Ο Περικλής επισημαίνει στους γιους και στα αδέλφια των νεκρών πως πλέον θα χρειαστεί να προσπαθήσουν πολύ και να δείξουν ξεχωριστή ανδρεία, για να φανούν όχι ακριβώς αντάξιοι, αλλά τουλάχιστον για να μη θεωρηθούν πολύ υποδεέστεροι συγκρινόμενοι με τους νεκρούς συγγενείς τους. Η θυσία εκείνων, η γενναιότητά τους, καθώς και το γεγονός πως δεν ζουν πια, θα οδηγήσουν όλους τους συμπολίτες τους στο να τους αποδίδουν ασύγκριτες τιμές αφενός γιατί πράγματι εκτιμούν την προσφορά τους στην πατρίδα και αφετέρου γιατί δεν θα υπάρχει πια το εμπόδιο του φθόνου στην αναγνώριση της αξίας τους. Χρέος, επομένως, των άμεσων συγγενών είναι να αγωνιστούν συνειδητά, ώστε να μην εκθέσουν με τη στάση τους τη μνήμη και τη δόξα των πατεράδων και των αδελφών τους που πέθαναν τιμημένοι.
2. Μεταξύ των άλλων δυσκολιών που δυσχεραίνουν την προσπάθεια των επιζώντων να εξομοιωθούν με τους νεκρούς συγκαταλέγεται και ο φθόνος. Να αναφέρετε τα αίτια και τα αποτελέσματα στα οποία οδηγεί το συγκεκριμένο ελάττωμα της ανθρώπινης φύσης. (Η αναφορά σας να περιοριστεί στα δεδομένα του κειμένου).
Ο φθόνος, το βασικό αυτό ελάττωμα της ανθρώπινης φύσης, αποτρέπει τους ανθρώπους από το να αναγνωρίσουν με ειλικρίνεια την αξία και την προσφορά των συνανθρώπων τους, επειδή θεωρούν -λανθασμένα- πως κάτι τέτοιο θα μειώσει τη δική τους αξία. Οι περισσότεροι άνθρωποι, άλλωστε, λειτουργούν εγωκεντρικά, οπότε θέλουν να λαμβάνουν οι ίδιοι τιμές και να αναγνωρίζονται οι ίδιοι ως ξεχωριστοί και χαρισματικοί. Αντιμετωπίζουν, έτσι, τους άλλους ως ανταγωνιστές και θεωρούν πως στέκουν εμπόδιο στη δική τους ανάδειξη.
3. «τόν οὐκ ὄντα, τό μή ἐμποδών - τοῖς ζῶσι»: Να αναλύσετε το περιεχόμενο της αντίθεσης.
Με την αντίθεση αυτή τονίζεται η στάση των ζωντανών ανθρώπων απέναντι σε εκείνους που δεν ζουν πια και παύουν έτσι να αποτελούν εμπόδιο στην αναγνώριση της δικής τους αξίας. Εκείνοι που μέχρι πρότινος θεωρούνταν ανταγωνιστές και οι γύρω τους δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν το ήθος και την προσφορά τους, μόλις πεθάνουν γίνονται αποδέκτες πολύ μεγάλων τιμών, ακριβώς από εκείνους που τους θεωρούσαν ανταγωνιστές. Κατ’ αυτό τον τρόπο γίνεται σαφές πως για τους νεκρούς του πολέμου επιφυλάσσεται μεγάλη εύνοια και τιμή, ενώ οι ζωντανοί παραμένουν δέσμιοι του φθόνου των συμπολιτών τους, εφόσον μεταξύ των ζωντανών ανθρώπων υπάρχει πάντοτε μια σχέση ανταγωνισμού.
4. Να συσχετίσετε όσα ανέφερε ο ρήτορας για το φθόνο στο κεφάλαιο 35 με όσα υποστηρίζει για το ίδιο θέμα στο κεφάλαιο 45.
Κεφ. 35 «όμως, αυτός που δεν τα γνώρισε, θα σχημάτιζε τη γνώμη πως πρόκειται για υπερβολές, επειδή νιώθει φθόνο, αν τυχόν ακούσει κάτι που ξεπερνά τη δική του δύναμη. Γιατί μόνο ως εκείνο το σημείο ανέχεται ο άνθρωπος ν’ ακούει επαίνους που λέγονται για άλλους, ως εκεί που κι ο καθείς πιστεύει ότι είναι ικανός να κατορθώσει κάτι απ’ όσα άκουσε· όμως, για καθετί που ξεπερνά τη δύναμη του, κυριεύεται απ’ την πρώτη στιγμή από φθόνο, κι έτσι δεν δίνει πίστη.»
Ενώ στο Κεφάλαιο 45 ο Περικλής υποστηρίζει πως οι νεκροί γίνονται αποδέκτες μεγάλων τιμών και επαίνων, εφόσον οι ζωντανοί δεν τους βλέπουν πια ανταγωνιστικά, στο Κεφάλαιο 35 παρουσιάζει μια τελείως διαφορετική εικόνα, ισχυριζόμενος πως οι ζωντανοί δυσπιστούν λόγω του φθόνου τους για όσα επαινετικά ακούν για τους νεκρούς. Πρόκειται, βέβαια, για μια σαφή αντίφαση στα λεγόμενα του ρήτορα, η οποία αίρεται μόνο αν λάβουμε υπόψη τη διαφορετική σκοπιμότητα που υπηρετούν τα δύο αυτά κεφάλαια. Στο εισαγωγικό κεφάλαιο (35) ο ρήτορας επιδιώκει να κερδίσει την εύνοια του κοινού του παρουσιάζοντας τις δυσκολίες που υπάρχουν στο να επαινέσει κανείς επιτυχώς τα ανδραγαθήματα των νεκρών. Στο Κεφάλαιο 45, από την άλλη, επιχειρεί να εξηγήσει στους ακροατές του -ιδίως στους συγγενείς των νεκρών- πως θα χρειαστεί να δείξουν μεγάλη γενναιότητα και να επιτύχουν σημαντικά έργα προς όφελος της πόλης, αν θέλουν να φανούν αντάξιοι ή έστω επαρκείς απέναντι στις τιμές και τη δόξα που απέκτησαν οι τιμώμενοι νεκροί με το να θυσιάσουν τη ζωή τους για χάρη της πατρίδας.
5. Υπάρχουν στο κεφάλαιο 45 αντιφάσεις προς όσα ισχυρίστηκε ο ρήτορας σε προηγούμενα σημεία του λόγου του, οι οποίες μπορούν να δώσουν απάντηση για το έτος συγγραφής του Ἐπιταφίου; Να τις επισημάνετε και να τις αξιολογήσετε.
Η θέση του Περικλή στο Κεφάλαιο 45 πως οι ζωντανοί παύουν να αισθάνονται ζήλια για τους νεκρούς και τους αποδίδουν ασύγκριτες τιμές βρίσκεται σε αντίφαση με τα όσα ισχυριζόταν στο Κεφάλαιο 35. Εκεί η άποψή του ήταν πως οι ακροατές που δεν έχουν γνώση των πολεμικών γεγονότων θα φανούν δύσπιστοι απέναντι στον ρήτορα, αν μιλήσει με ιδιαίτερα επαινετικό τρόπο για τα ανδραγαθήματα των νεκρών. Αυτή η αναφορά, όμως, σε ακροατές που δεν γνωρίζουν τα γεγονότα μας δημιουργεί την αίσθηση πως δεν ακούμε τον Περικλή, ο οποίος απευθύνεται σε άτομα που ζουν από κοντά τις πολεμικές αναμετρήσεις της Αθήνας, αλλά τον Θουκυδίδη, ο οποίος γράφοντας την ιστορία του μετά το τέλος του πολέμου, αντιλαμβάνεται πως οι μελλοντικοί αναγνώστες του -άπειροι των γεγονότων του πολέμου- δύσκολα θα αποδεχτούν τα όσα θα αναφερθούν για την ανδρεία και το πνεύμα αυτοθυσίας των νεκρών του πολέμου.
6. Να συσχετίσετε το περιεχόμενο της «ἀρετῆς» των γυναικών, όπως προσδιορίζεται από το ρήτορα στο κεφάλαιο 45 με το περιεχόμενο της «ἀρετῆς» των ανδρών, όπως προσδιορίστηκε σε προηγούμενα κεφάλαια.
«Βέβαια, η λέξη αρετή δεν έχει εδώ τη σημασία της ανδρείας, όπως συμβαίνει όταν αποδίδεται σε άνδρες, ούτε σημαίνει σωφροσύνη, όπως υποστηρίζει ο σχολιαστής. Εδώ μάλλον η λέξη αποκτά ένα γενικότερο νόημα και σημαίνει ικανότητα, αξία κ.ά. (Βλ. Ι. Θ. Κακριδή, ό.π., σ. 112 και Α. Φραγκούλη, ό.π., σ. 148).
7. Με ποια συγκεκριμένη συμπεριφορά η γυναίκα, κατά τον ρήτορα, θα αποκτήσει «δόξα» και «κλέος»;
Σε ό,τι αφορά τις γυναίκες ο Περικλής βασίζει την επιχειρηματολογία του στην οξύμωρη αντίθεση μεταξύ δόξας και απουσίας κλέους, με το κλέος να αφορά τη φήμη (καλή ή κακή) και το όνομα του ατόμου. Οι γυναίκες που έχασαν τους άνδρες τους θα αποκτήσει δόξα και τιμή, και κατ’ επέκταση θα φανεί αντάξια του νεκρού της συζύγου, αν το όνομά της («κλέος») δεν ακουστεί μεταξύ των ανδρών όχι μόνο αρνητικά («ψόγος»), αλλά ούτε και θετικά («έπαινος»). Η άποψη αυτή φανερώνει την υποβαθμισμένη θέση των γυναικών της Αθήνας την εποχή εκείνη, ανεξάρτητα από το ποιες πιθανώς ήταν οι πραγματικές απόψεις του ίδιου του Περικλή.
8. Ποια είναι η «ὑπάρχουσα φύσις» των γυναικών και με ποιο τρόπο πρέπει να την επιδείξουν στη συγκεκριμένη περίσταση;
Οι γυναίκες της Αθήνας εκείνης της εποχής όφειλαν να παραμένουν αφανείς, περιορίζοντας τη δράση τους αποκλειστικά εντός της οικίας τους και ασχολούμενες μόνο με την οικογένειά τους. Δεν είχαν το δικαίωμα ή τη δυνατότητα να συμμετέχουν στα κοινά, ούτε το περιθώριο να φανερώσουν τις δεξιότητες, τις αρετές και την προσωπικότητά τους. Ως εκ τούτου, στη συγκεκριμένη περίσταση, κι αφού έχασαν τους συζύγους τους, οφείλουν να συνεχίσουν τον ίδιο αφανή τρόπο ζωής και να μη θεωρήσουν πως επειδή έμειναν χωρίς σύζυγο μπορούν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στην πόλη.
9. Υπάρχουν στοιχεία στο κεφάλαιο 45 στα οποία ο Περικλής αντιπαραθέτει τον κόσμο της Αθήνας με τον κόσμο της Σπάρτης; Να τα επισημάνετε και να τα αναλύσετε.
«Υπάρχουν, βέβαια, κι αυτοί που διακρίνουν εδώ μια σύγκριση Αθήνας και Σπάρτης και υποστηρίζουν πως ο Περικλής αναφέρεται στις γυναίκες της Σπάρτης, που ζούσαν μια εντελώς διαφορετική ζωή από την ασκητική και συγκρατημένη ζωή των ανδρών. Πράγματι, στη Σπάρτη υπήρχε μια σχετική ελευθερία στη ζωή και τη δράση των γυναικών, μια ελευθερία που η δημοκρατική Αθήνα είχε αρνηθεί. Ο Λυκούργος είχε νομοθετήσει να γυμνάζονται μαζί τα αγόρια και τα κορίτσια, ενώ τον 4ο αιώνα π.Χ. οι γυναίκες της Σπάρτης εμφανίζονται ν’ αποκτούν περιουσίες και να παίρνουν μέρος στη δημόσια ζωή» (Βλ. Α. Φραγκούλη, ό.π., σ. 149).
10. Ποιο είναι το περιεχόμενο της λέξης «κλέος» στο κεφάλαιο 45;
Η λέξη κλέος έχει συνήθως την έννοια της δόξας και της καλής φήμης, όπως, για παράδειγμα, στη φράση «κλεινόν ἄστυ» που σημαίνει «ένδοξη πόλη» και αναφέρεται στην Αθήνα. Στο κεφάλαιο 45, ωστόσο, λαμβάνει την έννοια της είδησης, των νέων ή των πληροφοριών που σχετίζονται με ένα άτομο, ανεξάρτητα από το αν τα νέα αυτά είναι θετικά ή αρνητικά. Ο Περικλής χρησιμοποιεί τη λέξη αυτή, άλλωστε, για να επισημάνει στις γυναίκες πως δεν πρέπει να γίνονται συζητήσεις για εκείνες («κλέος») μεταξύ των ανδρών είτε πρόκειται για επαινετικά λόγια είτε για αρνητικά. Ως εκ τούτου, μεγαλύτερη τιμή για μια γυναίκα είναι το να μη γίνεται καθόλου γνωστή η παρουσία ή η δραστηριότητά της.
11. Ποια είναι η συμβουλή του ρήτορα σχετικά με τις αρετές και τα ελαττώματα των γυναικών;
Ο ρήτορας, ακολουθώντας τις αντιλήψεις της εποχής του για τη θέση των γυναικών, συμβουλεύει τις γυναίκες να παραμείνουν συνεπείς προς τη γυναικεία φύση τους και κατ’ επέκταση τον κοινωνικό τους ρόλο, ώστε το όνομά τους να μη συζητείται από τους άνδρες της πόλης ούτε επαινετικά ούτε αρνητικά. Υπ’ αυτή την έννοια, ακόμη κι αν μια γυναίκα εκείνης της εποχής είχε σημαντικές αρετές, το επωφελέστερο για εκείνη ήταν να μένει στην αφάνεια και να μη γίνεται γνωστή από τους άνδρες συμπολίτες της. Έτσι, κάθε γνήσια Αθηναία όφειλε όχι μόνο να έχει απολύτως ηθική συμπεριφορά, ώστε να μην κατηγορηθεί για τη στάση της, αλλά να καθιστά την παρουσία της όσο γίνεται λιγότερο αντιληπτή, ακόμη κι αν ήταν ενάρετη και αξιόλογη.
12. Πώς δικαιολογούνται οι απόψεις αυτές του Περικλή για τις γυναίκες, αφού η γυναίκα του ίδιου υπήρξε ένα από τα πιο συζητημένα πρόσωπα της εποχής του;
Η δεύτερη σύζυγος του Περικλή, η Ασπασία, είχε τη φήμη μιας πολύ δραστήριας και μορφωμένης γυναίκας. Η Ασπασία, όμως, δεν ήταν Αθηναία, ώστε να υπόκειται στους κοινωνικούς περιορισμούς που υπήρχαν για τις γνήσιες Αθηναίες. Είχε, έτσι, τη δυνατότητα να συμμετέχει πιο ελεύθερα σε κοινωνικές δραστηριότητες και να εκφράζει τις απόψεις της για θέματα της πόλης. Ο Περικλής, ωστόσο, απευθύνεται σε ένα ακροατήριο που έχει πολύ συγκεκριμένες απόψεις για τη θέση της γυναίκας και δεν βρίσκεται εκεί για να αναφερθεί στην προσωπική του περίπτωση. Ακολουθεί εύλογα, λοιπόν, τις ισχύουσες απόψεις της πόλης του και απηχεί τις απόψεις της πλειοψηφίας, ανεξάρτητα από το πώς πιθανά έβλεπε ο ίδιος τα πράγματα.
Κεφάλαιο 46 1. Τι επιθυμεί να τονίσει ο ρήτορας με τον εμπρόθετο προσδιορισμό «κατά τόν νόμον»;
«Μίλησα λοιπὸν κι ἐγώ, κατὰ τὸ προγονικὸ ἔθιμο»
Η επισήμανση του Περικλή πως ακολούθησε στον επιτάφιο λόγο του την εθιμική συνήθεια αποσκοπεί στο να μετριάσει την αίσθηση πως το περιεχόμενο του λόγου του παρέκκλινε από τα συνήθη. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο επιτάφιος λόγος του Περικλή διέφερε σημαντικά σε ορισμένα σημεία από την πάγια μορφή άλλων επιταφίων, εφόσον εκείνος που μιλούσε ήταν πρωτίστως ο ιστορικός Θουκυδίδης απευθυνόμενος σε ένα κατά πολύ ευρύτερο -και χρονικά μεταγενέστερο- ακροατήριο. Πιθανά ο λόγος που εκφωνήθηκε από τον Περικλή θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που κατέγραψε ο ιστορικός. Πρόθεση, άλλωστε, του Θουκυδίδη ήταν να τιμήσει όχι τόσο τους νεκρούς του πρώτου έτους αλλά τη δημοκρατική Αθήνα των χρόνων του Περικλή.
2. Να αναλύσετε το περιεχόμενο της φράσης «ὠφέλιμον στέφανον».
«Η πόλη εισάγεται εδώ με τη δυναμική της μορφή και παρουσιάζεται να προσφέρει ωφέλιμον στέφανον και στους νεκρούς -τοῖσδε τε- και στους επιζώντες -τοῖς λειπομένοις-. Είναι σαφές πως ο ωφέλιμος στέφανος για τους νεκρούς αντιστοιχεί στο λόγο και στην ταφή, ενώ για τους επιζώντες σε όσα θα τους προσφέρει η πόλη στο μέλλον» (Βλ. Α. Φραγκούλη, ό.π., σ. 151). Ειδικότερα, το γεγονός ότι η πόλη θα αναλάμβανε δημοσία δαπάνη να αναθρέψει τα παιδιά των πεσόντων μέχρι την ενηλικίωσή τους συνιστά μια σαφώς επωφελή και σημαντική μέριμνα.
3. Ποια είναι η σημασία της μετοχής «ἀπολοφυράμενοι»;
Ο Περικλής δεν αναφέρεται μόνο στις γυναίκες, όπως στο κεφ. 34, 4 «καί γυναῖκες πάρεισιν αἱ προσήκουσαι ἐπί τόν τάφον ὀλοφυράμεναι», αλλά σε όλους τους συγγενείς των νεκρών. Ο ολοφυρμός των γυναικών είχε προηγηθεί του επιταφίου λόγου. (Βλ. και Ι. Θ. Κακριδή, ό.π., σ. 115).
4. Να σχολιάσετε τη λέξη «ἄπιτε» με την οποία ο ρήτορας κλείνει τον επιτάφιο λόγο του.
Η λέξη «ἄπιτε» με τον προτρεπτικό της χαρακτήρα («πηγαίνετε») αποτελεί πάγιο τρόπο ολοκλήρωσης ενός επιτάφιου λόγου και σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της τελετής. Η αποχώρηση των πολιτών από τον χώρο της τελετής υποδηλώνει κατά τρόπο έμμεσο την αξίωση της πόλης να συνειδητοποιηθεί από εκείνους που πενθούν πως οι υποχρεώσεις τους -κυρίως απέναντι στην πόλη- συνεχίζονται και πως ο θρήνος τους οφείλει να χαρακτηρίζεται από μέτρο και κατ’ επέκταση να μην τους αποτρέπει από το να συνεχίσουν τη ζωή τους.
5. Να επισημάνετε τα κοινά στοιχεία που υπάρχουν μεταξύ της αρχής και του τέλους του Ἐπιταφίου.
«Εἴρηται καί ἐμοί λόγῳ κατά τόν νόμον … καί ἔργῳ οἱ θαπτόμενοι κεκόσμηνται». Ο επίλογος ξαναγυρίζει εμφαντικά σε θέματα που πραγματεύτηκε το προοίμιο: καί ἐμοί κατά τόν νόμον (35, 3), χρή καί ἐμέ ἑπομένου τῷ νόμῳ, αντίθεση του επιταφίου λόγου με τα έργα της ταφής (35, 1). Με τον τρόπο αυτό ο λόγος «αποστρογγυλώνεται» (Ι. Θ. Κακριδής, ό.π., σ. 114). Το σχήμα κύκλου που διαμορφώνεται με τις κοινές αναφορές στην αρχή και στο τέλος του λόγου δημιουργεί την αίσθηση ολοκλήρωσης και πληρότητας του λόγου.
6. «νῦν δέ ἀπολοφυράμενοι ὅν προσήκει ἑκάστῳ ἄπιτε» (Θουκυδίδη, Περικλέους Ἐπιτάφιος, 46)
«νῦν δέ … κατά τόν νόμον τούς τετελευτηκότας ἀπολοφυράμενοι ἄπιτε» (Πλάτωνος Μενέξενος, 249)
«ὑμεῖς δέ ἀποδυράμενοι καί τά προσήκοντα ὡς χρή καί νόμιμα ποιήσαντες ἄπιτε» (Δημοσθένους Ἐπιτάφιος, 37). Να επισημάνετε τον τρόπο με τον οποίο κλείνουν οι παραπάνω Επιτάφιοι και να τον σχολιάσετε.
Στους Επιτάφιους αυτούς λόγους αφού σημειωθεί πως έγινε ο θρήνος για τους νεκρούς («ἀπολοφυράμενοι», «ἀποδυράμενοι») σύμφωνα με το έθιμο («κατά τόν νόμον», «νόμιμα»), η τελευταία λέξη αποτελεί κάλεσμα στους πολίτες να φύγουν από τον χώρο («ἄπιτε»). Προκύπτει, έτσι, πως υπήρχε ένας πολύ συγκεκριμένος τρόπος δόμησης των επιτάφιων λόγων τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο ακόμη και σε επίπεδο γλωσσικής διατύπωσης. Κυριαρχεί, μάλιστα, η αίσθηση του καθήκοντος και της συνήθειας, εφόσον δηλώνεται πως ακόμη και ο θρήνος για τους νεκρούς αποτελεί μέρος του εθίμου, έστω κι αν θα περίμενε κανείς πως μια τέτοια εκδήλωση θα είχε έναν πιο πηγαίο χαρακτήρα. Η μακροχρόνια, ωστόσο, συνήθεια παρόμοιων τελετών λόγω των συνεχών συγκρούσεων εκείνης της εποχής, είχε οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός αυστηρά επαναλαμβανόμενου εθίμου, στο πλαίσιο του οποίου ακόμη και ο ανθρώπινος πόνος εντασσόταν στο εθιμικά αναμενόμενο.
Θουκυδίδη, Επιτάφιος Περικλή, Κεφάλαιο 44 KEIMENO 44. «Δι’ ὅπερ καὶ τοὺς τῶνδε νῦν τοκέας, ὅσοι πάρεστε, οὐκ ὀλοφύρομαι μᾶλλον ἢ παραμυθήσομαι. ἐν πολυτρόποις γὰρ ξυμφοραῖς ἐπίστανται τραφέντες· τὸ δ’ εὐτυχές, οἳἂν τῆς εὐπρεπεστάτης λάχωσιν, ὥσπερ οἵδε μὲν νῦν, τελευτῆς, ὑμεῖς δὲ λύπης, καὶ οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη. χαλεπὸν μὲν οὖν οἶδα πείθειν ὄν, ὧν καὶ πολλάκις ἕξετε ὑπομνήματα ἐν ἄλλων εὐτυχίαις, αἷς ποτὲ καὶ αὐτοὶἠγάλλεσθε· καὶ λύπη οὐχ ὧν ἄν τις μὴ πειρασάμενος ἀγαθῶν στερίσκηται, ἀλλ’ οὗἂν ἐθὰς γενόμενος ἀφαιρεθῇ. καρτερεῖν δὲ χρὴ καὶἄλλων παίδων ἐλπίδι, οἷς ἔτι ἡλικία τέκνωσιν ποιεῖσθαι· ἰδίᾳ τε γὰρ τῶν οὐκ ὄντων λήθη οἱἐπιγιγνόμενοί τισιν ἔσονται, καὶ τῇ πόλει διχόθεν, ἔκ τε τοῦ μὴἐρημοῦσθαι καὶἀσφαλείᾳ, ξυνοίσει· οὐ γὰρ οἷόν τε ἴσον τι ἢ δίκαιον βουλεύεσθαι οἳἂν μὴ καὶ παῖδας ἐκ τοῦὁμοίου παραβαλλόμενοι κινδυνεύωσιν. ὅσοι δ’ αὖ παρηβήκατε, τόν τε πλέονα κέρδος ὃν ηὐτυχεῖτε βίον ἡγεῖσθε καὶ τόνδε βραχὺν ἔσεσθαι, καὶ τῇ τῶνδε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε. τὸ γὰρ φιλότιμον ἀγήρων μόνον, καὶ οὐκ ἐν τῷἀχρείῳ τῆς ἡλικίας τὸ κερδαίνειν, ὥσπερ τινές φασι, μᾶλλον τέρπει, ἀλλὰ τὸ τιμᾶσθαι». ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 44. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς γονεῖς τούτων τῶν ἡρώων, ὅσοι εἴσαστε παρόντες, δὲν σᾶς κλαίω, μάλλον νὰ σᾶς παρηγορήσω θέλω. Γνωρίζουν ὅτι ἀνδρώθηκαν δοκιμάζοντας ποικίλες μεταβολὲς τῆς τύχης. καὶὅτι εὐτυχία εἶναι νὰἔχει κανεὶς ἕνα θάνατο, ὅπως αὐτοὶἐδῶ, τιμημένο, κι ἐσεῖς ἕνα ὅμοιο πένθος ὅπου τὸ τέλος τῆς ζωῆς ἔλαχε νὰ συμπέσει μὲ τὸ τέλος τῆς εὐτυχίας. Ξέρω πὼς εἶναι δύσκολο νὰ σᾶς πείσω, καὶ συχνὰ θὰ σᾶς δίνουν ἀφορμὲς νὰ τοὺς θυμάστε οἱ χαρὲς τῶν ἄλλων ποὺ κάποτε τὶς νιώθατε κι ἐσεῖς. Καὶ λυπᾶται κανεὶς ὄχι ὅταν τοῦ λείπουν ἀγαθὰ ποὺ δὲν δοκίμασε ἀλλὰὅταν ἔχοντας συνηθίσει κάτι ὕστερα τὸ χάσει. Πρέπει ὅμως νὰ κάνετε κουράγιο, μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ γιὰἄλλα παιδιά, ὅσοι εἴσαστε ἀκόμα σὲἡλικία ποὺ μπορεῖτε νὰ φέρετε στὸν κόσμο παιδιά. γιατὶ καὶ στὴν οἰκογένεια αὐτὰ ποὺ θὰ γεννηθοῦν θὰ κάνουν μερικοὺς νὰ ξεχάσουν ἐκείνους ποὺ δὲν ὑπάρχουν πιά, ἀλλὰ καὶἡ πόλη θὰὠφεληθεῖ διπλὰ καθὼς ἀποφεύγεται ἔτσι ἡἐρήμωση καὶἐνισχύεται ἡἀσφάλειά της. γιατὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σκέπτονται γιὰ τὰ κοινὰ τὸἴδιο ὀρθὰ καὶ δίκαια ὅσοι μὴν ἔχοντας νὰ δώσουν παιδιὰ δὲν εἶναι ἐκτεθειμένοι σὲἴδιους, ὅπως καὶ οἱἄλλοι, κινδύνους. Κι ὅσοι πάλι εἴσαστε προχωρημένοι στὰ χρόνια, τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς ποὺ τὸ περάσατε εὐτυχισμένα νὰ τὸ θεωρεῖτε κέρδος, κι αὐτὸ ποὺἀπομένει θὰ εἶναι σύντομο, καὶ νὰἔχετε παρηγοριά σας τὴ δόξα αὐτῶν ἐδῶ. Γιατὶ μόνο ἡ αἴσθηση τῆς τιμῆς δὲν γερνάει ποτέ, καὶ στὰἄχρηστα τὰ γερατειὰ μεγαλύτερη χαρὰ δὲν εἶναι, ὅπως λένε μερικοί, νὰἔχει κανεὶς κέρδη ἀλλὰ νὰ τὸν τιμοῦν. Ερμηνευτικές ερωτήσεις 1. H παραμυθία του Περικλή προς τους γονείς απορρέει περισσότερο από τη λογική ή από το συναίσθημα; Να αιτιολογήσετε τις απόψεις σας. Ο Περικλής επιχειρεί να παρηγορήσει τους γονείς απευθυνόμενος παράλληλα τόσο στη λογική όσο και στο συναίσθημά τους, δίνοντας, ωστόσο, μεγαλύτερη έμφαση στη λογική τους, μιας και ο ίδιος ως προσωπικότητα διακρίνεται για την ψύχραιμη, μετρημένη και ρεαλιστική θέαση των πραγμάτων. Η αναφορά του, για παράδειγμα, στο γεγονός πως στη ζωή τους έχουν ήδη γνωρίσει πολλές μεταβολές της τύχης, αποσκοπεί στο να τους υπενθυμίσει πως οφείλουν να δείξουν την απαντοχή που αναλογεί σε ανθρώπους δοκιμασμένους κατ’ επανάληψη. Επιχειρεί, συνάμα, να επικαλεστεί την ιδιότητά τους ως πολίτες της Αθήνας, όταν σημειώνει πως ο θάνατος των παιδιών τους υπήρξε τιμημένος, αφού επήλθε για χάρη της πατρίδας, όπως και όταν τους προτρέπει να αποκτήσουν νέα παιδιά, ώστε να ωφελήσουν όχι μόνο τον εαυτό τους, αλλά και την πόλη τους. Με παρόμοια λογικό -αν όχι κυνικό- τρόπο ζητά αυτοσυγκράτηση από τους μεγαλύτερους σε ηλικία πολίτες, υπενθυμίζοντάς τους πως το πένθος τους δεν θα διαρκέσει πολύ, αφού δεν τους απομένει πια μεγάλο περιθώριο ζωής. 2. Ο Περικλής ήταν ένθερμος οπαδός του «μέτρου». Να επισημάνετε τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν την προσήλωσή του σ’ αυτό. Η διατήρηση του μέτρου από τη μεριά του Περικλή γίνεται εμφανής από τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει ένα τόσο δύσκολο θέμα, όπως είναι αυτό της απώλειας των παιδιών για τους γονείς. Ήδη με την αρχική του δήλωση, επισημαίνει πως πρόθεσή του δεν είναι ο θρήνος, αλλά η παραμυθία: «Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς γονεῖς τούτων τῶν ἡρώων, ὅσοι εἴσαστε παρόντες, δὲν σᾶς κλαίω, μάλλον νὰ σᾶς παρηγορήσω θέλω». Ακολούθως, ο ρήτορας επικαλείται την ιδιότητα του πολίτη των γονέων αυτών και τους υπενθυμίζει τη δόξα που συνοδεύει τον θάνατο, όταν αυτός επέρχεται για λογαριασμό της πατρίδας: «εὐτυχία εἶναι νὰἔχει κανεὶς ἕνα θάνατο, ὅπως αὐτοὶἐδῶ, τιμημένο». Συνάμα, αν και αναγνωρίζει πως η οδύνη τους είναι σαφώς δικαιολογημένη και δύσκολο να βρει παρηγοριά, τονίζει πως πρέπει να βρουν την ψυχική δύναμη να αντέξουν κι αυτή τη δοκιμασία («Πρέπει ὅμως νὰ κάνετε κουράγιο»). Η πόλη, άλλωστε, τούς χρειάζεται, ιδίως αν βρίσκονται σε ηλικία που τους επιτρέπει να αποκτήσουν κι άλλα παιδιά. Επιχειρεί, έτσι, να τους υπενθυμίσει έμμεσα πως δεν πρέπει να παραδοθούν στον πόνο, αφού κάτι τέτοιο δεν ωφελεί, αλλά να σταθούν στα πόδια τους και να συγκρατήσουν τη θλίψη τους. Ενδεικτική της προσπάθειάς του να επικαλεστεί τη λογική και το χρέος τους απέναντι στην πόλη είναι η επιχειρηματολογία του υπέρ της απόκτησης νέων παιδιών: «γιατὶ καὶ στὴν οἰκογένεια αὐτὰ ποὺ θὰ γεννηθοῦν θὰ κάνουν μερικοὺς νὰ ξεχάσουν ἐκείνους ποὺ δὲν ὑπάρχουν πιά, ἀλλὰ καὶἡ πόλη θὰὠφεληθεῖ διπλὰ καθὼς ἀποφεύγεται ἔτσι ἡἐρήμωση καὶἐνισχύεται ἡἀσφάλειά της». 3. Με ποιο τρόπο, σύμφωνα με τον Περικλή, οι γονείς των νεκρών θα αντλήσουν κουράγιο, για να υπομείνουν τον πόνο τους; Ο Περικλής χωρίζει τους γονείς σε δύο κατηγορίες, σ’ εκείνους που έχουν ακόμη τη δυνατότητα να κάνουν παιδιά και σ’ εκείνους που λόγω προχωρημένης ηλικίας δεν μπορούν. Εκείνοι που είναι ακόμη νέοι θα έχουν την ευκαιρία να αντλήσουν κουράγιο με το να φέρουν στον κόσμο νέα παιδιά, εφόσον αυτά θα αποτελέσουν νέα πηγή ευτυχίας. Οι γονείς, από την άλλη, που βρίσκονται σε προχωρημένη ηλικία μπορούν να αντλήσουν κουράγιο λαμβάνοντας υπόψη τους τα εξής στοιχεία: α) το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους το πέρασαν ευτυχισμένοι, καθώς είχαν μαζί τους τα παιδιά τους, οπότε οφείλουν να εκτιμούν την αξία των προηγούμενων χρόνων, β) το κομμάτι της ζωής τους που απομένει, το κομμάτι, δηλαδή, της θλίψης θα είναι σύντομο, εφόσον είναι ήδη ηλικιωμένοι, και γ) μπορούν να βρίσκουν παρηγοριά ενθυμούμενοι τον ένδοξο θάνατο των παιδιών τους και την τιμή που αυτός τους προσφέρει. 4. Ποιο περιεχόμενο δίνει ο Περικλής στην ευτυχία; Να παρουσιάσετε τις απόψεις του. Ευτυχία κατά τον ρήτορα θεωρείται: α) ο τιμημένος θάνατος στο πεδίο της μάχης, β) το τιμημένο πένθος των γονέων για τα ηρωικά παιδιά τους, γ) η σύμπτωση του τέλους της ευτυχίας με το τέλος της ζωής. α) Ο θάνατος στο πεδίο της μάχης αποτελεί αίτιο ευτυχίας, εφόσον το άτομο αποδεικνύει την αφοσίωσή του στην πατρίδα, φανερώνει τη γενναιότητά του και θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των συμπολιτών του. Το τέλος, έτσι, της ζωής είναι τιμημένο και αφορμή για συνεχείς επαίνους τόσο από τους συγκαιρινούς όσο και από τις επερχόμενες γενιές. β) Ο τιμημένος θάνατος των παιδιών προσφέρει ευτυχία στους γονείς τους, καθώς αισθάνονται υπερηφάνεια και δικαίωση, μιας και προκύπτει πως κατόρθωσαν να τους μεταλαμπαδεύσουν τις ύψιστες αξίας της φιλοπατρίας, του φιλότιμου και της γενναιότητας. Οι γονείς αυτοί, επομένως, γίνονται στη συνέχεια αποδέκτες τιμών από τους συμπολίτες τους, μιας και τα ηρωικά παιδιά τους προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στην κοινή πατρίδα. γ) Το να πεθαίνει κάποιος, όσο είναι ευτυχισμένος τον προφυλάσσει από το να γνωρίσει τις μεταπτώσεις της ζωής και την πικρία που προκαλεί η μεταστροφή από μια κατάσταση ευδαιμονίας σε μια περίοδο δυσκολιών και δυστυχίας. Κατά τον ρήτορα, είναι αναπόφευκτο για τους ανθρώπους να γνωρίσουν τον πόνο και τη δυστυχία, αφού καμία κατάσταση δεν είναι μόνιμη. Ως εκ τούτου, ο θάνατος στο πεδίο της μάχης διακόπτει τη ζωή του ατόμου στο αποκορύφωμα της γενναιότητας και της ευτυχίας του, απαλλάσσοντάς το από οποιαδήποτε μελλοντική ατυχή μεταστροφή της τύχης. 5. Να συγκρίνετε τις απόψεις που διατυπώνει ο Περικλής στο κεφάλαιο 43 με εκείνες του κεφαλαίου 44. Στα κεφάλαια 43 και 44 ο Περικλής διατυπώνει ορισμένες απόψεις οι οποίες συσχετίζονται μεταξύ τους, εφόσον καλύπτουν κοινά θέματα. Ειδικότερα, μπορούμε να εντοπίσουμε, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες κοινές θεματικές στα δύο κεφάλαια: α) Κεφ. 44: « εὐτυχία εἶναι νὰἔχει κανεὶς ἕνα θάνατο, ὅπως αὐτοὶἐδῶ, τιμημένο». Κεφ. 43: «Αὐτοὺς ἀκριβῶς ἔχοντας τώρα γιὰ παράδειγμα καὶ μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι εὐτυχία εἶναι ἡἐλευθερία, καὶἐλευθερία ἡ δυνατὴ ψυχή, μὴ δειλιάζετε μπροστὰ στοὺς κινδύνους τοῦ πολέμου». Ο Περικλής προσεγγίζει το θέμα της ευτυχίας και στα δύο κεφάλαια, συσχετίζοντας κάθε φορά την κατάσταση αυτή με στοιχεία που σχετίζονται με την πόλη και τους αγώνες υπέρ αυτής. Πιο συγκεκριμένα, στο Κεφ. 44 ο ρήτορας ταυτίζει την ευτυχία με τον τιμημένο θάνατο που επέρχεται στο πλαίσιο αγώνων για χάρη της πατρίδας. Παρομοίως, στο Κεφ. 43 επισημαίνει πως η ευτυχία είναι συνώνυμη με την ελευθερία και πως η ελευθερία διασφαλίζεται μόνο με τη γενναιότητα και με τις πολεμικές αναμετρήσεις για την προάσπιση της ελευθερίας της κοινής πατρίδας. Διαφαίνεται, έτσι, η πρόθεσή του να παρουσιάσει την ευτυχία άμεσα συνδεδεμένη με τη μοίρα της πόλης και όχι ως ένα αγαθό που αφορά την προσωπική ζωή και πορεία των ατόμων. β) Κεφ. 44: «Γιατὶ μόνο ἡ αἴσθηση τῆς τιμῆς δὲν γερνάει ποτέ, καὶ στὰἄχρηστα τὰ γερατειὰ μεγαλύτερη χαρὰ δὲν εἶναι, ὅπως λένε μερικοί, νὰἔχει κανεὶς κέρδη ἀλλὰ νὰ τὸν τιμοῦν.» Κεφ. 43: «Γιατὶ θυσιάζοντας τὴ ζωή τους γιὰ τὸ κοινὸ καλὸἔπαιρναν καθένας χωριστὰἀθάνατο ἔπαινο καὶ τάφο περίλαμπρο ὄχι τόσο ἐκεῖὅπου κείτονται, ἀλλὰἐκεῖὅπου ζεῖἀμάραντη ἡ δόξα τους καὶ μνημονεύεται παντοτινὰ σὲ κάθε εὐκαιρία λόγων καὶ πράξεων πρὸς τιμήν τους.» Εμφανής και στα δύο κεφάλαια είναι η πρόθεση του ρήτορα να αναδείξει την ιδιαίτερη και διαχρονική αξία που έχει η τιμή που αποκτούν τα άτομα μέσω της θυσίας τους για την πατρίδα. Πρόκειται, μάλιστα, για μια τιμή που ακολουθεί διαχρονικά όχι μόνο τους ίδιους, αλλά ακόμη και τους γονείς τους, αφού οι γονείς τους είναι εκείνοι που τους γαλούχησαν με τις κατάλληλες αξίες. γ) Κεφ. 43: «Γιατὶἕναν ἄνδρα μὲ γενναῖο φρόνημα τὸν πονάει περισσότερο ἡ ταπείνωση τῆς δειλίας παρὰὁ θάνατος ποὺἐπέρχεται σὲ στιγμὴ δύναμης καὶ κοινῆς ἐλπίδας χωρὶς νὰ γίνεται αἰσθητός.» Κεφ. 44: «καὶὅτι εὐτυχία εἶναι νὰἔχει κανεὶς ἕνα θάνατο, ὅπως αὐτοὶἐδῶ, τιμημένο». Ο Περικλής δίνει ιδιαίτερη σημασία στο να τονίσει την τιμή που διασφαλίζει ο θάνατος στο πεδίο της μάχης, καθώς, όπως ήταν γνωστό στους συγκαιρινούς του, το να εγκαταλείψει κάποιος τη μάχη για να σώσει τη ζωή του αποτελεί αιτία μεγάλης ταπείνωσης, αφού εμφανίζεται δειλός. 6. Να αναλύσετε τις έννοιες του «εὐτυχοῦς» και της «λύπης» κάνοντας αναφορά στο συσχετισμό που γίνεται από τον Περικλή γι’ αυτά. Η συνήθης αντίθεση ανάμεσα στην ευτυχία και τη λύπη γίνεται εν μέρει δυσδιάκριτη στον λόγο του Περικλή, εφόσον ο θάνατος των αγωνιστών της πόλης -θεωρητικώς πηγή λύπης- αποτελεί για τους ίδιους ένα τιμημένο τέλος, άρα ευτυχία, και για τους γονείς τους ένα τιμημένο πένθος, άρα και πάλι ευτυχία. Ο Περικλής, βέβαια, δεν μπορεί να παραγνωρίσει πλήρως τη λύπη που συνδέεται με τον θάνατο των νέων πολεμιστών της Αθήνας. Παρουσιάζει, ωστόσο, ως αντίβαρο την τιμή και τη δόξα που συνοδεύει τον θάνατό τους, εφόσον πέθαναν εκπληρώνοντας το καθήκον τους απέναντι στην πατρίδα. Έτσι, ενώ η λύπη μπορεί για κάποιους από τους γονείς να αντιμετωπιστεί με το να αποκτήσουν νέα παιδιά, για άλλους θα βρίσκει διαρκή παρηγοριά στη διαχρονική τιμή που θα ακολουθεί το όνομα των παιδιών τους που θυσιάστηκαν για το κοινό καλό. 7. Τι επιδιώκει ο Περικλής με το να παρουσιάζει την «τελευτήν» ως «εὐπρεπεστάτην»; Ο Περικλής επισημαίνει στους ακροατές του λόγου του πως ο θάνατος των πολεμιστών της πόλης υπήρξε τιμημένος, εφόσον συνέβη στο πλαίσιο μαχών που δόθηκαν για την προστασία της πόλης. Με την επισήμανση αυτή αποσκοπεί στο να παρηγορήσει τους γονείς των νεκρών, καθώς τους υπενθυμίζει την τιμή που αναλογεί στα παιδιά τους. Οι νέοι αυτοί, άλλωστε, έπεσαν στο πεδίο της μάχης αποδεικνύοντας τόσο τη γενναιότητά τους όσο και την αφοσίωσή τους στην πόλη τους. Οι γονείς τους, άρα, οφείλουν να αισθάνονται υπερήφανοι και να γνωρίζουν πως η πόλη θα αποδίδει διαχρονικά τιμές στους νέους αυτούς. 8. Να παρουσιάσετε το περιεχόμενο της ευτυχίας, όπως το συναντήσατε και σε άλλα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ο τρόπος με τον οποίο ορίζει ο Περικλής την ευτυχία βρίσκει το αντίστοιχό του στον Επιτάφιο τοῖς Κορινθίων βοηθοῖς του Λυσία, στο πλαίσιο του οποίου ο ρήτορας επισημαίνει το εξής: «Επομένως ταιριάζει να θεωρούμε πολύ ευτυχισμένους αυτούς οι οποίοι, αφού διακινδύνευσαν για τα πιο μεγάλα και τα πιο ωραία, πέθαναν μ’ αυτό τον τρόπο, χωρίς να εμπιστευτούν τους εαυτούς τους στην τύχη ούτε να περιμένουν τον φυσικό θάνατο, αλλά διαλέγοντας τον ωραιότερο θάνατο. Και γι’ αυτό βέβαια οι αναμνήσεις γι’ αυτούς θα είναι αγέραστες και οι τιμές αξιοζήλευτες απ’ όλους τους ανθρώπους· αυτοί πενθούνται βέβαια λόγω της φύσης τους ως θνητοί, υμνούνται όμως λόγω της γενναιότητάς τους ως αθάνατοι.». Ο Λυσίας θεωρεί πραγματικά ευτυχισμένους εκείνους οι οποίοι έφτασαν στο τέλος της ζωής τους δίνοντας αγώνες για τα σπουδαιότερα και τα ωραιότερα ιδανικά· εκείνους οι οποίοι δεν παρέμειναν αμέτοχοι περιμένοντας το φυσικό θάνατο· εκείνους που δεν άφησαν την πορεία της ζωής τους να κριθεί από κάποιο τυχαίο γεγονός. Πρόκειται για τους ανθρώπους που προτίμησαν να πολεμήσουν για το καλό της πατρίδας τους και πέθαναν τελικά στο πεδίο της μάχης προσφέροντας τη ζωή τους ως ύψιστη θυσία στην πατρίδα και στους συμπολίτες τους. Οι άνθρωποι αυτοί πεθαίνουν γνωρίζοντας μια διαρκή και ακατάλυτη δόξα, καθώς αντί να σκεφτούν τον εαυτό τους και να αποφύγουν το χρέος τους απέναντι στην πατρίδα, επέλεξαν να πολεμήσουν μέχρι τέλους για τα ιδανικά τους, για το μεγαλείο και την τιμή της πατρίδας. 9. Να αναφέρετε τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο Περικλής, για να μετριάσει τον πόνο των γονέων. Τα επιχειρήματά του είναι: α) ο τρόπος ζωής των γονέων (πολύτροπες αλλαγές), β) ο τρόπος που πέθαναν τα παιδιά τους (ευπρεπέστατα) και γ) η ποιότητα του πόνου των γονέων (ευπρεπεστάτη), τιμημένος θάνατος, τιμημένο πένθος. 10. Να επισημάνετε το σημείο του κειμένου, όπου ο Περικλής εκφράζει την άποψή του για τη δυσκολία της προσπάθειάς του να πείσει τους γονείς των νεκρών και να το αναλύσετε. «Ξέρω πὼς εἶναι δύσκολο νὰ σᾶς πείσω, καὶ συχνὰ θὰ σᾶς δίνουν ἀφορμὲς νὰ τοὺς θυμάστε οἱ χαρὲς τῶν ἄλλων ποὺ κάποτε τὶς νιώθατε κι ἐσεῖς.» Ο Περικλής αναγνωρίζει στο σημείο αυτό πως είναι δύσκολο να παρηγορήσει τους γονείς των νεκρών πολεμιστών, αφού κάθε προσπάθεια να προσεγγιστεί το πένθος που βιώνουν με κριτήριο τη λογική δεν μπορεί να αποτρέψει τη συνεχή επαναφορά των συναισθημάτων οδύνης. Όσο κι αν οι γονείς των νέων αυτών σκέφτονται πως τα παιδιά τους είχαν έναν τιμημένο θάνατο για χάρη της πατρίδας τους, όσο κι αν αναλογίζονται πως εκείνα έδειξαν την οφειλόμενη αφοσίωση στην πόλη τους, μόλις δουν γύρω τους άλλους γονείς να ζουν στιγμές ευτυχίας με τα παιδιά τους, αμέσως θα νιώθουν εκ νέου τον πόνο της απώλειας των δικών τους παιδιών. Η εκλογίκευση, επομένως, μιας τόσο σημαντικής απώλειας μπορεί να φανεί παρηγορητική μόνο μέχρι ενός σημείου. Οι γονείς αυτοί είναι αναπόφευκτο να πονούν για πολύ καιρό και να θρηνούν τον χαμό των παιδιών τους, ό,τι κι αν τους πει ο ρήτορας, όσο κι αν προσπαθήσει να τους παρηγορήσει. 11. Στο κεφάλαιο 44 ο Περικλής διατυπώνει δύο αντιφατικούς μεταξύ τους ορισμούς της ευτυχίας. Να τους επισημάνετε και να παρουσιάσετε τα επιχειρήματα με τα οποία ο ρήτορας καταλήγει σε καθέναν απ’ αυτούς. «καὶὅτι εὐτυχία εἶναι νὰἔχει κανεὶς ἕνα θάνατο, ὅπως αὐτοὶἐδῶ, τιμημένο, κι ἐσεῖς ἕνα ὅμοιο πένθος ὅπου τὸ τέλος τῆς ζωῆς ἔλαχε νὰ συμπέσει μὲ τὸ τέλος τῆς εὐτυχίας» Ο Περικλής αναφέρει αρχικά πως ευτυχία είναι να έχει κάποιος ένα τιμημένο θάνατο, ιδίως, μάλιστα, αν αναλογιστεί κανείς πως αν η ζωή του ατόμου συνεχιζόταν θα βίωνε αναπόφευκτα ανατροπές που θα το οδηγούσαν στη δυστυχία. Συμπληρώνει, επίσης, πως ο τιμημένος θάνατος των πολεμιστών αποτελεί πηγή ευτυχίας και για τους γονείς τους, μιας και τα παιδιά τους πέθαναν ηρωικά υπηρετώντας την πατρίδα τους. Στην πορεία, ωστόσο, όταν επιχειρεί να παρηγορήσει τους γονείς προχωρημένης ηλικίας, οι οποίοι δεν μπορούν πια να αποκτήσουν άλλα παιδιά για να βρουν νέες πηγές ευτυχίας, αναφέρει πως η δική τους ευτυχία βρισκόταν στα χρόνια που πέρασαν, όταν, δηλαδή, ζούσαν ακόμη τα παιδιά τους («Κι ὅσοι πάλι εἴσαστε προχωρημένοι στὰ χρόνια, τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς ποὺ τὸ περάσατε εὐτυχισμένα νὰ τὸ θεωρεῖτε κέρδος»). Ο ορισμός αυτός, βέβαια, έρχεται σε αντίφαση με την προηγούμενη αναφορά του πως η ευτυχία για τους γονείς βρίσκεται στο τιμημένο πένθος τους και στη γενναιότητα που επέδειξαν τα παιδιά τους μαχόμενα. Ο πρώτος ορισμός της ευτυχίας είναι συνεπής με τη γενικότερη πεποίθηση των αρχαίων Ελλήνων πως ευτυχισμένος είναι εκείνος που έχει ένα καλό ή ηρωικό τέλος, και πως η θυσία για την πατρίδα αποτελεί ύψιστο αγαθό. Στο δεύτερο ορισμό, ωστόσο, ο ρήτορας ακολουθεί διαφορετική προσέγγιση, εφόσον επιχειρεί να υπενθυμίσει στους μεγαλύτερης ηλικίας γονείς πως οφείλουν να δείχνουν εκτίμηση για τα ευτυχισμένα χρόνια που τους χάρισε η ζωή κοντά στα παιδιά τους. Κι αν πλέον δεν είναι σε θέση να κάνουν νέα παιδιά, οφείλουν να βρουν παρηγοριά στις μνήμες του παρελθόντος. 12. Ποιος από τους ορισμούς που δίνει ο Περικλής στην ευτυχία βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα και ποιος χαρακτηρίζεται από τάση εξιδανίκευσης; Να αιτιολογήσετε την άποψή σας. Η άποψη του Περικλή πως ο τιμημένος θάνατος, όπως και το τιμημένο πένθος, συνιστούν ευτυχία για το άτομο, ενέχει προφανή στοιχεία εξιδανίκευσης. Σαφώς, βέβαια, οι άνθρωποι που θυσιάζονται για την ελευθερία της πατρίδας τους γίνονται αποδέκτες τιμών και η πράξη τους αναγνωρίζεται με σεβασμό από κάθε επόμενη γενιά, αλλά η θυσία τους αυτή αποτελεί επιλογή υπό συγκεκριμένες συνθήκες ανάγκης. Δε θα μπορούσε, οπότε, ιδίως στις μέρες μας, να θεωρήσει κανείς πως ο θάνατος συνδέεται με την ευτυχία. Η άποψή του, από την άλλη, πως οι γονείς βίωσαν χρόνια ευτυχίας όσο είχαν μαζί τους τα παιδιά τους αποτελεί έναν πιο ρεαλιστικό ορισμό της ευτυχία. Όπως είναι γνωστό, άλλωστε, η μητρότητα και η πατρότητα αποτελούν διαχρονικά για τους ανθρώπους μια από τις σημαντικότερες πηγές ευτυχίας. 13. Για ποια αγαθά, σύμφωνα με τον Περικλή, λυπάται περισσότερο ο άνθρωπος και γιατί; «Καὶ λυπᾶται κανεὶς ὄχι ὅταν τοῦ λείπουν ἀγαθὰ ποὺ δὲν δοκίμασε ἀλλὰὅταν ἔχοντας συνηθίσει κάτι ὕστερα τὸ χάσει.» Σύμφωνα με τον Περικλή ο άνθρωπος λυπάται περισσότερο όταν χάνει ένα αγαθό το οποίο το είχε στη διάθεσή του και το είχε συνηθίσει. Υπ’ αυτή την έννοια, ένας άνθρωπος που έχασε το παιδί του, όπως εν προκειμένω οι γονείς των τιμώμενων νεκρών, είναι λογικό να βιώνει μεγάλο πόνο, εφόσον γι’ αυτόν η πατρότητα ή η μητρότητα δεν αποτελούσε μια απλή επιθυμία, αλλά μια πραγματικότητα πολλών χρόνων. Κάποιος που ουδέποτε απέκτησε παιδιά είναι πιθανό να νιώθει στεναχώρια για την έλλειψη αυτή, αλλά ο δικός του πόνος είναι πολύ μικρότερος συγκριτικά με την οδύνη που βιώνει ο γονιός που χάνει το παιδί του. Ο γονιός, άλλωστε, αφιέρωσε τόσα χρόνια να αγαπά και να φροντίζει το παιδί του, οπότε όταν το χάνει έρχεται αντιμέτωπος με συντριπτικά συναισθήματα. 14. Πώς θα λειτουργεί η θέα της ευτυχίας των άλλων για τους γονείς που έχασαν τα παιδιά τους στο πεδίο της μάχης; «Ξέρω πὼς εἶναι δύσκολο νὰ σᾶς πείσω, καὶ συχνὰ θὰ σᾶς δίνουν ἀφορμὲς νὰ τοὺς θυμάστε οἱ χαρὲς τῶν ἄλλων ποὺ κάποτε τὶς νιώθατε κι ἐσεῖς.» Η θέα της ευτυχίας των άλλων θα υπενθυμίζει διαρκώς στους γονείς που έχασαν τα παιδιά τους τις αντίστοιχες στιγμές ευδαιμονίας που άλλοτε βίωναν κι εκείνοι, με αποτέλεσμα να καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθειά τους να διαχειριστούν την οδύνη του πένθους. Προφανώς, βέβαια, οι γονείς αυτοί θα ένιωθαν πόνο ούτως ή άλλως, βλέποντας όμως γύρω τους άλλους γονείς να ζουν στιγμές ευτυχίας με τα παιδιά τους θα αισθάνονται εντονότερη την οδύνη, αφού θα κατακλύζονται από ανάλογες δικές τους αναμνήσεις. 15. Ποιο είναι το περιεχόμενο που δίνει ο Περικλής στη λέξη «καρτερία» και γιατί αυτή θα λειτουργεί καταπραϋντικά για τον πόνο των γονέων; Η λέξη έχει την έννοια του κουράγιου, της προσπάθειας, δηλαδή, να αντλήσουν οι άνθρωποι την αναγκαία ψυχική δύναμη, ώστε να αντέξουν τη δοκιμασία που περνούν. Το κουράγιο αυτό, σύμφωνα με τον Περικλή, μπορεί να προκύψει για τους μεν πιο νέους με το να αποκτήσουν κι άλλα παιδιά, ενώ για τους μεγαλύτερους σε ηλικία με την αναγνώριση του γεγονότος πως έζησαν ευτυχισμένοι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους και πως ο χρόνος που τους απομένει είναι λίγος. «καρτερεῖν χρή»: Δεν αναφέρεται ως παρηγοριά, αλλά ως πίστη ότι τα παιδιά που θα γεννηθούν θα βοηθήσουν στη λήθη των χαμένων. Μετά τη δυσκολία της πειθούς (χαλεπόν) ακολουθεί η ανάγκη (χρή) της καρτερίας. 16. Είναι πειστική η άποψη, σύμφωνα με την οποία η «τέκνωσις ἐπιγιγνομένων» θα επιφέρει σε μερικούς γονείς «λήθην»; Να αιτιολογήσετε τις απόψεις σας. Η απόκτηση νέων παιδιών, παρά το γεγονός ότι θα προσφέρει χαρά στους γονείς, δεν μπορεί να οδηγήσει στη λήθη των παιδιών που πέθαναν. Ας σημειωθεί, άλλωστε, πως οι γονείς αυτοί έχασαν τα παιδιά τους όταν πια αυτά είχαν φτάσει σε στρατεύσιμη ηλικία, οπότε είχαν περάσει μαζί τους ήδη πολλά χρόνια. Είχαν γνωρίσει σε βάθος τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά τους, είχαν βιώσει πλήθος εμπειριών -ευχάριστων και δυσάρεστων- μαζί τους, δομώντας έτσι ένα βαθύτατο συναισθηματικό δέσιμο. Ως εκ τούτου, όση ευτυχία κι αν προσφέρουν τα νέα παιδιά στους γονείς, δεν πρόκειται ποτέ εκείνοι να ξεχάσουν τα παιδιά που έχασαν στον πόλεμο, την αγάπη που ένιωθαν για εκείνα, όπως και τον πόνο για την απώλειά τους. 17. «ἰδίᾳ τε γάρ τῶν οὐκ ὄντων λήθη οἱἐπιγιγνόμενοί τισιν ἔσονται, καί τῇ πόλει διχόθεν, ἔκ τε τοῦ μή ἐρημοῦσθαι καί ἀσφαλείᾳ, ξυνοίσει»: Το επιχείρημα αυτό του ρήτορα φαινομενικά αντιφάσκει με όσα ανέφερε προηγουμένως για την «τέκνωσιν». Να επισημάνετε τη φαινομενική αντίφαση και να εξηγήσετε τη σκέψη με την οποία ο Περικλής φθάνει στη συγκεκριμένη διατύπωση. «Για μας σήμερα έρχεται βέβαια σαν αταίριαστο κάπως, σ’ ένα παραμυθητικό λόγο για τους γονείς να τονίζεται περισσότερο η σημασία που έχουν τα καινούργια παιδιά για την πολιτεία παρά για τους ίδιους, καθώς η ωφέλεια παρουσιάζεται για τους γονείς αρνητική μόνο (λήθη τῶν οὐκ ὄντων ἔσονται), ενώ για εκείνη και αρνητική και θετική. Ο πολιτικός όμως που μιλεί, είτε Περικλή είτε Θουκυδίδη τον πεις, είναι το μόνο φυσικό και σωστό κι εδώ ακόμα να σκέπτεται την πόλη πιο πολύ από τα άτομα, ακόμα να περιορίζει την παρηγόρησή του στην ειδική ωφέλεια, που θα έχουν οι γονείς από τα νέα παιδιά, ότι θα τους βοηθήσουν να ξεχάσουν τα παλιά που σκοτώθηκαν» (Βλ. Ι. Θ. Κακριδή, ό.π., σ. 107). 18. Ποια άποψη διατυπώνει ο Περικλής για την ίση συμμετοχή στις αποφάσεις της πόλης και των γονέων που έχουν παιδιά και των γονέων που δεν έχουν παιδιά; «Γιατὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σκέπτονται γιὰ τὰ κοινὰ τὸἴδιο ὀρθὰ καὶ δίκαια ὅσοι μὴν ἔχοντας νὰ δώσουν παιδιὰ δὲν εἶναι ἐκτεθειμένοι σὲἴδιους, ὅπως καὶ οἱἄλλοι, κινδύνους.» Ο Περικλής δεν θέτει σε αμφισβήτηση το δικαίωμα όλων των πολιτών της Αθήνας να συμμετέχουν στις αποφάσεις της πόλης. Εκείνο που επισημαίνει είναι ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίον σκέφτονται και κρίνουν τα πράγματα. Οι πολίτες που δεν έχουν παιδιά δεν αντιλαμβάνονται σε όλη του την έκταση τον κίνδυνο που ενέχει κάθε πιθανή απόφαση που θα μπορούσε να εμπλέξει την πόλη σε πολεμικές περιπέτειες. Οι πολίτες από την άλλη που έχουν παιδιά και γνωρίζουν πόσα διακινδυνεύουν για χάρη της πατρίδας τους ζυγίζουν κάθε απόφαση πολύ πιο προσεκτικά. Η δική τους κρίση, υπ’ αυτή την έννοια, δεν παρασύρεται από αυθορμητισμούς και αδικαιολόγητες εξάρσεις. 19. Η θέση του Περικλή, σύμφωνα με την οποία οι γονείς που έχουν παιδιά λαμβάνουν ορθότερες αποφάσεις για την πόλη, μπορεί να γίνει αποδεκτή χωρίς αντίλογο; Να αιτιολογήσετε την άποψή σας. Η θέση αυτή του Περικλή, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο των παροτρύνσεών του προς τους γονείς που θρηνούν τον χαμό των παιδιών τους, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή χωρίς αντίλογο. Ο Περικλής στην προσπάθειά του αφενός να παρηγορήσει τους γονείς και αφετέρου να τους υπενθυμίσει πως μπορούν ακόμη να ωφελήσουν την πόλη τους, αποκτώντας νέα παιδιά, εκφράζει την άποψη πως όσοι έχουν παιδιά λαμβάνουν και ορθότερες αποφάσεις για την πόλη. Η θέση αυτή πιθανώς βασίζεται στην εύλογη εικασία πως οι έχοντες παιδιά ζυγίζουν πιο προσεκτικά τα δεδομένα προτού λάβουν μια απόφαση, καθώς δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν τη ζωή των παιδιών τους. Η άποψη αυτή, ωστόσο, μοιάζει να παρουσιάζει εξορισμού τους μη έχοντες παιδιά ως ριψοκίνδυνους, επιπόλαιους και αδιάφορους απέναντι στους κινδύνους, κάτι που φυσικά δεν ισχύει. Πρόκειται, πιθανώς, για ένα σκόπιμο «σφάλμα» λογικής, το οποίο δικαιολογείται λόγω της πεποίθησης του ρήτορα πως είναι αναγκαίο για την ασφάλεια της πόλης να αποκτήσουν νέα παιδιά όσοι βρίσκονται ακόμη σε ηλικία τεκνοποίησης. 20. Ποια προτροπή απευθύνει ο Περικλής στους «παρηβηκότας»; «Κι ὅσοι πάλι εἴσαστε προχωρημένοι στὰ χρόνια, τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς ποὺ τὸ περάσατε εὐτυχισμένα νὰ τὸ θεωρεῖτε κέρδος, κι αὐτὸ ποὺἀπομένει θὰ εἶναι σύντομο, καὶ νὰἔχετε παρηγοριά σας τὴ δόξα αὐτῶν ἐδῶ. Γιατὶ μόνο ἡ αἴσθηση τῆς τιμῆς δὲν γερνάει ποτέ, καὶ στὰἄχρηστα τὰ γερατειὰ μεγαλύτερη χαρὰ δὲν εἶναι, ὅπως λένε μερικοί, νὰἔχει κανεὶς κέρδη ἀλλὰ νὰ τὸν τιμοῦν.» Οι γονείς που είναι προχωρημένης ηλικίας και δεν μπορούν πλέον να αποκτήσουν νέα παιδιά οφείλουν, σύμφωνα με τον Περικλή, να βρουν παρηγοριά στο γεγονός ότι πέρασαν ευτυχισμένοι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, μιας και το πέρασαν έχοντας μαζί τους τα παιδιά τους. Καλούνται, επίσης, να συνειδητοποιήσουν πως το διάστημα ζωής που τους απομένει είναι μικρό, οπότε τα χρόνια της δυστυχίας τους θα είναι λίγα, και σαφώς λιγότερα από τα χρόνια που έζησαν ευτυχισμένοι. Σημαντική παρηγοριά, συνάμα, για τους γονείς αυτούς οφείλει να αποτελέσει η δόξα των παιδιών τους, τα οποία θυσιάστηκαν για χάρη της πατρίδας τους. Σε αντίθεση, μάλιστα, με την εντύπωση ορισμένων πως πηγή χαράςγια τους ηλικιωμένους είναι τα υλικά κέρδη, ο ρήτορας τονίζει πως η πραγματική χαρά προκύπτει από τις τιμές που λαμβάνουν τα πρόσωπα αυτά. Οι γονείς αυτοί, επομένως, θα έχουν στα τελευταία χρόνια της ζωής τους την ευτυχία να τιμώνται από τους συμπολίτες τους, εφόσον τα παιδιά τους θυσιάστηκαν προς όφελος της κοινής τους πατρίδας. 21. Ποια άποψη διατυπώνει ο ρήτορας για τα γηρατειά; «Γιατὶ μόνο ἡ αἴσθηση τῆς τιμῆς δὲν γερνάει ποτέ, καὶ στὰἄχρηστα τὰ γερατειὰ μεγαλύτερη χαρὰ δὲν εἶναι, ὅπως λένε μερικοί, νὰἔχει κανεὶς κέρδη ἀλλὰ νὰ τὸν τιμοῦν.» Ο ρήτορας χαρακτηρίζει τα γηρατειά «άχρηστα» λαμβάνοντας, πιθανώς, υπόψη το γεγονός πως αποτελούν μια μη παραγωγική ηλικία. Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι δεν είναι σε θέση πια να προσφέρουν στην πόλη τους νέα παιδιά, όπως οι νεότεροι σε ηλικία γονείς. Δεν είναι, επίσης, σε θέση να συνεισφέρουν στην οικονομία της πόλης με την εργασία τους, ούτε μπορούν οι ίδιοι να ενταχθούν στον στρατό της. Αν, επομένως, η περίοδος των γηρατειών ιδωθεί από την οπτική της ικανότητας προσφοράς στην πόλη υστερεί σημαντικά σε σχέση με τη νεότητα.
1. «Τούς δέ λοιπούς χρή ἀσφαλεστέραν μέν εὔχεσθαι, ἀτολμοτέραν δέ μηδέν ἀξιοῦν τήν ἐς τούς πολεμίους διάνοιαν ἔχειν»: Να επισημάνετε τις αντιθέσεις του αποσπάσματος και να αναλύσετε το περιεχόμενό τους.
Στο πλαίσιο του αποσπάσματος αυτού ο Περικλής επισημαίνει πως οι Αθηναίοι πολίτες έχουν ηθικό χρέος («χρή») να ακολουθήσουν το παράδειγμα των νεκρών του πολέμου και να επιδιώξουν να φανούν αντάξιοι της γενναιότητας εκείνων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μάλιστα, παρουσιάζουν οι αντιθέσεις του αποσπάσματος αυτού μέσω των οποίων ο ρήτορας τονίζει καίριες πτυχές της πορείας που οφείλουν να ακολουθήσουν οι πολίτες της πόλης.
Μια πρώτη αντίθεση εντοπίζεται ανάμεσα στο «ἀξιοῦν» και στο «εὔχεσθαι», με το πρώτο απαρέμφατο να δηλώνει το καθήκον των πολιτών να έχουν φρόνημα και τόλμη ανάλογα με εκείνα των εχθρών, και το δεύτερο απαρέμφατο να δηλώνει την ελπίδα πως δεν θα χρειαστεί να έρθουν αντιμέτωποι με εξίσου σημαντικούς κινδύνους. Η τόλμη του φρονήματος συνιστά κάτι που εξαρτάται απολύτως από την προαίρεση και τη θέληση των ίδιων των πολιτών, ενώ το κατά πόσο θα κληθούν να διαχειριστούν μεγάλους ή μικρότερους κινδύνους αυτό είναι κάτι που, ως ένα βαθμό, εξαρτάται από την τύχη και τη μοίρα. Κατ’ αυτό τον τρόπο η αντίθεση που προκύπτει ανάμεσα στο «ἀσφαλεστέραν» και στο «ἀτολμοτέραν» αποτελεί νοηματικά μέρος της πρώτης. Οι πολίτες μπορούν να ελπίζουν και να εύχονται πως δεν θα κινδυνεύσουν, όπως οι νεκροί του πολέμου, έχουν το χρέος όμως να δείξουν παρόμοια τόλμη με εκείνους.
2. «σκοποῦντας μή λόγῳ μόνῳ τήν ὠφελίαν … ἀλλά μᾶλλον τήν τῆς πόλεως δύναμιν καθ’ ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους»: Τι επιδιώκει ο ρήτορας με την αντίθεση «λόγῳ - ἔργῳ» στο απόσπασμα αυτό;
«καὶ νὰ μὴν κρίνετε μὲ βάση μόνο τὰ λόγια τοῦ ρήτορα τὴν ἀξία αὐτοῦ τοῦ φρονήματος,… ἀλλὰ πιὸ πολὺ νὰ τὸ κρίνετε βλέποντας τὴ δύναμη τῆς πόλης κάθε μέρα στὰ ἔργα της»
Ο ρήτορας αξιοποιεί την αντίθεση «λόγῳ - ἔργῳ» προκειμένου να επισημάνει στους ακροατές του πως η θαρραλέα υπεράσπιση της πόλης δεν θα πρέπει να βασίζεται σε μια ωφελιμιστική θεώρηση των πραγμάτων, αλλά σε έναν ουσιαστικό εσωτερικό θαυμασμό για την αξία της πόλης τους. Η έννοια του λόγου στο απόσπασμα αυτό δεν σχετίζεται τόσο με τις λέξεις που αποδίδουν τα προσφερόμενα από την πόλη οφέλη όσο με τη λογική αποτίμηση των ωφελειών αυτών. Ο ρήτορας δεν θεωρεί σκόπιμο το να προστατεύουν οι πολίτες την Αθήνα επειδή κατανοούν με τη λογική τους πως η πόλη αυτή τους διασφαλίζει σημαντικά προνόμια. Ζητούμενο είναι να εκτιμούν καθημερινά τις έμπρακτες και σαφείς εκδηλώσεις της δύναμής της μέχρι να φτάσουν στο σημείο να την αγαπήσουν βαθιά και να δρουν πλέον όχι με βάση το συμφέρον αλλά με βάση τα έντονα συναισθήματά τους για την πόλη τους.
3. Ποια είναι τα αγαθά που προέρχονται από την άμυνα εναντίον των εχθρών και γιατί δεν αναφέρονται από το ρήτορα;
Τα αγαθά αυτά είναι ευνόητα και γι’ αυτόν το λόγο δεν αναφέρονται από τον Περικλή. Πρόκειται για την ελευθερία, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της πόλης, την ευημερία των πολιτών. Με μια φράση πρόκειται για τη διατήρηση του μεγαλείου της Αθήνας.
4. Να αναφέρετε τα σημεία των προηγούμενων κεφαλαίων στα οποία ο Περικλής μίλησε για τη δύναμη της πόλης και να αιτιολογήσετε την έμφαση που δίνει σ’ αυτήν.
Ο Περικλής δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην παρουσίαση της δύναμης της Αθήνας, διότι με τον τρόπο αυτό επαινούνται οι πρόγονοι και οι πατέρες για το έργο τους, δικαιώνεται η θυσία των τιμώμενων νεκρών και αναδεικνύονται οι λόγοι για τους οποίους οφείλουν οι εν ζωή πολίτες να δείξουν τόλμη στην υπεράσπιση της πόλης τους. Στο Κεφάλαιο 36 ο ρήτορας παρουσιάζει την παρούσα δύναμη της πόλης ως αποτέλεσμα της συνδυαστικής προσφοράς των προγόνων, των πατέρων, αλλά και της ίδιας της γενιάς του ομιλητή, φανερώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τους συνεχείς κόπους που απαιτήθηκαν προκειμένου να γίνει η Αθήνα ηγεμονία. Στο Κεφάλαιο 38 ο ρήτορας αναφέρεται στο γεγονός πως χάρη στη μεγάλη δύναμη της πόλης εισάγονται σε αυτή αγαθά απ’ όλους τους τόπους, τονίζοντας, έτσι, ένα ακόμη από τα προνόμια που διασφαλίζει η Αθήνα στους πολίτες της. Στο Κεφάλαιο 39 ο Περικλής αναφέρεται εμφατικά στην πολεμική ισχύ της Αθήνας, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό την αυτοπεποίθηση των ακροατών του. Η Αθήνα έχει ισχυρό πεζικό και ισχυρό ναυτικό και υπερέχει έναντι όλων των άλλων πόλεων της εποχής. Στο Κεφάλαιο 41 ο ρήτορας παρέχει επιπρόσθετα στοιχεία που φανερώνουν τη δύναμη της Αθήνας και ενισχύουν το αίσθημα ασφάλειας και αυτοπεποίθησης των ακροατών του. Η δύναμη της Αθήνας είναι τέτοια, ώστε αναγνωρίζεται εξίσου από τους εχθρούς και τους φίλους της. Στο Κεφάλαιο 42, μάλιστα, ο Περικλής διευκρινίζει πως η εκτενής αναφορά του στη δύναμη της Αθήνας έγινε προκειμένου να κατανοήσουν οι ακροατές τους πόσο σημαντικά είναι αυτά που έχουν να προφυλάξουν με το να αγωνίζονται δυναμικά για την προστασία της πόλης τους. Η παρούσα δύναμη της πόλης διασφαλίστηκε με πολλούς αγώνες και αποτελεί την πηγή πολλών προνομίων για τους Αθηναίους. Οι ίδιοι, ωστόσο, όπως και όλοι οι προηγούμενοι οφείλουν να συνεχίσουν να αγωνίζονται για την πόλη τους.
5. Ποιες είναι οι σκέψεις που πρέπει να κάνει κάθε Αθηναίος, όταν διαπιστώσει ότι η δύναμη της πόλης του είναι μεγάλη;
Η συνειδητοποίηση της εκτεταμένης δύναμης της Αθήνας από τους πολίτες της θα πρέπει να συνοδεύεται από την παράλληλη επίγνωση πως όλα αυτά αποκτήθηκαν και προφυλάχτηκαν από ανθρώπους τολμηρούς, γενναίους και πάντοτε έτοιμους να θυσιαστούν για την πατρίδα τους. Οφείλουν, άρα, οι εν ζωή πολίτες της Αθήνας να παραδειγματιστούν από τη δράση, το φρόνημα και τη γενναιότητα των παλαιότερων πολιτών, ώστε να συνεχίσουν να υπερασπίζονται, να στηρίζουν και να ενισχύουν τη δύναμή της. Είναι προφανές, άλλωστε, πως αν οι τωρινοί πολίτες φανούν λιγότερο πρόθυμοι να αγωνιστούν για την πατρίδα τους, δε θα είναι εφικτή η διατήρηση της δύναμης και του μεγαλείου της.
6. Πώς χαρακτηρίζει ο Περικλής όσους συνέβαλαν στη δημιουργία της δύναμης με την οποία παρουσιάζεται η Αθήνα;
Η σημαντική δύναμη της Αθήνας δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε χάρη στην προσφορά ανθρώπων που ήταν τολμηροί, είχαν πλήρη επίγνωση του καθήκοντός τους και διέθεταν το αναγκαίο φιλότιμο, ώστε να μη δειλιάζουν στους αγώνες της πόλης. Επρόκειτο, συνάμα, για ανθρώπους ψυχικά γενναίους, οι οποίοι ακόμη και όταν έρχονταν αντιμέτωποι με την ήττα κατανοούσαν πως όφειλαν να προβούν στην ύστατη πράξη αυτοθυσίας για το καλό της πατρίδας τους. Οι πολίτες αυτοί ήταν πάντοτε έτοιμοι και πρόθυμοι να κάνουν το οτιδήποτε για να διευρύνουν τη δύναμη της πόλης τους ή για να την υπερασπιστούν, φανερώνοντας, κατ’ αυτό τον τρόπο, το ψυχικό μεγαλείο τους και τη βαθιά αφοσίωσή τους στην γενέτειρά τους.
7. «τολμῶντες καί γιγνώσκοντες … καί … αἰσχυνόμενοι»: Να προσδιορίσετε το ήθος των πολεμιστών, όπως αυτό προκύπτει από τις παραπάνω μετοχές.
Η τόλμη των πολεμιστών συνιστά αναγκαίο χαρακτηριστικό για την επιτυχή διεξαγωγή των επιμέρους αγώνων, εφόσον χάρη σε αυτή αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και δεν εμφανίζονται διστακτικοί απέναντι στην ένταση της μάχης. Πρόκειται για ένα στοιχείο που φανερώνει την ψυχική τους γενναιότητα, το οποίο συμπληρώνει αρμονικά την επίγνωση του καθήκοντος. Οι Αθηναίοι πολεμιστές γνώριζαν καλά ποιες ήταν οι υποχρεώσεις και οι ευθύνες τους κάθε φορά που αγωνίζονταν για την πατρίδα τους και φρόντιζαν να τις εκπληρώνουν στο έπακρο. Το φιλότιμό τους, άλλωστε, δεν θα τους επέτρεπε να λιποψυχήσουν και να φανούν υποδεέστεροι του χρέους τους. Συνδύαζαν, επομένως, οι πολεμιστές της Αθήνας όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά ήθους, εφόσον ήταν γενναίοι, με γνώση του καθήκοντός τους και φιλότιμοι, ώστε να μη δειλιάζουν ακόμη και απέναντι στους πιο απαιτητικούς αγώνες.
8. Να επισημάνετε και να σχολιάσετε τις μετοχές που αναφέρονται στη συμπεριφορά που επέδειξαν οι πολεμιστές σε περιπτώσεις ήττας τους.
Οι πολεμιστές της Αθήνας ακόμη κι όταν βρίσκονταν αντιμέτωποι με την ήττα, δεν θεωρούσαν σωστό («οὐκ ἀξιοῦντες») να στερηθεί η πόλη την ανδρεία τους, γι’ αυτό και την προσέφεραν («προϊέμενοι») ως την ωραιότερη συνεισφορά. Προχωρούσαν, δηλαδή, οι ηττημένοι πολεμιστές της Αθήνας στην ύστατη πράξη αυτοθυσίας και πέθαιναν μαχόμενοι για χάρη της πατρίδας τους. Μια επιλογή η οποία φανέρωνε την απόλυτη αφοσίωσή τους στην πατρίδα τους και στο κοινό καλό˙ μια επιλογή που δίκαια τους διασφάλιζε διαχρονική δόξα και τους καθιστούσε άξια πρότυπα για όλους τους συγκαιρινούς και μεταγενέστερους πολίτες της Αθήνας. Οι πολεμιστές εκείνοι θα μπορούσαν πιθανώς να διασωθούν με το να υποχωρήσουν και να εγκαταλείψουν το πεδίο της μάχης. Μια τέτοια πράξη όμως θα ισοδυναμούσε στη σκέψη τους με προδοσία εις βάρος της πατρίδας τους και με ασυγχώρητη δειλία. Γι’ αυτό και η δική τους επιλογή ήταν να συνεχίσουν τη μάχη μέχρι το τέλος και να θυσιάσουν τη ζωή τους στην πατρίδα τους.
9. Γιατί ο Περικλής αποφεύγει και εδώ, όπως και στο κεφάλαιο 36, να αναφερθεί διεξοδικώς στους «ζῶντες»;
Ο λόγος αυτός, αν και ανήκει θεωρητικά στον Περικλή και απευθύνεται στους συγκαιρινούς του, αποτελεί σε μεγάλο βαθμό σύνθεση του ιστορικού Θουκυδίδη, ο οποίος έχει κατά νου ένα πολύ ευρύτερο και διαφορετικό ακροατήριο. Ο ιστορικός θέλει να δώσει έμφαση στις αρετές της αθηναϊκής δημοκρατίας και στο ήθος των πολιτών που τη συγκρότησα και την υπερασπίστηκαν. Ως εκ τούτου, ο Θουκυδίδης για λόγους οικονομίας περιορίζει τις αναφορές του στους πολίτες της Αθήνας που αποτελούσαν το κανονικό ακροατήριο του λόγου και εστιάζει κυρίως σε όσα έργα και σε όσα ανδραγαθήματα που αναδεικνύουν τον έπαινο του δημοκρατικού πολιτεύματος και κατ’ επέκταση των όσων είχε πετύχει ο Περικλής ως πολιτικός. Παραλλήλως, η αναφορά στο ήθος και στα κατορθώματα των νεκρών του πολέμου διαμορφώνει το ιδανικό παράδειγμα συμπεριφοράς που επιθυμεί να παρουσιάσει ο Περικλής στους ακροατές του.
10. Ποια σχέση πρέπει να υπάρχει μεταξύ του πολίτη και της πόλης σύμφωνα με τον Περικλή;
Σύμφωνα με τον Περικλή οι πολίτες οφείλουν να αισθάνονται σεβασμό και βαθιά αγάπη για την πόλη τους, διότι η ποιότητα της ζωής τους εξαρτάται από εκείνη. Οφείλουν επί της ουσίας να κατανοούν πως τα όσα εκπληκτικά έχει επιτύχει η Αθήνα έχουν προκύψει χάρη στη διάθεση αυτοθυσίας, στην επίγνωση του καθήκοντος και στη γενναιότητα των ίδιων των πολιτών της, αφού η Αθήνα και το μεγαλείο της δεν υφίστανται χωρίς τους πολίτες, όπως και οι πολίτες δεν μπορούν να απολαμβάνουν τα όσα απλόχερα τους διασφαλίζει η πόλη τους, αν δεν την προφυλάξουν με κάθε κόστος. Πρόκειται, δηλαδή, για μια σχέση αλληλεξάρτησης που προϋποθέτει πλήρη αφοσίωση των πολιτών στο κοινό καλό, το οποίο και διασφαλίζεται μέσα από την ισχυροποίηση της πόλης τους.
11. Να κρίνετε τη θέση του Περικλή, σύμφωνα με την οποία η θυσία για την πατρίδα πρέπει να πηγάζει από ερωτικό συναίσθημα προς αυτήν.
Ο Περικλής μίλησε και προηγουμένως (κεφ. 39, 41) για τη δύναμη της Αθήνας και για τη σχέση του πολίτη με την πόλη. Εδώ όμως συμπυκνώνονται όλες οι αντιλήψεις του σχετικά με το θέμα αυτό και ανάγονται σε πατριωτική ιδεολογία η οποία ενέπνεε τους Αθηναίους για πολλά χρόνια. Σύμφωνα με την ιδεολογία αυτή ο δεσμός του Αθηναίου με την πόλη του μετατρέπεται σε πνευματικό και ο πολίτης σε εραστή της πατρίδας. Την άποψη για τη λατρεία, το θαυμασμό και τον έρωτα προς τη δύναμη της πόλης πολλοί αποδίδουν στο Θουκυδίδη και όχι στον Περικλή. Ο Ι. Θ. Κακριδής σημειώνει: «Η θέρμη του Αθηναίου για την πόλη του, που φανερώνεται στο ‘καθ’ ἡμέραν θεᾶσθαι’, θα καταλήξει σε μιαν αγάπη δυνατή σαν τον έρωτα. Για να κερδίσει ξανά η φράση όλη την πρωταρχική της αξία, πρέπει να ανανεώσουμε μέσα μας το πάθος που έκλεινε τότε η ξεπλυμένη σήμερα λέξη εραστής, ακόμα να εκτιμήσουμε το βάρος που παίρνουν τα λόγια αυτά ειπωμένα από έναν άνθρωπο με τέτοιο ήθος και συναίσθηση ευθύνης, όπως ο Θουκυδίδης, ο μεγάλος αυτός θεατής της δύναμης της Αθήνας και εραστής της» (Ι. Θ. Κακριδής, ό.π., σ. 93). Ο Gomme όμως διατυπώνει το ερώτημα αν αυτή η θέση για την ερωτική σχέση πολίτη – πόλης θα μπορούσε να γραφεί μετά το 404. Τότε δηλαδή που η καταστροφή της Αθήνας έχει συντελεστεί. Επομένως δε θα είχαν θέση στην Ιστορία του Θουκυδίδη παρόμοιες μεγαλαυχίες, αν δεν αποτελούσαν αντιλήψεις του Περικλή (Βλ. Β. Κωνσταντινόπουλου, ό.π., σσ. 121-122).
12. Να επισημάνετε μέσα από τις αντιθέσεις που χρησιμοποιεί ο ρήτορας την προσφορά των νεκρών και την αντιπροσφορά εκ μέρους της πολιτείας.
Η πρώτη αντίθεση υπάρχει στις φράσεις «στηλῶν ἐπιγραφή» και «ἄγραφος μνήμη». Με την πρώτη φάση υποδηλώνεται κάτι το υλικό, ενώ με τη δεύτερη κάτι το ηθικό. Η «στηλῶν ἐπιγραφή» αποτελεί την έμπρακτη αναγνώριση της προσφοράς των νεκρών από τις επιγιγνόμενες γενιές και την εκδήλωση των αισθημάτων σεβασμού προς αυτούς. Σεβασμός όμως που εκδηλώνεται από τους μεταγενέστερους που εξακολουθούν να κατοικούν στον ίδιο γεωγραφικό χώρο. Η «ἄγραφος μνήμη» όμως της ανδρείας που επέδειξαν οι νεκροί και της δόξας την οποία κατέκτησαν διατηρείται στην καρδιά κάθε ανθρώπου πέρα από οποιουσδήποτε περιορισμούς τους οποίους θα μπορούσε να θέσει η καταγωγή, η φυλή, ο τόπος και ο χρόνος. Η δεύτερη αντίθεση περικλείεται στη φράση «καί οὐ μόνον σημαίνει, ἀλλά ἐνδιαιτᾶται», και υποδηλώνεται με αυτή η διαρκής ζωντανή παρουσία «τῆς γνώμης» των νεκρών. (Βλ. και Δ. Δρακόπουλος, Χ. Γ. Ρώμας, Θουκυδίδη Περικλέους Ἐπιτάφιος, Επικαιρότητα, Αθήνα 1989, σ. 115). Η τρίτη αντίθεση εντοπίζεται στη φράση «τῆς γνώμης μᾶλλον ἤ τοῦ ἔργου». Σύμφωνα με αυτήν ο ρήτορας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο γενναίο φρόνημα που επέδειξαν οι νεκροί και όχι στο αποτέλεσμα του αγώνα που διεξήγαγαν. Βεβαίως στην αναφορά αυτή του Περικλή θα μπορούσαμε ίσως να διαγνώσουμε την προσπάθεια δικαιολόγησης κάποιων αρνητικών εκβάσεων των προσπαθειών που καταβλήθηκαν από τους νεκρούς. Ίσως στο σημείο αυτό να έχουμε και την άποψη του Θουκυδίδη, σύμφωνα με την οποία η επιτυχία ή η επιτυχία ενός πολέμου πολλές φορές καθορίζεται όχι από τους σχεδιασμούς των ανθρώπων αλλά από παράγοντες εξωτερικούς που δεν είναι δυνατόν να σταθμιστούν. (Για τις αντιθέσεις, βλ. Γ. Ζηκίδου, Θουκυδίδου Ιστορίαι, Βιβλ. Β΄, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 1986, σσ. 105-106. Βλ. σχετικά και Σ. Γκίκα, ό.π., σ. 133).
13. Να αναλύσετε το περιεχόμενο της αποφθεγματικής φράσης «ἀνδρῶν ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος».
Ο Περικλής δε δίνει έμφαση στην αξία του τάφου ως μνημείο αλλά εξαίρει τη σημασία του τάφου ως ιδέα που ξεφεύγει από κάθε περιορισμό τον οποίο θέτει ο χώρος και ο χρόνος. Έχουμε δηλαδή εδώ μετάθεση από το μνημείο, όπου βρίσκονται θαμμένα τα σώματα των νεκρών (η τέφρα τους, για να ακριβολογήσουμε), στον τάφο ως ιδέα, στον τάφο δηλαδή «ἐν ὧ ἡ δόξα αὐτῶν παρά τῷ ἐντυχόντι αἰεί καί λόγου καί ἔργου καιρῷ ἀείμνηστος καταλείπεται. Σε κάθε πανηγυρισμό της πόλης η αναδρομή στη μνήμη των πεσόντων θα αποτελεί πηγή διδαγμάτων σε όλες τις επιγιγνόμενες γενιές. Αλλά και όταν οι άρχοντες θα μιλούν για τη γενναιότητα και το ψυχικό μεγαλείο που πρέπει να επιδεικνύουν οι πολίτες στα πεδία των μαχών, θα προβάλλουν τους προκείμενους νεκρούς ως σύμβολο του ιδανικού πολίτη, ως πρότυπο ανδρείας και αρετής. (Βλ. και Α. Γεωργοπαπαδάκος, ό.π., σ. 130). Είναι χαρακτηριστικό ότι εδώ ο ρήτορας δεν κάνει αντιδιαστολή «λόγου» και «έργου», όπως έκανε πολλές φορές μέχρι το σημείο αυτό του Επιταφίου. Η εξήγηση δίνεται με την προηγούμενη ακριβώς παρατήρηση. Με το γεγονός δηλαδή ότι οι προκείμενοι νεκροί θα χρησιμοποιούνται ως παράδειγμα και για να μνημονεύσει κάποιος με λόγο την προσφορά τους αλλά και να αποδείξει με έργα ότι ακολουθεί το παράδειγμά τους στην πορεία προς την επιτέλεση του καθήκοντός του να υπηρετήσει τις μεγάλες ιδέες, τις μεγάλες αξίες και τα μεγάλα ιδανικά.
14. «καί οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῆ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλά καί ἐν τῇ μή προσηκούσῃἄγραφος μνήμη παρ’ ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἤ τοῦἔργου ἐνδιαιτᾶται»: Να προσδιορίσετε το περιεχόμενο των αντιθέσεων που υπάρχουν στο παραπάνω απόσπασμα.
Με τη φράση αυτή ο ρήτορας δεν υπονοεί ότι οι νεκροί θα μπορούσαν να είχαν ταφεί σε οποιαδήποτε χώρα, αλλά ότι η μνήμη τους διατηρείται στη θύμηση όλων των ανθρώπων, όχι μόνον «ἐν τῇ οἰκείᾳ» αλλά και «ἐν τῇ μή προσηκούσῃ». Με το να δώσουν ό,τι πολυτιμότερο είχαν, δηλαδή την ίδια τους τη ζωή, απέκτησαν δόξα που δεν περιορίζεται στα εδαφικά όρια της Ελλάδας, αλλά επεκτείνεται και παίρνει οικουμενική διάσταση. Τα ιδανικά για τα οποία έπεσαν δεν έχουν απλώς πανελλήνιο χαρακτήρα, αλλά πανανθρώπινο. Εμπίπτουν στη σφαίρα του διατοπικού, του διαχρονικού και του οικουμενικού. Όσοι υπήρξαν «ἐπιφανεῖς» δεν είναι δυνατόν να ανήκουν στους ανθρώπους μίας μόνο χώρας και μίας εποχής. Ανήκουν στους ανθρώπους κάθε χώρας και κάθε εποχής. Γιατί γίνονται πρότυπα ανδρείας και αρετής για κάθε άνθρωπο όλων των εποχών που μάχεται για την επικράτηση των υψηλών ιδεών και αξιών, για την υπερίσχυση των ευγενών ιδανικών που δίνουν ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο στην ανθρώπινη ύπαρξη. (Βλ. Δημ. Λυπουρλής, «ἀνδρῶν ἐπι-φανῶν πᾶσα γῆ τάφος», περ. Φιλόλογος, Θεσσαλονίκη, Άνοιξη 1997, σσ. 31-43).
15. Γιατί ο Περικλής στο κεφάλαιο 43, που αποτελεί τη μετάβαση στις προτροπές προς τους επιζώντες, επανέρχεται στον έπαινο των νεκρών;
Η επαναφορά στον έπαινο των νεκρών γίνεται προκειμένου να δοθεί στους επιζώντες ένα άξιο παράδειγμα προς μίμηση. Όπως χαρακτηριστικά, άλλωστε, αναφέρει ο ρήτορας: «Αὐτοὺς ἀκριβῶς ἔχοντας τώρα γιὰ παράδειγμα καὶ μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι εὐτυχία εἶναι ἡ ἐλευθερία, καὶ ἐλευθερία ἡ δυνατὴ ψυχή, μὴ δειλιάζετε μπροστὰ στοὺς κινδύνους τοῦ πολέμου». Οι προτροπές προς τους επιζώντες συνδυάζονται επί της ουσίας με τον έπαινο των νεκρών, εφόσον, κατά την άποψη του Περικλή, εκείνοι αποτελούν το καλύτερο δυνατό παράδειγμα γενναιότητας, αφοσίωσης στο καθήκον και αγάπης στην πατρίδα. Ως εκ τούτου, ο ρήτορας δεν απομακρύνεται από το βασικό στόχο του κεφαλαίου, τη διατύπωση, δηλαδή, προτροπών προς τους επιζώντες, τον υλοποιεί, ωστόσο, μέσω ενός πρόσθετου επαίνου για το ήθος των νεκρών του πολέμου.
16. «καί τό εὔδαιμον τό ἐλεύθερον, τό δ’ ἐλεύθερον τό εὔψυχον κρίναντες»: Να αναλύσετε το περιεχόμενο του παραπάνω συλλογισμού.
Με το συλλογισμό αυτό ο Περικλής θεωρεί την ευψυχία ως βασική προϋπόθεση τόσο των ηθικών όσο και των υλικών αγαθών. Αν εννοήσουμε το συνδετικό ρήμα «ἐστί» ο συλλογισμός που προκύπτει είναι:
«τό ἐλεύθερον (ἐστί) τό εὔδαιμον
τό εὔψυχον (ἐστί) τό ἐλεύθερον
Άρα τό εὔψυχον (ἐστί) τό εὔδαιμον»
Προϋπόθεση λοιπόν της ευδαιμονίας είναι η ελευθερία, αφού αυτή διαμορφώνει τις συνθήκες απόκτησης και απόλαυσης όλων των αγαθών που κάνουν τη ζωή ευχάριστη. Η αναφορά του ρήτορα περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο την εθνική ελευθερία, γιατί η ατομική αλλά και η συλλογική ευδαιμονία απ’ αυτήν πηγάζουν. Ο άνθρωπος ως ελεύθερο ον αδυνατεί να ζήσει υπό συνθήκες ανελευθερίας. Γι’ αυτό, όταν η εθνική ελευθερία απειλείται, αψηφά τους κινδύνους και μπαίνει στο πεδίο της μάχης προκειμένου να αποκρούσει όσους την επιβουλεύονται. Σ’ αυτές ακριβώς τις στιγμές χρειάζεται να επιδείξει ευψυχία, γιατί έτσι μόνο θα εξακολουθήσει να ζήσει ελεύθερος και να απολαμβάνει τα αγαθά της ευδαιμονίας. (Βλ. σχετικά Ι. Μπάρμπα, ό.π., σσ. 201-202 και Ι. Θ. Κακριδή, ό.π., σσ. 99-100).
17. Γιατί, σύμφωνα με τον Περικλή, οι Αθηναίοι δεν πρέπει να φοβούνται τους πολεμικούς κινδύνους;
Σύμφωνα με τον Περικλή, οι Αθηναίοι δεν πρέπει να φοβούνται τους πολεμικούς κινδύνους, γιατί οι πρόγονοί τους και κυρίως οι προκείμενοι νεκροί, μπορούν να αποτελέσουν πρότυπα ανδρείας. Η μίμηση αυτών από τους επιζώντες θα τους οδηγήσει στην κατάκτηση ακόμη περισσότερων ηθικών και υλικών αγαθών, αλλά προπάντων θα συντελέσει στη διατήρηση της ελευθερίας. Θα συντελέσει δηλαδή στη διαμόρφωση των συνθηκών εκείνων που θα τους επιτρέπει να απολαύσουν την ευδαιμονία τους. Είναι προφανές ότι ο Περικλής στο σημείο αυτό προσπαθεί να τονώσει το ηθικό των Αθηναίων και να τους πείσει ότι πρέπει να συνεχίσουν τον πόλεμο, αν οι περιστάσεις το απαιτήσουν. Ο John H. Finley παραλληλίζει την προτροπή αυτή του Περικλή με τα λόγια του Αρχίδαμου: «Στην ευνομία μας χρωστούμε και την πολεμική μας αρετή και την πολιτική μας σωφροσύνη και τούτο επειδή το αίσθημα της τιμής συνδέεται στενά με τη σωφροσύνη και η γενναιότητα με το αίσθημα της ντροπής». Παρατηρεί όμως εύστοχα ότι ο Αρχίδαμος είχε να παρουσιάσει μια πειθαρχία που είχε ως βάση της τους περιορισμούς, ενώ ο Περικλής προβάλλει την ελπίδα μιας πληρέστερης και πιο ανθρωπιστικής ελευθερίας. (Βλ. J. H. Finley, ό.π., σ. 155).
18. Να ερμηνεύσετε τη θέση του Περικλή, σύμφωνα με την οποία είναι πιο δίκαιο να μάχονται υπέρ της πατρίδας οι πλούσιοι παρά οι φτωχοί και οι δυστυχισμένοι.
Η θέση αυτή του Περικλή βασίζεται στη σκέψη πως οι πλούσιοι -και όσοι γενικώς έχουν μια ευτυχισμένη ζωή- έχουν πολύ περισσότερα να χάσουν απ’ ό,τι οι φτωχοί πολίτες και όσοι είναι δυστυχισμένοι. Όσοι δυστυχούν ήδη, άλλωστε, ακόμη κι αν η πόλη τους ηττηθεί και υποστεί σημαντικές οικονομικές συνέπειες, δεν πρόκειται να βιώσουν τόσο έντονα τη νέα κατάσταση, αφού έχουν μάθει να ζουν υπό δύσκολες συνθήκες. Αντιθέτως, οι ευκατάστατοι πολίτες, που έχουν συνηθίσει έναν άνετο τρόπο ζωής, θα βιώσουν πολύ έντονα τις όποιες συνέπειες μιας ήττας, αφού θα τους είναι δύσκολο να διαχειριστούν τις πρωτόγνωρες για αυτούς δυσχέρειες. Υπ’ αυτή την έννοια εκείνοι που είναι πιο ευάλωτοι απέναντι στις αρνητικές αλλαγές που θα προκύψουν, αν η πόλη ηττηθεί και χάσει την ισχύ της, είναι οι πολίτες που ευημερούν εκμεταλλευόμενοι τη δύναμη της πόλης τους. Ως εκ τούτου, οι πλούσιοι και ισχυροί θα έπρεπε να δίνουν μεγαλύτερη σημασία στην προφύλαξη της πόλης τους, αφού αυτοί κινδυνεύουν να βιώσουν δραματικότερες αλλαγές στη ζωή τους σε σχέση με τους οικονομικά ασθενέστερους συμπολίτες τους.
19. «ἀλγεινοτέρα γάρ ἀνδρί γε φρόνημα ἔχοντι ἡ μετά τοῦ μαλακισθῆναι κάκωσις ἤὁ μετά ῥώμης καί κοινῆς ἐλπίδος ἅμα γιγνόμενος ἀναίσθητος θάνατος»: Να αναλύσετε το περιεχόμενο του αποσπάσματος.
Σύμφωνα με τα πρότυπα ανδρείας και γενναιότητας που ίσχυαν κατά την αρχαιότητα το να εγκαταλείψει ένας πολεμιστής το πεδίο της μάχης αποτελούσε πηγή μεγάλης ταπείνωσης, εφόσον σήμαινε παραδοχή δειλίας και έλλειψη αφοσίωσης στην πατρίδα και τους συναγωνιστές του. Ως εκ τούτου, κάθε γενναίος άνδρας προτιμούσε να πεθάνει στο πεδίο της μάχης, παρά να γίνει «ρίψασπις» και να βιώσει την ταπείνωση να τον θεωρούν δειλό. Ο θάνατος, άλλωστε, που έρχεται τη στιγμή της μάχης μέσα στην ένταση του αγώνα είναι σχεδόν ανεπαίσθητος, εφόσον εκείνη την ώρα ο πολεμιστής είναι δοσμένος στον κοινό αγώνα και η σκέψη του είναι αφοσιωμένη σε όσα διαδραματίζονται μπροστά του. Δεν έχει το χρόνο να αισθανθεί φόβο ή δειλία. Πολεμά με την προσδοκία της νίκης και αν τραυματιστεί θανάσιμα, το τραύμα αυτό τον βρίσκει στο αποκορύφωμα της ανδρείας του και της αγωνιστικής του έντασης.
1. Με ποια επιχειρήματα ο Περικλής δικαιολογεί τη μακρηγόρησή του για την πόλη;
Ο Περικλής δικαιολογεί τη διεξοδική του αναφορά στα της πόλης επικαλούμενος δύο βασικές αιτίες. Αρχικά η αναλυτική παρουσίαση των τρόπων και της αξίας της Αθήνας αποσκοπεί στο να αντιληφθούν οι ακροατές του πως οφείλουν να αγωνίζονται με αποφασιστικότητα, εφόσον προασπίζονται πολύ πιο ουσιώδη προνόμια απ’ ό,τι οι αντίπαλοί τους, οι οποίοι δεν ζουν σε πόλεις ανάλογης ανάπτυξης. Η Αθήνα προσφέρει στους πολίτες της πολύ περισσότερα και πολύ πιο σημαντικά οφέλη απ’ ό,τι οι άλλες πόλεις. Κατά δεύτερον, πρόθεση του ρήτορα ήταν να στηρίξει το εγκώμιό του για τους νεκρούς του πολέμου σε αδιαμφισβήτητες αποδείξεις. Ως εκ τούτου ο Περικλής έχει καλύψει ήδη το μεγαλύτερο μέρος του εγκωμίου του, εφόσον η Αθήνα και οι πολίτες της επί της ουσίας ταυτίζονται. Υπ’ αυτή την έννοια, όσα επαινετικά έχει αναφέρει για την πόλη της Αθήνας αφορούν και τους νεκρούς αυτού του πολέμου, καθώς και προηγούμενων, διότι στη δική τους γενναιότητα έχουν βασιστεί όλα τα σημαντικά επιτεύγματα της πόλης για την οποία θυσιάστηκαν. Οι γενναίοι αυτοί πολίτες δεν θα είχαν αποκτήσει το φρόνημά τους, αν δεν είχαν γαλουχηθεί με τις αρχές μιας τέτοιας πόλης, αλλά και αντίστροφα η πόλη αυτή δεν θα είχε γνωρίσει την ανάπτυξη και το μεγαλείο της, αν δεν είχε πολίτες τέτοιας ποιότητας και τέτοιου θάρρους.
2. Ενώ ο έπαινος των νεκρών αρχίζει στο κεφάλαιο 42, ο Περικλής δηλώνει ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού του επαίνου έχει λεχθεί. Πώς δικαιολογείται αυτό;
Ο Περικλής διαμορφώνει έναν επιτάφιο λόγο που παρεκκλίνει σημαντικά από το σύνηθες πρότυπο, φανερώνοντας πως πρόθεσή του -ή πρόθεση του Θουκυδίδη- είναι να υμνηθεί πρωτίστως η Αθήνα και το πολίτευμά της. Για τον λόγο αυτό, όταν ξεκινά ο έπαινος των νεκρών, ο ρήτορας δηλώνει πως το μεγαλύτερο μέρος του επαίνου τους έχει ήδη ειπωθεί, εφόσον επί της ουσίας η πόλη και οι πολίτες της ταυτίζονται. Όσα, επομένως, έχουν λεχθεί στα προηγούμενα κεφάλαια για την Αθήνα αποτελούν συνάμα μέρος του επαίνου των νεκρών. Όπως το αντιλαμβάνεται ο ρήτορας, άλλωστε, οι δύο έννοιες -πόλη και πολίτες- είναι αλληλένδετες, οπότε κάθε έπαινος για την πόλη είναι έπαινος για τους νεκρούς και αντιστρόφως το ίδιο. Η Αθήνα δεν θα μπορούσε να φτάσει στο μεγαλείο που έφτασε, αν δεν είχε πολίτες πρόθυμους να αγωνιστούν για εκείνη, και οι πολίτες αυτοί δεν θα είχαν τέτοιο θάρρος και τέτοια αποφασιστικότητα, αν δεν καλούνταν να πολεμήσουν για μια πόλη τέτοιας σημασίας και σπουδαιότητας.
3. «καί οὐκ ἄν πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη»: Πώς παρουσιάζεται από το ρήτορα η σχέση «λόγων - ἔργων» στη φράση αυτή;
Στα περισσότερα σημεία του Ἐπιταφίου η σχέση «λόγων - ἔργων» είναι αντιθετική. Υπάρχει μεταξύ τους μια δυσαρμονία που απομακρύνει τους μεν από τα δε. Εδώ όμως λόγος και έργα ταυτίζονται και βρίσκονται σε ισορροπία. Ο λόγος δεν περιέχει ωραιολογίες, υπερβολές και κομπασμούς, δεν εκπορεύεται από υπέρμετρη εγκωμιαστική διάθεση, αλλά βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις ηρωικές πράξεις των νεκρών. Είναι προφανής η προσπάθεια του Περικλή να μην παρουσιάσει αποκλειστικά τους Αθηναίους ως τους μόνους από τους Έλληνες που χαρακτηρίζονται από αυτή την ισορροπία λόγων - έργων. Για τους νεκρούς όμως που τιμούνται με τη παρούσα τελετή ισχύει κάτι το μοναδικό, γιατί αυτοί με τα κατορθώματα τους έχουν καταφέρει να συγκεράσουν κατά τρόπο «ἰσόρροπον» τα λόγια με τα έργα. Είναι πάντως άξιο παρατήρησης ότι τα έργα αυτά δεν αναφέρονται συγκεκριμένα, αλλά θα προσδιοριστούν με την επίδειξη υψηλού και γενναίου φρονήματος εκ μέρους του Αθηναίου στο πεδίο της μάχης. Φρόνημα που δικαιολογημένα δημιούργησε τη μεγάλη φήμη των Αθηναίων μεταξύ όλων των Ελλήνων. Ίσως στο σημείο αυτό να υπαινίσσεται τους Λακεδαιμονίους οι οποίοι παρουσιάζονται με φήμη η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται στα έργα. Γιατί στους Σπαρτιάτες υπερίσχυε ο λόγος σε σύγκριση με τα έργα. Στο Α, 69, 4 ο Θουκυδίδης επισημαίνει σχετικά: «ἡσυχάζετε μέν γάρ μόνοι Ἑλλήνων, ὦ Λακεδαιμόνιοι, οὐ τῇ δυνάμει τινά, ἀλλά τῇ μελλήσει ἀμυνόμενοι, καί μόνοι οὐκ ἀρχομένην τήν αὔξησιν τῶν ἐχθρῶν, διπλασιουμένην δέ καταλύοντες. καίτοι ἐλέγεσθε ἀσφαλεῖς εἶναι, ὧν ἄρα ὁ λόγος τοῦ ἔργου ἐκράτει».
4. Ποια είναι η έννοια της φράσης «ἀνδρός ἀρετή»;
Οι τιμώμενοι νεκροί απέδειξαν την ανδρεία και τη γενναιότητά τους στο πεδίο της μάχης με την υπέρτατη πράξη αυτοθυσίας. Η ἀρετή του ἀνδρός είναι η γενναιότητά του, εφόσον βασικό μέρος των υποχρεώσεών του είναι η προφύλαξη της πατρίδας του σε περίπτωση κινδύνου. Στο πλαίσιο, άρα, μιας πολεμικής σύγκρουσης μέγιστη αρετή ενός άνδρα είναι να σταθεί αντάξιος της θέσης και των υποχρεώσεών του και να πολεμήσει με ανδρεία, χωρίς να δειλιάσει απέναντι στον άμεσο κίνδυνο για τη ζωή του. Έτσι, αν ο όρος «αρετή» λαμβάνει διαφορετική έννοια σε άλλες περιστάσεις, όταν σχετίζεται με τον πόλεμο και τις μάχες ταυτίζεται κυρίως με την έννοια της γενναιότητας.
5. Ποιο γεγονός αποδεικνύει την ανδραγαθία των νεκρών, σύμφωνα με τον Περικλή; Να επισημάνετε το σχετικό απόσπασμα και να αναλύσετε τις ιδέες που περιέχει.
«δοκεῖ δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή.»
Η θυσία για την πατρίδα αποτέλεσε το γεγονός που απέδειξε την ανδραγαθία των νεκρών, οι οποίοι ανεξάρτητα από την ηλικία, το προσωπικό τους ήθος ή την οικονομική τους κατάσταση επέλεξαν να μείνουν στη μάχη και να πεθάνουν για χάρη της πατρίδας τους. Πρόκειται για την υπέρτατη θυσία, εφόσον έθεσαν το κοινό όφελος και την κοινή σωτηρία πάνω από τη δική τους ζωή ή το δικό τους συμφέρον. Κατόρθωσαν, έτσι, να κερδίσουν τη δόξα του πατριώτη και του γενναίου άνδρα, ανεξάρτητα από το πώς είχαν ζήσει ως εκείνη τη στιγμή, αφού η αυτοθυσία τους αποτέλεσε εξαγνιστικό για εκείνους γεγονός.
6. Ποια είναι η σημασία του θανάτου για την πατρίδα, από ηθική άποψη;
Σύμφωνα με τον Περικλή, ο θάνατος για την πατρίδα λειτουργεί με τρόπο εξαγνιστικό για όσες αδυναμίες επέδειξαν οι νεκροί κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Ως άνθρωποι είναι φυσικό να παρουσίασαν και αυτοί ελαττώματα στην ιδιωτική και δημόσια ζωή που όμως επισκιάζονται πλήρως από την υπέρτατη πράξη της αυτοθυσίας. Κι αν ακόμη στην ιδιωτική τους ζωή τους «ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν», προκάλεσαν δηλαδή κάποια βλάβη, «κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν», προσέφεραν υπηρεσίες πολύ υψηλότερες στην κοινή υπόθεση της πόλης. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο παρατίθενται οι αντιθέσεις «ἀγαθῷ - κακόν», «κοινῶς - ἐκ τῶν ἰδίων», «ὠφέλησαν - ἔβλαψαν». Ενώ δηλαδή ο Θουκυδίδης διατυπώνει μια γενική κρίση, μια άποψη που ισχύει διαχρονικά, δε χρησιμοποιεί χρόνο ενεστώτα αλλά αόριστο. Έτσι η άποψη για την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία δεν παρουσιάζεται ως δυνατή αλλά ως συντελεσμένο γεγονός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. (Βλ. Ι. Θ. Κακριδής ό.π., σ. 81).
7. Ποιες κατηγορίες νεκρών διακρίνει ο ρήτορας και τι αναφέρει για καθεμιά;
Ο ρήτορας επιδιώκει να αναδείξει πως παρά τις μεταξύ τους διαφορές όλοι όσοι θυσιάστηκαν για την πόλη τους απέδειξαν τόσο το θάρρος τους όσο και την αφοσίωσή τους στην κοινή τους πατρίδα. Αναφέρεται, έτσι, σε εκείνους που ήταν νέοι και σε εκείνους που ήταν μεγαλύτεροι «Καὶ πιστεύω ὅτι τὸ τέλος τους τώρα ἐπιβεβαιώνει τὴ γενναιότητα τοῦ ἄνδρα, ὡς πρῶτο μήνυμα καὶ ὕστατη ἐπισφράγιση». Στο πλαίσιο της αναφοράς αυτής ο ρήτορας δίνει έμφαση στο γεγονός πως επιβεβαιώθηκε η γενναιότητα των αγωνιστών είτε ήταν πρώτο φανέρωμα λόγω του νεαρού της ηλικίας τους ήταν η ύστατη πράξη τους λόγω της μεγάλης ηλικίας τους.
Αναφέρεται, επίσης, ο ρήτορας σε εκείνους που είχαν ορισμένα ελαττώματα στον χαρακτήρα τους «Διότι, ναί, ἀκόμη καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀπὸ ἄλλη ἄποψη ὑστεροῦν, δίκαιο εἶναι ἡ παλληκαριά τους στὸν πόλεμο γιὰ τὴν πατρίδα νὰ μετράει πρῶτο. Ἔσβησαν ἐντελῶς τὸ κακὸ διαμέσου τοῦ καλοῦ καὶ μὲ αὐτὸ ὠφέλησαν τὴν κοινὴ προσπάθεια περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι τὴν ἔβλαψαν μὲ τὰ λάθη στὸν ἰδιωτικὸ βίο τους». Σε αυτή την κατηγορία θα μπορούσαν να αναφερθούν και οι πολίτες των οποίων ο χαρακτήρας ήταν άρτιος. Ο ρήτορας, ωστόσο, επικεντρώνεται μόνο σε εκείνους που επιδείκνυαν στην προσωπική τους ζωή την τάση να κάνουν λάθη, προκειμένου να επισημάνει πως κάθε τους λάθος και κάθε ζημία που προκάλεσαν με τα λάθη τους έχει διαγραφεί χάρη στη γενναιότητα και την αυτοθυσία τους για χάρη της πατρίδας.
Τέλος, ο ρήτορας διαχωρίζει τους πολίτες σε πλούσιους και φτωχούς, τονίζοντας πως κανένας τους δεν δείλιασε, έστω κι αν θα είχε προσωπικούς λόγους να θελήσει να αποφύγει τη μάχη «Κανένας τους δὲν δείλιασε. οὔτε πλούσιος, προτιμώντας νὰ ἐξακολουθήσει νὰ ἀπολαμβάνει τὰ πλούτη του, οὔτε φτωχός, ἐλπίζοντας ἀκόμη πὼς θὰ μποροῦσε νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴ φτώχεια καὶ νὰ πλουτίσει, δὲν προσπάθησε νὰ ἀναβάλει τὸ κακό».
8. Γιατί ο πλούτος και η φτώχια, κατά τον Περικλή, μπορεί να αποτρέψει τους πολεμιστές από τη θυσία;
Τόσο η ύπαρξη πλούτου όσο και η απουσία του μπορεί, σύμφωνα με τον Περικλή, να λειτουργήσει αποτρεπτικά στη θέληση ενός πολίτη να προχωρήσει στην υπέρτατη πράξη θυσίας. Ο πολίτης εκείνος που είναι πλούσιος ενδέχεται να θελήσει να διαφυλάξει τη ζωή του προκειμένου να απολαύσει τα πλούτη του και την εύκολη ζωή που αυτά του προσφέρουν. Ο φτωχός πολίτης, από την άλλη, ενδέχεται να επιδιώξει να ζήσει προκειμένου μέσω της εργασίας και της συνεχούς προσπάθειας να αποκτήσει κι εκείνος πλούτη και να κατορθώσει, έτσι, να γνωρίσει μια πιο άνετη ζωή.
9. Να αναφέρετε τις απόψεις που διατύπωσε ο Περικλής για τον πλούτο και τη φτώχια στο κεφάλαιο 40 και να τις συγκρίνετε με όσες περιέχονται στο κεφάλαιο 42 για το ίδιο θέμα.
Οι απόψεις που εκφράζει ο Περικλής για τη φτώχεια είναι ίδιες και στα δύο κεφάλαια, εφόσον εκείνος που είναι φτωχός οφείλει και επιδιώκει να αποφύγει την κατάσταση αυτή μέσω της εργασίας και της συνεχούς προσπάθειας. Οι απόψεις του, ωστόσο, για τον πλούτο παρουσιάζουν μια ουσιώδη διαφορά, εφόσον στο Κεφάλαιο 40 παρουσιάζει την ύπαρξη πλούτου ως αφορμή για κοινωφελή δράση, ενώ στο Κεφάλαιο 42 δίνει έμφαση στην καλοπέραση που διασφαλίζει ο πλούτος στα άτομα. Γίνεται, έτσι, αντιληπτό πως στην αρχική του αναφορά ο Περικλής είχε παραλείψει τα οφέλη του πλούτου για το πλούσιο άτομο και είχε επικεντρωθεί στο πώς τον αξιοποιούν προς όφελος της πόλης τους, θέλοντας να τονίσει το ήθος των Αθηναίων. Στο Κεφάλαιο 42, ωστόσο, καθώς παρουσιάζει τις ποικίλες διαφορές μεταξύ των πολιτών δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει πως οι πλούσιοι απολαμβάνουν μια πιο ευχάριστη ζωή.
10. Να επισημάνετε το σημείο στο οποίο δηλώνεται η μεγάλη σημασία που απέδιδαν οι Αθηναίοι στην τιμωρία των εχθρών και να δικαιολογήσετε την άποψη του ρήτορα.
Ο ρήτορας επισημαίνει πως για τους Αθηναίους αγωνιστές ήταν πιο σημαντική η τιμωρία των εχθρών παρά η συνέχιση της ίδιας τους της ζωής είτε ήταν πλούσιοι για να απολαμβάνουν τα πλούτη τους είτε ήταν φτωχοί για να επιδιώξουν τον πλουτισμό τους. Εμφανίζει, δηλαδή, τους πολίτες να θεωρούν πως η προστασία της πόλης τους και η σθεναρή αντιμετώπιση εκείνων που τολμούν να την απειλούν είναι ο «ωραιότερος» αγώνας, εφόσον τους δίνει την ευκαιρία να πολεμήσουν και να θυσιαστούν για ό,τι είναι πιο πολύτιμο για εκείνους, για την πόλη τους.
Αν οι πολίτες προτιμούσαν να εγκαταλείψουν τη μάχη για να ασχοληθούν με την προσωπική τους ζωή, θα έθεταν τότε σε κίνδυνο την πόλη τους και κατ’ επέκταση τόσο την ύπαρξή τους όσο και τις περιουσίες τους. Θα ήταν, άρα, μια ανώφελη επιλογή ο εγωκεντρισμός, εφόσον χωρίς την πόλη τους δεν έχουν τίποτε οι ίδιοι και δεν μπορούν να επιδιώξουν το προσωπικό τους όφελος. Μόνο αν διασωθεί η πόλη μπορεί να υπάρξει συνέχεια της ζωής για τους πολίτες. Έχουν, άρα, οι πολίτες της Αθήνας πλήρη επίγνωση του γεγονότος πως η προστασία της πατρίδας τους υπερέχει έναντι οποιασδήποτε άλλης επιδίωξης, εφόσον αν πέσει η πόλη τους, καταρρέει και η δική τους ζωή.
11. Από ποιους παράγοντες εξαρτάται η έκβαση των πολεμικών γεγονότων κατά τον Θουκυδίδη; Να αιτιολογήσετε την άποψή σας παραπέμποντας σε στοιχεία του κειμένου.
Οι προκείμενοι νεκροί ρίχτηκαν στους πολεμικούς κινδύνους «ἐλπίδι τό ἀφανές τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες». Δεν ήταν βέβαιοι δηλαδή για τη θετική έκβασή τους αλλά έτρεφαν γι’ αυτήν ελπίδες. Ούτε όμως τους αντιμετώπιζαν με μοιρολατρική διάθεση. Απεναντίας έδειχναν γενναιότητα σώματος και ψυχής χωρίς να υποκύπτουν στις όποιες δυσκολίες, επειδή γνώριζαν ότι η νίκη θα μπορούσε να προέλθει μόνο με τη διατήρηση υψηλού φρονήματος. Το αποτέλεσμα ενός αγώνα, σύμφωνα με το Θουκυδίδη είναι δυνατόν μερικές φορές να κριθεί από παράγοντες που δεν σταθμίζονται, που δεν μπορούν να προβλεφθούν από τον άνθρωπο. Η τύχη παρεμβάλλεται και τρέπει τα πράγματα προς κατευθύνσεις που δεν μπορούν να προσδιορισθούν από τον άνθρωπο. «Οι φιλόσοφοι, που είχαν αποκαλύψει το βασίλειο του Φυσικού Νόμου, δεν είχαν γράψει μάταια για το Θουκυδίδη. Η τύχη σημαίνει γι’ αυτόν ό,τι σημαίνει και για μας, δε σημαίνει παρέμβαση εξωτερικής θελήσεως η πείσματος, απλούστατα παριστάνει ένα στοιχείο που δεν μπορούσε να προειπωθεί. Αναγνωρίζει τη δράση του αγνώστου, δεν αναγνωρίζει τη δράση κρυφών δυνάμεων και περιορίζει το άγνωστο στο ελάχιστο της σημασίας του για την ανθρώπινη ζωή. Ο μεγάλος φιλόσοφος Δημόκριτος από τα Άβδηρα είχε πει: «Η τύχη είναι ένα είδωλο που οι άνθρωποι συνηθίζουν να το δέχονται λόγω της πνευματικής τους αδυναμίας. Πραγματικά η τύχη σπάνια συγκρούεται με τη σοφία. Στα πιο πολλά προβλήματα της ζωής μια διάνοια διαυγής μπορεί ν’ ασκήσει τη μαντεία με επιτυχία. Τα λόγια αυτά του Δημόκριτου πρέπει να χρησίμευαν σαν απόφθεγμα για το Θουκυδίδη». (John B. Bury, ό.π, σσ. 111-112).
12. Να αναλύσετε την αντίθεση ανάμεσα στο «ἀφανές» και στο «ὁρώμενον» σύμφωνα με όσα αναφέρει ο ρήτορας.
Για τους πολεμιστές της Αθήνας η τελική έκβαση της μάχης αποτελούσε κάτι το άδηλο -αφανές-, εφόσον δεν μπορούσαν να γνωρίζουν, αν η πόλης τους θα κερδίσει ή θα χάσει. Έτσι, για το άδηλο αυτό αποτέλεσμα είχαν απλώς την ελπίδα μιας αίσιας κατάληξης. Εκείνο, όμως, που έβλεπαν μπροστά τους, τις δυνάμεις, δηλαδή, του εχθρού θεώρησαν πως μπορούν να το αντιμετωπίσουν μόνο με το να βασιστούν στο δικό τους θάρρος και στην αποφασιστικότητά τους. Ρίχτηκαν, έτσι, στη μάχη με γενναιότητα, έστω κι αν δεν υπήρχε κανένας τρόπος να γνωρίζουν ποιο θα είναι το αποτέλεσμα.
Η αντίθεση, επομένως, αυτή που προβάλλει από τη μία το απρόβλεπτο της τελικής κατάληξης κι από την άλλη την προσπάθεια του ατόμου, εντοπίζεται σε κάθε «αγώνα» των ανθρώπων είτε αυτός είναι κυριολεκτικός είτε μεταφορικώς, εφόσον οι άνθρωποι ποτέ δεν γνωρίζουν το τελικό αποτέλεσμα για ό,τι κι αν προσπαθήσουν.
13. «καί δι’ ἐλαχίστου καιροῦ τύχης ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἤ τοῦ δέους ἀπηλλάγησαν»: Να αναλύσετε το περιεχόμενο της φράσης αναφέροντας τις πιο πιθανές ερμηνείες της.
Η συγκεκριμένη φράση μπορεί να μεταφραστεί και κατ’ επέκταση να γίνει κατανοητή με διάφορους τρόπους, χωρίς να υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα για το πώς την εννοούσε ο ίδιος ο ρήτορας. Ενδεικτικά η φράση αυτή μπορεί να αποδοθεί, μεταξύ άλλων, με τους εξής τρόπους:
α) Σύμφωνα με τη μετάφραση του σημαντικότατου Έλληνα πολιτικού, Ελευθέριου Βενιζέλου: «συγχρόνως εις στιγμήν ωρισμένην υπό της ειμαρμένης μετήλλαξαν βίον, όχι τρέμοντας από φόβον, αλλά περιβαλλόμενοι από τον φωτοστέφανον της δόξης».
Αν η φράση μεταφραστεί κατ’ αυτό τον τρόπο τότε την καθορισμένα από τη μοίρα στιγμή του θανάτου τους οι τιμώμενοι νεκροί δεν αισθάνονταν φόβο -όπως θα ήταν λογικό εξαιτίας του άμεσου κινδύνου-, αλλά βρίσκονταν στο απόγειο του ηρωισμού τους.
β) Η ίδια φράση, ωστόσο, μπορεί να μεταφραστεί διαφορετικά αν η λέξη «δόξα» λάβει το νόημα της κρίσης, της εικασίας ή της γνώμης που έχουν οι άλλοι, καθώς τότε ενδέχεται να λάβει το νόημα ότι πεθαίνοντας γλίτωσαν από την εντύπωση των άλλων ότι νιώθουν φόβο παρά από τον φόβο. Τη στιγμή του θανάτου τους, δηλαδή, εκείνοι δεν ένιωθαν πράγματι φόβο, εφόσον βρίσκονταν σε στιγμή έξαρσης του θάρρους τους, οι άλλοι, ωστόσο, θα θεωρούσαν δεδομένο πως εκείνοι φοβούνται, αφού το συναίσθημα αυτό είναι συνδεδεμένο με τον κίνδυνο της μάχης.
γ) Παραπλήσια είναι η ερμηνεία ότι πέθαναν καθώς επιδίωκαν την αιώνια δόξα, αφού θα απαλλάσσονταν από τη ντροπή να τους θεωρούν δειλούς. Οι Αθηναίοι, άλλωστε, δεν φοβούνται, όμως μόνο η θυσία και ο θάνατος μπορεί να το αποδείξει περίτρανα αυτό. Έτσι, με τον θάνατο οι πολεμιστές εκείνοι δεν απαλλάχτηκαν από τον πραγματικό φόβο, αφού δεν αισθάνθηκαν ποτέ κάτι τέτοιο˙ απαλλάχτηκαν από την εντύπωση των άλλων ότι φοβούνται.
14. Γιατί ο έπαινος των νεκρών από τον Περικλή δεν περιέχει καμιά αναφορά σε συγκεκριμένα πρόσωπα και γεγονότα;
Είναι γεγονός ότι θα περίμενε κανείς από τον Περικλή να αναφερθεί σε συγκεκριμένα πολεμικά γεγονότα τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους κάποιοι άνθρωποι. Εν τούτοις ο ρήτορας αποφεύγει αυτή τη συγκεκριμενοποίηση προσώπων και γεγονότων, γιατί σκοπός του είναι να εξάρει την ψυχική διάθεση με την οποία ο Αθηναίος ρίχνεται στους πολεμικούς κινδύνους. Έτσι λοιπόν και για τους προκείμενους νεκρούς δεν αναφέρει τις ακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες έχασαν τη ζωή τους, δεν περιγράφει τις μάχες όπου έλαβαν μέρος αλλά εξαίρει την απαράμιλλη γενναιότητα και το άκαμπτο φρόνημά τους προ των κινδύνων που ανέλαβαν να αντιμετωπίσουν, με σκοπό να διατηρήσουν το μεγαλείο της πόλης τους και την ελευθερία.
15. Στο κεφάλαιο 42 η αυτοθυσία παρουσιάζεται ως η υψίστη αρετή του ανθρώπου. Πιστεύετε ότι η αρετή αυτή έχει την ίδια θέση στην ιεράρχηση των αξιών από το σύγχρονο άνθρωπο;
Κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας λόγω των συχνών πολεμικών συγκρούσεων, καθώς και του ολιγάριθμου των πολιτών, η έννοια της αυτοθυσίας προς όφελος της πόλης αποτελούσε κατ’ ανάγκη την ύψιστη αρετή του τότε ανθρώπου. Οι πολίτες, άλλωστε, γνώριζαν πως όφειλαν να αγωνιστούν με γενναιότητα για να προφυλάξουν τις οικογένειές τους, την ελευθερία τους και το μέλλον της πόλης τους. Σήμερα, ωστόσο, οι άνθρωποι έχουν αντιληφθεί το μάταιο των πολεμικών αναμετρήσεων και την αξία της διακρατικής συνεργασίας, οπότε θεωρούν πως είναι προτιμότερο να προωθούν την ειρηνική επίλυση των διαφορών και να βασίζονται περισσότερο στις αμοιβαία επωφελείς συνεργασίες. Ως εκ τούτου η έννοια της αυτοθυσίας έχει υποχωρήσει σημαντικά στον άξονα των σύγχρονων αξιών. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει πως αν ένα σύγχρονο κράτος δεχτεί επίθεση θα παραμείνει αδρανές. Ακόμη και σήμερα, άλλωστε, η φιλοπατρία συνεχίζει να αποτελεί ουσιώδη αξία, εφόσον μια πολεμική ήττα μπορεί να σημάνει την απώλεια της ελευθερίας ενός λαού, καθώς και σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις. Γι’ αυτό, έστω κι αν όλοι πλέον συμφωνούν πως οι πόλεμοι είναι μια αναχρονιστική παθογένεια, αν βρεθούν αντιμέτωποι με μια εχθρική ενέργεια αναλαμβάνουν να υπερασπιστούν την πατρίδα, την οικογένεια και την ελευθερία τους.
16. Να γράψετε τις προτάσεις ή φράσεις του κειμένου που αναπτύσσουν κλιμακωτά την εκδήλωση της ανδρείας των πεσόντων και να εκτιμήσετε τα πλεονεκτήματα αυτού του τρόπου εξύμνησης της αρετής τους.
Ο Περικλής προκειμένου να εξυμνήσει την ανδρεία των νεκρών του πολέμου και την αξία της αυτοθυσίας τους αξιοποιεί πλήθος αντιθέσεων και κλιμακωτά ενισχύει τη χρήση ρημάτων για να δηλώσει τη δράση τους, μειώνοντας τη χρήση μετοχών. Πιο αναλυτικά, στο ξεκίνημα του επαίνου των νεκρών ο ρήτορας δηλώνει την εξίσωση μεταξύ των επαινετικών για εκείνους λόγων και των πράξεών τους («καὶ οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη»). Στη δική τους, δηλαδή, περίπτωση αίρεται η αντίθεση μεταξύ λόγων και ἔργων, η οποία διατρέχει το σύνολο του επιτάφιου λόγου. Με μια ακόμη αντίθεση επισημαίνει την αξία της ανδρείας τους είτε αυτή αποτέλεσε πρώτο φανέρωμα, στην περίπτωση των νεότερων, είτε τελευταία επισφράγιση του θάρρους τους, στην περίπτωση των μεγαλύτερων («δοκεῖ δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή»).
Η αυτοθυσία, άλλωστε, των νεκρών αποτέλεσε επαρκές ανδραγάθημα, ώστε να εξαγνιστούν πλήρως και να διαγραφεί κάθε πιθανό ελάττωμα της προσωπικότητάς τους, όπως αυτό δηλώνεται μέσω μιας αντίθεσης και μιας μετοχής («ἀγαθῷ γὰρ κακὸν ἀφανίσαντες»). Με τη θυσία τους, συνάμα, ωφέλησαν τελικά την πόλη περισσότερο απ’ όσο ενδεχομένως την έβλαψαν με λάθη που έκαναν στην ιδιωτική τους ζωή, όπως αυτό δηλώνεται με μια ακόμη αντίθεση, αλλά και με τη χρήση ρημάτων σε χρόνο αόριστο μέσω των οποίων τονίζεται η μοναδικότητα των γεγονότων («κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν»).
Οι νεκροί του πολέμου, μάλιστα, είτε υπήρξαν πλούσιοι είτε φτωχοί -αντίθεση- θεώρησαν ως κατά πολύ προτιμότερο το να τιμωρήσουν τους εχθρούς της πόλης τους, φανερώνοντας, έτσι, την αφοσίωσή τους στην πατρίδα τους, όπως αυτό δηλώνεται με τη χρήση επιθέτων συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού, καθώς και με την αξιοποίηση μετοχών («τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες καὶ κινδύνων ἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντες»). Η γενναιότητά τους, έτι περαιτέρω, δεν κάμφθηκε από το γεγονός ότι αγνοούσαν την κατάληξη της μάχης. Το άδηλο της πιθανής κατάληξης αντιθέτως τους ενέπνευσε περισσότερο κουράγιο να βασιστούν στον εαυτό τους και στο θάρρος τους προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον εχθρό, όπως αυτό δηλώνεται με μια ακόμη αντίθεση («ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες, ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη ὁρωμένου σφίσιν αὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι»).
Ο έπαινος των νεκρών κορυφώνεται με νέες αντιθέσεις και με τη χρήση μόνο ρημάτων πλέον προκειμένου να τονιστεί εμφατικά η δράση και αποφασιστικότητά τους. Οι τιμώμενοι νεκροί απέφυγαν την κατηγορία της δειλίας μέσα από την επίμονη αγωνιστικότητά τους και πέθαναν σε στιγμή που έφτανε στο απόγειο η δόξα τους και όχι ο φόβος τους («τὸ μὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου ἔφυγον, τὸ δ’ ἔργον τῷ σώματι ὑπέμειναν καὶ δι’ ἐλαχίστου καιροῦ τύχης ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἢ τοῦ δέους ἀπηλλάγησαν»).
Η αξιοποίηση των αντιθέσεων προκειμένου να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα η διατύπωση του επαίνου των νεκρών επιτρέπει στον ρήτορα να παρουσιάσει τις ποικίλες διαφοροποιήσεις μεταξύ των πολιτών της Αθήνας και τελικά να αναδείξει την κοινή αγάπη και αφοσίωση όλων στην πατρίδα τους. Ανεξάρτητα από την ηλικία, την οικονομική τους κατάσταση και το ήθος τους, όλοι οι πολίτες, χάρη στη δυνατότητα της Αθήνας να εναρμονίζει κάθε αντίθεση, πολέμησαν με παρόμοια γενναιότητα για την πόλη τους. Με αυτόν, λοιπόν, τον τρόπο επαίνου ο ρήτορας κατορθώνει για μια ακόμη φορά να συνδυάσει την εξύμνηση της πόλης με την εξύμνηση των νεκρών πολιτών της.
KEIMENO 41. «Ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι καὶ καθ’ ἕκαστον δοκεῖν ἄν μοι τὸν αὐτὸν ἄνδρα παρ’ ἡμῶν ἐπὶ πλεῖστ’ ἂν εἴδη καὶ μετὰ χαρίτων μάλιστ’ ἂν εὐτραπέλως τὸ σῶμα αὔταρκες παρέχεσθαι. καὶὡς οὐ λόγων ἐν τῷ παρόντι κόμπος τάδε μᾶλλον ἢἔργων ἐστὶν ἀλήθεια, αὐτὴἡ δύναμις τῆς πόλεως, ἣν ἀπὸ τῶνδε τῶν τρόπων ἐκτησάμεθα, σημαίνει. μόνη γὰρ τῶν νῦν ἀκοῆς κρείσσων ἐς πεῖραν ἔρχεται, καὶ μόνη οὔτε τῷ πολεμίῳἐπελθόντι ἀγανάκτησιν ἔχει ὑφ’ οἵων κακοπαθεῖ οὔτε τῷὑπηκόῳ κατάμεμψιν ὡς οὐχ ὑπ’ ἀξίων ἄρχεται. μετὰ μεγάλων δὲ σημείων καὶ οὐ δή τοι ἀμάρτυρόν γε τὴν δύναμιν παρασχόμενοι τοῖς τε νῦν καὶ τοῖς ἔπειτα θαυμασθησόμεθα, καὶ οὐδὲν προσδεόμενοι οὔτε Ὁμήρου ἐπαινέτου οὔτε ὅστις ἔπεσι μὲν τὸ αὐτίκα τέρψει, τῶν δ’ ἔργων τὴν ὑπόνοιαν ἡἀλήθεια βλάψει, ἀλλὰ πᾶσαν μὲν θάλασσαν καὶ γῆν ἐσβατὸν τῇἡμετέρᾳ τόλμῃ καταναγκάσαντες γενέσθαι, πανταχοῦ δὲ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀίδια ξυγκατοικίσαντες. περὶ τοιαύτης οὖν πόλεως οἵδε τε γενναίως δικαιοῦντες μὴἀφαιρεθῆναι αὐτὴν μαχόμενοι ἐτελεύτησαν, καὶ τῶν λειπομένων πάντα τινὰ εἰκὸς ἐθέλειν ὑπὲρ αὐτῆς κάμνειν». 41. Συγκεφαλαιώνοντας λέω ὅτι στὸ σύνολό της ἡ πόλη μας εἶναι ἕνα σχολεῖο γιὰ τὴν Ἑλλάδα, καὶ καθένας ἀπὸἐμᾶς θὰ μποροῦσε, νομίζω, χωρίς δυσκολία να ἀνταποκριθεῖ με τη μεγαλύτερη εὐστροφία καὶ χάρη στὶς πιὸ διαφορετικὲς μορφὲς δράσης. Καὶὅτι αὐτὰ δὲν εἶναι περιαυτολογίες καὶ λόγια τῆς στιγμῆς ἀλλὰἀλήθεια πραγματικὴ τὸ φανερώνει ἡἴδια ἡ δύναμη τῆς πόλης ποὺἀποκτήθηκε χάρη σὲ αὐτοὺς ἀκριβῶς τοὺς τρόπους. Διότι εἶναι ἡ μόνη σύγχρονη πόλη ποὺ τὴν ὥρα τῆς δοκιμασίας ἀποδεικνύεται ἀνώτερη ἀπὸ τὴ φήμη της καὶἡ μόνη ποὺ οὔτε στὸν ἐχθρὸὁὁποῖος ἦλθε ἐναντίον της δίνει ἀφορμὴ νὰἀγανακτήσει ἀπὸ τί ἀνθρώπους δεινοπαθεῖ οὔτε στὸν ὑπήκοο νὰ παραπονεθεῖὅτι τὸν ἐξουσιάζουν ἀνάξιοι. Ἔχοντας δώσει τρανὰ δείγματα καί, ἰδίως, ἀψευδεῖς μαρτυρίες γιὰ τὴ δύναμή μας, θὰ μᾶς θαυμάσουν καὶ οἱ σύγχρονοι καὶ οἱ μεταγενέστεροι, δίχως διόλου νὰ χρειαζόμαστε οὔτε ἕναν Ὅμηρο γιὰ νὰ μᾶς ὑμνήσει οὔτε κανέναν ἄλλο ποὺ τὰὡραῖα λόγια του θὰἀκουστοῦν γιὰ μιὰ στιγμὴ εὐχάριστα ἀλλὰ ποὺἔπειτα τὴν αὐθαίρετη εἰκόνα του γιὰ τὰ πράγματα θὰ τὴν διαψεύσει ἡἀλήθεια. Ἐμεῖς κάθε θάλασσα καὶ κάθε στεριὰ τὴν ἀναγκάσαμε νὰἀνοίξει δρόμο στὴν τόλμη μας καὶ στήσαμε παντοῦ μνημεῖα αἰώνια – καὶ μὲ τὶς ἀποτυχίες καὶ μὲ τὶς ἐπιτυχίες μας. Γιὰ μιὰ τέτοια πόλη πολέμησαν γενναῖα καὶἔπεσαν αὐτοὶἐδῶ διεκδικώντας νὰ μὴν τοὺς τὴν στερήσουν, κι ἀπ’ ὅσους μένουμε ζωντανοὶ φυσικὰ εἶναι καθένας ἕτοιμος νὰὑποστεῖὁτιδήποτε γιὰ χάρη της. Ερμηνευτικές ερωτήσεις 1. Να επισημάνετε τον παιδευτικό ρόλο της Αθήνας σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Περικλής. Όλα όσα ανέφερε ο ρήτορας στα κεφ. 37-40, συμπυκνώνονται στη φράση «ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι». Είναι πράγματι κοινώς παραδεκτό ότι κατά την εποχή του Περικλή, η Αθήνα αναπτύσσει μία μεγάλη πνευματική κίνηση. Δεν είναι τυχαίο ότι εκεί συνέρρεε μεγάλος αριθμός πνευματικών ανθρώπων από κάθε ελληνική πόλη αλλά και από τις αποικίες. Είναι η εποχή κατά την οποία σοφοί άνδρες, όπως ο Αναξαγόρας, ο Πρωταγόρας, ο Γοργίας, ο Πρόδικος και τόσοι άλλοι αναπτύσσουν ελεύθερα τις φιλοσοφικές τους απόψεις και δημιουργούν τις προϋποθέσεις που θα οδηγήσουν στην ακμή της πνευματικής κίνησης. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Πίνδαρος θα απόκαλέσει την Αθήνα «δαιμόνιον πτολίεθρον» που κατά το Σόλωνα «οὔποτ’ ὀλεῖται» (βλ. Ι. Μπάρμπας, σ. 77). Είναι πολλοί οι χαρακτηρισμοί που αποδόθηκαν στην Αθήνα από κορυφαίους εργάτες του πνεύματος. Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικούς: «πρυτανεῖον τῆς σοφίας» (Πλάτ. Πρωτ. 337 d), «φιλόλογός τε καί πολύλογος» (Νόμοι 641 ε), «κοινόν παιδευτήριον πᾶσιν ἀνθρώποις» (Διόδ. 13, 27, 1), «οἱ ταύτης μαθηταί διδάσκαλοι τῶν ἄλλων γεγόνασι» (Ισοκράτης). 2. Πώς εννοεί ο Περικλής τον αυτάρκη πολίτη; «καθ’ ἕκαστον δοκεῖν ἄν μοι τὸν αὐτὸν ἄνδρα παρ’ ἡμῶν ἐπὶ πλεῖστ’ ἂν εἴδη καὶ μετὰ χαρίτων μάλιστ’ ἂν εὐτραπέλως τὸ σῶμα αὔταρκες παρέχεσθαι» Κάθε Αθηναίος πολίτης, σύμφωνα με τον Περικλή, είναι αυτάρκης, διότι μπορεί να ανταποκριθεί χωρίς δυσκολία σε ποικίλες δραστηριότητες, επιδεικνύοντας ευστροφία («εὐτραπέλως») και άνεση στη δράση του («μετὰ χαρίτων»). Οι Αθηναίοι πολίτες, άλλωστε, χάρη στις ελευθερίες που τους παρέχει το δημοκρατικό πολίτευμα διαμορφώνουν ολοκληρωμένες προσωπικότητες, εφόσον καταπιάνονται με διάφορες δραστηριότητες, οξύνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την κρίση τους και τη δυνατότητά τους να λαμβάνουν πρωτοβουλίες. Οι Αθηναίοι δεν δρουν υπό κλίμα φόβου, ούτε βιώνουν περιορισμούς στη δράση τους. Αντιθέτως, μαθαίνουν από νωρίς να συνδυάζουν την εκπλήρωση των ατομικών τους υποχρεώσεων με την ενασχόλησή τους με τις δημόσιες υποθέσεις. Μια διττή ευθύνη που τους ωθεί γοργά στην πνευματική ωρίμανση και οξύνει τις πνευματικές τους ικανότητες. 3. Ποιο επιχείρημα προβάλλει ο Περικλής, για να πείσει ότι ο έπαινος της Αθήνας δεν είναι υπερβολικός; Ο Περικλής έχοντας επίγνωση πως τα όσα επαινετικά αναφέρει για την Αθήνα ενδέχεται να αντιμετωπιστούν με δυσπιστία από εκείνους που δεν έχουν άμεση γνώση της πόλης του, επισημαίνει πως βασική απόδειξη των λόγων του αποτελεί η ίδια η δύναμη και το μεγαλείο της Αθήνας. Προκειμένου, μάλιστα, να ενισχύσει την πειστικότητα της δήλωσής του αξιοποιεί ένα διμερές επιχείρημα: α) «Η Αθήνα είναι η μοναδική πόλη που τη στιγμή της δοκιμασίας αναδεικνύεται ανώτερη από τη φήμη της.» Με την αξιοποίηση του επιχειρήματος αυτού ο Περικλής επιχειρεί να τονίσει την εντύπωση που προκαλεί η δύναμη της Αθήνας, εφόσον κάθε φορά που δοκιμάζεται όλοι αναγνωρίζουν πως πρόκειται για μια πόλη ισχυρότερη ακόμη κι απ’ ό,τι είχαν ακούσει για αυτή. Το επιχείρημα αυτό βέβαια βασίζεται κυρίως στην προσωπική ερμηνεία των πραγμάτων ενός Αθηναίου και δεν αποτελεί κάτι το αποδείξιμο. Είναι, δηλαδή, εξίσου πιθανό πως παρόμοια εντύπωση ενδέχεται να προκαλούσε και ο στρατός της Σπάρτης. β) «Η Αθήνα είναι η μοναδική πόλη που δεν δίνει αφορμή ούτε στους εχθρούς της να αγανακτήσουν, διότι ηττήθηκαν από κάποια υποδεέστερη δύναμη, αλλά ούτε και στους υπηκόους της να αισθανθούν ότι εξουσιάζονται από μια ανάξια πόλη.» Το δεύτερο αυτό επιχείρημα έχει αυξημένη πειστικότητα, έστω κι αν εμπεριέχει στοιχεία υπερβολής. Οι εχθροί της Αθήνας, έστω κι αν δεν θα το παραδέχονταν επίσημα, αναγνώριζαν εκ των πραγμάτων τη δύναμή της, οπότε, πράγματι, μια ήττα από τους Αθηναίους δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί απρόσμενη ή ατιμωτική. Ας μη λησμονούμε πως η Αθήνα χάρη στην αποφασιστική παρέμβασή της για την αντιμετώπιση του περσικού κινδύνου είχε εξελιχθεί σε κυρίαρχη δύναμη στον ελληνικό χώρο, γι’ αυτό και πολλές μικρότερες πόλεις είχαν αναζητήσει την προστασία της, αρχικά ως σύμμαχοι και ακολούθως ως υπήκοοί της. Στο πλαίσιο, άλλωστε, της δηλιακής συμμαχίας οι πόλεις-μέλη αποδέχονταν την κυρίαρχη θέση της Αθήνας. Ο Περικλής, βέβαια, αποφεύγει να αναφερθεί στην έντονη δυσαρέσκεια που προκαλούσε στις μικρότερες πόλεις το γεγονός πως η Αθήνα τις είχε θέσει υπό τον έλεγχό της και απαιτούσε από αυτές την πληρωμή ετήσιου φόρου. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, η δήλωση του Περικλή δεν απέχει από την πραγματικότητα, εφόσον σε πρώτη φάση οι άλλες πόλεις αποδέχτηκαν εκουσίως τον ηγεμονικό ρόλο της Αθήνας. 4. Νομίζετε ότι η δύναμη που απέκτησε η Αθήνα οφείλεται πράγματι στον τρόπο ζωής και εκπαίδευσης των κατοίκων της ή και σε άλλους παράγοντες; Να αιτιολογήσετε τη γνώμη σας. Η δύναμη της Αθήνας βασίζεται εν μέρει στον τρόπο ζωής και εκπαίδευσης των Αθηναίων, εφόσον η εξωστρέφεια, η ευφυΐα και η αφοσίωσή τους στην πόλη τους ωφέλησαν σαφώς την εμπορική δραστηριότητα και τις αποφασιστικές στρατιωτικές νίκες της Αθήνας. Ωστόσο, η ενίσχυση της αθηναϊκής δύναμης βασίστηκε σημαντικά στις επεκτατικές τάσεις των Αθηναίων, στην ευκολία με την οποία εκμεταλλεύονταν ασθενέστερες πόλεις, καθώς και στην σκληρότητα με την οποία αντιμετώπιζαν εκείνες που προσπαθούσαν να απομακρυνθούν από τον έλεγχό της. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η δύναμη της Αθήνας προέκυψε εν μέρει χάρη στις αρετές των Αθηναίων και εν μέρει λόγω των σκοτεινότερων πτυχών του χαρακτήρα τους. 5. Γιατί η Αθήνα δεν προκαλεί αγανάκτηση στους εχθρούς οι οποίοι επιτίθενται εναντίον της; Όταν ο εχθρός επιτίθεται σε έναν ανάξιο, ανίσχυρο και εξασθενημένο αντίπαλο, όσο μεγάλο και να είναι το μέγεθος της νίκης του, δεν έχει την αίσθηση του νικητή. Δε νιώθει ικανοποιημένος από το νικηφόρο αποτέλεσμα, γιατί αυτό έρχεται ως μια φυσιολογική εξέλιξη. Ασφαλώς ο Περικλής εδώ θέλει να δώσει σαφή εικόνα της στρατιωτικής δύναμης της Αθήνας που την ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες πόλεις και προκαλεί περίσκεψη σε όσους προτίθενται να αναλάβουν στρατιωτική δράση εναντίον της. 6. Ο ισχυρισμός του Περικλή ότι οι υπήκοοι της αθηναϊκής ηγεμονίας δεν παραπονούνταν επιβεβαιώνεται από τα ιστορικά γεγονότα; Ασφαλώς και στο σημείο αυτό ο Περικλής διατυπώνει έναν ισχυρισμό που δεν επιβεβαιώνεται από τα ιστορικά γεγονότα. Γιατί μπορεί μεν οι συμμαχικές πόλεις να εντάχθηκαν με τη θέλησή τους στην αθηναϊκή συμμαχία, αφού ο κίνδυνος της περσικής απειλής εξακολουθούσε να υφίσταται ακόμη, αλλά πολύ σύντομα διαπίστωσαν ότι η Αθήνα ακολουθούσε επεκτατική πολιτική σε βάρος τους. Αυτή η πολιτική οδήγησε στην εκμετάλλευση των εσόδων της συμμαχίας, στη βαριά φορολογία των μελών της, αλλά και στην αυστηρή τιμωρία όσων σκέφθηκαν να προβούν σε κινήσεις αποσχιστικές. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι σύμμαχοι και παράπονα διατύπωναν και έβλεπαν τους Αθηναίους ως καταπιεστές και ως εκμεταλλευτές τους. Σ’ αυτούς ακριβώς τους λόγους οφείλονται οι κινήσεις αποστασίας πολλών συμμαχικών πόλεων. (Βλ. Georges Meautis, Ο Θουκυδίδης και η Αθηναϊκή ηγεμονία, μτφρ. Ξ. Οικονομοπούλου-Κουρβέλου, Αθήνα 1975, σ. 7 κ.ε.). 7. «μόνη γάρ τῶν νῦν ἀκοῆς κρείσσων ἐς πεῖραν ἔρχεται, και μόνη οὔτε τῷ πολεμίω ἐπελθόντι ἀγανάκτησιν ἔχει»: Πού οφείλεται η διττή επανάληψη της λέξης «μόνη»; Με την επανάληψη της λέξης «μόνη» ο Περικλής επιχειρεί να δώσει έμφαση στη μοναδικότητα της Αθήνας. Σύμφωνα με τον ισχυρισμό του η Αθήνα είναι η μοναδική πόλη που αποδεικνύεται ανώτερη από τη φήμη της, όταν δοκιμάζεται, και η είναι η μοναδική πόλη που δεν δίνει αφορμή στους εχθρούς της να αγανακτήσουν, διότι ηττήθηκαν από μια υποδεέστερη δύναμη. Η εντύπωση, βέβαια, που επιχειρεί να μεταδώσει ο Περικλής σχετικά με τη μοναδικότητα της Αθήνας βασίζεται σε υποκειμενικές κρίσεις και λειτουργεί περισσότερο στο επίπεδο της ρητορικής έκφρασης παρά της αντικειμενικής πραγματικότητας. 8. «τοῖς τε νῦν και τοῖς ἔπειτα θαυμασθησόμεθα»: Ανταποκρίνεται, κατά τη γνώμη σας, το περιεχόμενο της παραπάνω φράσης προς την αλήθεια; Η επεκτατική πολιτική της Αθήνας και η αντιμετώπιση που επιφύλαξε σε πολλές από τις συμμαχικές πόλεις δε δικαιολογούσε θαυμασμό από τους συγχρόνους της, αλλά αντίθετα επικρίσεις και κατηγορίες. Στη φράση που χρησιμοποιεί ο Περικλής, παρόν και μέλλον μάλλον έχουν συγχωνευθεί. (βλ. Σ. Γκίκας, ό.π., σ. 105). Όσο για το θαυμασμό των μεταγενεστέρων πρέπει να σημειώσουμε την επαλήθευση της προφητικής άποψης του Περικλή, αφού πράγματι η Αθήνα σε όλους τους μετέπειτα αιώνες μέχρι σήμερα προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί το θαυμασμό για τα μεγάλα επιτεύγματά της στον τομέα των τεχνών, των γραμμάτων και του πολιτισμού γενικότερα. Η συγκεκριμένη όμως φράση είναι αξιοπρόσεκτη, γιατί, σύμφωνα με πολλούς μελετητές, αποτελεί στοιχείο που μπορεί να δώσει απάντηση για το χρόνο που έχει γραφεί ο Ἐπιτάφιος. Το κυριότερο ερώτημα που θέτουν είναι: Πώς είναι δυνατόν να είναι ισχυρή η άποψη που θέλει τον Ἐπιτάφιο να έχει γραφεί μετά το 404, τότε δηλαδή που η Αθήνα εξήλθε νικημένη από τον πόλεμο και οπωσδήποτε η κατάστασή της δεν μπορούσε να θαυμάζεται από κανέναν; 9. «καί οὐδέν προσδεόμενοι οὔτε Ὁμήρου ἐπαινέτου οὔτε ὅστις ἔπεσι μέν τό αὐτίκα τέρψει»: Μπορούμε, να υποθέσουμε ότι με την παραπάνω φράση ο Περικλής απορρίπτει τον Όμηρο ως ποιητή και τους λογογράφους ως πηγή της Ιστορίας; Να αιτιολογήσετε την άποψή σας. «δίχως διόλου νὰ χρειαζόμαστε οὔτε ἕναν Ὅμηρο γιὰ νὰ μᾶς ὑμνήσει οὔτε κανέναν ἄλλο ποὺ τὰὡραῖα λόγια του θὰἀκουστοῦν γιὰ μιὰ στιγμὴ εὐχάριστα ἀλλὰ ποὺἔπειτα τὴν αὐθαίρετη εἰκόνα του γιὰ τὰ πράγματα θὰ τὴν διαψεύσει ἡἀλήθεια» Πρόθεση του Περικλή δεν είναι να υποτιμήσει τον Όμηρο και τους λογογράφους, αλλά να τονίσει πως τα όσα έχει ήδη πετύχει η Αθήνα επαρκούν ως πειστήρια για τη διασφάλιση της υστεροφημίας της πόλης. Η επική ποίηση του Ομήρου -ένα εντυπωσιακό πνευματικό επίτευγμα- αποσκοπούσε στην τέρψη των ακροατών και εμπεριείχε συχνά υπερβολικούς επαίνους, όπως και πλήθος μυθικών στοιχείων, ως εκ τούτου ένας αντίστοιχος ποιητικός έπαινος για την Αθήνα -με μυθικά στοιχεία και υπερβολές- θα ήταν περιττός, αφού η ίδια η πραγματικότητα των επιτευγμάτων της πόλης φανερώνει το μεγαλείο της. Η Αθήνα, άρα, δεν έχει ανάγκη την ποιητική ευφυΐα του Ομήρου για να διατρανωθεί το μεγαλείο της. Από την άλλη, οι λογογράφοι, αν και βάσιζαν τις ιστορικές τους καταγραφές κατά κύριο λόγο στην αντικειμενική πραγματικότητα και ήλεγχαν τα όσα ανέφεραν, δεν απέφευγαν πάντοτε την επιθυμία τους να δημιουργήσουν ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, με αποτέλεσμα ορισμένες από τις αναφορές τους να μην είναι πάντοτε ακριβείς. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Περικλής, χωρίς να απορρίπτει την αξία του έργου των λογογράφων, επισημαίνει επί της ουσίας πως η ορατή σε όλους πραγματικότητα της δύναμης και του μεγαλείου της Αθήνας αρκεί για να διαφανούν τα όσα πέτυχαν οι Αθηναίοι. Θα ήταν, άρα, περιττή μια πιθανώς ωραιοποιημένη καταγραφή τους από κάποιον λογογράφο. 10. Για ποιους λόγους σύμφωνα με τον Περικλή δικαιολογείται ο θαυμασμός όλων προς την Αθήνα; Σύμφωνα με τον Περικλή η Αθήνα είναι άξια θαυμασμού, διότι αποτελεί «σχολείο» για όλη την Ελλάδα χάρη στα πνευματικά και οικονομικά της επιτεύγματα. Ο τρόπος ζωής των Αθηναίων, η αγωγή τους και κυρίως το πολίτευμά τους αποτελούν στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα για τις άλλες πολιτείες. Παράλληλα, βέβαια, η Αθήνα αποτελεί μια ισχυρότατη στρατιωτική δύναμη, η οποία έχει κατορθώσει να θέσει υπό τον έλεγχό της κάθε θάλασσα του γνωστού κόσμου κι έχει στήσει παντού μνημεία για τις νίκες και τις ήττες της. Μια στρατιωτική δύναμη η οποία έχει κερδίσει όχι μόνο την αφοσίωση των συμμάχων της, αλλά και τον σεβασμό των αντιπάλων της. Συγκεντρώνει, υπ’ αυτή την έννοια, η Αθήνα πλήθος χαρακτηριστικών που την καθιστούν άξια θαυμασμού τόσο από τους συγκαιρινούς της όσο και από τους μεταγενέστερους. 11. Να επισημάνετε το σημείο όπου ο Περικλής κάνει λόγο για τις αποτυχίες των Αθηναίων και να το σχολιάσετε. Παρά το γεγονός ότι σε πολλά σημεία του Ἐπιταφίου ο Περικλής παρουσιάζει μια εξιδανικευμένη εικόνα της Αθήνας, θα μιλήσει και για τις στρατιωτικές της αποτυχίες. Αυτό επισημαίνεται με τη φράση «πανταχοῦ δέ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀΐδια ξυγκατοικίσαντες». Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι ο ρήτορας στο σημείο αυτό αποδίδει με αντικειμενικότητα την αλήθεια, γιατί πράγματι οι Αθηναίοι εκτός από τις επιτυχίες τους στις πολεμικές επιχειρήσεις που κατά καιρούς ανέλαβαν είχαν και αποτυχίες. Μια από αυτές, για παράδειγμα, ήταν η εκστρατεία στη Μέμφη της Αιγύπτου το 459 π.Χ. Τέτοιες αποτυχίες λοιπόν δεν αποκρύπτονται από τον Περικλή. Απεναντίας αναφέρονται γιατί δηλώνουν την τόλμη των Αθηναίων αλλά και την ανδρεία τους ενώπιον των κινδύνων. 12. «περί τοιαύτης οὖν πόλεως οἵδε τε γενναίως δικαιοῦντες μή ἀφαιρεθῆναι αὐτήν μαχόμενοι ἐτελεύτησαν»: Ποιους σκοπούς επιδιώκει ο ρήτορας με την παραπάνω φράση; Χρησιμοποιώντας τη φράση αυτή ο Περικλής, πραγματοποιεί τρεις σκοπούς: Πρώτον, τερματίζει τον έπαινό του προς την πόλη. Δεύτερον, αρχίζει τον έπαινο των νεκρών και τρίτο προτρέπει τους επιζώντες να επιδείξουν την ίδια γενναιότητα, προκειμένου να υπερασπίσουν την ακεραιότητα και την ελευθερία της πατρίδας. 13. Να επισημάνετε στο κείμενο τις φράσεις που υποδηλώνουν την επεκτατική πολιτική της Αθήνας. - «οὔτε στὸν ὑπήκοο νὰ παραπονεθεῖὅτι τὸν ἐξουσιάζουν ἀνάξιοι.» Η αναφορά του Περικλή στους υπηκόους της Αθήνας υποδηλώνει τη μετατροπή της αθηναϊκής συμμαχίας σε ηγεμονία της Αθήνας και φανερώνει κατ’ επέκταση την επεκτατική πολιτική της. - «Ἐμεῖς κάθε θάλασσα καὶ κάθε στεριὰ τὴν ἀναγκάσαμε νὰἀνοίξει δρόμο στὴν τόλμη μας καὶ στήσαμε παντοῦ μνημεῖα αἰώνια» Ιδιαιτέρως ενδεικτική της επεκτατικής πολιτικής της Αθήνας είναι αναφορά του Περικλή στο γεγονός ότι η πόλη αυτή έχει κατορθώσει να «ανοίξει δρόμους» σε κάθε θάλασσα και κάθε στεριά του τότε γνωστού κόσμου. Με τη δήλωσή του αυτή ο Περικλής καθιστά εμφανές το γεγονός ότι οι Αθηναίοι δεν περιορίζουν τη δράση τους στα δικά τους μόνο όρια, αλλά δίνουν μάχες -άλλοτε νικηφόρες κι άλλοτε όχι- σε κάθε περιοχή του κόσμου, θέλοντας να διασφαλίσουν την ηγετική θέση της πόλης τους ή έστω τη δυνατότητά της να παρεμβαίνει ρυθμιστικά στις διαμάχες των άλλων κρατών. 14. Από ποια σημεία του κειμένου προκύπτουν στοιχεία για τη μεθοδολογία που εφαρμόζει ο Θουκυδίδης στην προσέγγιση των ιστορικών γεγονότων; Ο Θουκυδίδης ακολουθεί στην καταγραφή των ιστορικών γεγονότων μια αυστηρή μεθοδολογία επιδιώκοντας την πλήρη επιβεβαίωση τους. Επιδίωξή του, άλλωστε, δεν είναι να δημιουργήσει ένα έργο προς τέρψη των αναγνωστών/ακροατών, όπως συνέβαινε με το έργο των ποιητών ή των λογογράφων, αλλά μια αντικειμενική και επιστημονική ιστορία. Ως εκ τούτου, από τη δική του ιστορική αφήγηση απουσιάζουν οι ωραιοποιήσεις, οι εξωλογικές αναφορές και οι υπερβολές που διαψεύδονται από την πραγματικότητα. Ο Θουκυδίδης δεν θέλει να υπάρχει ανακολουθία ανάμεσα στα λόγια του και στην πραγματική κατάσταση («τῶν δ’ ἔργων»). Για τον λόγο αυτό δηλώνει μέσω του Περικλή πως η Αθήνα δεν έχει ανάγκη «οὔτε ἕναν Ὅμηρο γιὰ νὰ μᾶς ὑμνήσει οὔτε κανέναν ἄλλο ποὺ τὰὡραῖα λόγια του θὰἀκουστοῦν γιὰ μιὰ στιγμὴ εὐχάριστα ἀλλὰ ποὺἔπειτα τὴν αὐθαίρετη εἰκόνα του γιὰ τὰ πράγματα θὰ τὴν διαψεύσει ἡἀλήθεια». Ενδεικτική, μάλιστα, της προσπάθειας του Θουκυδίδη να στηρίζει τις καταγραφές του σε στοιχεία και αποδείξεις είναι η αναφορά του στο γεγονός πως η Αθήνα έχει αφήσει σαφείς και αδιάψευστες μαρτυρίες του μεγαλείου της («μετὰ μεγάλων δὲ σημείων καὶ οὐ δή τοι ἀμάρτυρόν γε τὴν δύναμιν παρασχόμενοι»), όπως και μνημεία των αγώνων της («πανταχοῦ δὲ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀίδια ξυγκατοικίσαντες»). 15. Σε ποια σημεία του κειμένου μπορούμε να επισημάνουμε διαφορές μεταξύ Αθήνας-Σπάρτης; Στο κεφάλαιο αυτό ο Περικλής ενδιαφέρεται περισσότερο να τονίσει τη μοναδικότητα της Αθήνας, οπότε δεν υπάρχουν άμεσες συγκρίσεις με τη Σπάρτη. Η αναφορά, ωστόσο, στον παιδευτικό ρόλο της Αθήνας, όπως και στο πολύπτυχο της δραστηριότητας των πολιτών της, συνιστά βασικό στοιχείο διαφοροποίησης με τη Σπάρτη. Σε αντίθεση, άλλωστε, με την Αθήνα η Σπάρτη δεν έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην πνευματική και πολιτισμική της ανάπτυξη και οι πολίτες της ήταν κυρίως στραμμένοι στις στρατιωτικές τους ενασχολήσεις, οπότε δεν αποκτούσαν την ευρύτητα πνεύματος των Αθηναίων. Αντιστοίχως, οι αναφορές του Περικλή στο εύρος της στρατιωτικής δραστηριότητας της Αθήνας συνιστούν παράλληλα υπενθύμιση του γεγονότος πως η Σπάρτη παρέμενε -μέχρι εκείνη την περίοδο τουλάχιστον- περιορισμένη κυρίως στα όρια του ελληνικού χώρου. 16. Ποιες υπερβολές μπορούμε να επισημάνουμε σε όσα αναφέρει ο ρήτορας στο κεφάλαιο 41; Παρά τη γενικότερη θέληση του Θουκυδίδη να ακολουθεί αντικειμενικότητα στον τρόπο καταγραφής των γεγονότων επιτρέπει στο πλαίσιο της ομιλίας του Περικλή ορισμένες διατυπώσεις που φαντάζουν υπερβολικές. Η δήλωση του ρήτορα πως η Αθήνα στο σύνολο της αποτελεί σχολείο για όλη την Ελλάδα («πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι») υπονοεί πως κάθε πτυχή της πόλης του είναι άρτια. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η Αθήνα, παρά την εκπληκτική πολιτισμική και πολιτική πρόοδό της είχε αδιαμφισβήτητες αρνητικές όψεις, όπως ήταν η επεκτατική πολιτική, αλλά και η σκληρότητα με την οποία αντιμετώπιζε μικρότερες πόλεις. Υπερβολικές είναι, επίσης, οι διατυπώσεις πως η Αθήνα είναι η «μόνη» πόλη που αποδεικνύεται ανώτερη από τη φήμη της την ώρα της δοκιμασίας και η «μόνη» που δεν προκαλεί αισθήματα αγανάκτησης στους αντιπάλους που ηττώνται από εκείνη ή στους υπηκόους που εξουσιάζονται από εκείνη. Καθώς και η δήλωση πως η Αθήνα έχει αναγκάσει «κάθε θάλασσα» και «κάθε στεριά» να ανοίξει δρόμο στην τόλμη της. Σαφώς ο Περικλής επιχειρεί να ενισχύσει ψυχολογικά τους συμπολίτες του, γι’ αυτό και οδηγείται σε ορισμένες διατυπώσεις που εύλογα δημιουργούν την αίσθηση της υπερβολής. 17. Ποια είναι τα βασικά θέματα του κεφαλαίου 41; Ο Περικλής συνοψίζοντας τα όσα έχει αναφέρει στα προηγούμενα κεφάλαια επισημαίνει τον παιδευτικό ρόλο της Αθήνας για το σύνολο του ελληνικού χώρου, χάρη στον δημοκρατικό τρόπο οργάνωσής της, την αγωγή που προσφέρει στους πολίτες της και τη γενικότερη πνευματική ακμή της πόλης. Παραλλήλως, στο κεφάλαιο αυτό ο ρήτορας θίγει ορισμένα επιμέρους βασικά θέματα: - Την ολοκληρωμένη προσωπικότητα των πολιτών της Αθήνας. - Τη δύναμη που απέκτησε η Αθήνα χάρη στον τρόπο ζωής και αγωγής των πολιτών της. - Την αφοσίωση των υπηκόων της και τον σεβασμό των αντιπάλων της. - Τη διασφάλιση της υστεροφημίας της χάρη στα σημαντικά επιτεύγματά της. - Την επεκτατική δράση της Αθήνας. - Τη δικαιολογημένη θυσία των νεκρών που τώρα τιμώνται, αλλά και την ετοιμότητα κάθε πολίτη της να θυσιαστεί για εκείνη. 18. Ποια στοιχεία αποδεικνύουν τη μεγάλη ανάπτυξη της Αθήνας σε όλους τους τομείς δράσης; Η δήλωση του Περικλή πως η Αθήνα αποτελεί σχολείο για την Ελλάδα υποδηλώνει αφενός τη σημαντική πολιτισμική και πνευματική ανάπτυξη της πόλης και αφετέρου την ιδιαίτερη συνεισφορά του δημοκρατικού της πολιτεύματος. Επιτυχής είναι, συνάμα, η ανάπτυξη της πόλης και σε ό,τι αφορά την αγωγή των πολιτών της, εφόσον τους διασφαλίζει πνευματική ωριμότητα, ευστροφία και αυτοπεποίθηση τόσο στις προσωπικές τους υποθέσεις όσο και στην ενασχόλησή τους με τα δημόσια ζητήματα. Σημαντικότατη, βέβαια, ένδειξη της ανάπτυξης που έχει επιτύχει η Αθήνα είναι το στρατιωτικό της μεγαλείο που της έχει επιτρέψει τη διαμόρφωση μιας ηγεμονίας στο πλαίσιο της οποίας οι άλλες πόλεις έχουν θέση υποτελών. Η στρατιωτική, άλλωστε, δύναμη της Αθήνας είναι τέτοια, ώστε την αναγνωρίζουν εχθροί και σύμμαχοι, αφού η πόλη έχει αποκτήσει τη δυνατότητα να διενεργεί στρατιωτικές επιχειρήσεις σε όλο τον -τότε- γνωστό κόσμο. 19. Σύμφωνα με τον Περικλή, η «χάρις» και το «εὐτράπελον» προσδιορίζουν την «αὐτάρκεια» του Αθηναίου. Ποιο είναι το περιεχόμενο των παραπάνω λέξεων; Η έννοια της «χάριτος» υποδηλώνει την άνεση και την αυτοπεποίθηση με την οποία διαχειρίζονται οι Αθηναίοι καθεμία από τις ποικίλες δραστηριότητές τους. Με δεδομένη την πολυπραγμοσύνη των Αθηναίων, καθώς και την ελευθερία στο πλαίσιο της οποίας γαλουχούνται, η δυνατότητά τους να δρουν χωρίς φόβο, δισταγμούς και ανασφάλεια είναι εύλογη. Οι Αθηναίοι, άλλωστε, διακρίνονται για την ευστροφία τους («εὐτράπελον»), εφόσον από νωρίς καλούνται να ανταποκρίνονται τόσο στις προσωπικές τους υποθέσεις όσο και στα δημόσια πράγματα με αποτέλεσμα να αποκτούν τη δυνατότητα γοργής σκέψης και κριτικής ικανότητας. Πρόκειται, επομένως, για πολίτες που διακρίνονται για την «αὐτάρκεια» τους, για το ολοκληρωμένο και το πλήρες της προσωπικότητάς τους, καθώς δεν έχουν ανάγκη τη συνεχή καθοδήγηση ή επιτήρηση. Μπορούν με άνεση και προσαρμοστικότητα να ανταποκρίνονται σε κάθε περίσταση, αφού έχουν, ως ελεύθεροι πολίτες, μάθει να δρουν αυτόνομα και να καταπιάνονται με ποικίλες υποθέσεις. 20. «καί ὡς οὐ λόγων ἐν τῷ παρόντι κόμπος τάδε μᾶλλον ἤἔργων ἐστίν ἀλήθεια»: Ποιος είναι ο στόχος του ρήτορα με την αντίθεση που χρησιμοποιεί στην παραπάνω φράση; Η γνωστή αντίθεση «λόγος - ἔργον» επανέρχεται και στο κεφάλαιο 41 με τις φράσεις «λόγων κόμπος - ἔργων ἀλήθεια». Στόχος του ρήτορα εδώ είναι να προϊδεάσει τους ακροατές για την αλήθεια των όσων περιέχονται στο εγκώμιό του προς την πόλη και να μην τα εκλάβουν ως μεγαλαυχίες που απέχουν από την πραγματικότητα.
ΣΗΜΑΣΙΑ του έργου του Θουκυδίδη:
Α. Πραγματεύτηκε ένα σημαντικότατο για τον αρχαιοελληνικό κόσμο
ιστορικό γεγονός, τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431 - 404 π.Φ.).
Β. Η ιστορική αφήγηση του καλύπτει και την πριν από την έναρξη του
πολέμου πεντηκονταετία (από το 479 π.Φ.).
Γ. Η εξιστόρηση του Θουκυδίδη διακόπτεται απότομα με τα γεγονότα του
411 π.Φ.
Δ. Ση συνέχεια των γεγονότων θα δώσει ο Ξενοφών στα «Ελληνικά» του.
2. κοποθεσία - Υιλοδοξία του Θουκυδίδη:
Α. Η δημιουργία και κληροδότηση στην ανθρωπότητα ενός έργου με διαχρονική αξία, ενός «κτήματος ἐς ἀεί», όχι απλώς η αντικειμενική και ολοκληρωμένη αφήγηση των γεγονότων ενός μεγάλου πολέμου.
Β. Αιτιολόγηση αυτής της φιλοδοξίας του.
3. Φαρακτηριστικές αρετές του έργου του Θουκυδίδη:
Α. Αυστηρή επιστημονική μέθοδος.
Β. Αμεροληψία.
Γ. Αίσθηση των σχέσεων ανάμεσα σε αιτίες και αποτελέσματα των
γεγονότων.
Δ. Ικανότητα διείσδυσης στη βαθύτερη έννοια θεμάτων πολιτικής.
Ε. Πυκνό, άμεσο και γραφικό ύφος.
4. Σα είδη των ρητορικών λόγων:
Α. Δικανικοί (για διαφορές που λύνονται στα δικαστήρια).
44 Α λ έ ξ α ν δ π ο ρ Γ . Α λ ε ξ α ν δ π ί δ η ρ
Β. υμβουλευτικοί (απαγγέλλονται σε συγκεντρώσεις).
Γ. Επιδεικτικοί (λάμπρυναν μια σημαντική εορταστική εκδήλωση).
5. Σο έργο του Θουκυδίδη αποτελείται από μέρη:
Α. αφηγηματικά.
Β. δημηγορίες.
6. Ο ρόλος των δημηγοριών στο έργο του Θουκυδίδη:
Α. Υωτίζουν τις αιτίες των πολιτικών γεγονότων και τις συνέπειες των πολεμικών επιχειρήσεων.
Β. Υωτίζουν ολόπλευρα τα γεγονότα.
Γ. Καταδεικνύουν την εσωτερική τους σύνδεση.
Δ. Επιτρέπουν την ανίχνευση των βαθύτερων αιτίων που οδήγησαν σε
μια συγκεκριμένη πολιτική επιλογή.
Ε. Περιέχουν τα επιχειρήματα, τα κίνητρα, τις συναισθηματικές παρορμήσεις που δικαιολογούν την απόφαση που λαμβανόταν κάθε φορά.
7. Η μέθοδος σύνθεσης των δημηγοριών - Η επεξεργασία στην οποία
υπέβαλλε ο Θουκυδίδης τις δημηγορίες των ρητόρων:
Α. Αφαιρούσε το μερικό και το περιστασιακό.
Β. Σόνιζε ό,τι γενικό και μονιμότερο υπήρχε στα γεγονότα.
Γ. Σις ενίσχυε με επιχειρήματα που διασαφηνίζουν τις θεμελιώδεις
απόψεις του ρήτορα.
Δ. Έμενε όσο πιο κοντά μπορούσε στο συνολικό νόημα των πραγματικά
ειπωμένων, συμπληρώνοντάς τα.
8. Διαφορές ανάμεσα στον Επιτάφιο και τις άλλες δημηγορίες του
Θουκυδίδη:
Α. Ο Επιτάφιος είναι επιδεικτικός λόγος· οι άλλες δημηγορίες ανήκουν
στους συμβουλευτικούς λόγους.
Θ ο ς κ ς δ ί δ η , Π ε π ι κ λ έ ο ς ρ Ε π ι τ ά φ ι ο ρ 45
Β. Οι άλλες δημηγορίες αποτελούν ένα είδος εισαγωγής και απαραίτητο
συμπλήρωμα των γεγονότων που ιστορούνται· ο Επιτάφιος έχει ελάχιστη
σχέση με την ιστορική αφήγηση που τον πλαισιώνει.
9. Επιτάφιοι λόγοι που σώθηκαν:
Α. Σου Περικλή (431 π.Φ.).
Β. Σου Γοργία (κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο).
Γ. Σου Λυσία (392 π.Φ.).
Δ. Σου Πλάτωνα (στο διάλογο Μενέξενος, για τους νεκρούς των πολέμων
πριν από την ανταλκίδεια ειρήνη, 362 π.Φ.).
Ε. Σου Τπερείδη (322 π.Φ.).
10. Η δομή των επιταφίων λόγων:
Α. Προοίμιο.
Β. Καταγωγή και πρόγονοι.
Γ. Οι προκείμενοι νεκροί, οι αρετές τους και οι πολεμικοί άθλοι τους.
Δ. Προτροπή για μίμηση στους νεότερους, "παραμυθία" (παρηγοριά) στους
γονείς και στις χήρες των νεκρών.
Ε. Επίλογος.
11. Βασικές διαφορές - αποκλίσεις του Επιταφίου του Περικλή από τους
άλλους επιτάφιους λόγους:
Α. χι μόνο δε δίνει μεγαλύτερη έκταση στον έπαινο του αθηναϊκού παρελθόντος, αλλά τον προσπερνά με μια σύντομη φράση.
Β. Αναφέρεται συνοπτικά, γενικά και αόριστα στα πολεμικά έργα των νεκρών της χρονιάς.
Γ. Αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του Επιταφίου στην ενότητα που αναφέρεται στο αθηναϊκό πολίτευμα και αναλύει τους λόγους που οδήγησαν
την πόλη στο μεγαλείο.
Δ. Σο κύριο μέρος του λόγου είναι ένας (εμπνευσμένος) ύμνος στα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πνευματικά επιτεύγματα της αθηναϊκής
πολιτείας την εποχή που την κατηύθυνε ο Περικλής.
46 Α λ έ ξ α ν δ π ο ρ Γ . Α λ ε ξ α ν δ π ί δ η ρ
12. Οι άλλες δημηγορίες με τις οποίες συσχετίζεται ο Επιτάφιος:
Α. Αυτή που εκφώνησε ο Περικλής λίγο πριν από την έναρξη του
πολέμου στην εκκλησία του δήμου (χρονικά προηγείται του Επιταφίου).
Β. Αυτή με την οποία θέλησε ο Περικλής να εμψυχώσει τους συμπολίτες
του, που έχασαν το θάρρος τους εξαιτίας του λοιμού και της εισβολής των
Λακεδαιμονίων (το "κύκνειο άσμα" του Περικλή). Σο τμήμα αυτό της
συγγραφής κλείνει με τον περίφημο χαρακτηρισμό του πολιτικού από τον
ιστορικό.
13. Με τον Επιτάφιο:
Α. Δίνεται μια συμπληρωματική απεικόνιση της προσωπικότητας του
Περικλή.
Β. Φωτίζονται καλύτερα ορισμένες ιδέες που αποτελούσαν την πολιτική
φιλοσοφία του.
Γ. υμπληρώνεται το πορτρέτο ενός φωτισμένου και συστηματικού στις
ενέργειες του Περικλή.
Δ. Παίρνει νέες διαστάσεις η πολιτική που αυτός αντιπροσώπευε.
14. Πώς εξηγείται η παρουοία του Επιταφίου μέσα στο έργο του ιστορικού:
Α. Θέλησε να στήσει επιβλητικά το μνημείο του μεγάλου Αθηναίου
πολιτικού, να δείξει όσο γίνεται παραστατικότερα την αρετή του
ολοκληρωμένη, και στα έργα και στα λόγια.
Β. Ο Θουκυδίδης, ως εραστής της Αθήνας του Περικλή, θέλησε να δώσει
την ιδανική εικόνα της πόλης, πριν αυτή αμαυρωθεί από τις αποτυχίες
που την βρήκαν στον πόλεμο.
15. Σο έργο του Περικλή:
Α. Εδραίωσε την «Αθηναϊκή υμμαχία» κι επεξέτεινε την επιρροή της
Αθήνας με την ίδρυση νέων αποικιών.
Β. Μεταρρύθμισε ορισμένους θεσμούς της πολιτείας.
Γ. Αξιοποίησε την οικονομική ευρωστία της Αθήνας, δημιουργώντας τα
περίλαμπρα οικοδομήματα της Ακρόπολης κ.λπ.
Δ. υνέβαλε ουσιαστικά στην πνευματική άνθηση της Αθήνας.
Θ ο ς κ ς δ ί δ η , Π ε π ι κ λ έ ο ς ρ Ε π ι τ ά φ ι ο ρ 47
Ε. Διακήρυξε την ενότητα του ελληνικού κόσμου και προσπάθησε να
κάνει πραγματικότητα την πανελλήνια ιδέα.
16. τη διαμόρφωση της πνευματικής προσωπικότητας και του ιδεολογικού κόσμου του Περικλή συνέβαλαν:
Α. Σο ανώτερο πνευματικό του επίπεδο, που του εξασφάλιζε η γενικότερη
στάθμη της κλασικής Αθήνας.
Β. Η αξιοποίηση της μαθητείας του κοντά σε φημισμένους δασκάλους.
Γ. Οι φιλικές του σχέσεις με μεγάλες προσωπικότητες.
Δ. Η συμβίωση του με την Ασπασία.
17. Οι απόψεις ως προς την πατρότητα του επιτάφιου λόγου του Περικλή:
Α. Ο Θουκυδίδης είναι ο πραγματικός συγγραφέας του λόγου. Η
αναφορά του ονόματος του Περικλή είναι απλώς συγγραφικό τέχνασμα.
Β. Ο Θουκυδίδης υπήρξε στενογράφος της δημηγορίας. Διέσωσε τον Επιτάφιο όπως τον απήγγειλε ο Περικλής.
Γ. Ήταν δυνατό ο Περικλής να εκφωνήσει μια επιτάφια ομιλία
παρόμοια μ' αυτή που μας σώθηκε, χωρίς την παρέμβαση του Θουκυδίδη.
Ο Θουκυδίδης θα μπορούσε να πλάσει ένα ρητορικό κείμενο με
περιεχόμενο το ίδιο βαθύ, πλούσιο και πρωτότυπο, χωρίς να έχει ακούσει
το λόγο του Περικλή ή να έχει συμβουλευτεί τις σημειώσεις του.
18. Ο Επιτάφιος:
Α. Είναι αντάξιος της πνευματικής προσωπικότητας και του Θουκυδίδη
και του Περικλή.
Β. υμβάλλει στη θετική αποτίμηση και των δύο, χωρίς να δίνει αφορμή
να υποτιμηθεί κανένας από τους δύο.
Το δράμα είναι μια σύνθετη ποιητική δημιουργία που αποτέλεσε την ύψιστη πνευματική έκφραση των κλασικών χρόνων. Στο ποιητικό αυτό είδος χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το Έπος και τη Λυρική ποίηση, ενώ κατά την παρουσίασή του ενώπιον του κοινού συνόδευαν τον λόγο η μουσική και η όρχηση· γιατί το δράμα δεν προοριζόταν για μια απλή απαγγελία αλλά για παράσταση ενός συγκλονιστικού γεγονότος, που εξελισσόταν σαν ζωντανή πραγματικότητα μπροστά στους θεατές.
Το δράμα προήλθε από τα θρησκευτικά δρώμενα και συνδέθηκε εξαρχής με τη λαμπρότερη εορτή του Διονύσου, τα Μεγάλα Διονύσια, που είχαν κυρίαρχη θέση στο αθηναϊκό εορτολόγιο. Οι πρόγονοί μας από πολύ παλιά είχαν δώσει στις θρησκευτικές εκδηλώσεις τους δραματικό χαρακτήρα (δηλ. μορφή παράστασης) : στο Άργος και στη Σάμο αναπαριστούσαν τους γάμους του Δία και της Ήρας, στην Κρήτη τη γέννηση του Δία, στους Δελφούς έφηβοι παρίσταναν τον αγώνα του Απόλλωνα με τον δράκοντα· ακόμα και στα Ελευσίνια μυστήρια ονόμαζαν τις μυστικές ιεροτελεστίες δρώμενα. Στις τελετές όμως του Διονύσου τα δρώμενα ήταν λαμπρότερα και πιο επίσημα.
Ο Διόνυσος, ως θεός του αμπελιού και του κρασιού, προσωποποιούσε τον κύκλο των εποχών του έτους, τη διαδικασία της σποράς και της βλάστησης, τη γονιμοποίηση των καρπών και γενικά όλες τις μυστηριώδεις παραγωγικές δυνάμεις της φύσης. Αυτόν τον αδιάκοπα επαναλαμβανόμενο κύκλο της ζωής και του θανάτου οι λατρευτές του Διονύσου τον είχαν συνδέσει με τη γέννηση του θεού, τη δράση του, τον θάνατο και την επαναφορά του στη ζωή. Φαντάζονταν ακόμα τον θεό να κυκλοφορεί ανάμεσα στους ανθρώπους, μαζί και με τους τραγόποδες ακολούθους του, τους Σατύρους, και να παρακινεί όλους να ξεχάσουν τις έγνοιες της ζωής και να παραδοθούν στο γλεντοκόπι και στη χαρά.
Κατά τις τελετές του Διονύσου οι οπαδοί του λάτρευαν τον θεό σε κατάσταση ιερής μανίας, άφθονης οινοποσίας, πολλών αστεϊσμών και έξαλλου ενθουσιασμού. Ουσιώδες γνώρισμα των λατρευτικών τους εκδηλώσεων ήταν η έκσταση, η συναισθηματική μέθη, που τους ταύτιζε με άλλα πρόσωπα, τους Σατύρους, και τους μετέθετε σε μια κατάσταση θεϊκή. Για την επιτυχία της έκστασης οι πιστοί μεταμφιέζονταν. Τυλίγονταν με δέρματα ζώων, άλειφαν το πρόσωπό τους με το κατακάθι του κρασιού (τρυγία) ή το σκέπαζαν με φύλλα δέντρων, φορούσαν στεφάνια από κισσό, πρόσθεταν ουρές, γένια ή κέρατα, όπως και οι ακόλουθοι του θεού.
Σ' αυτές τις μεταμφιέσεις των εορταστών του Διονύσου έχει την αφετηρία του το δράμα, γιατί και τα πρόσωπα του δράματος μεταμφιέζονταν, για να υποδυθούν τους ήρωες του έργου. Τα στάδια, βέβαια, της μετάβασης από τις θρησκευτικές τελετές στο δράμα δεν είναι γνωστά· ο Αριστοτέλης όμως μας πληροφορεί πως οι πρωτοτραγουδιστές των χορικών ασμάτων προς τιμή του Διονύσου έδιναν αφορμές για δραματικές παραστάσεις (Ποιητική, 1449 a14)
Όταν ο Πεισίστρατος ίδρυσε ιερό προς τιμή του Διονύσου στα ΝΑ της Ακρόπολης (όπου σήμερα τα ερείπια του διονυσιακού θεάτρου), μετέφερε σ' αυτό από τις Ελευθερές της Βοιωτίας το ξύλινο άγαλμα του Διονύσου του Ελευθερέως και οργάνωσε λαμπρές εορτές. Σ' αυτό τον χώρο ο Θέσπης, από την Ικαρία της Αττικής (σημερινό Διόνυσο), δίδαξε για πρώτη φορά δράμα, στα μέσα της 61ης Ολυμπιάδας, δηλ. το 534 π.Χ. Έκτοτε το δράμα σταδιακά τελειοποιήθηκε, γιατί η εξέλιξή του συνέπεσε με τον πλούτο και το μεγαλείο της Αθήνας.
Οι δραματικές παραστάσεις επικράτησε να γίνονται κατά τις εορτές του Διονύσου, ώστε να συνδέονται με τη θρησκευτική τους προέλευση. Οι εορτές αυτές στην Αττική ήταν τέσσερις:
• Τα Μεγάλα ή ἐν ἄστει Διονύσια·τελούνταν τον αττικό μήνα Ελαφηβολιώνα (μέσα Μαρτίου-Απριλίου). Ήταν η λαμπρότερη εορτή του Διονύσου· η διάρκειά τους ήταν έξι μέρες και παρουσιάζονταν σ' αυτή νέα δράματα.
• Τα Μικρά ή κατ' ἀγρούς Διονύσια· εορτάζονταν τον μήνα Ποσειδεώνα (μέσα Δεκεμβρίου-Ιανουαρίου) και παρουσιάζονταν σ' αυτά επαναλήψεις των επιτυχημένων δραμάτων. Ονομαστά ήταν τα κατ' αγρούς Διονύσια, που εορτάζονταν στο περίφημο Διονυσιακό θέατρο του Πειραιά.
• Τα Λήναια, που εορτάζονταν τον μήνα Γαμηλιώνα (μέσα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου)· στη διάρκεια της εορτής παριστάνονταν νέες τραγωδίες και κωμωδίες.
• Τα Ἀνθεστήρια, που εορτάζονταν τον μήνα Ανθεστηριώνα (μέσα Φεβρουαρίου-Μαρτίου). Ήταν εορτή της ανθοφορίας στην αρχή της Άνοιξης. Παλαιότερα δε γίνονταν δραματικοί αγώνες· πολύ αργότερα προστέθηκαν και αυτοί ως μέρος της εορτής
Απ' όλες τις εορτές του Διονύσου η πιο επίσημη ήταν τα Μεγάλα Διονύσια. Την εποπτεία τόσο της εορτής όσο και των δραματικών αγώνων είχε τότε ο Επώνυμος Άρχων.
Τρία είναι τα είδη του δράματος : η τραγωδία, η κωμωδία και το σατυρικό δράμα.
• Το σατυρικό δράμα. Χαρακτηρίστηκε ως παίζουσα τραγωδία· ήταν δηλαδή ένα ευχάριστο λαϊκό θέαμα που διατηρούσε τα εξωτερικά γνωρίσματα της τραγωδίας, αλλά σκοπό είχε μόνο να προκαλέσει το γέλιο και όχι να διδάξει, όπως η τραγωδία και η κωμωδία. Στο σατυρικό δράμα οι θεατές ξανάβρισκαν τους Σατύρους (από αυτούς και η ονομασία) και τον γέροντα Σειληνό, που αποτελούσαν τον χορό, κι έτσι ικανοποιούσαν την ευλάβειά τους προς τις θρησκευτικές παραδόσεις.
Οι ποιητές που συμμετείχαν στους δραματικούς αγώνες έπρεπε να παρουσιάσουν, μαζί με τις τρεις τραγωδίες, και ένα σατυρικό δράμα, ώστε να τελειώνουν οι παραστάσεις με ένα θέαμα εύθυμο και ανακουφιστικό.
• Η κωμωδία. Και η κωμωδία, όπως και τα άλλα δύο είδη του δράματος, προήλθε από τις Διονυσιακές εορτές. Οι κωμικοί ποιητές επιδίωκαν να γελοιοποιούν πρόσωπα και καταστάσεις, ώστε μέσα από τη φάρσα, το γέλιο και την ευθυμία να ασκούν την κριτική τους. Τα πρόσωπα των κωμωδιών ήταν σύγχρονα και αντιπροσώπευαν καταστάσεις —πολιτικές, κοινωνικές, ηθικές— που έβλαπταν ή ήταν επικίνδυνες για την πόλη. Έτσι η κωμωδία αντλούσε τα θέματα από την καθημερινή ζωή, αλλά συχνά τα «έντυνε» με μύθους ή κατασκεύαζε πλαστές εικόνες, που, με το υπερβολικό και το γελοίο, είχαν σκοπό να τέρψουν αλλά και να διορθώσουν τα «κακώς κείμενα».
II. Η τραγωδία
Ο Αριστοτέλης συνδέει την τραγωδία με τον διθύραμβο, ένα χορικό άσμα που χαρακτηρίστηκε διονυσιακό. Κατά τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, η τραγωδία προήλθε ἀπὸ τῶν ἐξαρχόντων τόν διθύραμβον, δηλαδή από τους πρωτοτραγουδιστές των διθυραμβικών χορών.
Η λέξη τραγωδία έχει αβέβαιη προέλευση. Οι δύο γνωστές απόψεις, ότι δηλαδή τραγωδία σημαίνει : I) ᾠδὴ τῶν τράγων = χορικό άσμα των λατρευτῶν του Διονύσου που φορούσαν δέρματα τράγων ή 2) χορικό άσμα σε διαγωνισμό, όπου το βραβείο για τον νικητή ήταν τράγος, θεωρούνται αυθαίρετες και χωρίς ισχυρή επιστημονική στήριξη.
Σταθμό στην εξέλιξη του διθυράμβου σημείωσε ο Αρίων από τη Μήθυμνα της Λέσβου, που είχε εγκατασταθεί στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. στην αυλή του Περιάνδρου, τυράννου της Κορίνθου, πιθανότατα για να ενισχύσει τη διονυσιακή λατρεία. Ο Αρίων διαμόρφωσε καλλιτεχνικά τον διθύραμβο, συνθέτοντας τους στίχους και τη μουσική. Το περιεχόμενό του ήταν στην αρχή σχετικό με τους μύθους του Διονύσου, αργότερα όμως και με άλλα μυθικά πρόσωπα ή ήρωες. Τους διθυράμβους του Αρίωνα εκτελούσε χορός 50 ανδρών, τον οποίο ασκούσε ο ίδιος ο ποιητής. Ο χορός αυτός, τραγουδώντας τον διθύραμβο με τη συνοδεία κιθάρας, ὠρχεῖτο, δηλαδή έκανε χορευτικές κινήσεις γύρω από τον βωμό του Διονύσου. Ο Αρίων θεωρείται και εὑρετὴς τοῦ τραγικοῦ τρόπου, που σήμαινε ένα είδος μουσικής, το οποίο τραγουδούσαν οι χορευτές μεταμφιεσμένοι σε τράγους, δηλαδή σατύρους.
Το μεγάλο βήμα πάντως από τον διθύραμβο στην τραγωδία έγινε στην Αττική. Ο Αρίων είχε παρουσιάσει βέβαια τον εξάρχοντα του διθυράμβου, αλλά δεν του είχε δώσει ανεξάρτητο ρόλο από τον χορό. Σ' αυτήν την καινοτομία προχώρησε ο Θέσπης στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Σύμφωνα με έμμεσες πληροφορίες (αγγειογραφίες και κάποια μαρτυρία που αποδίδεται στον Αριστοτέλη), ο Θέσπης ξεχώρισε οριστικά τον εξάρχοντα (πρωτοτραγουδιστή - υποκριτή) από την ομάδα - χορό. Αυτόν τον εξάρχοντα-υποκριτή τον ταύτισε πλέον με το πρόσωπο που υποδυόταν. Αλλά και οι λόγοι του υποκριτή, στον διάλογό του με τον χορό, ήταν στίχοι που απαγγέλλονταν και δεν ήταν όμοιοι με εκείνους της μελωδίας του χορού. Οι στίχοι αυτοί αποτέλεσαν τα πρώτα θεατρικά στοιχεία, γιατί με την παρεμβολή τους ανάμεσα στα χορικά κομμάτια διευκόλυναν την παρουσίαση του μύθου, μέσα από διάλογο και αφήγηση.
Ο ίδιος ποιητής φαίνεται ότι ενθουσίασε με τις καινοτομίες του τον λαό και, παρά τις αντιδράσεις του γέροντα πια Σόλωνα, που θεωρούσε τις παραστάσεις ψευδολογίες, δημιούργησε έναν μικρό θίασο, το γνωστό ἅρμα Θέσπιδος, με τον οποίο περιόδευε στα χωριά της Αττικής και έπαιρνε μέρος στις ανοιξιάτικες Διονυσιακές γιορτές.
Όσο τα διαλογικά-θεατρικά στοιχεία, με τον καιρό, έπιαναν μεγαλύτερη έκταση, τόσο περιοριζόταν και ο ρόλος του χορού, μέχρι που κατέληξε να τραγουδάει άσματα άσχετα με τον Διόνυσο. Όταν και οι υποθέσεις των έργων έπαψαν πια να έχουν άμεση σχέση με τον Διόνυσο (ήταν δηλαδή απροσδιόνυσες), σταμάτησαν και οι άντρες του χορού να μεταμφιέζονται σε σατύρους. Έτσι η τραγωδία έπαιρνε με την πάροδο του χρόνου την οριστική της μορφή ως θεατρικό είδος.
Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του (1448b-24 κ.ε) δίνει τον ακόλουθο ορισμό της τραγωδίας:
Σύμφωνα με τον ορισμό, η τραγωδία είναι απομίμηση μιας σοβαρής και με αξιόλογο περιεχόμενο πράξης· είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας, όχι όμως πιστή και δουλική αλλά ελεύθερη και δημιουργική, με τάση εξιδανίκευσης. Ο χαρακτηρισμός τελεία δηλώνει πως η υπόθεση της τραγωδίας έχει αρχή, μέση και τέλος, ενώ το μέγεθός της έχει τέτοια έκταση, ώστε να μπορεί ο θεατής να έχει πλήρη εποπτεία, σαφή αντίληψη και του συνόλου του έργου και των επιμέρους. Εξάλλου η μίμηση γίνεται με λόγο ἡδυσμένο, που έχει δηλαδή ρυθμό, αρμονία και μελωδία· όμως αυτά τα στοιχεία δε διασκορπίζονται με τον ίδιο τρόπο σε όλο το έργο, αλλά όπου ταιριάζει το καθένα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της τραγωδίας είναι η δράση. Οι υποκριτές δεν απαγγέλλουν απλώς, αλλά μιμούνται τους ήρωες του έργου τους οποίους υποδύονται. Όπως ερμηνεύει εύστοχα ο T.S. Eliot, «πίσω από τον τραγικό λόγο βρίσκεται η δραματική ενέργεια, η χροιά της φωνής, το ανασηκωμένο χέρι ή ο τεντωμένος μυς, και η ιδιαίτερη συγκίνηση».
Σκοπός της τραγωδίας είναι να οδηγήσει τον θεατή, μέσα από τον ἔλεο και τον φόβο, στην κάθαρση —έναν όρο δύσκολο που έχει απασχολήσει επί αιώνες τους ερμηνευτές. Κατά τον Αριστοτέλη, ο φόβος και ο έλεος (συμπάθεια), αποτελούν την οἰκεία, τη χαρακτηριστική ηδονή, που προκαλεί η τραγωδία. Οι θεατές συμμετέχουν λογικά και συναισθηματικά στα δρώμενα, γι' αυτό και συμπάσχουν με τους ήρωες, οι οποίοι συγκρούονται συνήθως με τη Μοίρα, εξαιτίας κάποιου λάθους, και συντρίβονται. Κατά την επικρατέστερη ερμηνεία, με την κάθαρση, την οποία προκαλεί η τραγωδία ως έργο τέχνης, οι θεατές ανακουφίζονται και ηρεμούν ψυχικά, γιατί διαπιστώνουν είτε την ηθική νίκη του τραγικού ήρωα ή την αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Γενικότερα οι θεατές, καθώς ζουν έντονα τον ανθρώπινο μύθο μέσα στο τραγικό μεγαλείο του έργου, λυτρώνονται, με τη μαγεία της τέχνης, και γίνονται ελεύθεροι και ανώτεροι άνθρωποι.
Ο Αριστοτέλης περιγράφει και την τυπική διάρθρωση μιας τραγωδίας. Τα μέρη, στα οποία χωρίζεται, τα ονομάζει κατά ποσόν, για να τα ξεχωρίσει από τα κατά ποιόν, τα οποία είναι αποτέλεσμα αναλύσεως του έργου.
Η τραγωδία είναι σύνθεση επικών και λυρικών στοιχείων τα οποία είναι ευδιάκριτα. Το επικό στοιχείο (διάλογοι-αφήγηση) αποτελούν ο πρόλογος, τα ἐπεισόδια και η ἔξοδος, ενώ το λυρικό (χορός) η πάροδος και τα στάσιμα.
Ο πρόλογος έχει τη μορφή μονολόγου ή διαλόγου, ενώ στα παλαιότερα έργα, ιδίως του Αισχύλου, δεν υπάρχει πρόλογος, αλλά η τραγωδία αρχίζει από την πάροδο. Με τον πρόλογο, που σημαίνει τον πρώτο λόγο του ηθοποιού, οι θεατές εισάγονται στην υπόθεση της τραγωδίας.
Τα επεισόδια είναι αντίστοιχα με τις σημερινές πράξεις και παρεμβάλλονται μεταξύ των χορικών. Ο ρόλος των επεισοδίων είναι πολύ σημαντικός, γιατί αυτά αναπτύσσουν και προωθούν τη σκηνική δράση μέσα από τις συγκρούσεις των προσώπων.
Η έξοδος είναι το τελευταίο μέρος της τραγωδίας· αρχίζει ύστερα από το τελευταίο στάσιμο και κλείνει με το εξόδιο άσμα του χορού.
Στο επικό μέρος της τραγωδίας οι υποκριτές διαλέγονται είτε με συνεχείς λόγους είτε με στιχομυθίες, δηλαδή στίχο με στίχο. Και όταν η ένταση του διαλόγου κορυφωθεί, τότε και ο στίχος κόβεται σε δύο ή σε τρία μέρη, τις αντιλαβές. Μάλιστα στον διάλογο συμμετέχει πολλές φορές και ο κορυφαίος του χορού. Εξάλλου στο μέρος αυτό της τραγωδίας το συνηθέστερο μέτρο είναι το ιαμβικό τρίμετρο 1 ή σπανιότερα το τροχαϊκό τετράμετρο και γλώσσα του η παλαιότερη μορφή της αττικής διαλέκτου, με στοιχεία από την ιωνική και τη γλώσσα του έπους.
Από το λυρικό μέρος η πάροδος είναι το άσμα που τραγουδούσε ο χορός, καθώς έμπαινε στην ορχήστρα με ρυθμικό βηματισμό, ενώ τα στάσιμα τα τραγουδούσε ο χορός, όταν πια είχε λάβει τη θέση του (στάσιν) στην ορχήστρα, και τα συνόδευε με χορευτικές κινήσεις. Εκτός όμως από την πάροδο και τα στάσιμα υπάρχουν και άλλα λυρικά στοιχεία στην τραγωδία, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα διαλογικά μέρη. Από αυτά άλλα έχουν θρηνητικό χαρακτήρα και τα τραγουδούσε ο χορός με ένα ή δύο ηθοποιούς (κομμοί) και άλλα τα τραγουδούσε μόνο ένας (μονωδίες) ή δύο (διωδίες) ηθοποιοί.
Επειδή τα χορικά άσματα αποτελούν επιβιώσεις της αρχαιότερης χορικής ποίησης, που καλλιέργησαν κυρίως οι Δωριείς, διατηρούν τόσο τη δωρική γλώσσα όσο και τα ποικίλα μέτρα του αρχαιοελληνικού λυρισμού.
Τα κατά ποιόν μέρη είναι κυρίως τα εσωτερικά και ουσιαστικότερα στοιχεία της τραγωδίας τα οποία, κατά τον Αριστοτέλη, βρίσκονται σε όλα σχεδόν τα τμήματά της και προκύπτουν από την ανάλυση. Τα δομικά αυτά μέρη είναι τα εξής: ο μύθος, το ήθος, η λέξη, η διάνοια, το μέλος και η όψη.
Ο μύθος, ως μίμηση πράξεως, αποτελεί την ψυχή της τραγωδίας και σημαίνει την υπόθεση του έργου, το σενάριο. Τα θέματα των τραγικών μύθων τα αντλούσαν οι ποιητές κυρίως από τη μυθολογία αλλά και από την ιστορία. Οι τρεις μεγάλοι μυθικοί κύκλοι -Θηβαϊκός, Αργοναυτικός και Τρωικός- έδιναν θέματα, για να σχεδιάζουν οι ποιητές την τραγική δράση.
Το ήθος δηλώνει τον χαρακτήρα του τραγικού ήρωα, τον ψυχικό του κόσμο, τις σκέψεις και τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά σε κάθε περίπτωση.
Η λέξη είναι τα εκφραστικά μέσα, η ποικιλία των εκφραστικών τρόπων, ό,τι σήμερα καλούμε ύφος. Με ξεχωριστό γλωσσικό πλούτο και σχήματα κάθε τραγικός ποιητής ντύνει τις ποιητικές του ιδέες.
Τη διάνοια αποτελούν οι ιδέες που διατυπώνουν τα πρόσωπα της τραγωδίας για τον κόσμο και τη ζωή, καθώς και τα επιχειρήματα με τα οποία τις υποστηρίζουν.
Το μέλος και η όψη αφορούν την παράσταση της τραγωδίας. Για το μέλος, δηλαδή τα μουσικά στοιχεία της αρχαίας τραγωδίας, οι γνώσεις μας είναι ελλιπείς, ενώ η όψη περιλαμβάνει τον σκηνικό κόσμο στο σύνολό του, δηλαδή ό,τι σήμερα ονομάζουμε σκηνογραφία και ενδυματολογία. Αυτός ο σκηνικός διάκοσμος ήταν πολύ απλός και είχε σκοπό να αποτελέσει το κατάλληλο πλαίσιο για την παράσταση.
Τους ήρωες των τραγωδιών χαρακτηρίζει η τραγικότητα, μια κατάσταση που υποδηλώνει τη σύγκρουσή τους με υπέρτερες δυνάμεις. Και, όντως, ο τραγικός ήρωας συγκρούεται, κυρίως, με τη Μοίρα και τη θεία δίκη, αλλά και με τους ανθρώπους, ακόμη και με τον εαυτό του. Σ' αυτή τη σύγκρουση εκδηλώνεται όλο το ηθικό του μεγαλείο, γιατί δεν αγωνίζεται για το υλικό συμφέρον, αλλά για ηθικές αξίες. Η έννοια της τραγικότητας συμπεριλαμβάνει και τη μετάβαση από την άγνοια στη γνώση, μέσα από την περιπλοκή του ήρωα σε αντιφατικές καταστάσεις, τρομερά διλήμματα και αδιέξοδα μαζί και με τις συνέπειες αυτών των καταστάσεων (ενοχή, ψυχική οδύνη, μοναξιά, συντριβή ή λύτρωση). Το αποτέλεσμα πάντως της τραγικής σύγκρουσης είναι η ηθική ελευθερία που καταξιώνει την προσωπικότητα του τραγικού ανθρώπου.
1Τα μέτρα της αρχαίας ελληνικής ποίησης στηρίζονται στην εναλλαγή της μακρόχρονης και βραχύχρονης συλλαβής και είναι ποικίλα. Δύο απ' αυτά είναι το ιαμβικό (υ-) τρίμετρο και το τροχαϊκό (-υ) τετράμετρο, που έχουν την εξής μορφή: 1. Ιαμβικό τρίμετρο : υ-,υ- / υ-, υ- / υ-, υ- (συνήθως ισχύει στη μορφή: χ-υ- / χ-υ- / χ-υ-) π.χ. Ὃς οὐδεπώ / ποτ' εἶπεν ἄνθ/ρακας πρίω 2. Τροχαϊκό τετράμετρο: -υ,-υ / -υ,-υ / -υ,-υ / -υ - π.χ. Θυμέ, θυμ' ἀ/μηχάνοισι/ κήδεσιν κυ/κώμενε
III. Το αρχαίο θέατρο
Τα πρώτα ελληνικά θέατρα, όπως άλλωστε και το ίδιο το δράμα, συνδέονται με τη λατρεία του Διονύσου. Ο ανοιχτός κυκλικός χώρος, που λατρευόταν ο θεός, με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη του διθυράμβου σε δράμα, μετασχηματίστηκε βαθμιαία στη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική μορφή του αρχαίου θεάτρου.
Τρία ήταν τα βασικά μέρη του αρχαίου θεάτρου:
α) Το κυρίως θέατρον ή κοίλον, το μέρος που προοριζόταν για τους θεατές.
β) Η ορχήστρα, ο κυκλικός ή ημικυκλικός χώρος, όπου ὠρχεῖτο, ο χορός.
γ) Η σκηνή, ο χώρος των υποκριτών.
Το κυρίως θέατρο περιλαμβάνει τα εδώλια (καθίσματα) των θεατών τα οποία περιβάλλουν ημικυκλικά την ορχήστρα. Είναι κτισμένα αμφιθεατρικά και ακολουθούν την πλαγιά του λόφου, στον οποίο συνήθως κατασκευαζόταν το θέατρο. Ένα ή δύο διαζώματα (πλατείς οριζόντιοι διάδρομοι) χώριζαν το κοίλον σε δύο ή τρεις ζώνες, για να διευκολύνουν την κυκλοφορία των θεατών. Τις σειρές των εδωλίων διέκοπταν κάθετα προς την ορχήστρα, κλίμακες από τις οποίες οι θεατές ανέβαιναν στις ψηλότερες θέσεις. Τα τμήματα των εδωλίων ανάμεσα στις κλίμακες ονομάζονταν κερκίδες.
Η χωρητικότητα των αρχαίων θεάτρων ήταν πολύ μεγάλη. Το θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα χωρούσε 17.000 θεατές, της Εφέσου 16.000, της Επιδαύρου 14.000.
Ο κυκλικός ή ημικυκλικός χώρος ανάμεσα στο κοίλο και τη σκηνή αποτελούσε την ορχήστρα. Όπως φαίνεται από τα θέατρα που έχουν διασωθεί, η ορχήστρα βρισκόταν λίγο χαμηλότερα από τη σκηνή. Σε ορισμένα θεατρικά έργα φαίνεται ότι ο χορός αναμειγνυόταν με τους υποκριτές, ιδιαίτερα στις κωμωδίες και το πιθανότερο είναι ότι υποκριτές και χορευτές αρχικά κινούνταν στο ίδιο επίπεδο. Αργότερα οι υποκριτές χωρίστηκαν από τον χορό και έπαιζαν σε υπερυψωμένο δάπεδο. Η είσοδος του χορού στην ορχήστρα γινόταν από δύο πλευρικές διόδους, τις παρόδους. Στο κέντρο της ορχήστρας βρισκόταν ο βωμός του Διονύσου, η θυμέλη. Πίσω από τη θυμέλη έπαιρναν θέση ο αυλητής και ο υποβολέας.
Η σκηνή, το τρίτο αρχιτεκτονικό μέλος του θεάτρου, εκτεινόταν πίσω από την ορχήστρα. Ήταν η σκηνή ένα απλό επίμηκες οικοδόμημα, που παρέμεινε ξύλινο μέχρι τα τέλη του 4ου π.Χ. αι. Προοριζόταν, στην αρχή τουλάχιστον, για να φυλάγουν οι υποκριτές τα σκεύη και τα υλικά τους. Κατά μήκος του τοίχου της σκηνής, προς το μέρος των θεατών, κατασκευάστηκε ένα ξύλινο και αργότερα πέτρινο ή μαρμάρινο υπερυψωμένο δάπεδο, πάνω στο οποίο έπαιζαν οι ηθοποιοί. Ο χώρος αυτός ονομάστηκε λογεῖο και δεν υπήρχε κατά τους κλασικούς χρόνους.
Ο τοίχος της σκηνής πίσω από το λογείο παρίστανε ό,τι απαιτούσε το διδασκόμενο έργο. Συνήθως απεικόνιζε πρόσοψη ναού ή ανακτόρου με δύο ορόφους. Είχε μία ή τρεις θύρες, από τις οποίες έβγαιναν στην ορχήστρα τα πρόσωπα του δράματος που βρίσκονταν στα ανάκτορα. Τα πρόσωπα που έρχονταν απέξω και όχι από τα ανάκτορα, έμπαιναν από τις δύο παρόδους.
Στην Αθήνα και στο θέατρο του Διονύσου επικράτησε η εξής συνήθεια: οι ερχόμενοι από την πόλη ή το λιμάνι έμπαιναν στη σκηνή από τη δεξιά, σε σχέση με τον θεατή, πάροδο, ενώ όσοι έφταναν από τους αγρούς από την αριστερή. Η σύμβαση αυτή ίσως συνδέεται με τα τοπογραφικά δεδομένα της Αθήνας.
Γενικά ο χώρος του αρχαίου θεάτρου συνδέεται άμεσα με τη θεατρική πράξη, πράγμα που σημαίνει ότι το δράμα μόνο στον συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό χώρο μπορούσε να λειτουργήσει θεατρικά.
Είναι γνωστό ότι με τον θεατρικό χώρο συνδέεται και η σκηνογραφία, όπως και η χρησιμοποίηση μέσων και μεθόδων που εξασφαλίζουν την επιτυχία της θεατρικής σύμβασης.
Τα βασικότερα τεχνικά και μηχανικά μέσα του αρχαίου θεάτρου ήταν οι περίακτοι, το εκκύκλημα, το θεολογείο, η μηχανή ή αιώρημα, οι χαρώνειες κλίμακες, το βροντείο (βλ. λεξικό βασικών θεατρικών όρων).
IV. Οι δραματικοί αγώνες
Οι δραματικοί αγώνες συνδέονται με την αρχαία Αθήνα και ιδιαίτερα με το θέατρο του Διονύσου. Η διεξαγωγή των αγώνων αυτών στον ιερό χώρο του Διονύσου άρχισε να γίνεται μετά την οικοδόμηση του ναού προς τιμή του θεού. Διαμορφώθηκε, λοιπόν, η νότια πλευρά της Ακρόπολης, έτσι ώστε να συμπεριλάβει τον χώρο για τον κυκλικό λατρευτικό χορό, από τον οποίο προήλθε η ορχήστρα του θεάτρου, και τα εδώλια των θεατών. Μετά τα Μηδικά κατασκευάστηκαν στον ίδιο χώρο τα ξύλινα καθίσματα (ἰκρία) που χρησιμοποιούνταν ακόμη και κατά την περίοδο των τριών τραγικών καθώς και του Αριστοφάνη. Με τον καιρό άρχισε η αντικατάσταση των ξύλινων εδωλίων με λίθινα, η οποία ολοκληρώθηκε επί άρχοντος Λυκούργου, γύρω στα 330 π.Χ.
Στο θέατρο του Διονύσου οι Αθηναίοι ποιητές παρουσίαζαν κάθε χρόνο τα νέα τους έργα. Έπαιρνε μάλιστα η παράσταση αυτή αγωνιστικό χαρακτήρα, γιατί κατά τη διαδικασία αυτή αναδεικνύονταν και βραβεύονταν τα καλύτερα έργα. Ο χρόνος της διεξαγωγής των αγώνων δεν ήταν τυχαίος. Συνδεόταν με την άνοιξη και συνεπώς με τον οργιαστικό χαρακτήρα της λατρείας του Διονύσου. Παράλληλα λειτουργούσαν και άλλοι πρακτικοί λόγοι για την επιλογή του χρόνου· την περίοδο εκείνη οι γεωργικές εργασίες ήταν περιορισμένες και ο αγροτικός πληθυσμός περισσότερο ελεύθερος. Άλλωστε η πολυπληθής παρουσία στην Αθήνα ξένων και συμμάχων, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, οι οποίοι έρχονταν, για να εκπληρώσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, έδινε στην πόλη την ευκαιρία να προβάλει μέσα από τους δραματικούς αγώνες τη δόξα και το μεγαλείο.
Η επιμέλεια και η οργάνωση των Ληναίων ανήκε στη δικαιοδοσία του ἄρχοντος-βασιλέως. Στα Μεγάλα Διονύσια όμως το έργο αυτό είχε ανατεθεί από την Αθηναϊκή Δημοκρατία στον επώνυμο άρχοντα. Αυτός διάλεγε τα έργα των ποιητών που θα ἐδιδάσκοντο, τους ηθοποιούς που θα ερμήνευαν τους θεατρικούς ρόλους και αναζητούσε τους εύπορους πολίτες που θα επωμίζονταν τα έξοδα της χορηγίας, όπως λεγόταν η τιμητική αυτή λειτουργία. Έργο του χορηγού ήταν η χρηματοδότηση της προετοιμασίας του χορού.
Οι κριτές των έργων ήταν δέκα· εκλέγονταν με κλήρο μέσα στο θέατρο, από ένα μακρότατο κατάλογο Αθηναίων πολιτών, ο οποίος είχε συνταχθεί λίγες ημέρες πριν από τον δραματικό αγώνα. Μετά το τέλος των παραστάσεων, ο καθένας έγραφε σε πινακίδα την κρίση του. Οι πινακίδες ρίχνονταν σε κάλπη από την οποία ανασύρονταν πέντε. Απ' αυτές προέκυπτε, ανάλογα με τις ψήφους που έπαιρνε κάθε έργο, το τελικό αποτέλεσμα.
Ο νικητής ποιητής αλλά και ο χορηγός στεφανώνονταν με κισσό, το ιερό φυτό του Διονύσου. Είχαν το δικαίωμα να οικοδομήσουν χορηγικό μνημείο στην περίφημη οδό Τριπόδων, στον οποίο τρίποδα αναγράφονταν οι συντελεστές της παράστασης. Διασώθηκε, μάλιστα, ένα τέτοιο μνημείο στην Αθήνα, το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη (φανάρι του Διογένη). Παράλληλα τα ονόματα των ποιητών, χορηγών και πρωταγωνιστών χαράζονταν σε πλάκες που τις κατέθεταν στο δημόσιο αρχείο· οι πλάκες αυτές ονομάζονταν διδασκαλίες.
Οι χορευτές, αν και ερασιτέχνες, εισέπρατταν μια στοιχειώδη αποζημίωση. Εξασφάλιζε ακόμη ο χορηγός τροφή για τους χορευτές και στέγη για τις πρόβες· τέλος φρόντιζε για χοροδιδάσκαλο και αυλητή και παράλληλα μεριμνούσε για την όλη σκευή των υποκριτών, των χορευτών και των βωβών προσώπων. Η αναζήτηση των ηθοποιών για την ερμηνεία των ρόλων ήταν έργο του κράτους. Στην αρχή, που ο ποιητής ήταν και ηθοποιός, το πρόβλημα δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Όταν όμως οι ηθοποιοί έγιναν τρεις για κάθε έργο και πολλαπλασιάστηκε ο αριθμός των παραστάσεων, το πρόβλημα οξύνθηκε. Βαθμιαία δημιουργήθηκε ολόκληρη συντεχνία ηθοποιών, οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῖται, στους οποίους αναθέτονταν οι θεατρικοί ρόλοι.
V. Οι συντελεστές της παράστασης
Ο βασικός συντελεστής της αρχαίας παράστασης ασφαλώς ήταν ο ποιητής.
Συγκέντρωνε πολλαπλούς ρόλους που έπρεπε να εκπληρώνει στο ακέραιο, για να επιτύχει η παράσταση. Ο ποιητής ήταν ο συγγραφέας, ο σκηνοθέτης, ο μουσικοσυνθέτης, ο χορογράφος, ο σκηνογράφος και τουλάχιστον στα πρώτα δράματα και ο ερμηνευτής.
Κατά βάση η ερμηνεία των ρόλων ανήκε σε επαγγελματίες ηθοποιούς· πολλών μάλιστα γνωρίζουμε και τα ονόματα, όπως του Θεοδώρου, πρωταγωνιστή της Αντιγόνης, ή του γνωστού ρήτορα Αισχίνη.
Κατά την παράσταση η εμφάνιση των ηθοποιών ήταν μεγαλοπρεπής. Ο τελετουργικός χαρακτήρας του αρχαίου θεάτρου αλλά και η ίδια η φύση των ρόλων (ήρωες, θεοί, ημίθεοι, βασιλιάδες) επέβαλαν και την ανάλογη σκευή (ενδυμασία). Έτσι οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες φορούσαν χιτώνες ποδήρεις στολισμένους με ζωηρά χρώματα, όταν ήταν ευτυχισμένοι, και φαιά, όταν έπεφταν σε δυστυχία. Οι θεοί διακρίνονταν από τα σύμβολά τους και οι μάντεις, όπως ο Τειρεσίας, έφεραν μάλλινο ένδυμα (ἀγρηνόν) πάνω από τον χιτώνα.
Φορούσαν ακόμη οι ηθοποιοί υψηλά υποδήματα που αργότερα ονομάστηκαν κόθορνοι, ενώ διάφορα παραγεμίσματα, κάτω από τα ενδύματα, τους έκαναν μεγαλόσωμους. Το πρόσωπο των ηθοποιών κάλυπτε προσωπίδα, η παρουσία της οποίας συνέχιζε τη διονυσιακή παράδοση, αλλά και παράλληλα διαμόρφωνε τον κατάλληλο για το έργο ανθρώπινο τύπο.
Η χρήση ιδιαίτερα της προσωπίδας οδηγεί τους θεατές πρώτα στην εξιδανίκευση των ηρώων έπειτα ο θεατής, χάρη στο προσωπείο, απομακρύνεται από την καθημερινότητα και μεταφέρεται σ' έναν άλλο κόσμο, όπου οι ήρωες δρουν και υποφέρουν. Έτσι καθορίζεται και ο τρόπος της υποκριτικής του ηθοποιού. Ο ηθοποιός πρέπει να χρησιμοποιήσει τη μεγαλόπρεπη χειρονομία, τη μεγαλόπρεπη στάση. Καθώς μάλιστα το προσωπείο δεν επέτρεπε μορφασμούς, η υποκριτική των ηθοποιών στηριζόταν σε κινησιακά και φωνητικά μέσα. Στην αρχαιότητα γυναίκες ηθοποιοί δεν υπήρχαν. Τους γυναικείους ρόλους υποδύονταν άνδρες. Οι ηθοποιοί απάγγελλαν τα επικά μέρη του δράματος, με τη συνοδεία ή χωρίς τη συνοδεία αυλού, ανάλογα με το μέτρο του ποιητικού κειμένου. Πεζά δράματα δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα. Τα λυρικά μέρη του δράματος τα τραγουδούσε ο χορός.
Ο χορός του αρχαίου δράματος ταυτόχρονα με το τραγούδι χόρευε με έναν εκφραστικό και μιμητικό τρόπο. Έτσι ο χορός, με το τραγούδι και τις κινήσεις του σώματος των χορευτών, εξέφραζε τα συναισθήματά του. Έγραψε για τον χορό ο Κ. Κουν: «Πρωταρχικός παράγοντας του αρχαίου θεάτρου θα είναι πάντοτε ο χορός. Νοηματικά και λεκτικά, ηχητικά και μουσικά, κινησιακά και πλαστικά ο χορός διαμορφώνει το κλίμα του έργου, φωτίζει τους ήρωες και προβάλλει με το πάθος του τα μηνύματα του ποιητή». Συνήθως ο χορός αντιπροσώπευε την κοινή γνώμη.
Ο χορός έμπαινε από τη δεξιά προς τον θεατή πάροδο κατά ζυγά (5X3) ή κατά στοίχους (3X5). Επικεφαλής του χορού κατά την είσοδό του βάδιζε ο αυλητής που με τον ήχο του αυλού συνόδευε την κίνηση και την όρχησή του. Τραγουδούσε ο χορός τις επωδούς ακίνητος. Εκτελούσε όμως με τον ίδιο ήχο και την ίδια όρχηση τις στροφές από τα αριστερά προς τα δεξιά, αλλά τις αντιστροφές αντίθετα. Το χαρούμενο τραγούδι, το υπόρχημα, όπως αυτό της Αντιγόνης (στ. 1115-1154), συνόδευε ζωηρή όρχηση. Κατά τη διδασκαλία του δράματος ο χορός είχε τα νώτα στραμμένα προς τους θεατές και μόνο ο κορυφαίος συχνά διαλεγόταν με τους ηθοποιούς.
Οι χορευτές ήταν ντυμένοι απλούστερα από τους υποκριτές. Η ενδυμασία τους ήταν ανάλογη προς τα πρόσωπα τα οποία υποδύονταν.
Γενικά η παράσταση του αρχαίου δράματος προϋπέθετε την αρμονική σύνθεση πολλών υψηλών τεχνών και τη συνεργασία πλήθους ανθρώπων.
Χιλιάδες Αθηναίοι κατέκλυζαν κάθε χρόνο, την 9η του Ελαφηβολιώνα, το θέατρο του Διονύσου. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, μέτοικοι και ξένοι μπορούσαν να λάβουν μέρος στη μεγάλη αυτή λαϊκή γιορτή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Το ίδιο το κράτος είχε φροντίσει να χορηγήσει στους άπορους πολίτες το αντίτιμο του εισιτηρίου (θεωρικό).
Ειδικοί υπάλληλοι του κράτους, οι ραβδούχοι, εφοδιασμένοι με ραβδιά, φρόντιζαν να τηρηθεί η τάξη και όλο αυτό το πλήθος να τακτοποιηθεί στις θέσεις του. Τις πρώτες θέσεις, τις προεδρίες, καταλάμβαναν οι άρχοντες, ενώ η κεντρικότερη και πιο επίσημη έδρα προοριζόταν για τον ιερέα του Διονύσου.
Οι θεατές περνούσαν στο θέατρο ολόκληρη την ημέρα. Γι' αυτό έφερναν μαζί τους και τα ανάλογα εφόδια. Οι παραστάσεις άρχιζαν μετά τις επίσημες τελετές. Οι μύθοι ήταν γνωστοί. Αλλαζε μόνο η μουσική, η ερμηνεία, η φιλοσοφία του έργου. Άλλωστε από τον προάγωνα, μια διαδικασία που γινόταν πριν από τις γιορτές στο ωδείο, στεγασμένο θέατρο, οι θεατές ενημερώνονταν για το περιεχόμενο των έργων που θα παρακολουθούσαν και τους συντελεστές της παράστασης.
Στον αρχαίο κόσμο κανένα άλλο κοινό δεν ήταν τόσο ενημερωμένο και δεν ένιωθε τόσο καλά τις παραστάσεις, όσο το αθηναϊκό. Οι θεατές χειροκροτούσαν και επευφημούσαν, αλλά και δε δίσταζαν να σφυρίζουν και να αποδοκιμάζουν το έργο, όταν αγανακτούσαν. Ο ρήτορας Αισχίνης αντιμετώπισε μια τέτοια έκρηξη του κοινού ως τριταγωνιστής. Επί τρεις ημέρες το αθηναϊκό κοινό ζούσε την ένταση των δραματικών αγώνων. Στο τέλος της τρίτης ημέρας ανακοινωνόταν το αποτέλεσμα.
VI. Οι πρόδρομοι των μεγάλων τραγικών
Πριν από τους τρεις μεγάλους υπήρξαν αξιόλογοι τραγικοί ποιητές, για τους οποίους πολύ λίγα είναι γνωστά. Πρώτος αναφέρεται ο Θέσπης, ο οποίος εισήγαγε τον πρώτο υποκριτή και χρησιμοποίησε ως μέσα μεταμφίεσης των ηθοποιών, εκτός από το κατακάθι του κρασιού (τρυγία), το ψιμύθιο (λευκή βαριά σκόνη, πούδρα από ανθρακικό μόλυβδο). Αργότερα αντικατέστησε τα παλιότερα από φύλλα ή φλοιό προσωπεία (μάσκες) με άλλα από λινό ύφασμα, επιχρισμένο με γύψο. Επίσης αντικατέστησε το τροχαϊκό τετράμετρο των διαλογικών μερών με το ιαμβικό τρίμετρο.
Μετά από αυτόν, ο μαθητής του Χοιρίλος ο Αθηναίος εισήγαγε τη λαμπρή αμφίεση των υποκριτών και τελειοποίησε τα προσωπεία, ενώ ο Πρατίνας ο Φλειούσιος υπήρξε ο ευρετής του σατυρικού δράματος.
Σημαντική υπήρξε η προσφορά του Φρύνιχου του Αθηναίου, μαθητή του Θέσπη. Εκτός από τα γυναικεία πρόσωπα που εισήγαγε, συνέθεσε τραγωδίες με υποθέσεις εμπνευσμένες από σύγχρονα ιστορικά γεγονότα και όχι από μύθους. Τουλάχιστον δύο τραγωδίες του έχουν υπόθεση από τα Μηδικά. Η πρώτη, Μιλήτου ἅλωσις, έχει ως θέμα την καταστροφή της Μιλήτου το 494 π.Χ. από τους Πέρσες. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Αθηναίοι επέβαλαν πρόστιμο χιλίων δραχμών στον ποιητή, γιατί τους θύμισε οικεία κακά και απαγόρευσαν την επανάληψη του έργου. Με τις Φοίνισσες το 476 π.Χ. κέρδισε την πρώτη νίκη. Το θέμα της ήταν ο αντίκτυπος στην Περσία της νίκης των Ελλήνων στη Σαλαμίνα.
Όλα τα έργα των ποιητών αυτών έχουν χαθεί, εκτός από λίγα αποσπάσματα.
VII. Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί
Ο Αισχύλος ήταν γιος του Ευφορίωνα· γεννήθηκε στην Ελευσίνα το 525 π.Χ. και πέθανε το 456 π.Χ. στη Γέλα της Σικελίας, την οποία είχε επισκεφθεί για τρίτη φορά. Πολέμησε γενναία στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα. Από τις 90 τραγωδίες του ακέραιες σώζονται μόνον επτά. Κέρδισε 13 νίκες, από τις οποίες την πρώτη το 486 π.Χ. Οι Πέρσαι, που έχουν το ίδιο θέμα με τις Φοίνισσες του Φρύνιχου, θεωρούνται η πρώτη από τις σωζόμενες τραγωδίες του. Οι υπόλοιπες είναι οι Ἱκέτιδες, οι Ἑπτὰ ἐπί Θήβας, ο Προμηθεὺς Δεσμώτης, ο Ἀγαμέμνων, οι Χοηφόροι και οι Εὐμενίδες. Οι τρεις τελευταίες αποτελούν μία τριλογία, την Ὀρέστεια, με ενιαία υπόθεση, εμπνευσμένη από τον μύθο των Ατρειδών.
Η ποίηση του Αισχύλου χαρακτηρίζεται από τη βαθιά θρησκευτικότητα, τη φιλοσοφική σκέψη και τη φιλοπατρία. Οι θεοί και η θεία δίκη είναι παντού στον Αισχύλο. Η τραγική μοίρα του ανθρώπου αποκαλύπτεται μέσα από τη σύγκρουση με το θείο. Πίσω από τους ανθρώπους υπάρχουν οι θεοί, οι οποίοι είναι δυνάμεις σκληρές αλλά δίκαιες, που φυλάσσουν τις μεγάλες αξίες της ζωής (Ἱκέτιδες). Οι άνθρωποι έχουν πλήρη ευθύνη των πράξεων τους, ακόμη κι αν αυτές εξελίσσονται, χωρίς να έχουν επίγνωση οι ίδιοι, και μπορεί να τους αφανίσουν. Όσοι έπαθαν, έφτασαν στη σωφροσύνη (πάθος- μάθος). Οι θεοί τιμωρούν την ανθρώπινη αλαζονεία, την ὕβριν, (Πέρσαι, Προμηθεὺς Δεσμώτης) και προστατεύουν όσους εκτελούν το καθήκον τους (Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας). Πάνω όμως από τους θεούς υπάρχουν άλλες δυνάμεις, η Ανάγκη και η Μοίρα, στις οποίες υποτάσσονται και οι ίδιοι. Εξάλλου και η φιλοπατρία του, όπως φαίνεται στους Πέρσες, μέσα από το εγκώμιο του νικημένου εχθρού, συνδυάζεται με τον βαθύ σεβασμό του νικητή προς τον ηττημένο.
Ο Αισχύλος υπήρξε ανυπέρβλητος στη δημιουργία κατάλληλης ατμόσφαιρας και στην επινόηση επεισοδίων, τα οποία συνδέονται αρμονικά μεταξύ τους. Τη μεγαλοπρέπεια του περιεχομένου και του λόγου χαρακτηρίζει η ευρύτητα των εκφραστικών μέσων, η δύναμη και οι τολμηρές εικόνες αλλά και το μεγαλείο του στίχου, τον οποίο διακρίνει η αφθονία των νέων λέξεων και ο λυρικός τόνος όχι μόνο των χορικών αλλά και των διαλογικών μερών.
Οι καινοτομίες, τέλος, που αποδίδονται στον Αισχύλο και οι οποίες προώθησαν σημαντικά τη διαμόρφωση του δράματος, είναι η εισαγωγή του δεύτερου υποκριτή, η ελάττωση της έκτασης των χορικών μερών, η μείωση των ανδρών του χορού σε 12 από 50, η ενιαία υπόθεση των τριλογιών και η βελτίωση της χορογραφίας και της σκευής.
Ο Ευριπίδης ήταν γιος του πλούσιου κτηματία Μνήσαρχου. Γεννήθηκε στη Σαλαμίνα γύρω στο 485 π.Χ. και πέθανε στην Πέλλα της Μακεδονίας, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου, όπου φιλοξενούνταν τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Από τα 92 δράματα έχουν διασωθεί 18 τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα. Πήρε μέρος για πρώτη φορά στους δραματικούς αγώνες το 455 π.Χ. Κέρδισε τέσσερις νίκες, από τις οποίες την πρώτη το 441 π.Χ., και μία μετά τον θάνατό του. Από τα σωζόμενα έργα του πρώτο παραδίδεται η Ἄλκηστις. Ακολουθούν κατά χρονολογική σειρά: Μήδεια, Ἡρακλεῖδαι, Ἱππόλυτος, Ἀνδρομάχη, Ἑκάβη, Ἱκέτιδες, Ἡρακλῆς, Τρωάδες, Ἠλέκτρα, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις, Ἑλένη, Ἴων, Φοίνισσαι, Ὀρέστης, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι, Βάκχαι, Ῥῆσος (αμφισβητείται αν είναι δικό του) και το σατυρικό δράμα Κύκλωψ.
Τα θέματα των έργων του ακολουθούν την παράδοση, αλλά αναφέρονται κυρίως στα πολιτικά και ηθικά προβλήματα του καιρού του. Μέσα από αυτά προβάλλει τα ανθρώπινα πάθη, τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, τη βία και το δικαίωμα του ανθρώπου να αγωνίζεται εναντίον της αδικίας. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από νεωτεριστικό πνεύμα. Αναλύει με βαθιά φιλοσοφική διάθεση τα ανθρώπινα πάθη, αντιμετωπίζει τις παραδόσεις με ορθολογιστικό τρόπο, κρίνει και αμφισβητεί τους θεσμούς. Επηρεασμένος από τους σοφιστές, αν και κατηγορήθηκε για ασέβεια και αθεΐα, δε στρέφεται εναντίον της θρησκείας, αλλά επικρίνει και σαρκάζει τις λαϊκές αντιλήψεις των συγχρόνων του για τους θεούς. Θεωρήθηκε ο τραγικότατος των ποιητών και ονομάστηκε από σκηνής φιλόσοφος.
Παρουσιάζει τους ήρωές του πιο ανθρώπινους, με τα πάθη και τις αδυναμίες τους, όπως ακριβώς είναι στην πραγματικότητα, και όχι, όπως οι άλλοι τραγικοί, εξιδανικευμένους ή υπερφυσικούς. Η φιλοσοφία του Ευριπίδη είναι ότι ο άνθρωπος, τελείως μόνος, αποφασίζει και ευθύνεται ο ίδιος για τις πράξε ις του.
Στις καινοτομίες του εντάσσονται οι μακροί πρόλογοι στους οποίους δεν εκτίθεται η αρχή της δράσης αλλά η προϊστορία της. Εισήγαγε, επίσης, τον από μηχανής θεό για τη λύση της δραματικής πλοκής, κάνοντας χρήση μηχανικών μέσων (αἰώρα), περιόρισε την έκταση των χορικών και χαλάρωσε τη σύνδεσή τους με το θέμα των επεισοδίων. Από αυτή την άποψη θεωρήθηκε πρόδρομος των νεότερων ποιητών που εισήγαγαν τα ιντερμέδια. Τέλος, αύξησε τις μονωδίες, ενώ στο μέλος και τον ρυθμό επηρεάστηκε από στοιχεία της ανατολής. Για τις μεταβολές του αυτές κατηγορήθηκε από τους συγχρόνους του, και κυρίως από τον Αριστοφάνη, που τον διακωμώδησε στη σκηνή και τον ειρωνεύτηκε. Το έργο του όμως βρήκε πολλούς μιμητές, τόσο Ρωμαίους όσο και νεότερους Ευρωπαίους.
Ο Σοφοκλής γεννήθηκε στον Ίππιο Κολωνό της Αθήνας το 496 π.Χ. Γιος του Σοφίλου, εύπορου Αθηναίου, διαπαιδαγωγήθηκε ανάλογα με την οικονομική του άνεση. Διδάχθηκε τη μουσική από τον περίφημο μουσικοδιδάσκαλο Λάμπρο. Τα σωματικά του προσόντα και η πνευματική και ψυχική του καλλιέργεια τον κατέστησαν πρότυπο ολοκληρωμένου πολίτη των κλασικών χρόνων. Δεκαπενταετής, ήταν ο κορυφαίος του χορού των εφήβων που πήρε μέρος στον εορτασμό της νίκης για τη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Υπηρέτησε την πατρίδα του από διάφορες θέσεις, αναλαμβάνοντας στρατιωτικά, οικονομικά και θρησκευτικά καθήκοντα. Οι Αθηναίοι τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα, γι' αυτό και τον εξέλεξαν στρατηγό, μαζί με τον Περικλή, στην εκστρατεία της Σάμου το 441-440 π.Χ. Είχε πολλούς φίλους και συνδέθηκε με πολλά εξέχοντα πρόσωπα της εποχής του, όπως τον Κίμωνα, τον Περικλή, τον Ηρόδοτο και άλλους. Η αγάπη του για την Αθήνα τον έκανε να μην την εγκαταλείψει ποτέ, παρά μόνον για να την υπηρετήσει.Το τελευταίο του έργο, ο Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, περιέχει τον ωραιότερο ύμνο για τη δόξα της Αθήνας. Κατά την παράδοση, στα τελευταία χρόνια της ζωής του μια οικογενειακή διαφωνία λύπησε αρκετά τον ποιητή. Ο γιος του Ιοφών κίνησε εναντίον του δίκη για παράνοια, με σκοπό να τον θέσει υπό απαγόρευση. Τελικά όμως ο ποιητής δικαιώθηκε. Πέθανε το 406 π.Χ. σε ηλικία ενενήντα ετών.
Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 468 π.Χ., όταν νίκησε τον Αισχύλο και στεφανώθηκε από τον Κίμωνα, που μόλις είχε επιστρέψει από τη νικηφόρα εκστρατεία εναντίον των Περσών. Έλαβε μέρος σε τριάντα περίπου δραματικούς αγώνες, παίρνοντας πάνω από είκοσι πρώτα βραβεία και τα υπόλοιπα δεύτερα. Από τα 123 δράματά του σώθηκαν ακέραια μόνον επτά και ένα μέρος από το σατυρικό δράμα Ἰχνευταί. Από τις τραγωδίες που σώθηκαν αρχαιότερη είναι ο Αἴας ακολουθούν: Ἀντιγόνη, Τραχίνιαι, Οἰδίπους Τύραννος, Ἠλέκτρα, Φιλοκτήτης, και τελευταία ο Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, που διδάχτηκε μετά τον θάνατό του, πιθανόν το 401 π.Χ. από τον ομώνυμο εγγονό του.
Σ' όλα τα σωζόμενα έργα του Σοφοκλή κυριαρχεί το πρόβλημα της ηθικής τάξης. Προκειμένου να κρίνει τις ανθρώπινες πράξεις, αναζητεί τα βαθύτερα κίνητρα και την εσωτερική διάθεση των προσώπων που τις διέπραξαν. Ο Σοφοκλής, τρέφει βαθύ σεβασμό στις μυθικές και θρησκευτικές παραδόσεις της πόλης. Δεν τον προβλημάτισαν όμως, όπως τον Ευριπίδη, οι αντιφάσεις ανάμεσα στη μυθική παράδοση και τις ηθικές αντιλήψεις της εποχής του, ούτε τον διέκρινε ο μεταφυσικός προβληματισμός του Αισχύλου. Η παρουσία των θεών είναι πάντοτε αισθητή στο έργο του· αντιπροσωπεύουν το φως, την ηρεμία αλλά και τη δύναμη· ο άνθρωπος είναι ασταθής και εφήμερος, γι' αυτό και οι θεϊκοί νόμοι, συγκρινόμενοι με τους ανθρώπινους, υπερισχύουν σε όλα.
Οι ήρωες των έργων του δεν έχουν τις τιτανικές διαστάσεις των ηρώων του Αισχύλου, ούτε είναι καθημερινοί άνθρωποι, όπως στον Ευριπίδη. Είναι γενναιότεροι από τον μέσο άνθρωπο και παλεύουν, χωρίς καμιά ανθρώπινη βοήθεια, μέσα στη μοναξιά που επιβάλλει ο ηρωισμός και η βούλησή τους. Το μεγαλείο τους βρίσκεται στην αλύγιστη δύναμή τους και στη συναίσθηση ότι εκτελούν το καθήκον τους, ακόμη κι αν τους απαρνούνται όλοι και τους εμπαίζουν οι θεοί. Παρότι είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους εξαιτίας της εσωτερικής τους ελευθερίας, δεν είναι όμως και κύριοι της τύχης τους. Ακόμη και όταν σφάλλουν, έχουν κάτι το ευγενικό και το υψηλό· δεν παρουσιάζονται με ταπεινά αισθήματα, αλλά διακρίνονται για την αίσθηση του χρέους τους.
Κατά τον Αριστοτέλη, ο Σοφοκλής, βάζοντας στο κέντρο του τραγικού του κόσμου τον άνθρωπο, παριστάνει τους ήρωές του όπως πρέπει να είναι, οἵους δεῖ εἶναι, δηλαδή εξιδανικευμένους, σύμφωνα με την ηθική και αισθητική δεοντολογία, ώστε ο θεατής να αναγνωρίζει σ' αυτούς τις δικές του αρετές και τα δικά του πάθη. Αντίθετα τα δευτερεύοντα πρόσωπα είναι εντελώς διαφορετικά από τους ήρωες. Δεν τα διακρίνει η δύναμη, η αποφασιστικότητα, το πάθος, η υπερηφάνεια, όπως τους ήρωες, αλλά η έλλειψη θάρρους, η αδυναμία, ο φόβος και η αφέλεια. Έτσι ο χαρακτήρας του ήρωα διαγράφεται πληρέστερα, καθώς συγκρίνεται με κάποιο άλλο πρόσωπο. Γι' αυτό και ο θεατής μιας θεατρικής παράστασης του Σοφοκλή αισθάνεται τους ήρωες των έργων του πολύ κοντά του και ανησυχεί για την τύχη τους.
Ο Σοφοκλής, μένοντας πιστός στο πνεύμα της τραγωδίας, την οδήγησε στη μεγαλύτερη δυνατή τελειότητα. Επέφερε μια σειρά καινοτομιών. Αύξησε τον αριθμό των χορευτών από 12 σε 15, για να μπορεί να κάνει διάφορους χορευτικούς συνδυασμούς και να μετατρέπει τον χορό σε δραματικό πρόσωπο, που να μετέχει σχεδόν στην εξέλιξη της δράσης. Παράλληλα μείωσε την έκταση των χορικών, ενώ αύξησε τα διαλογικά μέρη, που περιέχουν πολύ πιο σύνθετες σκηνές. Σ' αυτό συνέβαλε και η προσθήκη του τρίτου υποκριτή. Διέσπασε τη διδασκαλία μιας συνεχόμενης τριλογίας με κοινή υπό θεση, διδάσκοντας τρεις χωριστές τραγωδίες με διαφορετικό περιεχόμενο η καθεμία. Εισήγαγε τη σκηνογραφία, με την κατασκευή μεγάλων πινάκων που στηρίζονταν στις περιάκτους.
Η γλώσσα του, που εκφράζει την ακμή της αττικής κλασικής εποχής, διακρίνεται για την κομψότητα και την λεπτότητα. Χρησιμοποιώντας λέξεις λογιότερες, και όχι καθημερινές και μεγαλοπρεπείς, διατηρεί το υψηλό επίπεδο του λόγου του Αισχύλου, ενώ διαγράφει με λίγους στίχους τις έξοχες εικόνες. Μεταχειρίζεται ακόμα, αριστοτεχνικά την τραγική ειρωνεία, την περιπέτεια και την αναγνώριση, παρουσιάζοντας με άριστο τρόπο το ήθος των ηρώων του. Γι' αυτό και οι αρχαίοι τον αποκαλούσαν μέλιτταν, ενώ ο Αριστοφάνης έλεγε τὸ στόμα αὐτοῦ μέλιτι κεχρισμένον ἦν.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Η γενιά των Λαβδακιδών, που βασίλεψε στη Θήβα, έδωσε και στους τρεις μεγάλους τραγικούς πλούσιο υλικό για τη σύνθεση των τραγωδιών τους. Τα πρώτα στοιχεία του μύθου βρίσκονται στην Ιλιάδα και στη Νέκυια της Οδύσσειας, ενώ στα έπη Θηβαΐς και Οιδιπόδεια πήρε την οριστική του μορφή.
Σύμφωνα με τον μύθο, ο Κάδμος, ιδρυτής της Θήβας, σκότωσε το ιερό φίδι του Άρη που φύλαγε την πηγή του θεού. Ο εγγονός του Λάβδακος καταδίωξε τη λατρεία του θεού Διονύσου και αμάρτησε κατά του θεού. Ο γιος του Λάιος απήγαγε τον γιο του Πέλοπα Χρύσιππο και ο Πέλοπας τον καταράστηκε να πεθάνει άτεκνος ή να σκοτωθεί από το παιδί του. Από εκεί ξεκινούν οι συμφορές του γένους των Λαβδακιδών, που για τρεις συνεχόμενες γενιές υποφέρουν απ' αυτή τη βαριά κατάρα.
Ο Οιδίπους, γιος του Λαΐου, σκότωσε, χωρίς να το γνωρίζει τον πατέρα του και παντρεύτηκε τη μητέρα του, την Ιοκάστη, με την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή, και δύο κόρες, την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Όταν αποκαλύφθηκε η τραγική αλήθεια, η Ιοκάστη απαγχονίστηκε και ο Οιδίπους αυτοτυφλώθηκε και αυτοεξορίστηκε. Σε σωζόμενο απόσπασμα της Θηβαΐδας αναφέρεται ότι ο Οιδίποδας καταράστηκε τους δυο γιους του να μοιράσουν την κληρονομιά του με οπλισμένο χέρι και να κατεβούν στον Αδη αλληλοσφαγμένοι, επειδή είχαν παραβεί την εντολή του να μη χρησιμοποιήσουν ποτέ το ασημένιο τραπέζι του Κάδμου και το χρυσό κύπελλο (δέπας), με το οποίο έπινε κρασί ο Λάιος.
Τα δύο αδέλφια, Πολυνείκης και Ετεοκλής, συμφώνησαν να βασιλέψουν διαδοχικά ανά ένα χρόνο. Πρώτος βασίλεψε ο Ετεοκλής, ο οποίος όμως αρνήθηκε να παραδώσει την εξουσία στον Πολυνείκη. Ο Πολυνείκης έφυγε από τη Θήβα και πήγε στο Άργος, όπου παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Άδραστου. Μαζί με τον πεθερό του και άλλους πέντε Αργείους ηγεμόνες εκστράτευσε εναντίον της Θήβας, για να διεκδικήσει την εξουσία. Οι επτά Αργείοι αρχηγοί τάχθηκαν απέναντι από τους επτά Θηβαίους ήρωες που υπερασπίζονταν τις επτά πύλες της Θήβας. Απέναντι από τον Ετεοκλή ήταν ο Πολυνείκης. Η τελική μονομαχία των δύο αδερφών επιβεβαίωσε την κατάρα του Οιδίποδα. Τα δύο αδέρφια έπεσαν αλληλοσκοτωμένα μπροστά στα τείχη της πόλης, η οποία όμως σώθηκε.
Ο νέος άρχοντας της πόλης Κρέων, αδελφός της Ιοκάστης και θείος των παιδιών, εκδίδει διαταγή να ταφεί ο Ετεοκλής με τιμές, ενώ το σώμα του Πολυνείκη να μείνει άταφο, βορά στα σκυλιά και τα όρνια, γιατί θέλησε να προδώσει την πατρίδα του. Από το σημείο αυτό αρχίζει η υπόθεση της τραγωδίας.
Η Αντιγόνη είναι το δεύτερο από τα σωζόμενα έργα του Σοφοκλή. Το δίδαξε, το 442 π.Χ., κερδίζοντας την πρώτη νίκη. Στη νεότερη εποχή από τον μύθο της Αντιγόνης εμπνεύστηκαν αρκετοί ξένοι συγγραφείς. Ενδεικτικά αναφέρονται οι σύγχρονοι Ζ. Ανούιγ και Μ. Μπρεχτ.
Η Αντιγόνη, παραβαίνοντας την απαγόρευση της πόλης, αφού έθαψε τον Πολυνείκη, πιάστηκε απ' αυτοφώρω και θανατώθηκε, αφού ο Κρέων την έκλεισε σε υπόγειο θάλαμο. Και ο Αίμων, εξαιτίας του έρωτά του προς αυτή, επειδή υπέφερε γι' αυτήν, αυτοκτόνησε με μαχαίρι. Για τον θάνατό του και η μάνα του η Ευρυδίκη αυτοκτόνησε.
Ο μύθος απαντά και στον Ευριπίδη στην τραγωδία του Αντιγόνη· όμως εκεί, αφού πιάστηκε επ' αυτοφώρω με τον Αίμονα, τον παντρεύεται και γεννάει τον Αίμονα.
Το δράμα έχει ως σκηνικό τη Θήβα της Βοιωτίας. Ο χορός αποτελείται από ντόπιους γέροντες. Τον πρόλογο κάνει η Αντιγόνη. Η δράση εξελίσσεται την εποχή που βασιλεύει ο Κρέων. Τα πιο σημαντικά γεγονότα είναι η ταφή του Πολυνείκη, η θανάτωση της Αντιγόνης, ο θάνατος του Αίμονα και της μητέρας του Ευρυδίκης.
Οι αρχαίοι λένε ότι ο Σοφοκλής, εξαιτίας της επιτυχίας που είχε η παράσταση της Αντιγόνης, εκλέχτηκε στο αξίωμα του στρατηγού, κατά την εκστρατεία εναντίον της Σάμου. Το δράμα αυτό έχει καταταγεί τριακοστό δεύτερο στη σειρά (από το σύνολο των έργων του Σοφοκλή).
1. «Φιλοκαλοῦμεν τε γάρ μετ’ εὐτελείας καί φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας»: Να αναλύσετε το περιεχόμενο του αποσπάσματος. Σύμφωνα με τη δήλωση αυτή του Περικλή, οι Αθηναίοι αγαπούν το ωραίο και την τέχνη, αλλά με απλότητα και λιτότητα, χωρίς να οδηγούνται στην πολυτέλεια. Αντιστοίχως, αγαπούν και καλλιεργούν την επιστήμη, χωρίς αυτό να τους καθιστά μαλθακούς και να τους οδηγεί στην αδράνεια. Τα ρήματα «φιλοκαλῶ» και «φιλοσοφῶ» χρησιμοποιούνται εδώ το πρώτο με την έννοια της αγάπης προς το ωραίο και το δεύτερο με την έννοια της αγάπης προς τη σοφία. Για να κατανοηθεί όμως το περιεχόμενο του αποσπάσματος, πρέπει να προσέξουμε και τους δύο εμπρόθετους προσδιορισμούς που τα συνοδεύουν «μετ’ εὐτελείας – ἄνευ μαλακίας». Με αυτούς το νόημα συμπληρώνεται: Αγαπούμε το ωραίο, το καλό, χωρίς να ξοδεύουμε και αγαπούμε τη σοφία, χωρίς να γινόμαστε μαλθακοί. Η άποψη που θέλει τη φιλοκαλία του Αθηναίου να περιορίζεται σε απόλαυση απλώς του ωραίου χωρίς έξοδαδε φαίνεται να αποδίδει την πραγματικότητα. Γιατί ο Περικλής εδώ δεν εννοεί κάτι παρόμοιο. Τονίζει την αγάπη των Αθηναίων προς την καλλιτεχνική δημιουργία με τις δαπάνες που σε καμιά περίπτωση δε φτάνουν την πολυτέλεια. Όσο για την αγάπη του Αθηναίου προς τη φιλοσοφία, ο Περικλής την αφήνει απροσδιόριστη. Με τον όρο φιλοσοφία θα εννοήσουμε τη βαθύτερη εξέταση των πραγμάτων ή θα της προσδώσουμε μια γενικότερη έννοια, της προσπάθειας δηλαδή να ερμηνεύσουμε, να κατανοήσουμε τα προβλήματα της ζωής και του κόσμου, να διατυπώσουμε και να ανταλλάξουμε απόψεις επί σημαντικών θεωρητικών ζητημάτων; (Βλ. και Σ. Γκίκα, ό.π., σσ. 80-81). Μπορούμε βεβαίως να υποστηρίξουμε ότι μεταξύ του «φιλοκαλοῦμεν» και του «φιλοσοφοῦμεν» ενυπάρχει μια αντίθεση. Το «καλό» και το «σοφό», η τέχνη και η επιστήμη αντιτίθενται το ένα στο άλλο. Ο Πλάτων στην «Πολιτεία» θα υπογραμμίσει ότι «παλαιά τις διαφορά φιλοσοφίᾳ τε και ποιητικῇ» (10, 607 b). «Ο Πυθαγόρας, ο Ηράκλειτος, ο Ξενοφάνης αρνιούνται την αξία του Ομήρου και του Ησιόδου. Τα χτυπήματα δεν έλειψαν και από το άλλο μέρος. Και ο πόλεμος αυτός της θεωρητικής σοφίας με την τέχνη, ποια έχει τη δύναμη να μορφώσει σωστά τον άνθρωπο, είναι στην εποχή ακριβώς του Θουκυδίδη ξεχωριστά ζωηρός» (βλ. Ι. Θ. Κακριδή, ό.π., σ. 48 και J. Finley, ό.π., σσ. 152-153).
2. Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η αναφορά του Περικλή στην τάση των Αθηναίων προς το «φιλοσοφεῖν» γίνεται για να αποτελέσει στοιχείο σύγκρισης με τη Σπάρτη; Να αιτιολογήσετε την άποψή σας. Κατά την άποψη πολλών, οι Σπαρτιάτες αντιμετώπιζαν τη φιλοσοφία ως ενασχόληση που δεν προσιδιάζει στους άνδρες, γιατί στερεί από αυτούς το χρόνο που πρέπει να διαθέσουν για τη σωματική τους άσκηση με αποτέλεσμα να γίνονται μαλθακοί. Ο Πλούταρχος επισημαίνει ότι «γράμματα (Λακεδαιμόνιοι) ἕνεκα τῆς χρείας ἐμάνθανον˙ τῶν δέ ἄλλων παιδευμάτων ξενηλασίαν ἐποιοῦντο οὐ μᾶλλον ἀνθρώπων ἤ λόγων˙ ἡ δέ παιδεία ἦν αὐτοῖς πρός τό ἄρχεσθαι καλῶς καί καρτερεῖν πονοῦντα καί μαχόμενον νικᾶν ἤ ἀποθνήσκειν» (Λακεδ. Ἐπιτηδ. 4, σ. 237, α). Επομένως θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε εδώ από τη μια την άποψη των Λακεδαιμονίων ότι τα γράμματα στρέφουν προς την τρυφηλότητα και από την άλλη την τάση των Αθηναίων να αφιερώνουν αρκετό χρόνο για τη διεξαγωγή συζητήσεων επί θεμάτων της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής. (Βλ. και Γ. Ζηκίδου, ό.π., σ. 93). Ο παραλληλισμός αυτός εξασθενεί, αν εκλάβουμε ως ισχυρή την εκδοχή του Πλάτωνα ο οποίος στον Πρωταγόρα αναφέρει ότι οι «Λακεδαιμόνιοι πρός φιλοσοφίαν καί λόγους ἄριστα πεπαίδευνται» (342 d) και ότι «τό λακωνίζειν πολύ μᾶλλον ἐστιν φιλοσοφεῖν ἤ φιλογυμναστεῖν» (342 e) (Σ. Γκίκας, ό.π., σ. 81). 3. Ποια ήταν η αντίληψη των Αθηναίων για τη φτώχεια και τον πλούτο; Οι Αθηναίοι θεωρούσαν πως το να είναι κάποιος πλούσιος δεν αποτελεί λόγο για να υπερηφανεύεται, αλλά για να αξιοποιεί τα υλικά του αγαθά προς όφελος της πόλης. Αποτελούσε, άλλωστε, συνήθεια της πόλης οι πλούσιοι να αναλαμβάνουν χορηγίες για τη διοργάνωση αγώνων και τελετών στην πόλη, όπως και να καλύπτουν τα έξοδα για τον εξοπλισμό φτωχότερων συμπολιτών τους. Από την άλλη, η φτώχεια αυτή καθαυτή δεν αποτελούσε λόγο για να ντρέπεται κάποιος για τον εαυτό του. Εκείνο που θεωρούσαν ντροπή ήταν το να μη θέλει κάποιος να παραδεχτεί πως είναι φτωχός και πολύ περισσότερο το να μην επιδιώκει μέσω της εργασίας να ξεφύγει από την κατάσταση αυτή. Έτσι, σε αντίθεση με τη Σπάρτη, οι πολίτες της οποίας δεν εργάζονταν, στην Αθήνα κυριαρχούσε η αντίληψη πως η εργασία είναι το μέσο για τη διασφάλιση ενός καλύτερου και πιο αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου. 4. Πώς αντιμετώπιζαν κατά την αρχαιότητα τη χειρωνακτική εργασία και ποια είναι η γνώμη του Περικλή γι’ αυτήν; Η χειρωνακτική εργασία αντιμετωπιζόταν γενικώς υποτιμητικά κατά την αρχαιότητα, γι’ αυτό και συνήθως αποτελούσε αντικείμενο απασχόλησης των δούλων. Σταδιακά, ωστόσο, η άποψη αυτή άρχισε να αλλάζει, καθώς με την αύξηση του πληθυσμού γινόταν σαφές πως υπήρχε η ανάγκη διασφάλισης οικονομικών πόρων. Κατ’ αυτό τον τρόπο στα χρόνια του Περικλή η εργασία, ακόμη και η χειρωνακτική, αρχίζει να λειτουργεί ως θεμιτή επιλογή προκειμένου να καταστεί εφικτή η οικονομική επιβίωση των πολιτών. Μέρος, μάλιστα, της πολιτικής του Περικλή υπήρξε η οικοδόμηση μεγάλων δημοσίων έργων, τα οποία προσέφεραν μισθωτή εργασία σε σημαντικό αριθμό πολιτών που είχαν ανάγκη να εργαστούν.
5. Ποια είναι η άποψη που επικρατούσε στην αρχαία Αθήνα για τον «απολιτικό» άνθρωπο; Στην Αρχαία Αθήνα κυριαρχεί η αντίληψη ότι ο παθητικοποιημένος πολίτης, ο αδιάφορος για τις δημόσιες υποθέσεις είναι επικίνδυνος. Η απραγμοσύνη, το «ἀπραγμόνως ζῆν» δεν έχει θέση στην αθηναϊκή πολιτεία. Ο πολίτης μπορεί καικαταβάλλεται κάθε προσπάθεια, για να ζει «ἀνειμένως» αλλά σε καμιά περίπτωση «ἀπραγμόνως». Μπορεί ο Ἀμφίων στην Ἀντιόπη του Ευριπίδη να μιλά επαινετικά για εκείνον που παραμένει «ἀπράγμων», αλλά αυτό δεν ισχύει ήδη από την εποχή του Σόλωνα. Ο Αμφίων θα πει: «ὅστις δέ πράσσει πολλά μή πράσσειν χρεών, / μῶρος, παρόν ζῆν ἡδέως ἀπράγμονα» (= Όποιος ασχολείται με πολλά, ενώ δεν είναι υποχρεωμένος να τα επιτελέσει / είναι ανόητος, αφού θα μπορούσε να ζει μια γλυκιά ανέμελη ζωή). Ο Σόλων όμως αργότερα θα αντιτείνει «ἄτιμον εἶναι τόν ἐν στάσει μηδετέρας μερίδος γενόμενον» (Πλουτ. Σόλ. 20). Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι σύμφωνα με το νόμο του Σόλωνα κάθε πολίτης έπρεπε υποχρεωτικώς να ενταχθεί σε κάποιο από τα πολιτικά κόμματα, διαφορετικά έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα. Η ρύθμιση αυτή του Σόλωνα εξακολούθησε να βρίσκεται σε ισχύ και θα χρησιμοποιηθεί εδώ από τον Περικλή, σε μια κρίσιμη χρονική περίοδο, για να πείσει τους συμπολίτες του να εκδηλώσουν εμπράκτως το ενδιαφέρον τους για τις κοινές υποθέσεις. Άλλωστε τώρα η στιγμή είναι κατάλληλη, για να παρουσιάσει τις πολιτικές του απόψεις για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πολίτη έναντι της πατρίδας. Έχουμε με άλλα λόγια εδώ προδιατύπωση της αριστοτελικής θέσης, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι «φύσει πολιτικόν ζῷον» (Πολιτεία, Α΄, 1253 α) και δεν είναι δυνατόν να ζήσει εκτός κοινωνίας παρά μόνο αν είναι «θηρίον ἤ θεός» (Πολιτεία, Α΄, 1253 β). (Σχετικές παρατηρήσεις βλ. και Ι. Μπάρμπα, ό.π., σ. 156).
6. Να αναφέρετε τους λόγους που καθιστούν απαραίτητη τη συμμετοχή του πολίτη στις δημόσιες υποθέσεις. «Για τον Αθηναίο πολίτη εκείνης της εποχής η συμμετοχή του στην πολιτική ζωή και η πολιτική δραστηριότητα σήμαινε την ικανοποίηση του βαθύτατου αισθήματός του να είναι άνθρωπος και μέλος ενεργό μιας κοινότητας, την πλήρωση του ανθρώπινου Είναι, της ανθρώπινης υπόστασής του, τη βεβαίωση της ύπαρξής του, αλλά και την πραγμάτωση της αρετής του στα όρια της πόλεως. Δεν ήταν τόσο η επιθυμία να προβληθεί ο πολίτης της Αθήνας όσο η καταξίωσή του απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του, η πνευματική του χειραφέτηση και η ολοκλήρωση της κοινωνικής και πολιτικής του παρουσίας μέσα στην πόλη…» (Β. Κύρκος, Αρχαίος Ελληνικός διαφωτισμός και σοφιστική, Αθήνα 1992, σσ. 164-165). 7. Να συγκρίνετε τη στάση του Αθηναίου και του Σπαρτιάτη πολίτη απέναντι στις δημόσιες υποθέσεις. Οι Σπαρτιάτες λόγω του ολιγαρχικού τους πολιτεύματος δεν είχαν τη δυνατότητα να δρουν ως ενεργοί πολίτες με τον τρόπο που αυτό συνέβαινε στη δημοκρατική Αθήνα. Στη Σπάρτη την εξουσία την είχαν οι δύο βασιλιάδες, η Γερουσία (συμβούλιο γερόντων) που αποτελούταν από 30 μέλη (μαζί με τους δύο βασιλιάδες) και η Απέλλα, η συνέλευση, δηλαδή, των μάχιμων ανδρών. Κατά τη λήψη των αποφάσεων, ωστόσο, τα μέλη της Απέλλας δεν είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν δικές τους προτάσεις, μπορούσαν μόνο -δια βοής- να εγκρίνουν ή όχι τις προτάσεις της Γερουσίας. Υπ’ αυτή την έννοια η συμμετοχή των πολιτών της Σπάρτης στις δημόσιες υποθέσεις ήταν περιορισμένη. Στον αντίποδα βρίσκεται η Αθήνα, καθώς χάρη στο δημοκρατικό της πολίτευμα έδινε σε όλους τους πολίτες τη δυνατότητα συνεχούς συμμετοχής στα δημόσια ζητήματα. Στην Αθήνα, μάλιστα, τους πολίτες που δεν επιθυμούσαν να συμμετάσχουν στα πολιτικά θέματα τους θεωρούσαν «άχρηστους» και όχι φιλήσυχους, γεγονός που καθιστούσε εμφανή την ηθικά επιβεβλημένη ενασχόληση όλων των πολιτών με τις δημόσιες υποθέσεις. Για τους Αθηναίους, επομένως, η συμμετοχή στα πολιτικά θέματα δεν είναι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση. Η πολιτική δραστηριότητα των Αθηναίων, άλλωστε, αποτελούσε συνέπεια της παιδείας που τους καθιστούσε πολίτες συνειδητούς και υπεύθυνους όχι μόνο για την προσωπική τους ζωή, αλλά και για καθετί που αφορούσε την πόλη τους.
8. Πώς περιγράφει ο Περικλής τις δημοκρατικές διαδικασίες με τις οποίες οι Αθηναίοι έπαιρναν αποφάσεις;
Η σχετική αναφορά γίνεται στο απόσπασμα «καί οἱ αὐτοί ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τά πράγματα». Δηλαδή οι Αθηναίοι αντιμετώπιζαν τα πολιτικά πράγματα με βάση «τό κρίνειν» και το «ἐνθυμεῖσθαι». Έκριναν οι ίδιοι τις θέσεις που διατύπωνε η βουλή για κάθε θέμα της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής ή παίρνοντας οι ίδιοι το λόγο στις συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου εξέφραζαν τις απόψεις τους για τα θέματα αυτά και πρότειναν τις, κατά τη γνώμη τους, ενδεικνυόμενες λύσεις. Βεβαίως και εδώ υπαινίσσεται τους Σπαρτιάτες στην εκκλησία των οποίων καμία κρίση δεν ήταν επιτρεπτή, αλλά μόνο επί των προτάσεων της γερουσίας «ἔκρινον βοῇ καί οὐχί ψήφῳ» (Γ. Ζηκί-δου, ό.π., σ. 94).
9. Γιατί οι Αθηναίοι αποφασίζουν «ὀρθῶς» για τα πράγματα της πόλης;
Οι Αθηναίοι αποφασίζουν ορθώς για τα πολιτικά ζητήματα της πόλης, διότι φροντίζουν να συζητούν διεξοδικά κάθε ζήτημα και να μελετούν κάθε πτυχή του. Οι Αθηναίοι, άλλωστε, δεν διστάζουν να διερευνήσουν προσεκτικά ακόμη και τις πιθανές αρνητικές όψεις κάθε απόφασης, εφόσον δεν θεωρούν πως η εκ των προτέρων γνώση των δυσάρεστων πτυχών ενός ζητήματος λειτουργεί αποτρεπτικά στο να αναλάβουν δράση. Έτσι, σε αντίθεση με άλλες πολιτείες, για τις οποίες η συζήτηση οδηγεί στον δισταγμό, η Αθήνα θεωρεί αναγκαία τη μελέτη κάθε ζητήματος, χωρίς να κάμπτεται η δραστηριότητά της ή ικανότητα λήψης αποφάσεων από τα όσα προκύπτουν στο πλαίσιο της συζήτησης.
10. «οὐ τούς λόγους τοῖς ἔργοις βλάβην ἡγούμενοι»: Γιατί οι «λόγοι» εδώ δε βρίσκονται σε αντίθεση με τα «ἔργα», όπως σε άλλα σημεία του Επιταφίου; «Έργο και λόγος, που στην ιδιωτική ζωή του Αθηναίου παρουσιάστηκαν να κρατούν ιδιαίτερη το καθένα περιοχή, στη δημόσια πάνε μαζί» (Ι. Θ. Κακριδής, ό.π., σ. 53). Πράγματι, η κριτική δεν αντιμετωπίζεται στην Αθήνα ως στοιχείο που μπορεί να προκαλέσει βλάβη στα έργα. Αντίθετα, βλάβη αποτελεί «τό μή προδιδαχθῆναι», η μη ενημέρωση, η μη κατάλληλη δηλαδή προετοιμασία προ-κειμένου να αντιμετωπιστούν όσο γίνεται καλύτερα τα «ἔργα» στα οποία προ-τίθενται να προχωρήσουν. Η επισήμανση αυτή από τον ρήτορα μας βοηθά να διαμορφώσουμε πληρέστερη εικόνα για την περικλεϊκή δημοκρατία και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν οι θεσμοί της. Αυτή η δημοκρατία λοιπόν του συνδυασμού «λόγου» και «ἔργου» αναγάγει τον πολίτη σε περίοπτη θέση και τον θεωρεί αποκλειστικό παράγοντα στη λήψη αποφάσεων. Η αντιμετώπιση που επιφυλάσσει στους πολίτες της έχει ως επακόλουθο να αποκτά αυτός ιδιαίτερες ιδιότητες με προεξάρχουσα την τόλμη που επιδεικνύουν, όταν πρόκειται να επιχειρήσουν κάτι. Οι ιδιότητες αυτές δε χαρακτηρίζουν όσους δεν καταφέρνουν να συνδυάσουν την τόλμη με τον υπολογισμό σε μια επιχείρηση. Σε αυτούς η άγνοια των κινδύνων που πρόκειται να αντιμετωπίσουν τους οδηγεί στην ασυλλόγιστη ορμή (θράσος) και όχι στην τόλμη. (Βλ. Γεράσιμου Δ. Καψάλη, ό.π., σσ. 55-56 και J. Finley, ό.π., σσ. 153-154). Για τη σημασία του λόγου στην αθηναϊκή πολιτεία βλ. J. Romilly, Γιατί η Ελλάδα, ό.π., σσ. 104-110.
11. Να αναλύσετε το γνωμολογικό περιεχόμενο της φράσης «ὅ τοῖς ἄλλοις ἀμαθία μέν θράσος, λογισμός δέ ὄκνον φέρει». Η διαπίστωση πως η άγνοια γεννάει θράσος, ενώ η περίσκεψη δισταγμό υποδηλώνει πως συχνά οι άνθρωποι τείνουν να χάνουν το θάρρος τους, αν αναλογιστούν τις συνέπειες που θα έχει μια πράξη τους και αδρανοποιούνται, ενώ θα είχαν περίσσιο θάρρος, αν αγνοούσαν ή δεν είχαν αναλογιστεί τις συνέπειες αυτές. Η λογική και η σκέψη, υπ’ αυτό το πρίσμα, υπονομεύουν την αποφασιστικότητα του ατόμου, εφόσον του επιτρέπουν να αντικρίσει το τίμημα που ενδέχεται να έχει μια παρορμητική δράση. Η απουσία, άλλωστε, λογικής εξέτασης ενός ζητήματος οδηγεί στο θράσος, στην υπερβολική, δηλαδή, τόλμη ακριβώς γιατί το άτομο έχει άγνοια του πιθανού κινδύνου. 12. Πώς ορίζεται η ανδρεία στο απόσπασμα: «κράτιστοι δ’ ἄν τήν ψυχήν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινά καί ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καί διά ταῦτα μή ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων»; Η ανδρεία, η δύναμη ψυχής, ανήκει πραγματικά σε εκείνους που γνωρίζουν πλήρως τόσο τα φοβερά όσο και τα ευχάριστα και παρ’ όλα αυτά δεν υποχωρούν απέναντι στους επικείμενους κινδύνους. Αληθινά γενναίοι, άρα, είναι εκείνοι που γνωρίζοντας επακριβώς τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν, αποκτούν περισσότερη τόλμη και προχωρούν χωρίς δισταγμό. Η συνειδητή αυτή αντιμετώπιση των κινδύνων αποτελεί για τους Αθηναίους συνέπεια της ευρύτερης ψυχικής παιδείας τους. Σε αυτούς η γνώση δυναμώνει και καταξιώνει την ανδρεία, γιατί έχουν καλλιεργήσει το αγωνιστικό τους φρόνημα κατανοώντας την αξία των αρχών για τις οποίες αγωνίζονται και την πραγματική σημασία που έχει γι’ αυτούς η πατρίδα τους.
13. Ποια είναι η έννοια της «ἀρετῆς» στη φράση «καί τά ἐς ἀρετήν ἐνηντιώμεθα τοῖς πολλοῖς»; Στη συγκεκριμένη φράση η αρετή λαμβάνει την έννοια της ευεργεσίας, της έμπρακτης καλοσύνης. Πρόκειται για ένα ακόμη πεδίο διαφοροποίησης της Αθήνας, εφόσον οι Αθηναίοι επιδιώκουν να αποκτούν φίλους και συμμάχους μέσω της ενεργούς προσφοράς, της στήριξης και της ευεργεσίας, διατηρώντας οι ίδιοι την πρωτοβουλία εκείνου που ευεργετεί. Δεν περιμένουν, δηλαδή, οι Αθηναίοι να τους προσεγγίσουν άλλες πόλεις προσφέροντάς τους εκείνες κάποια ευεργεσία ως έναυσμα για τη δημιουργία μιας φιλίας, όπως κάνουν άλλες ισχυρές πόλεις της εποχής. Οι Αθηναίοι θέλουν να βρίσκονται εκείνοι πάντοτε στη θέση του ευεργέτη.
14. Πώς δικαιολογεί ο Περικλής την άποψη ότι εκείνος που ευεργετεί βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνον που ευεργετείται; Σύμφωνα με τον συλλογισμό του Περικλή εκείνος που ευεργετεί είναι σταθερότερος φίλος και βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση, διότι συνεχίζοντας να εκφράζει τη συμπάθειά του σε εκείνον που ευεργέτησε διατηρεί τη χάρη που του οφείλεται. Ενώ, εκείνος που ευεργετήθηκε δεν είναι εξίσου σταθερός φίλος, διότι γνωρίζει πως ακόμη κι αν προσφέρει κάποια ευεργεσία με τη σειρά του, δεν θα του οφείλεται κάποια χάρη, αφού θα έχει απλώς ανταποδώσει την ευεργεσία που δέχτηκε. Κατ’ αυτό τον τρόπο, εκείνος που λαμβάνει την πρωτοβουλία της ευεργεσίας βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, αφού οι άλλοι του οφείλουν εξυπηρετήσεις, για να εξοφλήσουν το χρέος τους.
15. Να επισημάνετε τα σημεία του κειμένου στα οποία ο Περικλής κάνει λόγο για τη μοναδικότητα των Αθηναίων. Το κεφάλαιο 40 παρουσιάζει γενικώς τη μοναδικότητα των Αθηναίων, έστω κι αν αυτό δεν δηλώνεται πάντοτε ρητά. Σε ορισμένα σημεία, ωστόσο, ο Περικλής δηλώνει εμφατικά πως ορισμένα χαρακτηριστικά των Αθηναίων δεν συναντώνται σε άλλες πόλεις-κράτη. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ρήτορα, οι Αθηναίοι δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην ενασχόληση με τα κοινά, γι’ αυτό είναι και οι μόνοι που θεωρούν «άχρηστο» όποιον πολίτη δε συμμετέχει στα πολιτικά ζητήματα. Μοναδικοί είναι, επίσης, οι Αθηναίοι σε ό,τι αφορά τη δυνατότητά τους να συνδυάζουν τον λόγο με τη δράση, καθώς, σε αντίθεση με τους άλλους, η συζήτηση για τις επικείμενες δράσεις τους όχι μόνο δεν τους καθιστά διστακτικούς, αλλά ενισχύει την αποφασιστικότητα και την τόλμη τους. Η μοναδικότητα των Αθηναίων, πρόσθετα, ενισχύεται από το γεγονός ότι ωφελούν τους άλλους, χωρίς υπολογισμό του δικούς τους συμφέροντος, αλλά χάρη στο αίσθημα εμπιστοσύνης απέναντι στους άλλους που τους έχει καλλιεργηθεί από τις δημοκρατικές αρχές και την ελευθερία τους.
16. Ποιες αρετές των Αθηναίων αναφέρει ο Περικλής στο κεφάλαιο 40; Στο κεφάλαιο 40 ο Περικλής παρουσιάζει τα στοιχεία της προσωπικότητας, καθώς και τις ιδιαιτερότητες που πιστοποιούν τη μοναδικότητα των Αθηναίων. Κατά την εκτίμησή του, άλλωστε, οι Αθηναίοι υπερέχουν έναντι όλων των άλλων Ελλήνων, διότι, μεταξύ άλλων, συνδυάζουν τις ακόλουθες αρετές: - Αγαπούν την τέχνη και την καλαισθησία, με απλότητα και χωρίς περιττές δαπάνες. - Αγαπούν τις επιστήμες και τη φιλοσοφία, χωρίς να οδηγούνται στη μαλθακότητα και την αδράνεια. - Η κατοχή πλούτου αποτελεί για τους Αθηναίους αφορμή για δραστηριοποίηση υπέρ της πόλης και των συμπολιτών τους, και όχι λόγος για να υπερηφανεύονται. - Οι Αθηναίοι δεν θεωρούν ντροπή τη φτώχεια, μέμφονται όμως εκείνον που δεν παραδέχεται πως είναι φτωχός και περισσότερο εκείνον που δεν προσπαθεί μέσω της εργασίας να ξεφύγει από την κατάσταση αυτή. - Οι Αθηναίοι φροντίζουν για τις ποικίλες προσωπικές τους υποθέσεις, χωρίς ποτέ να μένουν ανενημέρωτοι για τα πολιτικά ζητήματα της πόλης τους. - Οι Αθηναίοι, άλλωστε, είναι οι μόνοι που θεωρούν όποιον δεν ασχολείται με τα πολιτικά άχρηστο, και όχι φιλήσυχο πολίτη. - Οι Αθηναίοι λαμβάνουν αποφάσεις και σχηματίζουν ορθή άποψη για τα ζητήματα της πόλης, διότι δεν θεωρούν πως οι δημόσιες συζητήσεις για τα θέματα αυτά ενδέχεται να σταθούν εμπόδιο στις πράξεις. Επιζήμιο, για τους Αθηναίους, είναι το να μην ενημερώνονται πρώτα σχετικά με τα όσα είναι αναγκαίο να συζητούν. - Σε αντίθεση με άλλους που αντιμετωπίζουν τον λόγο και τη συζήτηση ως ανασταλτικούς παράγοντες για τη δράση, εφόσον τους καθιστούν διστακτικούς, οι Αθηναίοι συνδυάζουν με αρμονικό τρόπο τη διεξοδική μελέτη κάθε κατάστασης με την ενίσχυση της δραστηριότητάς τους. Ως εκ τούτου, οι Αθηναίοι αναλαμβάνουν με προσοχή κάθε δράση, αφού πρώτα την έχουν μελετήσει, και επιδεικνύουν εξαιρετική γενναιότητα, εφόσον επιδίδονται σε καθετί γνωρίζοντας καλά τους πιθανούς κινδύνους. - Οι Αθηναίοι προτιμούν να ευεργετούν τους άλλους, παρά να γίνονται οι ίδιοι αποδέκτες ευεργεσιών, όχι γιατί ενδιαφέρονται για το προσωπικό τους συμφέρον, αλλά επειδή ως ελεύθεροι άνθρωποι έχουν εμπιστοσύνη στους άλλους και επιθυμούν να βοηθούν τους ασθενέστερους.
17. Να επισημάνετε τα σημεία στα οποία ο Περικλής συγκρίνει την Αθήνα με τη Σπάρτη. Η σύγκριση της Αθήνας με τη Σπάρτη, αν και δεν δηλώνεται πάντοτε, ουσιαστικά διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου. Ένας πρώτος τομέας στον οποίο υπονοείται σχέση σύγκρισης με τη μεγάλη αντίπαλο είναι ο τρόπος αντιμετώπισης της φιλοσοφίας και του λόγου εν γένει. Οι Αθηναίοι αγαπούν τη φιλοσοφία, τις επιστήμες, αλλά και τις διεξοδικές συζητήσεις, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι έδιναν έμφαση κυρίως στη δράση. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των Αθηναίων, βέβαια, είναι πως αφενός η ενασχόληση με τη φιλοσοφία δεν τους καθιστά αδρανείς και αφετέρου η διεξοδική συζήτηση για τους πιθανούς κινδύνους που θα αντιμετωπίσουν σε κάποια επιχείρησή τους ενισχύει αντί να υπονομεύει το θάρρος τους. Αντιθέτως, οι Σπαρτιάτες δείχνονται υπερβολικά θαρραλέοι μόνο όταν αγνοούν το τι θα αντιμετωπίσουν, διότι αν ενημερωθούν για τους ενδεχόμενους κινδύνους, τότε γίνονται διστακτικοί. Οι Αθηναίοι, επίσης, έχουν αναπτύξει σχέση αποδοχής απέναντι στην εργασία, αναγνωρίζοντας πως συνιστά τον ενδεδειγμένο τρόπο για την αποφυγή της φτώχειας, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η εργασία αφορά μόνο τους δούλους. Οι Αθηναίοι, παράλληλα, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες δεν αναμένουν να γίνονται αποδέκτες ευεργεσιών από τις πιο αδύναμες πόλεις για να τους προσφέρουν τη στήριξή τους, όπως κάνει η Σπάρτη, αλλά αντιθέτως αναλαμβάνουν εκείνοι την πρωτοβουλία να ευεργετούν τους άλλους.
18. «Καί μόνοι οὐ τοῦ ξυμφέροντος μᾶλλον λογισμῷἤ τῆς ἐλευθερίας τῷ πιστῷἀδεῶς τινα ὠφελοῦμεν»: Να αναλύσετε το περιεχόμενο του αποσπάσματος. Ο Περικλής ισχυρίζεται πως οι Αθηναίοι είναι οι μόνοι που ωφελούν άλλες -πιο αδύναμες- πόλεις, όχι έχοντας κατά νου το συμφέρον τους, αλλά επειδή ως ελεύθεροι άνθρωποι οι ίδιοι έχουν εμπιστοσύνη στους άλλους. Πρόκειται, βέβαια, για μια διατύπωση, η οποία, αν και δίνει έμφαση στο ελεύθερο φρόνημα των Αθηναίων και στην επιθυμία τους να στηρίζουν τους ασθενέστερους, αποκρύπτει την ωφελιμιστική και επεκτατική φύση τους. Στην πραγματικότητα οι Αθηναίοι δεν δρούσαν ποτέ τόσο αλτρουιστικά όσο το παρουσιάζει ο Περικλής. Πρόθεσή του, ωστόσο, είναι να τονίσει πως το γεγονός ότι οι Αθηναίοι είναι ελεύθεροι και δημοκρατικοί τους επιτρέπει να δείχνουν εμπιστοσύνη στους άλλους -προφανώς πως θα ανταποδώσουν την ευεργεσία που τους προσφέρθηκε- και να τους προσφέρουν τη βοήθειά τους. Η διαπίστωση αυτή υπονοεί μια αντίθεση με άλλες μη δημοκρατικές περιοχές, οι οποίες αντιμετώπιζαν με καχυποψία τις άλλες περιοχές και δίσταζαν να τους παράσχουν βοήθεια.
19. Από όσα αναφέρει ο Περικλής μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι Αθηναίοι κατά τις ευεργεσίες τους στους συμμάχους παρέκαμπταν παντελώς το συμφέρον τους; Ο Περικλής αναφέρει πως οι Αθηναίοι προσφέρουν βοήθεια και στήριξη στους άλλους Έλληνες, όχι γιατί αποσκοπούν σε κάποιο προσωπικό τους συμφέρον, αλλά επειδή πιστεύουν στην ελευθερία και θέλουν να λειτουργούν ως προστάτες των πιο αδύναμων περιοχών. Η αναφορά, βέβαια, αυτή ακολουθεί αμέσως μετά τη διαπίστωσή του πως ο ευεργέτης βρίσκεται σε πιο πλεονεκτική θέση συγκριτικά με τον ευεργετούμενο, οπότε μπορεί να υποστηριχτεί πως οι ευεργεσίες των Αθηναίων δεν είναι εντελώς αλτρουιστικές. Είναι προφανές πως οι Αθηναίοι είχαν τη δύναμη να στηρίζουν πιο αδύναμες περιοχές, αλλά δύσκολα θα το έπρατταν αυτό χωρίς να αναμένουν κάποια αναγνώριση για την στήριξη αυτή. Το πιθανότερο είναι πως οι Αθηναίοι επέλεγαν με γνώμονα το προσωπικό τους συμφέρον ποιες περιοχές θα στηρίξουν, υπολογίζοντας τα οφέλη που θα είχε η εκάστοτε «φιλία» και «συμμαχία» που θα δημιουργούταν.
20. Να γράψετε τρεις αντιθέσεις από το κεφάλαιο 40 και να εκτιμήσετε τις εντυπώσεις που επιθυμεί να προκαλέσει ο ρήτορας με τη χρήση των αντιθετικών σχημάτων. Στο κεφάλαιο 40 ο Περικλής αξιοποιεί ποικίλες αντιθέσεις προκειμένου να αναδείξει την υπεροχή των Αθηναίων στον τρόπο σκέψης, καθημερινής λειτουργίας και πολιτικής δράσης. Μεταξύ άλλων, μπορούμε να εντοπίσουμε τις ακόλουθες τρεις αντιθέσεις: α) «πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον καιρῷ ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεθα»: Ο πλούτος αποτελεί για τους Αθηναίους ευκαιρία για δράση («ἔργου») και όχι αφορμή για ανούσιες καυχησιολογίες («λόγου»). Με την αντίθεση αυτή ο ρήτορας επιδιώκει να τονίσει την πνευματική ωριμότητα, τη σεμνότητα και τη διάθεση αλληλεγγύης των Αθηναίων, αφού όταν έχουν υλικό πλούτο τον αξιοποιούν για να βοηθήσουν την πόλη τους και όχι για να υπερηφανεύονται. β) «ὃ τοῖς ἄλλοις ἀμαθία μὲν θράσος, λογισμὸς δὲ ὄκνον φέρει»: Στους περισσότερους ανθρώπους και λαούς η άγνοια οδηγεί στο υπερβολικό θάρρος, ενώ η σκέψη οδηγεί στον δισταγμό. Με την αντίθεση αυτή ο ρήτορας επιδιώκει να αναδείξει την ιδιαίτερη υπεροχή των Αθηναίων, αφού είναι οι μόνοι που μέσω της συζήτησης και της διεξοδικής μελέτης όσων πρόκειται να αναλάβουν, όχι μόνο δεν γίνονται πιο διστακτικοί, αλλά αποκτούν περισσότερη τόλμη και δρουν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα. γ) «οὐ γὰρ πάσχοντες εὖ, ἀλλὰ δρῶντες κτώμεθα τοὺς φίλους»: Οι Αθηναίοι, διαθέτοντας μια ισχυρή πόλη, αποκτούν φίλους όχι δεχόμενοι εξυπηρετήσεις και ευεργεσίες από τους άλλους, αλλά προσφέροντας οι ίδιοι ευεργεσίες. Δεν εκμεταλλεύονται, δηλαδή, τη δύναμή τους για να ωθούν τους αδύναμους σε μια προσπάθεια να κερδίσουν την εύνοιά τους μέσω εξυπηρετήσεων. Αναλαμβάνουν οι ίδιοι την πρωτοβουλία και ωφελούν εκείνοι πρώτα τους πιο αδύναμους. Με την αντίθεση αυτή ο ρήτορας αναδεικνύει την εντελώς διαφορετική νοοτροπία των Αθηναίων στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Έτσι, διαφαίνεται ότι αν και θα μπορούσαν να αφήνουν τις μικρότερες πόλεις να συναγωνίζονται για να κερδίσουν την εκτίμησή τους, εκείνοι ακολουθούν μια εντελώς πρωτότυπη τακτική, σπεύδοντας να προσφέρουν τη βοήθειά τους στους ασθενέστερους.
1. Να επισημάνετε τις διαφορές Αθηναίων και Σπαρτιατών στα πολεμικά και στην εκπαίδευση.Ο Περικλής προκειμένου να αναδείξει τη γενναιότητα και την αποτελεσματικότητα των αθηναϊκού στρατού προχωρά σε μια απευθείας σύγκριση με τον κύριο αντίπαλο της Αθήνας, τη Σπάρτη. Οι Αθηναίοι, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, υποδέχονται στην πόλη τους ελεύθερα πολίτες από ξένες πόλεις, διότι δεν φοβούνται πως εκείνοι ενδέχεται να δουν ή να μάθουν κάτι, το οποίο μπορεί να το χρησιμοποιήσουν εναντίον της Αθήνας στο πεδίο της μάχης. Η πραγματική δύναμη, άλλωστε, των Αθηναίων δεν βρίσκεται μήτε στις στρατιωτικές προετοιμασίες, μήτε στα στρατηγικά τεχνάσματα, αλλά κυρίως και πρωτίστως στο θάρρος και τη γενναιότητα των ίδιων των Αθηναίων την ώρα της μάχης. Έτσι, ενώ οι Σπαρτιάτες ακολουθούν την τακτική της ξενηλασίας και δεν επιτρέπουν σε ξένους πολίτες να παραμένουν για καιρό στην πόλη τους προκειμένου να μην αποκαλυφθούν στοιχεία για τη δύναμη και τις προετοιμασίες των Σπαρτιατών, οι Αθηναίοι δεν έχουν τέτοιου είδους ανασφάλειες. Παραλλήλως, οι Αθηναίοι ακολουθούν μια πιο χαλαρή αγωγή των νέων σε ό,τι αφορά τη στρατιωτική τους εκπαίδευση, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι ξεκινούν από την παιδική τους ήδη ηλικία πολύ σκληρή εκπαίδευση προκειμένου να διασφαλιστεί η ανδρεία του στρατού τους. Η ανδρεία, ωστόσο, των Αθηναίων εμφανίζεται ισότιμη με αυτή των Σπαρτιατών, έστω κι αν δεν ασκούν παρόμοια πίεση στους νέους τους, κι αυτό γιατί οι Αθηναίοι αποκτούν συνείδηση της αξίας που έχει η ελευθερία τους και τείνουν να πολεμούν με θάρρος που αντλείται από τη θέλησή τους να προασπίσουν τον τρόπο ζωής τους. Στοιχείο υπεροχής των Αθηναίων, επίσης, αποτελεί το γεγονός πως λόγω των ποικίλων παράλληλων δράσεων της πόλης, δεν συγκεντρώνουν ποτέ το σύνολο των δυνάμεών τους σε μια εκστρατεία. Οι Αθηναίοι, άλλωστε, δεν έχουν μόνο στρατό ξηράς, αλλά και ναυτικό, οπότε εκ των πραγμάτων η δύναμή τους είναι χωρισμένη. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι Αθηναίοι όχι μόνο δεν χρησιμοποιούν ποτέ το σύνολο των στρατευμάτων τους στις εκστρατείες που αναλαμβάνουν, μα δεν ζητούν καν τη συνδρομή των συμμάχων τους, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι δεν εκστρατεύουν ποτέ μόνο με τις δικές τους δυνάμεις, αλλά χρησιμοποιούν κι εκείνες όλων των συμμάχων τους. Δηλωτικό, συνάμα, της γενναιότητας και της αποτελεσματικότητας του αθηναϊκού στρατού είναι το γεγονός πως ενώ εκστρατεύουν μόνοι τους, χωρίς τη συνδρομή των συμμάχων τους, κι ενώ πολεμούν εναντίον ανθρώπων που αγωνίζονται για να διασώσουν τα σπίτια και την πατρίδα τους, τις περισσότερες φορές οι Αθηναίοι νικούν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.2. Η παιδεία στην Αθήνα και τη Σπάρτη έχουν ως κοινό στόχο την αρετή. Ποιους τρόπους χρησιμοποιεί καθεμιά από τις πόλεις αυτές για να την επιτύχει;
Η επιδίωξη του κοινού αυτού στόχου γίνεται με διαφορετικούς τρόπους στις δύο αντίπαλες πόλεις. Στην Αθήνα, από τη μία μεριά, η αγωγή των νέων, όπως και η καθημερινή διαβίωση των πολιτών, βασίζονται στην άνεση και στη χαλαρότητα («ἀνειμένως διαιτώμενοι»). Οι Αθηναίοι στοχεύουν, άλλωστε, περισσότερο στο να εμπνεύσουν στους νέους την αγάπη για την πόλη, για τις αξίες και τις αρχές της παρά τον φόβο απέναντι στους νόμους. Έτσι, η ζωή τους είναι ανέμελη («ῥᾳθυμίᾳ») και δεν αναλώνεται σε εκ των προτέρων μόχθους για τα όσα δύσκολα πρόκειται να έρθουν («τοῖς τε μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν»). Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται αφενός η ευδαιμονία των πολιτών και αφετέρου η ουσιαστικότερη αφοσίωσή τους στην προφύλαξη της πόλης τους, αφού κατανοούν πως προκειμένου να διατηρήσουν την ευζωία και την ανέμελη διαβίωσή τους οφείλουν να αγωνίζονται με απαράμιλλη γενναιότητα όταν αυτό απαιτείται.
Στη Σπάρτη, από την άλλη μεριά, ακολουθείται εντελώς διαφορετική προσέγγιση, εφόσον δικός τους στόχος είναι να ανδρώνονται από νωρίς οι πολίτες τους, γι’ αυτό και τους μυούν στη σκληρή και κοπιώδη εξάσκηση από την παιδική τους ηλικία («ἐπιπόνῳ ἀσκήσει εὐθὺς νέοι ὄντες τὸ ἀνδρεῖον μετέρχονται»). Η επίπονη και συνεχής αυτή άσκηση έχει ως αποτέλεσμα οι Σπαρτιάτες να αποκτούν κυρίως επιβεβλημένη πειθαρχία απέναντι στους νόμους τους και όχι πραγματική αίσθηση αφοσίωσης στην πόλη τους («πόνων μελέτῃ καὶ… μετὰ νόμων τὸ πλέον»). Το δικό τους θάρρος, δηλαδή, οφείλεται περισσότερο στον φόβο που πηγάζει από τις κυρώσεις που θα υποστούν, αν δεν υπηρετήσουν την πόλη τους, παρά από μια εσωτερική αίσθηση γενναιότητας. Ενδεικτική, άλλωστε, της αίσθησης των Σπαρτιατών πως οφείλουν να διατηρήσουν με κάθε τρόπο την πειθαρχία και τη λιτότητα της διαβίωσης των νέων τους είναι η τήρηση της ξενηλασίας, η εκδίωξη, δηλαδή, των ξένων, ώστε, μεταξύ άλλων, να αποφευχθεί η διαφθορά των νέων από την επαφή με πολίτες διαφορετικής νοοτροπίας.
3. Να σχολιάσετε τον τρόπο ζωής των Σπαρτιατών, όπως προσδιορίζεται από το ρήτορα.
Οι Σπαρτιάτες, σύμφωνα, με τον ρήτορα αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερη ανασφάλεια και καχυποψία τους ξένους, γι’ αυτό και τους διώχνουν από την πόλη τους. Θεωρούν πως κάποιος θα μπορούσε να μάθει ή να δει κάτι που θα μπορούσε να βλάψει την πόλη τους. Η δύναμη, μάλιστα, των Σπαρτιατών βασίζεται κυρίως στην επίπονη προετοιμασία των πολιτών από την παιδική τους ηλικία και σε στρατηγικά τεχνάσματα, με αποτέλεσμα το θάρρος τους να πηγάζει από τον φόβο που αισθάνονται απέναντι στους νόμους και όχι από αυτόβουλη αφοσίωση στην πατρίδα τους. Η καθημερινότητά τους έχει, έτσι, ως γνώρισμα την αυστηρή πειθαρχία, τα συνεχή γυμνάσια και τη λιτή διαβίωση.
4. Να επισημάνετε τους αντιθετικούς συλλογισμούς του Περικλή και να διατυπώσετε τη γνώμη σας για τη λειτουργικότητά τους.
«Τήν πόλιν κοινήν παρέχομεν καί οὐκ ἀπείργομέν τινα / Πιστεύοντες οὐ ταῖς παρασκευαῖς τό πλέον καί ἀπάταις ἤ τῷ ἀφ’ ἡμῶν αὐτῶν εὐψύχῳ / Οἱ μέν ἐπιπόνῳ ἀσκήσει ... ἡμεῖς δέ ἀνειμένως διαιτώμενοι / Καίτοι εἰ ῥᾳθυμίᾳ μᾶλλον ἤ πόνων μελέτῃ καί μή μετά νόμων τό πλέον ἤ τρόπων ἀνδρείας ἐθέλομεν κινδυνεύειν». (Γενικά στοιχεία για τους αντιθετικούς συλλογισμούς στο Θουκυ-δίδη περιέχονται στο βιβλίο της J. Romilly, Ιστορία και λόγος στο Θουκυδίδη, μτφρ. Ελ. Κακριδή, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1988, σσ. 231-238. Για το ίδιο θέμα, βλ. επίσης John H. Finley, ό.π., σσ. 254-293).
Ο Περικλής παρουσιάζει με αντιθετικούς συλλογισμούς τις διαφορές νοοτροπίας και ζωής των Αθηναίων και των Σπαρτιατών προκειμένου να αναδείξει δραστικότερα την υπεροχή της Αθήνας. Ειδικότερα, οι αντιθέσεις μεταξύ των δύο πόλεων-κρατών είναι οι ακόλουθες: - Τὴν πόλη μας τὴν κρατᾶμε ἀνοιχτὴ σὲ ὅλους καὶ ποτὲ δὲν ἐμποδίζουμε κανένα ξένο, διώχνοντάς τον… -ἐμεῖς στηρίζουμε τὴν ἐμπιστοσύνη μας ὄχι τόσο στὶς ἑτοιμασίες καὶ τὰ ἀπατηλὰ τεχνάσματα ὅσο στὸ δικό μας θάρρος τὴν ὥρα τῆς δράσης. - ἐκεῖνοι προσπαθοῦν μὲ σκληρὴ ἄσκηση ἀπὸ παιδιὰ κιόλας νὰ γίνουν ἄνδρες, / ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας εἶναι πιὸ χαλαρός… - ἂν ἀναλαμβάνουμε κινδύνους ζώντας μάλλον ἀνέμελα παρὰ κάνοντας ἐπίπονες ἀσκήσεις, καὶ μὲ γενναιότητα ποὺ δὲν μᾶς τὴν ἐπιβάλλουν οἱ νόμοι ἀλλὰ ἀπορρέει περισσότερο ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας…
5. Τι ήταν η «ξενηλασία» και τι επιδίωκε με την εφαρμογή της η Σπάρτη;
Ξενηλασία ήταν η εκδίωξη των ξένων από την πόλη και αποτελούσε τακτική που εφάρμοζε η Σπάρτη προκειμένου να διαφυλάξει αφενός τον επιβεβλημένο λιτό και πειθαρχημένο τρόπο ζωής των πολιτών της και αφετέρου τη ζητούμενη μυστικότητα σχετικά με τον πραγματικό αριθμό των στρατιωτών της, καθώς και τον εσωτερικό τρόπο οργάνωσής της. Στη Σπάρτη φοβόντουσαν πως η επαφή των πολιτών της με ανθρώπους άλλων πόλεων θα προκαλούσε πιθανή αντίδραση απέναντι στον εξαιρετικά αυστηρό τρόπο με τον οποίο οι Σπαρτιάτες γαλουχούνταν και διαβίωναν, εφόσον θα μάθαιναν τη χαλαρότητα που επικρατούσε αλλού. Παραλλήλως, η Σπάρτη δεν ήθελε να διαρρέουν στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε στο εσωτερικό της πόλης, καθώς και για τις πολεμικές της προετοιμασίες. Η σταδιακή μείωση, άλλωστε, των γνήσιων πολιτών έθετε ήδη σε κίνδυνο την κυρίαρχη θέση της πόλης στην Πελοπόννησο, οπότε οι Σπαρτιάτες δεν ήθελαν να γνωστοποιούνται σε άλλους στοιχεία, όπως ήταν ο πραγματικός αριθμός των πολιτών της.
6. Να αναλύσετε το περιεχόμενο του αντιθετικού συλλογισμού: «οὐ ταῖς παρασκευαῖς τό πλέον καίἀπάταις», «ἤ τῷἀφ’ ἡμῶν αὐτῶν ἐς τάἔργα εὐψύχῳ».
Οι Αθηναίοι δεν βασίζουν την απόδοσή τους στις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις ούτε στην επίπονη και σκληρή προετοιμασία, ούτε στα στρατηγικά τεχνάσματα (αιφνιδιασμούς, περισπασμούς κ.ά.), όπως οι Σπαρτιάτες, αλλά στη γενναιότητά τους, η οποία πηγάζει από την ίδια τους την ψυχή. Οι Αθηναίοι, επομένως, δεν έχουν ανάγκη τη συνεχή στρατιωτική προετοιμασία για να φανούν γενναίοι, ούτε το πλήθος της υλικής υποδομής, διότι έχουν αποκτήσει από νωρίς μια τέτοια σχέση σεβασμού και αγάπης με την πόλη τους, ώστε είναι πάντοτε έτοιμοι να την υπερασπιστούν με τη μεγαλύτερη δυνατή γενναιότητα και αυτοθυσία. Η ελευθερία στον τρόπο αγωγής τους, η συμμετοχή στα κοινά, το υψηλό βιοτικό τους επίπεδο και η αίσθηση πως έχουν κάθε ευκαιρία να αναδειχθούν στην πόλη τους λειτουργούν ως ισχυρά κίνητρα για την αυτόβουλη και εκούσια ανάπτυξη βαθιάς αίσθησης αφοσίωσης στην πόλη τους. Οι Αθηναίοι, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, δεν χρειάζονται αυστηρούς νόμους ή την απειλή κυρώσεων για να πολεμήσουν με γενναιότητα, το κάνουν από μόνοι τους γιατί αγαπούν αληθινά την Αθήνα.
7. Η αγωγή των νέων στην Αθήνα στηρίζεται στο «ἀνειμένως διαιτώμενοι». Ποιο είναι το περιεχόμενο της φράσης;
Στο Α 6, 3 της Ιστορίας του ο Θουκυδίδης αναφέρεται διεξοδικά στην «ἀνειμένη δίαιτα» των Αθηναίων. « Ἐν τοῖς πρῶτοι δέ Ἀθηναῖοι τόν τε σίδηρον κατέθεντο καί ἀνειμένῃ τῇ διαίτῃ ἐς τό τρυφερώτερον μετέστησαν. καί οἱ πρεσβύτεροι αὐτοῖς τῶν εὐδαιμόνων διά το ἁβροδίαιτον οὐ πολύς χρόνος ἐπειδή χιτῶνάς τε λινοῦς ἐπαύσαντο φοροῦντες καί χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν...». Σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες οι οποίοι καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους γυμνάζονταν και ασκούνταν στα πολεμικά, οι Αθηναίοι ζούσαν άνετα, χαίρονταν τη ζωή και τις ομορφιές της και δεν υποβάλλονταν σε καμιά στέρηση υλικών αγαθών.
8. Με όσα αναφέρει ο ρήτορας συγκρίνοντας τη στρατιωτική δύναμη Αθήνας και Σπάρτης μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αμφισβητεί την ανδρεία των Σπαρτιατών;
Ο Περικλής ενδιαφέρεται να εξάρει την ανδρεία των Αθηναίων στους πολέμους και όχι να υποβαθμίσει τις στρατιωτικές ικανότητες των Σπαρτιατών. Άλλωστε δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για κάτι τέτοιο, αφού ήδη στην Αθήνα πολλοί έχουν αρχίσει να δυσφορούν εναντίον του Περικλή και να τον θεωρούν υπαίτιο της δεινής θέσης στην οποία έχει περιέλθει η πόλη και ο πληθυσμός της. (Βλ. Ι. Μπάρμπα, ό.π., σ. 142). Με όσα εδώ ο Περικλής υποστηρίζει, θέλει να απαντήσει και στους πολιτικούς του αντιπάλους, στους ολιγαρχικούς, οι οποίοι του καταλογίζουν εσφαλμένους χειρισμούς των στρατιωτικών υποθέσεων της πόλης. Κατακρίνουν τη γενικότερη στρατιωτική οργάνωση που οδήγησε από τη μία στην αύξηση του ναυτικού, αλλά από την άλλη στη μείωση του πεζικού και του ιππικού. Σύμφωνα με τους ολιγαρχικούς, ο Περικλής είναι αναγκασμένος να διατηρεί πολυαριθμότερο στρατό από εκείνον των συμμάχων, για να μπορεί να τους κρατά υπό έλεγχο. Η φράση «οὐδέν ἧσσον ἐπί τούς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν» υποδηλώνει την προσπάθεια ακριβώς του Περικλή να αποδείξει ότι και οι Αθηναίοι επιδεικνύουν την ίδια τόλμη, την ίδια ανδρεία και την ίδια γενναιότητα με τους Λακεδαιμονίους.
9. Να αναφέρετε τα επιχειρήματα με τα οποία ο ρήτορας αποδεικνύει την υπεροχή της Αθήνας.
Η υπεροχή της Αθήνας αποδεικνύεται από τον ρήτορα με τα ακόλουθα επιχειρήματα: α) Η Αθήνα είναι μια πόλη ανοιχτή στους ξένους, διότι δεν έχει το φόβο και την καχυποψία, όπως η Σπάρτη, πως εκείνοι θα μάθουν ή δουν κάτι που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τις στρατιωτικές της προετοιμασίες. β) Η Αθήνα βασίζει την πίστη της στη γενναιότητα των πολιτών της που προκύπτει από το εσωτερικό τους σθένος και από την αφοσίωση στην πόλη τους, και όχι σε συνεχείς προετοιμασίες και στρατηγικά τεχνάσματα. γ) Η Αθήνα προχωρά σε πολεμικές ενέργειες μόνο με τις δικές της δυνάμεις και όχι με τη συνδρομή του συνόλου των συμμάχων της, όπως η Σπάρτη. Πολύ περισσότερο, η Αθήνα δεν χρησιμοποιεί ποτέ όλες τις δυνάμεις της σε μια εκστρατεία, διότι έχει να φροντίσει και την επάνδρωση του ναυτικού της, και εντούτοις συνήθως κατορθώνει να βγαίνει νικήτρια, παρόλο που μάχεται με ανθρώπους που υπερασπίζονται την πατρίδα τους. δ) Οι αντίπαλοί της, ακόμη κι όταν αντιμετωπίζουν ένα μικρό μόνο μέρος του στρατού της καυχώνται ότι τα έβαλαν με το σύνολο των αθηναϊκών δυνάμεων. ε) Οι Αθηναίοι συμμετέχουν στις μάχες με γενναιότητα που δεν τους την επιβάλλει ο νόμος, αλλά προκύπτει από τον ελεύθερο τρόπο ζωής τους και από την αφοσίωσή τους στην πατρίδα τους. στ) Οι Αθηναίοι ζουν ανέμελα και δεν ασχολούνται αποκλειστικά με τη στρατιωτική τους εκγύμναση, όπως οι Σπαρτιάτες. Κατ’ αυτό τον τρόπο δεν κοπιάζουν προκαταβολικά για μελλοντικούς κινδύνους και όταν οι κίνδυνοι έρθουν εκείνοι έχουν ισότιμο θάρρος με τους διαρκώς προετοιμαζόμενους Σπαρτιάτες.
10. Πώς παρουσιάζει ο Περικλής τη θαλάσσια και χερσαία στρατιωτική δύναμη της Αθήνας;
Ο Περικλής υπεραμύνεται της θαλασσοκρατορικής του πολιτικής. Πολιτική βεβαίως που είχε οδηγήσει στη μείωση των χερσαίων στρατιωτικών δυνάμεων. Παρά το γεγονός όμως αυτό, η Αθήνα εξακολουθεί να διαθέτει ισχυρό στρατό ξηράς. Προς επίρρωση αυτής της πραγματικότητας ο Περικλής υπενθυμίζει το ότι οι Λακεδαιμόνιοι εκστράτευσαν με το σύνολο των συμμάχων τους εναντίον των Αθηναίων. Από την άλλη πλευρά βεβαίως, η επιτυχία με την οποία στέφονται οι ναυτικές επιχειρήσεις των Αθηναίων αποδεικνύει, κατά τον Περικλή, την ορθότητα της στρατιωτικής πολιτικής που ακολουθείται. (Για τις απόψεις του Περικλή σχετικά με το ναυτικό βλ. John H. Finley, ό.π., σσ. 156-157). Ο ρήτορας πιστεύει ότι η δύναμη της Αθήνας θα επεκταθεί, αν εδραιωθεί η κυριαρχία της στη θάλασσα. Όποια μέσα και να χρησιμοποιήσουν οι εχθροί, για να μειώσουν τη δύναμη της πόλης, θα αποδειχθούν ανίσχυρα χάρη στην ευκινησία που εξασφαλίζει η θαλασσοκρατία. Στο Β, 62, 2 αναφέρεται «καί οὐκ ἔστιν ὅστις τῇ ὑπαρχούσῃ παρασκευῇ τοῦ ναυτικοῦ πλέοντας ὑμᾶς οὔτε βασιλεύς οὔτε ἄλλο οὐδέν ἔθνος τῶν ἐν τῷ παρόντι κωλύσει». Η υπεροχή που εξασφαλίζει το ναυτικό δεν απαιτεί εμπλοκή σε χερσαίες συγκρούσεις ή σε μακρινές επιχειρήσεις. (Για τη σημασία που αποδιδόταν στο ναυτικό βλ. J. Romilly, Η οικοδόμηση της αλήθειας στο Θουκυδίδη, μτφρ. Στ. Βλοντάκη, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα, 1994, σσ. 118-119. Επίσης, Antony Andrewes, ό.π., σσ. 105-106, 109, 234-237, 246).
11. Για ποιο λόγο οι Λακεδαιμόνιοι προβάλλουν ισχυρισμούς που διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και σε περίπτωση νίκης και σε περίπτωση ήττας τους;
Οι Λακεδαιμόνιοι δεν θέλουν να παραδεχτούν πως έρχονται αντιμέτωποι με μέρος μόνο του αθηναϊκού στρατού είτε νικήσουν, είτε ηττηθούν, διότι στην πρώτη περίπτωση θα φανεί πως η νίκη τους αφορούσε μικρή μόνο δύναμη των Αθηναίων και πως δεν αποτέλεσε έτσι κάποιο ουσιαστικό χτύπημα εις βάρος των αντιπάλων τους, ενώ στη δεύτερη περίπτωση θα φανεί πως ηττήθηκαν από μια αριθμητικώς υποδεέστερη δύναμη. Σε κάθε περίπτωση, ενώ σκοπός των Λακεδαιμονίων είναι να προφυλάξουν τη δική τους φήμη καταλήγουν να τιμούν τους Αθηναίους, εφόσον με την απροθυμία τους να αποδεχτούν την πραγματικότητα καθιστούν εμφανή τον σεβασμό που τρέφουν για τους αντιπάλους τους. Είναι, δηλαδή, τέτοια η φήμη των Αθηναίων, ώστε κάθε σύγκρουση μαζί τους σημαίνει την αναμέτρηση με έναν εξαιρετικά δύσκολο αντίπαλο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει σε εκφραστικό επίπεδο το σχήμα ζεύγμα που αξιοποιεί ο ρήτορας «κρατήσαντές… αὐχοῦσιν», «νικηθέντες… (εννοείται) αὐχοῦσιν» μέσω του οποίου οι Λακεδαιμόνιοι εμφανίζονται μετά από κάθε αναμέτρηση με τους Αθηναίους να «καυχώνται» για το αποτέλεσμα της μάχης είτε νικήσουν είτε ηττηθούν. Σαφώς, βέβαια, το να καυχιέται κάποιος για την ήττα του συνιστά ρητορική υπερβολή, την οποία σκόπιμα όμως χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης, για να τονίσει την αξία που αναγνωρίζουν όλοι στη στρατιωτική δύναμη της Αθήνας.
12. «ἤ μαθήματος ἤ θεάματος»: Με ποια έννοια χρησιμοποιούνται εδώ οι λέξεις «μάθημα» και «θέαμα»;
Τομάθημα (ό,τι μάθει κάποιος) και το θέαμα (ό,τι δει κάποιος) χρησιμοποιούνται εδώ με την έννοια της πληροφορίας που μπορεί να αντλήσει ένας επισκέπτης και των όσων ενδέχεται να αντικρίσει ως αυτόπτης μάρτυρας που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Εκείνο, δηλαδή, που απασχολεί τους Σπαρτιάτες και γι’ αυτό απομακρύνουν τους ξένους από την πόλη τους είναι να μην αντλήσουν εκείνοι πληροφορίες και να μη δουν τις υποδομές ή τις προετοιμασίες της πόλης, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να ενημερώσουν τους αντιπάλους τους. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η λέξη μάθημα δεν έχει τη συνήθη έννοια της γνώσης και η λέξη θέαμα δεν έχει την έννοια της εκδήλωσης που γίνεται προς τέρψη των θεατών της.
1. Πώς αντιλαμβάνονταν οι Αθηναίοι τη σχέση μεταξύ υλικών και πνευματικών αναγκών;
Οι Αθηναίοι αναγνώριζαν πως παρά τη μεγάλη σημασία που είχαν η πνευματική καλλιέργεια, η μελέτη και η σκέψη, το ανθρώπινο πνεύμα χρειάζεται στιγμές ξεκούρασης. Για τον λόγο αυτό, πέρα από τη διοργάνωση αγώνων και θυσιών, έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην καλαισθησία των κατοικιών τους. Θεωρούσαν, άλλωστε, πως ένας λιτός, αλλά καλαίσθητος προσωπικός χώρος μπορούσε να προσφέρει στο άτομο συναισθήματα ευδαιμονίας, απαλλάσσοντάς το από την αρνητική επίδραση της λύπης. Παραλλήλως, θεωρούσαν σημαντικό να έχουν πλήρη επάρκεια σε όλα τα αγαθά, ώστε να μην αισθάνονται την πίεση της έλλειψης και της στέρησης. Υπ’ αυτή την έννοια η εκπλήρωση των υλικών αναγκών είτε αυτές σχετίζονται με τον χώρο διαβίωσης είτε με τις ανάγκες διατροφής και ένδυσης συνδεόταν, κατά την άποψη των Αθηναίων, με τις πνευματικές ανάγκες, εφόσον διασφάλιζε στο άτομο θετικά συναισθήματα, πνευματική χαλάρωση και τέρψη. Οι Αθηναίοι πολίτες ήταν, επομένως, ευτυχισμένοι, εφόσον η πόλη τους είχε τη δυνατότητα να τους προσφέρει κάθε πιθανή ευκαιρία για πνευματική ή υλική απόλαυση. Η επάρκεια και η πληρότητα σε υλικά αγαθά συνιστά τμήμα της γενικότερης δυνατότητας των Αθηναίων να απολαμβάνουν την καθημερινότητά τους και να προσφέρουν στον εαυτό τους τις αναγκαίες στιγμές ανάπαυλας και ευχαρίστησης.
2. Γιατί ο Περικλής παραλείπει να αναφερθεί στα δημόσια κτίσματα της Αθήνας;
Για την παράλειψη αυτή του Περικλή έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Μια εξήγηση που θεωρείται ως πιθανή από αρκετούς μελετητές θέλει το συγκεκριμένο σημείο του κειμένου να μας έχει παραδοθεί φθαρμένο ή να έγινε κάποιο λάθος από τους αντιγραφείς. Γι’ αυτό στην προσπάθεια αποκατάστασης του κειμένου ο W. Schmid συμπληρώνει: «ἱεροῖς δέ [καί] κατασκευαῖς». Ο J. Steup αντιπροτείνει τη γραφή «ἰδίαις δέ [καί δημοσίαις] κατασκευαῖς» (Ι. Θ. Κακριδή, ό.π., σ. 36). Κατ’ άλλη άποψη ο Περικλής αποφεύγει να αναφερθεί στα μνημεία με τα οποία κόσμησε την Αθήνα, για να μην προκαλέσει τους συμμάχους. Γιατί οι σύμμαχοι απέδιδαν στους Αθηναίους την κατηγορία ότι οι τελευταίοι εκμεταλλεύονταν τα χρήματα του συμμαχικού ταμείου και έκτιζαν πολυτελή οικοδομήματα. (Για τη χρησιμοποίηση των πόρων του συμμαχικού ταμείου προκειμένου να ανεγερθούν τα αρχιτεκτονικά μνημεία της Αθήνας, βλ. Antony Andrewes, Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, μτφρ. Α. Παναγό-πουλος, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 21987, σ. 235. Επίσης, J. Finley, ό.π., σ. 38). Αν όμως δεχθούμε ότι εδώ σκοπός του ρήτορα είναι να δώσει έμφαση στις ευκαιρίες που είχε ο αθηναίος πολίτης για ψυχαγωγία, η αναφορά στους ναούς και στα λοιπά μνημεία που είχαν ανεγερθεί δεν είναι απαραίτητη. Οπότε και η σύνδεση της παράλειψης αυτής με την απουσία θρησκευτικότητας στον Θουκυδίδη δε φαίνεται ισχυρή. Η σύνδεση αυτή στηρίζεται από πολλούς στο Ρωμαίο βιογράφο Μαρκελλίνο, ο οποίος χαρακτηρίζει το Θουκυδίδη «ἠρέμα ἄθεον». Εκτεταμένη αναφορά στην παράλειψη του Θουκυδίδη να μνημονεύσει τα μεγάλα καλλιτεχνικάέργα της Αθήνας κάνει ο John H. Finley, Θουκυδίδης, ό.π., σσ. 318-323.
3. Ποιο είναι το περιεχόμενο της ψυχαγωγίας του Αθηναίου πολίτη;
Η ψυχαγωγία του Αθηναίου ήταν ομαδική, αφού ως περιεχόμενό της είχε τη συμμετοχή σε αγώνες και θρησκευτικές τελετές. Όπως συλλογικό ήταν το πολίτευμα των Αθηναίων, έτσι συλλογική ήταν και η ψυχαγωγία τους. Συμμετείχαν από κοινού σε αγώνες, σε παρουσιάσεις δραματικών έργων (τραγωδιών και κωμωδιών), σε θρησκευτικές τελετές. Ακόμη και η άθλησή τους είχε συλλογικό χαρακτήρα, εφόσον συνιστούσε και αυτή έκφανση του κοινωνικού χαρακτήρα των Αθηναίων.
4. Σε ποιους αγώνες και σε ποιες θρησκευτικές γιορτές αναφέρεται ο Περικλής;
Αναφέρεται σε αθλητικούς, μουσικούς, δραματικούς αγώνες και στις γιορτές των Παναθηναίων, των Διονυσίων κ.λπ. Κατά τον Α. Γεωργοπαπαδάκο εννοεί κυρίως τους δραματικούς αγώνες.
5. Γιατί ο Περικλής αναφέρεται με έμφαση στα υλικά αγαθά;
Πιθανός σκοπός του ρήτορα εδώ είναι να παρουσιάσει την Αθήνα ως ευημερούσα πόλη. Η δυνατότητα που είχε, άλλωστε, ως μεγάλη ναυτική δύναμη να διασφαλίζει εμπορικά αγαθά από πολλές περιοχές του κόσμου αποτελούσε ένα ακόμη από τα προνόμια που απολάμβαναν οι Αθηναίοι πολίτες. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Περικλής υπενθυμίζει στους ακροατές του έναν ακόμη λόγο για τον οποίο αξίζει να υπερασπιστούν με γενναιότητα την πόλη τους. Η Αθήνα τους προσέφερε όχι μόνο ένα ελεύθερο και δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά και ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο, με την απόλαυση κάθε πιθανού υλικού αγαθού.
6. Πώς δικαιολογείται το γεγονός ότι ο Περικλής αναφέρεται στην ψυχαγωγία, ενώ εκφωνείέναν επιτάφιο λόγο;
Ως ορθότερη φαίνεται η απάντηση ότι ο Περικλής με αυτήν την αναφορά επιδιώκει να καταστήσει φανερή την αντίθεση Αθηναίων και Σπαρτιατών ως προς τον τρόπο ζωής. Κατ’ άλλους η λιτοδίαιτη ζωή της περασμένης πεντηκονταετίας είχε πια εγκαταλειφθεί (Γερ. Καψάλη, ό.π., σ. 45 και 106). Ο Περικλής επί της ουσίας επιχειρεί να παρουσιάσει μια συνολική εικόνα του αθηναϊκού πολιτεύματος και των τρόπων ζωής που είχαν διαπλάσει το ήθος και την προσωπικότητα των Αθηναίων. Υπ’ αυτό το πρίσμα, επομένως, η αναφορά στην ψυχαγωγία των Αθηναίων αποτελεί καίριο κομμάτι της ζωής τους. Αξίζει, πάντως, να προσεχθεί πως αφενός ο Περικλής κάνει μια πολύ σύντομη αναφορά στο συγκεκριμένο θέμα και αφετέρου παρουσιάζει τις πτυχές εκείνες της ψυχαγωγίας των Αθηναίων (αγώνες, θυσίες) που σχετίζονται με το συλλογικό και θρησκευτικό πνεύμα των πολιτών.
7. Πώς εξηγείται η συντομία της αναφοράς του Περικλή στην ψυχαγωγία των Αθηναίων;
Ο Περικλής αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να κάνει διεξοδική αναφορά στο συγκεκριμένο θέμα. Άλλωστε η στιγμή είναι ιερή, αφού σκοπός της συνάθροισης είναι ο ενταφιασμός και η απόδοση τιμών στους πρώτους νεκρούς του πολέμου.
8. Ποια αντίληψη είχαν οι Αθηναίοι για την ποιότητα ζωής, σύμφωνα με το κείμενο;
Οι Αθηναίοι δεν αντίκριζαν τη ζωή μονόπλευρα ως έναν συνεχή αγώνα για τη βελτίωση της σωματικής τους δύναμης και αντοχής, όπως οι Σπαρτιάτες. Η δική τους θέαση ήταν ευρύτερη και λάμβανε υπόψη τις ποικίλες πτυχές και ανάγκες της ανθρώπινης ψυχής. Έτσι, για τους Αθηναίους η ποιότητα ζωής συνδεόταν με την καλλιέργεια του πνεύματος και του σώματος, αλλά και με τις ανάπαυλες από τον πνευματικό και σωματικό μόχθο μέσω των εορτών και των αγώνων. Συνδεόταν, επίσης, με την καλαισθησία των ιδιωτικών και δημόσιων κτισμάτων, εφόσον μέσω αυτής διασφαλιζόταν η αισθητική απόλαυση, καθώς και η καταπολέμηση τυχόν αρνητικών συναισθημάτων. Σημαντικό, τέλος, τμήμα της ποιότητας ζωής ήταν η ύπαρξη πλήθους υλικών αγαθών, ώστε οι πολίτες να αισθάνονται πως έχουν πλήρη επάρκεια αγαθών και πως δεν κινδυνεύουν να βιώσουν έλλειψη των αναγκαίων.
9. Να αναφέρετε τον τρόπο με τον οποίο οι Αθηναίοι εξασφάλιζαν την αυτάρκεια σε υλικά αγαθά.
Οι Αθηναίοι πέρα από τη δική τους παραγωγή αγαθών διασφάλιζαν χάρη στη συνεχή εμπορική τους δραστηριότητα αγαθά από όλα τα μέρη του κόσμου. Είχαν, μάλιστα, τόσο δεκτική στάση απέναντι στους ξένους λαούς, ώστε δέχονταν και απολάμβαναν κάθε ξένο προϊόν σαν να ήταν δικό τους. Η νοοτροπία αυτή, πως καθετί που παράγεται ή δημιουργείται σε άλλες περιοχές είναι ισάξιο με τα δικά τους προϊόντα τους επέτρεπε να έχουν πλήρη αυτάρκεια αγαθών, χωρίς να αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη ή καχυποψία όσα αγαθά δεν ήταν δικής τους παραγωγής.
10. Ποια εξήγηση μπορεί να δοθεί στην παράλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στη θρησκευτική πλευρά των θυσιών και των αγώνων;
Αν δεχθούμε την άποψη που αποδίδει την πατρότητα του Επιταφίου στον Περικλή, η μη αναφορά και στο θρησκευτικό περιεχόμενο των θυσιών και των αγώνων θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα της επίδρασης που είχε δεχθεί ο Περικλής από τη θεωρία του Πρωταγόρα. Ο Πρωταγόρας στο προοίμιο του έργου του «Περί Θεῶν» αναφέρει: «Περί μέν θεῶν οὐκ ἔχω εἰδέναι, οὔθ’ ὡς εἰσίν οὔθ’ ὡς οὐκ εἰσίν οὔθ’ ὁποῖοι ἰδέαν· πολλά γάρ τά κωλύοντα εἰδέναι, ἥ τ’ ἀδηλότης καί βραχύς ὤν ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου». (Βλ. και Β. Κωνσταντινόπου-λου, Ο Επιτάφιος του Περικλή, εκδ. Αναστασάκης, Αθήνα, 1989, σ. 93). Ο Θουκυδίδης επηρεασμένος από τις σοφιστικές διδασκαλίες δεν παρουσιάζει μέσα στο έργο του το θείο. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε τις γενικότερες απόψεις του Θουκυδίδη για τους θεούς. Άλλωστε αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που τον διαφοροποιεί από τον Ηρόδοτο. Όταν μια επιχείρηση δεν έχει καλή έκβαση, κατά τον μεγάλο ιστορικό σημαίνει ότι ή δεν ήταν ορθή η σύλληψή της ή η τακτική που ακολουθήθηκε ήταν εσφαλμένη. (J. Romilly, Γιατί η Ελλάδα, ό.π., σσ. 164-165). Δεν είναι τυχαίο ότι σε ολόκληρο τον Επιτάφιο εξαίρεται η πολιτική ευφυία των Αθηναίων, το δημοκρατικό τους πολίτευμα και οι θεσμοί του, αλλά πουθενά δε γίνεται λόγος για την ευσέβειά τους, αν και ήταν ευσεβείς. Πουθενά δε γίνεται λόγος για κάποια παρέμβαση των θεών. Όλα αυτά τα στοιχεία συνεκτιμώμενα από πολλούς μελετητές οδηγούν στην άποψη ότι, αν πράγματι μιλούσε ο Περικλής, δύσκολα θα απέφευγε κάποια αναφορά στους θεούς. Επομένως εδώ αποτυπώνεται το κριτικό πνεύμα του ίδιου του Θουκυδίδη, που το μόνο το οποίο αναζητά είναι το αίτιο στην ιστορία (J. B. Bury, ό.π., σ. 124).
11. Με ποια έννοια χρησιμοποιεί ο Περικλής τη λέξη «γνώμη»;
Η λέξη γνώμη έχει συνήθως την έννοια της άποψης ή της κρίσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, λαμβάνει την ευρύτερη έννοια του πνεύματος (του μέσου που αξιοποιείται για την επίτευξη της αντίληψης και τη διαμόρφωση κριτικής αντίληψης και γνώσης). Πρόκειται για μια χρήση που παραπέμπει σε σχήμα συνεκδοχής, εφόσον με την αναφορά στο μέρος -στο ειδικότερο- εννοείται το όλο -η ευρύτερη έννοια στην οποία υπάγεται το μέρος.
12. α) Η θέση που κατέχει στη δομή του Επιταφίου το κεφάλαιο 38 εξυπηρετεί κάποια σκοπιμότητα; β) Να αιτιολογήσετε τη γνώμη σας.
Το κεφάλαιο 38 έχει σκόπιμα τοποθετηθεί ανάμεσα στο Κεφ. 37 στο οποίο γίνεται αναφορά στην ελευθερία των πολιτών και στο Κεφ. 39 στο οποίο γίνεται αναφορά στη γενναιότητά τους. Ο τρόπος, μάλιστα, με τον οποίο ξεκινά το Κεφ. 38 («Καὶ μὴν καὶ = πέρα από αυτά) είναι για να δηλωθεί πως συνεχίζεται εδώ η καταγραφή στοιχείων που αναδεικνύουν την ελευθερία της ζωής που χαρακτηρίζει τη ζωή των Αθηναίων. Η άνεση, η ευδαιμονία και η χαρά της ζωής αποτελούν απότοκα, μεταξύ άλλων, και της ελευθερίας. Με το κεφάλαιο αυτό, επομένως, ο Περικλής θέλει να δώσει τον τρόπο με τον οποίο ψυχαγωγείται και ξεκουράζεται ο Αθηναίος. «Ανάμεσα στο κεφάλαιο της πολιτείας και των νόμων της (37) και στο κεφάλαιο των πολεμικών (39) μεσολαβούν -αληθινή ανάπαυλα για τον αναγνώστη- οι λίγες γραμμές που ζητούν να δείξουν ποιο είναι το ξεκούρασμα του Αθηναίου μέσα σ’ αυτή την ένταση της ζωής, που ζει σε ώρες ειρήνης και σε ώρες πολέμου. Την κρυμμένη αντίθεση με τη Σπάρτη, που η συνοφρυωμένη της αυστηρότητα δεν θέλει να χαρίσει καμιά ξεκούραση στους πολίτες της ποιος δεν τη νιώθει εδώ;» (Ι. Θ. Κακριδής, ό.π., σ. 35).