English

ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ -ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ (2)

Αυτό το λήμμα αφορά αφορά τον νατουραλισμό ως λογοτεχνικό ρεύμα. Για νατουραλισμό ως φιλοσοφία, δείτε: Φυσιοκρατία.

Το λογοτεχνικό ρεύμα του Νατουραλισμού αναπτύχθηκε στη Γαλλία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, κυρίως με τα έργα του Εμίλ Ζολά. Η νατουραλιστική πεζογραφία είναι εξέλιξη της ρεαλιστικής και έχει πολλά κοινά σημεία με αυτήν, αφού ξεκινά, όπως και η ρεαλιστική, από την επιθυμία της απεικόνισης της πραγματικότητας με ακρίβεια και χωρίς ωραιοποίηση, αλλά διαφέρει ως προς το φιλοσοφικό υπόβαθρο που διακρίνεται πίσω από τα νατουραλιστικά έργα.

Οι νατουραλιστές συγγραφείς πιστεύουν ότι η συμπεριφορά του ανθρώπου ρυθμίζεται από τους παράγοντες της κληρονομικότητας, του περιβάλλοντος και της πίεσης της στιγμής, με αποτέλεσμα οι ήρωες των έργων τους να παρουσιάζονται ως άτομα που δρουν με βάση τα εσωτερικά τους ένστικτα (κυρίως την πείνα και τη σεξουαλική επιθυμία) και υπό την επίδραση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. Τα νατουραλιστικά έργα ξεχωρίζουν επίσης για την υπερβολικά λεπτομερή απόδοση της πραγματικότητας, ακόμα και σε σκηνές ιδιαίτερα βίαιες, και συχνά για το τραγικό τέλος, στο οποίο ο ήρωας συνήθως οδηγείται στην καταστροφή. Άλλο εμφανές χαρακτηριστικό στα έργα των νατουραλιστών είναι η απόδοση των λόγων των ηρώων σε ελεύθερο πλάγιο λόγο.

Στην Ελλάδα ο νατουραλισμός κάνει την πρώτη του εμφάνιση με τη μετάφραση της "Νανά" του Εμίλ Ζολά από τον Ιωάννη Καμπούρογλου το 1880. Είναι η πιο ακραία εκδοχή του ρεαλισμού. Καταγγέλλει την κοινωνική εξαθλίωση και γενικά τις απαράδεκτες συνθήκες ζωής. Οι νατουραλιστές συγγραφείς επιλέγουν ιδιαίτερα προκλητικά θέματα από το περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Οι ήρωες είναι οι απόκληροι και τα θύματα της κοινωνίας, οι καταπιεσμένοι, οι αδικημένοι, άτομα του υποκόσμου. Στη νεοελληνική πεζογραφία νατουραλιστικά στοιχεία συναντάμε σε πολλά πεζά κείμενα του 19ου αι. και αρχές του 20ού αι. με κυριότερο το "Ζητιάνο" του Καρκαβίτσα. Συνήθως τα πρόσωπα στην λογοτεχνία έχουν τραγικό τέλος.

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82_(%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%AF%CE%B1)

 

 

Gustave Courbet, «Εργάτες που σπάνε πέτρες» (1849).
Λάδι σε καμβά, 165×257εκ. [πηγή: Wikipedia].

 

Ο όρος ρεαλισμός προέρχεται από τη φιλοσοφία και, παραδόξως, χρησιμοποιείται από τους Γερμανούς ρομαντικούς χωρίς όμως να δηλώνει μία συγκεκριμένη λογοτεχνική σχολή. Στη Γαλλία, εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1826 στο Mercure Français για να χαρακτηρίσει τη λογοτεχνία του πραγματικού, αυτή που, κατά τη γνώμη του συντάκτη, θα αποτελούσε τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Στην ίδια χώρα, τη δεκαετία του 1830, εμφανίζονται οι πρόδρομοι του ρεαλισμού: ο Stendhal, ο οποίος όριζε το μυθιστόρημα ως καθρέφτη, και ο Honoré de Balzac, που απέβλεπε σε μια «μελέτη ηθών» (étude de moeurs) χρησιμοποιώντας την ακρίβεια του ζωολόγου επιστήμονα. Στην αποκρυστάλλωσή του, όμως, σε συνειδητό λογοτεχνικό κίνημα, που έμελλε να επηρεάσει αποφασιστικά την εξέλιξη της λογοτεχνίας, συνέβαλαν οι ιστορικές συνθήκες, καθώς και το καλλιτεχνικό και το πνευματικό κλίμα της εποχής: η επανάσταση του 1848 η οποία επανέφερε στο προσκήνιο τη λαϊκή βούληση και τη δύναμη των μαζών· η ανακάλυψη της φωτογραφίας το 1839 που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι έβλεπαν τον κόσμο· η ζωγραφική του Courbet ο οποίος ήταν αντίθετος στην εξιδανίκευση της τέχνης· το επιστημονικό κριτικό πνεύμα του Sainte-Beuve· ο θετικισμός του A. Comte και η μεταφορά του στην ιστορία της λογοτεχνίας από τον H. Taine. Η νέα πίστη που έδινε το στίγμα της στο β΄ μισό του 19ου ήταν ο επιστημονισμός.

 

 Αντώνης Δεσποτίδης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 1913.

 

Οι εκπρόσωποι ενός λογοτεχνικού ρεαλισμού γύρω στα 1850 δεν είχαν αρχικά στο νου τους τίποτε περισσότερο από την πιστή, την λεπτομερειακή περιγραφή των ηθών, του τοπικού χρώματος, της εποχής, των συγκεκριμένων εξωτερικών εκδηλώσεων της ζωής: επομένως ένα υπερβολικά «περιστασιακό ρεαλισμό». Μ’ αυτή την έννοια λοιπόν έγινε λόγος στην αρχή για λογοτεχνικό ρεαλισμό, κι έπειτα σιγά-σιγά συνεισέρρευσαν στην έννοια οι συνδηλώσεις που την διεύρυναν τόσο, ώστε να καταστεί έννοια μιας εποχής της Ιστορίας της Λογοτεχνίας. Ο Ρεαλισμός έγινε σημείο ενός συστήματος λογοτεχνικών αρχών, κανόνων και συμβάσεων που αποτυπώθηκαν κυρίως στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα από το 1830 περίπου. Η έννοια Ρεαλισμός έχει επιβληθεί σε σχέση με τα θεματικά, δομικά και υφολογικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, και έχει αποδειχθεί αναντικατάστατη παρά τη διαρκή αμφισβήτηση του ορισμού της. […] Επικράτηση κοινωνιολογικής και ψυχολογικής αιτιότητας, αναλυτικός τρόπος θέασης, επικοινωνία με το επίκαιρο, ακρίβεια της περιγραφής και συνεπώς η τάση της απογύμνωσης και αποκάλυψης, η ορμή για αφύπνιση και απομυθοποίηση, η επιδίωξη συσχετισμού με τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, αυτά αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ρεαλιστικού μυθιστορήματος, του λογοτεχνικού Ρεαλισμού. […] Ό,τι μοιάζει προς το ρεαλιστικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από τότε ως ρεαλιστικό και επομένως κρίνεται ή και αξιολογείται ως «πιστή ομοιότητα προς ό,τι είναι πραγματικό». […]

 

 W. Preisendanz, Ρομαντισμός – Ρεαλισμός – Μοντερνισμός. Σκιαγράφηση μιας εξελικτικής πορείας, μτφ. Άννα Χρυσογέλου-Κατσή, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1990, 97-99.

 

[…] ο «Ρεαλισμός» προέρχεται από τη φιλοσοφία κι έχει ένα αντικειμενικό σκοπό: να φτάσει την πραγματικότητα. Ο «Νατουραλισμός» προέρχεται από τη φυσική φιλοσοφία ή επιστήμη, και περιγράφει τη μέθοδο που θα μας οδηγήσει στην επίτευξη της πραγματικότητας. […]

[…] ο «νατουραλισμός» είναι δυνατό να ερμηνευτεί με περισσότερη ακρίβεια, κι η βασική αιτία γι’ αυτό είναι ότι περιγράφει μια μέθοδο. Ο «ρεαλισμός» σκόνταψε στο δρόμο […] — ή, τουλάχιστο, μπορούμε να πούμε πως δεν εξελίχτηκε ποτέ. Δεν του έμεινε τίποτε για να μπορέσει να συνεχίσει την επίθεση ενάντια στο ρομαντισμό. […]

Η ολοκλήρωση αυτή πραγματοποιήθηκε με την πρωτοβουλία των νατουραλιστών, που ακολουθώντας τις ενδείξεις της ρεαλιστικής θεωρίας ως το λογικό τους συμπέρασμα, επινόησαν μιαν επιστημονική μέθοδο για να εφαρμόσουν το πρόγραμμα του ρεαλισμού. […]

 

 Damian Grant, Ρεαλισμός, Ερμής, Αθήνα 1988 (2η έκδ.), 52-53 (Η γλώσσα της Κριτικής, 1).

 

Η μελέτη του ρεαλισμού αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση […] μέρος του γενικότερου προβλήματος των σχέσεων ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη. […]

[…] ο απλοϊκός ρεαλιστής φαντάζεται ότι μπορεί να γίνει η ανα-παράσταση του κόσμου με λέξεις, ή με κάποιο άλλο μέσον, κι ότι μπορεί να επιτύχει την ανα-παράσταση αυτή δηλώνοντας ότι το κάνει, κι υποσχόμενος να εργαστεί με απλότητα κι ειλικρίνεια. […] Μα είναι εύκολο να αποδειχτεί πως η αναπαράσταση αυτή είναι ακατόρθωτη τόσο τεχνικά όσο και φιλοσοφικά· στην πιο ευνοϊκή περίπτωση, είναι μια «μεταφορά» χωρίς ακρίβεια (όπως κι η έκφραση), και στη χειρότερη, είναι μια πηγή σύγχυσης για τη σκέψη.

 

 Damian Grant, Ρεαλισμός, Ερμής, Αθήνα 1988 (2η έκδ.), 91-92 (Η γλώσσα της Κριτικής, 1).

 

Για ν’ ακριβολογούμε, λοιπόν, αυτό που «ανακαλύπτεται» (κυρίως μέσα από τις εικαστικές τέχνες) στο Παρίσι του 1855-1856 και που, λίγο αργότερα, φθάνει και στον τόπο μας δεν είναι τόσο η πραγματικότητα όσο μια θεωρία της πραγματικότητας: ο ρεαλισμός. Νέες περιστάσεις, νέες προτάσεις. Τα πάντα συμβάλλουν: ο θετικισμός, η αναβάθμιση της επιστήμης, οι υπερβολές του ρομαντισμού, η τεχνική, η ιδεολογία. Λίγα χρόνια αργότερα, όλα είναι έτοιμα για την εμφάνιση του Zola και του νατουραλισμού του. Όλα και όλοι: η διάδοση της φωτογραφίας, ο επιστημονισμός, ο Δαρβίνος και ο δαρβινισμός, ο H. Taine (Ιστορία της αγγλικής λογοτεχνίας, 1864), ο Claude Bernard (Εισαγωγή στη μελέτη της πειραματικής ιατρικής, 1865). Καιρός για το πειραματικό μυθιστόρημα, δηλαδή για τον εξοβελισμό της φαντασίας.

[…]

Το μεγάλο βήμα έχει γίνει. Τοποθετώντας στη θέση της φαντασίας την παρατήρηση […], ο συγγραφέας δεν έχει παρά να εμπιστεύεται πριν απ’ όλα τις αισθήσεις του, κυρίως την όρασή του, μολονότι ο κίνδυνος μιας ουδέτερης και απρόσωπης θεώρησης των πραγμάτων ελλοχεύει […].

 

 Παναγιώτης Μουλλάς, «Εισαγωγή». Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Α΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1998, 190-192.

 

[…] Την ώρα όπου τελειώνει μια εποχή και ο ρομαντισμός αδυνατεί να ξεπεράσει την κρίση του, παρουσιάζονται κιόλας, τόσο στον διεθνή όσο και στον ελληνικό χώρο, οι πρόσφοροι όροι της αλλαγής. «Εποχή του φιλελευθερισμού», κατά τον χαρακτηρισμό του B. Croce, η περίοδος ως τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο εγγυάται την ισορροπία, τη σταθερότητα, ακόμα και την ανανεωτική ορμή των αστικών καθεστώτων στην Ευρώπη. Το ορθολογικό πνεύμα κυριαρχεί: θετικισμός, εμπειρισμός, επιστημονισμός. Ως διάδοχοι του ρομαντισμού εμφανίζονται καινούρια λογοτεχνικά κινήματα: ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός στην πεζογραφία, ο παρνασσισμός και ο συμβολισμός στην ποίηση.

Ό,τι χρειάζεται, λοιπόν, πρώτα-πρώτα η ελληνική λογοτεχνία, γύρω στα 1880, είναι ν’ αναπροσαρμόσει τους στόχους της και την έκφρασή της σύμφωνα με τα νέα δεδομένα — δεδομένα ταυτόχρονα κοινωνικοπολιτικά και ιδεολογικά, εθνικά και υπερεθνικά, αισθητικά και επιστημονικά. […]

 

 Παν. Μουλλάς, «Γύρω στα 1880: οι όροι της αλλαγής». Ρήξεις και συνέχειεςΜελέτες για τον 19ο αιώνα, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1993, 84.

 

Το 1880 κυκλοφορεί με ένα τολμηρό εξώφυλλο, που παριστάνει την πρωταγωνίστρια έξωμη, το βιβλίο Αιμιλίου Ζολά Νανά, μυθιστόρημα πολύκροτον της Φυσιολογικής Σχολής, μεταγλωττισθέν εις την ελληνικήν υπό ΦΛΟΞ. Με την υπογραφή ΦΛΟΞ έχει μεταφράσει δεκάδες μυθιστορήματα ο Ιωάννης Καμπούρογλου. Έξι συνέχειες του πολύκροτου μυθιστορήματος είχαν προλάβει να δημοσιευτούν στο Ραμπαγά, πριν το σταματήσουν για λόγους σεμνότητας. Μια «Επιστολιμαία διατριβή αντί προλόγου» παρουσιάζει το έργο. Υπογράφεται με τα αρχικά Α.Γ.Η. Είναι του Αγησιλάου Γιαννοπούλου Ηπειρώτη, ενός επιχειρηματία εγκατεστημένου στο Μπάρι της Ιταλίας, και τρικουπικού τότε στη δημοσιογραφική του δράση.

Η «διατριβή» αυτή πρέπει να θεωρείται σαν το μανιφέστο του ρεαλισμού στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κίνητρο είναι ο ρεαλισμός, η «πραγματική σχολή» του Ζολά· το μεγαλύτερο βάρος της ορμητικής συζήτησης ωστόσο πέφτει όχι στην εξήγηση και στην ανάλυση των επιδιώξεων του ρεαλισμού, αλλά στην ανάγκη που υπάρχει για τους Έλληνες να πληροφορηθούν και να συμμετάσχουν στην επανάσταση που ο ρεαλισμός συντελεί εναντίον του «ιδανικού κόσμου» που μέχρι τότε επικρατούσε. […]

 

 Mario Vitti, «Ο ρεαλισμός στην ηθογραφία από ειδυλλιακό βαυκάλημα σε κοινωνική καταγγελία». Iδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1991 (3η έκδ.), 57-58.

 

Η επίδραση του ρεαλισμού στην πεζογραφία μας υπήρξε όψιμη, παρότι η πεζογραφία του νέου ελληνικού κράτους είχε την ευκαιρία να ξεκινήσει μαζί με τον ευρωπαϊκό ρεαλισμό και να κινηθεί παράλληλα με αυτόν. Παρότι, λοιπόν, είχαμε κάποια πρώτα θετικά δείγματα (τα μυθιστορήματα του γεωπόνου Γρηγορίου Παλαιολόγου, Ο πολυπαθής, 1839, και Ο ζωγράφος, 1842), ο ρομαντισμός τελικώς κυριάρχησε ως η επίσημη λογοτεχνική έκφραση, επειδή προσφερόταν στις προσπάθειες καθορισμού ή απόδειξης της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας του νέου κράτους μέσω της σύνδεσής του με την κλασική αρχικώς και αργότερα με τη βυζαντινή ελληνική Ιστορία και παράδοση.

Η ανατροπή, ωστόσο, του ρομαντισμού δεν σήμαινε πως οι Έλληνες είχαν ξεπεράσει εντελώς το σύνδρομο Fallmerayer και ότι οι σχετικές προσπάθειες είχαν εκλείψει: απλώς δεν στρέφονταν πλέον προς το παρελθόν αλλά προς το ζωντανό παρόν, που μπορούσε να δώσει πιο χειροπιαστές αποδείξεις της συνέχειας του έθνους. Η εξέταση του παρόντος αποτελούσε καίριο πλήγμα στον ρομαντισμό, που προγραμματικά στρεφόταν προς το παρελθόν, ταίριαζε στην πραγματιστική πολιτική του Τρικούπη και ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του ρεαλισμού για το πραγματικό, το συγκεκριμένο, το κοινό και καθημερινό. Η εξέταση, ωστόσο, του παρόντος και του πραγματικού από τους Έλληνες πεζογράφους προσανατολίστηκε προς μια λαογραφική εκδοχή του, εκείνη του λαϊκού βίου και πολιτισμού. Αυτή η εκτροπή από τα ευρωπαϊκά πρότυπα του ρεαλισμού υπήρξε αποτέλεσμα μιας επιθυμητής ηθικής, παραδειγματικής λειτουργίας της πεζογραφίας. Σύμφωνα με αυτήν, οι συγγραφείς δεν έπρεπε να επιλέξουν ως αντικείμενό τους τον αλλοτριωμένο τρόπο ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα (ανάλογον με εκείνον της Νανάς του Zola, που είχε μεταφραστεί το 1880, προκαλώντας πολλές αντιδράσεις), αλλά τα χρηστά ήθη της ελληνικής υπαίθρου. Με τον τρόπο αυτόν, προέκυψε η ελληνική εκδοχή του αφηγηματικού ρεαλισμού: το ηθογραφικό διήγημα.

Η περιπέτεια του ελληνικού αφηγηματικού ρεαλισμού υπήρξε ανάλογη με εκείνη του πολιτικού ρεαλισμού: ξεκίνησε ευοίωνα με τον Λουκή Λάρα (1879) του έμπορου και λόγιου Δημήτριου Βικέλα, που απηχούσε την παράδοση της ρεαλιστικής πεζογραφίας, με την ιδιωτική ζωή σε πρώτο πλάνο και την Ιστορία σαν απόηχο από κανόνια που βροντούν κάπου έξω από το προσκήνιο. Στη συνέχεια, όμως, η ρεαλιστική παράδοση ελληνοποιήθηκε μέσα από τον εκλαογραφισμό της λογοτεχνίας, προς τον οποίο έστρεψαν τους συγγραφείς με τις λιγότερες αντιστάσεις ο Νικόλαος Πολίτης και το περιοδικό Εστία με τον διαγωνισμό διηγήματος (1883), που απέβλεπε στη δημιουργία ενός «είδους γραμματολογικού νέου». Θετικό αποτέλεσμα της σχετικής προσπάθειας υπήρξε η άνθηση του διηγήματος, με έξοχους εκπρόσωπους τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη, οι οποίοι, όμως, αναδεικνύονται όχι μέσω της τήρησης αλλά μέσω της υπέρβασης των προγραμματικών αρχών της ηθογραφίας.

Παράλληλα, όμως, δημιουργήθηκε μια μεγάλη σειρά διηγηματογράφων που αλλοιώνουν τη ρεαλιστική παράδοση και περιστέλλουν την αντικειμενική παρατήρηση σε μια επιφανειακή αντίληψη, την προτεραιότητα της ατομικής εμπειρίας σε μια ουσιαστικώς αμέτοχη μαρτυρία και την κριτική περιγραφή σε μια αναπαράσταση που στερεί από το αληθινό τη διάστασή του ως πραγματικού (διάσταση που οφείλει να έχει οποιοδήποτε λογοτεχνικό έργο, ακόμη και εκείνο που ανήκει στη λογοτεχνία του φανταστικού). Με τον τρόπο αυτόν, η ηθογραφία, δηλαδή ο ελληνικός αφηγηματικός ρεαλισμός του τέλους του 19ου αιώνα, κατέληξε σε ανάλογη πτώχευση με εκείνη του πολιτικού ρεαλισμού, ανοίγοντας, όμως, έτσι τον δρόμο σε ανανεωμένες ή λανθάνουσες ή διακριτικές ρεαλιστικές εκδοχές, που χάρισαν στη λογοτεχνία μας αρκετές ιδιότυπες και με προσωπικό τρόπο δουλεμένες μάσκες του ρεαλισμού, όπως η ατμοσφαιρικά κοινωνιστική του Βουτυρά, η βουκολική του Μυριβήλη, η αστική του Θεοτοκά, η μεγαλοαστική και μετά ιστοριογραφική του Πετσάλη, η φροϋδική του Καραγάτση, η πολιτική του Τσίρκα.

https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/literature_history/search.html?details=88

 

 Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Οι μάσκες του ρεαλισμού. Εκδοχές του νεοελληνικού αφηγηματικού λόγου, τ. Α΄, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2003, 24-26.

Leave a Reply