Άγιος Δημήτριος
Σχημάτισε ένα κύκλο νεαρών μαθητών και τους δίδασκε την Αγία Γραφή στις υπόγειες στοές κοντά στα δημόσια λουτρά της πόλης. Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας συνάθροισης, οι ειδωλολάτρες τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν ενώπιον του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, που παρεπιδημούσε στη Θεσσαλονίκη. Όταν ο αυτοκράτορας του ζήτησε να απαρνηθεί την πίστη του, ο Δημήτριος του απάντησε: «Τω Χριστώ μου πιστεύω μόνον». Ο Μαξιμιανός εξοργισμένος από τη θαρραλέα στάση του αξιωματικού του διέταξε να τον φυλακίσουν.
Εν τω μεταξύ, ένας από τους μαθητές του Δημητρίου, ο Νέστορας, παρουσιάστηκε στο στάδιο της Θεσσαλονίκης, όπου ο Μαξιμιανός διοργάνωνε αθλητικούς αγώνες και ζήτησε να αγωνιστεί εξ ονόματος των χριστιανών με τον θηριώδη και ακατανίκητο παλαιστή Λυαίο, ειδωλολάτρη καταγόμενο από το Σίρμιο της Πανονίας (σημερινή Μητροβίτσα Σερβίας). Με την πεποίθηση ότι έχει τη χάρη και τη βοήθεια του Θεού, ο Νέστορας μπήκε στην παλαίστρα και όχι μόνο νίκησε τον Λυαίο, αλλά τον σκότωσε, όπως ο Δαυίδ τον Γολιάθ στην Παλαιά Διαθήκη.
Οργισμένος ο Μαξιμιλιανός από την ήττα του εκλεκτού του, διέταξε τον αποκεφαλισμό του Νέστορα και τη θανάτωση του Δημητρίου .
Η μαρτυρική τελείωση του Δημητρίου
Η αναστάτωση που δημιουργήθηκε στη Θεσσαλονίκη από τον απρόσμενο θάνατο του Λυαίου καθώς΅και την οργή του Μαξιμιανού και τον αποκεφαλισμό του Νέστορα, όπως ήταν φυσικό έδωσε νέα αφορμή στους ειδωλολάτρες να εκτοξεύσουν καινούργιες διαβολές σε βάρος του φυλακισμένου Δημητρίου. Τον κατηγόρησαν μάλιστα στα ίσια, ότι εκείνος υπήρξε ο αίτιος της εξόντωσης του Λυαίου, πράγμα που επέτεινε τη σύγχυση και το θυμό του αυτοκράτορα.
Ο οποίος, στα πλαίσια του σκληρού διωγμού που είχε κηρύξει κατά των χριστιανών, δεν καθυστέρησε να δώσει αυστηρή εντολή για την θανάτωση του Δημητρίου με λογχισμούς στη φυλακή που ήταν δέσμιος. Οι στρατιώτες έσπευσαν να συμμορφωθούν αμέσως. Όταν τους είδε εκείνος να πλησιάζουν στο κελί του, κατάλαβε ότι επίκειται αυτό που περίμενε πως θα γίνει. Ελπίζοντας μάλιστα ότι θα λογχευθεί όπως και ο Κύριος του, σήκωσε ψηλά το χέρι του και πράγματι δέχτηκε στο πλευρό του απανωτά χτυπήματα με τις λόγχες και έτσι “ετελειώθη”, λαμβάνοντας το στεφάνι του μαρτυρίου, για να συγκατοικεί πλέον με το Χριστό που ποθούσε.
Το αγνό και τίμιο σώμα του μεγαλομάρτυρα Δημητρίου, πορφυρωμένο από τα αίματα κειτόταν στο δάπεδο της φυλακής, μέχρι που κάποιοι από τους χριστιανούς – μετά από “υπόδειξη” του αγίου – πήγαν νύχτα, έλαβαν τη σορό του, τη νεκροστόλισαν και την έθαψαν στο σημείο του μαρτύρησε. Ο συναξαριστής του αναφέρει πως όταν οι στρατιώτες λόγχιζαν την πλευρά του Δημητρίου ένας υπηρέτης του, ο Λούπος, που βρισκόταν εκεί “έβαλε πάνω στην ιερή επωμίδα του αγίου, όσο από το μαρτυρικό αίμα μπόρεσε”, ενώ ράντισε μ’ αυτό και πήρε μαζί του το δαχτυλίδι του αγίου. Αργότερα, χάρη σ’ αυτά τα δύο, επιτελούσε πολλά και διάφορα θαύματα.
Οι εγκωμιαστές του χαρακτηρίζουν το μαρτύριο “χριστομίμητον” και το σώμα του “θεοειδέστατον και λαμπρότατον”. Στο δε σημείο της ταφής του επρόκειτο να να εγερθεί μεγαλοπρεπής ναός.
Γιατί απεικονίζεται καβαλάρης σε κόκκινο άλογο
Ο Άγιος Δημήτριος συχνά απεικονίζεται μπροστά στο Μαξιμιανό, στη φυλακή, ευλογώντας το Νέστορα. Επιπλέον επειδή ο Άγιος Δημήτριος είναι και ένας από τους στρατιωτικούς και συγχρόνως προστάτης της Θεσσαλονίκης, που πολλές φορές έσωσε από διάφορους κινδύνους, οι παραστάσεις στις οποίες ο άγιος εικονίζεται στρατιωτικός, είτε πεζός είτε καβαλάρης, είναι συνηθισμένες στην ορθόδοξη αγιογραφία.
Μεταξύ αυτών των αγιογραφιών ο Άγιος Δημήτριος απεικονίζεται και έφιππος σε κόκκινο άλογο, σε αντίθεση με το λευκό άλογο του Άη Γιώργη.
Στην εικόνα αυτή ο άγιος Δημήτριος παρουσιάζεται καβαλάρης με στρατιωτική στολή πάνω σε κόκκινο άλογο φονεύοντας με το δόρυ του τον τσάρο των Βουλγάρων Σκυλογιάννη. Πρόκειται για το θαύμα που έγινε τον Οκτώβριο του 1207 έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης.
Ο τσάρος των Βουλγάρων Ιωαννίτζης που οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν Σκυλογιάννη, φονεύτηκε κατά την παράδοση από τον άγιο Δημήτριο, όταν εκείνος πολιορκούσε τη Θεσσαλονίκη. Στο πρόσωπο του αγίου Δημητρίου η Θεσσαλονίκη βλέπει πάντοτε τον προστάτη της, το στήριγμά της. (Η απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους το 1912 συνέπεσε με την ημέρα της γιορτής του αγίου μας).
Δίκαια ο άγιος Δημήτριος αποκαλείται από τον υμνωδό της Εκκλησίας «ο μέγας φρουρός της Θεσσαλονίκης, ο ρύστης εν τοις κινδύνοις ο εξαίρετος, πρόμαχος ο κράτιστος» (Κανών δεύτερος). Σ’ έναν άλλο Κανόνα, που συνέθεσε ο Συμεών Θεσσαλονίκης, ο άγιος Δημήτριος φέρεται να λέει στην προστατευόμενή του πατρίδα Θεσσαλονίκη «…μη φοβού ουν, πατρίς μου, εμέ κατέχουσα, τους εχθρούς σου γαρ πάντας πατάξω εν Χριστώ και φυλάξω σε την τιμωσανμε».
Δίκαια παρατηρήθηκε, πως από όλες τις εικόνες του Αγίου Δημητρίου, η εικόνα του έφιππου αγίου αγαπήθηκε περισσότερο, γιατί ενσαρκώνει τα ελληνικά ιδεώδη της παληκαριάς και της λεβεντιάς. Στη συνείδηση των πιστών ο άγιος Δημήτριος δεν έιναι μόνο, κατά τον υμνωδό, «κρηπίς ακατάβλητος και θεμέλιος άρρηκτος και πολιούχος, οικιστής και υπέρμαχος» της πόλεως της Θεσσαλονίκης και «εν πολλοίς και πολλάκις κινδύνοις χαλεποίς των Θεσσαλονικέων προϊστάμενος», αλλά και ομέγας υπέρμαχος της οικουμένης.
ΥΣ: Σπάνια ένας άγιος έχει ταυτισθεί τόσο στενά με μία πόλη, όσο ο Άγιος Δημήτριος με τη Θεσσαλονίκη. Θεωρήθηκε ανέκαθεν από τους Έλληνες ο φρουρός της πόλης, που μαζί με το λαό αγωνίζεται εναντίον των Σλάβων, Αβάρων, Αράβων, Νορμανδών, Φράγκων, Τούρκων και άλλων βαρβάρων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη ανήμερα της εορτής του Αγίου Δημητρίου (26 Οκτωβρίου 1912), γεγονός που θεωρήθηκε θαύμα.
ΑΠΟΛΗΤΙΚΙΟΝ
Ἦχος γ’.
Μέγαν εὕρατο ἐv τοῖς κιvδύvοις, σὲ ὑπέρμαχοv, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαῤῥύvας τὸν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.