Posted on August 1, 2020
Ζωή στην Αφροδίτη
Οι εικασίες για ύπαρξη ζωής στην Αφροδίτη έχουν περιοριστεί από το 1960, όταν τα διαστημικά οχήματα έδειξαν ότι οι συνθήκες στην Αφροδίτη είναι ακραίες συγκριτικά με αυτές της Γης.
Η Αφροδίτη βρίσκεται πλησιέστερα προς τον Ήλιο από ότι η Γη και λόγω της μεγάλης επίδρασης του φαινομένου του θερμοκηπίου οι θερμοκρασίες στην επιφάνεια αγγίζουν σχεδόν τους 460 °C ενώ η ατμοσφαιρική πίεση είναι 90 φορές μεγαλύτερη της Γης, οπότε η ζωή όπως την ξέρουμε είναι απίθανο να υπάρχει στην επιφάνεια του πλανήτη. Ωστόσο, μερικοί επιστήμονες υποθέτουν ότι μπορούν να υπάρχουν θερμοοξεόφιλοι ακραιόφιλοι μικροοργανισμοί στα ψυχρότερα, όξινα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας της Αφροδίτης. [1][2][3]
Ιστορικές απόψεις
Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, πιστευόταν ότι το περιβάλλον της επιφάνειας της Αφροδίτης ήταν παρόμοιο με της Γης και άρα θα μπορούσε να φιλοξενεί ζωή. Το 1870, ο Βρετανός αστρονόμος Ρίτσαρντ Πρόκτορ υπέθεσε ότι η ύπαρξη ζωής στην Αφροδίτη είναι αδύνατη κοντά στον ισημερινό,[4] αλλά ίσως υπάρχει στους πόλους.
Από τη δεκαετία του 1960, τα ολοένα και πιο ακριβή δεδομένα από τους διαστημικούς ανιχνευτές δείχνουν ότι η Αφροδίτη έχει ένα ακραίο κλίμα, με το φαινόμενο του θερμοκηπίου να διατηρεί μια σταθερή θερμοκρασία των περίπου 500 °C στην επιφάνεια. Η ατμόσφαιρα περιέχει σύννεφα θειικού οξέος και η ατμοσφαιρική πίεση στην επιφάνεια είναι 90 μπαρ, σχεδόν 100 φορές μεγαλύτερη από αυτή της Γης και ισοδύναμη με την πίεση σε βάθος 1000 μ. στους Γήινους ωκεανούς. Συνεπώς, οι αντιξοότητες του περιβάλλοντος αποκλείουν την ύπαρξη ζωής στην επιφάνεια του πλανήτη.
Τον Σεπτέμβριο 1967, οι Καρλ Σαγκάν και Χάρολντ Μορόγουιτζ δημοσίευσαν μια ανάλυση για το ζήτημα της ζωής στην Αφροδίτη, στο περιοδικό Nature.[5]
Κατοικησιμότητα της ατμόσφαιρας
Είναι μάλλον απίθανο να υπάρχει ζωή κοντά στην επιφάνεια της Αφροδίτης, αλλά σε ύψος περίπου 50 χλμ. που η θερμοκρασία είναι ηπιότερη, ίσως η ατμόσφαιρα της Αφροδίτης να είναι πιο βιώσιμη.[6][7]
Με ανάλυση των δεδομένων από τις αποστολές Βενέρα, Πάιονηρ Αφροδίτη και Μαγγελάνος, διαπιστώθηκε ότι στην ανώτερη ατμόσφαιρα υπάρχουν μαζί καρβονυλοσουλφίδια, υδρόθειο και διοξείδιο του θείου. Το Βενέρα ανίχνευσε και μεγάλες ποσότητες τοξικού χλωρίου άμεσα κάτω από τη νεφοκάλυψη της Αφροδίτης.[8] Τα καρβονυλοσουλφίδια δύσκολα παράγονται μη οργανικά,[7] οπότε μάλλον προέρχονται από ηφαιστειακή δραστηριότητα.[9] Το θειικό οξύ παράγεται στην ανώτερη ατμόσφαιρα από τη φωτοχημική επίδραση του Ήλιου στα διοξείδια του άνθρακα, στα διοξείδια του θείου και στους υδρατμούς.[10]
Η ηλιακή ακτινοβολία περιορίζει την ατμοσφαιρική κατοικήσιμη ζώνη σε υψόμετρα 51 χλμ. (65 °C) έως 62 χλμ. (-20 °C) μέσα στα όξινα σύννεφα.[3] Στα σύννεφα ίσως υπάρχουν χημικές ουσίες που μπορούν να εξελιχθούν σε βιολογικά δραστικές μορφές.[11][12] Πιθανολογείται ότι οποιοιδήποτε υποθετικοί μικροοργανισμοί κατοικούν στην ατμόσφαιρα, αν υπάρχουν, θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν το υπεριώδες φως που εκπέμπεται από τον Ήλιο ως πηγή ενέργειας, και αυτό θα αποτελούσε μια εξήγηση για τις σκοτεινές γραμμές που παρατηρούνται στις υπεριώδεις φωτογραφίες της Αφροδίτης.[13][14]
Κατοικησιμότητα στο παρελθόν
Είναι πιθανό να υπήρξε μικροβιακή ζωή στην Αφροδίτη ενόσω υπήρχε υγρό νερό στην επιφάνεια, προτού υπερθερμανθεί ο πλανήτης από το φαινόμενο του θερμοκηπίου, αλλά να μην υπάρχει πια.[15] Έστω ότι το φαινόμενο που έφερε το νερό στη Γη ήταν κοινό σε όλους τους πλανήτες κοντά στην κατοικήσιμη ζώνη, τότε εκτιμάται ότι υγρό νερό θα μπορούσε να υπάρχει στην επιφάνεια για έως και 600 εκατομμύρια χρόνια κατά τη διάρκεια και λίγο μετά τον Όψιμο Σφοδρό Βομβαρδισμό, που θα ήταν αρκετό χρονικό διάστημα για την ανάπτυξη απλών μορφών ζωής, αλλά ο αριθμός αυτός μπορεί να κυμαίνεται από μερικά εκατομμύρια χρόνια έως λίγα δισεκατομμύρια.[16][17][18][19][20] Σε αυτό το χρονικό διάστημα η ζωή θα μπορούσε να εξελιχθεί και να γίνει εναέρια.[21] Τα υλικά που αποτελούν την επιφάνεια της Αφροδίτης έχουν μελετηθεί ελάχιστα επειδή οι ακραίες συνθήκες εκεί δεν επιτρέπουν την πρόσβαση στους διαστημικούς ανιχνευτές,[5][22] οπότε είναι αδύνατο να ανιχνευτούν ίχνη παρελθοντικής ζωής, και η ανανέωση της πλανητικής επιφάνειας κατά τα τελευταία 500 εκατ. χρόνια[23] σημαίνει ότι είναι απίθανο να διατηρήθηκαν τα αρχαία βράχια, ειδικά αυτά που περιέχουν το ορυκτό τρεμολίτης, όπου θεωρητικά θα είχαν διατηρηθεί κάποιες βιοϋπογραφές.[22]