English

Τα “παράθυρα” των τηλεοράσεων.

Μοιάζει [..] με ασυγχώρητο νεολογισμό να μιλάμε για "παράθυρα" των …  τηλεοράσεων. Ας είναι. Αφού η γλωσσική επίδραση της τηλεόρασης έκανε και δω το θαύμα της, είμαστε υποχρεωμένοι να διατηρήσουμε την ορολογία για λόγους συνεννόησης. Άλλωστε, το πρόβλημα δεν έγκειται στον όρο που χρησιμοποιείται, για να δηλωθεί η νέα κατάσταση, αλλά στο περιεχόμενο, στο χαρακτήρα και στα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης.

Η χρήση  λοιπόν  των τηλεοπτικών ‘παραθύρων’ εμπίπτει τυπικά στο σκοπό της πληροφόρησης και του προβληματισμού: βουλευτές, επιστήμονες, διανοούμενοι κτλ. καλούνται, για να διατυπώσουν τις απόψεις τους, να γνωστοποιήσουν τις θέσεις τους, να προσφέρουν τις γνώσεις τους ή να διασταυρώσουν  τα ξίφη τους ενώπιον του τηλεοπτικού κοινού για ζητήματα άλλοτε μεγαλύτερου και άλλοτε μικρότερου ενδιαφέροντος.

Κυρίαρχο γνώρισμα του εγχειρήματος, η προχειρότητα. Κάτω απ’ την πίεση του χρόνου, η δυνατότητα ολοκληρωμένης εξέτασης του θέματος καταργείται και η προσέγγισή του καταντά επιφανειακή και επιπόλαιη : δυο τρεις κουβέντες απ’ τον ένα, κάποιο σχόλιο απ’ τον άλλο, μια αποσπασματική τοποθέτηση απ’ τον τρίτο, η συζήτηση ολοκληρώνεται, το δελτίο συνεχίζεται και ένα νέο παράθυρο ετοιμάζεται να ανοίξει.

Κυρίαρχος σκοπός, η θεαματικότητα. Η επιλογή του θέματος και των συμμετεχόντων υποθάλπει την οξύτητα. Έτσι, η συζήτηση εξελίσσεται σε αντιπαράθεση και η αντιπαράθεση σε σύγκρουση. Ο διάλογος οδηγεί σε στιχομυθία και η στιχομυθία σε προσωπικές αντεγκλήσεις. Το επιχείρημα μεταμορφώνεται σε ρητορικό τέχνασμα και το ρητορικό τέχνασμα μεταμορφώνεται σε κραυγή.

Κάτω απ’ τις συνθήκες αυτές, φαίνεται πως καμία άλλη λειτουργία δεν έχουν τα περισσότερα τουλάχιστον απ’ τα παράθυρα των τηλεοράσεων πέρα απ’ την κάλυψη του τηλεοπτικού χρόνου μ’ ένα φτηνό και εύπεπτο θέαμα και καμιά άλλη επιδίωξη δεν έχουν οι περισσότεροι τουλάχιστον απ’ τους συμμετέχοντες πέρα απ’ τη δήλωση της παρουσίας και την κατοχύρωση της θέσης τους στον πολιτισμό της εικόνας.

Απ’ τη δημοκρατία, λοιπόν, των λαϊκών συνελεύσεων στη δημοκρατία των τηλεοπτικών παραθύρων. Η αλλαγή αποτυπώνει όχι μόνο την τεχνική εξέλιξη που συντελέστηκε στο μεταξύ, αλλά κυρίως την ποιοτική υποβάθμιση του δημόσιου διαλόγου και κατά συνέπεια την ποιοτική υποβάθμιση της δημοκρατίας. Άλλωστε, ο διάλογος της αγοράς διατηρούσε σε εγρήγορση τους πολίτες και ήταν πειστήριο της πολιτικής συμμετοχής τους,  ενώ ο διάλογος των τηλεοπτικών παραθύρων διατηρεί σε αδράνεια τους πολίτες και είναι πειστήριο της πολιτικής αδράνειάς τους.

Από σχολικό βοήθημα των εκδόσεων "Μεταίχμιο"

Έχουν ενδιαφέρον και τα παρακάτω δημοσιεύματα, τα οποία διακρίνονται για το δηκτικό και ειρωνικό τους ύφος:
https://www.tovima.gr/2008/11/24/archive/gyalinos-kosmos-161/
https://www.tovima.gr/2008/11/24/archive/gyalinos-kosmos-151/

Τα ίδια δημοσιεύματα σε αρχείο word :    Γυάλινος κόσμος

Η φτώχεια διώχνει τα παιδιά από το σχολείο

1.  Οι επίσημες διακηρύξεις περί «συμμετοχής όλου του πληθυσμού σχολικής ηλικίας στις βασικές εκπαιδευτικές διαδικασίες του εννιά­χρονου υποχρεωτικού σχολείου» και περί «ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων» απέχουν κατά πολύ από την πραγματικότητα. Γιατί; Γιατί είναι φανερό πια ότι, όπως και πολλά άλλα ανθρώπινα δικαιώ­ματα, έτσι και το δικαίωμα στην εκπαίδευση προϋποθέτει την ύπαρ­ξη άλλων δικαιωμάτων, χωρίς τα οποία η άσκηση του καθίσταται αδύ­νατη από το δικαιούχο. Τα στοιχεία που προκύπτουν από έρευνα αποκαλύπτουν τον κόσμο της ανισότητας στην εκπαίδευση ακόμη και σήμερα, στο λυκαυγές του 21ου αιώνα.

2.  Αν παρακολουθήσει κανείς την πορεία του μαθητικού πληθυσμού από την εγγραφή του στην Α' τάξη του Γυμνασίου ως την έξοδο του -Γ Γυμνασίου-, θα διαπιστώσει ότι χιλιάδες μαθητές «χάνονται» σ' αυτή την πορεία. Π.χ., ενώ για το σχολικό έτος 1998-1999 γράφηκαν (στην Α' τάξη του Γυμνασίου 131.000 παιδιά, τρία χρόνια αργότερα, στην Γ' Γυμνασίου, βρέθηκαν λιγότεροι κατά 19.000. Αν αφαιρέσου­με από αυτόν τον αριθμό ένα ποσοστό μαθητών, που παρουσιάζονται μόνιμα στα μαθητολόγια ως εγγραφέντες και μη φοιτήσαντες, τότε -με τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς- μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι στα στοιχεία της τελευταίας απογραφής πληθυσμού -2001- θα κα­ταγραφούν περίπου 150.000 νέοι 15-24 ετών, οι οποίοι δεν θα έχουν ολοκληρώσει την εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, παρ' όλο που στη δεκαετία του 1990 βρίσκονταν σε σχολική ηλικία.

3.  Σε ποιες όμως περιοχές συγκεντρώνονται τα υψηλότερα ποσοστά εγκατάλειψης του σχολείου; Ποιοι εκπροσωπούνται στη στρατιά των παιδιών που εγκαταλείπουν πρόωρα τη σχολική αίθουσα; Σύμφωνα με την έρευνα, τα μεγαλύτερα ποσοστά μαθητικής διαρροής από την υποχρεωτική εκπαίδευση συγκεντρώνονται σε ορισμένες περιοχές. Γεγονός που «αιχμαλωτίζει» το εκπαιδευτικό τους μέλλον στην προ­οπτική της παραγωγής και αναπαραγωγής του αναλφαβητισμού.

4.  Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των παραπάνω περιοχών; Ου­σιαστικά ομαδοποιούνται σε δύο κατηγορίες: Σε περιφερειακούς νο­μούς, κατά βάση αγροτικούς και οικονομικά στερημένους, που έχουν το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων τους χωρίς απολυτήριο τριτάξιου γυμνασίου. Στα οικονομικά, κοινωνικά και εκπαιδευτικά αυτά χαρακτηριστικά έρχεται να «βαρύνει», στην περίπτωση των νομών Ροδό­πης και Ξάνθης, η εγκατάλειψη του σχολείου μετά το δημοτικό της πλειονότητας των μειονοτικών μαθητών, που αποτελούν το μισό περίπου του συνολικού μαθητικού πληθυσμού. Παράλληλα, επειδή ο πα­ράγων φτώχεια συντελεί σημαντικά στην πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου και στην εκπαιδευτική αποστέρηση, μαζί με χιλιάδες παιδιά των απομακρυσμένων και των αγροτικών περιοχών βρίσκονται και χιλιάδες παιδιά των υποβαθμισμένων αστικών περιοχών. Παιδιά οικογενειών με χαμηλό ή μη τακτικό εισόδημα. Παιδιά με αγράμματους γονείς. Παιδιά μεταναστών, προσφύγων, τσιγγάνων.

5 Στην απόφαση για εγκατάλειψη του σχολείου ο οικονομικός πα­ράγων είναι καθοριστικός. Οι μαθητές αυτοί έχοντας την αγωνία της επαγγελματικής τους αποκατάστασης -αφού το επάγγελμα αποτελεί τη μοναδική πηγή εισοδήματος- και παράλληλα ζώντας με τις συσσωρευμένες ενδείξεις της κακής επίδοσης τους και με φιλοδοξίες προσαρμοσμένες στην αντικειμενική πραγματικότητα, εξαναγκάζο­νται σε παραίτηση.

6    Η δεύτερη κατηγορία αναφέρεται στις περιοχές με υψηλούς δείκτες τουριστικής ανάπτυξης. Είναι γνωστό ότι τα Ιόνια Νησιά, τα Δωδε­κάνησα και η Κρήτη θεωρούνται από τις αναπτυγμένες τουριστικά περιοχές. Οικονομικά αναπτυγμένες -τουλάχιστον όσον αφορά τα εισοδήματα των κατοίκων. Παρ' όλο όμως που η τουριστική ανάπτυξη θεωρείται ότι ευνοεί τη διεκδίκηση καλύτερης εκπαίδευσης, όλα τα ερευνητικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι ο τουρισμός λειτούργησε ανταγωνιστικά προς την εκπαίδευση χιλιάδων νέων αυτών των πε­ριοχών.

7 Όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι: τα παιδιά που αποκλείονται από το σχολείο, στη συντριπτική πλειονότητα τους, προ­έρχονται από τα φτωχά αγροτικά στρώματα του πληθυσμού, ενώ πολ­λά απ' αυτά βρίσκουν στον τουρισμό δυνατότητα απασχόλησης. [532]

Κ. Τσαρουχάς, Το ΒΗΜΑ, 16/6/2002

 

  1.  α)  Γράψτε έναν πλαγιότιτλο για κάθε παράγραφο του κύριου μέρους. β) Χωρίστε το κείμενο σε νοηματικές ενότητες και δώστε πλαγιότιτλο σε καθεμιά.

ΝΕΟΤΕΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ  (2013-2017) ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΙΕΠ (Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής) για τη μαθητική διαρροή μπορείτε να δείτε εδώ.
Παρακάτω παραθέτω ένα ενδεικτικό διάγραμμα από την έρευνα του ΙΕΠ.  Σε ποιες περιοχές περιορίστηκε περισσότερο η μαθητική διαρροή από το 2000 έως το 2014; 

Δείτε και συγκριτικά στοιχεία μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών ως το 2007

Ακολουθεί και ένα απόσπασμα από άρθρο του Ν. Φωτόπουλου  ( επίκουρου καθηγητή του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας)
[...]
Σχολική διαρροή: ατομική επιλογή ή κοινωνικός καταναγκασμός;

Είναι σαφές ότι η πρόωρη σχολική εγκατάλειψη δεν ερμηνεύεται μονοσήμαντα με την «ελευθερία της ατομικής επιλογής», αφού ουσιαστικά η απόφαση να εγκαταλείψει κάποιος την εκπαίδευση στην ηλικία των 15 ή και νωρίτερα προσδιορίζεται κοινωνικά, ταξικά, πολιτισμικά αλλά και παιδαγωγικά.

Και για να είμαστε σαφείς, στοιχεία όπως η φτώχεια, η ανέχεια, ο οικονομικός καταναγκασμός, η έλλειψη στοιχειωδών μέσων για αξιοπρεπή διαβίωση δημιουργούν ένα αρνητικό υπόβαθρο για την παρακολούθηση του σχολείου. Παράλληλα όμως, στη σχολική απομάκρυνση επιδρούν και μια σειρά παράγοντες όπως η σχολική αποτυχία, οι κακές επιδόσεις και οι ανυπέρβλητες μαθησιακές δυσκολίες, η απρόσωπη και ψυχρή πραγματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, το μορφωτικό κεφάλαιο της οικογένειας, ο κοινωνικός περίγυρος, το επίπεδο πολιτιστικής και πνευματικής ανάπτυξης μιας περιοχής, τα ήθη και οι συνήθειες που χαρακτηρίζουν συγκεκριμένες ομάδες, τα κοινωνικά στερεότυπα, ακόμη και οι διακρίσεις με βάση το φύλο.

Στα αίτια όμως που ενισχύουν την αναπαραγωγή του φαινομένου της μαθητικής διαρροής εντάσσεται και η αδυναμία του εκπαιδευτικού μας μοντέλου να παρέμβει στην αντιμετώπισή της και τη συγκράτηση του «υπό διαρροή» μαθητικού πληθυσμού. Η ίδια αδυναμία, όμως, χαρακτηρίζει τόσο την τοπική κοινωνία όσο και τους ισχνούς θεσμούς κοινωνικής πολιτικής, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να συμβάλουν στην αντιμετώπιση του φαινομένου.

Σχολείο, τοπική κοινωνία, θεσμοί κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης στον αγώνα κατά της σχολικής διαρροής

Είναι σαφές ότι ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός θα πρέπει να δει σοβαρά το ζήτημα της διαρροής στην κοινωνική του διάσταση και όχι μονομερώς στην αριθμητική των δεικτών και μόνο. Η δημιουργική διαδρομή των παιδιών και των εφήβων μέσα σε ένα αξιόπιστο Δημόσιο και ουσιωδώς δωρεάν σχολείο αποτελεί ζήτημα οντολογικής τάξης για την ίδια την κοινωνία, αφού έξω από αυτό δεν υπάρχει προοπτική και ελπίδα. Καμία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και κανένα σχέδιο κοινωνικής ευημερίας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει αν η μαθητική διαρροή δεν χτυπηθεί στη ρίζα της. Καμία κοινωνία δεν μπορεί να θεμελιώσει την ανάπτυξη και τη συνοχή της, όταν υπάρχουν παιδιά και έφηβοι έξω από τις τάξεις, μακριά από τους δασκάλους και τους συνομήλικούς τους. Η τοπική κοινωνία, οι θεσμοί κοινωνικής προστασίας, η εκπαιδευτική κοινότητα επιβάλλεται να αναδιατάξουν και να συνενώσουν τις δυνάμεις τους και να συνεργαστούν στενά ώστε, εκτός από την εθνική εκπαιδευτική στρατηγική στην ολιστική της διάσταση, να αναπτυχθεί ένα δίκτυο κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης απέναντι στις ευπαθείς ομάδες και τις ομάδες υψηλού κινδύνου στον εκπαιδευτικό και κοινωνικό αποκλεισμό.

Η συνεχής παρακολούθηση του φαινομένου των διαρροών από την εκπαίδευση, η συστηματική και αξιόπιστη καταγραφή του, η ανάλυση και η ορθολογική ερμηνεία της δυναμικής του, η αντιμετώπισή του ακόμη και σε μικρο-κοινωνικό επίπεδο στο πλαίσιο της σχολικής μονάδας, η προσέγγιση και η πολυ-τροπική ενίσχυση των οικογενειών που υστερούν, η εμψύχωση και η πολύπλευρη στήριξη των μαθητών, η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, η συνεχής ανάδειξη της εκπαίδευσης σε πρότυπο του πολιτισμού μας μπορούν να συμβάλουν ενεργητικά στην άμβλυνση και τον περιορισμό του φαινομένου. Σε διαφορετική περίπτωση, η μαθητική διαρροή θα δημιουργεί ευάλωτες κατηγορίες απαίδευτων, οι οποίες, στην πλειονότητά τους, θα αιμοδοτούν διαρκώς την εκμετάλλευση της παιδικής και εφηβικής εργασίας, τη νεανική παραβατικότητα, την περιθωριοποίηση και τον αποκλεισμό, την κατασκευή ενός νέου κοινωνικού περιθωρίου που, χωρίς εκπαίδευση, χωρίς πολιτισμικό υπόβαθρο, χωρίς τυπικά και ουσιαστικά προσόντα θα παραδίδεται βορά στη λαιμαργία της αγοράς και της κοινωνίας της ζούγκλας.

Ν. Φωτόπουλος, Ελευθεροτυπία, 16/2/2010

Στοιχεία του 2021 της Εurostat για τη γλωσσομάθεια στην Ε.Ε.

The LiFO team

18.11.2021 | 23:22

Πόσοι Έλληνες ξέρουν δεύτερη γλώσσα; -Τι δείχνουν τα στοιχεία για την ΕΕ

Το 58% των Ελλήνων αναφέρουν ότι γνωρίζουν κάποια ξένη γλώσσα
φωτ. shutterstock
[...]
Όπως αναφέρει η Eurostat, η Ελλάδα βρίσκεται στην πέμπτη θέση από το τέλος, έχοντας κάτω από το μέσο όρο του 66% της Ε.Ε.. Το 58% των Ελλήνων αναφέρουν ότι γνωρίζουν κάποια ξένη γλώσσα. Εκ των 28, Βουλγαρία και Ουγγαρία έχουν χαμηλά ποσοστά της τάξης του 39% και του 37%, αντίστοιχα.
Να σημειωθεί ότι τα παιδιά νεότερης ηλικίας σχεδόν σε όλες τις χώρες μαθαίνουν στο δημοτικό ή γυμνάσιο υποχρεωτικά ξένες γλώσσες. Στοιχεία της Pew Research από το 2016, το 92% των Ευρωπαίων μαθητών μαθαίνει μία ξένη γλώσσα στο σχολείο.
Συνέχεια :  εδώ  (LIFO)

Η γλωσσομάθεια είναι το εθνικό χόμπι μας

Ρεπορτάζ,    Νικολόπουλος Γιάννης, Κουζέλη Λαμπρινή

ΤΟ  ΒΗΜΑ  ,   06/11/2010  

 Οι Έλληνες έχουμε έφεση στην εκμάθηση ξένων γλωσσών και η έρευνα του Ευρωβαρόμετρου μας το αναγνωρίζει

 Εφεση στις ξένες γλώσσες, είτε για να αποκτήσουν πλεονέκτημα στην απαιτητική αγορά εργασίας του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου είτε από χόμπι, παρουσιάζουν σταθερά οι Έλληνες. Το γεγονός αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα ειδικά όταν, σύμφωνα με έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, το 83% των Ευρωπαίων αναγνωρίζει μεν τη σημασία της γνώσης ξένων γλωσσών, περίπου ένας στους δύο (44%) όμως παραδέχεται ότι δεν μπορεί να κάνει ολοκληρωμένη συζήτηση σε άλλη γλώσσα, πέραν της μητρικής. Παρ΄ όλα αυτά, υπάρχουν και ορισμένοι Ευρωπαίοι οι οποίοι ανεξάρτητα από τις κλασικές ή όχι σπουδές τους επιδιώκουν να μάθουν Ελληνικά.

Η τάση αυτή των Ελλήνων τούς οδηγεί και στην εκμάθηση πιο... σπάνιων γλωσσών. Η ιστορικός κυρία Κατερίνα Χάλκου αγαπά το θέατρο. Πριν από δύο χρόνια άρχισε μαθήματα ρωσικής γλώσσας. «Αισθανόμουν ότι διαβάζοντας και βλέποντας ρωσικό θέατρο σε μετάφραση κάτι έχανα» είπε στο «Βήμα». Άρχισε εντατικά μαθήματα, έξι ώρες την εβδομάδα τον πρώτο χρόνο και τέσσερις, τον δεύτερο. Γνωρίζει ήδη αγγλικά και γαλλικά και ομολογεί ότι τα ρωσικά τη δυσκόλεψαν στην αρχή. «Χρειάστηκαν τρεις μήνες να εξοικειωθώ με το αλφάβητο και να μπορώ να διαβάσω στα ρωσικά». Μπορεί πλέον να κάνει μια απλή συζήτηση στα ρωσικά και φιλοδοξεί κάποια στιγμή να μπορεί να απολαύσει τον «Γλάρο» του Τσέχοφ στο πρωτότυπο. Στο μεταξύ έδωσε εξετάσεις για την απόκτηση του πρώτου πιστοποιητικού γλωσσομάθειας στα ρωσικά. «Θέλω να έχω και κάποιο πτυχίο που να πιστοποιεί τις γνώσεις μουΘεωρώ ότι μια τρίτη γλώσσα, και μάλιστα κάποια που δεν συγκαταλέγεται στις “κλασικές” ευρωπαϊκές γλώσσες που μαθαίναμε συνήθως, αποτελεί δεξιότητα που εμπλουτίζει το βιογραφικό μου».

[ … ]

Η Ελλάδα παραμένει μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ όπου καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά γλωσσομάθειας. Το 44,8% των Ελλήνων ηλικίας 25-64 ετών δηλώνει ότι μιλάει μια ξένη γλώσσα (35,7%, ο αντίστοιχος μέσος όρος των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), το 33,4% δήλωσε ότι δεν μιλάει καμία ξένη γλώσσα (36,2%, ο μέσος όρος στην ΕΕ) και το 21,9% δήλωσε ότι μιλάει δύο ή περισσότερες ξένες γλώσσες (28,1%, ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ). Από τα ίδια στοιχεία φαίνεται ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά μαθητών που διδάσκονται τουλάχιστον μια ξένη γλώσσα καταγράφονται στην Ελλάδα (92%), στην Ιταλία (74%) και στην Ιρλανδία (73%).

Στη χώρα μας, και σε πιλοτική εφαρμογή, λειτουργεί από τις αρχές του σχολικού έτους πρόγραμμα διευρυμένου ωραρίου σε 800 ολοήμερα σχολεία της χώρας, όπου, μεταξύ άλλων, παρέχεται η δυνατότητα διδασκαλίας της αγγλικής γλώσσας, ήδη από την Α΄ τάξη του Δημοτικού καθώς και δεύτερης γλώσσας.

Εκ παραλλήλου με τις πιο δημοφιλείς γλώσσες οι Έλληνες επιδιώκουν να μάθουν γλώσσες-εργαλεία της δουλειάς τους. Η κυρία Αλεξία Μπούκα, καθηγήτρια σουηδικών σε ιδιωτικό φροντιστήριο, παρατηρεί εφέτος αύξηση του ενδιαφέροντος για τα σουηδικά. Η οικονομική κρίση περιορίζει τα έξοδα, μαζί με αυτά και τις δαπάνες για ξένες γλώσσες; «Πιστεύω ότι ακριβώς λόγω της κρίσης μαθαίνουν τη γλώσσα για να μπορέσουν να φύγουν για τη Σουηδία και να αναζητήσουν δουλειά εκεί». Στο φροντιστήριο φοιτούν συνολικά 30 σπουδαστές, όλοι ενήλικοι, και γνωρίζουν ήδη αγγλικά, αρκετοί και γερμανικά. «Οι περισσότεροι έχουν ηλικία μεταξύ 20-35 ετών. Μαθαίνουν τη γλώσσα για να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη Σουηδία. Πάρα πολλοί είναι οι γιατροί που προγραμματίζουν να κάνουν την ειδικότητά τους και να δουλέψουν στη Σουηδία διότι εκεί υπάρχει έλλειψη γιατρών».

[….]

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ 

  1. Σε ποια παράγραφο του αποσπάσματος γίνεται αναφορά στα αποτελέσματα της έρευνας , τα οποία παρουσιάζονται και στο γράφημα  ;  Ποιος νομίζετε ότι είναι ο ρόλος του γραφήματος   σ’  αυτό το δημοσίευμα ;
  2. α) Ποιο ήταν το κίνητρο της ιστορικού κυρίας Κ. Χάλκου για την εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας;   β)   Ποιο κίνητρο παρακινεί τα τελευταία χρόνια (βλ. ημερομηνία δημοσίευσης του ρεπορτάζ)  κάποιους νέους να μάθουν σουηδικά ;

ΡεπορτάζΠρόκειται για ένα είδος που εμφανίζεται στα διαφόρων ειδών ΜΜΕ. Όταν το ρεπορτάζ δεν είναι ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό, δημοσιεύεται σε έντυπα ή ηλεκτρονικά περιοδικά ή εφημερίδες. Το ρεπορτάζ σχετίζεται με την επικαιρότητα, αφορά κάποιο γεγονός ή φαινόμενο που προέκυψε πρόσφατα, άρα στόχο έχει κυρίως να ενημερώσει για κάτι καινούργιο και δευτερευόντως να σχολιάσει. (Δεν "απαγορεύεται" ο συντάκτης να καταθέσει τα σχόλιά του αλλά πρέπει αυτά να είναι μικρό μέρος του συνολικού ρεπορτάζ, γιατί αλλού πρέπει να βρίσκεται το βάρος του (στην ενημέρωση, στην αποκάλυψη νέων πληροφοριών...).

Το ρεπορτάζ με τα επιμέρους είδη του (πολιτικό, κοινωνικό κ.λπ.) αντιδιαστέλλεται προς την είδηση, τη «δημοσιογραφία γραφείου», γιατί αποτελεί «δημοσιογραφία πεδίου», προϋποθέτει αυτοψία και έρευνα του ρεπόρτερ. Έτσι, στο τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό ρεπορτάζ  παρουσιάζονται και δίνουν πληροφορίες ή εκφράζουν την άποψή τους τα ίδια τα πρόσωπα στα οποία στηρίζεται η επιτόπια έρευνα· στο έντυπο ρεπορτάζ παρατίθενται  αυτολεξεί μέσα σε εισαγωγικά οι απόψεις/ γνώμες/ πληροφορίες των ατόμων που ερωτώνται από τον ρεπόρτερ.  Γι’ αυτό ακριβώς το ρεπορτάζ είναι κείμενο πιο προσωπικό και πιο διεισδυτικό όσον αφορά τις συμπεριφορές ή τα κίνητρα των δρώντων προσώπων.

Η πρόκληση της πολυγλωσσίας

ΤΟ ΒΗΜΑ29-04-2001

βλ. και : https://www.babiniotis.gr/dimosieumata/glossika-themata/76-64-29-4-2001

Μεταβείτε στον ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη σελίδα "Γλώσσες της Ε.Ε.",    από  εδώ

Δεν υπάρχει πιο άμεσος, πιο ουσιαστικός και πιο σύντομος δρόμος να γνωρίσεις έναν λαό
από το να μάθεις τη γλώσσα του

Εορτάζουμε εφέτος το «ευρωπαϊκό έτος γλωσσών». Τιμούμε δηλ. ­ με διάφορες εκδηλώσεις (ομιλίες, συζητήσεις, μελέτες, αναφορές, εκτιμήσεις κ.λπ.) ­ τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη, τιμώντας στην πραγματικότητα τους λαούς που μιλούν αυτές τις γλώσσες και τον πολιτισμό αυτών των λαών, όπως δηλώνεται μέσα από τη γλώσσα τους ­ τα γραπτά κείμενά τους και την προφορική τους παράδοση. Γιατί η γλώσσα είναι το πιο εμφανές γνώρισμα τής εθνικής ταυτότητας και φυσιογνωμίας ενός λαού και, μέσα από τα γραπτά κείμενα, το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα τού πολιτισμού ενός λαού, αυτό που ξεπερνάει τον χρόνο και τον χώρο.

Η Ενωμένη Ευρώπη, η οποία αποτελεί ένα κεφαλαιώδες πολιτικό γεγονός του σύγχρονου κόσμου μετά την κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού, είναι από τη φύση της θεσμός πολυεθνικός, άρα και πολυπολιτισμικός και, κατ' ανάγκην, πολυγλωσσικός. Αν η Ενωμένη Ευρώπη δεν είναι χοάνη αφομοίωσης και αποπροσωποποίησης των λαών που εντάσσονται σ' αυτήν· αν, όπως πιστεύεται, είναι ένωση και συνεργασία εθνών της Ευρώπης που διατηρούν τη διαφορετικότητά τους και τις εθνικές τους επιλογές (στον πολιτισμό, στην παιδεία, στον τρόπο ζωής, στη νοοτροπία, στη θρησκευτική τους πίστη κ.λπ.), τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, εξ ορισμού, και χώρος συνάντησης περισσοτέρων γλωσσών, των γλωσσών που μιλούν οι λαοί οι οποίοι απαρτίζουν την Ενωμένη Ευρώπη.

Κύρια πρόκληση για τους πολίτες τής Ενωμένης Ευρώπης, η πιο χαρακτηριστική, η πιο πνευματική και ηθικά η πιο ανιδιοτελής, είναι η πρόκληση τής πολυγλωσσίας: η πρόκληση, τα κίνητρα και η δημιουργία δυνατοτήτων να μάθουν οι πολίτες τής Ευρώπης περισσότερες γλώσσες, ώστε να γνωρίσουν, να καταλάβουν και να εκτιμήσουν βαθύτερα και ουσιαστικά, μαθαίνοντας τη γλώσσα τους, τον πολιτισμό, τη νοοτροπία και την ανθρώπινη διάσταση των λαών με τους οποίους ζουν μαζί, συνεργάζονται και συναποφασίζουν για ποικίλα θέματα. Δεν υπάρχει πιο άμεσος, πιο ουσιαστικός και πιο σύντομος δρόμος να γνωρίσεις έναν λαό από το να μάθεις τη γλώσσα του. Γιατί η γλώσσα κάθε λαού είναι ο τρόπος που βλέπει, συλλαμβάνει, ταξινομεί και δηλώνει τον κόσμο. Κάθε εθνική γλώσσα είναι και μια άλλη ταξινομία τού κόσμου, μια άλλη προσέγγιση, ένα σύνολο επιλογών, που δίνει ξεχωριστή αξία σε κάθε γλώσσα, την αξία που έχει καθ' εαυτήν η συλλογική έκφραση ενός λαού, η εθνική του λαλιά. Κάθε εθνική γλώσσα είναι μια αυταξία, αντικείμενο μελέτης και σεβασμού από τους άλλους λαούς. Και, όπως λέμε οι γλωσσολόγοι, δεν υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες γλώσσες· υπάρχουν διαφορετικοί άνθρωποι που εκφράζονται διαφορετικά μέσα από τις δυνατότητες που δίνει στον άνθρωπο το κυριότερο βιολογικό του γνώρισμα: η νόηση και η έκφραση τής νόησης, η γλώσσα. Η μόνη διάκριση, που από την πράξη μπορεί να γίνει και γίνεται, είναι η διάκριση σε πολιτισμικά (λογοτεχνικά, φιλολογικά και επιστημονικά) περισσότερο ή λιγότερο καλλιεργημένες γλώσσες. Σε γλώσσες οι οποίες σε μια περίοδο τής ιστορίας τής χρήσης τους έδωσαν ή πήραν γλωσσικά στοιχεία (λέξεις κυρίως που αποτελούν τα λεγόμενα «λεξιλογικά δάνεια»), πράγμα που συμβαίνει πάντοτε στη συνάντηση λαών και πολιτισμών. Ετσι λ.χ. παλιότερα η Ελληνική και η Λατινική, πρόσφατα η Αγγλική ­ για να αναφερθούμε σε λίγα μόνον παραδείγματα τέτοιων γλωσσών ­ έδωσαν ή δίνουν λέξεις που τις χρησιμοποιούν οι ομιλητές άλλων γλωσσών. Αυτό δεν είναι ούτε μειωτικό, ούτε ολέθριο, φτάνει μόνο να γίνεται σε περιορισμένη έκταση, ώστε να μην αλλοιώνεται η σύσταση τής γλώσσας που λειτουργεί ως λήπτης και να γίνεται κατά τρόπον που να εξυπηρετεί πραγματικές επικοινωνιακές ανάγκες και όχι επίπλαστες (λόγους επίδειξης, ξενομανίας ή γλωσσικού γοήτρου που εξυπηρετούν άλλες σκοπιμότητες).

Τέλος, η πρόκληση τής πολυγλωσσίας γίνεται όλο και περισσότερο αναγκαία σε ευρύτερη κλίμακα με την ευρύτερη συνάντηση των λαών που πραγματοποιείται στα χρόνια μας, με την περίφημη παγκοσμιοποίηση. Η παγκόσμια συνεργασία των λαών στα πλαίσια τής οικονομίας, τής επικοινωνίας με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τής τεχνολογίας, τής γνωριμίας με τις διάφορες χώρες και τον πολιτισμό τους αποτελεί το ισχυρότερο κίνητρο για την εκμάθηση περισσοτέρων γλωσσών παράλληλα προς την επιμονή και την προσπάθεια για καλύτερη γνώση τής μητρικής γλώσσας που παραμένει έργο ζωής. Για να μην αλλοτριωθείς και αφομοιωθείς γλωσσικά ­ και κατ' επέκταση πολιτισμικά και εθνικά ­ μέσα στον εξισωτισμό και την άμορφη αγαλματοποίηση, πρέπει πρώτα και πάνω απ' όλα να έχεις τη δική σου γλωσσική ταυτότητα που είναι συνάμα και κύριο χαρακτηριστικό τής εθνικής σου ταυτότητας. Η πιο υγιής προσέγγιση στην πραγματικότητα τής παγκοσμιοποίησης είναι η συνάντηση ατόμων και λαών μέσα από τη γλωσσική πολυμορφία. Η παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να πάρει τον χαρακτήρα τού γλωσσικού εξισωτισμού μέσα από την αναγωγή μιας οποιασδήποτε γλώσσας σε παγκόσμια γλώσσα. Μια τέτοια γλωσσική παγκοσμιοποίηση θα οδηγούσε στον ηγεμονισμό μιας γλώσσας εις βάρος όλων των άλλων, πράγμα που θα ήταν ολέθριο για την πολιτισμική πολυμορφία τού κόσμου μας και για την ίδια την έννοια τής παγκοσμιοποίησης, η οποία θα προσλάμβανε έτσι μορφή ανεπίτρεπτης γλωσσικής και πολιτισμικής τυραννίας.

Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας.

Ερωτήσεις   

1.  . Με ποια επιχειρήματα υποστηρίζει ο αρθρογράφος την άποψή του ότι στις μέρες μας η πολυγλωσσία αποτελεί  πρόκληση τόσο στο πλαίσιο της Ευρωπαίκής Ένωσης όσο και  σε παγκόσμιο επίπεδο ; (50-80 λέξεις)

2     α. Αναγκαία, συνεργασία, ισχυρότερο, επιμονή, προσέγγιση:
Να γράψετε ένα συνώνυμο και ένα αντώνυμο για καθεμιά από τις παραπά­νω λέξεις της τελευταίας                         παραγράφου του κειμένου.
β. Να αντιστοιχίσετε τις παρακάτω λέξεις με τη σημασία τους:

1. αφομοίωση2. εξομοίωση

3. προσομοίωση

4. ανομοίωση

5. παρομοίωση

α.  Σχήμα λόγου, με το οποίο συγκρίνεται ή παραβάλ­λεται ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια ιδέα με κάτι άλλο πολύ γνωστό για συγκεκριμένη ιδιότητα του, την οποία εμφανίζει και το πρόσωπο, το πράγμα ή η ιδέα.β. Η διαδικασία ενσωμάτωσης και ένταξης στοιχείων σε προϋπάρχοντα σχήματα ενός συνόλου, έτσι ώστε να χάνουν την αυτοτέλεια τους και να γίνονται ένα με τα υπόλοιπα.

γ. Γλωσσικό φαινόμενο, κατά το οποίο δύο γειτονικοί φθόγγοι, όμοιοι ή συγγενείς, τείνουν να διαφορο­ποιηθούν με μεταβολή του ενός κατόπιν επιδράσε­ως του άλλου.

δ. Η τοποθέτηση στο ίδιο επίπεδο, στην ίδια βαθμίδα.

ε. Η αναπαράσταση της συμπεριφοράς ή των χαρα­κτηριστικών μιας διεργασίας μέσω ενός μοντέλου που οι παράμετροι και οι μεταβλητές αποτελούν εί­δωλα των αντίστοιχων μεγεθών της διεργασίας που μελετάται.

3.    «Τέλος, η πρόκληση...και πολιτισμικής τυραννίας»: Ποια είναι η δομή και ο τρόπος/μέθοδος ανάπτυξης της παραπάνω παραγράφου;

 

Χρήση ρηματικών προσώπων

  α΄ πληθυντικό πρόσωπο :

--   Το βίωμα αποκτά συλλογικότητα · ο πομπός εντάσσει τον εαυτό του μέσα σε ένα ευρύτερο σύνολο ατόμων, π.χ. στους ακροατές του, γίνεται «ένα με αυτούς», μιλάει «μαζί με αυτούς και γι’ αυτούς» και έτσι πετυχαίνει να τους ευαισθητοποιήσει κατά τον καλύτερο και πιο αποτελεσματικό τρόπο..., να τους περάσει άμεσα το μήνυμα... και ενδεχομένως να τους πείσει...

 π.χ.  (από το κείμενό μας "Μητρικής γλώσσης εγκώμιον")  : Τέλος, ακόμη και προκειμένου για τη μητρική γλώσσα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε όλη τη ζωή μας, από την ώρα που γεννιόμαστε  μέχρι βαθέος γήρατος, διατελούμε μονίμως «μαθητές» τής μητρικής μας γλώσσας, η δε κατάκτησή της σ' ένα απαιτητικό επίπεδο είναι πάντα «έργο ζωής».

--   Ο πομπός μιλάει εκπροσωπώντας κάποια «ομάδα», στην οποία ανήκει ( π.χ. κάποιο πολιτικό κόμμα...) και έτσι ο λόγος του αποκτά ευρύτερη διάσταση, καθολικότητα, μεγαλύτερη αποδοχή... και ίσως και εγκυρότητα...

ΣΤΙΞΗ : Εισαγωγικά, διπλή παύλα, παρένθεση.

Εισαγωγικά « »     χρησιμοποιούνται:

  • Για να αποδοθούν αυτούσια τα λόγια κάποιου προσώπου .
  • Σε τίτλους βιβλίων, θεατρικών έργων, εφημερίδων, ταινιών, σε επωνυμίες επιχειρήσεων κτλ.
  • Σε ευθύ λόγο/ διάλογο, για να κλείσουν μέσα τους λόγια προσώπων που μι­λούν, ιδίως όταν δε μεσολαβεί η παύλα για να χωρίσει τα λόγια του καθενός.
  • Για να ξεχωρίσουν κάτι, ρητά, φράσεις ή λέξεις που δεν ανήκουν στη συνηθισμένη γλώσσα πχ. νεολογισμούς, λέξεις/φράσεις σε παλαιότερη γλωσσική μορφή,  ιδιωματισμούς, ξένες λέξεις.

Σημ. Τα εισαγωγικά είναι περιττά σε λέξεις που τυπώνονται με γράμματα διαφορετικού ρυθμού. Π.χ.  Α)  Έλεγε τα πρόβατα πράτα, το ρούχο σκτι …  Β) Έλεγε τα πρόβατα «πράτα», το ρούχο «σκτι» …

_________________________________________

Ως σχόλιο, χρησιμοποιούνται δηλώνοντας:

α) μεταφορική χρήση μιας λέξης του κειμένου:      Γερή «γροθιά» δέχτηκε ο αθλητισμός προχθές την Κυριακή από τη δράση ταραχοποιών στοιχείων στα γήπεδα.

β)  ειρωνεία :                 Ο υπεύθυνος έφτασε στο χώρο με τη «συντροφιά» αστυνομικών δυνάμεων.

γαποστασιοποίηση του γράφοντος από τα γραφόμενα, απαξίωση μιας έννοιας: Περιορισμένα «κέρδη» άφησε στο λαό μας η μεταναστευτική πολιτική που ακολούθησε ως τώρα.

δ) αμφισβήτηση:  Έτσι, οι ντόπιοι πληθυσμοί σ' αυτές τις χώρες του πλανήτη, έπεσαν θύματα της απληστίας των «πολιτισμένων» λευκών.

ε) έμφαση:  Αρχίζω την κάθε μέρα μου προφέροντας τη λέξη «Ελευθερία»

 

Διπλή παύλα (-   -)             Χρησιμοποιείται για:

-     την οριοθέτηση παρενθετικών σχολίων .     Τα σχόλια αυτά είναι επεξηγηματικά ή συμπληρωματικά και θεωρούνται αρκετά χρήσιμα ώστε να συμπεριλαμβάνονται στα γραφόμενα.

 

Παρενθέσεις ( ) και Αγκύλες ([ ] { } < >)   Σημειώνονται για να συμπεριλάβουν:

  • παραπομπές
  • πηγές παραθεμάτων
  • επεξηγηματικά στοιχεία
  • σχόλιο που επεξηγεί ή συμπληρώνει αλλά είναι επουσιώδες

Διάλεκτοι και ιδιώματα

Η ιδιαίτερη αξία των ιδιωμάτων και των διαλέκτων

Οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα αποτελούν πολύτιμο κομμάτι της πολιτισμικής μας ταυτότητας, καθώς συνδέονται με τις ιδιαίτερες ιστορικές και πνευματικές ζυμώσεις επιμέρους γεωγραφικών περιοχών του ελληνικού χώρου. Ειδικότερα:

Τα ιδιώματα και οι διάλεκτοι φανερώνουν την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία των επιμέρους περιοχών. Οι γλωσσικές διαφοροποιήσεις που παρουσιάζονται στις επιμέρους περιοχές της χώρας αποτελούν δείκτες της, ως ένα βαθμό, αυτόνομης πνευματικής και ιστορικής εξέλιξής τους, αποκαλύπτοντας τον ιδιαίτερο τρόπο σκέψης και αντίληψης των κατοίκων τους. Μέσα από το κάθε ιδίωμα και την κάθε διάλεκτο ξεπροβάλλει ένας χωριστός κόσμος, που διαμορφώθηκε καθ’ επίδραση άλλων παραγόντων, λόγω ακριβώς της διαφορετικής γεωγραφικής θέσης.

Αντλείται, έτσι, από το κάθε ιδίωμα ένα άλλο σύστημα αξιών και μια διαφορετική θέαση της ζωής, εφόσον παρά την κοινή εθνολογική ταυτότητα, κάθε περιοχή ακολούθησε -σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό- τη δική της ιστορική πορεία. Μέσα, λοιπόν, από τις λεξιλογικές και εκφραστικές επιλογές, όπως και μέσα από τη φωνητική απόδοση της κάθε διαλέκτου, μπορούμε να ανιχνεύσουμε το συναισθηματικό πλούτο, τις επιδιώξεις, τα διδάγματα ζωής και πρωτίστως το ήθος των ανθρώπων της κάθε περιοχής.

Ο πλούτος της κάθε διαλέκτου αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής γλωσσικής κληρονομιάς. Παρά το γεγονός ότι οι διάλεκτοι παρουσιάζουν συχνά σημαντικές διαφοροποιήσεις από την κοινή ελληνική γλώσσα, αποτελούν εντούτοις γεννήματα της ίδιας γλώσσας, και φανερώνουν, άρα, τις ευρύτατες δυνατότητές της να δημιουργεί ποικίλους γλωσσικούς τύπους και δομές. Οι διάλεκτοι, επομένως, λειτουργούν περισσότερο ως τεκμήρια για τις ανεξάντλητες δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας και για τον λεκτικό της πλούτο, παρά ως ανεξάρτητες γλωσσικές μορφές.

Οι διάλεκτοι, λοιπόν, φανερώνουν την πολυμορφία της ελληνικής γλώσσας, και με τον εκφραστικό τους πλούτο ενισχύουν τη συλλογική γλωσσική κληρονομιά, γι’ αυτό και θα πρέπει να λαμβάνουν τη δέουσα αναγνώριση και υποστήριξη.

Οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα λειτουργούν πλέον ως σημεία αναγνώρισης και διασύνδεσης των ανθρώπων με κοινή καταγωγή. Οι αλλαγές που έχουν επέλθει στην ανθρωπογεωγραφία του τόπου έχουν απομακρύνει πολλούς ανθρώπους από τους τόπους που αποτελούν την ιδιαίτερη πατρίδα τους κι έχουν έτσι αναδιανείμει τους πολίτες της χώρας, δίνοντας -ατυχώς- έμφαση στα αστικά κέντρα. Ως εκ τούτου οι ομιλούντες μια διάλεκτο ή ένα ιδίωμα δεν κατοικούν κατ’ ανάγκη σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, όπως παλαιότερα∙ γεγονός που οδηγεί στην αποδυνάμωση και την σπανιότερη χρήση, ιδίως, των διαλέκτων.

Ωστόσο, ακόμη κι αν εκείνοι που μιλούν ή γνωρίζουν μια διάλεκτο κατοικούν σε άλλες περιοχές, έχουν ακριβώς αυτή τη γλωσσική ταυτότητα ως ισχυρό συνεκτικό δεσμό με τον τόπο καταγωγής τους, αλλά και με τους ανθρώπους με τους οποίους έχουν κοινή καταγωγή. Φροντίζουν, μάλιστα, με τη σύσταση συλλόγων στα αστικά κέντρα όπου κατοικούν να έρχονται σ’ επαφή με άλλους ανθρώπους που κατάγονται από τις ίδιες περιοχές.

Η κοινή διάλεκτος ή το κοινό ιδίωμα, αποτελούν, εύλογα, έναν ισχυρό συνεκτικό δεσμό που διατηρεί στη μνήμη των ανθρώπων αυτών τις κοινές αξίες, τις κοινές αντιλήψεις και την κοινή τους ιστορία. Έτσι, είτε κατοικούν στον τόπο καταγωγής τους είτε όχι, έχουν πάντοτε τη γλωσσική τους ταυτότητα ως μέσο για την επιστροφή σ’ εκείνα ακριβώς τα στοιχεία που συνθέτουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της τοπικής τους καταγωγής.

Οι λόγοι για τους οποίους αποδυναμώθηκαν οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα

Η αδιαμφισβήτητη επικράτηση της κοινής νεοελληνικής γλώσσας, η εξάλειψη των γεωγραφικών περιορισμών και η έντονη αστικοποίηση, έφεραν σταδιακά την αποδυνάμωση των διαλέκτων. Ειδικότερα:

Εξάλειψη γεωγραφικών περιορισμών. Οι διάλεκτοι, αλλά και τα ιδιώματα, αποτέλεσαν σε σημαντικό βαθμό απότοκο της μερικής απομόνωσης των ανθρώπων στις επιμέρους περιοχές. Η δυσκολία που χαρακτήριζε τις μετακινήσεις και την επικοινωνία άφηνε κάθε περιοχή να ακολουθεί τη δική της πορεία, χωρίς συχνές και σημαντικές αλληλεπιδράσεις με τα υπόλοιπα μέρη της χώρας. Ωστόσο, από τη στιγμή που η εξέλιξη της τεχνολογίας άνοιξε το δρόμο στην άμεση επικοινωνία και στην εκμηδένιση των αποστάσεων, οι άνθρωποι όλων των περιοχών άρχισαν να έρχονται σε συνεχή επαφή μεταξύ τους, γεγονός που καθιστούσε αναγκαία την υιοθέτηση του κοινού γλωσσικού κώδικα, προκειμένου να μην υπάρχουν επικοινωνιακά εμπόδια.

Είναι προφανές πως αν κάθε περιοχή επέμενε να διατηρεί τη δική της διάλεκτο, αυτό θα οδηγούσε σε μια ανώφελη παράταση ενός απομονωτισμού που δεν δικαιολογούταν πια από τις νέες συνθήκες. Έτσι, ακόμη κι αν οι κάτοικοι κάθε περιοχής θεωρούσαν τη δική τους διάλεκτο σημαντικότερη ή ξεχωριστή, εξωθήθηκαν εκ των πραγμάτων να προσαρμοστούν στη χρήση της κοινής νεοελληνικής, ώστε να μετέχουν στα οφέλη της συλλογικής εθνικής ανάπτυξης.

Διάδοση της κοινής νεοελληνικής μέσω της εκπαίδευσης, αλλά και των ΜΜΕ. Η οργάνωση μιας ενιαίας εκπαιδευτικής πολιτικής για το σύνολο της χώρας, έφερε σ’ επαφή τους νέους ανθρώπους κάθε πιθανής περιοχής με την κοινή νεοελληνική γλώσσα, και με τον υποχρεωτικό χαρακτήρα αυτής της εκπαίδευσης προέκυψε πολύ σύντομα η διάδοση και εδραίωση του κοινού γλωσσικού κώδικα.

Ενώ, η εμφάνιση των ΜΜΕ με πανελλαδική εμβέλεια και κυκλοφορία, και η χρήση της κοινής νεοελληνικής γλώσσας στις ειδησεογραφικές και ενημερωτικές εκπομπές, αποτέλεσε αποφασιστικό παράγοντα για τη ευρύτατη διάδοση του κοινού γλωσσικού κώδικα ακόμη και στους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας που δεν είχαν φοιτήσει στο σχολείο.

Το πλήθος των γλωσσικών ερεθισμάτων μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά και μέσω των εφημερίδων και της τηλεόρασης, λειτούργησε διαβρωτικά για τις διαλέκτους και τα ιδιώματα, υπό την έννοια πως οι πολίτες, όχι μόνο αντιλήφθηκαν την αναγκαιότητα της προσαρμογής τους στον κοινό γλωσσικό κώδικα, άρχισαν συνάμα, ιδίως οι νεότερες γενιές, να λησμονούν τις τοπικές αυτές διαφοροποιήσεις, τις οποίες αντιμετώπισαν, ως ένα βαθμό, και ως περιττά στοιχεία του παρελθόντος.

Τρόποι διαφύλαξης των διαλέκτων και των ιδιωμάτων

Η διάδοση της κοινής νεοελληνικής υπήρξε, βέβαια, με πολλούς τρόπους επωφελής για την ανάπτυξη της χώρας, εφόσον απομάκρυνε τα όποια γλωσσικά εμπόδια στην επικοινωνία μεταξύ των πολιτών. Είχε, όμως, μια ιδιαίτερα αρνητική επίπτωση, αφού οδήγησε μεγάλο μέρος του πληθυσμού στο να πάψει να χρησιμοποιεί τις διαλέκτους, θέτοντας σε κίνδυνο την ύπαρξή τους. Πολλοί ήταν εκείνοι, μάλιστα, που άρχισαν να αντιμετωπίζουν τα ιδιώματα ως παρωχημένα και άνευ αξίας, υποτιμώντας τον λεκτικό και εκφραστικό τους πλούτο, όπως και τη θέση τους στο στην ενιαία γλωσσική μας κληρονομιά.

Κρίνεται, λοιπόν, απολύτως αναγκαίο να υπάρξει η κατάλληλη ευαισθητοποίηση των πολιτών και άμεση δραστηριοποίηση, προκειμένου να επιτευχθεί η διαφύλαξη των διαλέκτων και των τοπικών ιδιωμάτων.

- Η Πολιτεία οφείλει να ενισχύει οικονομικά τους φορείς εκείνους που έχουν ως στόχο την καταγραφή, τη μελέτη και την ανάδειξη των διαλέκτων και των ιδιωμάτων, καθώς η ραγδαία ελαχιστοποίηση των φυσικών ομιλητών τους θα οδηγήσει τις πολύτιμες αυτές γλωσσικές εκφάνσεις στη λήθη.

- Στο πλαίσιο της εκπαίδευσης θα πρέπει να τονίζεται η αξία των τοπικών ιδιωμάτων, ώστε οι νέοι να προσεγγίζουν με σεβασμό τις γλωσσικές διαφοροποιήσεις των ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας, και να αποκτούν το ενδιαφέρον εκείνο που θα τους παρακινεί να μάθουν περισσότερα για τα ιδιώματα της δικής τους καταγωγής.

Βοηθητικό, ως προς αυτό, θα ήταν η ένταξη στο μάθημα της νεοελληνικής γλώσσας ερευνητικών εργασιών σε σχέση με τις ελληνικές διαλέκτους, προκειμένου οι μαθητές να έχουν την ευκαιρία να ασχοληθούν πιο συστηματικά με αυτές και να εκτιμήσουν έτσι την ιδιαίτερη ποιότητα και ομορφιά τους.

- Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας έχουν τη δυνατότητα να επισημάνουν και να αναδείξουν την ιδιαίτερη πολιτισμική αξία των διαλέκτων με αφιερώματα στον ξεχωριστό αυτό γλωσσικό μας πλούτο. Θα καταστεί, έτσι, εφικτό να έρθουν σ’ επαφή με τις διάφορες διαλέκτους άτομα απ’ όλα τα μέρη της χώρας, που δεν είναι εξοικειωμένα με τις διαλέκτους άλλων περιοχών.

[Πηγή : Κων/νος Μάντης]

Κ. Θεοτόκης “Η Τιμή και το Χρήμα”

Στην εφαρμογή "Αρχεία" μπορείτε να βρείτε  ένα αρχείο pdf με ολόκληρη τη νουβέλα "Η Τιμή και το Χρήμα" του Κ. Θεοτόκη.

Το απόσπασμα του κειμένου που διαβάσαμε στην τάξη μπορείτε να το βρείτε στο ψηφιακό βιβλίο λογοτεχνίας της Β΄ Λυκείου,  στην παρακάτω διεύθυνση:

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2702/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_B-Lykeiou_html-empl/index_a_08_01.html

 

Επιπλέον, στον παρακάτω υπερδεσμό μπορείτε να δείτε την ταινία "Η τιμή της αγάπης" της Τώνιας Μαρκετάκη.

https://www.youtube.com/watch?v=EV7dx_kMFz

Ο Κερκυραίος Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923), αν και αριστοκρατικής καταγωγής, με μεγάλη μόρφωση και πολυταξιδεμένος, ασκεί με τα κείμενά του κριτική στην πολιτική και στους πολιτικούς της εποχής του. Τα κοινωνικά ζητήματα είναι αυτά που κυρίως τον απασχολούν και γι' αυτό θεωρείται ο βασικός εκπρόσωπος του κοινωνικού ή ιδεολογικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα. Ο Θεοτόκης [...] και χρησιμοποιεί το ρεαλισμό για να περιγράψει τη φτώχεια, την αθλιότητα και τη θέση της γυναίκας στην εποχή του.   [ Όπως είδαμε και στη νουβέλα ¨Η Τιμή και το Χρήμα" προσπαθεί να δείξει ότι με το κοινωνικό σύστημα που ισχύει, το χρήμα και το συμφέρον αλλοιώνουν το χαρακτήρα των ανθρώπων και κατευθύνουν τις πράξεις τους. ]

Ο ρεαλισμός είναι ένα λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε αρχικά στη Γαλλία από τα μέσα του 19ου αιώνα και συνδέθηκε με την ανάπτυξη των θετικών επιστημών. Η λογοτεχνία οφείλει τώρα να αφήσει κατά μέρος τη φαντασία και τα συναισθήματα και να υιοθετήσει στη γραφή τη μέθοδο των θετικών επιστημών (παρατήρηση και περιγραφή των γεγονότων με στόχο την πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας).

Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα εμφανίστηκε στη Γαλλία επίσης ο νατουραλισμός με εισηγητή τον πεζογράφο Εμίλ Ζολά (Émile Zola). Πρόκειται για το κορύφωμα του ρεαλισμού, που όπως και αυτός ασκεί κριτική στην κοινωνία της εποχής. Ο νατουραλισμός υπερτονίζει τις άσχημες πλευρές της ζωής και ασχολείται με θέματα όπως η ανθρώπινη αθλιότητα, η διαφθορά και οι απάνθρωπες συνθήκες ζωής. Οι νατουραλιστές λογοτέχνες επιλέγουν συνήθως ήρωες του περιθωρίου και επιμένουν στη φωτογραφική απόδοση της πραγματικότητας.
Στο νατουραλισμό η κριτική της κοινωνίας εμφανίζεται πολύ σκληρή καταγγέλλοντας την κοινωνική εξαθλίωση και τις απαράδεκτες συνθήκες, στις οποίες είναι υποχρεωμένοι να ζουν οι άνθρωποι.
Πηγή :  Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας  (Ενότητα 6η,  Β. Πεζογραφία)

Αν κάποιος θέλει, μπορεί να διαβάσει στο "Λεξικό Λογοτεχνικό Όρων"  μια πιο αναλυτική παρουσίαση των λογοτεχνικών ρευμάτων του Ρεαλισμού και του Νατουραλισμού.

Όπως διαβάσαμε  " Το έργο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη ανανεώνει την ηθογραφική πεζογραφία και διακρίνεται για τους κοινωνικούς προβληματισμούς και τη ρεαλιστική γραφή."
Ας διαβάσουμε όμως, κάτι παραπάνω για την ηθογραφία.
Ηθογραφία

Με τον όρο «ηθογραφία» χαρακτηρίζουμε μια τάση της νεοελληνικής πεζογραφίας, που ξεκινά λίγο μετά το 1880 και συνεχίζεται ως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Όπως φαίνεται και από τις χρονολογίες αυτές, η ηθογραφία συνδέεται άμεσα με τη λογοτεχνική γενιά του 1880, καθώς και με την ανάπτυξη του νεοελληνικού διηγήματος.

Τι ακριβώς σημαίνει «ηθογραφία» όμως; [...]
Όλα τα ηθογραφικά κείμενα, [...] έχουν ως βασικό τους στόχο την όσο το δυνατόν πιο πιστή παρουσίαση της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο και στο ελληνικό χωριό, με τις τοπικές παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα, καθώς και τις συνήθειες, το χαρακτήρα και τη νοοτροπία του απλού ελληνικού λαού. Οι ήρωες της ηθογραφικής πεζογραφίας είναι σχεδόν πάντα οι απλοί άνθρωποι της υπαίθρου.

Η ηθογραφία είναι ένα φαινόμενο καθαρά ελληνικό. Σε σχέση με τα όσα συμβαίνουν την εποχή εκείνη στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μπορούμε να πούμε ότι η ηθογραφία είναι η ελληνική εκδοχή του ρεαλισμού και, ως ένα βαθμό, του νατουραλισμού. Παράλληλα, έχει επηρεαστεί από το πνεύμα του θετικισμού, καθώς και από την επιστήμη της λαογραφίας, που αρχίζει να αναπτύσσεται στη χώρα μας από το 1870 και μετά, με κυριότερο εκπρόσωπο το Νικόλαο Πολίτη.

Όποιος θέλει μπορεί να διαβάσει περισσότερα στο  "Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων"