Η ποιότητα της διατροφής και το σωματικός βάρος δεν φαίνεται να συσχετίζονται με την εμφάνιση του ΣΔτ1, για αυτό και δεν υπάρχουν χειρισμοί στη διατροφή ή την άσκηση που να οδηγούν σε πρόληψή του. Αυτό σημαίνει ότι οι μη ισορροπημένες διατροφικές συνήθειες των παιδιών, όπως μειωμένη κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, αυξημένη κατανάλωση ζάχαρης, γλυκών και αναψυκτικών, κά, δεν αποτελούν προδιαθεσικούς παράγοντες εμφάνισης του ΣΔτ1. Είναι απλώς επιλογές που πρέπει ούτως ή άλλως να προσέχουν τα παιδιά στο πλαίσιο ενός υγιεινού τρόπου ζωής.
Κατά αντιστοιχία, και η ίδια η διαχείριση του ΣΔτ1, εφόσον δηλαδή ένα παιδί διαγνωσθεί, δεν στηρίζεται σε καμία εξειδικευμένη διατροφική οδηγία. Δεν υπάρχουν, δηλαδή, ειδικές συστάσεις ούτε ένα συγκεκριμένο διαιτολόγιο που πρέπει να δοθεί στα παιδιά με ΣΔτ1 και να ακολουθείται αυστηρά. Οι διατροφικές συστάσεις, τόσο για τα παιδιά όσο και για τους ενήλικες με ΣΔτ1, είναι ίδιες με εκείνες που απευθύνονται στα άτομα χωρίς διαβήτη. Συγκεκριμένα, μιλώντας για τα ελληνικά δεδομένα, τα άτομα με ΣΔτ1 συστήνεται να ακολουθούν το πρότυπο της Μεσογειακής Δίαιτας, καταναλώνοντας καθημερινά ποικιλία φρούτων και λαχανικών, ολικής άλεσης δημητριακά, ελαιόλαδο τόσο στη μαγειρική όσο και τις σαλάτες, και σε εβδομαδιαία βάση όσπρια και ψάρια, μειώνοντας την κατανάλωση κρέατος. Η κατανάλωση γλυκών και αναψυκτικών πρέπει να είναι περιορισμένη, όπως άλλωστε σε όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή όχι του ΣΔτ1. Το μαγειρεμένο φαγητό και η κατανάλωσή του στο πλαίσιο οικογενειακών γευμάτων, καθώς και η προτίμηση τοπικών προϊόντων, όλα αυτά εις βάρος των έτοιμων γευμάτων, αποτελούν επίσης αναπόσπαστο κομμάτι του Μεσογειακού τρόπου διατροφής.
Η μόνη διατροφική ιδιαιτερότητα για τα άτομα με ΣΔτ1 αφορά την εκπαίδευσή τους στο να υπολογίζουν την ποσότητα των υδατανθράκων που περιέχουν τα τρόφιμα που πρόκειται να καταναλώσουν, ώστε να κάνουν την αντίστοιχη προγευματική δόση της ινσουλίνης. Ο υπολογισμός των υδατανθράκων μπορεί να επιτευχθεί με διάφορες μεθόδους, όπως με βάση τα γραμμάρια ή τα ισοδύναμα των υδατανθράκων, τις ετικέτες τροφίμων, τη χρήση εφαρμογών σε κινητά τηλέφωνα, και βεβαίως την εμπειρία του ίδιου του ατόμου. Καμία από αυτές δεν θεωρείται ιδανική. Και πάλι, λοιπόν, το άτομο με ΣΔτ1 μπορεί να επιλέξει την πιο βολική για αυτό μέθοδο, σε συνεργασία με τον/την διαιτολόγο του.
Συνολικά, η διατροφική διαχείριση του ΣΔτ1 είναι σε συμφωνία με τις συστάσεις για τον γενικό πληθυσμό, ενώ η λέξη εξατομίκευση αναφέρεται από όλους τους επίσημους σχετικούς οργανισμούς υγείας, τονίζοντας έτσι ότι η καλή ρύθμιση του ΣΔτ1 σημαίνει ουσιαστικά την υποστήριξη του ατόμου να προσαρμόσει στη ζωή του τις διατροφικές οδηγίες.
Μελίνα Σ. Καριπίδου, MSc
Κλινική Διαιτολόγος Διατροφολόγος
Επιστημονική Συνεργάτιδα, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο