Ελληνικά

Καλλιστώ

Καλλιστώ (δορυφόρος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Για άλλες χρήσεις, δείτε: Καλλιστώ.
Καλλιστώ
Callisto.jpg

Η Καλλιστώ σε φωτογραφία που τράβηξε το 2001 το διαστημικό σκάφος της NASA, το Galileo. (Courtesy NASA/JPL-Caltech).

Ανακάλυψη
Ανακαλύφθηκε από Γαλιλαίος Γαλιλέι, Μάγερ Σίμων
Ημερομηνία Ανακάλυψης 7 Ιανουαρίου 1610
Χαρακτηριστικά τροχιάς
Ημιάξονας τροχιάς 1.882.700 Km
Εκκεντρότητα 0,0074
Περίοδος περιφοράς 16,6890184 ημέρες
Κλίση 0,192° (προς τον Ισημερινό του Δία)
Είναι δορυφόρος του Δία
Φυσικά χαρακτηριστικά
Μέση Ακτίνα 2.410,3 ± 1,5 Km
Έκταση επιφάνειας 73.000.000 Km²
Όγκος 5,9 × 1010 Km³
Μάζα 1,075938 ± 0,000137 × 1023 kg
Μέση πυκνότητα 1,8344 ± 0,0034 g/cm3
Ισημερινή βαρύτητα επιφάνειας 1,235 m/s²
Ταχύτητα διαφυγής 2,440 km/s
Περίοδος περιστροφής Σύγχρονη
Κλίση άξονα μηδέν
Λευκαύγεια 0,22
Επιφανειακή θερμοκρασία 134 ± 11 K-139,15 -262,15 c
Φαινόμενο μέγεθος 5,65

Η Καλλιστώ (αγγλικά: Callisto) ή Δίας IV είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος φυσικός δορυφόρος του πλανήτη Δία και ο τρίτος μεγαλύτερος στο Ηλιακό σύστημα. Ανακαλύφθηκε από τον Γαλιλαίο στις 7 Ιανουαρίου 1610, αν και ο Μάγερ Σίμων ισχυρίσθηκε ότι αυτός πρωτοείδε πρώτος και τους τέσσερις δορυφόρους ενώ ο Γαλιλαίος το βράδυ της 7ης Ιανουαρίου, με την ιδίας του κατασκευής διόπτρα, παρατήρησε τρεις μόνο από τους τέσσερις μεγάλους δορυφόρους του Δία.

Ετυμολογία

Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία η Καλλιστώ ήταν νύμφη της Αρκαδίας την οποία ερωτεύτηκε ο Δίας. Η Ήρα για να την τιμωρήσει τη μεταμόρφωσε σε αρκούδα και παραλίγο να σκοτωνόταν από την Άρτεμη ή τον ίδιο της τον γιο, τον Αρκάδα, στο κυνήγι. Ο Δίας τότε την λυπήθηκε και την τοποθέτησε στον έναστρο ουρανό εκεί που τώρα είναι ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου.

Βασικά στοιχεία

Η Καλλιστώ είναι πέμπτου μεγέθους (5,7) και μπορεί να παρατηρηθεί με κιάλια, ως ο τέταρτος κατά σειρά λαμπρότητας μεταξύ των τεσσάρων δορυφόρων του Γαλιλαίου (Γανυμήδης, Ιώ, Ευρώπη και Καλλιστώ). Ο δορυφόρος αυτός φέρει διακριτικό σύμβολο ΙV επειδή στην αρχή όταν ανακαλύφθηκε πίστευαν ότι ήταν ο τέταρτος σε απόσταση. Κινείται σε απόσταση από τον Δία 1.882.700 χιλιομέτρων και σε επίπεδο που σχηματίζει γωνία 2° 43΄ με το επίπεδο του ισημερινού του Δία. Η πραγματική του διάμετρος ανέρχεται σε 4.821 χλμ. και κινείται γύρω από τον Δία σε γήινο χρόνο 16 ημερών, 16 ωρών, 32΄ και 8,6΄΄ της ώρας. Είναι ο λιγότερο ανακλαστικός από τους δορυφόρους του Δία αν και διαθέτει μεγάλες ποσότητες παγωμένου νερού.

Συστατικά

Το εσωτερικό της Καλλιστούς. Ο φλοιός αποτελείται από ένα στρώμα πάγου, ο μανδύας πιθανόν από νερό σε υγρή κατάσταση και ο πυρήνας, ο οποίος αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του σώματος, αποτελείται από πάγο ανακατεμένο με βράχους.

Σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα γνώσεις μας η Καλλιστώ φέρει λεπτότατη και αραιότατη ατμόσφαιρα από διοξείδιο του άνθρακα σε πολύ μεγάλο ποσοστό, ενώ η επιφάνειά της καλύπτεται από πάγο και κρατήρες. Αποτελείται από έναν βραχώδη πυρήνα που είναι περιτριγυρισμένος από έναν παγωμένο μανδύα νερού. Η επιφάνειά της καλύπτεται από σκοτεινά πετρώματα, αν και η Καλλιστώ είναι στην πραγματικότητα μισή βράχια και μισή πάγος. Όπου κι αν χτυπήσει κάποιος μετεωρίτης ξεπετάγεται νερό, για να παγώσει αμέσως μετά πάνω στην επιφάνεια.

Χαρακτηριστικά της επιφάνειας

Η Καλλιστώ είναι το ουράνιο σώμα με την πιο έντονη παρουσία κρατήρων στο Ηλιακό σύστημα. Επειδή η επιφάνειά της έχει περισσότερους κρατήρες από τους υπόλοιπους δορυφόρους, συμπεραίνουμε ότι το έδαφός της πρέπει να είναι ένα από τα πιο αρχέγονα στο Ηλιακό σύστημα. Η επιφάνεια πρέπει να είναι πολύ παλιά όσο και τα υψίπεδα της Σελήνης, του Άρη και του Ερμή. Το πιο αξιοσημείωτο σημάδι πάνω της είναι ένας γιγάντιος κρατήρας που ονομάστηκε Βαλχάλλα με διάμετρο 2.750 χιλιομέτρων. Είναι μια ξέβαθη κοιλάδα μεγάλη όσο και η Αυστραλία που περιβάλλεται από πολλαπλούς δακτυλίους οι οποίοι σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια της πρόσκρουσης ενός αστεροειδούς πάνω στην επιφάνεια της. Ένας άλλος μεγάλος κρατήρας με δακτυλίους ονομάζεται Άσγκαρντ και έχει διάμετρο 1.200 χιλιομέτρων. Εκτός από τους δύο αυτούς τεράστιους κρατήρες της αξιοσημείωτη είναι η έλλειψη κρατήρων με διάμετρο πάνω από μερικές δεκάδες χιλιόμετρα. Το γεγονός αυτό ίσως να οφείλεται στην χαλάρωση και εξαφάνισή τους εξαιτίας της θερμικής ιστορίας της παγωμένης επιφάνειας του δορυφόρου. Οι μεγάλοι κρατήρες στην Καλλιστώ είναι πρώτου πληθυσμού, έχουν δηλαδή ηλικία τεσσάρων δισεκατομμυρίων ετών περίπου, ενώ οι μικρότεροι είναι πιο πρόσφατοι. Όλοι τους πάντως δημιουργήθηκαν από την πτώση αστεροειδών καθώς και κομητών υπό την επίδραση της βαρύτητας του Δία και του δορυφορικού του συστήματος. Οι φωτογραφίες που έστειλε η διαστημική συσκευή Γαλιλαίος μας έχουν δείξει ότι στην Καλλιστώ η πυκνότητα των κρατήρων είναι μικρότερη στο ημισφαίριο που δεν αντικρίζει τον Δία.

Εξερεύνηση

Την Καλλιστώ φωτογράφησαν ήδη από κοντά οι διαστημικές συσκευές Βόγιατζερ 1 τον Μάρτιο-Απρίλιο του 1979, ενώ αμέσως μετά η μελέτη συνεχίστηκε από τον Βόγιατζερ 2 τον Μάιο-Ιούλιο του ιδίου έτους. Η διαστημική συσκευή Γαλιλαίος την προσπέρασε αρκετές φορές στη διάρκεια του 1996 και 1997, με πιο κοντινή προσέγγιση τον Ιούνιο του 1997 σε απόσταση 416 χιλιομέτρων από την επιφάνειά της.

Πιθανός αποικισμός

Καλλιτεχνική απεικόνιση μιας βάσης στην Καλλιστώ

Το 2003 η ΝΑΣΑ πραγματοποίησε μια εννοιολογική μελέτη που ονομάστηκε Ανθρώπινη Εξερεύνηση Εξωτερικών Πλανητών (Human Outer Planets Exploration (HOPE)), σχετικά με το μέλλον της ανθρώπινης εξερεύνησης του εξωτερικού Ηλιακού συστήματος. Ο στόχος που επιλέχθηκε να εξεταστεί λεπτομερώς ήταν η Καλλιστώ.

Προτάθηκε ότι θα μπορεί να είναι δυνατή η οικοδόμηση μιας βάσης στην επιφάνεια της Καλλιστούς η οποία θα παράγει καύσιμα για περαιτέρω εξερεύνηση του Ηλιακού συστήματος. Τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας βάσης θα είναι η χαμηλή ακτινοβολία (λόγω της χαμηλής απόστασης του δορυφόρου από το Δία) και η γεωλογική σταθερότητα. Επιπλέον, θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξ αποστάσεως παρατήρηση της Ευρώπης ή θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για εκτόξευση μη επανδρωμένων αποστολών για κοντινά περάσματα από τον Δία ή για εξερεύνηση του εξωτερικού Ηλιακού συστήματος, χρησιμοποιώντας την βοήθεια της βαρύτητας μετά από την αναχώρηση από την Καλλιστώ.

Σε μια έκθεση το 2003, η ΝΑΣΑ ανακοίνωσε πως το 2040 θα μπορούσε να είναι εφικτή μια επανδρωμένη αποστολή στην Καλλιστώ.

Γανυμήδης

Γανυμήδης (δορυφόρος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Για άλλες χρήσεις, δείτε: Γανυμήδης.
Γανυμήδης
Ganymede g1 true 2.jpg

Φωτογραφία του Γανυμήδη από την διαστημοσυσκευή Γαλιλαίος.

Ανακάλυψη[1][2] [3]
Ανακαλύφθηκε από Γαλιλαίος Γαλιλέι, Μάγερ Σίμων
Ημερομηνία Ανακάλυψης 7 Ιανουαρίου 1610
Χαρακτηριστικά τροχιάς
Ημιάξονας τροχιάς 1.070.400 Km[4]
Εκκεντρότητα 0,0013[4]
Περίοδος περιφοράς 7,15455296 ημέρες[4]
Κλίση 0,20° (προς τον Ισημερινό του Δία)[4]
Είναι δορυφόρος του Δία
Φυσικά χαρακτηριστικά
Μέση Ακτίνα 2.634,1 Km[5]
Έκταση επιφάνειας 87.000.000 Km²
Όγκος 7,6 × 1010 Km³
Μάζα 1,4819 × 1023 kg[5]
Μέση πυκνότητα 1,936 g/cm3[5]
Ισημερινή βαρύτητα επιφάνειας 1,428 m/s²
Ταχύτητα διαφυγής 2,741 km/s
Περίοδος περιστροφής Σύγχρονη
Κλίση άξονα 0-0,33°
Λευκαύγεια 0,43 ± 0,02 [6]
Επιφανειακή θερμοκρασία 110 K[7]
Φαινόμενο μέγεθος 4,61 [6]

Ο Γανυμήδης (αγγλικά: Ganymede) ή Δίας III είναι ο πιο ογκώδης, φωτεινός και μεγαλύτερος φυσικός δορυφόρος του πλανήτη Δία αλλά και του Ηλιακού συστήματος, με διάμετρο 5.268 χιλιόμετρα. Είναι μεγαλύτερος ακόμη και από τον πλανήτη Ερμή και τον νάνο πλανήτη Πλούτωνα. Επειδή είθισται στη Αστρονομία αντί του ονόματος του δορυφόρου να χρησιμοποιείται ο αύξων αριθμός εκάστου (κατά σειρά απόστασης από τον πλανήτη) ο Γανυμήδης συμβολίζεται με τον λατινικό αριθμό ΙΙΙ και καλείται «τρίτος» δορυφόρος του Δία, αν και στη πραγματικότητα είναι ο τέταρτος στη σειρά. Ολοκληρώνοντας μια περιστροφή σε περίπου επτά ημέρες, ο Γανυμήδης συμμετέχει σε μία τροχιακή απήχηση 1:2:4 με τα φεγγάρια Ευρώπη και Ιώ, αντίστοιχα.[8]

Ανακάλυψη και ετυμολογία

Ανακαλύφθηκε από τον Γαλιλαίο στις 7 Ιανουαρίου του 1610, με τη βοήθεια της πρώτης διόπτρας που είχε κατασκευάσει ο ίδιος, και αμέσως μετά την ανακάλυψη των δύο άλλων επίσης μεγάλων δορυφόρων του πλανήτη αυτού, της Καλλιστούς και της Ιούς ή της Ευρώπης. Στις 13 Ιανουαρίου είδε και τα τέσσερα αντικείμενα ταυτόχρονα για πρώτη φορά, αλλά είχε δει κάθε ένα από τα φεγγάρια πριν αυτήν την ημερομηνία τουλάχιστον μία φορά. Μέχρι τις 15 Ιανουαρίου, ο Γαλιλαίος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αστέρια ήταν πραγματικά σώματα σε τροχιά γύρω από το Δία.[1][2][3] Υποστήριξε το δικαίωμα να ονομάσει τα φεγγάρια: τα θεωρούσε "Cosmian Stars" αλλά κατέληξε στο "Αστέρες των Μεδίκων".[9]

Ο γάλλος αστρονόμος Nicolas-Claude de Fabri Peiresc πρότεινε ξεχωριστά ονόματα από την οικογένεια των Μεδίκων για τα φεγγάρια, αλλά η πρότασή του δεν έγινε δεκτή. Τελικά, ο δορυφόρος πήρε το όνομα του από τον Γερμανό αστρονόμο Μάγερ Σίμωνα, γνωστότερο ως Μάριο (1570-1624), ο οποίος παρομοιάζοντάς τον με οινοχόο που περιφέρεται γύρω από τον πλανήτη Δία τον ονόμασε Γανυμήδη, ο οποίος στην Ελληνική μυθολογία ήταν ο οινοχόος των θεών του Ολύμπου.

Χαρακτηριστικά

Έχει διάμετρο 5.268 χλμ., απέχει από τον πλανήτη Δία 1.070.400 χλμ. και περιφέρεται γύρω απ’ αυτόν σε γήινο χρόνο 7 ημερών, 3 ωρών, 42 λεπτών και 33 δευτερολέπτων σχηματίζοντας γωνία 3 περίπου μοιρών με το επίπεδο περιφοράς του Δία. Είναι αρκετά λαμπρός, πέμπτου μεγέθους (5,1), και επομένως είναι θεωρητικά ορατός με γυμνό μάτι, η λαμπρότητα όμως του Δία καλύπτει την παρουσία του. Κρουστικοί δακτύλιοι από παλαιότερες συγκρούσεις σημαδεύουν τον παγωμένο φλοιό του, ενώ φωτεινές δέσμες πάγου ξεχύνονται ακτινωτά από τις πιο πρόσφατες συγκρούσεις. Σε άλλα σημεία πάλι διάφοροι κύκλοι και κορυφές κυμάτων διασχίζουν το έδαφος εδώ κι εκεί.

Εσωτερική δομή

Το εσωτερικό του Γανυμήδη. Ο φλοιός είναι μια ψυχρή και σκληρή κρούστα πάγου. Ο μανδύας αποτελείται από δύο τμήματα: Το εσωτερικό που αποτελείται από θερμό πάγο, μπορεί και ρευστό νερό, και το εξωτερικό από πυριτικά άλατα. Τέλος έχει ένα μεταλλικό πυρήνα.

Ο Γανυμήδης φαίνεται να είναι πλήρως διαφοροποιημένος, αποτελούμενος από ένα πυρήνα θειούχου σιδήρου, πυριτικό μανδύα και έναν εξωτερικό μανδύα πάγου.[5][10] Το μοντέλο αυτό υποστηρίζεται από την χαμηλή τιμή της αδιάστατης ροπής αδράνειας (0,3105 ± 0.0028), η οποία μετρήθηκε κατά τη διάρκεια της προσέγγισης του Γαλιλαίου.[5][10] Στην πραγματικότητα, ο Γανυμήδης έχει τη μικρότερη ροπή αδράνειας μεταξύ των σωμάτων του ηλιακού συστήματος. Η ύπαρξη ενός υγρού, πλούσιου σε σίδηρο πυρήνα παρέχει μια φυσική εξήγηση για το εγγενές μαγνητικό πεδίο του Γανυμήδη που ανιχνεύτηκε από τον Γαλιλαίο. Η επαγωγή στον υγρό σίδηρο, ο οποίος έχει υψηλή ηλεκτρική αγωγιμότητα, είναι το πιο λογικό μοντέλο παραγωγής του μαγνητικού πεδίου.

Επιφάνεια

Ο Γανυμήδης.

Η επιφάνεια του Γανυμήδη είναι ένα μείγμα δύο διαφορετικών τύπων εδαφών. Το ένα είναι πολύ παλιό, με πολλούς κρατήρες και σκοτεινές περιοχές, και ένα νεώτερο με φωτεινές περιοχές σημαδεμένο με ένα εκτεταμένο τόξο ρηγμάτων και ραβδώσεων που έχουν τεκτονική προέλευση αν και οι λεπτομέρειες μας είναι ακόμη άγνωστες. Το σκούρο έδαφος, το οποίο περιλαμβάνει περίπου το ένα τρίτο της επιφάνειας,[11] περιέχει άργιλο και οργανικές ύλες που θα μπορούσαν να υποδεικνύουν τη σύνθεση των αντικειμένων με τα οποία οι δίιοι δορυφόροι συγκρούστηκαν.[12]

Κρατήρες υπάρχουν και στα δύο είδη εδαφών.[5] Οι κρατήρες δείχνουν ότι έχουν ηλικία 4 δις ετών, ενώ η ηλικία του αυλακωτού εδάφους είναι μικρότερη. Η ηλικία τους πρέπει να είναι παρόμοια με της Σελήνης (3 με 3,5 δισεκατομμυρίων χρόνων), γεγονός που υποδεικνύει ότι τότε οι συγκρούσεις ήταν πολύ συχνότερες, απ'ότι τώρα.[13] Κάποιο κρατήρες διακόπτονται και άλλοι βρίσκονται πάνω από τις αυλακώσεις, δείχνοντας ότι κάποιες από αυτές είναι αρκετά παλιές. Οι κρατήρες είναι επίπεδοι χωρίς κεντρικά υψώματα που ίσως οφείλεται στον παγωμένο φλοιό ο οποίος ρέει κατά τις διάφορες γεωλογικές περιόδους του.

Εκτός από τους κρατήρες, η επιφάνειά του είναι σημαδεμένη και με αυλάκια σαν κάποιος να έχει σύρει πάνω του μια πελώρια τσουγκράνα. Πάνω σ’ αυτό τον κόσμο των πάγων και των σκοτεινών άχρωμων βράχων υπάρχουν ολόκληρες οροσειρές, με ύψος 1.500 μέτρων και μήκος εκατοντάδων χιλιομέτρων, που απλώνονται σαν γιγάντιες πτυχές του λεπτού φλοιού του. Πριν από εκατομμύρια χρόνια, όταν ο Γανυμήδης ήταν ακόμη νέος και το εσωτερικό του θερμό, η επιφάνειά του διασπάστηκε σε τεράστιες πλάκες που μετακινούμενες συγκρούστηκαν μεταξύ τους σχηματίζοντας τις πτυχώσεις και τις οροσειρές με μια διαδικασία παρόμοια με την κίνηση των τεκτονικών πλακών της Γης.[5] Οι δυνάμεις που προκάλεσαν την τεκτονική δράση μπορούν να συνδεθούν με παλιρροϊκά γεγονότα θέρμανσης κατά το παρελθόν, που ενδεχομένως προκλήθηκαν όταν ο δορυφόρος πέρασε από ασταθή τροχιακό συντονισμό.[5][14] Το παλιρροϊκό λύγισμα των πάγων μπορεί να θέρμανε το εσωτερικό και καταπόνησε την λιθόσφαιρα, και οδήγησε στην ανάπτυξη των ρωγμών και ρηγμάτων, τα οποία έσβησαν τα παλιά, σκοτεινά εδάφη στο 70% της επιφάνειας.[5] Στη συνέχεια ζεστοί πίδακες νερού από το εσωτερικό του δορυφόρου παραμόρφωσαν την τεκτονική της λιθόσφαιρας.[15] Η ραδιενεργής θέρμανση εντός του δορυφόρου είναι η σημαντικότερη πηγή ρεύματος θερμότητας, συμβάλλοντας, για παράδειγμα, σε βάθος των ωκεανών. Ερευνητικά μοντέλα διαπίστωσαν ότι, αν η εκκεντρότητα της τροχιάς ήταν μία τάξη μεγέθους μεγαλύτερη από ό, τι σήμερα (όπως μπορεί να ήταν στο παρελθόν), η παλιρροϊκή θέρμανση θα ήταν πιο σημαντική πηγή θερμότητας από ραδιενεργή θέρμανση.[16]

Μαγνητόσφαιρα

Μια σημαντική ανακάλυψη του Γαλιλαίου ήταν η ύπαρξη μαγνητόσφαιρας στον Γανυμήδη, κάτι που σημαίνει ότι ο δορυφόρος αυτός έχει το δικό του μαγνητικό πεδίο. Λόγω του μαγνητικού αυτού πεδίου είναι πιθανή και η ύπαρξη ενός ρευστού πυρήνα από σίδηρο ή από αγώγιμο αλατισμένο νερό που βρίσκεται κάτω από τον παγωμένο φλοιό του. Άλλες πάλι μετρήσεις μας έδειξαν την πιθανή ύπαρξη ιονόσφαιρας ενώ κάτω από την ιονόσφαιρα πρέπει να υπάρχει και μια πολύ λεπτή και αραιή ατμόσφαιρα.

Εξερεύνηση

Τα πρώτα διαστημικά οχήματα που προσπέρασαν το σύστημα του Δία ήταν το Πάιονηρ 10 και Πάιονηρ 11 χωρίς όμως να μπορέσουν να μας στείλουν πολλές πληροφορίες για τον Γανυμήδη. Το 1979 όμως τα Βόγιατζερ 1 και Βόγιατζερ 2 κατόρθωσαν να προσδιορίσουν το ακριβές του μέγεθος και να παρατηρήσουν την αυλακωμένη του επιφάνεια. Από το 1996 έως το 2000 το Γαλιλαίος μελέτησε τον Γανυμήδη σε έξι διαφορετικά προσπεράσματά του εκ των οποίων το δεύτερο ήταν σε ύψος 264 χλμ. από την επιφάνειά του. Από τις φωτογραφίες που ήρθαν από τον Γαλιλαίο φαίνεται ότι ένα μεγάλο τμήμα της επιφάνειας του Γανυμήδη έχει ανασχηματιστεί από πρόσφατες ηφαιστειακές ή τεκτονικές δραστηριότητες. Τα στοιχεία του Γαλιλαίου μας αποκάλυψαν επίσης μια επιφάνεια βομβαρδισμένη από κομήτες και αστεροειδείς, και ρυτιδιασμένη από παρόμοιες δυνάμεις που σχημάτισαν τα βουνά και μετακινούν τις ηπείρους πάνω στην Γη. Το πιο πρόσφατο διαστημικό όχημα το οποίο μελέτησε τον Γανυμήδη προσπερνώντας τον ήταν το Νέοι Ορίζοντες το 2007. Τον Φεβρουάριο του 2009 η NASA και ο ESA ανακοίνωσαν την κοινή τους απόφαση να μελετήσουν το δορυφορικό σύστημα του Δία με το διαστημικό όχημα EJSM το οποίο θα εκτοξευτεί το 2020.

Παραπομπές

Ευρώπη (Ζωή)

Ευρώπη (δορυφόρος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Για άλλες χρήσεις, δείτε: Ευρώπη (αποσαφήνιση).
Ευρώπη

Φωτογραφία της Ευρώπης από το διαστημόπλοιο Galileo
Ανακάλυψη
Ανακαλύφθηκε από Γαλιλαίος Γαλιλέι, Μάγερ Σίμων
Ημερομηνία Ανακάλυψης 7 Ιανουαρίου 1610
Χαρακτηριστικά τροχιάς[1]
Ημιάξονας τροχιάς 670.900 Km[2]
Εκκεντρότητα 0,009
Περίοδος περιφοράς 3,551181 ημέρες
Κλίση 0,47° (προς τον Ισημερινό του Δία)
Είναι δορυφόρος του Δία
Φυσικά χαρακτηριστικά
Μέση Ακτίνα 1.569 Km [2]
Έκταση επιφάνειας 30.900.000 Km²
Όγκος 1,593 × 1010 Km³
Μάζα 4,8 × 1022 kg [2]
Μέση πυκνότητα 3,01 g/cm3 [2]
Ισημερινή βαρύτητα επιφάνειας 1,314 m/s²
Ταχύτητα διαφυγής 2,025 km/s
Περίοδος περιστροφής Σύγχρονη
Κλίση άξονα 0,1° [3]
Λευκαύγεια 0,67 ± 0,03 [4]
Επιφανειακή θερμοκρασία 102 K [5]
Φαινόμενο μέγεθος 5,29 [4]

Η Ευρώπη (αγγλικά: Europa) ή Δίας II είναι ο τέταρτος μεγαλύτερος φυσικός δορυφόρος του πλανήτη Δία. Η Ευρώπη, σχεδόν σφαιρικό σώμα, έχει διάμετρο 3.122 χιλιόμετρα, δηλαδή κατά 10% μικρότερη από τη διάμετρο της Σελήνης ή 4 φορές μικρότερη της γήινης. Ο όγκος όμως της Ευρώπης είναι μόλις το 1,5% του γήινου και η έκταση της επιφάνειας το 6% της γήινης. Η μέση απόστασή της από το κέντρο του Δία είναι 671.079 χιλιόμετρα. Ο δορυφόρος διαθέτει μια αραιότατη ατμόσφαιρα από οξυγόνο και μία από τις πλέον λείες επιφάνειες στο Ηλιακό σύστημα.

Η Ευρώπη ανακαλύφθηκε στις 7 Ιανουαρίου 1610 από τον Γαλιλαίο (και, ανεξάρτητα, από τον Σίμωνα Μάριο λίγο μετά) και είναι ο μικρότερος από τους 4 «δορυφόρους του Γαλιλαίου», που ανακαλύφθηκαν από αυτόν τον Ιανουάριο εκείνου του έτους. Από τη Γη παρατηρείται ως αστέρας με φαινόμενο μέγεθος 5,3

Εξαιτίας της πιθανής υπάρξεως υπόγειου ωκεανού κάτω από την παγωμένη της επιφάνεια, η Ευρώπη αναφέρεται ως πιθανό λίκνο εξωγήινης ζωής. Υπάρχουν φιλόδοξα σχέδια για εξερευνητικές αποστολές που θα προσεδαφιστούν, ενώ μέχρι σήμερα μόνο από κοντινά περάσματα (flybys) διαστημοπλοίων υπάρχουν πληροφορίες.

Ετυμολογία

Ο δορυφόρος Ευρώπη πήρε το όνομά του, όπως και η ήπειρος Ευρώπη, από την κόρη του Αγήνορος, βασιλιά της Φοινίκης στην αρχαία ελληνική μυθολογία.

Παρότι το όνομα αυτό προτάθηκε από τον Σίμωνα Μάριο το 1614, ξεχάσθηκε για αιώνες (όπως και των άλλων δορυφόρων του Γαλιλαίου) και ξανάρχισε να χρησιμοποιείται τον εικοστό αιώνα (βλ. Marazzini, C. (2005): The names of the satellites of Jupiter: from Galileo to Simon Marius, Lettere Italiana, τ. 57, No. 3, σσ. 391-407). Μέχρι τότε, απλώς αναφερόταν ως Jupiter II (= Δίας ΙΙ, ένα σύστημα ονοματοδοσίας για τους δορυφόρους που εισήγαγε ο ίδιος ο Γαλιλαίος) ή απλώς ως «ο δεύτερος δορυφόρος του Διός». Το αδύνατο σημείο είναι ότι η ονομασία αυτή, με βάση τη σειρά αποστάσεως από τον πλανήτη τους ανατρέπεται από την ανακάλυψη ακόμα πλησιέστερων δορυφόρων, όπως έγινε με την ανακάλυψη της Αμαλθείας το 1892, οπότε η Ευρώπη έγινε ο τρίτος από τον Δία. Τα διαστημόπλοια Βόγιατζερ ανακάλυψαν τρεις ακόμα πλησιέστερους στον Δία δορυφόρους του το 1979, κι έτσι η Ευρώπη είναι τώρα ο έκτος δορυφόρος.

Τροχιά

Η Ευρώπη συμπληρώνει μία πλήρη περιφορά γύρω από τον Δία σε μόλις 3 γήινες ημέρες, 13 ώρες, 14 λεπτά και 36 δευτερόλεπτα, ακολουθώντας μία σχεδόν κυκλική τροχιά (εκκεντρότητα 0,009). Η απόσταση από τον Δία κυμαίνεται μεταξύ 664.300 και 677.900 χιλιομέτρων. Η μέση ταχύτητα της περιφοράς περί τον Δία είναι 13,74 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο. Η κλίση της τροχιάς ως προς την εκλειπτική είναι 1,78 μοίρα, ενώ η κλίση ως προς το ισημερινό επίπεδο του Δία είναι μόλις 28 λεπτά της μοίρας.

Καθώς συμβαίνει με όλους τους δορυφόρους του Γαλιλαίου, αλλά και με τη Σελήνη της Γης, η Ευρώπη εμφανίζει το φαινόμενο της σύγχρονης περιστροφής, δηλαδή το ένα της ημισφαίριο «βλέπει» συνεχώς προς τον πλανήτη, ενώ το άλλο είναι στραμμένο μονίμως μακριά του. Αυτό οφείλεται στις παλιρροϊκές δυνάμεις που ασκεί ο πλανήτης στον δορυφόρο επί δισεκατομμύρια χρόνια. Οι ίδιες δυνάμεις τείνουν να καταστήσουν την τροχιά εντελώς κυκλική, αλλά η μικρή εκκεντρότητα διατηρείται από τις βαρυτικές παρέλξεις των άλλων μεγάλων δορυφόρων. Η Ευρώπη τείνει να αποκτήσει ένα ελαφρώς επίμηκες σχήμα προς τον Δία, επίσης εξαιτίας της παλιρροϊκής δυνάμεως του γιγάντιου πλανήτη. Επειδή η διεύθυνση που τείνει να επιμηκυνθεί κυμαίνεται ελαφρώς καθώς η τροχιά είναι ελλειπτική, ο φλοιός της Ευρώπης λυγίζει συνεχώς κατά λίγο διαφορετικές κατευθύνσεις σε κάθε περιφορά, κίνηση που εκλύει θερμική ενέργεια στο εσωτερικό του δορυφόρου (παλιρροϊκή θέρμανση), με αποτέλεσμα οι θερμοκρασίες να υψώνονται σε ευνοϊκά για τη ζωή επίπεδα σε αυτόν τον παγωμένο κόσμο μακριά από τον Ήλιο. Μόνο έτσι θα μπορούσε να υπάρξει ένας ωκεανός από νερό σε υγρή μορφή.

Φυσικά χαρακτηριστικά

Το εσωτερικό της Ευρώπης

Η μάζα της Ευρώπης είναι το 0,8% της μάζας της Γης, ενώ η μέση της πυκνότητα είναι 3,014 γραμμάρια ανά cm³. Από αυτά τα δεδομένα υπολογίζεται ότι η επιτάχυνση της βαρύτητας στην επιφάνεια της Ευρώπης είναι 1,314 m/sec², δηλαδή η βαρύτητα εκεί είναι 7,46 φορές ασθενέστερη από τη γήινη, ενώ η μέση ταχύτητα διαφυγής υπολογίζεται σε 2025 m/sec (7290 χιλιόμετρα την ώρα).

Εσωτερική δομή

Η Ευρώπη, όπως και οι γεωειδείς πλανήτες, αποτελείται κυρίως από πυριτικά πετρώματα. Διαθέτει ένα εξωτερικό στρώμα νερού πάχους περίπου 100 χιλιομέτρων, του οποίου τουλάχιστον το εξωτερικό τμήμα έχει παγώσει. Μαγνητικά δεδομένα από την διαστημική συσκευή Γαλιλαίος, το πρώτο διαστημόπλοιο στην ιστορία που έγινε τεχνητός δορυφόρος του Δία (1995 ως 2003), αποδεικνύουν ότι η Ευρώπη παράγει επαγόμενο μαγνητικό πεδίο από την αλληλεπίδραση με το ισχυρό μαγνητικό πεδίο του Δία, γεγονός που με τη σειρά του υποδεικνύει την παρουσία ενός αγώγιμου στρώματος κάτω από την επιφάνεια. Το στρώμα αυτό είναι πιθανότατα ένας ωκεανός υγρού νερού με αρκετά άλατα διαλυμένα ώστε να καθίσταται αγώγιμος ηλεκτρικά. Η Ευρώπη πιθανώς να έχει στο κέντρο της και ένα μεταλλικό πυρήνα από σίδηρο (Kivelson, M.G. κ.ά.: Galileo Magnetometer Measurements: A Stronger Case for a Subsurface Ocean at Europa, περιοδικό Science, τ. 289, No. 5483, 25 Αυγούστου 2000 σσ. 1340-1343).

Επιφανειακά χαρακτηριστικά

Η επιφάνεια της Ευρώπης είναι σχετικώς ομαλή: Λίγα υψώματα πάνω από 200 μέτρα έχουν παρατηρηθεί, με μέγιστο ανάγλυφο στο 1 χλμ. ύψος. Πρόκειται για μία από τις πλέον λείες επιφάνειες στο Ηλιακό σύστημα. Τα γραμμικά στοιχεία της επιφάνειας που διακρίνονται στις φωτογραφίες και η σχεδόν πλήρης απουσία κρατήρων υποδεικνύουν μια «νεαρή» επιφάνεια που ανανεώνεται συνεχώς. Οι εκτιμήσεις της ηλικίας της επιφάνειας ποικίλλουν από 20 ως 180 εκατομμύρια γήινα χρόνια. Η λευκαύγεια (άλβεδο) της Ευρώπης ανέρχεται στο 0,64 και είναι μία από τις υψηλότερες για δορυφόρο, πράγμα που οφείλεται στον (λευκό) πάγο.

Οι γραμμώσεις (lineae)

Φωτογραφία της Ευρώπης σε σχεδόν φυσικά χρώματα από το διαστημόπλοιο Galileo

Το εντονότερο επιφανειακό χαρακτηριστικό της Ευρώπης είναι οι σκουρόχρωμες γραμμώσεις που διασταυρώνονται πάνω σε ολόκληρη την επιφάνειά της. Εξέτασή τους σε υψηλές μεγεθύνσεις δείχνει ότι πρόκειται για ρήγματα, καθώς τα χείλη του φλοιού στις δύο τους πλευρές έχουν κινηθεί το ένα ως προς το άλλο. Οι πιο πλατιές γραμμώσεις έχουν πλάτος περί τα 20 χλμ. με θολά εξωτερικά άκρα και κεντρική λωρίδα πιο ανοιχτόχρωμου υλικού. Αυτές ίσως οφείλονται σε σειρές κρυοηφαιστειακών εκρήξεων ή γκέυζερ, καθώς θερμότερο υγρό υλικό από το εσωτερικό ξεπηδά στην παγωμένη επιφάνεια.

Λοιπά χαρακτηριστικά

Στην Ευρώπη παρατηρείται και ένας αριθμός από κυκλικά και ελλειπτικά μορφώματα που είναι γνωστά με τον λατινικό όρο lenticulae, («φακίδες»). Πολλά από αυτά είναι θολωτά υψώματα, άλλα (αντιθέτως) κοιλότητες, και κάποια είναι επίπεδες σκοτεινές κηλίδες. Μερικά εμφανίζουν τραχιά επιφάνεια με χαοτική δομή. Οι κορυφές των θόλων μοιάζουν με το παλαιότερο έδαφος των γύρω επίπεδων εκτάσεων, πράγμα που σημαίνει ότι οι θόλοι σχηματίσθηκαν όταν ο φλοιός ωθήθηκε εκ των κάτω από θερμότερο υλικό, όπως οι θάλαμοι μάγματος στον γήινο φλοιό. Οι επίπεδες σκοτεινές κηλίδες μάλλον δημιουργήθηκαν από λιωμένο πάγο που απελευθερώθηκε όταν έσπασε η επιφάνεια, ενώ οι τραχιές «φακίδες» με τη χαοτική δομή (περιοχές ονομαζόμενες "chaos", π.χ. το Conamara Chaos) φαίνεται ότι σχηματίσθηκαν από πολλά μικρά θραύσματα φλοιού ενσωματωμένα σε σκούρο υλικό με μικρά ανυψώματα, όπως τα παγόβουνα σε μια παγωμένη θάλασσα.

Ο υπόγειος ωκεανός

Πιστεύεται ότι κάτω από την επιφάνεια υπάρχει ένα στρώμα υγρού νερού που θερμαίνεται από την προαναφερθείσα παλιρροϊκή θέρμανση. Η μέση θερμοκρασία της επιφάνειας της Ευρώπης είναι 110 K ή -170 °C (ελάχιστη -223 °C, στους πόλους, και μέγιστη -148 °C, στον ισημερινό) και έτσι το επιφανειακό νερό είναι μονίμως παγωμένο.[5] Οι πρώτες ενδείξεις ενός υπόγειου ωκεανού ήρθαν από θεωρητικές επεξεργασίες της παλιρροϊκής θέρμανσης. Οι επιστημονικές ομάδες οι αρμόδιες για τις εικόνες των διαστημοπλοίων Galileo και Voyager υποστήριξαν μετά ότι τα γεωλογικά χαρακτηριστικά της Ευρώπης επίσης δικαιολογούν την ύπαρξη υπόγειου ωκεανού [6]. Το πιο καλό παράδειγμα είναι οι χαοτικές δομές, που πολλοί ερμηνεύουν ως αποτέλεσμα επανειλημμένων τήξεων και επαναστερεοποιήσεων. Αυτή η ερμηνεία ωστόσο είναι έντονα αμφιλεγόμενη. Οι περισσότεροι γεωλόγοι που έχουν μελετήσει τον δορυφόρο προτιμούν το λεγόμενο «μοντέλο παχέος πάγου», κατά το οποίο ο ωκεανός έχει σπανίως ή και ποτέ αλληλεπιδράσει με την επιφάνεια. Τα διαφορετικά πρότυπα δίνουν τιμές για το πάχος του εξωτερικού κελύφους πάγου μεταξύ 500 μέτρων και δεκάδων χιλιομέτρων [7].

Το κυριότερο στοιχείο που συνηγορεί για το «μοντέλο παχέος πάγου» είναι οι μεγαλύτεροι κρατήρες, που περιβάλλονται από ομόκεντρους δακτυλίους και φαίνονται να είναι γεμάτοι με σχετικώς επίπεδο και πρόσφατο πάγο. Από αυτό το γεγονός και από υπολογισμούς της παραγόμενης θερμότητας από τις παλιρροϊκές δυνάμεις, εκτιμάται ότι το πάχος του εξωτερικού κελύφους πάγου είναι περί τα 10 ως 30 χιλιόμετρα,[8] που όμως περιλαμβάνουν ένα «μαλακό» στρώμα «θερμού πάγου». Τότε, ο υγρός ωκεανός από κάτω θα μπορούσε να έχει βάθος έως και 100 χιλιόμετρα.[9]

Το λεγόμενο «μοντέλο του λεπτού πάγου» συνάγεται από τον σχηματισμό μίνι-οροσειρών και κάμψεων του κελύφους του πάγου. Σύμφωνα με αυτό, το στερεό κέλυφος θα μπορούσε να έχει πάχος μόλις 200 μέτρα και το υγρό εσωτερικό της Ευρώπης ξεχύνεται συχνά στην επιφάνεια μέσα από ανοικτές ρωγμές.[7]

Παραπέρα ισχυρή ένδειξη για την ύπαρξη του ωκεανού είναι όπως προαναφέρθηκε το μαγνητικό πεδίο του δορυφόρου, που αλληλεπιδρά με εκείνο του Δία. Ο ωκεανός θα πρέπει να έχει αρκετά άλατα ώστε να είναι αγώγιμος, και πράγματι φασματοσκοπικές παρατηρήσεις δείχνουν ότι τα σκούρα κόκκινα γραμμικά χαρακτηριστικά στην επιφάνεια μπορεί να είναι πλούσια σε άλατα όπως το θειικό μαγνήσιο, που απέθεσε το νερό που ξεχύθηκε στην επιφάνεια.[10]

Το 2012, το διαστημικό τηλεσκόπιο Χαμπλ παρατήρησε στην επιφάνεια της Ευρώπης δόμες που ερμηνεύτηκαν ως πίδακες υδρατμών,[11] με ύψος που φτάνει τα 200 χιλιόμετρα.[12][13] Επιπλέον στοιχεία για την ύπαρξή τους παρουσιάστηκαν το 2016.

Τα ίχνη ατμόσφαιρας

Το 1994, παρατηρήσεις με τον φασματογράφο του Διαστημικού Τηλεσκοπίου Χαμπλ αποκάλυψαν ότι η Ευρώπη φέρει μια εξαιρετικά αραιή ατμόσφαιρα: Η ατμοσφαιρική πίεση στην επιφάνεια είναι μόλις 0,1 μικροπασκάλ. Το κυριότερο αέριό της είναι το μοριακό οξυγόνο.[14][15] Αντίθετα με το οξυγόνο στη γήινη ατμόσφαιρα, αυτό της Ευρώπης δεν έχει βιολογική προέλευση. Μάλλον προήλθε από φορτισμένα σωματίδια (ιόντα και ηλεκτρόνια) που βομβαρδίζουν την επιφάνεια του δορυφόρου και διασπούν τα μόρια του νερού σε OH (υδροξύλιο) και H (ατομικό υδρογόνο). Χημικές αντιδράσεις οδηγούν τελικά σε κάποιο συνδυασμό μοριακού οξυγόνου, μοριακού υδρογόνου, υπεροξειδίου του υδρογόνου και νερού. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται ραδιόλυση.[16] Το μοριακό οξυγόνο επικρατεί στην ατμόσφαιρα επειδή έχει μεγάλο χρόνο ζωής εκεί: ερχόμενο σε επαφή με την παγωμένη επιφάνεια, ένα μόριο οξυγόνου δεν «κολλά» σε αυτή, όπως συμβαίνει με τα μόρια του νερού ή του υπεροξειδίου του υδρογόνου, αλλά αναπηδά. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι η υποτυπώδης αυτή ατμόσφαιρα είναι τόσο αραιή, ώστε τα μόριά της δεν συγκρούονται τόσο συχνά μεταξύ τους, όσο με την επιφάνεια του δορυφόρου. Εκτελούν στην πραγματικότητα βαλλιστικές τροχιές και πέφτουν στην επιφάνεια υπό την επίδραση της βαρύτητας. Το μοριακό υδρογόνο επίσης αναπηδά, αλλά είναι τόσο ελαφρό, ώστε διαφεύγει εύκολα στο διάστημα υπερνικώντας τη μικρή βαρύτητα της Ευρώπης.[17][18]

Παρατηρήσεις της επιφάνειας αποκαλύπτουν ότι ένα ποσοστό του παραγόμενου μοριακού οξυγόνου παραμένει στην επιφάνεια. Καθώς ο υπόγειος ωκεανός μπορεί να έρχεται σε επαφή με την επιφάνεια, αυτό το οξυγόνο ίσως διαλύεται στον ωκεανό, όπου θα μπορούσε να βοηθήσει σε βιολογικές διαδικασίες.[19]

Εξερεύνηση

Οι περισσότερες από τις γνώσεις μας για την Ευρώπη προέρχονται από τα κοντινά περάσματα (flybys) τριών μη επανδρωμένων διαστημοπλοίων: των δύο Βόγιατζερ και του Γαλιλαίος. Διάφορες προτάσεις έχουν γίνει για μελλοντικές αποστολές. Οποιαδήποτε αποστολή στην Ευρώπη θα πρέπει να προστατεύεται κατάλληλα έναντι των υψηλών επιπέδων ακτινοβολίας της μαγνητόσφαιρας του Δία. Στόχοι των αποστολών θα είναι η μελέτη της χημικής συστάσεως και η αναζήτηση εξωγήινης ζωής στον υπόγειο ωκεανό της.

Δυνατότητα για εξωγήινη ζωή

Το περιβάλλον μέσα σε ένα υπόγειο ωκεανό θα είναι ίσως παρόμοιο με εκείνο κοντά σε υδροθερμικούς πόρους στα βάθη των γήινων ωκεανών, ή με αυτό στη λίμνη Βοστόκ της Ανταρκτικής με τα εξωτικά μικρόβια. Η ζωή επομένως σε ένα τέτοιο περιβάλλον θα μπορούσε να είναι παρόμοια με τη ζωή των υδρόβιων μικροβίων στη Γη.

Ο καθηγητής Robert Pappalardo του Πανεπιστημίου του Κολοράντο είπε: «Ξοδέψαμε αρκετό χρόνο και προσπάθεια προσπαθώντας να καταλάβουμε αν ο Άρης είχε κάποτε ένα κατοικήσιμο περιβάλλον. Η Ευρώπη, ίσως, έχει σήμερα ένα κατοικήσιμο περιβάλλον. Χρειάζεται να το επιβεβαιώσουμε αυτό, αλλά η Ευρώπη έχει όλα τα συστατικά για τη ζωή, και όχι πριν από 4 δισεκατ. χρόνια, αλλά σήμερα». Ωστόσο, πρόσφατες περικοπές στους προϋπολογισμούς έχουν συντελέσει στο να απορριφθούν σχέδια για αποστολές ειδικά στην Ευρώπη.

Κατοικησιμότητα

Μια υδροθερμική διέξοδος μαύρου καπνού στον Ατλαντικό Ωκεανό. Τροφοδοτείται από γεωθερμική ενέργεια, και όπως και άλλα είδη υδροθερμικών πηγών δημιουργεί χημική ανισορροπία που μπορεί να παρέχει πηγές ενέργειας για τη ζωή.

Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει καμία ένδειξη για ύπαρξη ζωής στην Ευρώπη αλλά έχει αναδειχθεί ως μία από τις πιο πιθανές τοποθεσίες στο Ηλιακό Σύστημα για κατοικησιμότητα.[20][21] Η ζωή θα μπορούσε να υπάρχει στους ωκεανούς κάτω από τους πάγους, ίσως σε ένα περιβάλλον παρόμοιο με τις υδροθερμικές διεξόδους στα βάθη των Γήινων ωκεανών.[22][23] Το 2016 μία μελέτη του NASA έδειξε ότι ακόμα και αν δεν υπάρχει ηφαιστειακή υδροθερμική δραστηριότητα στην Ευρώπη, τα Γήινα επίπεδα υδρογόνου και οξυγόνου θα μπορούσαν να παραχθούν μέσω διαδικασιών που σχετίζονται με σερπεντινισμό και οξειδωτικά προερχόμενα από τους πάγους, τα οποία δεν εμπλέκουν άμεσα ηφαιστειακή δραστηριότητα.[24] Το 2015, οι επιστήμονες ανακοίνωσαν ότι το αλάτι από ένα υπόγειο ωκεανό είναι πιθανό να καλύπτει ορισμένα χαρακτηριστικά της Ευρώπης, εφόσον ο ωκεανός βρίσκεται σε επαφή με τον πυθμένα.[25][26] Η πιθανή παρουσία υγρού νερού σε επαφή με το βραχώδη μανδύα της Ευρώπης έχει αναζωπυρώσει τα αιτήματα για αποστολή διαστημικού οχήματος εκεί.[27]

Ευρώπη – πιθανή επίδραση της ακτινοβολίας σε χημικές ουσίες που θεωρούνται βιοϋπογραφές

Η ενέργεια που παρέχεται από παλιρροϊκές κάμψεις τροφοδοτεί ενεργές γεωλογικές διεργασίες στο εσωτερικό της Ευρώπης, όπως ακριβώς θα έκανε και εμφανέστερα στην αδελφή σελήνη . Αν και η Ευρώπη, όπως και η Γη, μπορεί να διαθέτει εσωτερική πηγή ενέργειας από ραδιενεργές διασπάσεις, η ενέργεια που παράγεται από παλιρροϊκές κάμψεις θα ήταν αρκετές τάξεις μεγέθους μεγαλύτερη από κάθε πηγή ραδιενέργειας.[28] Η ζωή στην Ευρώπη θα μπορούσε να υπάρχει συγκεντρωμένη γύρω από υδροθερμικές πηγές στον πυθμένα του ωκεανού, ή κάτω από τον πυθμένα του ωκεανού όπως ζουν και οι ενδολίθοι στη Γη. Εναλλακτικά, ζωή θα μπορούσε να υπάρχει προσκολλημένη στην κάτω επιφάνεια του στρώματος πάγου, όπως βρίσκονται τα άλγη και τα βακτήρια στις Γήινες πολικές περιοχές, ή ίσως θα μπορούσε να επιπλέει ελεύθερα στους ωκεανούς της Ευρώπης.[29] Αν οι ωκεανοί είναι πολύ κρύοι, τότε οι βιολογικές διεργασίες της ζωής δεν θα μοιάζουν με τις κοινές Γήινες. Ενώ αν είναι πολύ αλμυροί, μόνο ακραία αλόφιλα θα μπορούσαν να επιβιώσουν σε αυτό το περιβάλλον.[29] Το 2010 ο Ρίτσαρντ Γκρίνμπεργκ του Πανεπιστημίου της Αριζόνα παρουσίασε ένα μοντέλο όπου πρότεινε ότι η ακτινοβόληση του πάγου στην επιφάνεια της Ευρώπης θα μπορούσε να προκαλέσει κορεσμό της επιφάνειας με οξυγόνο και υπεροξείδια, τα οποία θα μπορούσαν στη συνέχεια να μεταφερθούν με τεκτονικές διεργασίες στον εσωτερικό ωκεανό. Μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να καταστήσει τον ωκεανό της Ευρώπης οξυγονωμένο όπως και τον Γήινο μέσα σε μόλις 12 εκατομμύρια χρόνια, επιτρέποντας την ύπαρξη σύνθετων, πολυκύτταρων ζωντανών οργανισμών.[30]

Τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι υπάρχουν λίμνες υγρού νερού πλήρως εγκλεισμένες στον παγωμένο εξωτερικό φλοιό της Ευρώπης και είναι ξεχωριστές από έναν υγρό ωκεανό που πιστεύεται ότι υπάρχει κάτω από τους πάγους.[31][32] Αν αυτό ισχύει, τότε οι λίμνες θα μπορούσαν να είναι πιθανοί οικότοποι για τη ζωή.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει άφθονο υπεροξείδιο του υδρογόνου σε όλη την επιφάνεια της Ευρώπης.[33] Επειδή το υπεροξείδιο του υδρογόνου διασπάται σε οξυγόνο και νερό όταν συνδυάζεται με νερό σε υγρή μορφή, προτάθηκε ως ενεργειακό εφόδιο για απλές μορφές ζωής.

Στον παγωμένο φλοιό της Ευρώπης έχουν ανιχνευθεί αργιλοειδή μέταλλα (συγκεκριμένα, φυλλοπυριτικά), που στη Γη συχνά συνδέονται με οργανική ύλη.[34] Η παρουσία των μετάλλων μπορεί να οφείλεται σε σύγκρουση με αστεροειδή ή κομήτη.[34]

Μερικοί επιστήμονες θεωρούν ότι η ζωή από τη Γη θα μπορούσε να εκτοξευθεί στο διάστημα από συγκρούσεις αστεροειδών και ίσως έφτασε στα φεγγάρια του Δία με μια διαδικασία που ονομάζεται λιθοπανσπερμία.[35]

 

Ιώ

Ιώ (δορυφόρος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Για άλλες χρήσεις, δείτε: Ιώ.
Ιώ
Io highest resolution true color.jpg

Η επιφάνεια της Ιούς παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία σε χρώματα και χαρακτηριστικά.

Ανακάλυψη
Ανακαλύφθηκε από Γαλιλαίος Γαλιλέι
Ημερομηνία Ανακάλυψης 7 Ιανουαρίου 1610
Χαρακτηριστικά τροχιάς
Ημιάξονας τροχιάς 421.700 Km
Εκκεντρότητα 0,0041
Περίοδος περιφοράς 1,769137786 ημέρες
Κλίση 0,05° (προς τον Ισημερινό του Δία)
Είναι δορυφόρος του Δία
Φυσικά χαρακτηριστικά
Διαστάσεις 3.660 × 3.637,4 × 3.630,6 Km
Μέση Ακτίνα 1.821,3 Km
Έκταση επιφάνειας 41.910.000 Km²
Όγκος 2,53 × 1010 Km³
Μάζα 8,9319 × 1022 kg
Μέση πυκνότητα 3,528 g/cm3
Ισημερινή βαρύτητα επιφάνειας 1,796 m/s²
Ταχύτητα διαφυγής 2,558 km/s
Περίοδος περιστροφής Σύγχρονη
Λευκαύγεια 0,63 ± 0,02
Επιφανειακή θερμοκρασία 130 K
Φαινόμενο μέγεθος 5,02

Η Ιώ (αγγλικά: Io) ή Δίας I, είναι ο τρίτος κατά σειρά μεγέθους δορυφόρος του πλανήτη Δία. Ανακαλύφθηκε από τον Γαλιλαίο τον Ιανουάριο του 1610 και σχεδόν συγχρόνως από τον Γερμανό αστρονόμο Μάγερ Σίμωνα, γνωστότερο ως Μάριο (1570-1624). Παρουσιάζει την εντονότερη ηφαιστειακή δραστηριότητα στο ηλιακό σύστημα.

Με πάνω από 400 ενεργά ηφαίστεια, η Ιώ είναι το πιο δραστήριο γεωλογικώς αντικείμενο στο Ηλιακό Σύστημα.[1][2] Η επιφάνεια της Ιούς είναι επίσης διάστικτη με περισσότερα από 100 όρη που έχουν ανυψωθεί από εκτεταμένη συμπίεση στη βάση του πυριτικού φλοιού της Ιούς.[3] Αντίθετα με άλλους δορυφόρους στο εξώτερο Ηλιακό Σύστημα, οι οποίοι αποτελούνται κυρίως από υδατικό πάγο, η Ιώ αποτελείται βασικά από πυριτικό βράχο που περιβάλλει έναν πυρήνα τηγμένου σιδήρου ή σουλφιδίων του σιδήρου.

Ονοματολογία

Size comparison between Io (lower left), the Moon (upper left) and Earth

Αν και ο Simon Marius δεν πιστώθηκε την εξ ολοκλήρου ανακάλυψη των δορυφόρων του Γαλιλαίου, τα ονόματα που έδωσε στους δορυφόρους υιοθετήθηκαν τελικά. Στη δημοσίευσή του Mundus Iovialis anno M.DC.IX Detectus Ope Perspicilli Belgici το 1614, πρότεινε αρκετά εναλλακτικά ονόματα για τους εσωτερικότερους από τους μεγάλους δορυφόρους του Διός, ανάμεσά τους "Ο Ερμής του Διός" και "Ο Πρώτος από τους Πλανήτες του Διός".[4] Βάσει μιας πρότασης του Γιοχάννες Κέπλερ τον Οκτώβριο του 1613, επινόησε ακόμα μια ονοματολογική σύμβαση για κάθε φεγγάρι που ονομαζόταν από μια ερωμένη του Δία της Ελληνικής μυθολογίας ή τον αντίστοιχο του ρωμαϊκό Γιούπιτερ. Ονόμασε τα εσώτερα μεγάλα φεγγάρια του Διός από την ελληνική μυθολογική μορφή Ιώ.[4][5] Τα ονόματα του Μάριους δεν υιοθετήθηκαν ευρέως μέχρι μερικούς αιώνες μετά, και στην πλειονότητα της πρώιμης αστρονομικής βιβλιογραφίας η Ιώ αναφερόταν γενικά με τον Ρωμαϊκό αριθμητικό ορισμό (σύστημα που εισήγαγε ο Γαλιλαίος) ως "Jupiter I",[6] ή ως "ο πρώτος δορυφόρος του Διός".

Χαρακτηριστικά της Ιούς έχουν πάρει το όνομά τους από χαρακτήρες και τοποθεσίες από ο μύθο της Ιούς, καθώς επίσης και από θεότητες της φωτιάς, των ηφαιστείων, του Ήλιου και της βροντής της καταιγίδας από διάφορους μύθους, και χαρακτήρες και τοποθεσίες από την Κόλαση του Δάντη.[7]

Δομή

Η Ιώ είναι ελαφρώς μεγαλύτερη από τη Σελήνη (περίπου κατά πέντε τοις εκατό), με ακτίνα 1.821,3 χιλιομέτρων και με μάζα 8.9319×1022 kg(περίπου 21 τοις εκατό μεγαλύτερη της Σελήνης). Έχει ελαφρά ελλειψοειδές σχήμα με τον μεγαλύτερό της άξονα στραμμένο προς τον Δία. Ανάμεσα στους δορυφόρους του Γαλιλαίου, έχει την τρίτη μεγαλύτερη μάζα και όγκο, μετά το Γανυμήδη και την Καλλιστώ.

Βασικά χαρακτηριστικά

Το εσωτερικό της Ιούς. Ο μανδύας(κόκκινος και πορτοκαλί) είναι υγρός και αποτελείται από μάγμα. Ο πυρήνας είναι στερεός και αποτελείται από Σίδηρο και Νικέλιο.

Η Ιώ απέχει από τον Δία 421.700 χλμ. και κινείται γύρω του σε γήινο χρόνο μιας ημέρας (24ώρου), 18 ωρών, 27λ και 34δ. Η σχεδόν κυκλική της τροχιά σχηματίζει ένα επίπεδο λίγο κεκλιμένο ως προς τον ισημερινό του πλανήτη. Η πραγματική διάμετρός της φθάνει τα 3.643 χλμ., (είναι επομένως μεγαλύτερη της Σελήνης), το δε αστρικό της μέγεθος είναι 5,5 (περίπου έκτου μεγέθους).

Ηφαιστειακή δραστηριότητα

Εν εξελίξει έκρηξη του ηφαιστείου Τβάσταρ Κατίνα.

Γεωλογικά είναι το πιο δραστήριο σώμα στο Ηλιακό μας σύστημα επειδή βρίσκεται αιχμαλωτισμένη σε μια βαρυτική παγίδα ανάμεσα στο Δία και τους γειτονικούς δορυφόρους Ευρώπη, Γανυμήδη και Καλλιστώ, που την έλκουν από διαφορετικές συνεχώς γωνίες. Μέσα σ’ αυτές τις παλιρροϊκές δυνάμεις η επιφάνεια του εδάφους της Ιούς ανεβοκατεβαίνει συνεχώς. Οι παλίρροιες θερμαίνουν το εσωτερικό της λιώνοντας τους βράχους, που μαζί με θειούχα αέρια ξεπετάγονται στην επιφάνεια με βίαιες ηφαιστειακές εκρήξεις. Ορισμένα από τα 400 ενεργά ηφαίστειά της εκτοξεύουν τα πυρακτωμένα τους υλικά σε ύψος εκατοντάδων χιλιομέτρων, ενώ καπναγωγοί διοξειδίου του θείου απελευθερώνονται από το εσωτερικό και ανερχόμενοι παγώνουν και πέφτουν πάλι στο έδαφος σαν όμορφο χρωματιστό χιόνι που καλύπτει την Ιώ με ρυθμό 10 εκατοστών το χρόνο. Με αυτό το ρυθμό, η Ιώ θα μπορούσε να αναποδογυρίσει τον εαυτό της μέσα σε μερικά μόνο εκατομμύρια χρόνια. Η ηφαιστειακή της δραστηριότητα χρωματίζει την επιφάνεια της με διάφορες κόκκινες, κίτρινες, λευκές, πράσινες και μαύρες αποχρώσεις. Στην ίδια έντονη δραστηριότητα οφείλεται και το μεγάλο ύψος που έχουν ορισμένα από τα βουνά της που φτάνουν σε ύψος μεγαλύτερο από το όρος Έβερεστ της Γης. Στο εσωτερικό της υπάρχει ένας μεταλλικός πυρήνας (μάλλον από σίδηρο και θειικό σίδηρο) με διάμετρο 900 χιλιομέτρων, ενώ νεότερες πληροφορίες αναφέρουν ότι ο δορυφόρος αυτός αποτελείται από δύο στρώματα. Πάνω από τον πυρήνα υπάρχει ένας μανδύας με μερικώς ρευστά πετρώματα και λεπτό φλοιό.

Αλληλεπίδραση με τη μαγνητόσφαιρα του Δία

Σχήμα της μαγνητόσφαιρα του Δία και τα components influenced by Io (near the center of the image): ο δακτύλιος πλάσματος (κόκκινο), το ουδέτερο νέφος (κίτρινο), the flux tube (in green), και οι γραμμές του μαγνητικού πεδίου (μπλε).[8]

Η Ιώ παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του μαγνητικού πεδίου του Διός, δρώντας ως ηλεκτρική γεννήτρια που μπορεί να αναπτύξει 400.000 volt κατά πλάτος της και να δημιουργήσει ηλεκτρικό ρεύμα 3 εκατομμυρίων ampere, απελευθερώνοντας ιόντα που προσδίδουν στον Δία ένα μαγνητικό πεδίο διογκωμένο στο διπλάσιο του μεγέθους που θα είχε διαφορετικά.[9] Η μαγνητόσφαιρα του Δία σαρώνει αέρια και σκόνη από τη λεπτή ατμόσφαιρα της Ιούς με ρυθμό 1 τόνου ανά δευτερόλεπτο.[10] Αυτό το υλικό αποτελείται κυρίως από ιονισμένο και ατομικό θείο, οξυγόνο και χλώριο· ατομικό νάτριο και κάλιο· μοριακό διοξείδιο του θείου και θείο· και σκόνη χλωριούχου νατρίου.[10][11] Αυτά τα υλικά προέρχονται από την ηφαιστειακή δραστηριότητα της Ιούς, αλλά το υλικό που διαφεύγει από το μαγνητικό πεδίο του Δία προς το διαπλανητικό διάστημα προέρχεται απευθείας από την ατμόσφαιρα της Ιούς. Αυτά τα υλικά, ανάλογα με την ιονισμένη τους κατάσταση και τη σύνθεσή τους, καταλήγουν σε διάφορα ουδέτερα (μη ιονισμένα) νέφη και ζώνες ακτινοβολίας στη μαγνητόσφαιρα του Δία και, σε μερικές περιπτώσεις, τελικά απορρίπτονται από το σύστημα του Δία.

Την Ιώ περιβάλλει (σε απόσταση μέχρι και έξι ακτίνες Ιούς από την επιφάνεια) ένα νέφος ουδέτερου ατόμων θείου, οξυγόνου νατρίου και καλίου. Αυτά τα σωματίδια προέρχονται από την ανώτερη ατμόσφαιρα της Ιούς και διεγείρονται από συγκρούσεις με ιόντα στον τόρο πλάσματος (αναλύεται κατωτέρω) και από άλλες διεργασίες και γεμίζουν την σφαίρα Χιλ της Ιούς, όπου η βαρύτητα της Ιούς είναι ισχυρότερη από του Διός. Μέρος αυτού του υλικού διαφεύγει από τη βαρυτική έλξη της Ιούς και τίθεται σε τροχιά γύρω από το Δία. Σε μια περίοδο 20 ωρών, αυτά τα σωματίδια διασπείρονται από την Ιώ και δημιουργούν ένα ουδέτερο νέφος σε σχήμα μπανάνας όπου μπορεί να απλωθεί σε απόσταση έξι φορές μεγαλύτερη της ακτίνας του Διός γύρω από την Ιώ, είτε στο εσωτερικό της τροχιάς της Ιούς και μπροστά από αυτήν είτε εκτός αυτής και πίσω αυτήν.[10] Η διαδικασία σύγκρουσης που ενεργοποιεί αυτά τα σωματίδια περιστασιακά επίσης προσδίδει στα ιόντα νατρίου στον τόρο πλάσματος ένα ηλεκτρόνιο, αφαιρώντας αυτά τα νέα "γρήγορα" ουδέτερα σωματίδια από τον τόρο. Αυτά τα σωματίδια διατηρούν την ταχύτητα τους (70 km/s, συγκριτικά με την ταχύτητα τροχιακής περιστροφής της Ιούς στα 17 km/s ), κι ούτως εξέρχονται ως πίδακες που απομακρύνονται από την Ιώ.[12]

Μελέτη

Το ηφαίστειο Τβάσταρ στην επιφάνεια της Ιούς, που εκτοξεύει υλικό 330 χλμ. πάνω από την επιφάνεια του δορυφόρου.

Η εντατική μελέτη των χαρακτηριστικών της Ιούς από τα διάφορα διαστημικά οχήματα ξεκίνησε το 1979 με τις παρατηρήσεις των δύο Βόγιατζερ το 1979, και συνεχίστηκε με τον Γαλιλαίο την δεκαετία του 1990, το Κασσίνι- Χόιχενς το 2000 και τους Νέους Ορίζοντες το 2007.

  • Ο δορυφόρος αυτός χρησίμευσε στον Δανό αστρονόμο Όλε Ρέμερ στο προσδιορισμό της ταχύτητας του φωτός κατά το 1677.

Δορυφόροι Γαλιλαίου

Δορυφόροι Γαλιλαίου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Από πάνω προς τα κάτω: Ιώ, Ευρώπη, Γανυμήδης και Καλλιστώ

Δορυφόροι του Γαλιλαίου ονομάζονται οι τέσσερις μεγαλύτεροι φυσικοί δορυφόροι του πλανήτη Δία (με την σειρά απόστασής τους από τον Δία) Ιώ, Ευρώπη, Γανυμήδης και Καλλιστώ, οι οποίοι ανακαλύφθηκαν από τον Γαλιλαίο Γαλιλέι (1564-1642) το 1610.

Το ιστορικό της ανακάλυψης

Τον Ιούνιο του 1609 ο ιταλός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας Γαλιλαίος Γαλιλέι έστρεψε προς τον ουρανό για πρώτη φορά τον μικρό του οπτικό σωλήνα που είχε κατασκευάσει με βάση τις πληροφορίες που είχε πάρει από έναν γνωστό του στην Ολλανδία. Ήταν ένα όργανο απλούστατο στη σύλληψη, με δύο μικρούς φακούς στερεωμένους στο εσωτερικό ενός σωλήνα μήκους μικρότερου του ενός μέτρου.

Κοιτάζοντας τον έναστρο ουρανό με το απλό εκείνο όργανο, και παρόλη την θαμπάδα της εικόνας που αποκαλύφθηκε στα μάτια του, ο Γαλιλαίος κατόρθωσε να αντικρίσει μία πληθώρα άστρων που ήσαν αόρατα με γυμνό μάτι διαπιστώνοντας έτσι ότι η ζώνη του Γαλαξία μας αποτελείται στην πραγματικότητα από χιλιάδες ή και εκατομμύρια ακόμη άστρα τα οποία λόγω των μεγάλων τους αποστάσεων μοιάζουν να σχηματίζουν την αμυδρά φωτισμένη Γαλαξία Οδό των αρχαίων Ελλήνων που οι Ρωμαίοι ονόμαζαν Via Lactea (δρόμο από γάλα). Ο απλός εκείνος οπτικός σωλήνας έγινε γνωστός με την ονομασία τηλεσκόπιο, ένας προσδιορισμός που προτάθηκε για πρώτη φορά το 1612 από τον Έλληνα μαθηματικό Ιωάννη Διμιζιάνι, που εκτελούσε χρέη γραμματέως σ’ έναν Ιταλό καρδινάλιο, αν και ο όρος δεν καθιερώθηκε παρά αρκετές δεκαετίες αργότερα.

Μερικούς μήνες μετά τις πρώτες του παρατηρήσεις τα μάτια του Γαλιλαίου άστραψαν και πάλι όταν έστρεψε ένα άλλο τηλεσκόπιο, 10 φορές μεγαλύτερης ισχύος από το πρώτο του, προς το μέρος του λαμπρού πλανήτη Δία που ήταν γνωστός από την αρχαιότητα. Το βράδυ της 7ης Ιανουαρίου 1610, τα μάτια του Γαλιλαίου αντίκρισαν τρία φωτεινά σημάδια να περιβάλουν τον Δία σαν εξαπτέρυγα ενώ τις αμέσως επόμενες ημέρες τα παρατήρησε να αλλάζουν συνεχώς θέση. Στις 11 Ιανουαρίου ένα τέταρτο αντικείμενο προστέθηκε στα άλλα τρία και τότε ήταν που κατάλαβε ότι επρόκειτο για δορυφόρους που περιφέρονταν γύρω από τον Δία. Μ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώθηκε και πρακτικά η Κοπερνίκεια άποψη ενός ηλιοκεντρικού συστήματος (που πρώτος είχε προτείνει ο Αρίσταρχος ο Σάμιος) και το γεγονός ότι η Γη δεν είναι το κέντρο του Σύμπαντος.

Ονομασία

Ο Γαλιλαίος περιέλαβε τις λεπτομέρειες των αστρονομικών αυτών παρατηρήσεων στο βιβλίο του Sidereus Nuncius (= «Αστρικός αγγελιοφόρος») που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1610. Στο βιβλίο του αυτό ο Γαλιλαίος αναφέρονταν στους νέο-ανακαλυφθέντες δορυφόρους του Δία ως Sidea Medicea (άστρα των Μεδίκων) προς τιμήν του Κόζιμο Β’, Μεγάλου Δούκα της Τοσκάνης, που ανήκε στην ισχυρότατη οικογένεια των Μεδίκων, υπήρξε μαθητής του Γαλιλαίου και μετέπειτα εργοδότης του. Η ονομασία όμως αυτή δεν κράτησε πολύ, αφού ο Γερμανός αστρονόμος Σίμων Μάγερ (1573-1624), που υποστήριζε ότι είχε παρατηρήσει τους δορυφόρους του Δία από τον Νοέμβριο του 1609, τους έδωσε τα ονόματα προσώπων που συνδέονται με τις μυθολογικές ιστορίες του Δία, όπως είχε άλλωστε εισηγηθεί προηγουμένως και ο Γιοχάνες Κέπλερ (1571-1630). Έτσι οι τέσσερις αυτοί μεγαλύτεροι δορυφόροι του Δία βαφτίστηκαν το 1614 με τα ονόματα που είναι γνωστοί σήμερα, Ιώ, Ευρώπη, Γανυμήδης και Καλλιστώ, αν και πολλές φορές συλλογικά αναφέρονται ακόμη ως δορυφόροι του Γαλιλαίου.

Εξερεύνηση

Παρ' όλο όμως που έτσι τους δόθηκε μία πιο κλασσική και όμορφη ονομασία επί αιώνες μετά την ανακάλυψή τους οι πλανήτες του Γαλιλαίου δεν έπαψαν, στα περισσότερα τουλάχιστον τηλεσκόπια, να φαίνονται ως απλά φωτεινά σημεία που περιφέρονταν γύρω από τον Δία, αν και οι δύο απ’ αυτούς, ο Γανυμήδης (5.268 χλμ.) και η Καλλιστώ (4.806 χλμ.), είναι ίσοι ή μεγαλύτεροι από τον πλανήτη Ερμή (4.878 χλμ.) και τον νάνο πλανήτη Πλούτωνα (2.324 χλμ.). Έτσι οι πρώτες πραγματικές προσωπογραφίες των δορυφόρων του Δία καταγράφηκαν αιώνες μετά την ανακάλυψή τους χάρη στις φωτογραφικές μηχανές των διαστημικών συσκευών Βόγιατζερ 1 και Βόγιατζερ 2 οι οποίες προσπέρασαν το δορυφορικό σύστημα του Δία τον Μάρτιο και τον Ιούλιο του 1979. Η πραγματική όμως μελέτη και διερεύνησή τους άρχισε μερικά χρόνια αργότερα από μία διαστημοσυσκευή που πήρε το όνομα του ανθρώπου που τους ανακάλυψε.

Η διαστημική συσκευή Γαλιλαίος

Η νέας τεχνολογίας διαστημική συσκευή Γαλιλαίος εκτοξεύτηκε από το Διαστημικό Λεωφορείο Ατλαντίς στις 18 Οκτωβρίου 1989 και αποτελούσε μια κοινή προσπάθεια των Αμερικανικών και Ευρωπαϊκών Διαστημικών Υπηρεσιών για την εξερεύνηση του Δία και των δορυφόρων του. Η πολύχρονη και πολύπλοκη πορεία του τον οδήγησε αρχικά προς τους εσωτερικούς πλανήτες του Ηλιακού Συστήματος. Απέκτησε έτσι βαθμιαία όλο και πιο μεγάλη ταχύτητα από τις βαρυτικές δυνάμεις της Αφροδίτης και της Γης.

Με βάρος πάνω από δύο τόνους και κόστος 1,5 δισεκατομμυρίου δολαρίων, περιλάμβανε προηγμένα όργανα παρατήρησης, με τα οποία έχει ήδη αποστείλει πληθώρα πληροφοριών για τον γιγάντιο πλανήτη και τους δορυφόρους του. Στα 6 χρόνια που χρειάστηκε για να φτάσει στον τελικό του προορισμό πέρασε προηγουμένως από την Αφροδίτη (τον Φεβρουάριο του 1990), το σύστημα Γης-Σελήνης (τον Δεκέμβριο του 1990 και τον Δεκέμβριο του 1992), και τους αστεροειδείς 951 Γκάσπρα (τον Οκτώβριο του 1991) και 243 Ίδη (τον Αύγουστο του 1993).

Μετά από την περιπετειώδη του διαδρομή ο Γαλιλαίος έφτασε τελικά στο δορυφορικό σύστημα του Δία τον Δεκέμβριο του 1995 και η πρώτη του δουλειά ήταν να εκτοξεύσει έναν μικρότερο βολιστήρα, ο οποίος εισχώρησε στο εσωτερικό των εξωτερικών νεφών του γιγάντιου πλανήτη. Με τη βοήθεια ενός αλεξιπτώτου η πτώση του ελαττώθηκε αρκετά ώστε τα διάφορα όργανά του να μπορέσουν να μας στείλουν επί 59 λεπτά πολύτιμες πληροφορίες για τις συνθήκες που επικρατούν στην ατμόσφαιρα του Δία, στην οποία εισχώρησε σε βάθος 200 χιλιομέτρων. Πληροφορίες που μελετήθηκαν επισταμένα από τους επιστήμονες για την εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν όχι μόνο το Δία αλλά και τις ατμόσφαιρες των άλλων γιγάντιων πλανητών.

Θήβη

Θήβη (δορυφόρος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Θήβη
Thebe.jpg

Φωτογραφία της Θήβης που έλαβε στις 4 Ιανουαρίου 2000 το διαστημόπλοιο Galileo.

Ανακάλυψη
Ανακαλύφθηκε από Στέφεν Π. Σάινοττ (Βόγιατζερ 1)
Ημερομηνία Ανακάλυψης 5 Μαρτίου 1979
Χαρακτηριστικά τροχιάς
Ημιάξονας τροχιάς 221.889 Km
Εκκεντρότητα 0,0175 ± 0,0004
Περίοδος περιφοράς 0,674536 ± 0,000001 ημέρες
Κλίση 1,076 ± 0,003° (προς τον Ισημερινό του Δία)
Είναι δορυφόρος του Δία
Φυσικά χαρακτηριστικά
Διαστάσεις 116 × 98 × 84 Km
Μέση Ακτίνα 49,3 ± 2 Km
Όγκος ~500.000 Km³
Μάζα 4,3 × 1017 kg
Μέση πυκνότητα 0,86 g/cm3
Ισημερινή βαρύτητα επιφάνειας 0,013 m/s²
Ταχύτητα διαφυγής 0,02-0,03 km/s
Περίοδος περιστροφής Σύγχρονη
Κλίση άξονα μηδέν
Λευκαύγεια 0,047 ± 0,003
Επιφανειακή θερμοκρασία ≈ 124 K
Φαινόμενο μέγεθος -

Η Θήβη (αγγλικά: Thebe) ή Δίας XIV είναι ο τέταρτος κατά σειρά αποστάσεως φυσικός δορυφόρος του πλανήτη Δία. Ανακαλύφθηκε από τον Stephen P. Synnott σε εικόνες που απέστειλε το διαστημόπλοιο Βόγιατζερ 1 [1] από την περιοχή του Δία στις 5 Μαρτίου 1979 και αρχικώς είχε το προσωρινό «όνομα» S/1979 J2. Αργότερα, η Θήβη εντοπίσθηκε σε εικόνες της 27ης Φεβρουαρίου 1979. Το 1983 ονομάσθηκε επίσημα με το όνομα της νύμφης Θήβης [2], της κόρης του ποτάμιου θεού Ασωπού στην ελληνική μυθολογία, αφού ήταν μία από τις πολλές ερωμένες του Δία.

Τροχιά

Η Θήβη είναι ο «εξώτατος των εσωτερικών» δορυφόρων του Δία: Περιφέρεται γύρω του σε μέση απόσταση 221.889 χιλιόμετρα (ή 3,11 ακτίνες του Δία) μία φορά κάθε 16 ώρες, 11 λεπτά και 20 δευτερόλεπτα. Η εκκεντρότητα της τροχιάς είναι 0,0175 και επομένως η απόσταση του δορυφόρου από το κέντρο του Δία κυμαίνεται από 218.000 ως 226.000 χλμ. Η κλίση της τροχιάς είναι 1,08° ως προς το ισημερινό επίπεδο του Δία. Αυτές οι τιμές είναι πολύ υψηλές για εσωτερικό δορυφόρο και μπορούν να εξηγηθούν από την επίδραση κατά το παρελθόν της Ιούς. Η μέση ταχύτητα της Θήβης πάνω στην τροχιά της ανέρχεται σε 23,92 χλμ/δευτερόλεπτο (86.120 χιλιόμετρα την ώρα). Η τροχιά της Θήβης βρίσκεται κοντά στο εξωτερικό άκρο ενός από τους πολύ λεπτούς και δυσδιάκριτους δακτυλίους του Δία, που αποτελείται από κόκκους σκόνης που εκτινάχθηκαν από τον δορυφόρο.

Φυσικά χαρακτηριστικά

Η Θήβη έχει ακανόνιστο σχήμα, που μπορεί να προσεγγισθεί από ένα ελλειψοειδές με διαστάσεις (άξονες) 116x98x84 χλμ. Μία «μέση διάμετρος» μπορεί να εξαχθεί ως 98,6 ± 2,0 χλμ. και ο όγκος είναι περίπου μισό εκατομμύριο κυβικά χιλιόμετρα. Η μάζα της Θήβης είναι άγνωστη, αλλά μπορεί να υποτεθεί ότι η μέση της πυκνότητα είναι παρόμοια με εκείνη της Αμάλθειας, μόλις 0,86 γραμμάρια ανά cm³, οπότε μπορεί να εκτιμηθεί η μάζα ως 430 τρισεκατομμύρια τόνοι.

Καθώς συμβαίνει με όλους τους εσωτερικούς δορυφόρους του Δία, αλλά και με τη Σελήνη της Γης, η Θήβη εμφανίζει το φαινόμενο της σύγχρονης περιστροφής, δηλαδή το ένα της ημισφαίριο «βλέπει» συνεχώς προς τον πλανήτη, ενώ το άλλο είναι στραμμένο μονίμως μακριά του. Αυτό οφείλεται στις παλιρροϊκές δυνάμεις που ασκεί ο πλανήτης στον δορυφόρο επί δισεκατομμύρια χρόνια. Τα σημεία της επιφάνειας της Θήβης που είναι εγγύτερα στον Δία και τα αντίθετά τους προς την άλλη πλευρά, βρίσκονται κοντά στο όριο του Ρος, όπου η βαρύτητα της Θήβης σχεδόν εξουδετερώνεται τελείως από τις φυγόκεντρες δυνάμεις. Εκεί το βάρος των υλικών σωμάτων φαίνεται σχεδόν να μηδενίζεται και η μέση ταχύτητα διαφυγής είναι πολύ μικρότερη από τη μέση τιμή των 40 m/sec (144 χιλιόμετρα την ώρα). Ως αποτέλεσμα, οι κόκκοι σκόνης από εκεί μπορούν να διαφύγουν εξαιτίας προσκρούσεων ακόμα και των μικρότερων μετεωροειδών και έτσι σχημάτισαν τον ομώνυμο δακτύλιο γύρω από τον Δία ("Thebe Gossamer Ring"). Αλλά και η μέση βαρύτητα της Θήβης είναι τόσο μικρή, ώστε ένας άνθρωπος βάρους 70 κιλών στη Γη, θα είχε εκεί μόλις το βάρος ενός κινητού τηλεφώνου στη Γη (μάζα 140 γραμμάρια).

Η επιφάνεια της Θήβης είναι σκουρόχρωμη και ελαφρώς κοκκινωπή. Υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στο ηγούμενο (δηλ. αυτό που περνά πρώτο από ένα συγκεκριμένο σημείο της τροχιάς) και το επόμενο ημισφαίριο: το πρώτο είναι 30% λαμπρότερο από το δεύτερο. Η διαφορά αυτή προκαλείται ίσως από την υψηλότερη ταχύτητα και άρα συχνότητα προσκρούσεων με μετεωροειδείς στο «εμπρόσθιο» ημισφαίριο, οι οποίες ανασκάπτουν ένα φωτεινότερο υπόστρωμα (πάγος) από το υπέδαφος της Θήβης. Η όλη επιφάνεια φέρει πολλούς κρατήρες, εκ των οποίων οι 3-4 είναι διαστάσεων συγκρίσιμων με εκείνες της Θήβης: Ο μεγαλύτερος (περίπου 40 χλμ.) ονομάζεται Ζήθος, καταλαμβάνει την αόρατη από τον Δία πλευρά, και είναι ο μόνος που έχει δικό του όνομα. Στο χείλος αυτού του κρατήρα υπάρχουν πολλές ανοιχτόχρωμες κηλίδες.

Εξερεύνηση

Η Θήβη μπορεί να ανακαλύφθηκε από το Βόγιατζερ 1, αλλά όλες οι εικόνες που δείχνουν χαρακτηριστικά της επιφάνειάς της λήφθηκαν από τη διαστημική συσκευή Γαλιλαίος. Αυτό απεικόνισε όλη σχεδόν την επιφάνεια της Θήβης και οριοθέτησε τη σύστασή της.

Αμάλθεια

Αμάλθεια (δορυφόρος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Για άλλες χρήσεις, δείτε: Αμάλθεια (αποσαφήνιση).
Αμάλθεια
Amalthea PIA02532.png
Ανακάλυψη
Ανακαλύφθηκε από Ε. Ε. Μπάρναρντ
Ημερομηνία Ανακάλυψης 9 Σεπτεμβρίου 1892
Χαρακτηριστικά τροχιάς
Ημιάξονας τροχιάς 181.365,84 Km
Εκκεντρότητα 0,00319 ± 0,00004
Περίοδος περιφοράς 0,49817943 ± 0,00000007 ημέρες
Κλίση 0,374 ± 0,002° (προς τον Ισημερινό του Δία)
Είναι δορυφόρος του Δία
Φυσικά χαρακτηριστικά
Διαστάσεις 250 × 146 × 128 Km
Μέση Ακτίνα 83,5 ± 2 Km
Όγκος (2,43 ± 0,22) × 106 Km³
Μάζα (2,08 ± 0,15) × 1018 kg
Μέση πυκνότητα 0,857 ± 0,099 g/cm3
Ισημερινή βαρύτητα επιφάνειας ~0,020 m/s²
Ταχύτητα διαφυγής ~0,058 km/s
Περίοδος περιστροφής Σύγχρονη
Κλίση άξονα μηδέν
Λευκαύγεια 0,090 ± 0,005
Επιφανειακή θερμοκρασία 120 K
Φαινόμενο μέγεθος 14,1

Η Αμάλθεια (αγγλικά: Amalthea) είναι ο τρίτος πλησιέστερος φυσικός δορυφόρος στον πλανήτη Δία. Πήρε το όνομά του από τη νύμφη ή κατά μία άλλη εκδοχή, κατσίκα, Αμάλθεια, η οποία ήταν η τροφός του Δία σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία. Η άλλη του σημερινή ονομασία είναι Δίας V (Jupiter V).

Η τροχιά της Αμάλθειας είναι πολύ κοντά στο Δία και εντός του αραχνοΰφαντου δακτυλίου της Αμάλθειας, το οποίο σχηματίζεται από τη σκόνη που εκτινάσσεται από την επιφάνεια του δορυφόρου [1]. Η Αμάλθεια είναι ο μεγαλύτερος από τους εσωτερικούς δορυφόρους του Δία και από την επιφάνειά της, ο Δίας θα είναι ένα εκπληκτικό θέαμα στον ουρανό της. Είναι ακανόνιστου σχήματος και κοκκινωπού χρώματος ενώ περιλαμβάνει μεγάλους κρατήρες και κορυφογραμμές.

Η Αμάλθεια φωτογραφήθηκε το 1979 και το 1980 από τα διαστημικά σκάφη Βόγιατζερ 1 και Βόγιατζερ 2, και αργότερα, με περισσότερες λεπτομέρειες, από τη διαστημική συσκευή Γαλιλαίος στη δεκαετία του 1990.

Ανακάλυψη

Η Αμάλθεια ανακαλύφθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1892, από τον Ε.Ε. Μπάρναρντ χρησιμοποιώντας το 36 ιντσών διοπτρικό τηλεσκόπιο του αστεροσκοπείου Λικ [2]. Ήταν η τελευταία ανακάλυψη δορυφόρου με άμεση οπτική παρατήρηση (σε αντίθεση με τη μέθοδο παρατήρησης φωτογραφιών) και ήταν ο πρώτος δορυφόρος του Δία που ανακαλύφθηκε μετά την ανακάλυψη των δορυφόρων του Γαλιλαίου το 1610 [3].

Ο δορυφόρος ονομάστηκε αρχικά Δίας V. Το όνομα Αμάλθεια προτάθηκε αρχικά από τον Καμίγ Φλαμμαριόν [4], αν και ήταν σε άτυπη χρήση για πολλές δεκαετίες, και το 1976 του δόθηκε και επίσημα [5].

Αδράστεια

Αδράστεια (δορυφόρος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Για άλλες χρήσεις, δείτε: Αδράστεια (αποσαφήνιση).
Αδράστεια
Η Αδράστεια από φωτογραφία της διαστημοσυσκευής Γαλιλαίος, (Νοέμβριος 1996 με Ιούνιος 1997)
Ανακάλυψη
Ανακαλύφθηκε από Ντέιβιντ Τζιούιτ
G. Edward Danielson
Ημερομηνία Ανακάλυψης 8 Ιουλίου 1979
Χαρακτηριστικά τροχιάς
Μέση Ακτίνα τροχιάς 129.000 Km
Εκκεντρότητα 0,0015
Περίοδος περιφοράς 0,29826 ημέρες
Μέση ταχύτητα περιφοράς 31,378 km/s
Κλίση 0,03 (προς τον Ισημερινό του Δία)
Είναι δορυφόρος του Δία
Φυσικά χαρακτηριστικά
Διαστάσεις 20 × 16 × 14 Km
Μέση Ακτίνα 8,2 ± 2,0 Km
Όγκος ~2,345 km3
Μάζα ~2 × 1015 kg
Μέση πυκνότητα 0,86 g/cm3 (εκτιμάται)
Ισημερινή βαρύτητα επιφάνειας ~0,002 m/s²
Ταχύτητα διαφυγής ~0,008 km/s
Περίοδος περιστροφής Σύγχρονη
Κλίση άξονα μηδέν
Λευκαύγεια 0,1 ± 0,045
Επιφανειακή θερμοκρασία ~122 K

Η Αδράστεια (αγγλικά: Adrastea), γνωστή και ως Δίας XV (Jupiter XV) είναι ένας εσωτερικός δορυφόρος του πλανήτη Δία, ο δεύτερος σε απόσταση από αυτόν και ο μικρότερος από αυτούς. Ανακαλύφθηκε κατά τη διάρκεια έρευνας σε φωτογραφίες του Βόγιατζερ 2 που λήφθηκαν το 1979. Η Αδράστεια ήταν ο πρώτος φυσικός δορυφόρος που ανακαλύφθηκε από φωτογραφίες που λήφθηκαν από ένα διαπλανητικό όχημα [1]. Ονομάστηκε έτσι από την Αδράστεια, κόρη του Δία και της Ανάγκης. Η Αδράστεια είναι από τους λίγους δορυφόρους στο ηλιακό σύστημα που εκτελεί μία περιφορά γύρω από τον πλανήτη της, σε διάρκεια μικρότερη από μία πλανητική ημέρα. Η τροχιά της βρίσκεται στην άκρη του κύριου δακτυλίου του Δία και θεωρείται πως ευθύνεται κατά κύριο λόγο για το υλικό που υπάρχει στους δακτυλίους του. Παρά τις παρατηρήσεις που έγιναν από τη διαστημική συσκευή Γαλιλαίος την δεκαετία του 1990, λίγα πράγματά είναι γνωστά για τα φυσικά χαρακτηριστικά της πέρα από το μέγεθός της και το γεγονός πως είναι παλιρροϊκά κλειδωμένη (tidally locked) με τον Δία.

Ανακάλυψη και παρατηρήσεις

Φωτογραφία ανακάλυψης από το Βόγιατζερ 2.

Ανακαλύφθηκε από τους Ντέιβιντ Τζιούιτ και G. Edward Danielson σε έρευνα σε φωτογραφίες που έστειλε το Βόγιατζερ 2 και που είχε τραβήξει στις 8 Ιουλίου του 1979. Έλαβε τον προσωρινό χαρακτηρισμό S/1979 J 1 [2]. Αν και φαινόταν σαν μια κουκκίδα, ήταν ο πρώτος δορυφόρος που ανακαλυπτόταν από ένα διαστημικό όχημα. Άλλοι δύο εσωτερικοί δορυφόροι του Δία ανακαλύφθηκαν λίγες εβδομάδες αργότερα από το Βόγιατζερ 1. Το 1998 το Γαλιλαίος κατάφερε να προσδιορίσει το σχήμα του δορυφόρου, αλλά οι εικόνες δεν ήταν τόσο καλές. Η Αδράστεια πήρε το όνομά της το 1989 [3].

Φυσικά χαρακτηριστικά

Η Αδράστεια έχει ακανόνιστο σχήμα με διαστάσεις 20×16×14 χλμ., κάνοντάς την το μικρότερο από τους τέσσερις εσωτερικούς δορυφόρους του Δία. Ο όγκος, η σύνθεση και η μάζα της δεν είναι γνωστά, αλλά υποθέτοντας ότι η μέση πυκνότητά της είναι όπως αυτή της Αμάλθειας (0.86 g/cm³), η μάζα της εκτιμάται στα 2 × 1015 kg. Η πυκνότητα της Αμάλθειας υπονοεί ότι αποτελείται από πάγο νερού (είναι πορώδες κατά 10-15%), και ίσως και η Αδράστεια να είναι παρόμοια. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την επιφάνειά της λόγω της κακής ανάλυσης των εικόνων.

Τροχιά

Η Αδράστεια είναι το μικρότερο και δεύτερο πιο κοντινό στο Δία μέλος της εσωτερικής ομάδας δορυφόρων. Βρίσκεται σε τροχιά με ακτίνα περίπου 129.000 χλμ (1.806 ακτίνες Δία), στην εξωτερική άκρη του κύριου δακτυλίου του πλανήτη. Είναι ένας από τους τρεις μόνους δορυφόρους στο ηλιακό σύστημα που είναι γνωστό ότι περιστρέφονται γύρω από τον πλανήτη τους σε λιγότερο από μια ημέρα του πλανήτη τους - οι άλλοι είναι η Μήτις, δορυφόρος επίσης του Δία, και ο Φόβος του Άρη. Η τροχιά της έχει πολύ μικρή εκκεντρότητα και κλίση - γύρω στο 0,0015 και 0,03°, αντίστοιχα (η κλίση σχετικά με τον ισημερινό του Δία).

Λόγω του ότι είναι παλιρροϊκά κλειδωμένη (tidal lock), έχει πάντα μέτωπο μόνο μία πλευρά προς τον πλανήτη. Ο άξονας της ευθυγραμμίζεται προς του Δία, κάτι που προκαλεί την χαμηλότερη δυνατή ενεργειακή διαμόρφωση.

Η τροχιά της βρίσκεται μέσα στη ακτίνα της σύγχρονης τροχιάς του Δία (όπως και του δορυφόρου Μήτις), και κατά συνέπεια, οι παλιρροϊκές δυνάμεις αναγκάζουν αργά την τροχιά της για να χαλάει, έτσι ώστε κάποια στιγμή να συγκρουστεί με τον Δία. Υποθέτοντας πως η πυκνότητά της είναι παρόμοια με της Αμάλθειας, η τροχιά της θα έπρεπε να βρίσκεται μέσα στο ρευστό μέρος από το όριο Ρος (Roche). Εντούτοις, δεδομένου ότι δεν έχει χωριστεί, πρέπει ακόμα να βρίσκεται εκτός του άκαμπτου του ορίου Ρος.

Σχέσεις με τους δακτυλίους του Δία

Είναι ο κυριότερος συνεισφέρων στο υλικό των δακτυλίων του Δία. Αυτό το υλικό εμφανίζεται να αποτελείται, πρώτιστα, από το υλικό που εκτινάσσεται από τις επιφάνειες των τεσσάρων μικρών εσωτερικών δορυφόρων Δία, από επιδράσεις με μετεωρίτες. Λόγω της χαμηλής πυκνότητας των δορυφόρων, οι επιφάνειές τους βρίσκονται μάλλον κοντά στην άκρη των σφαιρών Ρος τους.

Φαίνεται ότι η Αδράστεια είναι η πιο άφθονη πηγή αυτού του υλικού δαχτυλιδιών, όπως αποδεικνύεται από τον πυκνότερο δακτύλιο (κύριο) που περνά κατά μήκος της τροχιάς της αλλά και μέσα από αυτή. Ακριβέστερα, η τροχιά της βρίσκεται κοντά στην εξωτερική άκρη του κύριου δακτυλίου του Δία. Η ακριβής διαπίστωση του ορατού υλικού των δακτυλίων εξαρτάται από τη φάση των εικόνων: στο μπροστινό - διεσπαρμένο με φως. Έτσι, άλλοτε φαίνεται πως είναι σταθερά εξωτερικά από τον κύριο δακτύλιο, ενώ όταν αποκαλύπτονται πολύ μεγαλύτερα τα στοιχεία, φαίνεται να υπάρχει επίσης η τροχιά ενός στενού μικρού δακτυλίου, εξωτερικά της τροχιάς της.

Μήτις

Metis.jpg
Ανακάλυψη
Ανακαλύφθηκε από Στέφεν Π. Σάινοτ
Ημερομηνία Ανακάλυψης 4 Μαρτίου 1979
Χαρακτηριστικά τροχιάς
Ημιάξονας τροχιάς 128.000 Km
Εκκεντρότητα 0,0002
Περίοδος περιφοράς 0,294780 ημέρες
Κλίση 0,06° (προς τον Ισημερινό του Δία)
Είναι δορυφόρος του Δία
Φυσικά χαρακτηριστικά
Διαστάσεις 60 × 40 × 34 Km
Μέση Ακτίνα 21,5 ± 2 Km
Όγκος ~42.700 Km³
Μάζα 3,6 × 1016 kg
Μέση πυκνότητα 0,86 g/cm3
Ισημερινή βαρύτητα επιφάνειας 0,005 m/s²
Ταχύτητα διαφυγής 0,012 km/s
Περίοδος περιστροφής Σύγχρονη
Κλίση άξονα μηδέν
Λευκαύγεια 0,061 ± 0,003
Επιφανειακή θερμοκρασία ~123 K
Φαινόμενο μέγεθος -

Καλλιτεχνική απεικόνιση της Μήτιδος από το πρόγραμμα Σελέστια.

Η Μήτις (αγγλικά: Metis) ή Δίας XVI είναι ένας φυσικός δορυφόρος του πλανήτη Δία. Πήρε το όνομά του το 1983 από τη Μήτιν, η οποία ήταν, κατά τον Ησίοδο, κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος και πρώτη σύζυγος του Δία. Η αρχική προσωρινή ονομασία που του είχε δοθεί ήταν S/1979 J 3.

Ανακάλυψη και παρατηρήσεις

Η Μήτις όπως φωτογραφήθηκε από τη διαστημοσυσκευή Γαλιλαίος.

Η Μήτις ανακαλύφθηκε στις 4 Μαρτίου 1979, από τον Στέφεν Π. Σάινοτ, καθώς εντοπίστηκε σε φωτογραφίες του Βόγιατζερ 1 και ονομάστηκε προσωρινά S/1979 S 3 [1] [2]. To 1983 ονομάστηκε επίσημα Μήτις [3], από την ομώνυμη Τιτανίδα, η οποία ήταν η πρώτη σύζυγος του Δία, σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία. Στις φωτογραφίες του Βόγιατζερ η Μήτις φαινόταν ως μια κουκκίδα και ως εκ τούτου λίγα ήταν γνωστά για αυτήν μέχρι την έλευση του μη επανδρωμένου διαστημοπλοίου Γαλιλαίος. Αυτό ήταν που, το 1998 φωτογράφησε σχεδόν όλη της την επιφάνεια και οριοθέτησε τη σύστασή της.

Εσωτερικοί δορυφόροι Δία

Οι εσωτερικοί δορυφόροι του Δίαομάδα της Αμάλθειας) είναι μια ομάδα φυσικών δορυφόρων του Δία. Σε αυτήν συγκαταλέγονται η Μήτις, η Αδράστεια, η Αμάλθεια και η Θήβη. Οι δορυφόροι αυτοί πειρφέρονται γύρω από το Δία σε πολύ μικρές αποστάσεις από αυτόν. Μάλιστα, η Μήτις και η Αδράστεια, που είναι οι δύο εγγύτεροι σε αυτόν, ολοκληρώνουν μια περιφορά γύρω από τον πλανήτη σε λιγότερο από μία μέρα του Δία. Η Αμάλθεια και η Θήβη αποτελούν τον πέμπτο και έβδομο μεγαλύτερο δορυφόρο του Δία, αντίστοιχα. Διάφορες παρατηρήσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον ο μεγαλύτερος δορυφόρος της Ομάδας, η Αμάλθεια, δεν σχηματίστηκε στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η τροχιά της, αλλά πολύ πιο μακριά, ή ήταν ένα αντικείμενου του Ηλιακού Συστήματος που αιχμαλωτίστηκε από το Δία. Αυτοί ου δορυφόροι, μαζί με άλλους μικρούς δορυφόρους που δεν έχουν ακόμα εντοπιστεί, αναπληρώνουν και συντηρούν το λεπτό σύστημα δακτυλίων του Δία. Η Μήτις και η Αδράστεια συτνηρούν τον κύριο δακτύλιο του Δία, ενώ η Αμάλθεια και η Θήβη διατηρεί η κάθε μία τον δικό της λεπτό δακτύλιο.