Ένα ακόμα πολύ σημαντικό θέμα από τη σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας θα εξετάσουμε σήμερα. Πρόκειται για τον αποδεκατισμό των Ελλήνων, αλλά και των άλλων χριστιανών ορθόδοξων των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας και το εφιαλτικό παιδομάζωμα.
ΜΑΖΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΟΙ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΙ
Οι εξισλαμισμοί αποτέλεσαν διαρκή απειλή για τον ελληνισμό στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Θεωρητικά, ο βίαιος, καθολικός εξισλαμισμός, δεν ήταν υποχρεωτικός, καθώς, σύμφωνα με το Ισλάμ, οι θρησκείες της Βίβλου ήταν ανεκτές κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Επίσης, οι οθωμανικές αρχές δεν επεδίωξαν καθολικούς εξισλαμισμούς, καθώς αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή του οικονομικού και κοινωνικού καθεστώτος, το οποίο στηριζόταν στην εκμετάλλευση των υπόδουλων.
Στην πραγματικότητα, όμως, η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική. Οι αβάσταχτοι φόροι, οι αυθαιρεσίες των Οθωμανών, ο προσηλυτιστικός ζήλος των δερβίσηδων και οι εξευτελιστικοί όροι ζωής για τους υπόδουλους, τους ανάγκαζαν να αλλαξοπιστήσουν.
Υπήρχε, επίσης, ευρύτατα διαδεδομένη ανάμεσα στους χριστιανούς η πίστη ότι ο Θεός τους εγκατέλειψε λόγω των πολλών αμαρτιών τους και ότι ευνοούσε πλέον τους πιστούς του Ισλάμ.
Σπουδαίο ρόλο στη εξωμοσία πολλών χριστιανών έπαιξαν οι δερβίσηδες και οι ουλεμάδες. Ειδικά οι δερβίσηδες που ήταν οπαδοί των αιρέσεων Bektasi και Mevlevi, κατάφεραν να φέρουν στους κόλπους του Ισλάμ πολλούς χριστιανούς.
Και η αψυχολόγητη, όμως, αδιαλλαξία ορισμένων ορθόδοξων κληρικών οδηγούσε πολλούς χριστιανούς στην εξωμοσία. Η πιστή εφαρμογή των τύπων της χριστιανικής θρησκείας που αξίωναν, συχνά, οι ανώτεροι, κυρίως κληρικοί από το ποίμνιό τους, παραβλέποντας τις πολύ δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των χριστιανών τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, είχε σαν αποτέλεσμα την αγανάκτηση των πιστών και την προσχώρησή τους στο Ισλάμ.
Βέβαια, η ορθοδοξία είχε ν’ αντιμετωπίσει και τη δογματική διάβρωση εκ μέρους των καθολικών. Οι νεοφώτιστοι μουσουλμάνοι επιβεβαίωναν τη νέα τους πίστη καταπιέζοντας και τυραννώντας τους, άλλοτε ομόθρησκους, ομοεθνείς τους. Ο Βενετός βάιλος (πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη), Ματθαίος Zane, γράφει ότι οι αρνησίθρησκοι αυτοί ήταν «...οι πιο αλαζόνες και αχρείοι άνθρωποι που μπορεί να φανταστεί κανείς, γιατί μαζί με την αληθινή τους πίστη έχουν χάσει και κάθε ανθρωπιά».
Υπήρχαν, βέβαια, περιπτώσεις, όπου ο χριστιανός που έγινε μωαμεθανός ήταν 8-10 ετών, υποβλήθηκε βίαια σε περιτομή σε πολύ νεαρή ηλικία ή παρασύρθηκε σε εξωμοσία κάτων από την επήρεια μέθης ή σφοδρών συναισθημάτων. Πολλοί από αυτούς αργότερα αποκήρυτταν τον ισλαμισμό και εξιλεώνονταν μαρτυρώντας για τη χριστιανική τους πίστη.
Υπήρχαν, επίσης, οι λεγόμενοι κρυπτοχριστιανοί. Χριστιανοί, δηλαδή, που για κάποιο διάστημα εμφανίζονταν ως μουσουλμάνοι, ενώ κρυφά τελούσαν τα χριστιανικά τους καθήκοντα. Τα πρώτα γνωστά παραδείγματα κρυπτοχριστιανών εμφανίζονται στη Νίκαια της Βιθυνίας, μετά την άλωσή της το 1331. Πολλοί τρομοκρατημένοι κάτοικοί της έγιναν μόνο επιφανειακά μωαμεθανιί, ενώ κατά βάθος παρέμειναν χριστιανοί. Ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης, Ιωάννης Καλέκας, με έγγραφα του 1339 και του 1340, δέχτηκε, εκπροσωπώντας την Εκκλησία, την κατάσταση αυτή και εμψύχωνε τους κρυπτοχριστιανούς. Αργότερα, όμως, καθώς οι περισσότεροι από τους κρυποτοχριστιανούς εξισλαμίζονταν, η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν αυστηρή απέναντί τους και προσπαθούσε να αποτρέψει την πρακτική αυτή (ΠΗΓΗ : ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΤΟΜΟΣ Ι).
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γράφει για τους εξισλαμισμούς : «...κι έτσι όσοι δεν διέθεταν το ακλόνητο αίσθημα της πίστης και της εθνότητας, απελπισμένοι από το δικό τους κράτος, δεν δίσταζαν να υποκύπτουν στη νέα και ακμάζουσα κυριαρχία και αυτομολούσαν στις τάξεις του ισλαμισμού. Και παρακάτω : «Ακόμα και τον 18ο αιώνα επικρατούσε τόση απελπισία ώστε ο Καισάριος Δαπόντες διακήρυσσε ότι οι Τούρκοι θα κυβερνούσαν στην Ανατολή μέχρι τη συντέλεια του αιώνα και ότι ήταν μάταιες οι προσδοκίες για ανάσταση του ελληνισμού. Στην εκούσια αρνησιθρησκία συντέλεσε πολύ η φιλοδοξία και πλεονεξία των αποστατών και ο πόθος τους να απαλλάξουν τα παιδιά τους από τη στρατολογία στο γενιτσαρικό τάγμα».
Όσο για τη στάση του κλήρου απέναντι στο πρόβλημα των εξισλαμισμών, ο σπουδαίος ιστορικός του περασμένου αιώνα Απόστολος Βακαλόπουλος, γράφει χαρακτηριστικά στην «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», ΤΟΜΟΣ Ι : «Έτσι η σκλαβιά παρουσιαζόταν ως «πειρασμός», για να δοκιμασθεί η πίστη των χριστιανών ως «πίστεως γυμνάσιον», όπως λέγει ο πρώτος μετά την Άλωση πατριάρχης, Γεννάδιος.
’Ετσι η Εκκλησία προετοίμαζε τους πιστούς της για τους «υπέρ πίστεως» αγώνες, εξήρε την προθυμία για θυσία και μακάριζε εκείνους που θα τολμούσαν να φθάσουν ως το μαρτύριο. Κήρυσσε πως ξανάρχιζαν οι χρόνοι των παλαιών διωγμών και μαρτυρίων και ακόμα πως το αίμα των μαρτύρων (των νεομαρτύρων δηλαδή) ήταν αναγκαίο, γιατί αυτό θα πότιζε το δέντρο της πίστεως και θα στήριζε την ορθοδοξία. Και είναι αλήθεια πως η αυτοθυσία των νεομαρτύρων κράτυνε την ορθόδοξη πίστη, όπως παρατηρούσε αργότερα ο Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749 – 1809).
Για τους εξισλαμισμούς, ο πατέρας Γεώργιος Μεταλληνός στο έργο του «ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ», εδκ. ΑΚΡΙΤΑΣ, 1989, γράφει χαρακτηριστικά :
«Ο εξισλαμισμός υπήρξε η τρομερότερη απειλή εναντίον του Ελληνισμού, γιατί συνιστούσε μόνιμη αφαίμαξη εμψύχων δυνάμεων. Εξισλαμισμός σήμαινε αυτόματα άρνηση της ιδιότητας του ορθόδοξου και του Έλληνα και προσχώρηση στο σώμα των κατακτητών... Ο δελεασμός ήταν μεγάλος, αφού ο εξισλαμιζόμενος από δούλος γινόταν αυτόματα κύριος... Δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο διχασμού της ίδιας της οικογένειας, με αυτονόητες τις συνέπειες.». Και παρακάτω : «Δεν έλειψαν ακόμα και αλλαξοπιστίες επισκόπων, που οφείλονταν σε διάφορα αίτια (φιλοδοξία, διαφωνία με το μητροπολίτη κλπ.), με ανυπολόγιστη επίδραση στο λαό. Μεγαλύτερη έκταση έλαβαν οι εξισλαμισμοί σε άλλες ομάδες υπόδουλων. Βόσνιοι, Κροάτες και Αλβανοί εξισλαμίστηκαν σε μεγάλη έκταση. Αλλά και οι εξισλαμισμένοι Έλληνες δεν ήταν λίγοι. Εξισλαμισμούς έχουμε μέχρι τον 18ο αιώνα (1759 στη Μακεδονία)».
Κλείνουμε αυτό το κεφάλαιο με το «τελετουργικό» εξισλαμισμού των γυναικών, όπως το περιγράφει ο Απόστολος Βακαλόπουλος. Οι γυναίκες που θα αλλαξοπιστούσαν οδηγούνταν στον ανώτατο ιεροδικαστή και έπρεπε να πουν τα παρακάτων λόγια : «Ένας είναι ο Θεός και υπηρέτης του ο Μεσσίας, δούλη του η Μαρία και ο Μωάμεθ ο μεγαλύτερός του προφήτης». Κατόπιν, ο ιεροδικαστής έπαιρνε τη ζώνη της γυναίκας, την έκοβε στα δύο και σχημάτιζε με τα κομμάτια ένα σταυρό. Η γυναίκα τότε έπρεπε να πατήσει το σταυρό τρεις φορές, να αρνηθεί τη χριστιανική πίστη και να πει τα λόγια που αναφέραμε.
Αλλά και η εκούσια προσέλευση ενός άντρα χριστιανού στον ισλαμισμό ήταν μια γιορτή για τους οθωμανούς, πολύ πιο σύνθετη όμως από εκείνη που γινόταν για τις γυναίκες. Ο Α. Βακαλόπουλος αντλεί τα στοιχεία αυτά από τα γραφόμενα του Ιωάννη Schiltberger, αιχμάλωτου των Τούρκων (15ος αιώνας).
ΤΟ ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ – Ο «ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΦΟΡΟΣ» ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
Με τον όρο παιδομάζωμα αναφερόμαστε στη βίαιη στρατολογία παιδιών χριστιανών υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, για την επάνδρωση των σωμάτων των γενιτσάρων ή των εσωτερικών υπηρεσιών των σουλτανικών ανακτόρων.
Η λέξη «παιδομάζωμα», εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1675.Ο παλαιότερος όρος, ήταν «γιανιτζαρομάζωμα».
Για το πότε ακριβώς ξεκίνησε το παιδομάζωμα, οι απόψεις διίστανται. Ο Γ. Κορδάτος αναφέρει ότι ξεκίνησε το 1227 και τα παιδιά που αρπάχτηκαν με τη βία, έγιναν σωματοφύλακες του Σουλτάνου.
Στην εγκυκλοπαίδεια «ΠΑΠΥΡΟΣ - ΛΑΡΟΥΣ - ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ» διαβάζουμε ότι η πρώτη σημαντική αναφορά για παιδομάζωμα χρονολογείται από το 1395 και αφορά τη Θεσσαλονίκη. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, στην «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», δίνει μία άλλη εκδοχή, περισσότερο τεκμηριωμένη, που φαίνεται ότι βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Σύμφωνα μ’ αυτή, λοιπόν, το 1326 μετά την άλωση της Προύσας και τον θάνατο του Οσμάν, τη διακυβέρνηση των Τούρκων της Βιθυνίας ανέλαβε ο γιος του, Ορχάν, ο οποίος θεωρείται ιδρυτής του οσμανικού κράτους.
Ο αδελφός του Ορχάν, Αλαεδδίν (κατά τον Παπαρρηγόπουλο), κανόνισε τα θέματα ιματισμού των πολιτικών και στρατιωτικών, ώστε να διακρίνονται οι Οσμανίδες από τους Τουρκομάνους και, φυσικά, τους χριστιανούς.
Ασχολήθηκε με τη συγκρότηση μόνιμου στρατού, που διαιρέθηκε σε τακτικό πεζικό, τους Πιαδέ ή Γιαγιά (πεζοπόρους) και σε άτακτο πεζικό, τους Αζάπ (παρόμοιους με τους Έλληνες ευζώνους) και σε τακτικό ιππικό, με τους σπαχήδες (ιππείς) και άτακτο ιππικό, από τους Ακιντζί (δρομείς) (προφανώς κάποιος μακρινός πρόγονος του ηγέτη των Τουρκοκυπρίων Μουσταφά Ακιντζί ανήκε σε αυτό το Σώμα!).
Αυτός, όμως, που είχε τη φρικιαστική ιδέα για το παιδομάζωμα ήταν ο Καρά Χαλίλ Τσεντερλής, ο τότε αστυνόμος του στρατού, που κατάλαβε ότι το οσμανικό κράτος με τον ελάχιστο μωαμεθανικό πληθυσμό και τους ατίθασους Τουρκομάνους ως βάση του στρατού, θα ήταν εύκολος αντίπαλος για τους χριστιανούς αλλά και τους άλλους μωαμεθανούς. Έτσι, πρότεινε τη δημιουργία ενός προνομιούχου τάγματος πεζικού από εξισλαμισμένα χριστιανόπουλα, με σκοπό τη διατήρηση της πειθαρχίας στον στρατό.
Το φαινόμενο αυτό, γράφει ο Παπαρρηγόπουλος, είναι μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία. Ναι μεν η ακούσια ή εκούσια αρνησιθρησκία των κατακτημένων ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο ακόμα και στο αραβικό κράτος των πρώτων μωαμεθανών χαλίφηδων. Αλλά η συστηματική στρατολόγηση εξισλαμισμένων παιδιών είναι μοναδικό φαινόμενο στον κόσμο και συνέβαλε αποφαιστικά στην ενίσχυση και την επέκταση του οθωμανικού κράτους.
Ο διαπρεπής βυζαντινολόγος και ιστορικός Σπυρίδων Βρυώνης αναφέρει ως εμπνευστή του παιδομαζώματος τον Καρά Χαλίλ Τσεντερλή, καζασκέρη (στρατιωτικό δικαστή), όπως γράφει και τοποθετεί χρονικά την συστηματική εφαρμογή του ολέθριου για τους χριστιανούς θεσμούς, στο α’ μισό του 15ου αιώνα, επί σουλτάνου Μουράτ Β’.
Το παιδομάζωμα, σύμφωνα με τον Παπαρρηγόπουλο, άρχισε να γίνεται πιο συστηματικό από τα χρόνια του Μουράτ Α’ και συγκεκριμένα από το 1362. Επί Μουράτ Β’, το σώμα που είχε δημιουργηθεί από το παιδομάζωμα είχε 6.000 – 10.000 άνδρες. Οριστικά, το παιδομάζωμα επιβλήθηκε επί Σελίμ Α΄και Σουλεϊμάν Β’. Τότε ψηφίστηκε ο νόμος για στρατολόγηση χριστιανόπουλων ανά πενταετία, σύντομα αυτό άρχισε να γίνεται κάθε τετραετία και τελικά έγινε ετήσιο. Τον βαρύ αυτό φόρο «πλήρωναν» όλες οι βαλκανικές επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας (και η Ουγγαρία), ενώ από τα τέλη του 15ου αιώνα επεκτάθηκε και στην Ανατολή. Ορισμένες μόνο περιοχές (Κωνσταντινούπολη, Γαλατάς, Ρόδος, Ιωάννινα) είχαν εξαιρεθεί από το παιδομάζωμα. Επίσης, από την βίαιη στρατολόγηση εξαιρούνταν οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι.
Το σύστημα της περιοδικής στρατολόγησης και του εξισλαμισμού ανήλικων χριστιανών (devsirme) για την επάνδρωση της σουλτανικής διοίκησης και κυρίως του τακτικού στρατού, έχει τις ρίζες του στον ιερό μουσουλμανικό νόμο, σύμφωνα με τον οποίο το ένα πέμπτο της πολεμικής λείας, στην οποία περιλαμβάνονταν και οι μη μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι, υπαγόταν στη δικαιοδοσία του ιμάμη και κατ’ επέκταση του σουλτάνου. Η οριστική θεσμοθέτηση του devsirme, από τα τέλη του 15ου αιώνα, ήταν αντίθετη προς τις αρχές του ιερού νόμου, ωστόσο «δικαιολογήθηκε» με τη θεωρητική διατήρηση της «καταστάσεως πολέμου» και κατά συνέπεια και της ισχύος του σουλτανικού διατάγματος απόκτησης αιχμαλώτων από τους ορθόδοξους χριστιανούς, που θεωρήθηκε ότι πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση στην οθωμανική προέλαση.
Πώς όμως γινόταν το παιδομάζωμα;
Ο σουλτάνος, πρόσταζε οι χριστιανοί δημογέροντες(κοτζαμπάσηδες), να κρατούν βιβλία για τα παιδιά ποτ γεννιούνται. Ένας λοχαγός των γενίτσαρων, ακολουθούμενος από ένα γραφέα, έφτανε σε ένα τόπο έχοντας μαζί του αυτοκρατορική διαταγή(φιρμάνι).Ο κάθε πατέρας παρουσίαζε όσους γιους είχε. Αρχικά οι οθωμανοί έπαιρναν το 1/5 των παιδιών, αργότερα όμως όσα είχαν ανάγκη και πάντα τα πιο υγιή και όμορφα. Μάλιστα, ενώ αρχικά έπαιρναν ένα αγόρι από κάθε οικογένεια, αργότερα έπαιρναν δύο και τρία. Αρχικά δεν έπαιρναν τα μοναχοπαίδια, όμως κι αυτό στη συνέχεια καταστρατηγήθηκε.
Επίσης, δεν έπαιρναν τους παντρεμένους, γι’ αυτό και πολύ συχνά οι γονείς πάντρευαν τα παιδιά τους σε ηλικία 8 ετών(!). Σχετικός είναι ο πίνακας του, γνωστού μας κι από το «Κρυφό Σχολειό», Νικόλαου Γύζη «Παιδικοί Αρραβώνες» (ή «Τα Αρραβωνιάσματα»), που φιλοτεχνήθηκε γύρω στο 1875. Φαίνεται όμως ότι σε κάποιες περιπτώσεις ούτε τα παντρεμένα αγόρια γλίτωναν από το φρικτό παιδομάζωμα. Γράφει χαρακτηριστικά ο Κ. Παπαρρηγόπουλος:
«Όμως αυτό (δηλ. ο γάμος σε παιδική ηλικία) ήταν τελείως ανώφελο γιατί και τους παντρεμένους τους έπαιρναν και όχι μόνο σε ηλικία που ο γάμος δεν μπορούσε να θεωρηθεί άξιος λόγου, αλλά και μέχρι τα 20 και τα 24 χρόνια». Μόνο τα ορφανά αγόρια φαίνεται ότι εξαιρούνταν πάντα από το παιδομάζωμα.
Επίσης, οι κάτοικοι των παράλιων περιοχών, κατέφευγαν κυρίως σε ενετοκρατούμενα μέρη για να γλιτώσουν.
Ο Γερμανός Γκέρλαχ, αυτόπτης μάρτυρας, γράφει ότι πολλές δυστυχισμένες μητέρες παρακαλούσαν τον Θεό να πάρει τα παιδιά τους για να μην πέσουν στα χέρια των γενίτσαρων. Ο ίδιος, όμως, γράφει ότι άλλοι γονείς έδιναν τα παιδιά τους με μεγάλη προθυμία, ενώ κι εκείνα ανυπομονούσαν να ζήσουν την πλούσια και ανέμελη ζωή στο παλάτι. Θα δούμε, βέβαια, παρακάτω ότι δεν ήταν καθόλου πλούσια και ανέμελη η ζωή τους...
Ο Βενετός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, Ντομένικο Τρεβιζάνο, έγραφε ότι το 1554 «το παιδομάζωμα, που κάποτε λογιζόταν σαν η μεγαλύτερη συμφορά, κατάντησε να θεωρείται ευτύχημα».
Η «ΠΟΡΕΙΑ» ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑΤΟΣ
Τα χριστιανόπουλα που είχαν πρόσφατα στρατολογηθεί, στέλνονταν τμηματικά στην Κωνσταντινούπολη με συνοδούς. Αφού ξεκουράζονταν για λίγες μέρες, υποβάλλονταν σε επιθεώρηση για να διαπιστωθεί αν το παιδομάζωμα είχε γίνει σωστά. Στη συνέχεια, ασπάζονταν τον ισλαμισμό και υποβάλλονταν σε περιτομή.
Από τις τάξεις των βίαια στρατολογημένων χριστιανόπαιδων, ορισμένα, ηλικίας μάλιστα 6-10 ετών, προορίζονταν μετά από αυστηρή επιλογή και πολυετή εκπαίδευση, να καταλάβουν θέσεις της αυλικής ή της διοικητικής ιεραρχίας. Όσα εξισλαμισμένα χριστιανόπουλα προορίζονταν για στρατιωτική υπηρεσία, ονομάζονταν Acemi Oglan (ατζέμ ογλάν) και στέλνονταν αρχικά να εργαστούν σε τιμαριούχους της Μικράς Ασίας, οι οποίοι έδιναν ένα μικρό, συμβολικό χρηματικό ποσό στον συνοδό αξιωματούχο των παιδιών και τα χρησιμοποιούσαν σαν δούλους, σε βαριές κοπιαστικές εργασίες.
Οι Acemi Oglan έμεναν στα τιμάρια για δύο η περισσότερα χρόνια, προκειμένου να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον, να σκληραγωγηθούν, να μυηθούν στη νέα θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα των οθωμανών και να μάθουν την τουρκική γλώσσα.
Μετά από δύο ή περισσότερα χρόνια, οι ίδιοι αξιωματούχοι περνούσαν για να διαπιστώσουν αν οι νέοι που είχαν εμπιστευθεί στους τιμαριούχους ήταν άξιοι να καταταγούν στον στρατό. Οι πιο άξιοι μεταφέρονταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατατάσσονταν σε ειδικά αυτοκρατορικά σώματα δούλων (ocak). Οι ικανότεροι κατέληγαν στο επίλεκτο σώμα των γενίτσαρων.
Από τα παιδιά που γίνονταν «δούλοι της Πύλης», τα μικρότερα και πλέον ικανά προορίζονταν αποκλειστικά για υπηρεσία του σουλτανικού ανακτόρου, γίνονταν δηλαδή (ιτς ογλάν). Η εκπαίδευσή τους διαρκούσε 14 χρόνια. Διδάσκονταν τουρκικά, περσικά, αραβικά, μουσική, καλές τέχνες, γυμνάζονταν στην τοξοβολία, την ιππασία, το ακόντιο και τη χρήση των πυροβόλων όπλων. Τέλος, μελετούσαν εντατικά το Κοράνι και τους ιερούς νόμους.
Η «φορολογία του αίματος», το παιδομάζωμα, προκάλεσε μεγάλη φθορά στον ελληνισμό. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει ότι γύρω στο 1.000.000 χριστιανοί έγιναν γενίτσαροι! Σύμφωνα με τουρκική πηγή, στο τέλος του 16ου αιώνα, 200.000 παιδιά χριστιανών ήταν θύματα του παιδομαζώματος!
Πολύτιμες μαρτυρίες για το παιδομάζωμα βρίσκουμε στο βιβλίο «Περί της Καταστάσεως των Σήμερον Ευρισκομένων Ελλήνων», του Χριστόφορου Άγγελου (1619), που μεταφράστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.
Συγκλονιστικές είναι οι περιγραφές Ευρωπαίων διπλωματών για τη διαβίωση των παιδιών που εξισλαμίζονταν. Ο Βενετός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, Πιέτρο Μοροζίνι, γράφει χαρακτηριστικά (1585) :
«Τα παιδιά αυτά διατελούν στην Κωνσταντινούπολη υπό την άμεση επίβλεψη ευνούχων, ιδίως μαύρων, που για το τίποτε τα ξυλοκοπούν αγρίως. Σπανίως τους δίνουν εκατό βουρδουλιές. Συνηθέστερα φτάνουν στις χίλιες. Και οι ευνούχοι, μετά τις βουρδουλές απαιτούν να παρουσιάζονται μπροστά τους τα δαρμένα παιδιά και να τους φιλούν το φόρεμα, εμφράζοντας τις ευχαριστίες των σ’ εκείνον που τα έδειρε. Τέτοια ταπείνωση και περιφρόνηση παθαίνουν τα δύστυχα».
Και στο παιδομάζωμα, όμως, γίνονταν...παρασπονδίες. Οι πλούσιοι δωροδοκούσαν τους οθωμανούς αξιωματούχους για να μην πάρουν τα παιδιά τους ή τα έκρυβαν σε σπίτια φίλων τους Τούρκων.
Με τον καιρό, όμως, στα ανώτερα στρώματα της τουρκικής κοινωνίας άρχισε να δημιουργείται εχθρότητα προς τον θεσμό του παιδομαζώματος, καθώς παιδιά χριστιανών, εξισλαμισμένα έστω, καταλάμβαναν υψηλές θέσεις στο παλάτι. Έτσι, άρχισαν να «δανείζουν» τα παιδιά τους σε χριστιανούς, προκειμένου αυτά να γίνουν γενίτσαροι! Ένας πλούσιος Τούρκος έλεγε χαρακτηριστικά στον πρέσβη της Αυστρίας : «Ενώ τα παιδιά των άθλιων χωρικών πηγαίνουν στα παλάτια και γίνονται μεγάλα και σπουδαία, τα δικά μας παιδιά αγνοούνται και παραμερίζονται σε σημείο να γίνονται υπηρέτες των άλλων».
Τους επιτράπηκε να παντρεύονται και από το 1567 το σώμα των γενίτσαρων επανδρωνόταν από τα ίδια τα παιδιά τους. Το 1637, οι έμμισθοι γενίτσαροι έφτασαν τις 46.000, από 12.000 που ήταν πριν λίγα χρόνια. Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο Οσμάν Β’ είχε αποφασίσει να αντικαταστήσει τους γενίτσαρους με τάγματα Αιγυπτίων μισθοφόρων. Αυτό όμως μαθεύτηκε, οι γενίτσαροι στασίασαν και το 1622 σκότωσαν τον Οσμάν Β’. Ο διάδοχός του, Μουράτ Β’, άλλαξε τη νομοθεσία για τους γενίτσαρους (να σημειώσουμε ότι η λέξη προέρχεται από το τουρκικό «γενίσερι», δηλ. νέος στρατιώτης) και το 1638 κατάργησε το παιδομάζωμα.
Η τελευταία στρατολόγηση έγινε το 1705 στη Νάουσα και κατέληξε σε ανταρσία των κατοίκων. Τα σώματα των γενίτσαρων, όμως, διατηρήθηκαν ως το 1826, οπότε ο Μαχμούτ Β’ τα κατάργησε τελείως.
Τα εξισλαμισμένα χριστιανόπουλα, είτε σαν γενίτσαροι είτε σαν ανώτεροι δημόσιοι λειτουργοί, είτε σαν αστυνομικοί φύλακες, έγιναν οι πραγματικοί κύριοι του κράτους, δυνάστες των χριστιανών αλλά και μισητοί στους εκ γενετής μωαμεθανούς.
Υπάρχουν, βέβαια, και παραδείγματα γενίτσαρων που διατηρούσαν ισχυρές αναμνήσεις των παιδικών τους χρόνων και ευνοούσαν τους χριστιανούς. Κάποιοι, μάλιστα, υποστήριζαν ακόμα και σταυροφορία των Δυτικών ενάντια στην οθωμανική αυτοκρατορία! Χαρακτηριστική περίπτωση γενίτσαρου που «επανέκαμψε» ήταν ο Αρτινός Μουχαμέτης Παπαδάτος που έφυγε στο εξωτερικό και πήγε στο Τίμπιγκεν της Γερμανίας, όπου βαπτίστηκε χριστιανός σε ηλικία 28 ετών, το 1587.
Κλείνουμε το άρθρο αυτό με ένα έγγραφο του Βενετού πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη προς τον δόγη της γαληνοτάτης δημοκρατίας (4 Απριλίου 1579) :
«Έμαθα...ότι οι χριστιανοί υπήκοοι, Οθωμανοί τόσον εκείνης της χώρας (της Πελοποννήσου) όσον και της Ελλάδος, ευρίσκονται τώρα εις εσχάτην απόγνωσιν και ανέκφραστον λύπην, διότι εις διάστημα 25 ημερών υπέστησαν όλας αυτά τας ανυποφόρους επιβαρύνσεις, ήτοι να καταβάλουν το συνηθισμένον «χαράτσι», να πληρώσουν την αγγαρείαν, που ονομάζεται «αβαρίτς», δια τον εξοπλισμόν των γαλερών, να δώσουν αδιακρίτως κατοικίαν και τροφήν εις τους σπαχήδες (ιππείς), που συναθροίζονται δια τον κατά της Περσίας πόλεμον, και τέλος να απογυμνωθούν από τους σπαχήδες και από το ολίγον εκείνο που τοις απέμεινεν εις τα χωριά των, τα οποία είναι πτωχά. Και πληρώνουν τους σπαχήδες οι κάτοικοι με ό,τι έχουν και με το αίμα των ακόμα!».
Στη σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας θα επανέλθουμε σύντομα με τις ένοπλες εξεγέρσεις των Ελλήνων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οι οποίες είναι δεκάδες. Χαρακτηριστικά, στο 15ο βιβλίο της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» του Κ. Παπαρρηγόπουλου, περισσότερες από 80 σελίδες (184-266) αναφέρονται σ’ αυτές...
protothema.gr, youtube.com, proinoslogos.gr, blogs.sch.gr
1 σχόλιο
Μπράβο, Τζένη!