Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που ζούσε μέσα σ' ένα μπουκάλι. Ένα όμορφο μπουκάλι στολισμένο με λουλούδια και χρυσαφένιους φιόγκους. Είχε την καλύτερη θέση ψηλά στον καρυδένιο λεπτοσκαλισμένο μπουφέ, δίπλα σε κρυστάλλινα ποτήρια κι ασημένιες καράφες.
Τις μέρες που είχε ξαστεριά μπορούσε ν' αγναντεύει ως πέρα μακριά απ' το ανοιχτό παράθυρο. Τότε ένιωθε ευτυχισμένη. Αναρωτιόταν πως σε κάποιους το όμορφο σπίτι της έμοιαζε με φυλακή. Γι' αυτήν καθόλου φυλακή δεν ήταν. Ίσα - ίσα που στη μικρή του αγκαλιά ένιωθε ασφάλεια και προστασία. Μπορούσε να παρατηρεί τα πάντα με μεγάλη προσοχή κι ήταν σα να τα ζούσε. Είχε μάθει να κοιτάζει μέσα απ' το μπουκάλι της κατά πως ήθελε. Άλλοτε εστίαζε στο καμπυλωτό μέρος του και τα' φερνε όλα κοντά κι άλλοτε παραδίπλα και τα ' βλεπε σε απόσταση.
Ώσπου μια μέρα ένα δυνατό ρεύμα, τράνταξε το σπίτι της συθέμελα. Κρατήθηκε με όλη της τη δύναμη από τους διάφανους τοίχους της. Δεν ήξερε αν ήθελε να σωθεί ή να το σώσει. Αυτό κλυδωνίστηκε και σωριάστηκε κατάχαμα θρύψαλα.
Απόμεινε να το κοιτά παγωμένη. Δεν ήξερε τι να κάνει πώς να νιώσει. Είχε ακούσει κάποτε για την ελευθερία,, αλλά δεν ήξερε αν ήταν λέξη φτιαγμένη γι' αυτήν. Πώς να αντέξει κανείς την ελευθερία του και πώς να την διαχειριστεί;
Άλλωστε είχε πάντα ιδιαίτερη δυσκολία με τους αποχωρισμούς. Δεν τους ήθελε. Τους φοβόταν. Δεν της ταίριαζαν. Δεν μπορούσε το τέλος. Τα αντίο την πόναγαν. Ακόμα κι αν υπήρχε η εγγύηση ότι μια καλύτερη αρχή ήταν παραδίπλα, εκείνη αρνιόταν να την τολμήσει. Όχι καλύτερα εδώ στα σίγουρα. Στα μονοπάτια τα γνώριμα κι ας οδηγούν σε αδιέξοδο.
Έπρεπε να πάρει μιαν απόφαση. Πώς να πορευτεί από δω και μπρος...
Το μόνο σίγουρο, ήταν πως το κορμί της πονούσε. Πρέπει να είχε σπάσει κάποιο πλευρό και η μέση της ήταν σε κακά χάλια. Μα τόσο πρέπει να πονά η ελευθερία; Μάζεψε τα κομμάτια της και προσπάθησε να σηκωθεί. Τίναξε τα γυαλιά από πάνω της κι ήταν σαν να έδιωχνε μαζί τους ένα τεράστιο βάρος. Ναι, θα έκανε ένα βήμα. Ένα βήμα τη φορά. Δεν ήξερε πού θα την οδηγούσε αυτό, όμως ήταν ένα πρώτο σκαλί. «Κι εδώ που έφτασες λίγο δεν είναι» της ψιθύρισε ο ποιητής κοιτάζοντάς την με καμάρι. Άρχισε ν’ ανεβαίνει τη σκάλα κι ας μην ήξερε πού οδηγούσε…