Ο σουλτάνος αποφάσιζε πού και πότε θα γινόταν στρατολόγηση αγοριών για τις ανάγκες του στρατού και της διοίκησης. Ο Τούρκος απεσταλμένος εμφανιζόταν
στα χωριά και απαιτούσε να παρουσιαστούν μπροστά του όλοι οι πατεράδες με τους γιους τους. Από αυτούς διάλεγε τους πιο καλοφτιαγμένους και δυνατούς,
για να γίνουν γενίτσαροι. Στην αρχή οι Τούρκοι έπαιρναν παιδιά ηλικίας 6-7 χρόνων και μόνο ένα παιδί από κάθε οικογένεια. Αργότερα όμως η στράτευση
επεκτάθηκε στις ηλικίες των 8-10 ετών και σιγά σιγά αυξήθηκε ο αριθμός των παιδιών ανά οικογένεια, μέχρι που ήταν ενδεχόμενο να δοθούν όλα τα αρσενικά παιδιά.
Οι χριστιανοί έφτασαν στο σημείο να παντρεύουν τα αγόρια τους σε μικρή ηλικία ή να αλλάζουν την πίστη τους με τη θέλησή τους, ώστε να αποφύγουν το παιδομάζωμα.
Κι αυτό όμως δεν ωφελούσε πάντοτε, αφού οι Τούρκοι ελάχιστα υπολόγιζαν τέτοιου είδους λεπτομέρειες. Τα παιδιά που αρπάζονταν θεωρούντο οριστικά χαμένα.
Το παιδομάζωμα ήταν ίσως η μεγαλύτερη πληγή για τον ελληνισμό στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Τα παιδιά που αρπάζονταν θεωρούντο οριστικά χαμένα.
Στην Ήπειρο μάλιστα, την πρώτη Κυριακή μετά την αρπαγή, οι γονείς τους πήγαιναν μαυροφορεμένοι στην εκκλησία, όπου ψαλλόταν νεκρώσιμη ακολουθία.
Σε αυτήν εκφωνούνταν τα ονόματα των παιδιών που λογιάζονταν πια νεκρά. Όταν οι απεσταλμένοι του σουλτάνου συμπλήρωναν με το παιδομάζωμα τον αριθμό των αγοριών
που επρόκειτο να γίνουν γενίτσαροι, τα έστελναν στην Πόλη. Εκεί, τους ξύριζαν το κεφάλι και διάλεγαν τα πιο γερά και όμορφα, στα οποία άφηναν πιο πάνω από
το αυτί μια τούφα μαλλιά, που την έλεγαν «τζουλούφι». Ο σουλτάνος στη συνέχεια έπαιρνε στο παλάτι αυτά τα παιδιά και τα υπόλοιπα μοιράζονταν στους πασάδες και
στους άλλους άρχοντες των Τούρκων της Πόλης. Οι πιο άξιοι γενίτσαροι κατέληγαν στο παλάτι, όπου περνούσαν από πολλές δοκιμασίες, αλλά ταυτόχρονα εκπαιδεύονταν
και μάθαιναν την τέχνη του πολέμου.
Οι πιο έμπιστοι μπορούσαν να γίνουν προσωπικοί φρουροί του σουλτάνου. Δύο από αυτούς έμεναν το βράδυ ξάγρυπνοι, ο ένας
στο κεφάλι κι ο άλλος στα πόδια του κρεβατιού, κρατώντας αναμμένους πυρσούς για να διώχνουν μακριά τους επίδοξους δολοφόνους και τα φαντάσματα.
Όταν το πρωί έντυναν τον σουλτάνο, του έβαζαν 500 δουκάτα στη μία τσέπη και 1.000 άσπρα στην άλλη, για να δίνει φιλοδωρήματα. Τη νύχτα είχαν το ελεύθερο να κρατούν
ό,τι είχε περισσέψει από την απλοχεριά του σουλτάνου. Στο στρατόπεδο των γενίτσαρων την πειθαρχία επέβαλλε ο αρχιμάγειρας του παλατιού, που έκανε μάλιστα και χρέη δήμιου.
Ωστόσο, δεν εκτελούσε συχνά τους απείθαρχους γενίτσαρους, ούτε τους έστελνε τακτικά στη φυλακή. Η πιο συνηθισμένη τιμωρία ήταν να τους βάζει να κάνουν τη λάντζα στα μαγειρεία….
όπως διεκτραγωδεί και το δημοτικό τραγούδι [για το παιδωμαζωμα]:
Κλαίν’ οι γονέοι τα παιδιά κι οι αδερφές τ’ αδέρφια.
Κλαίω και εγώ και καίγομαι, και όσο ζω θα κλαίω.
Πέρσι πήραν το γυιόκα μου, φέτος τον αδερφό μου!
Μια ιστορία:
Εφτά το πρωί ήρθαν ο κατής (=μουσουλμάνος δικαστής που δίκαζε με βάση τον ισλαμικό νόμο) κι ο αρχηγός του σώματος των γενιτσάρων με τον γραμματέα, να πιάσουνε δουλειά. Κάθισαν σταυροπόδι στα χαλιά, που ήταν απλωμένα καταγής. Πίσω τους ήρθαν και σταθήκανε πέντε γενίτσαροι αρματωμένοι ως τα δόντια.
Ταράχτηκε ο κόσμος. Οι χριστιανοί προχώρησαν μπροστά τους. Όλοι είχανε κλαμένα μάτια. Όλοι κρατούσαν από το χέρι ένα-δύο παιδιά. Ο γραμματέας γύρισε κατά το πλήθος των χριστιανών και φώναξε με ψιλή στεγνή φωνή:
– Αηδονόπουλος… ο Γιώργης του Στρατή! Δύο παιδιά… Εδώ μπροστά!
Ξεχώρισε ο Γιώργης του Στρατή από τον όχλο μέσα, έχοντας μπροστά τα δύο παιδιά του, οχτώ και δέκα χρονών. Τα παιδιά μήτε που κλαίγανε πια απ’ την πολλή τρομάρα. Είχαν ανοίξει διάπλατα τα μάτια τους και κοίταζαν. Ο πατέρας γεμάτος αγωνία δεν τολμούσε να ξεστομίσει λέξη. Ο Τούρκος τα εξέταζε. Από μέσα του ο πατέρας μουρμούρισε:
– Θεέ μου, βοήθα μας στη δυστυχία μας… Σου τάζω, Θεέ μου, δύο λαμπάδες ίσαμε το μπόι των παιδιών…
Πήρανε του Γιώργη το ένα το παιδί, το πιο γερό, το πιο όμορφο. Εκείνο που το καμάρωνε. Και τότε πέρασαν στη σειρά όλοι οι χριστιανοί, όσοι είχαν αγόρι από εφτά έως δεκαπέντε χρονών. Πιο πίσω ένας πατέρας που έχει τρία παιδιά και του παίρνουν τα δύο.
– Αμάν, εφέντημ, ένα παιδί από κάθε σπίτι λέει ο νόμος. Λυπήσου μας…
Ασυγκίνητος ο Τούρκος διέταξε τους γενίτσαρους να τα πάρουν και τα δύο παιδιά, γιατί και τα δύο τα ‘χει ανάγκη ο Σουλτάνος. Τον πατέρα τον τραβάνε πιο πέρα κάτι άλλοι χριστιανοί, να τον σώσουν.
Μετά ένας πατέρας με μοναχογιό.
– Δεν τα παίρνουν τα μοναχοπαίδια, μπέη μου, παρακαλούσε ο δυστυχισμένος κι αγκάλιαζε το παιδί του. Μα ένας γενίτσαρος του το άρπαξε μες απ’ τα χέρια.
Κι έπειτα μια χήρα με τέσσερα παιδιά. Την φέρνουνε λιπόθυμη, για να της πάρουνε το ένα. Πάντα το πιο γερό, πάντα το πιο όμορφο έπαιρναν. Οι άλλοι οι χριστιανοί τη σήκωσαν στα χέρια αναίσθητη, ξεμαλλιασμένη. Μα το παιδί που έχανε τη μάνα του βάλθηκε να φωνάζει προς τον Τούρκο. Τότε ένας γενίτσαρος που βρέθηκε πιο κοντά, ορμά με την χατζάρα και παίρνει το κεφαλάκι του παιδιού.
Τα παιδιά βουβά από την τρομάρα, είχανε πάψει πια το κλάμα. Όμως μεμιάς τώρα ξαναρχινάνε τ’ αναφιλητά. Κλαίνε, κλαίνε καθώς ξέρουν να κλαίνε μόνο τα παιδιά, για να ραγίζουν και τις πέτρες.
Ράνσιμαν Στ., Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία, α΄ τόμος