Από τους ενδοξότερους και δημοφιλέστερους αγίους της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, μαζί με τον Άγιο Γεώργιο. Είναι πολιούχος της Θεσσαλονίκης, στην πόλη που γεννήθηκε, έζησε και μαρτύρησε. Η μνήμη του εορτάζεται (και από τους Καθολικούς) στις 26 Οκτωβρίου και στις 8 Νοεμβρίου γι’ αυτούς που ακολουθούν το Ιουλιανό Ημερολόγιο (Παλαιοημερολογίτες).Ο Δημήτριος γεννήθηκε γύρω στο 280 στη Θεσσαλονίκη, επί αυτοκράτορος Μαξιμιανού, και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Σε νεαρή ηλικία κατατάχθηκε στον ρωμαϊκό στρατό και έφτασε ως το βαθμό του χιλίαρχου, σε ηλικία μόλις 22 ετών. Φύση φιλομαθής και ερευνητική αναζητούσε το υψηλό και το αληθινό και το βρήκε στη χριστιανική πίστη, της οποίας έγινε διαπρύσιος κήρυκας στη Θεσσαλονίκη.

Σχημάτισε ένα κύκλο νεαρών μαθητών και τους δίδασκε την Αγία Γραφή στις υπόγειες στοές κοντά στα δημόσια λουτρά της πόλης. Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας συνάθροισης, οι ειδωλολάτρες τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν ενώπιον του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, που παρεπιδημούσε στη Θεσσαλονίκη. Όταν ο αυτοκράτορας του ζήτησε να απαρνηθεί την πίστη του, ο Δημήτριος του απάντησε: «Τω Χριστώ μου πιστεύω μόνον». Ο Μαξιμιανός εξοργισμένος από τη θαρραλέα στάση του αξιωματικού του διέταξε να τον φυλακίσουν.

Εν τω μεταξύ, ένας από τους μαθητές του Δημητρίου, ο Νέστορας, παρουσιάστηκε στο στάδιο της Θεσσαλονίκης, όπου ο Μαξιμιανός διοργάνωνε αθλητικούς αγώνες και ζήτησε να αγωνιστεί εξ ονόματος των χριστιανών με τον θηριώδη και ακατανίκητο παλαιστή Λυαίο, ειδωλολάτρη καταγόμενο από το Σίρμιο της Πανονίας (σημερινή Μητροβίτσα Σερβίας). Με την πεποίθηση ότι έχει τη χάρη και τη βοήθεια του Θεού, ο Νέστορας μπήκε στην παλαίστρα και όχι μόνο νίκησε τον Λυαίο, αλλά τον σκότωσε, όπως ο Δαυίδ τον Γολιάθ στην Παλαιά Διαθήκη.

Οργισμένος ο Μαξιμιλιανός από την ήττα του εκλεκτού του, διέταξε τον αποκεφαλισμό του Νέστορα και τη θανάτωση του Δημητρίου .

Η μαρτυρική τελείωση του Δημητρίου

Η αναστάτωση που δημιουργήθηκε στη Θεσσαλονίκη από τον απρόσμενο θάνατο του Λυαίου καθώς΅και την οργή του Μαξιμιανού και τον αποκεφαλισμό του Νέστορα, όπως ήταν φυσικό έδωσε νέα αφορμή στους ειδωλολάτρες να εκτοξεύσουν καινούργιες διαβολές σε βάρος του φυλακισμένου Δημητρίου. Τον κατηγόρησαν μάλιστα στα ίσια, ότι εκείνος υπήρξε ο αίτιος της εξόντωσης του Λυαίου, πράγμα που επέτεινε τη σύγχυση και το θυμό του αυτοκράτορα.

Ο οποίος, στα πλαίσια του σκληρού διωγμού που είχε κηρύξει κατά των χριστιανών, δεν καθυστέρησε να δώσει αυστηρή εντολή για την θανάτωση του Δημητρίου με λογχισμούς στη φυλακή που ήταν δέσμιος. Οι στρατιώτες έσπευσαν να συμμορφωθούν αμέσως. Όταν τους είδε εκείνος να πλησιάζουν στο κελί του, κατάλαβε ότι επίκειται αυτό που περίμενε πως θα γίνει. Ελπίζοντας μάλιστα ότι θα λογχευθεί όπως και ο Κύριος του, σήκωσε ψηλά το χέρι του και πράγματι δέχτηκε στο πλευρό του απανωτά χτυπήματα με τις λόγχες και έτσι “ετελειώθη”, λαμβάνοντας το στεφάνι του μαρτυρίου, για να συγκατοικεί πλέον  με το Χριστό που ποθούσε.

Το αγνό και τίμιο σώμα του μεγαλομάρτυρα Δημητρίου, πορφυρωμένο από τα αίματα κειτόταν στο δάπεδο της φυλακής, μέχρι που κάποιοι από τους χριστιανούς – μετά από “υπόδειξη” του αγίου – πήγαν νύχτα, έλαβαν τη σορό του, τη νεκροστόλισαν και την έθαψαν στο σημείο του μαρτύρησε. Ο συναξαριστής του αναφέρει πως όταν οι στρατιώτες λόγχιζαν την πλευρά του Δημητρίου ένας υπηρέτης του, ο Λούπος, που βρισκόταν εκεί “έβαλε πάνω στην ιερή επωμίδα του αγίου, όσο από το μαρτυρικό αίμα μπόρεσε”, ενώ ράντισε μ’ αυτό και πήρε μαζί του το δαχτυλίδι του αγίου. Αργότερα, χάρη σ’ αυτά τα δύο, επιτελούσε πολλά και διάφορα θαύματα.

Οι εγκωμιαστές του χαρακτηρίζουν το μαρτύριο “χριστομίμητον” και το σώμα του “θεοειδέστατον και λαμπρότατον”. Στο δε σημείο της ταφής του επρόκειτο να να εγερθεί μεγαλοπρεπής ναός.