Updated on December 13, 2023
ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΦΟΝΙΣΣΑ( 3 )// ΣΤΕΛΛΙΝΑ ΜΙΚΕΔΗ
Η φόνισσα
Στελλίνα Μικέδη, Β2
Ο χαρακτήρας της φόνισσας
Η ηρωίδα του έργου του Παπαδιαμάντη, η φόνισσα, της οποίας το πραγματικό όνομα είναι Φραγκογιαννού, ζει στην κλειστή και επαρχιώτικη κοινωνία της Σκιάθου τον 20 ο αιώνα. Η Σκιάθος είναι ένα αρκετά απομακρυσμένο μέρος από την Αθήνα και γενικά τις μεγάλες πόλεις εκείνης της εποχής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ότι και οι αντιλήψεις για διάφορα κοινωνικά θέματα θα ήταν παλαιές και απαρχαιωμένες.
Ο Παπαδιαμάντης γενικά σε αυτή τη νουβέλα προσπαθεί να δείξει το αδιέξοδο της κοινωνίας του, να αμφισβητήσει την ιδέα της προόδου και να υποστηρίξει την ιδέα της επιστροφής σε μια πιο αγνή προκοινωνική συνθήκη. H Φραγκογιαννού ζει σε μια κοινωνία στην οποία η γυναίκα έχει εξαιρετικά μειονεκτική θέση και περιθωριοποιείται συνεχώς. Επίσης, ένα ακόμα έντονο στοιχείο της εποχής εκείνης ήταν η προικοδοσία από το οποίο δυστυχώς λαμβάνει μια ασήμαντη προίκα σε σχέση με τα αδέλφια της. Αυτό υποδηλώνει την προτίμηση της οικογένειας προς τα αγόρια και
ταυτόχρονα σημαίνει έναν κατώτερο γαμπρό για τη Χαδούλα. Η κατώτερη προίκα άφησε τα στίγματά της στη Χαδούλα μέχρι το τέλος της ζωής της, καθώς ο φτωχός γάμος την καθήλωσε σε μια ζωή δυστυχίας, που την οδήγησε στον παραλογισμό .
Όλα αυτά σε συνδυασμό με τις συνέπειες της μετανάστευσης, καθώς οι γιοι της ξενιτεύτηκαν για λόγους οικονομικούς και μάλιστα, από τότε που έφυγαν, δεν έδωσαν σημεία ζωής, αλλά «έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους», δεν βοήθησαν στην καλλιέργεια ενός σώφρονος ανθρώπου. Η φόνισσα μπορεί να θεωρηθεί από πολλούς ως ένα άτομο ψυχικά διαταραγμένο, αλλά η πραγματικότητα απέχει πολύ από αυτό. Στο έργο . φαίνεται καθαρά πως κατά τη διάπραξη των φονικών η Φραγκογιαννού έχει απόλυτη διαύγεια πνεύματος, πλήρη συναίσθηση των πράξεών της. Τα φονικά δηλαδή δεν αποτελούν ένδειξη ψυχικής ανισορροπίας της δράστιδος. Επίσης, πριν το πρώτο φονικό, τον πνιγμό της νεογέννητης εγγονής της , δεν παρουσιάζει κάποια στοιχεία διαταραγμένης προσωπικότητας. Όλες οι σκέψεις και τοlash back που επιχειρεί στο παρελθόν της δεν μαρτυρούν διαταραχή, αλλά είναι μια λογική περιδιάβαση στις αναμνήσεις μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Αλλά και μετά το φονικό «έζησε ζωήν τύψεων, ανησυχίας» και «εφόρει την μαύρην μανδήλαν της ως σάκκον μετανοίας» . Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι «ήρχισε να συχνάζη εις την εκκλησίαν, έκαμνε πολλάς και βαθείας γονυκλισίας, εμελέτα να εξομολογηθή...» και κυρίως «εντρέπετο να βλέπη την κόρην της, τη Δελχαρώ και απέφευγε να αντικρύση το βλέμμα της».
Η όλη αυτή συμπεριφορά υποδηλώνει πως η ίδια είχε επίγνωση της πράξης της, ότι έκανε συνειδητοποιημένα το φονικό που έκανε, και ότι δεν ήταν άτομο μειωμένου καταλογισμού. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι αν επρόκειτο για άτομο που είχε χάσει τα λογικά του και γι’αυτό διέπραττε φρικτά εγκλήματα, τότε δε θα ένιωθε τύψεις. Αντιθέτως οι τύψεις που αισθάνεται και τα ταραγμένα όνειρα – εφιάλτες δείχνουν το συνειδησιακό βασανισμό της, το ότι δηλαδή έχει
σαφή επίγνωση του επιτρεπόμενου και μη επιτρεπόμενου, των ορίων του καλού και του κακού, σαφή επίγνωση του ότι υπερβαίνει αυτά τα όρια. Ωστόσο η εμμονή της στην ιδέα ότι με τις πράξεις της απαλλάσσει τα κορίτσια από μια δυστυχισμένη – σαν τη δική της – ζωή δεν της επιτρέπει να επιστρέψει στα όρια της ηθικής.
Ο συγγραφέας βέβαια τονίζει πως η Φραγκογιαννού «είχε παραλογίσει επιτέλους». Αυτός όμως ο παραλογισμός που υπαινίσσεται ο Παπαδιαμάντης δεν έχει την ετυμολογική και προφανή σημασία του όρου. Μάλλον δεν μπορούμε να
τον χαρακτηρίσουμε ως τρέλα, αλλά ως μια «διαστροφή της λογικής». Συνοψίζοντας, σε όλη της τη ζωή υπηρετούσε κάποιον, είτε αυτός ήταν οι γονείς της, είτε αυτός ήταν ο άντρας της, είτε αυτά ήταν τα παιδιά της και τώρα τα εγγόνια της . Γι` αυτό και κάτω από τα «φοβερότερα βάθη και πάθη της ανθρώπινης ψυχής», στα όρια του παραλογισμού
προσπαθεί να σώσει κάθε άλλο θηλυκό που βρίσκεται αβοήθητο στο δρόμο της. Έτσι, λοιπόν, διαπράττει μια σειρά από φόνους μικρών κοριτσιών θέλοντας με αυτό τον τρόπο να τα απαλλάξει όπως και τις μητέρες τους από μια βασανιστική ζωή σαν τη δική της. Νιώθει έτσι πως διαπράττει κοινωνικό καλό. Γίνεται θύτης για να προλάβει να μην γίνουν θύματα της μοίρας τους τα θύματά της.
Επομένως, δεν φαίνεται να διαπράττει τους φόνους από κακία και μίσος προς τα μικρά κορίτσια, αλλά μέσα στα πλαίσια ενός παραλογισμού από υποσυνείδητη «καλοσύνη» για να τα «σώσει» από τη «μαρτυρική» ζωή που επρόκειτο να κάνουν. Λειτουργεί, συνεπώς καλοπροαίρετα εμμέσως απέναντι στα κορίτσια. Σκοτώνει για να τα ελευθερώσει. Προσπαθεί να λυτρώσει τους φτωχούς γονείς από την κακή τύχη που είχαν γεννώντας κορίτσια.
Όταν πρόκειται να βοηθήσεις τους φτωχούς και τους βασανισμένους, από το βάρος ενός θηλυκού και το φονικό παύει να έχει αρνητική διάσταση. Ωστόσο, ένας φόνος είναι σε κάθε περίπτωση ένας φόνος, η αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής. Άρα, παρουσιάζεται και σκληρή και ατάραχη απέναντι στα εγκλήματα που διαπράττει. Αυτή η προσωπικότητα βέβαια δεν προέκυψε από μόνη της. Η Φραγκογιαννού έζησε μια δύσκολη παιδική ηλικία, με έναν πατέρα άβουλο, σχεδόν
ανύπαρκτο και μια μητέρα σκληρή και αυταρχική. Μα και τη δική της οικογένεια με αυτά τα πρότυπα την έχτισε: ο Γιάννης ο Σκούφος, ο σύζυγός της, ήταν άβουλος και σχεδόν διακοσμητικός, ενώ η ίδια κρατούσε τα ηνία της οικογένειας με μοναδικό δυναμισμό και σκληρότητα. Με άλλα λόγια στην τωρινή ζωή της, στη δική της οικογένεια, αναπαράγει όσα τραυματικά είχε ζήσει στα παιδικά της χρόνια και τα οποία τη σημάδεψαν ανεπανόρθωτα, καθορίζονταςνομοτελειακά και την ενήλικη ζωή της.