Ελληνικά

ΟΙ ΧΟΡΟΙ

 

ΟΜΑΛ

Απλός χορός με έξι βήματα που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη χορευτική ικανότητα και τον συναντάμε στην περιοχή Τσιμεράς στην Αργυρούπολη και στηνΤραπεζούντα.
Ομάλ (Κάρς): Ίδιος χορός με τον προηγούμενο με έντονο τρέμουλο στο σώμα.

 

ΤΙΚ

Χορός που χορευόταν σε όλο σχεδόν τον Πόντο με δέκα (10) βήματα.

Τρομακτόν  Χορευόταν ιδιαίτερα στα Κοτύωρα και στο Κάρς.

Μονό  Χορός της Ματσούκας με έξι βήματα ή Διπλόν Ο ίδιος χορός όπως ονομάζεται στην Γαλίαινα.

ΔΙΠΑΤ

Το όνομα του χορού στην Τραπεζούντα. Πήρε το όνομά του από τα δύο επιτόπια πατήματα,ή Γιαβαστόν: Σημαίνει αργός χορός, ή Κοδεσπενιακόν: Χορός της οικοδέσποινας ή Ομάλ Τραπεζούντας:

ΚΟΤΣ

Χορευότανε σχεδόν σε όλο τον Πόντο με παραλλαγέςστο κράτημα των χεριών. Στον Ανατολικό Πόντο κρατιότανε από τις παλάμες ενώ στο δυτικό από τους ώμους όπως το κότσαρι

ΚΟΤΣΑΡΙ    Χορός της περιοχής Κάρς, που οι χορευτές πιάνονται από τους ώμους.

ΤΡΥΓΟΝΑ     Χορευόταν σε παραλλαγές σε διάφορες περιοχές του Πόντου.

ΛΕΤΣΙΝΑ    Χορός της περιοχής Κάρς.

ΣΕΡΑΝΙΤΣΑ

Χορός του Νοτιοανατολικού Πόντου. Πήρε το όνομά του από την περιοχή Χεροίανα όπου χορευόταν

ΓΝΩΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

ΟΜΑΛ

Σεράντα μήλα κόκκινα

[πουλί μ’/γιαβρί μ’]

σ’ ένα μαντίλ’ δεμένα

Σαράντα σέβντας κι αν ευτάς

[πουλί μ’/γιαβρί μ’]

[ωχ!] ’κ’ ευρήκ’ς άμον έμενα

Για έλα, έλα, πουλί μ’,

μετ’ εμέν έλα, γιάβρι μ’

Το νόστιμον το τέρεμα σ’, πουλί μ’

[ωχ!] θα σύρ’ και παίρ’ τ’ ακ̌ούλι μ’

Σπιχτόν εγέντον το σ̌κοινίν

[πουλί μ’/γιαβρί μ’]

ση γούλα μ’ ντ’ ετυλίεν

Να σύρ’ α’ και φουρκίγουμαι

[πουλί μ’/γιαβρί μ’]

[ωχ!] το καντήλι μ’ εβζήεν

Για έλα, έλα πουλί μ’

μετ’ εμέν έλα, γιάβρι μ’

Ατό τ’ ομματοτέρεμα σ’, πουλί μ’

[ωχ!] θα σύρ’ και παίρ’ τ’ αχούλι μ

 

ΤΙΚ

Μοιρολογούνε τα ραχ̌ι͜ά,

κλαίγ’νε, πουλί μ’, τ’ ορμία

Ο κόσμον όλιον έφυεν,

εγέντον ερημία

Να έμ’νε έναν πετούμενο

σ’ ορμάν’ απέσ’ πουλόπον

Κλαδίν - κλαδίν επέτανα,

εράευα τ’ αρνόπο μ’

Γουρπάνι σ’, ζωγραφία,

λάσ̌κεσαι τα ραχ̌ία

Κανείται αρ’ όσον ντ’ έπιες

αρ’ τα νερά τα κρύα

Γουρπάνι σ’, ζωγραφία μ’!

Να έμ’νε έναν πετούμενο

σ’ ορμάν’ απέσ’ πουλόπον

Μοιρολογούνε τα ραχ̌ι͜ά

και χ̌αίρεται το ψ̌όπο μ’

Γουρπάνι σ’, ζωγραφία,

λάσ̌κεσαι τα ραχ̌ία

Κανείται αρ’ όσον ντ’ έπιες

άι! τα νερά τα κρύα

Γουρπάνι σ’, ζωγραφία!

Μοιρολογούνε τα ραχ̌ι͜ά,

κλαίγ’νε τα ποταμάκρι͜α

Ακούω πώς μοιρολογούν,

τρέχ’νε τ’ εμά τα δάκρυ͜α

Γουρπάνι σ’, ζωγραφία,

λάσ̌κεσαι σα ραχ̌ία

Κανείται αρ’ όσον ντ’ έπιες

βάι! τα νερά τα κρύα

Εσύ, άι! ζωγραφία!

Μοιρολογούνε τα ραχ̌ι͜ά,

κλαίγ’νε, πουλί μ’, τ’ ορμία

Ο κόσμον όλιον έφυεν,

εγέντον ερημία

Γουρπάνι σ’, ζωγραφία,

λάσ̌κεσαι σα ραχ̌ία

Κανείται αρ’ όσον ντ’ έπιες

άι! τα νερά τα κρύα

Γουρπάνι σ’, ζωγραφία!

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ

Στον ιστορικό Πόντο, το τέλος της ιστορίας και του πολιτισμού των Ποντίων ήταν εξαιρετικά τραγικό και σταμάτησε βίαια με την απάνθρωπη, αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών που όρισε η Συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Είναι γνωστή η γενοκτονία του αρμενικού λαού το 1915 από τους Νεότουρκους, αλλά δεν είναι γνωστή η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, που είχε τις ίδιες αναλογίες ποσοτικά και ηθικά με τη γενοκτονία των Αρμενίων, την περίοδο 1916-1923. Από τους 697.000 Πόντιους που ζούσαν το 1913 στον Πόντο, περισσότεροι από 353.000, δηλαδή ποσοστό μεγαλύτερο από το 50%, βρήκαν οικτρό θάνατο μέχρι το 1923 από τους Νεότουρκους και τους κεμαλικούς στις πόλεις και τα χωριά, στις εξορίες και τις φυλακές, στα τάγματα εργασίας, τα λεγόμενα «αμελέ ταμπουρού», που ήταν τάγματα θανάτου. Η εθνική συμφορά του 1922 είχε ως συνέπεια το ξερίζωμα του ελληνισμού της Μ. Ασίας. Περισσότεροι από 1.300.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εκπατριστούν βίαια, εγκαταλείποντας τους προσφιλείς νεκρούς, μαζί με τις περιουσίες τους και τον πολιτισμό της τρισχιλιόχρονης δημιουργικής παρουσίας τους εκεί..

 

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ

Η Λύρα (ή κεμεντζές στα Ποντιακά) ήταν και είναι το κατ’ εξοχήν όργανο των Ποντίων. Ιδίως τα περίφημα μουχαπέτια γίνονται μόνο με λύρα. Η λέξη κεμεντζέ προέρχεται από την τουρκική και σημαίνει λύρα. Παραλλαγή της λύρας είναι η κεμανέ. Μοιάζει πολύ στο σχήμα με τη λύρα αλλά είναι μεγαλύτερη σε μέγεθος

Ο ζουρνάς εξέλιξη του αρχαίου οξυαύλου. Συναντάται σε πολλά σχήματα. Ήταν το ιδανικότερο όργανο σε συνδυασμό με το ταούλ, για υπαίθριες εκδηλώσεις.

Το ταούλ. Είναι το όργανο που δίνει το ρυθμό στο χορό. Η λέξη προέρχεται από την τουρκική και σημαίνει τύμπανο. Το δέρμα της μιας πλευράς με το δέρμα της άλλης διαφέρουν στο πάχος για καλύτερο ήχο.

Το αγγείον ή τουλούμ ο αρχαίος άσκαυλος.

Εκτός από τα παραπάνω. όργανα, σε διάφορες περιοχές του Πόντου χρησιμοποιούσαν επίσης το βιολί και το κλαρίνο.

ΟΙ ΧΟΡΟΙ

ΟΜΑΛ

Απλός χορός με έξι βήματα που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη χορευτική ικανότητα και τον συναντάμε στην περιοχή Τσιμεράς στην Αργυρούπολη και στηνΤραπεζούντα.
Ομάλ (Κάρς): Ίδιος χορός με τον προηγούμενο με έντονο τρέμουλο στο σώμα.

 

ΤΙΚ

Χορός που χορευόταν σε όλο σχεδόν τον Πόντο με δέκα (10) βήματα.

Τρομακτόν  Χορευόταν ιδιαίτερα στα Κοτύωρα και στο Κάρς.

Μονό  Χορός της Ματσούκας με έξι βήματα ή Διπλόν Ο ίδιος χορός όπως ονομάζεται στην Γαλίαινα.

ΔΙΠΑΤ

Το όνομα του χορού στην Τραπεζούντα. Πήρε το όνομά του από τα δύο επιτόπια πατήματα,ή Γιαβαστόν: Σημαίνει αργός χορός, ή Κοδεσπενιακόν: Χορός της οικοδέσποινας ή Ομάλ Τραπεζούντας:

ΚΟΤΣ

Χορευότανε σχεδόν σε όλο τον Πόντο με παραλλαγέςστο κράτημα των χεριών. Στον Ανατολικό Πόντο κρατιότανε από τις παλάμες ενώ στο δυτικό από τους ώμους όπως το κότσαρι

ΚΟΤΣΑΡΙ    Χορός της περιοχής Κάρς, που οι χορευτές πιάνονται από τους ώμους.

ΤΡΥΓΟΝΑ     Χορευόταν σε παραλλαγές σε διάφορες περιοχές του Πόντου.

ΛΕΤΣΙΝΑ    Χορός της περιοχής Κάρς.

ΣΕΡΑΝΙΤΣΑ

Χορός του Νοτιοανατολικού Πόντου. Πήρε το όνομά του από την περιοχή Χεροίανα όπου χορευόταν

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΦΟΡΕΣΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

Η ανδρική παραδοσιακή φορεσιά πήρε το όνομα από το παντελόνι με τα στενά σκέλια και την φαρδιά σούρα, το οποίο ονομαζόταν Ζίπκα. Γι’ αυτό με τον όρο “Ζίπκα” εννοούμε ολόκληρη την ποντιακή ανδρική ενδυμασία, που περιλαμβάνει γιλέκο, σακάκι, ζωνάρι, κουκούλα, τσάπουλας και μέστια. Το ύφασμα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή της ανδρικής ενδυμασίας ήταν τσόχα ή βαμβακερό

Η γυναικεία ποντιακή φορεσιά έχει στοιχεία από το βυζαντινό κουστούμι.Το χαρακτηριστικό της ένδυμα είναι η «ζιπούνα» ή «ζουπούνα». Εσωτερικά ενδύματα είναι το καμίς είναι σχιστό μπροστά στο μέσο, από τον λαιμό έως τον ομφαλό και το μάκρος του μπορεί να φθάνει από τους μηρούς μέχρι λίγο πάνω από τα γόνατα και η βράκα Είχε μάκρος από την μέση έως λίγο πάνω από τα γόνατα.Για την κατασκευή του χρησιμοποιούσαν χασέ ή άσπρο λινό ύφασμα.τα εξωτερικά ήταν η ζιπούνα το ένδυμα που χαρακτηρίζει την ποντιακή φορεσιά.Φοριόταν πάνω από το πουκάμισο και το σαλβάρι και ήταν μακρύ ως τους αστραγάλους, τρίφυλλο φόρεμα με μανίκια σχιστά στις άκρες.Επίσης υπήρχε το λαχώρ το οποίο έδεναν γύρω από την μέση τους και τη τάπλα την οποία τοποθεούσαν στο κεφάλι.

 

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ

Ο Χειμώνας που σε διάφορα µέρη του Πόντου λέγεται ο Χειµός ή Χειµωγκός περιλαμβάνει τους μήνες Δεκέµβριο = Χριστιαννάρτς, Ι α ν ο υ ά ρ ι ο=Κ α λ α ν τ ά ρ τ ς , Φεβρουάριο = Κούντουρο. Στον Πόντο ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς, σταματούσαν οι εξωτερικές δουλειές, γύριζαν οι ξενιτεμένοι. Τα βράδια συνήθως τα περνούσαν σε σπίτια, κάνοντας τα νυχτέρια ή βεγγέρες, που στον Πόντο λεγόντουσαν Παρακάθια. Μα πιο πολύ περίμεναν τα Καλαντόφωτα για να κάνουν τα διάφορα μυστήρια, βαφτίσια, αρραβώνες, γάµους και άλλες γιορτές, γιατί τότε ήταν όλοι µαζεμένοι στο χωριό και ερχόντουσαν οι ξενιτεμένοι. Καλαντόφωτα οι πρόγονοι µας έλεγαν τις γιορτές από τα Χριστούγεννα μέχρι την ημέρα των Φώτων, ή και Δωδεκαήμερο. Με μεγάλη χαρά θα ετοιμαζόντουσαν να δεχτούν τη γέννηση του Θεανθρώπου. Την Παραμονή των Χριστουγέννων σταματούσαν κάθε εξωτερική δουλειά και θα συμπλήρωναν τις ετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή.

Τα πίζηλα

Όπως σε όλα τα μέρη της Ελλάδας έτσι και στον Πόντο πίστευαν, ότι το Δωδεκαήμερο (Από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα) βγαίνουν τα πίζηλα (οι καλικάντζαροι) και ενοχλούν τους ανθρώπους. Ιδιαίτερα ενοχλούσαν τα παιδιά και ιδίως τα αβάπτιστα, τις λεχώνες, τις νεόνυμφες και γενικά αδύναμα άτομα. Προκαλούσαν ζημιές στα πράγματα του σπιτιού, στα ζώα και στους αγρούς. Για να προστατευθούν απέφευγαν να κάνουν νυχτερινές δουλειές έξω από το σπίτι και να πετάξουν νερά έξω το βράδυ. Επίσης για να μην πλησιάζουν έλεγαν ψιθυριστά διάφορες προσευχές. Τα πίζηλα εξαφανίζονταν τα Φώτα με τον αγιασμό των υδάτων για να επιστρέψουν και πάλι τα Χριστούγεννα. Ανάλογα με την περιοχή ονομάζονται και πίζουλα, πίζελα και πιζήαλα.

Το έθιμο της “κοσσάρας”

Το έθιμο της κοσσάρας, δηλαδή της κότας στην ποντιακή διάλεκτο, πραγματοποιούνταν την ημέρα του γάμου, και συγκεκριμένα πριν οδηγηθούν ο γαμπρός και η νύφη στην εκκλησία για το στεφάνωμα. Όταν ο γαμπρός ερχόταν να πάρει τη νύφη με τη συνοδεία του (νυφόπαρμαν), μπροστά από την πόρτα στεκόταν μια θεία της νύφης και κρατούσε μια μισοβρασμένη και στολισμένη κότα πάνω σε έναν δίσκο, η οποία συνοδευόταν συνήθως από ένα ποτό, κατά προτίμηση βότκα ή κρασί. Την κότα την στόλιζαν με ό,τι έβρισκαν – δεν γινόταν ιδιαίτερη προετοιμασία. Την ετοίμαζε και την μαγείρευε η μητέρα της νύφης, αλλά δεν την έδινε η ίδια. Για να μπορέσουν να παραλάβουν τη νύφη, ο κουμπάρος έπρεπε να αγοράσει ό,τι του πρόσφεραν πάνω στο δίσκο. Κάθε φορά όμως που πρόσφερε λεφτά, έκαναν παζάρια και του έλεγαν ότι είναι λίγα, ώσπου τελικά έδινε ό,τι του ζητούσαν.