ANAΛΥΣΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ

Views: 32

https://latistor.blogspot.com/2013/07/blog-post_17.html

Konstantinos Kavafis, painting by Fabrizio Cassetta

Αναλύσεις ποιημάτων του Κωνσταντίνου Καβάφη 

Che fece... il gran rifiuto 

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα  

Dünya Güzeli
Το κάτοπτρον δεν μ’ απατά, είν’ αληθής η θέα,

Hunc deorum templis
Γερόντισσα τυφλή, ήσουν κρυφή εθνική;

La Jeunesse blanche 
Η φιλτάτη, η άσπρη μας νεότης, 

Αγέλαος
Στην συνεδρίασιν της Ναυπάκτου ο Αγέλαος

Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων

Δεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια  

Αδύνατα

Μία χαρά υπάρχει πλην ευλογητή

Αθανάσιος

Μέσα σε βάρκα επάνω στον μεγάλο Νείλο,

Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628–655 μ.X.

Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με τρόπους 

Αιωνιότης 

Ο Ινδός Aρσούνας, βασιλεύς φιλάνθρωπος και πράος

Αλεξανδρινοί Βασιλείς 

Μαζεύθηκαν οι Αλεξανδρινοί 


Αλέξανδρος Ιανναίος και Αλεξάνδρα 

Επιτυχείς και πλήρως ικανοποιημένοι 


Άννα Δαλασσηνή

Εις το χρυσόβουλλον που έβγαλ’ ο Aλέξιος Κομνηνός

Άννα Κομνηνή

Στον πρόλογο της Αλεξιάδος της θρηνεί 

Απ' τες εννιά

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα


Απιστία

Σαν πάντρευαν τη Θέτιδα με τον Πηλέα 

 Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου

Έμεινε μαθητής του Αμμωνίου Σακκά δυο χρόνια

Από υαλί χρωματιστό

Πολύ με συγκινεί μια λεπτομέρεια 

Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί 


Απολλώνιος ο Τυανεύς εν Ρόδω 

Για την αρμόζουσα παίδευσι κι αγωγή 

Αριστόβουλος 

Κλαίει το παλάτι, κλαίει ο βασιλεύς 

Ας φρόντιζαν

Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης. 

Βυζαντινός Άρχων, εξόριστος, στιχουργών 

Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν 

Γένεσις ποιήματος
Μια νύχτα που το φως τ’ ωραίο της σελήνης

Για νάρθουν

Ένα κερί αρκεί.        Το φως του το αμυδρό.

Για τον Aμμόνη, που πέθανε 29 ετών, στα 610 

Pαφαήλ, ολίγους στίχους σε ζητούν

Γκρίζα

Κυττάζοντας ένα οπάλλιο μισό γκρίζο

Δέησις

Η θάλλασα στα βάθη της πηρ' έναν ναύτη. 

Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.Χ.)

Κάθε του προσδοκία βγήκε λανθασμένη!


Διακοπή

Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς   

Δυνάμωσις

Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει

Είγε ετελεύτα

Πού απεσύρθηκε, πού εχάθηκε ο Σοφός;

27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.

Σαν το ’φεραν οι Χριστιανοί να το κρεμάσουν

Εικών εικοσιτριετούς νέου καμωμένη από φίλον του ομήλικα, ερασιτέχνην

Τελείωσε την εικόνα         χθες μεσημέρι. Τώρα

Εις Ιταλικήν παραλίαν

Ο Κήμος Μενεδώρου,                Ιταλιώτης νέος,

Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας

Σαστίσαμε στην Αντιόχειαν όταν μάθαμε 

Εις το Eπίνειον

Νέος, είκοσι οκτώ ετών, με πλοίον τήνιον

Εκόμισα εις την Τέχνη

Κάθομαι και ρεμβάζω. Επιθυμίες κ' αισθήσεις

Εν απογνώσει

Τον έχασ’ εντελώς.   Και τώρα πια ζητεί

Εν δήμω της Μικράς Ασίας

Η ειδήσεις για την έκβασι της ναυμαχίας, στο Άκτιον

Εν Πόλει της Oσροηνής

Απ’ της ταβέρνας τον καυγά μάς φέραν πληγωμένο

Εν πορεία προς την Σινώπην

Ο Μιθριδάτης, ένδοξος και κραταιός 

Εν Σπάρτη 

Δεν ήξερεν ο βασιλεύς Κλεομένης, δεν τολμούσε – 

Εν τη οδώ

Το συμπαθητικό του πρόσωπο, κομμάτι ωχρό

Εν τω Μηνί Αθύρ

Με δυσκολία διαβάζω   στην πέτρα την αρχαία.

Εν Μεγάλη Ελληνική Αποικία, 200 π.Χ.

Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ' ευχήν στην Αποικία 

Ένας γέρος

Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος

Ενδύματα

Μέσα σ’ ένα κιβώτιο ή μέσα σ’ ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και

Ενώπιον του Αγάλματος του Ενδυμίωνος

Επί άρματος λευκού που τέσσαρες ημίονοι

Επάνοδος από την Ελλάδα 

Ώστε κοντεύουμε να φθάσουμ’, Έρμιππε.

Επέστρεφε

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,

Επήγα

Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κ’ επήγα.

Επιθυμίες

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν 

Επιτάφιον

Ξένε, παρά τον Γάγγην κείμαι Σάμιος

Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής 

Μετά που επέστρεψε, περίλυπη, απ' την κηδεία του

Έπος Kαρδίας

Μετά σου το παν, νομίζω, προσηνές με μειδιά 

Έτσι πολύ ατένισα - 

Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα 

Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα

Α δεν συγχίζομαι που έσπασε μια ρόδα 

Ζωγραφισμένα

Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ. 

Η αρχή των

Η εκπλήρωσις της έκνομής των ηδονής 

Η αρρώστια του Κλείτου

Ο Κλείτος, ένα συμπαθητικό

Η διάσωσις του Ιουλιανού
Όταν μαινόμενοι σκότωσαν οι στρατιώται

Η Διορία του Νέρωνος

Δεν ανησύχησεν ο Νέρων όταν άκουσε 

Η Δόξα των Πτολεμαίων

Είμ’ ο Λαγίδης, βασιλεύς. Ο κάτοχος τελείως


Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου

Δυσαρεστήθηκεν ο Σελευκίδης

Η Επέμβασις των Θεών

Θα γίνει τώρα τούτο, κ’ έπειτα εκείνο·

Η Ζηνοβία
Τώρα που έγινε η Ζηνοβία βασίλισσα πολλών χωρών μεγάλων,

Η Κηδεία του Σαρπηδόνος

Bαρυάν οδύνην έχει ο Zευς. Tον Σαρπηδόνα

Η μάχη της Μαγνησίας

Έχασε την παληά του ορμή, το θάρρος του. 

Η Πόλις  

Είπες· "Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα.

Η Σατραπεία

Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος 


Η συνοδεία του Διονύσου 

Ο Δάμων ο τεχνίτης (άλλον πιο ικανό

στην Πελοπόννησο δεν έχει) 

Η Τράπεζα του Μέλλοντος

Την δύσκολη ζωή μου ασφαλή να κάνω

Η ψυχές των γερόντων

Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα

Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης 

Άρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια 

Ηδονή

Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών

Ήλθε για να διαβάσει –

Ήλθε για να διαβάσει. Είν’ ανοιχτά

Ηρώδης Αττικός 

A του Ηρώδη του Aττικού τι δόξα είν’ αυτή.

Θάλασσα του πρωϊού

Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ' εγώ τη φύσι λίγο.  

Θεατής Δυσαρεστημένος

Απέρχομαι, απέρχομαι. Μη κράτει με.

Θεόφιλος Παλαιολόγος

Ο τελευταίος χρόνος είν’ αυτός. Ο τελευταίος των Γραικών

Θερμοπύλες

Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των 

Θυμήσου, σώμα... 

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες

Ιασή τάφος

Κείμαι ο Ιασής ενταύθα. Της μεγάλης ταύτης πόλεως

Ιγνατίου Τάφος

Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα

Ιερεύς του Σεραπίου 

Τον γέροντα καλόν πατέρα μου

Ιθάκη

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη 

Ίμενος

Ν’ αγαπηθεί ακόμη περισσότερον

Ιωνικόν

Γιατί τα σπάσαμε τ' αγάλματά των 

Κατά τες συνταγές αρχαίων Eλληνοσύρων μάγων

Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα

Κεριά

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ' εμπροστά μας

Κρυμμένα

Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα

Κτίσται 

Η Πρόοδος οικοδομή είναι μεγάλη — φέρει

Λάνη Τάφος

Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι, Μάρκε,


Λόγος και Σιγή

Τίς βέβηλος προέφερε τοιαύτην βλασφημίαν; 

Λυσίου Γραμματικού Τάφος

Πλησιέστατα, δεξιά που μπαίνεις, στην βιβλιοθήκη

Μακρυά

Θά 'θελα αυτήν την μνήμη να την πω... 


Μανουήλ Κομνηνός 

Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός 

Μάρτιαι Ειδοί 

Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή 

Μεγάλη Εορτή στου Σωσιβίου
Ωραίον ήτο το απόγευμά μου, λίαν

Μεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών

Εξ ιερέων και λαϊκών μια συνοδεία


Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X.

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου

Μέρες του 1901

Τούτο εις αυτόν υπήρχε το ξεχωριστό,

Μέρες του 1903

Δεν τα ηύρα πια ξανά — τα τόσο γρήγορα χαμένα ....

Μέρες του 1908

Τον χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς δουλειά·

Μέρες του 1909, '10, και '11

Ενός τυραννισμένου, πτωχοτάτου ναυτικού

Μηδέν περί Λακεδαιμονίων
Την ειλικρίνειαν ν’ αγαπάς βεβαίως

Μια νύχτα

Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη 

Μισή ώρα

Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω

Μονοτονία 

Την μια μονότονην ημέραν άλλη

Μύρης Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.

Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε 

Να μείνει

Η ώρα μια την νύχτα θάτανε

Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.) 

Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει 

Νόησις

Τα χρόνια της νεότητός μου, ο ηδονικός μου βίος -


Ο Βασιλεύς Δημήτριος

Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες  

Ο Βασιλεύς Κλαύδιος

Σε μέρη μακρινά ο νους μου πηαίνει.

Ο Γενάρης του 1904

A οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού


Ο Δαρείος

Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος 


Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι’ αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω


Ο Δημάρατος 

Το θέμα, ο Χαρακτήρ του Δημάρατου 

Ο επίσκοπος Πηγάσιος

Εισήλθαν στον περικαλλή ναό της Αθηνάς

Ο ήλιος του απογεύματος 

Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.  


Ο Θεόδοτος 

Αν είσαι απ' τους αληθινά εκλεκτούς 

Ο Ιουλιανός εν Νικομηδεία

Άστοχα πράγματα και κινδυνώδη.

Ο Ιουλιανός εν τοις Μυστηρίοις

Πλην σαν ευρέθηκε μέσα στο σκότος

Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς

Ήτανε δυνατόν ποτέ ν’ απαρνηθούν

Ο Ιουλιανός, ορών ολιγωρίαν

Ορών ουν πολλήν μεν ολιγωρίαν ούσαν

Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει

Τους κάμπους βλέπει που ακόμη ορίζει 

Ο Οιδίπους
Επάνω του η Σφιγξ είναι πεσμένη

Ο Σεπτέμβρης του 1903

Τουλάχιστον με πλάνες ας γελιούμαι τώρα

Οι Εχθροί

Τον Ύπατο τρεις σοφισταί ήλθαν να χαιρετήσουν.

Οι Tέσσαρες Tοίχοι της Kάμαράς μου

Το ξέρω που ’ναι όλα φτωχικά

Ομνύει

Ομνύει κάθε τόσο       ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή.

Όποιος απέτυχε

Όποιος απέτυχε, όποιος ξεπέσει

Οροφέρνης

Aυτός που εις το τετράδραχμον επάνω

Όσο μπορείς  

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις 

Όταν διεγείρονται

Προσπάθησε να τα φυλάξεις, ποιητή 

Όταν ο φύλαξ είδε το φως

Χειμώνα, καλοκαίρι κάθονταν στην στέγη

Ουκ έγνως

Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες – 

Ούτος Εκείνος

Άγνωστος — ξένος μες στην Aντιόχεια — Εδεσσηνός

Παλαιόθεν Ελληνίς

Καυχιέται η Αντιόχεια   για τα λαμπρά της κτίρια

Πάρθεν
Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,

Περιμένοντας τους Βαρβάρους  

- Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι; 

Περί τα των ξυστών άλση

Είχε εξαγριωθεί ο Δομιτιανός,

Πολύ σπανίως

Είν' ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός 

Ποσειδωνιάται
Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται

Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια

Δεν είδαν, επί αιώνας, τέτοια ωραία δώρα στους Δελφούς

Πριν τους αλλάξει ο Χρόνος

Λυπήθηκαν μεγάλως   στον αποχωρισμό των.

Προ της Ιερουσαλήμ

Έφθασαν τώρα εμπρός στην Ιερουσαλήμ.

Προς τον Αντίοχον Επιφανή

Ο νέος Aντιοχεύς        είπε στον βασιλέα


Πρόσθεσις

Αν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. 

Πτολεμαίος Ευεργέτης (ή Κακεργέτης)

Το ποίημά του σχετιζόμενον

Σοφιστής απερχόμενος εκ Συρίας

Δόκιμε σοφιστή    που απέρχεσαι εκ Συρίας


Σοφοί δε Προσιόντων 

Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα. 

 Στα 200 π.Χ. 

"Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων-"


Στην Εκκλησία 

Την εκκλησίαν αγαπώ - τα εξαπτέρυγά της

Στο Θέατρο

Βαρέθηκα να βλέπω την σκηνή

Στο πληκτικό χωριό

Στο πληκτικό χωριό που εργάζεται —

Στρατηγού Θάνατος

Το χέρι του ο θάνατος απλώνει

Στου Καφενείου την Είσοδο

Την προσοχή μου κάτι που είπαν πλάγι μου


Συμεών

Τα ξέρω, ναι, τα νέα ποιήματά του·

Τα Άλογα του Αχιλλέως 

Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο

Τα Βήματα

Σ’ εβένινο κρεββάτι στολισμένο


Τα δ’ άλλα εν Άδου τοις κάτω μυθήσομαι

«Τωόντι», είπ’ ο ανθύπατος, κλείοντας το βιβλίο, «αυτός


Τα επικίνδυνα

Είπε ο Μυρτίας (Σύρος σπουδαστής

Τα Παράθυρα

Σ' αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ


Τα πλοία

Aπό την Φαντασίαν έως εις το Xαρτί. Eίναι δύσκολον πέρασμα, είναι επικίνδυνος θάλασσα.

Τείχη

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ 

Τελειωμένα

Μέσα στον φόβο και στες υποψίες 

Τέμεθος, Αντιοχεύς· 400 μ.X.

Στίχοι του νέου Τεμέθου   του ερωτοπαθούς.

Τεχνουργός κρατήρων

Εις τον κρατήρα αυτόν   από αγνόν ασήμι —

Της ανεκδότου ιστορίας

Συχνά το βλέμμα του Ιουστινιανού

Τιγρανόκερτα

Οφείλω χάριτας, τ’ ομολογώ

Το 25ον έτος του βίου του

Πηγαίνει στην ταβέρνα τακτικά

Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια 

Απ' την μικρήν του, στα περίχωρα πλησίον, κώμη 

Το διπλανό τραπέζι

Θάναι μόλις είκοσι δυο ετών. 


Το πιόνι 

Πολλάκις, βλέποντας να παίζουν σκάκι

Το Πρώτο Σκαλί  

Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν 

Το Σύνταγμα της Ηδονής

Μη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της Ηδονής

Το Τέλος του Αντωνίου

Αλλά σαν άκουσε που εκλαίγαν οι γυναίκες

Τρόμος
Την νύκτα, Δέσποτα Χριστέ μου,

Του Μαγαζιού

Τα ντύλιξε προσεκτικά, με τάξι

Του έκτου ή του έβδομου αιώνος

Είν’ ενδιαφέρουσα πολύ και συγκινητική

Τρώες

Είν' η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων 

Τυανεύς Γλύπτης

Καθώς που θα το ακούσατε, δεν είμ’ αρχάριος.

Των Εβραίων (50 μ.X.)

Ζωγράφος και ποιητής, δρομεύς και δισκοβόλος

Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες 

Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ’ ευκλεώς 

Φιλέλλην

Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.

Φυγάδες

Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι. Λίγο να βαδίσεις

Φωνές 

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες 

Vulnerant Omnes, Ultima Necat

Της Βρούγκου η μητρόπολις, ην πάλαι είχε κτίσει

About ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ ΑΣΗΜΙΝΑ

Leave a Reply