με τι καρδιά;-
Θέλω να πέσω να πεθάνω,
εδώ κοντά.»

Πέφτει σα δέντρο απ΄ το πελέκι...
βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε το δάσος,
πολύ μακριά.

Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι,
φωνή καμιά.
Στ΄ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο,
στην ερημιά.-

Αφήστε μια απάντηση