Ένα κορίστι στη Νάπολη

Νάπολη, Παρασκευή 29/8/44

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

Σου γράφω μετά από καιρό. Έγιναν πολλά δυσάρεστα πράγματα. Την τελευταία φορά σου είχα μιλήσει για τον θάνατο των γονιών μου. Σήμερα θέλω να σου πω για το δικό μου ατύχημα.

Οι κυρίες στο ορφανοτροφείο λένε ότι ο πόλεμος τελειώνει, γι’ αυτό τις τελευταίες εβδομάδες μας αφήνουν να παίζουμε έξω από το προαύλιο. Μια μέρα, που είχε καθαρό ουρανό, βγήκαμε όλα τα παιδιά του ορφανοτροφείου στην πλατεία. Αρχίσαμε να παίζουμε κυνηγητό. Σου έχω αναφέρει κι άλλες φορές ότι τρέχω πολύ γρήγορα και κανείς δεν με πιάνει... ούτε ο αδελφός μου που είναι δύο χρόνια  μεγαλύτερος. Κυνηγούσε ο Πέτρο αυτή την φορά. Φώναξε ξεκινάω και όλοι τρέξαμε γρήγορα. Εγώ πήγα προς ένα κτήριο με μία ξένη σημαία, όχι ιταλική. Είχα απομακρυνθεί αρκετά από το ορφανοτροφείο και τα άλλα παιδιά. Σταμάτησα να τρέχω, όταν άκουσα ένα δυνατό και ταυτόχρονα  συνηθισμένο θόρυβο. Οι κύριες που μας φροντίζουν μας πήγαιναν σε ένα καταφύγιο όταν άκουγαν αυτό τον ήχο. Εκείνη την φορά όμως, δεν πρόλαβα να αντιδράσω. Ξαφνικά ένα μυτερό σιδερένιο κομμάτι καρφώθηκε στο πόδι μου. Έπεσα στο έδαφος κλαίγοντας... ο πόνος ήταν αφόρητος. Ένας κύριος με πήρε στην αγκαλιά του και με πήγε στο νοσοκομείο. Οι ιατροί μου έκοψαν το τραυματισμένο πόδι. Ο καλός κύριος έμεινε μαζί μου και με επέστρεψε στο ορφανοτροφείο. Μόλις έφτασα ο αδελφός μου έτρεξε και με αγκάλιασε. Πόσο χάρηκε που με είδε! Με αγαπάει και με ένα πόδι! Ακόμα και αν δεν μπορώ να τρέχω όπως παλιά, γιατί είμαι με πατερίτσες, είμαι ευτυχισμένη που είμαι ζωντανή και έχω τον αδελφό μου δίπλα μου.

Ελπίζω ο πόλεμος να τελειώσει και οι άνθρωποι να είναι αγαπημένοι σαν αδέλφια.

Καληνύχτα,

Ρεμπέκα

 

Κοντονικολάου Άννα Μαρία και Νικολέτα

Leave a Reply