English

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα» /// ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ//// ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ

[πηγές:

https://latistor.blogspot.com/2010/12/blog-post_30.html

https://latistor.blogspot.com/2010/12/blog-post_29.html]


«Μισοπλαγιασμένη κοντά εις την εστίαν, με σφαλιστά τα όμματα, την κεφαλήν ακουμβώσα εις το κράσπεδον της εστίας, το λεγόμενον «φουγοπόδαρο», η θεια-Χαδούλα, η κοινώς Γιαννού η Φράγκισσα, δεν εκοιμάτο, αλλ' εθυσίαζε τον ύπνο πλησίον εις το λίκνον της ασθενούσης μικράς εγγονής της.»

  • Το διήγημα του Παπαδιαμάντη ξεκινά με μια χαρακτηριστική εικόνα που μας παρουσιάζει το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας. Σε πρώτο πλάνο τίθεται η θεια-Χαδούλα, η οποία ξενυχτά κοντά στην άρρωστη εγγονή της. Η ασθένεια αυτή του μικρού παιδιού και τα επιβεβλημένα ξενύχτια της Χαδούλας, θα αποτελέσουν τις κατάλληλες συνθήκες για να ξεσπάσει η φονική διάθεση της ηρωίδας.

«Ο μικρός λύχνος, κρεμαστός, ετρεμόσβηνε κάτω του φατνώματος της εστίας. Έρριπτε σκιάν αντί φωτός εις τα ολίγα πενιχρά έπιπλα...»

  • Το φτωχικό σπίτι, που θα αποτελέσει το σκηνικό του πρώτου εγκλήματος, μας αποκαλύπτει την άσχημη οικονομική κατάσταση της οικογένειας και τη συνεπαγόμενη ανέχεια που κυριαρχεί στη ζωή τους. Ο Παπαδιαμάντης σε λίγες μόλις γραμμές μας δίνει τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν το αρνητικά χρωματισμένο παρόν της ηρωίδας του.

«Η Χαδούλα, η λεγομένη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν...»

  • Ο αφηγητής ιχνογραφεί την εικόνα της ηρωίδας και παράλληλα μας δίνει τους πικρούς συλλογισμούς που έχουν έρθει στην επιφάνεια από τον ακούσιο απολογισμό της ζωής της, τις νύχτες αυτές που μένει άγρυπνη. Η Φραγκογιαννού συνειδητοποιεί πως πάντοτε βρίσκεται να υπηρετεί τους ανθρώπους της οικογένειάς της, χωρίς ποτέ η ίδια να έχει την ευκαιρία να χαρεί τη ζωή της. Ο αρνητικός απολογισμός -που ούτως ή άλλως θα προέκυπτε αρνητικός για οποιαδήποτε γυναίκα εκείνης της εποχής (τέλη 19ου αρχές 20ου αιώνα)- δημιουργεί βαρύ συναισθηματικό κλίμα για την ηρωίδα και προετοιμάζει τον αναγνώστη για την πορεία που θα καταλήξει στη δικαίωση του τίτλου του διηγήματος.

«Το νεογνόν είχε γεννηθή προ δύο εβδομάδων. Η μητέρα του είχε κάμει βαριά λεχωσιά. ...»

  • Η ασθένεια του μωρού θα παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, μιας και θα αποτελέσει το έναυσμα εκείνο που θα οδηγήσει τη Φραγκογιαννού πέρα από τα όριά της, σε μια πράξη αποτρόπαια, μα δικαιολογημένη κατά τους σκοτεινούς συλλογισμούς της ηρωίδας.

«Και δεν ήτο ικανόν να αισθανθή καν την απορίαν, την οποίαν μόνη η μάμμη διετύπωνε κρυφίως μέσα της: “Θε μου, γιατί να έλθη στον κόσμο κι αυτό;”»

  • Το άρρωστο βρέφος δεν μπορούσε να γνωρίζει ούτε τις ταλαιπωρίες στις οποίες υπέβαλε την οικογένειά του, αλλά ούτε και τις δυσοίωνες σκέψεις που έκανε η γιαγιά του, καθώς καταβεβλημένη από την κούραση, θεωρούσε όλο και λιγότερο επιθυμητή την επιβίωση του μικρού κοριτσιού.

«Κατά τας προλαβούσας νύκτας, πράγματι, είχε «παραλογίσει» αναπολούσα όλ’ αυτά τα πάθη της εις το πεζόν. Εις εικόνας, εις σκηνάς και εις οράματα, της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της, ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς.»

  • Η ιδέα πως η φόνισσα είχε παραλογίσει από την ανάδευση των πικρών της αναμνήσεων τις νύχτες που πέρασε άγρυπνη κοντά στο άρρωστο μωρό έχει ουσιαστική σημασία για την αιτιολόγηση του πρώτου φόνου, ο οποίος θα προκύψει με τη Φραγκογιαννού να βρίσκεται σε μια κατάσταση ημισυνειδησίας. Η ιδέα όμως αυτή δε θα αρκεί να δικαιολογήσει τους επόμενους φόνους, καθώς η Χαδούλα θα έχει πλήρη επίγνωση των πράξεών της και μάλιστα θα τους θεωρεί και απόλυτα θεμιτούς.

Το πρώτο έγκλημα της φόνισσας θα έρθει με την ηρωίδα να είναι πλήρως παραδομένη στην κούρασή της κι εντελώς πικραμένη από τις αναμνήσεις της ανώφελης ζωής της.
«Όλ’ αυτά τα ενθυμείτο, και οιονεί τα ανέζη η Φραγκογιαννού, κατά τας μακράς εκείνας αΰπνους νύκτας του Ιανουαρίου...»

  • Ο συγγραφέας φροντίζει να μας παρουσιάσει με πολλές λεπτομέρειες την πορεία που ακολούθησε η ζωή της ηρωίδας του, ώστε η απογοήτευση που αισθάνεται και ο μισογυνισμός της να δοθούν με απόλυτη σαφήνεια. Ο συγγραφέας θέλει να είναι σαφές πως η γυναίκα αυτή που έφτασε να πνίξει το εγγόνι της, είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά της από τη διαρκή ενασχόληση με τη δυστυχία του παρελθόντος, αλλά και τη διάψευση των προσδοκιών της για το παρόν. Η Φραγκογιαννού έζησε μια ζωή ταλαιπωρίας και βασάνων, χωρίς να έχει πια ελπίδα ότι η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί για τις επόμενες γενιές. Η ηρωίδα θα φτάσει στο έγκλημα με τη διεστραμμένη πεποίθηση πως αυτό που κάνει αποτελεί πράξη αγαθοεργίας, εφόσον απαλλάσσει τα μικρά κορίτσια από μια ζωή δυστυχίας και πόνου.

«Ήτο Σάββατον εσπέρας, και ο γαμβρός της είχε πίει ένα ρακί παραπάνω, πριν δειπνήση• ομοίως είχε πίει, μετά το δείπνον, κ' ένα μεγάλο ποτήρι από λάκυρον κρασί, διά να ξεκουρασθή από τα μεροκάματα όλης της εβδομάδος. ...»

  • Η εικόνα του γαμπρού που μιλά μέσα στον ύπνο του, η ταλαιπωρημένη από τη γέννα κόρη και το άρρωστο βρέφος που βήχει «οδυνηρώς», συνθέτουν ένα καταθλιπτικό σκηνικό μιζέριας, που επιτείνει την ήδη βεβαρυμμένη διάθεση της ηρωίδας. Βρίσκεται εκεί για μερόνυχτα, φροντίζοντας την εγγονή της, μόνο και μόνο για να μπορέσει να ζήσει μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια και να ‘χει κι αυτή την ευκαιρία να γνωρίσει όλες τις πίκρες που περιμένουν μια γυναίκα.

«- Τ' είναι, μάννα; είπεν ανασηκωθείσα η Δελχαρώ. Δεν είναι καλά το παιδί;
Η γραία εμειδίασε στρυφνώς εις το τρομώδες φως του μικρού λύχνου.
- Σα σ' ακούω, δυχατέρα!...»

  • Η Φραγκογιαννού στην ανήσυχη ερώτηση της κόρης της, μήπως δεν είναι καλά το παιδί, απαντά «σα σ’ ακούω, δυχατέρα!», (= μακάρι, κόρη μου), δηλαδή μακάρι να μην είναι καλά, μπας και γλιτώσουν από το ασθενικό αυτό παιδί.

«-Τι να σας πω!... Έτσι του 'ρχεται τ' ανθρώπου, την ώρα που γεννιώνται, να τα καρυδοπνίγη!... Ναι μεν το είπεν, αλλά βεβαίως δεν θα ήτο ικανή να το κάμη ποτέ... Και η ιδία δεν το επίστευε.»

  • Η Φραγκογιαννού, όπως μας αποκαλύπτει ο αφηγητής, είχε πάντοτε αρνητική προδιάθεση απέναντι στα κορίτσια, τα οποία θεωρούσε βάρος για τις φτωχές οικογένειες. Η ιδέα που εκφράζει, μάλιστα, πως είναι αναμενόμενο οι άνθρωποι να θέλουν να πνίγουν τα κορίτσια μόλις γεννιούνται, αποτελεί μια ιδιαιτέρως παραστατική προοικονομία του πρώτου φόνου που σύντομα θα διαπράξει.
  • Η Φραγκογιαννού, επομένως, θεωρεί πως τα κορίτσια φέρνουν μόνο προβλήματα στους γονείς τους, κυρίως οικονομικά, και πως παράλληλα η ζωή δεν τους επιφυλάσσει τίποτε το ευχάριστο. Οι σκέψεις αυτές σε συνδυασμό αφενός με την άσχημη ψυχολογική κατάσταση που της προκάλεσε ο απολογισμός της ζωής της κι αφετέρου με τα συνεχή ξενύχτια στο πλάι του άρρωστου παιδιού, θα οδηγήσουν την ηρωίδα σ’ έναν μοιραίο παραλογισμό που θα κορυφωθεί με το πνίξιμο της εγγονής της.
  • Το έγκλημα αυτό θα προκαλέσει πολλές ενοχές στη Φραγκογιαννού, η οποία θα επιχειρήσει να εκλογικεύσει την πράξη της, αντιμετωπίζοντάς την ως μια θεμιτή λύτρωση των κοριτσιών από μια ζωή γεμάτη βάσανα, κι επιπλέον θα ζητήσει από τον Αϊ-Γιάννη τον κρυφό ένα σημάδι πως η πράξη της ήταν σωστή.

«Τι δούλεψη να κάμη κανείς στη φτώχεια!... Η μεγαλύτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήτον να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση. (Θε μ' σχώρεσέ με!) Ας ήτον και παλικαροβότανο! επέφερε.

  • Ο δρόμος της θα τη φέρει στο σπίτι του Γιάννη του Περιβολά, ο οποίος είχε αποκτήσει πολλά κορίτσια, γεγονός που σχολιάζεται αρνητικά από τη Φραγκογιαννού που θεωρούσε πως η λύση θα ήταν είτε να πάρει η γυναίκα του στερφοβότανο (κάτι που ο πνευματικός της, της είχε πει πως είναι αμαρτία!) είτε να πάρει παλικαροβότανο, ώστε τουλάχιστον να αποκτούσε αγόρια.
  • Εκεί η Φραγκογιαννού θα βρει μόνα τους δύο απ’ τα κορίτσια του Γιάννη του Περιβολά και θα θεωρήσει πως αυτό είναι το σημάδι που περίμενε: «Να!... μου έδωκε το σημείο ο Άις-Γιάννης, είπε μέσα της, σχεδόν ακουσίως η Φραγκογιαννού, άμα είδε τα δύο θυγάτρια... Τί λευθεριά θα της έκαναν της φτωχιάς, της Περιβολούς, ανίσως έπεφταν μες στη στέρνα κ' εκολυμπούσαν!... Να ιδούμε, έχει νερό;»
  • Η Φραγκογιαννού, με τη δική της διεστραμμένη λογική, θα θεωρήσει πως αν τα δυο αυτά κοριτσάκια πνίγονταν, αυτό θα ήταν μεγάλη βοήθεια για τη μητέρα τους. Ενώ, δηλαδή, στο πνίξιμο της εγγονής της έφτασε ενώ βρισκόταν σε μια ιδιαιτέρως επιβαρυμένη κατάσταση, τώρα ετοιμάζεται να διαπράξει ένα νέο έγκλημα, έχοντας πλήρη συνείδηση των πράξεών της, θεωρώντας όμως πως πρόκειται να προσφέρει σημαντική βοήθεια στη φτωχή οικογένεια –μη λαμβάνοντας καθόλου υπόψη της τον πόνο που θα προκαλέσει στους γονείς των παιδιών.

«Θα φωνάξουν, τάχα;... Θ' ακουστή; Πού ν' ακουστή!... Πρέπει να κάμω γλήγορα, προσέθηκε μέσα της. Αυτός, όπου είναι, τώρα σε λίγο, θα 'ρθη δω, γιατί θα σουρουπώση, και δεν θα βλέπη να κάνη δουλειά εκεί κάτω... Και πρέπει να φεύγω το γληγορώτερο, χωρίς να με ιδή, όπως δεν με είδε ως τώρα».

  • Η φόνισσα όχι μόνο έχει πλήρη συνείδηση του τι πρόκειται να κάνει αλλά λαμβάνει και τις απαραίτητες προφυλάξεις ώστε να μη τη δει κανείς. Αφού, δηλαδή, ρωτά τα κοριτσάκια που βρίσκονται οι γονείς τους, ύστερα σκέφτεται πως αν δράσει γρήγορα και φύγει αμέσως, κανείς δεν θα τη δει, όπως κανείς δεν την είδε όταν έφτασε στο σπίτι. Το έγκλημα αυτό αποκτά πλέον στοιχεία ψύχραιμου υπολογισμού και καθίσταται πέρα για πέρα αδικαιολόγητο.

«Τα κορίτσια!... Τα κορίτσια!... Πέσανε μέσα!... Κοίταξε!... Δεν έχετε το νου σας, χριστιανοί;... Πώς κάμανε;... Και τ' αφήνετε μοναχά τους, κοντά στη στέρνα, νερό γεμάτη!... Καλά που βρέθηκα!... Να, τώρα πέρασα κ' εγώ... Ο Θεός μ' έστειλε!»

  • Η ξαφνική εμφάνιση της μητέρας των παιδιών θα ενεργοποιήσει τη Φραγκογιαννού που θα φροντίσει να καλύψει την ενοχή της, εκδηλώνοντας μια έντονη αναστάτωση για την πτώση των κοριτσιών στη στέρνα. Με εκφράσεις αγανάκτησης για τους γονείς που δεν προσέχουν τα παιδιά τους, με διαβεβαιώσεις πως ήταν ευτυχές γεγονός η εκεί παρουσία της, θα διασκεδάσει τις όποιες αρνητικές εντυπώσεις της μητέρας και το κυριότερο θα χρονοτριβήσει ώστε να διασφαλίσει τον πνιγμό των μοναδικών μαρτύρων του εγκλήματός της, των μικρών κοριτσιών.

«Πριν αύτη φθάση πλησίον της στέρνας, η Γιαννού είχε πιάσει το μικρότερον κοράσιον, το οποίον της εφαίνετο μάλλον πνιγμένον ήδη, και το έσυρε βραδέως προς τα έξω, με την κεφαλήν πάντοτε επίστομα εις το νερό.»

  • Η Φραγκογιαννού φροντίζει με κάθε τρόπο να βεβαιωθεί πως το νοσηρό έργο της θα επιτευχθεί, γι’ αυτό και τραβά από τη στέρνα πρώτα το μικρότερο κοριτσάκι, κρατώντας το κεφάλι του μέσα στο νερό όσο περισσότερο μπορεί. Η προφύλαξη αυτή, από μέρους της, δείχνει πως βρίσκεται σε πλήρη νοητική εγρήγορση και πως η πράξη της δεν είναι αποτέλεσμα τυχαίας ή πρόσκαιρης ψυχικής αναστάτωσης. Η Φραγκογιαννού διαπράττει διπλή δολοφονία, έχοντας κάθε πρόθεση να προφυλάξει τον εαυτό της, με το να βεβαιωθεί πως τα θύματά της είναι νεκρά.

«Κρέμασμα ανάποδα θέλουνε... Χτύπημα με το καλάμι, για να ξεράσουν μαθές!... Καλά που είναι γλυκό το νερό... Πού είναι ο άνδρας σου, χριστιανή μου;... Έτσι τ' αφήνουν, μικρά κορίτσια, μοναχά τους, να παίζουν με το νερό της στέρνας;... Καλά που ήρθα! Ο Θεός μ' έστειλε...»

  • Η Χαδούλα αφού βγάζει τα κορίτσια από το νερό και τα αφήνει δίπλα στη στέρνα συνεχίζει να χρονοτριβεί θέλοντας να σιγουρέψει το θάνατό τους, ώστε να μην αποκαλυφθεί η φονική της δραστηριότητα. Επειδή, μάλιστα, δεν είναι σίγουρη αν το μεγαλύτερο κορίτσι έχει πνιγεί, φροντίζει να κρεμάσει στο δέντρο πρώτα το μικρότερο για το οποίο είναι βέβαιη πως είναι ήδη νεκρό.
  • Τα κοριτσάκια αυτά τελικά θα πεθάνουν, χωρίς κανείς να υποπτευθεί τη Φραγκογιαννού, αλλά η «καλοτυχία» της δε θα διαρκέσει για πολύ και σύντομα οι αρχές θα θεωρήσουν ύποπτη την παρουσία της σε κάθε νέο πνιγμό, γι’ αυτό και θα ξεκινήσουν την καταδίωξή της.

«Εκάθισε, δίπλα εις του Πουλιού την Βρύση, διά να ξαποστάση και πάρη τον ανασασμόν της. Σχεδόν είχε βεβαιωθή πλέον ότι οι δύο «νομάτοι» δεν είχαν κατορθώσει να διαβώσι το Μονοπάτι στο Κλήμα.
Αλλά δεν ησθάνετο ασφάλειαν, η δύστηνος, καθημένη εκεί. Όθεν, μετ' ολίγα λεπτά εσηκώθη, επήρε το καλάθι της, κ' έτρεξεν τον κατήφορον. Τώρα πλέον επήγαινεν αποφασιστικώς εις τον Άι-Σώστην, εις το Ερημητήριον. Καιρός ήτο, αν εγλύτωνε, να εξαγορευθή τα κρίματά της εις τον γέροντα, τον ασκητήν

  • Η Φραγκογιαννού κατορθώνει να ξεφύγει, προσωρινά, από τους διώκτες της κι αποφασίζει να περάσει στο βραχονήσι όπου βρισκόταν ο παπάς Ακάκιος για να εξομολογηθεί τα κρίματά της. Παρά την πεποίθησή της πως οι πράξεις της αποτελούσαν σημαντική βοήθεια για τις φτωχές οικογένειας, δεν κατόρθωσε να καταπνίξει πλήρως τις ενοχές της και θεωρεί πως θα πρέπει να ζητήσει τη συγχώρεση από το Θεό. Η Φραγκογιαννού, άλλωστε, πίστευε πως ο ερημίτης θα τη βοηθούσε να αποδράσει, επιβιβάζοντας σε κάποιο περαστικό πλοίο.
  • Η επίγνωση επομένως ότι οι πράξεις της αποτελούσαν εγκληματικές ενέργειες, το γεγονός ότι επιθυμεί να εξομολογηθεί, αλλά και η ελπίδα πως ίσως κατορθώσει να γλιτώσει από τους διώκτες της αν περνούσε στο βραχονήσι, υποδηλώνουν πως η Φραγκογιαννού δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως νοητικά διαταραγμένη, ως ψυχοπαθής. Ήταν μια εγκληματίας, με επίγνωση του φονικού της έργου.

«Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατο εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.»

  • Η φόνισσα θα πνιγεί προτού κατορθώσει να ζητήσει την ηθική εξιλέωση μέσω του ιερού μυστηρίου της εξομολογήσεως, αλλά γλιτώνοντας κιόλας την σύλληψή της και άρα την παραπομπή της στην ανθρώπινη δικαιοσύνη, από την οποία δεν είχε να αναμένει καμία επιείκεια.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα»

Η Φόνισσα, από τα καλύτερα έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, είναι ένα εκτενές διήγημα (νουβέλα) και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες, στο περιοδικό Παναθήναια το 1903, με υπότιτλο: «Κοινωνικόν μυθιστόρημα». Κεντρικό πρόσωπο είναι η Χαδούλα ή Φραγκογιαννού. Η Φραγκογιαννού κυριαρχείται από την εγκληματική ιδέα της βρεφοκτονίας και διαπράττει μια σειρά από φόνους μικρών κοριτσιών.

Η νουβέλα αυτή του Παπαδιαμάντη είναι γραμμένη στο πνεύμα του ρεαλισμού με έκδηλα όμως στοιχεία νατουραλισμού. Η επιλογή ως ηρωίδας μιας γυναίκας που προχωρά σε αλλεπάλληλες δολοφονίες κοριτσιών με την πεποίθηση πως επιτελεί θεάρεστο έργο, εντάσσει το κείμενο αυτό στα νατουραλιστικά έργα, όπου κυρίαρχα στοιχεία είναι: «η επιλογή ιδιαίτερα προκλητικών θεμάτων από το περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Οι ήρωες του νατουραλισμού είναι οι απόκληροι και τα θύματα της κοινωνίας, οι καταπιεσμένοι και οι αδικημένοι, άτομα του υπόκοσμου, ψυχικά και σωματικά άρρωστοι κτλ. Οι νατουραλιστές, μάλιστα, επιμένουν ιδιαίτερα στους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται η συμπεριφορά και η ηθική του ανθρώπου. Ο νατουραλιστής μελετά την ηθική συμπεριφορά των προσώπων, για να δείξει ότι είναι δέσμιοι εξωτερικών δυνάμεων και εσωτερικών παρορμήσεων. Οι εξωτερικές δυνάμεις, φυσικές και κοινωνικές περιορίζουν την ελευθερία τους. Οι εσωτερικές πάλι παρορμήσεις, όπως είναι το γενετήσιο ένστικτο, η πείνα, η σκληρότητα και η μοχθηρία, αφαιρούν από τον άνθρωπο την ιδιότητα του λογικού και ηθικού όντος και τον υποβιβάζουν στο επίπεδο των κατώτερων ζώων. Παρουσιάζουν ακόμη οι νατουραλιστές τη συμπεριφορά του ανθρώπου ως αποτέλεσμα διαθέσεων της στιγμής ή κληρονομικών παρορμήσεων.»

Ερωτήσεις σχολικού βιβλίου

Η Φραγκογιαννού φτάνει στην εγκληματική ιδέα της βρεφοκτονίας (στο κεφ. Ε΄) ύστερα από εμπειρίες και εσωτερικές διεργασίες που δίνονται στα τέσσερα πρώτα κεφάλαια του έργου. Με βάση τα αποσπάσματα και τις περιληπτικές πληροφορίες να διερευνήσετε τα αίτια που συντείνουν στη διαμόρφωση της παράλογης ιδέας της και να τα εκθέσετε σε συνεχή λόγο. Τα αίτια αυτά θα τα αναζητήσετε κυρίως; α) Στις ατομικές της εμπειρίες β) Στο κοινωνικό περιβάλλον της (οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, κυρίαρχες αντιλήψεις) γ) Στο χαρακτήρα της δ) Στην κατάσταση που ζει τώρα δίπλα στο άρρωστο βρέφος και στη λεχώνα κόρη της;

Η Φραγκογιαννού ξενυχτώντας δίπλα στο άρρωστο εγγόνι της θυμάται όλα όσα έχει περάσει απ’ όταν ήταν μικρή κι αισθάνεται μεγάλη πίκρα για τις ταλαιπωρίες και τις κακοτυχίες της ζωής της. Όπως κάθε γυναίκα εκείνης της εποχής, πέρασε όλα της τα χρόνια να υπηρετεί και να φροντίζει τα μέλη της οικογένειάς της, ξεκινώντας στα παιδικά χρόνια της να υπηρετεί τους γονείς της, στη συνέχεια τον άντρα και τα παιδιά της και κατόπιν τα εγγόνια της. Η σκληρή αυτή μοίρα έχει επηρεάσει καταλυτικά όχι μόνο την ψυχοσύνθεσή της αλλά και τις σκέψεις της για τα θηλυκά παιδιά, τα οποία θεωρεί άτυχα και καταδικασμένα να υποφέρουν όπως κι εκείνη. Η Χαδούλα, επιπλέον, μεγάλωσε με μια αυστηρή μητέρα που θεωρούνταν μια από τις στρίγγλες της εποχής της, αποκτώντας έτσι ένα ιδιαιτέρως κακό πρότυπο, το οποίο τελικά ακολούθησε στην προσωπική της ζωή. Άλλωστε, όταν η Χαδούλα παντρεύτηκε οι γονείς της, της έδωσαν ελάχιστη προίκα σε σχέση με την περιουσία που κράτησαν για τα αγόρια της οικογένειας, πιστοποιώντας έτσι την αίσθηση της αδικίας που είχε ήδη αρχίσει να δημιουργείται μέσα της.
Η Φραγκογιαννού θα δημιουργήσει τη δική της οικογένεια έχοντας ως επιβαρυντικούς παράγοντες όχι μόνο τις πικρές εμπειρίες από την ως τότε ζωή της κι από τη στάση των γονιών της απέναντί της, αλλά και τη γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε στην τότε ελληνική κοινωνία. Η φτώχια και η ανέχεια που μάστιζαν τις περισσότερες οικογένειες καθιστούσαν την επιβίωση δύσκολη και ιδίως αρνητική για τα θηλυκά παιδιά που αποτελούσαν για τους γονείς μια επιπλέον υποχρέωση, μιας κι έπρεπε να τα προικίσουν προκειμένου να τα αποκαταστήσουν. Η Φραγκογιαννού έχοντας ήδη αρνητική εικόνα για τη μοίρα των γυναικών, αντιμετωπίζει πλέον τα θηλυκά παιδιά ως ανεπιθύμητο βάρος που περισσότερο δυσκολεύουν τη ζωή των γονιών τους παρά τους προσφέρουν κάποια βοήθεια ή χαρά.
Οι εμπειρίες, βέβαια, που έζησε η Φραγκογιαννού, όπως και η γενικότερη κοινωνική κατάσταση, αποτελούσαν κοινό παράγοντα για τις περισσότερες γυναίκες εκείνης της εποχής και δεν μπορούν να εξηγήσουν επαρκώς πώς ο μισογυνισμός της Χαδούλας τράπηκε σε φονική διάθεση κι εν τέλει εκδηλώθηκε με το πνίξιμο της εγγονής της. Το στοιχείο, επομένως, που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στις αποτρόπαιες πράξεις της ήταν η ιδιαίτερη προσωπικότητά της, καθώς η Φραγκογιαννού είχε εξελιχθεί σε μια σκληρή γυναίκα που δε δίσταζε να εκφράζει την περιφρόνηση και την απέχθεια που αισθανόταν για τα θηλυκά παιδιά. Η αρνητική εικόνα που είχε για τον εαυτό της και το μίσος που αισθανόταν απέναντι στους γονείς της και την κοινωνία που την είχαν καταδικάσει σε μια ζωή ταλαιπωρίας και κακοπέρασης, εκδηλωνόταν με μια διαρκώς αυξανόμενη αντιπάθεια για τα κορίτσια. Εκείνο, δηλαδή, που η Φραγκογιαννού ευχόταν για τον εαυτό της -να μην είχε καν γεννηθεί- αρχίζει να πιστεύει πως αποτελεί την ιδανική διέξοδο για τα φτωχά κορίτσια που συναντά στον περίγυρό της.
Το στοιχείο, πάντως, που αποτέλεσε το τελικό ερέθισμα για να περάσει η Φραγκογιαννού από τα λόγια μίσους στη δολοφονική πράξη, ήταν οι συνεχείς νύχτες δίχως ύπνο πλάι στην άρρωστη εγγονή της. Η έλλειψη ύπνου, οι αναμνήσεις από τη ζωή της, αλλά και η μίζερη ζωή της κόρης της με τον φτωχό μαραγκό που είχε παντρευτεί, κορυφώνουν σταδιακά την απέχθεια που αισθάνεται η Φραγκογιαννού για την άδικη μοίρα των γυναικών. Η ηρωίδα σκεπτόμενη τα δικά της βάσανα και βλέποντας το άρρωστο παιδί να παλεύει με την ασθένειά του, αρχίζει να συνειδητοποιεί πως είναι παράλογο να θέλει να κρατήσει στη ζωή το κοριτσάκι αυτό, για το οποίο το μέλλον επιφυλάσσει μόνο πίκρες και δυστυχία. Η θολωμένη από την αϋπνία κρίση της, η αγανάκτηση και ο πόνος που ξύπνησαν μέσα της μετά από τον απολογισμό της μέχρι τότε ζωής της, καθώς και η φτώχια της κόρης της, ωθούν τη Φραγκογιαννού σ’ ένα μοιραίο, για την εγγονή της, συμπέρασμα. Ο θάνατος είναι προτιμότερος από μια ζωή δυστυχίας.

α) Η ιδέα που διακατέχει τη Φραγκογιαννού και οι πράξεις της έρχονται σε αντίθεση με τις θρησκευτικές και ηθικές αντιλήψεις, είναι αποτρόπαια εγκλήματα. Πώς η Φραγκογιαννού γεφυρώνει μέσα της αυτό το χάσμα; Να αναπτύξετε τις απόψεις σας με συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο.

Η Φραγκογιαννού προτού ξεκινήσει τη φονική της δραστηριότητα εξέφραζε ήδη με εμφατικό τρόπο τα αρνητικά της συναισθήματα για τα κορίτσια. «Όταν μάλιστα η μήτηρ της ήκουε περί αρρώστιας μικρών κορασίδων είχεν ακουσθή, σείουσα την κεφαλήν, να λέγη: — Σα σ' ακούω γειτόνισσα!... «Δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος;» επειδή συνήθιζε πολύ συχνά να εκφράζεται με παροιμίας λίαν εκφραστικάς. Και άλλοτε πάλιν την ήκουσαν να δογματίζη ότι ο άνθρωπος δεν συμφέρει να κάμνη πολλά κορίτσια, και ότι το καλύτερον είναι να μη πανδρεύεται κανείς. Η δε συνήθως ευχή της προς τα μικρά κοράσια ήτο «να μη σώσουν!... Να μην πάνε παραπάνω!» Η Φραγκογιαννού, κάθε φορά που άκουγε ότι κάποιο κορίτσι ήταν άρρωστο ευχόταν να πεθάνει αντί να θεραπευτεί. Η παροιμιώδης έκφραση που συνήθιζε η Χαδούλα να διατυπώνει «Σα σ’ ακούω», σήμαινε μακάρι, και συνόδευε κάθε άκουσμα ασθένειας κοριτσιού, εννοώντας «μακάρι να πεθάνει». Ενώ, δε δίσταζε να εκφράζει και με μεγαλύτερη σαφήνεια τις σκέψεις της, ευχόμενη να μη σώσουν τα ασθενή κορίτσια.
Η αρνητική αυτή διάθεση της ηρωίδας θα εξελιχθεί σταδιακά, φτάνοντας τη νύχτα που θα σκοτώσει την εγγονή της στην πεποίθηση πως ίσως θα έπρεπε οι άνθρωποι να βοηθούν το έργο του θανάτου, απαλλάσσοντας τις φτωχές οικογένειες από τα κορίτσια και τα κορίτσια από τη γεμάτη βάσανα ζωή που τα περίμενε. Η Φραγκογιαννού, δηλαδή, θα διαπράξει το πρώτο της έγκλημα πιστεύοντας πως προσφέρει ευεργεσία τόσο στην κόρη της όσο και στην εγγονή της, την οποία γλίτωνε από μια ζωή δυστυχίας.
Η ηρωίδα βέβαια, δε θα κατορθώσει να ξεφύγει από τις τύψεις και τις ενοχές για την απεχθή πράξη της γι’ αυτό και θα ζητήσει ένα θεϊκό σημάδι ως έγκριση για την πράξη της. Η τυχαία συνάντηση με τα μικρά κορίτσια του Γιάννη του Περιβολά θα ερμηνευθεί από τη Φραγκογιαννού ως το σημάδι που περίμενε και θα προχωρήσει έτσι σε μια ακόμη δολοφονική πράξη, συνεχίζοντας να πιστεύει πως διαπράττει κάτι το θεάρεστο: «Να!... μου έδωκε το σημείο ο Άις-Γιάννης, είπε μέσα της, σχεδόν ακουσίως η Φραγκογιαννού, άμα είδε τα δύο θυγάτρια... Τί λευθεριά θα της έκαναν της φτωχιάς, της Περιβολούς, ανίσως έπεφταν μες στη στέρνα κ' εκολυμπούσαν!»
Η Φραγκογιαννού, επομένως, εκλογικεύει τις αποτρόπαιες πράξεις της, ερμηνεύοντάς τες ως ευεργεσία απέναντι στις φτωχές οικογένειες, καθώς τις απαλλάσσει από τη δυσβάσταχτη υποχρέωση να προικίσουν τα κορίτσια τους. Η ηρωίδα δεν λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι αφαιρεί ανθρώπινες ζωές και πως αυτό αποτελεί μια ανήθικη και εντελώς αντιχριστιανική πράξη, μιας και είναι πεπεισμένη πως η ζωή που περιμένει τα μικρά αυτά κορίτσια θα είναι μαρτυρική.

β) Ο συγγραφέας σχολιάζοντας την ιδέα της Φραγκογιαννούς λέει: «Άρχισε πράγματι να ψηλώνει ο νους της. Είχε παραλογίσει επιτέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχε εξαρθεί εις ανώτερα ζητήματα». Πώς αντιλαμβάνεστε το νόημα αυτού του σχολίου; Επίσης: πώς αντιλαμβάνεστε το νόημα της τελευταίας παραγράφου: «Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον... της ανθρωπίνης δικαιοσύνης»

Η Χαδούλα τις άγρυπνες νύχτες που πέρασε πλάι στην άρρωστη εγγονή της είχε αρχίσει έναν επώδυνο απολογισμό της ζωής της και είχε συνειδητοποιήσει πως η μοίρα της υπήρξε πάντοτε σκληρή. Η ζωή τόσο της ίδιας όσο και κάθε άλλη γυναίκας εκείνη την εποχή ήταν ένας διαρκής αγώνας μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια, ένας αγώνας όμως που δεν τύχαινε αναγνώρισης και εκτίμησης από κανέναν. Οι σκέψεις αυτές σχετικά με τη ζωή των γυναικών και σχετικά με το κατά πόσο άξιζε εν τέλει μια γυναίκα να υποβάλλει τον εαυτό της σε όλη αυτή την ταλαιπωρία, όπως ήταν λογικό, είχαν κλονίσει τη Φραγκογιαννού.
Η εναγώνια προσπάθεια της ηρωίδας να βρει δικαίωση στη ζωή της αποτελούσε μια αναζήτηση που ήταν εκ των πραγμάτων καταδικασμένη, μιας και το μόνο συμπέρασμα στο οποίο θα μπορούσε να καταλήξει η Χαδούλα ήταν πως η ζωή της δεν ήταν παρά ένας μάταιος αγώνας απέναντι σε μια κοινωνία κατά βάση εχθρική απέναντι στις γυναίκες. Ήταν αναμενόμενο, επομένως, η επίμονη εξέταση των συνθηκών της ζωής της να την ταράξει και να ξυπνήσει μέσα της όλη την πίκρα, την αγανάκτηση και το μίσος που για χρόνια συσσωρευόταν μέσα της.

«Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατο εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.»

Η Φραγκογιαννού στην προσπάθειά της να περάσει στον Άγιο Σώστη για να ζητήσει τη βοήθεια του παπά Ακάκιου, πνίγεται. Ο θάνατός αυτός που αποτελεί έναν ειρωνικό επίλογο για τη γυναίκα που έπνιξε τόσα αθώα κορίτσια, επήλθε ανάμεσα στη θεία και την ανθρώπινη δικαιοσύνη, υπό την έννοια πως η Φραγκογιαννού δεν έπεσε στα χέρια των διωκτών της, ώστε να τιμωρηθεί από την πολιτεία για τα αποτρόπαια εγκλήματά της, ούτε όμως κατόρθωσε να φτάσει στον πατέρα Ακάκιο, ώστε να της δοθεί η ευκαιρία να εξομολογηθεί τα εγκλήματά της και ίσως να φτάσει στην πολυπόθητη μετάνοια.
Η Φραγκογιαννού, επομένως, δεν αντιμετώπισε ούτε τη σκληρότητα της ανθρώπινης τιμωρίας ούτε τη λυτρωτική επαφή με τη θεία δικαιοσύνη, όπου θα είχε την ευκαιρία να αποζητήσει την πνευματική, έστω, εξιλέωση για τις πράξεις της. Η Φραγκογιαννού πνίγεται, βρίσκοντας έτσι έναν ταιριαστό θάνατο και μια δίκαιη τιμωρία, για τα κοριτσάκια που έπνιξε.

γ) Όπως είδατε στην εισαγωγή, η «Φόνισσα» θεωρείται «δυνατό ψυχογραφικό έργο». Σ’ αυτήν παρατηρούμε επίσης ένα από τα κύρια γνωρίσματα της συγγραφικής τέχνης του Παπαδιαμάντη, το ρεαλισμό. Να επαληθεύσετε τις παρατηρήσεις αυτές με συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο.


Η Φόνισσα χαρακτηρίζεται ως ψυχογραφικό έργο, μιας και ο Παπαδιαμάντης παρακολουθεί στενά τις ψυχολογικές διακυμάνσεις της ηρωίδας του, δίνοντάς μας με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο τις σκέψεις και τα συναισθήματά της καθώς περνά από την πίκρα για τη δική της ζωή, στη μοιραία διαπίστωση πως τα κορίτσια δεν θα έπρεπε καν να γεννιούνται και πως όσα γεννήθηκαν είναι προτιμότερο να πεθάνουν.
«Επί πολλάς νύκτας, η Φραγκογιαννού δεν είχε δώσει ύπνον εις του οφθαλμούς της, ουδέ εις τα βλέφαρά της νυσταγμόν, αγρυπνούσα πλησίον του μικρού πλάσματος, το οποίον ουδ' εφαντάζετο ποίους κόπους επροξένει εις τους άλλους, ουδέ πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρη, εάν επέζη, και αυτό. Και δεν ήτο ικανόν να αισθανθή καν την απορίαν, την οποίαν μόνη η μάμμη διετύπωνε κρυφίως μέσα της: «Θε μου, γιατί να έλθη στον κόσμο κι αυτό;» Η Φραγκογιαννού για πολλές νύχτες δεν κοιμάται καθόλου, μένοντας δίπλα στο άρρωστο εγγόνι της, όπως όφειλε και όπως ήταν αναμενόμενο από αυτή. Η κούραση επιτείνει τις καταθλιπτικές της τάσεις, εντείνει την απέχθεια που έχει για την ίδια της τη ζωή και αρχίζει να θρέφει την ιδέα της πως το άρρωστο αυτό κορίτσι δε θα έπρεπε να έχει γεννηθεί.
Ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει πως οι σκέψεις αυτές της ηρωίδας προϋπήρχαν βέβαια και συχνά οι γύρω της την είχαν ακούσει να διατυπώνει ιδιαιτέρως σκληρές απόψεις για τα θηλυκά παιδιά: «Τι να σας πω!... Έτσι του 'ρχεται τ' ανθρώπου, την ώρα που γεννιώνται, να τα καρυδοπνίγη!... Ναι μεν το είπεν, αλλά βεβαίως δεν θα ήτο ικανή να το κάμη ποτέ... Και η ιδία δεν το επίστευε.». Καθώς όμως συνεχίζει να ξενυχτά δίπλα στο εγγόνι της, οι σκέψεις αυτές αποκτούν όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα μέσα της, μέχρι τη στιγμή που η Φραγκογιαννού περνά από τα λόγια στις πράξεις και πνίγει το άρρωστο μωρό.
Ο Παπαδιαμάντης θα παρακολουθήσει το ξέσπασμα των τύψεων για την πράξη αυτή, καθώς και την εκλογίκευσή της, με τη Φραγκογιαννού να πιστεύει πια πως η πράξη της όχι μόνο δεν είναι εγκληματική, αλλά αποτελεί κιόλας θεάρεστο έργο, εφόσον απαλλάσσει τους φτωχούς γονείς από τα κορίτσια.
Με παρόμοιο τρόπο ο συγγραφέας μας παρέχει πληροφορίες για κάθε συναισθηματική εναλλαγή της ηρωίδας του, δημιουργώντας έτσι ένα από τα καλύτερα ψυχογραφικά του έργα.
Τα στοιχεία ρεαλισμού που βρίσκουμε στη Φόνισσα είναι: α) η προσπάθεια του συγγραφέα να αποτυπώσει με αληθοφανή τρόπο τα γεγονότα που έχει επιλέξει, καθιστώντας την ιστορία του όσο το δυνατό πιο πιστευτή, β) η καταγραφή των γεγονότων χωρίς τη δική του συναισθηματική εμπλοκή. Παρατηρούμε, δηλαδή, πως ο Παπαδιαμάντης παρουσιάζει τη δράση της Φόνισσας χωρίς να κρίνει ή να επικρίνει τις πράξεις. Μας παρουσιάζει τα γεγονότα όπως συνέβησαν, με αντικειμενικότητα, επιτρέποντας στα ίδια τα γεγονότα να επηρεάσουν τον αναγνώστη και να του δημιουργήσουν εντυπώσεις, γ) στο κείμενο διαπιστώνουμε την κριτική στάση του συγγραφέα απέναντι στις κοινωνικές συνθήκες, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στα χρόνια του, δ) η ηρωίδα της ιστορίας αποτελεί ένα χαρακτηριστικό τύπο της εποχής της, υπό την έννοια πως είναι μια γυναίκα βασανισμένη που έχει περάσει όλη της τη ζωή στη φτώχεια και έχει διαμορφωθεί ουσιαστικά μέσα στα πλαίσια της τότε κοινωνίας.

Ο θεσμός της προίκας στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη  


Η προίκα αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς της ελληνικής κοινωνίας. Στην πορεία μάλιστα προβλεπόταν και από το νόμο, ως μία βοήθεια προς τη γυναίκα ώστε να μην εξαρτάται πλήρως από τον άντρα της, αλλά και ως μέσο ενίσχυσης του άντρα για να αντιμετωπίσει τα οικονομικά βάρη του γάμου, νόμος που καταργήθηκε το 1983, χωρίς να θέσει τέρμα στο θεσμό αυτό, καθώς οι γονείς συνηθίζουν ακόμη και σήμερα να ενισχύουν οικονομικά το νέο ζευγάρι.

Στα πλαίσια της Φόνισσας η προίκα έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο για την ίδια την ηρωίδα, όσο και για τα γενικότερα κοινωνικά μηνύματα της νουβέλας. Η ηρωίδα θα λάβει από τους γονείς της μια ασήμαντη προίκα, σε αντίθεση με τα αδέρφια της που θα πάρουν τα καλύτερα χτήματα και νεόχτιστα σπίτια. Το γεγονός αυτό θα πικράνει βαθύτατα τη Φραγκογιαννού, αφενός γιατί καθιστούσε σαφή την προτίμηση των γονιών της για τα αγόρια της οικογένειας και αφετέρου γιατί σήμανε έναν υποδεέστερο γαμπρό για τη Χαδούλα. Θα πρέπει, άλλωστε, να έχουμε υπόψη μας πως για να διεκδικήσει μια γυναίκα έναν «καλό» γαμπρό, όφειλε να προσφέρει και μια αντίστοιχα πλούσια προίκα. Όσο μικρότερη ήταν η προίκα της νύφης, τόσο φτωχότερος και ο σύζυγος που της αναλογούσε.

Η σημασία της προίκας, σε προσωπικό επίπεδο για την ηρωίδα, θα επανέλθει στο κλείσιμο της ιστορίας, καθώς τα τελευταία λόγια της φόνισσας και η τελευταία εικόνα που αντίκρισε αφορούσαν το προικιό της, τον αγρό δηλαδή που της είχαν δώσει οι γονείς της, όταν την πάντρεψαν. Στο σημείο αυτό υπάρχει μια εξαιρετικά πικρή ειρωνεία, υπό την έννοια πως «το προικιό» της φόνισσας, αυτό το ελάχιστο από την πατρική περιουσία που της αναλογούσε, ήταν αυτό που την οδήγησε σ’ ένα φτωχό γάμο και την καθήλωσε σε μια ζωή δυστυχίας και βασανισμού, φτάνοντάς τη στα τελευταία της χρόνια μέχρι τον παραλογισμό. Είναι πολύ πιθανό πως η ζωή της Χαδούλας θα μπορούσε να ήταν πολύ διαφορετική αν οι γονείς της, της είχαν κανονίσει έναν καλύτερο γάμο και της είχαν δώσει μεγαλύτερο μερίδιο από την περιουσία τους. Ας μην παραβλέπουμε, άλλωστε, πως η φονική δραστηριότητα της Χαδούλας αποτέλεσε ένα ξέσπασμα μετά από μια ζωή μέσα στην οικονομική εξαθλίωση, τη μιζέρια και τους συνεχείς κόπους.

Πέρα πάντως από το ιδιαίτερο νόημα που λαμβάνει η προίκα για την ίδια τη φόνισσα, ο θεσμός αυτός διατρέχει την ιστορία και ως ένα βασικό κοινωνικό ζήτημα. Σε μια περιοχή της περιφέρειας, όπου η πλειονότητα των κατοίκων είναι φτωχοί και με δυσκολία επιβιώνουν, η υποχρέωση να προικίσουν τα κορίτσια τους είναι δυσβάσταχτη. Όταν σε μια οικογένεια υπάρχουν 3-4 κορίτσια είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους γονείς να εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή προίκα για όλα τους τα παιδιά. Αυτή τη δυσκολία λοιπόν στηλιτεύει η φόνισσα κάθε φορά που μαθαίνει για οικογένειες που έχουν αποκτήσει πολλά κορίτσια, λέγοντας πως θα ήταν προτιμότερο να μη γεννιούνται θηλυκά παιδιά ή τουλάχιστον να τα πνίγουν με το που γεννιούνται.

Ο θεσμός της προίκας αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία της κοινωνικής διάκρισης εις βάρος των γυναικών, δημιουργεί μια ιδιαίτερα επιβαρυντική υποχρέωση για τις οικογένειες και τελικά ωθεί τους φτωχούς ανθρώπους να θεωρούν τα κορίτσια ανεπιθύμητα. Ενώ θα έπρεπε να λειτουργεί ως μια κίνηση ενίσχυσης για το νέο ξεκίνημα του κοριτσιού, λόγω των εξαιρετικά δύσκολων οικονομικών συνθηκών, κατέληξε να αποτελεί ένα ανεπιθύμητο βάρος για τους γονείς.

*************************************88

 

Αφηγηματικές τεχνικές στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη

[http://5lyk-petroup.att.sch.gr/upload/afigimatikes%20texnikes%20-%20fonissa.pdf]

Η αφήγηση του διηγήματος δίνεται από έναν εξωδιηγητικό – ετεροδιηγητικό αφηγητή. Ο αφηγητής αφηγείται
μια ιστορία στην οποία δε συμμετέχει ο ίδιος. Έχουμε δηλαδή έναν μη δραματοποιημένο (απρόσωπο) αφηγητή
που αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο.
Η αφήγηση δίνεται χωρίς εστίαση (μηδενική εστίαση) που αντιστοιχεί με την αφήγηση από παντογνώστη
αφηγητή και προσφέρει στον αφηγητή τη δυνατότητα να γνωρίζει κάθε τι που αφορά την ιστορία που αφηγείται,
συμπεριλαμβανομένων και των πιο προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων των προσώπων της ιστορίας.
Ο Παπαδιαμάντης πάντως φροντίζει ώστε η αφηγηματική φωνή να παραμένει ουδέτερη απέναντι στην
ηρωίδα του κειμένου, δίνοντάς μας τα γεγονότα της ιστορίας χωρίς να κρίνει τις πράξεις της φόνισσας, αλλά
και χωρίς να την υποστηρίζει. Ο αφηγητής μας παρουσιάζει τα γεγονότα όπως συνέβησαν, αφήνοντας τον
αναγνώστη απολύτως ελεύθερο να αποφασίσει αν θα καταδικάσει την ηρωίδα ή αν θα βρει λόγους για να
δικαιολογήσει τα εγκλήματά της.
Ο ρυθμός της αφήγησης αποκτά, κυρίως κατά την τέλεση των φονικών και κατά τη διάρκεια της καταδίωξης
της φόνισσας, σχεδόν συγχρονική διάσταση με τα διαδραματιζόμενα γεγονότα, καθώς ο αφηγητής εντάσσει
διαλογικά μέρη που δημιουργούν ανά διαστήματα σκηνές, με το χρόνο της ιστορίας και το χρόνο της αφήγησης να
εξισώνονται. Ακόμη και στην αρχή του κειμένου που η Φραγκογιαννού ξενυχτά για αρκετά μερόνυχτα στο πλάι
του άρρωστου βρέφους, όπου ο αφηγητής σαφώς αδυνατεί να συγχρονίσει το χρόνο της ιστορίας με το χρόνο της
αφήγησης, επιχειρεί εντούτοις να μας μεταδώσει την αίσθηση της αναμονής και της κοπιώδους επιτήρησης του
βρέφους με την ένταξη στην αφήγηση αναδρομικών αφηγήσεων, οι οποίες αφενός εμπλουτίζουν τις γνώσεις του
αναγνώστη για το παρελθόν και το ποιόν της ηρωίδας κι αφετέρου δημιουργούν την αίσθηση της πολύωρης
αναμονής και του παγώματος της εξωτερικής δράσης. Ο χρόνος της αφήγησης, επομένως, δεν είναι
ευθύγραμμος, καθώς στο κείμενο εντάσσονται αναδρομικές αφηγήσεις, οι οποίες αποτελούν εσωτερίκευση της
δράσης μιας και δίνονται ως αναμνήσεις της ηρωίδας που ξενυχτά και μη έχοντας τη δυνατότητα να απασχολήσει
διαφορετικά τις σκέψεις της, αφήνεται σε μια επίπονη περιπλάνηση στα γεγονότα του παρελθόντος.
Η αφήγηση της ιστορίας δίνεται ως μίμηση, υπό την έννοια πως στους αφηγηματικούς τρόπους συνυπάρχουν η
αφήγηση, η περιγραφή αλλά και οι διάλογοι, που δίνουν μεγαλύτερη ζωντάνια στο κείμενο και παράλληλα
απομακρύνουν για λίγο την αφηγηματική φωνή από το προσκήνιο. Σ’ ένα διήγημα μάλιστα τόσο έκδηλα
ψυχογραφικό δε θα μπορούσαν να λείπουν οι στιγμές που ακούμε τις σκέψεις της ηρωίδας εν είδει εσωτερικού
μονολόγου, που φωτίζουν έστω και πρόσκαιρα τις εσωτερικές διεργασίες μιας σκοτεινής ψυχής.
Το διήγημα ενέχει στοιχεία ρεαλισμού αλλά και νατουραλισμού. Τα στοιχεία ρεαλισμού που βρίσκουμε στη
Φόνισσα είναι: α) η προσπάθεια του συγγραφέα να αποτυπώσει με αληθοφανή τρόπο τα γεγονότα που έχει
επιλέξει, καθιστώντας την ιστορία του όσο το δυνατό πιο πιστευτή, β) η καταγραφή των γεγονότων χωρίς τη δική
του συναισθηματική εμπλοκή. Παρατηρούμε, δηλαδή, πως ο Παπαδιαμάντης παρουσιάζει τη δράση της Φόνισσας
χωρίς να κρίνει ή να επικρίνει τις πράξεις. Μας παρουσιάζει τα γεγονότα όπως συνέβησαν, με αντικειμενικότητα,
επιτρέποντας στα ίδια τα γεγονότα να επηρεάσουν τον αναγνώστη και να του δημιουργήσουν εντυπώσεις, γ) στο
κείμενο διαπιστώνουμε την κριτική στάση του συγγραφέα απέναντι στις κοινωνικές συνθήκες, όπως αυτές είχαν
διαμορφωθεί στα χρόνια του, δ) η ηρωίδα της ιστορίας αποτελεί ένα χαρακτηριστικό τύπο της εποχής της, υπό την
έννοια πως είναι μια γυναίκα βασανισμένη που έχει περάσει όλη της τη ζωή στη φτώχεια και έχει διαμορφωθεί
ουσιαστικά μέσα στα πλαίσια της τότε κοινωνίας.
Τα στοιχεία νατουραλισμού που εντοπίζουμε στο διήγημα είναι τα εξής: α) Ο συγγραφέας μελετά την ηθική
συμπεριφορά της ηρωίδας του κι επιχειρεί να καταδείξει ότι είναι αποτέλεσμα τόσο εξωτερικών δυνάμεων
(κοινωνικής καταπίεσης, οικονομικής ανέχειας) που περιορίζουν την ελευθερία της και επηρεάζουν καταλυτικά τη
διαμόρφωση της προσωπικότητάς της, όσο και εσωτερικών παρορμήσεων (σκληρότητας, μοχθηρότητας) που της
αφαιρούν την ιδιότητα του λογικού και ηθικού όντος και την οδηγούν στην ακραία συμπεριφορά της, η οποία
σαφώς δεν μπορεί να αιτιολογηθεί μόνο από τις εξωτερικές συνθήκες, καθώς πολλές γυναίκες της εποχής έζησαν
σε παρόμοιες συνθήκες αλλά δεν έφτασαν βέβαια στη διάπραξη κατά συρροή δολοφονιών. β) Το θέμα του
διηγήματος που είναι ιδιαίτερα προκλητικό, καθώς μια γυναίκα που δολοφονεί μικρά κορίτσια, μαζί και την
εγγονή της, αποτελεί ένα ολότελα ξεχωριστό θέμα για τη νεοελληνική λογοτεχνία. γ) Η παρουσίαση από τον
αφηγητή με λεπτομέρειες των εγκλημάτων της φόνισσας, καθώς και η αναλυτική αποτύπωση των συνθηκών που
την οδήγησαν στις αποτρόπαιες πράξεις της. δ) Η ηρωίδα του διηγήματος που είναι καταπιεσμένη από μια
κοινωνία που επιβαρύνει αδικαιολόγητα τις γυναίκες και η οποία, κρινόμενη από τις πράξεις της, μοιάζει ψυχικά
ασθενής. ε) Ο αφηγητής παρουσιάζει τις πιο αρνητικές και άσχημες καταστάσεις της ζωής, παρουσιάζοντας την
πραγματικότητα γυμνή, χωρίς καμία προσπάθεια για ωραιοποίηση ή συγκάλυψη των αποκρουστικών πλευρών
της, χωρίς πρόσθετα σχόλια ή συναισθηματισμούς

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΟΝΙΣΣΑ

Αφηγηματικές τεχνικές Ο αφηγητής και Η οπτική γωνία

http://5lyk-petroup.att.sch.gr/upload/afigimatikes%20texnikes%20-%20fonissa.pdf

Μία εγκληματολογική προσέγγιση στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Φόνισσα»

Μία εγκληματολογική προσέγγιση στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Φόνισσα»

Κουράκης, Νέστωρ Ε. (2006).  Η «ΦΟΝΙΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, μια εγκληματολογική και ποινική προσέγγιση, Αθήνα, ανακτήθηκε από https://www.ebooks4greeks.gr/%CE%B7-%CF%86%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%83%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B7

 

Πολλαπλές ερμηνευτικές προσεγγίσεις στη Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

https://www.academia.edu/17288573/%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CF%80%CE%BB%CE%AD%CF%82_%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%B5%CE%B3%CE%B3%CE%AF%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82_%CF%83%CF%84%CE%B7_%CE%A6%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%83%CE%B1_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%91%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%85_%CE%A0%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B7

Η ΦΟΝΙΣΣΑ. Ερευνητική Εργασία Όμιλος Θεάτρου: Η Φόνισσα. Μια άλλη ανάγνωση ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛ.

https://docplayer.gr/5947129-I-fonissa-ereynitiki-ergasia-omilos-theatroy-i-fonissa-mia-alli-anagnosi-protypo-peiramatiko-lykeio-panepistimioy-patron-shol.html

 

Leave a Reply