ΕΝΑ ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΟ Σ’ ΑΓΑΠΩ
"Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα αιωρούμενο σ' αγαπώ. Του άρεσε πολύ η ζωή και οι περιπλανήσεις. Είχε την απόστροφό του γι΄ αερόστατο που το ταξίδευε σε μέρη μαγικά. Είχε και την ψιλή του να το κρατά πάντα ψηλά. Όποτε κουραζόταν, έμπαινε κάτω από τη σκέπη της περισπωμένης του και ξαπόσταινε. Αναπαυόταν πότε σε μάτια εφηβικά και πότε σε ώριμα μέτωπα. Πότε σε ξανθές πλεξούδες και πότε σε βαθιές ρυτίδες.
Σε μια όμως μεγάλη περιπέτεια έχασε την περισπωμένη του. "Δεν πειράζει" είπε, "ζεις και χωρίς σκέπη". Και συνέχισε ανέμελο το ταξίδι της ζωής. Οι κίνδυνοι πάντα καραδοκούσαν, αλλά αυτό τους αψηφούσε. Έμπαινε μέσα με ορμή, χωρίς να δειλιάζει.
Ώσπου σε μια μεγάλη θαλασσοταραχή, έχασε και την απόστροφο και την ψιλή του. Κρατήθηκε απελπισμένα από το "σ" του, γιατί βλέπεις αυτό ήταν θαρρούσε το πηδάλιό του, αλλά μάταια. Το έχασε κι αυτό.
Σύρθηκε τότε κατάχαμα λαβωμένο. Κρύφτηκε κάτω από μια χούφτα άχυρα. Μια βιαστική, λασπωμένη αρβύλα το τσαλαπάτησε άγρια. Νόμιζε πως θα ξεψυχούσε. Η ανάσα του λιγόστευε κι ο χτύπος της καρδιάς του μόλις που ακουγόταν.
Πριν προλάβει να παραδοθεί μια ριπή ανέμου σήκωσε τα άχυρα μαζί κι αυτό. Μέσα στην παραζάλη του άργησε να καταλάβει που βρέθηκε. Άχαρα τσαλαβουτούσε σ΄ένα δάκρυ παιδικό. "Να, που υπάρχει και κάποιος πιο απελπισμένος από μένα" σκέφτηκε και ξάφνου γιγαντώθηκε. Δεν χρειαζόταν πια εξοπλισμό για να μπορεί, ούτε περιττά εφόδια. Μπορούσε να υπάρχει χωρίς "σου" και "μου".
Κι έτσι ελεύθερο συνέχισε να κάνει αυτό που πάντα ήξερε κι αυτό για το οποίο είχε φτιαχτεί.
Κι έζησε αυτό καλά κι όποιος το βρίσκει καλύτερα..."
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΤΕΛΙΕ
Όλα ξεκίνησαν σαν ένα αστείο, έτσι όπως ξεκινούν όλα τα σοβαρά στη ζωή.
Τι θα πει παιδιά ατελιέ;
Ατελιέ είναι αυτό που δεν τελειώνει.
Κι αμέσως ο κύριος Ατελιέ άρχισε να διεκδικεί το χώρο του σε κάποιο νευρώνα του Εγκεφάλου μου. Συγκεκριμένα στον πιο διαταραγμένο, ακατάσχετα ονειροπόλο.
Εκεί λοιπόν μέσα από αλλεπάλληλες συνάψεις, ο κύριος Ατελιέ καθόλου δεν αποκρίθηκε αυτόν που δεν τελειώνει. Άσχετα αν του άρεσε να ξεκινάει πολλά μαζί, έβρισκε έναν τρόπο να τα προχωρά. Και τα τέλη του επίσης τα πλήρωνε στην ώρα τους. Ειδικά εκείνα που του επέβαλε η καλπάζουσα φαντασία του.
Ο κύριος Ατελιέ για το μόνο που μπορούσε να κατηγορηθεί ήταν πως δεν ήταν τέλειος. Σχεδόν πουθενά.
Άλλος στη θέση του θα είχε πέσει να πεθάνει.
"Μα πώς είναι δυνατόν να μην είμαι τέλειος; Εγώ; "
Ο κύριος Ατελιέ όμως τα είχε βρει με τον εαυτό του από νωρίς, τότε ακριβώς που έκαναν την εμφάνισή τους τα δεύτερα προειδοποιητικά σημάδια. Γιατί τα πρώτα τα αγνόησε. Ουδείς τέλειος βλέπεις. Ύστερα από μια σειρά εξετάσεων, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η αιτία των προβλημάτων του ήταν η αναζήτηση της τελειότητας.
Αφού το φιλοσόφησε αρκετά (όχι χωρίς κόπο είναι η αλήθεια ) καταστάλαξε στο γεγονός ότι λάθη δεν έκαναν μόνο αυτοί που δεν έκαναν τίποτα από φόβο να μην κάνουν λάθος. Κι αυτός είπαμε ότι του άρεσε να κάνει πολλά πράγματα.
Έτσι λοιπόν συμφιλιώθηκε με το ότι ήταν άνθρωπος άρα ατελής κι άρχισε να απολαμβάνει την πραγματική ζωή.
Συχνά μάλιστα κλεινόταν στο ατελιέ του και της έβαζε τα χρώματα που τον αντιπροσώπευαν καλύτερα. Άλλοτε ανοιχτόχρωμα κι άλλοτε σκουρόχρωμα γιατί ήξερε πως δεν μπορεί όλες οι μέρες να είναι τέλειες.