English

Ώσμωση επιστήμης και θρησκείας

Αναδημοσίευση άρθρου της "Καθημερινής" της 3ης Ιαν 2021
ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ 2020

Βασίλειος Θερμός: Ώσμωση επιστήμης και θρησκείας

Η πανδημία αναζωπύρωσε μια διαμάχη αιώνων που τις τελευταίες δεκαετίες είχε ατονήσει

Βασίλειος Θερμός: Ωσμωση επιστήμης και θρησκείας

Η αιφνίδια και αναπόφευκτη συνάντηση του κορωνοϊού με τη θρησκευτικότητα των ανθρώπων αναζωπύρωσε μια διαμάχη που χρονολογείται επί περίπου τρεις αιώνες. Αν και κατά τις τελευταίες δεκαετίες είχε ατονήσει και μάλλον «σερνόταν», μια που ο μετανεωτερικός πλουραλισμός προοδευτικά αντικαθιστά όλο και περισσότερο τη σκληρή νεωτερικότητα, το ενδεχόμενο κινδύνου της ζωής πυροδότησε την παλιννόστηση της έντασης. Λογικό: ο θεωρητικός διάλογος διεξάγεται από πρόσωπα με σάρκα και οστά, τα οποία νοιάζονται, όχι μόνο για τις ιδέες τους, αλλά και για τη ζωή τους.

Δεν θα ασχοληθώ στο σημείωμα αυτό με θεωρίες συνωμοσίας, οι οποίες απορρίπτουν τα επιστημονικά πορίσματα στο όνομα της θρησκείας. Τα θρησκευτικά σημαίνονται είναι απατηλά εδώ: πρόκειται καθαρά για ψυχοπαθολογία όπου η παράνοια ενδύεται την πίστη ως «σημαία ευκαιρίας».
Πάμε κατευθείαν στη Θεία Κοινωνία. Για τον άνθρωπο του Ορθού Λόγου ο τρόπος μετάδοσής της είναι αναχρονιστικός και ανεύθυνος. Στους πιστούς διαμορφώθηκαν σύντομα δύο γραμμές άμυνας: οι μετριοπαθείς εισέπραξαν (ορθά) την αμφισβήτηση της Θείας Κοινωνίας ως κατάργηση της ουσίας της πίστης, ενώ οι φονταμενταλιστές «το τερμάτισαν» ισχυριζόμενοι ότι εντός του ιερού χώρου του ναού εκλείπει κάθε κίνδυνος νοσηρότητας.
Η χρονική πίεση υπό την οποία ελήφθησαν οι κυβερνητικές αποφάσεις λειτούργησε σαν άμπωτη που έγινε αφορμή να αποκαλυφθεί ο βυθός των δημόσιων αυτονόητων. Μεγάλος αριθμός πιστών είναι αδύνατο να συγχωρήσει την έλλειψη κωδικού μετακίνησης για ατομική προσευχή ή αυτό που βιώθηκε ως προτεραιότητα των κατοικίδιων και των κομμωτηρίων απέναντι στους ναούς. Βρίσκω δύσκολο να υπάρξει πειστική απάντηση στο επιχείρημα πως οι αποφάσεις των πολιτικών μας ανέδειξαν τις σύγχρονες προτεραιότητες της κοινωνίας οι οποίες αδικούν όσους θρησκεύουν. Το σώμα των πιστών (κάθε θρησκείας) μπορούσε και έπρεπε να τύχει καλύτερης μεταχείρισης.

Στον εκκλησιαστικό χώρο, όμως, έχουμε ένα σοβαρό ζήτημα. Το αίσθημα αδικίας των πιστών κινδυνεύει να αποκρύψει την ασυμβατότητα πολλών με τον επιστημονικό λόγο. Είναι προφανές ότι ένα θυμικό σε παρόξυνση δεν παρέχει πρόσθετη προστασία έναντι των λοιμώξεων. Μεγάλη μερίδα της Εκκλησίας «πρόδωσε» τα προνεωτερικά αντανακλαστικά της σχετικά με τα κοινωνικά και πολιτικά προτάγματα: «Γιατί αμφισβητείτε την πεποίθησή μας ότι με τη Θεία Κοινωνία δεν μεταδίδονται αρρώστιες; Τι είδους δημοκρατία έχουμε όταν δεν γίνονται σεβαστές οι θρησκευτικές πεποιθήσεις όλων;».

Αυτό που διέφυγε την προσοχή τους, όμως, (και μιλάμε για τους μετριοπαθείς πάντα) ήταν πως οι άθεοι και αγνωστικιστές συναναστρέφονται πιστούς οι οποίοι κοινωνούν, συνεπώς ακόμη και οι καλοπροαίρετοι εξ αυτών ανησυχούν ότι εκτίθενται σε κίνδυνο. Οι πιστοί, δηλαδή, δεν αντιλαμβάνονται ότι απαιτούν από όλους να συμμερίζονται τα δικά τους αυτονόητα. Ατελέσφορο στο εκκοσμικευμένο κράτος.

Θεωρώ πως η στάση της επίσημης Εκκλησίας έπρεπε εξαρχής να είναι διαφορετική. Μια αντίδραση ανάλογη των περιστάσεων θα ήταν, κατ’ αρχάς, να διακηρύξει δημοσίως την ακράδαντη πεποίθησή της ότι διά της Θείας Κοινωνίας δεν μεταδίδονται λοιμώξεις, κάτι που περίτρανα φανερώνεται από τους χιλιάδες κληρικούς οι οποίοι ανά τους αιώνες «καταλύουν» το υπόλοιπο του Ποτηρίου, ακόμη και στα νοσηλευτήρια. Την ίδια στιγμή, όμως, θα δήλωνε ότι, σεβόμενη την αγωνία των μη πιστών, δεν προσδοκά να συμμερίζονται τη δική μας βεβαιότητα, και ως εκ τούτου αλλάζει τον τρόπο της Θείας Κοινωνίας. Για να ηρεμήσουν αυτοί και για να μη στοχοποιηθεί η Εκκλησία, δηλαδή τα μέλη της.

Ταυτόχρονα, πώς να παρακάμψουμε τους σκληροπυρηνικούς της άλλη πλευράς; Εμπάθεια χρονολογούμενη από τη «χρυσή εποχή» της επιστημονικής αθεΐας βρήκε την ευκαιρία να ξεσπάσει, καθώς της διαφεύγει ότι συχνά ο αντιθρησκευτικός φανατισμός των επιστημόνων είναι και αυτός «θρησκευτικής» φύσεως στη δομή του.

Μέσα στις αναθυμιάσεις του παλιού αυτού επιστημονικού ζηλωτισμού, δυστυχώς, έχουν γαλουχηθεί και πολλοί δημοσιογράφοι. Διαθέτοντας μακρά εμπειρία στα ΜΜΕ δηλώνω, όσο πιο επίσημα μπορώ, ότι έχω βαρεθεί να ακούω από τα χείλη τους το στερεότυπο: «Μα, η Εκκλησία δεν συνιστά “πίστευε και μη ερεύνα”;»! Ε, όχι λοιπόν, δεν το διδάσκει, διότι πουθενά δεν είναι γραμμένο στα κείμενά της! Μετά τη δήθεν αμύθητη περιουσία της Εκκλησίας, αποτελεί τον πιο διαδεδομένο και πλέον επιζήμιο αστικό μύθο!

Υφίσταται μακρά αλυσίδα επιστημόνων, μέχρι σήμερα, οι οποίοι δεν ένιωθαν κανένα ασυμβίβαστο ανάμεσα στη γνώση τους και στην πίστη τους. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού επιστήμη και θρησκεία καλούνται να απαντήσουν σε διαφορετικά ερωτήματα. Αλλο πράγμα το πώς λειτουργεί ο φυσικός κόσμος και άλλο πράγμα το γιατί υπάρχει. Διαφορετικό γνωστικό πεδίο θα ασχοληθεί με τη βιολογία και ψυχολογία του ανθρώπου και εντελώς άλλο με το νόημα της ζωής του και με τον προορισμό του.

Με κίνδυνο να αποσβολωθούν οι ακραίοι και των δύο πλευρών, τους πληροφορώ πως αμφότεροι οι χώροι ενδιαφέρονται για μια δημιουργική συνάντησή τους. Πρόσφατος καρπός αυτού του ενδιαφέροντος, το τριετές πρότζεκτ του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών «Επιστήμη στον Ορθόδοξο Κόσμο», το οποίο απέδωσε τον τόμο «Orthodox Christianity and Modern Sciences. Tensions, Ambiguities, and Potential», κυκλοφορημένο μάλιστα από ξένο επιστημονικό εκδοτικό οίκο, όχι από θεολογικό… Και συνεχίζεται με νέο τριετές πλάνο.

Τη ζωντάνια ενός τέτοιου διαλόγου είναι αδύνατο να υποπτευθούν οι φονταμενταλιστές αμφοτέρων των χώρων. Και τούτο, διότι συρρικνώνουν τον άνθρωπο, αδικώντας την περιπλοκότητά του και αγνοώντας το μυστήριό του…

* Ο κ. π. Βασίλειος Θερμός είναι πρωτοπρεσβύτερος, ψυχίατρος παιδιών και εφήβων, αναπληρωτής καθηγητής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών.

Leave a Reply