Διάλογος ανάμεσα σε δυο ηλικιωμένους στην Θεσσαλονίκη την περίοδο των συμμαχικών στρατευμάτων

Γράψτε έναν διάλογο ανάμεσα σε δύο κατοίκους της Θεσσαλονίκης που βλέπουν γύρω τους τόσους ξένους στρατιώτες (έτος 1916). 

 

Βρισκόμαστε σε μια περιοχή της Θεσσαλονίκης στα σημερινά Κωνσταντινοπολίτικα, όπου κάθεται ένα ηλικιωμένο ζευγάρι στο μπαλκόνι της κατοικίας τους. Καθώς λιάζονται από τον λαμπερό ήλιο, παρατηρούν την άθλια κατάσταση  της γειτονιάς τους, αφού εξαιτίας του πολέμου αυτή έχει γεμίσει με περίπου 100.000 ξενόφερτους στρατιώτες. Πιο συγκεκριμένα λοιπόν, η κυρία Αρετή και ο κύριος Σπύρος ένα πρωινό του 1916 πίνουν τον καφέ τους στο μπαλκόνι και συζητάνε για την πολύ άσχημη εξέλιξη της πόλης τους, της Θεσσαλονίκης, κατά την διάρκεια του Ά Παγκοσμίου πολέμου. Έτσι ξεκινάει ένας σοκαριστικός διάλογος:

 Κυρία Αρετή: Σπύρο μου κοίτα πως έχει καταντήσει η πόλη μας, γέμισε με ξένους στρατιώτες. Πλέον βγαίνεις έξω από το σπίτι σου και ακούς  ένα βουητό από τουλάχιστον 5 διαφορετικές γλώσσες.

Κύριος Σπύρος: Ας ήταν μόνο αυτό Αρετή, αλλά δεν μπορείς να επικοινωνήσεις κιόλας γιατί ούτε εμείς γνωρίζουμε άλλες γλώσσες εκτός από τα ελληνικά αλλά ούτε και αυτοί μιλάνε ελληνικά.

Κ.Α.: Την τελευταία φορά που πήγα στο φούρνο του κυρ Μανώλη έτυχε να συναντήσω έναν Γάλλο στρατιώτη. Αυτός ζητούσε μια μπαγκέτα ψωμί, άλλα ο κυρ Μανώλης δεν το κατάλαβε και γι’ αυτό του επιτέθηκε ο στρατιώτης νομίζοντας ότι τον κορόιδευε. Τον κακόμοιρο τον κυρ Μανώλη δεν του έφτανε που του κλέψανε όλη την παρασκευή του φούρνου του, τον σάπισαν και στο ξύλο. 

Κ.Σ.: Η συμπεριφορά τον στρατιωτών είναι απερίγραπτη. Χθες που πήγα να αγοράσω την εβδομαδιαία εφημερίδα μου στο ψιλικατζίδικο της Μαιρούλας, ήταν ένας Άγγλος και παραλίγο να με χτυπήσει γιατί πήγα να αγοράσω την τελευταία εφημερίδα που είχε μείνει. Στο τέλος τον άφησα να την πάρει και έφυγα, δεν είναι να τα βάζεις μαζί τους. 

Κ.Α.: Ναι Σπύρο μου, είναι πολύ επικίνδυνοι αυτοί, δεν υπολογίζουν τίποτα. Ακόμα και στον δρόμο, ξέχασες την προηγούμενη Τρίτη,  που ένας Ρώσος βάρεσε τον εγγονό της Αλέκας που έπαιζε κουτσό με τρεις φίλους του και κατά λάθος έπεσε πάνω του; Από εδώ και πέρα το πιο ασφαλές μέρος είναι το σπίτι μας.

Κ.Σ.: Αρετούλα, αν συνεχίσουν να εξελίσσονται τόσο γρήγορα αυτές οι τραγικές συνθήκες, φοβάμαι πως οι ξένοι στρατιώτες δεν θα αργήσουν να μπουκάρουν και στα σπίτια μας.  

Κ.Α: Αχ Σπύρο ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω αργά η γρήγορα θα έρθει και η δική μας η σειρά 

Κ.Σ.: Μην αγχώνεσαι, εγώ είμαι εδώ, δεν θα αφήσω να σε πειράξουν. 

(ντιν,ντον,ντιν,ντον,ντιν ντον επίμονο χτύπημα κουδουνιού)

Κ.Α.: Ποιος να είναι τώρα δεν περιμένουμε κανένα. Πάω να ανοίξω.

ΣΠΥΡΟ έλα γρήγο…

Και κάπως έτσι τελειώνει η ιστορία της κυρίας Αρετής και του κυρίου Σπύρου. Λίγο απότομο και σκληρό τέλος, που παράλληλα αντικατοπτρίζει την βαρβαρότητα και την απανθρωπιά του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. 

Leave a Reply