Του γιοφυριού της Άρτας με αφηγητή τη λυγερή, Χρ. Νίκας

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Oλημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
«Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται!»
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα:
«Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει•
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
πόρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα».
Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει σε εμέ με το πουλί τ' αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς ήρθε και είπε:
«Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι».
Τ’ άκουσα αυτά η άμοιρη και ευθύς στο γιόμα τρέχω.
Με είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετώ κι από κοντά τους λέω:
«Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος;
– Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νά 'βρει;
– Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά' σ' το φέρω,
εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά βρω»
Μηδέ καλά κατέβηκα, μηδέ στη μέση επήγα•
«Τράβα, καλέ μ', τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα».
Ένας πιχάει* με το μυστρί, κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
«Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδερφάδες είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη,
κι εγώ η πλιο στερνότερη* της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο*, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.
– Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει».
Κι εγώ το λόγον άλλαξα κι άλλη κατάρα δίνω.
«Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει».

Του γιοφυριού της Άρτας-αλλαγή τέλους, Χ. Νικολίτσα

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες

γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.

Oλημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.

Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:

«Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,

ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται!»

Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι,

δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,

παρά εκελάηδε κι έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα:

«Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει·

και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,

παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,

πόρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα».

Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.

Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι:

Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,

αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.

Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:

«Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,

γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι».

Να τηνε κι εξανάφανεν από την άσπρη στράτα.

Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.

Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:

«Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,

μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος;

– Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα,

και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νά 'βρει;

– Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά' σ' το φέρω,

εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά βρω».

Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε·

«Τράβα, καλέ μ', τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,

τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα».

Ένας πιχάει με το μυστρί, κι άλλος με τον ασβέστη.

Το βλέπει ο πρωτομάστορας και απόφαση το παίρνει.

«Για σταματήστε μάστοροι κι αφήστε την κυρά μου,

εμένα να με χτίσετε στης Άρτας το γιοφύρι.»

Τ’ακούει αυτό η λυγερή και η καρδιά της σπάζει.

-Εγώ είμαι κακό-τυχη κι αυτό μου λέει η μοίρα,

εσύ να ζήσεις για να δεις της Άρτας το γιοφύρι.

-Σταμάτα και μη λες πολλά έτσι πρέπει να γίνει,

εμένα να με χτίσουνε στις Άρτας το γεφύρι.

Κι Λυγερή που τον κοιτά, μοιρολογά και λέει:

«Άντρα μου όμορφε, γλυκέ και του σπιτιού κολώνα

θα περιμένω να σε βρω και με καημό θα κλαίω

και στο γεφύρι όταν περνώ, θα σπάζει η καρδιά μου.»

Του γιοφυριού της Άρτας-αλλαγή τέλους, Δ. Λιούτας

Του γιοφυριού της Άρτας
Σαράντα πέντε μάστορες κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Oλημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
«Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται!»
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα:
«Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει•
τη λυγερή αν βάλετε, ακλόνητο θα γιώνει».
Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
«Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι».
Να τηνε κι εξανάφανεν από την άσπρη στράτα,
κρατώντας απ' το χέρι της την μικρή Αννούλα.
Τις είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
«Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος;
– Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νά 'βρει;
– Μάστορα, μην πικραίνεσαι, η Αννούλα θα το έβρει.
Αυτή να μπει, κι αυτή να βγει, το δαχτυλίδι να βρει.
Τ' άκουσε ο πρωτομάστορας και αμέσως τα λόγια της αλλάζει.
– Όχι, δεν χρειάζεται το δαχτυλίδι να βρει.
Εκεί μέσα 'ναι επικίνδυνα και ίσως να μη ξανάβγει.
–Μη φοβάσαι πρωτομάστορα και τη δουλειά καλά θα κάνει.
Μπαίνει η Αννούλα μέσα, το δαχτυλίδι του πατέρα της να πάρει.
Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση πάει•
«Τράβα, πατέρα μ', τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα».
Όμως ο πρωτομάστορας, τίποτε δεν κάνει
και έτσι η λυγερή την αλυσίδα πιάνει.
Ανέβηκε η Αννούλα και τον πατέρα της ρωτάει:
«Γιατί καλέ πατέρα μου την αλυσίδα δεν θέλησες να πιάσεις;».
Τότε, ο πρωτομάστορας μες στην καμάρα πέφτει
και οι μάστορες τον χτίζουν με ασβέστη.

Του γιοφυριού της Άρτας-αλλαγή τέλους, Β. Ντέμος

 

Μα ξάφνου ψηλά στον ουρανό πουλί γλυκολογάει
κατέβηκε σιγά σιγά και στο γεφύρι πάει
λέει με ανθρώπινη λαλιά, τον μάστορα κοιτώντας:
Πρωτομάστορα η Λυγερή που πολύ σε αγαπάει
για σένα στα θεμέλια έχει πάει.
Μπράβο και σε σένα που το καθήκον βάζεις
πιο πάνω από της Λυγερής την τόση αγάπη.
Πήγαινε λοιπόν και πάρ’ τη Λυγερή από το γιοφύρι μέσα
και ζήστε μαζί παντοτινά και ευτυχισμένοι να ’στε
Γιατί είναι θέλημα Θεού το γιοφύρι αγέρωχο
να στέκει πάντα και κόσμος να περνάει και να φεύγει
Τότε παίρνει ο πρωτομάστορας τη Λυγερή από το χέρι
και πλούσιο τραπέζι έστρωσαν και γλέντησαν και ήπιαν.
Και περνούν οι διαβάτες και ακούν ακόμα τις χαρές
και ακούν ακόμα τα τραγούδια και τις μουσικές.

Το γιοφύρι της Άρτας (από την πλευρά της λυγερής), του Β. Παπαμώκου

Το γιοφύρι της Άρτας (από την πλευρά της λυγερής)

Σαράντα πέντε μάστοροι και εξήντα μαθητάδες
Γιοφύρι-ν-εθεμελίωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
Αλίμονο στους κόπους τους, κρίμα στις δουλεψιές τους,
Ολημερίς το χτίζουνε, το βράδυ να γκρεμιέται!
Πουλάκι εδιάβη και έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι,
Δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,
Παρά εκελάηδε και έλεγε, ανθρώπινη λαλίτσα:
Α δε στοιχείωσετε άνθρωπο γιοφύρι δε στεριώνει.
Και μη στοιχείωσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
Παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
Πόρχεται αργά αποταχύ και πάρωρα το γιόμα.

Τ΄ άκουσε ο άντρας μου και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μου μηνάει με το πουλί τ΄ αηδόνι:
Αργά να πάω να ντυθώ, αργά να αλλαχτώ, αργά να πάω το γιόμα,
Αργά να πάω να διαβώ της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε και είπε:
«Γοργά να ντυθώ, γοργά να αλλάξω, γοργά να πάω το γιόμα,
Γοργά να πάω και να διαβώ της Άρτας το γιοφύρι».

Να με και φάνηκα να έρχομαι από την άσπρη την στράτα.
Με είδε ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετώ κι από κοντά τους λέω:
«Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
Μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργωμισμένος;
-Το δαχτυλίδη τόπεσε στην πρώτη την καμάρα,
Και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι να ΄βρει;
-Άντρα μου, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πα’ να σ’ το φέρω,
Εγώ να μπω και εγώ να βγω, το δαχτυλίδι να βρω.

Μηδέ καλά κατέβηκα, μηδε στη μέση επήγα.
«Τράβα, καλέ μ’, τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
Τι όλον τον κόσμο ανάγειρα τίποτες δεν ήβρα».
Ένας πηχάει το μυστρί, κι άλλος με τον ασβέστη,
Παίρνει και ο άντρας μου και ρίχνει μέγα λίθο.

«Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρείς αδερφάδες ήμαστε, κι τρεις κακογραμμένες,
η μια ’χτισε το Δούναβη, κι άλλη τον Αφράτη,
κι εγώ η πλιο στενότερη της Άρτας το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα να πέφτουν οι διαβάτες.

-Κόρη, τον λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει.
Κι εγώ τον λόγο άλλαξα και άλλη κατάρα δίνω.
«Αν τρέμουν τα άγρια τα βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
Κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν και οι διαβάτες,
Τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.

Συνέχεια της ιστορίας- Έλ. Παπαζαχαρή

– Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,

πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει* και περάσει».

Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει.

«Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,

κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,

τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει».

 

Περνάν οι μέρες, ο καιρός, περνάν τα χρόνια, οι μήνες,

Περνάν και να που έτυχε να τρέμει το γιοφύρι,

 να τρέμουν τα γριά βουνά, να πέφτουν κι οι διαβάτες.

 

Να ΄μως που τότες πέρναγε, ο δύσμοιρός αδελφός της,

την μάνα πήγαινε να δει, μετά από τόσα χρόνια, 

τόσο καιρό στην ξενιτιά, τόσο καιρό στα ξένα,

τόσο καιρό περίμενε στην μάνα να γυρίσει. 

 

Να ΄μως που δεν επρόλαβε και πέφτει απ΄το γιοφύρι

Τον είδε τότ΄ η λυγερή και πέσε μαύρο θρήνο

Που ΄χε τον λόγο άλλαξει, που ΄χε άλλ΄ κατάρα δώσει. 

Να μως που τότες πέρασε και τονε χάρο βρήκε.

 

Σηκώνεται και η λυγερή και βγαίνει απ΄ το γιοφύρι. 

Βγαίνει και πάει επήρε τον, επάει τον στο σπίτι, 

Βλέπει η μάνα χαίρεται, τον βλέπει η μάνα κλαίει

Τον βλέπει και η λυγερή και χαίρετ΄ η καρδιά της.

Συνέχεια της ιστορίας- Χρ. Μυλωνίδου

“Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδερφάδες είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη,
κι εγώ η πλιο στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.”

Το μίσος μα και η οργή πια δεν την εχωράνε.
Μα του αδερφού της η θωριά σαν σύννεφο περνάει
Και φόβος να ο ξαφνικός μη μοίρα είν’ η ίδια
Μη τύχη είναι κι αυτουνού γιοφύρι να στεριώσει
Μη ο μόνος πια που αγαπά μη τύχει και περάσει
Μη τύχει τούτος περάσει της Άρτας το γιοφύρι
Και θάνατ’ άδικο ευρεί από δικό της λάθος.

– Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει.

-Ντροπή αν είχα θα άλλαζα τη μαύρη την κατάρα.
Μα να ξεσπάσω το θυμό σε άλλους μόνο θέλω.
Και στο θεό ορκίζομαι αδερφός δεν θα διαβεί.
Ετύχει η πλιο στερνότερη αδερφό να εφυλάει.

Σκοτάδι εγύρω της πέφτει και χάμω να σέρνεται.

Πουλάκι τώρα εκάθεται σε μια χώρα μακρινή
Δεν εκελάηδει σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,
Παρά κελαηδεί λέγοντας με ανθρωπινή λαλίτσα:
“Η αδερφή η πιο μικρή αρρώστησε πια βαριά
Και πίσω τώρα σε θέλει αντίο να της επείς.
Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας πατρίδα
Γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι.”

Τ’ ακούει τώρα ο αδερφός και του θανάτου πέφτει.
Δυο αδερφές τις έχασε μα τρίτη δεν αντέχει.
Γοργά ντυθεί γοργά αλλαχτεί γοργά να πα πατρίδα
Γοργά να πάει και να εδεί την αδερφή την τρίτη.

Μα ακούει το πουλί αυτή και σε σύννεφο πηδά
Να φτάσει για ν’ αποτρέψει τον τελευταίο χαμό.

Τη βλέπει τώρα ο αδερφός σαν άγγελο πλασμένη
Αλλά απερίγραπτη χαρά τον κατακλύζει όλο.
“Αδερφούλα μ’ εσύ μικρή, μικρότερη απ’ όλες.
Τα μάτια μου με δάκρυα γεμάτα ‘ναι για σένα
μήπως και δεν σε προλάβω και φύγεις γι’ άλλο κόσμο.”

“Τρίτη εγώ επέθανα για το καλό του κόσμου
και όρκο μεγάλο έδωσα για να σε προστατεύω.
Η μοίρα εκπληρώθηκε, αλλ’ όχι η κατάρα.
Για το καλό σου πήγαινε ξανά πίσω στα ξένα
Και μην ακούσεις κανέναν το γιοφύρι να διαβείς
Γιατί τότε ναι θα χαθείς από δικά μου λόγια.”

Και ο αδερφός πια δε ρωτεί, μα μόνο υπακούει.
Με ένα νεύμα χαιρετά και την πλάτη γυρίζει.
Γυρίζει ξανά στα ξένα μονάχος πια στον κόσμο.

Του γιοφυριού της Άρτας με αφηγητή τη λυγερή, της Σ. Νούσια

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες

γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.

Oλημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.

Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:

«Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,

ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται!»

Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι,

δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,

παρά εκελάηδε κι έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα:

«Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει·

και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,

παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,

πόρχεται αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα».

 

Τ’ άκουσ’ ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.

Τούτα τα λόγι-ακούστηκαν κι ήρθε και μου τα είπε:

Αργά ντυθώ, αργά αλλαχτώ, αργά να πάω το γιόμα,

αργά να πάω και να διαβώ της Άρτας το γιοφύρι.

Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς ήρθε μου είπε:

«Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,

γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι».

 

Έτσι και φάνηκα κι εγώ από την άσπρη στράτα.

Με είδ’ ο πρωτομάστορας, ο γλυκός μου ο άντρας.

Μαραζωμένος, σκεπτικός μα ‘γω παώ τους λέω:

«Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,

μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος;

– Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα,

και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νά ‘βρει;

– Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά’ σ’ το φέρω,

εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά βρω».

 

Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε·

«Τράβα, καλέ μ’, τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,

τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα».

Ένας πιχάει με το μυστρί, κι άλλος με τον ασβέστη,

παίρνει κι ο άντρας μ’ ο καλός και ρίχνει μέγα λίθο.

 

«Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!

Τρεις αδερφάδες είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,

η μια ‘χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη,

κι εγώ η πλιο στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.

Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,

κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.

 

– Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,

πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει».

Ευθύς το λόγον άλλαξα κι άλλη κατάρα δίνω.

«Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,

κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,

τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει».

Του γιοφυριού της Άρτας με αφηγητή τη λυγερή, Έλ. Παπαζαχαρή

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
και ο δικός μου σύζυγος ο πρωτομάστορ΄ ήταν
γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Oλημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
μαζί κι ο πρωτομάστορας που ήτανε λυπημενος.
«Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται!»
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα:
«Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει·
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
πόρχεται αργά τ’ αποταχύ* και πάρωρα* το γιόμα».
Τ’ άκουσ’ ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, τα νέα να μου πει με το πουλί τ’ αηδόνι:
Αργά ντυθώ, αργά αλλαχτώ, αργά να πάω το γιόμα,
αργά να πάω και να διαβώ της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς σε με τα είπε:
Γοργά ντυθώ, γοργά αλλαχτώ, γοργά να πάω το γιόμα,
γοργά να παω και να διαβώ της Άρτας το γιοφύρι.
Να με που εμφανίστηκα από την άσπρη στράτα.
Με είδ’ ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετώ κι από κοντά τους λέω:
«Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος*;
– Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νά ‘βρει;
– Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά’ σ’ το φέρω,
εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά βρω».
Μηδέ καλά κατέβηκα, μηδέ στη μέση φτάνω·
«Τράβα, καλέ μ’, τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα».
Ένας πιχάει* με το μυστρί*, κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
Τουτές ΄ναι που θυμήθηκα την άσχημη κατάρα.
«Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό* μας!
Τρεις αδερφάδες είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια ‘χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη*,
κι εγώ η πλιο στερνότερη* της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο*, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.
– Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει* και περάσει».
Κι γώ το λόγον άλλαξα κι άλλη κατάρα δίνω.
«Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει».

Του γιοφυριού της Άρτας με αφηγητή τη λυγερή, της Ειρ. Μίχου

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εκγρεμιζόταν. Αλίμονο στους κόπους τους, κρίμα στις δούλεψές τους, ολημερίς να χτίζουνε, το βράδυ να εγκρεμιέται! Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι, δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι, παρά εκελάηδε κι έλεγε, μ’ ανθρώπινη λαλίτσα: αν δε στοιχειώσουν άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει και να μην στοιχειώσουν ορφανό, ούτε ξένο, ούτε διαβάτη, παρά εμέ την κακόμοιρη του πρωτομάστορα γυναίκα πόρχομαι αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα. Τ’ άκουσ’ ο άντρας μου και του θανάτου πέφτει. Μου ‘πε ο πρωτομάστορας αργά να ντυθώ, αργά να αλλαχτώ, αργά να πάω το γιόμα, αργά να πάω να διαβώ της Άρτας το γιοφύρι. Μα το πουλί παράκουσε κι αλλιώς εμένα μου ‘πε: γοργά να ντυθώ, γοργά να αλλαχτώ, γοργά να πάω το γιόμα, γοργά να πάω να διαβώ της Άρτας το γιοφύρι. Έτσι κι εγώ τον άκουσα κι επήγα να τους βρω. Καλημέρισα όλους τους μαστόρους και όλους τους μαθητάδες. Μόνο τον άντρα μου καθώς μ’ αντίκρισε είδα βαργωμισμένο. Μου εξηγούν ότι ο πρωτομάστορας έχασε κατά λάθος το δαχτυλίδι μέσα στο γιοφύρι. Κι εγώ σαν αφελής προσφέρθηκα να το πιάσω. Μα δαχτυλίδι πουθενά δεν ήβρα και φώναζα από το βάθος στο γιοφύρι να με τραβήξουν πάνω ώσπου κατάλαβα...Ένας πιχούσε με το μυστρί, κι άλλος με τον ασβέστη και τελευταίος ο πρωτομάστορας έριξε μέγα λίθο. Με πίκρα κι αγανάκτηση κατάρα έριξα: “Αλίμονο στην μοίρα μου, κρίμα στο ριζικό μου! Δυο αδερφάδες έχω, κι οι δυο κακογραμμένες, η μια ‘χτισε τον Δούναβη, κι η άλλη την Ευφράτη, κι εγώ η στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι! Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι, κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.” Η αγάπη για τον μονάκριβο αδερφό μου όμως τα λόγια αυτά μετέτρεψε σε ευχή: “Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά να τρέμει το γιοφύρι, κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες, γιατί έχω αδερφό στην ξενιτιά μη τύχει και διαβεί.”