Το επίθετο ωραίος-α-ο

ωραίος, -α, -οσυγκριτικός: ωραιότερος, υπερθετικός:  ωραιότατος

  1. που έχει αρεστά χαρακτηριστικά
    ≈ συνώνυμα: ευειδής, καλλίγραμμος, κομψός, όμορφος
  2. που προκαλεί ευχάριστη αίσθηση
    ≈ συνώνυμα: φίνος
  3. που προκαλεί θαυμασμό ή ενδιαφέρον
  4. που σχετίζεται με ευχάριστες εμπειρίες
  5. (για τον καιρό, καιρικές συνθήκες) που είναι ευχάριστος

Leave a Reply