Θυμάται η μάνα και θρηνεί
τον γιο της, το παιδί της
στον πόλεμο αγωνίζεται
να σώσει την ζωή της
Θυμάται ωσάν ήταν μικρό
ξέγνοιαστο, το καημένο
μα δες πως τα ‘φερε ο καιρός
νομίζεται χαμένο
Μα αυτό δεν είναι ούτε νεκρό
ούτε καν πληγωμένο,
σκέφτεται την μητέρα του
σε ίσκιο καθισμένο.
«Αχ μάνα να ‘σουνα εδώ
να σε γλυκοφιλήσω
ένα λουλούδι όμορφο
σου δίνω πριν σ’ αφήσω
λουλούδι σαν και σένα ‘νε,
πόσο εσέ θυμίζει,
αχ μάνα ξέρει ο Θεός
πως σ’ έχω αποθυμήσει
λουλούδι λευκό κάποτε
σαν τα’ απαλό σου δέρμα
μα πλέον είναι κόκκινο
απ’ όλο αυτό το αίμα»
Σκιές ανδρών, ανώνυμες
κεφάλια όλα σκυμμένα
μιζέρια, φόβος, θάνατος
παιδιά αδικοχαμένα
«Σκοτώνω, μάνα, ανθρώπους
που δεν είναι εχθροί,
συμφέροντα πιο πάνω
απ’ την ανθρώπινη ζωή
Θέλω να φωνάξω
όλα τα ονόματα τους
αδέλφια, γιοι και σύζυγοι
θρηνεί η οικογένειά τους
Κι έτσι όπως κάθομαι εδώ
αλήθεια αναρωτιέμαι:
Έκανα κάτι στον Θεό;
Την μοίρα μου καταριέμαι
Αχ μάνα! Εμείς κερδίζουμε
μα ήττα αυτό θυμίζει,
πώς γίνεται να γιορτάζεται
η νίκη με τόση θλίψη;
Πανηγυρίζουν επειδή
χύνεται αίμα ανθρώπινο,
αλλά εσύ μάνα μού ‘μαθες
ένα μάθημα δόκιμο:
Συμπόνια στον συνάνθρωπο
και πιο πολύ σ’ αυτόν
που η μοίρα τον χτυπά
δίχως σταματημό
Στον πόλεμο στοιχιζόμαστε
σε απέναντι γραμμές
μα στην ζωή βιώνουμε
τις ίδιες συμφορές
κι απ’της Πανδώρας το κουτί
μετά απ’ όλα τα δεινά
η ελπίδα τελευταία
ξεπρόβαλλε από βαθιά
έτσι και ‘γω, αχ μάνα!
δεν θα χάσω ελπίδα
να επιστρέψω εύχομαι
στην γλυκιά πατρίδα.