Ο Αλή Πασάς Τεπελενλής ταν μουσουλμάνος Αλβανός στην καταγωγή πασάς των Ιωαννίνων που διαδραμάτισε για περισσότερα από 40 χρόνια σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου και όχι μόνο, από το 1788 όταν και διορίστηκε πασάς των Ιωαννίνων μέχρι τις αρχές της Ελληνικής Επανάστασης. Στο απόγειο της δόξας του κατείχε μια μεγάλη περιοχή του ελλαδικού χώρου και ανήκε στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για τον τρόπο με τον οποίο διοίκησε το πασαλίκι των Ιωαννίνων αλλά και για τον χαρακτήρα του, έμεινε γνωστός σαν Ασλάνι (λιοντάρι) των Ιωαννίνων. Διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου αλλά και ευρύτερα της Ελλάδας και της Αλβανίας στο μεταίχμιο μεταξύ του 18ουαιώνα και 19ου αιώνα. Καταγόταν από το Τεπελένι της Αλβανίας (γεννήθηκε μεταξύ 1740-1750) και εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο αρχικά ως αρχηγός ληστοσυμμορίας, που εμπλέκεται σε συγκρούσεις με αξιωματούχους του οθωμανικού κράτους στον χώρο της Αλβανίας και της Ηπείρου. Χάρη στην πολεμική του ικανότητα, την ανδρεία του, αλλά και τις δολοπλοκίες του, καταφέρνει να ενταχθεί στον στρατιωτικό- διοικητικό μηχανισμό του οθωμανικού κράτους καταλαμβάνοντας διάφορα αξιώματα, ώσπου τελικά το 1788 διορίζεται πασάς, δηλαδή διοικητής του σαντζακίου των Ιωαννίνων.
Για τα παιδικά χρόνια του Αλή είναι γνωστό ότι ήταν πολύ ανήσυχος και του άρεσαν οι πολεμικές τέχνες. Λόγω αυτών εγκατέλειπε τους δασκάλους του και περιφέρονταν στα βουνά. Έτσι τα λίγα γράμματα που έμαθε τα όφειλε και μόνο στην επιμονή της μητέρας του. Είναι γεγονός πως ο Αλής ανατράφηκε από την μητέρα του με υπέρμετρη φιλοδοξία και με στόχο να γίνει σπουδαίος, περισσότερο από τον πατέρα του, και μάλιστα κατά τη συνήθη έκφραση του Αλή αναγνώριζε πως εκείνη τον έκανε "άντρα και Βεζύρη" .
Σε αυτό βοήθησε και η εξολόθρευση όλων των ετεροθαλών αδελφών του από την μητέρα του, ένα σύνηθες πλέον άγριο φαινόμενο που είχε ξεκινήσει από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συνεχίστηκε πιο έντονα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και που υιοθετήθηκε ακόμη σε μεγαλύτερο βαθμό από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η παντελής όμως έλλειψη στοιχείων για την περίοδο των εφηβικών χρόνων του Αλή δεν επιτρέπει σε κανέναν να αναφερθεί στην περίοδο αυτή. Έτσι εικάζεται, πως μετά το θάνατο του πατέρα του, κατά την εφηβική του ηλικία, ο Αλής είχε καταφύγει στα γύρω βουνά και έτοιμος πλέον μαχητής είχε οργανώσει και αναλάβει αρχηγός συμμοριών που συγκροτούνταν από Τόσκηδες και Λιάπηδες ληστές, με τις οποίες επιχειρούσε τις ληστρικές επιδρομές σε ολόκληρη την Ήπειρο και τη Θεσσαλία.
Το 1788 εκμεταλλευόμενος την απουσία του πασά των Ιωαννίνων, Αλή Ζοτ λόγω εκστρατείας στον Δούναβη άρπαξε το πασαλίκι των Ιωαννίνων, πράξη την οποία τελικά ενέκρινε και η Υψηλή Πύλη, δίνοντας του μάλιστα δικαιοδοσία και στη Στερεά Ελλάδα. Από τη θέση του διοικητή του σαντζακίου των Ιωαννίνων θέτει σταδιακά τις βάσεις για τη δημιουργία ενός σχεδόν αυτόνομου από την Πύλη κράτους, το οποίο περιλαμβάνει μεγάλο μέρος της Ελλάδας και της Αλβανίας. Παράλληλα, κατά την περίοδο της ηγεμονίας του, η πρωτεύουσά του τα Γιάννινα μετατρέπονται σε ένα σημαντικό πνευματικό, πολιτισμικό, πολιτικό και οικονομικό κέντρο. Στην προσπάθειά του να πετύχει τους σκοπούς του προσεταιρίζεται όλες τις θρησκευτικές και εθνικές ομάδες της επικράτειάς του. Ωστόσο δεν διστάζει να συντρίψει κάθε αντίπαλό του με δυναμικό τρόπο. Παράλληλα αναπτύσσει σχέσεις με ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Ως πασάς των Ιωαννίνων συμμετείχε στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787 - 1792, η συμμετοχή του όμως διεκόπη διότι αναγκάστηκε να εκστρατεύσει το 1790 και το 1792 κατά των επαναστατημένων Σουλιωτών χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 1796 κατέκτησε την Άρτα και το 1798 υπέταξε τη Χειμάρρα (Χιμάρα) και κατέλαβε την Πρέβεζα από τους Γάλλους, μετά την αιματηρή Mάχη της Νικόπολης. Μετά την Πρέβεζα κατέλαβε την Βόνιτσα και το 1803 υπέταξε το Σούλι και εξόρισε τους κατοίκους του. Κεντρικές φυσιογνωμίες στη μάχη του Σουλίου υπήρξαν οι γυναίκες του Σουλίου οι οποίες πολέμησαν γενναία στο πεδίο της μάχης υπό την καθοδήγηση της Μόσχως Τζαβέλλα, συζύγου του Λάμπρου Τζαβέλλα, και της Δέσπως Μπότση.[1] Οι γυναίκες του Σουλίου μάλιστα έμειναν γνωστές για τον περίφημο «χορό του Ζαλόγγου» κατά τον οποίο προτίμησαν να πηδήξουν στον γκρεμό τραγουδώντας και χορεύοντας αγκαλιά με τα παιδιά τους παρά να πιαστούν αιχμάλωτες μετά την πτώση του Σουλίου.[1] Η ηρωική τους πράξη προκάλεσε τον θαυμασμό της Ευρώπης και συνέβαλλε στην δημιουργία ενός έντονου φιλελληνικού κλίματος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.[1]
Ο Αλή Πασάς για το επίτευγμα της κατάληψης του Σουλίου διορίστηκε από την Υψηλή Πύλη διοικητής της Ρούμελης και ο γιος του, Βελής, διοικητής της Θεσσαλίας και του Μοριά ενώ προσωρινά η δικαιοδοσία του επεκτάθηκε μέχρι την Θράκη. Μεταγενέστερες του επιτυχίες ήταν η κατάληψη του Αργυροκάστρου το 1812 και η αγορά της Πάργας από τους Άγγλους το 1819. Όντας ήδη σχετικά αυτόνομος από την κεντρική εξουσία, ο Αλής είδε το κράτος του να εκτείνεται στη μέγιστη του εξάπλωση από την Πελοπόννησο μέχρι την Μακεδονία.
Τον Ιανουάριο του 1822 έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις ο Αλής δέχτηκε να παραδοθεί με τον όρο να του δινόταν αμνηστία και κατέφυγε στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα που βρίσκεται στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων. Εκεί, στις 24 του ίδιου μήνα σκοτώθηκε μετά από σύντομη συμπλοκή, από τον απεσταλμένο του Χουρσίτ, Κιοσέ Μεχμέτ (κατά άλλους ήταν ο Αλή Χασάν), που είχε έρθει δήθεν με το χαρτί της αμνηστίας. Το πτώμα του αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του στάλθηκε ταριχευμένο από τον Χουρσίτ στην Κωνσταντινούπολη, όπου αργότερα θάφτηκε σε μια περιοχή έξω από τα τείχη της πόλης[iv]. Το ακέφαλο σώμα του ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο του σεραγιού, στο Ιτς Καλέ, κοντά στο Φετιγιέ Τζαμί. Ο τάφος αυτός (που περιβαλλόταν ως το 1944 με ωραίο ψηλό κιγκλίδωμα το οποίο αφαιρέθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής για να αντικατασταθεί τα τελευταία χρόνια από καινούργιο) φαίνεται πως ήταν τόπος προσκηνύματος[v] για τους, Αλβανούς κυρίως, Μουσουλμάνους της Ηπείρου και της Αλβανίας ακόμα και κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Κατά άλλες πηγές πάντως τον Αλή Πασά τον σκότωσαν Έλληνες, που μπήκαν στο σπίτι του και τον πυροβόλησαν από το κάτω πάτωμα μέσα στον οντά του. Στο σπίτι του, που σήμερα είναι μουσείο-αξιοθέατο της πόλης των Ιωαννίνων, υπάρχουν ακόμα και οι τρύπες από τις σφαίρες που διαπέρασαν το πάτωμα και σκότωσαν τον Αλή Πασά.
1 comment
Μπράβο, Χρήστο!