Συνέχεια της ιστορίας- Χρ. Μυλωνίδου

“Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδερφάδες είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη,
κι εγώ η πλιο στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.”

Το μίσος μα και η οργή πια δεν την εχωράνε.
Μα του αδερφού της η θωριά σαν σύννεφο περνάει
Και φόβος να ο ξαφνικός μη μοίρα είν’ η ίδια
Μη τύχη είναι κι αυτουνού γιοφύρι να στεριώσει
Μη ο μόνος πια που αγαπά μη τύχει και περάσει
Μη τύχει τούτος περάσει της Άρτας το γιοφύρι
Και θάνατ’ άδικο ευρεί από δικό της λάθος.

– Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει.

-Ντροπή αν είχα θα άλλαζα τη μαύρη την κατάρα.
Μα να ξεσπάσω το θυμό σε άλλους μόνο θέλω.
Και στο θεό ορκίζομαι αδερφός δεν θα διαβεί.
Ετύχει η πλιο στερνότερη αδερφό να εφυλάει.

Σκοτάδι εγύρω της πέφτει και χάμω να σέρνεται.

Πουλάκι τώρα εκάθεται σε μια χώρα μακρινή
Δεν εκελάηδει σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,
Παρά κελαηδεί λέγοντας με ανθρωπινή λαλίτσα:
“Η αδερφή η πιο μικρή αρρώστησε πια βαριά
Και πίσω τώρα σε θέλει αντίο να της επείς.
Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας πατρίδα
Γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι.”

Τ’ ακούει τώρα ο αδερφός και του θανάτου πέφτει.
Δυο αδερφές τις έχασε μα τρίτη δεν αντέχει.
Γοργά ντυθεί γοργά αλλαχτεί γοργά να πα πατρίδα
Γοργά να πάει και να εδεί την αδερφή την τρίτη.

Μα ακούει το πουλί αυτή και σε σύννεφο πηδά
Να φτάσει για ν’ αποτρέψει τον τελευταίο χαμό.

Τη βλέπει τώρα ο αδερφός σαν άγγελο πλασμένη
Αλλά απερίγραπτη χαρά τον κατακλύζει όλο.
“Αδερφούλα μ’ εσύ μικρή, μικρότερη απ’ όλες.
Τα μάτια μου με δάκρυα γεμάτα ‘ναι για σένα
μήπως και δεν σε προλάβω και φύγεις γι’ άλλο κόσμο.”

“Τρίτη εγώ επέθανα για το καλό του κόσμου
και όρκο μεγάλο έδωσα για να σε προστατεύω.
Η μοίρα εκπληρώθηκε, αλλ’ όχι η κατάρα.
Για το καλό σου πήγαινε ξανά πίσω στα ξένα
Και μην ακούσεις κανέναν το γιοφύρι να διαβείς
Γιατί τότε ναι θα χαθείς από δικά μου λόγια.”

Και ο αδερφός πια δε ρωτεί, μα μόνο υπακούει.
Με ένα νεύμα χαιρετά και την πλάτη γυρίζει.
Γυρίζει ξανά στα ξένα μονάχος πια στον κόσμο.

Leave a Reply