English
Αριστοφάνης και ελληνικότητα…

Αριστοφάνης και ελληνικότητα…

 

Δεν υπάρχει ίσως άλλος κλασσικός, του οποίου ο λόγος να παραμένει τόσο ζωντανός και οικείος και να μαρτυρά τη διαχρονική συνέχειά μας, όσο ο Αριστοφάνης. Η γλώσσα του, καυστική και ευφάνταστη, μεταφέρει ως τις μέρες μας το μήνυμα της συνέχειας του ελληνισμού, ως τρόπου σκέψης και θέασης του κόσμου, μέσα από γλωσσικές μεταφορές και ειρωνείες, μέσα από παροιμίες, πανομοιότυπες γλωσσικές εκφράσεις και βρισιές των απλών αθηναίων, των δούλων, των ημίθεων και των θεών. Ίσως γιατί ο Αριστοφάνης γράφει τη γλώσσα του λαού, γι’ αυτό και πολλές εκφράσεις στα έργα του απαντούν στην δική μας καθημερινή νεοελληνική γλώσσα.

Σημειώνω μερικές που έχουν ενδιαφέρον, αρχίζοντας από την παροιμιώδη βρισιά των αρχαίων αθηναίων, η οποία και απαντάται στο σύνολο σχεδόν των έργων του Αριστοφάνη: «ἐς κόρακας», άι στον κόρακα, δηλαδή, όπως θα λέγαμε κι εμείς σήμερα, φράση η οποία, όπως παραδίδει ο αρχαίος σχολιαστής στον «Πλούτο», προήλθε από έναν απόκρημνο τόπο στην Αθήνα, ορμητήριο κοράκων, από τον οποίο έριχναν τους κακούργους. Μπορούμε να φανταστούμε συνεπώς ότι ο αρχαίος αθηναίος που είχε στο νου του το τοπωνύμιο χρησιμοποιούσε τη φράση όπως εμείς σήμερα την αντίστοιχη « άι στα τσακίδια».

Η κωμωδία «Σφῆκες», από το όνομά της και μόνο μαρτυρά τη γλωσσική ελληνική συνέχεια και σκέψη, αφού και σήμερα θα ονομάζαμε σφηκοφωλιά μια άνομη συντεχνία, όπως αυτή των δικομανών ηλιαστών, των επ’ αμοιβή δηλ. δικαστών του λαϊκού δικαστηρίου της Ηλιαίας, που δεν θα άλλαζαν τη συκοφαντία «οὐδ΄ἄν ὀρνίθων γάλα λάβοιμι», ούτε με του πουλιού το γάλα, καθώς λέμε σήμερα για να εκφράσουμε την ευημερία και τον πλούτο.

Προσπερνώ τα αυτούσια «ὅ μή γένοιτο», που αναφωνούν οι αριστοφανικοί ήρωες για να μεταφέρω κάποια πιο διασκεδαστικά, όπως το «με ποίησον καπνόν», φράση με την οποία παρακαλά τον Δία ο δικομανής Φιλοκλέων για να ξεφύγει από τον γιο του και να τρέξει στην Ηλιαία, να γίνει δηλαδή καπνός… ή το εξίσου εντυπωσιακό «αν σας λέω κάτι παραπανήσιο να με φτύσετε» στους Βατράχους «ἤ στοιβήν ἴδης ἐνοῦσαν τοῦ λόγου κατάπτυσον», φράση με την οποία προλογίζει τους στίχους που πρόκειται να απαγγείλει ενώπιον του Διόνυσου ο Ευριπίδης, κατά την ποιητική αναμέτρησή του με τον Αισχύλο κάτω στον Άδη. Φέρνουν και μια ζυγαριά μάλιστα για να μετρήσει το « βᾶρος τῶν ρημάτων», το βάρος των λόγων, άλλη μια μεταφορά που κι αυτή άντεξε στο χρόνο.

Αλλά μήπως κι οι «Θεσμοφοριάζουσαι» δεν μαρτυρούν την ελληνική μας συνέχεια από τον πρώτο κιόλας στίχο τους, «Ὦ Ζεῦ, χελιδών ἆρά ποτε φανήσεται;», του κηδεστού (συγγενή) που συνοδεύει τον Ευριπίδη και παρακαλά να τελειώσει η χειμωνιάτικη ταλαιπωρία του και να έρθει η άνοιξη, την οποία, όπως ξέρουν και οι πέτρες στην Ελλάδα, φέρνουν τα χελιδόνια…

Ο κατάλογος δεν έχει σταματημό και ίσως δεν θα ήταν ανάγκη να υπενθυμίζουμε τα αυτονόητα, αν διάφοροι περισπούδαστοι ανθέλληνες δεν τα αρνούνταν. Θα μπορούσαμε να απαντήσουμε σ’ όποιον αρνιέται την ταυτότητά μας την ελληνική ότι ελπίζουμε πως «πρύμναν ἀνακρούσηται», και να μην τρώγεται τόσο «μηδ' οὔτω σεαυτόν ἔσθιε» (Σφήκες), γιατί όσα ισχυρίζεται δεν αξίζουν ούτε μία τρίχα «ἄξιόν τι καί τριχός»( Βάτραχοι).

Και κλείνω εδώ, με την ελπίδα να προσέξουμε τα λόγια αυτά χαράμι να μην πέσουν χάμω, «τά εὖ λεγέσθαι μη πέσῃ φαύλως χαμᾶζ', εὐλαβεῖσθε», όπως προτρέπει ο αριστοφανικός χορός των Σφηκών. Να αναλογιστούμε ότι ο λαός μας, ο απλός ελληνικός λαός, αυτό που ονομάζουμε ελληνικό έθνος και που φυσικά δεν γεννήθηκε  κατά την επανάσταση του 1821, από τον 5 04/19/2021ο π.Χ αιώνα θαρρούσε πως τα λόγια ενίοτε μπορούν να πέσουν και κάτω. Και πως εδώ και χιλιάδες χρόνους ήξερε πως υπάρχουν… καθαρές κουβέντες και είχε το νου του να τις ακούσει: «προσέχετε τόν νοῦν εἴπερ καθαρόν τι φιλεῖτε [ρήμα]» (Σφήκες).

Ι. Αναγνώστου

 

Leave a Reply