Ελληνικά

2. ΦΡΟΝΤΙΖΩ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ: Παγκόσμια και τοπική πολιτιστική κληρονομιά

Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, Ένας παγκόσμιος Έλληνας

@SPUDI-STIN-ODISIA_Ergastiri_DIKTIO-KRITI_02022017.cleaned

@PTIHES_Prosopa-topi-motiva_DIKTIO-KRITI_01022017.cleaned (1)

@ODISIA_lexis-lexis-lexis_DIKTIO-KRITI_02022017.cleaned

1ο ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ

ΓΕΝΝΗΣΗ

Ήταν 18 Φεβρουαρίου, ημέρα Παρασκευή, των Ψυχών. Από τα ξημερώματα οι γυναίκες του Μεγάλου Κάστρου, οι Καστρινές, είχαν σηκωθεί κι είχαν αρχίσει τις ετοιμασίες για τα κόλλυβα. Έπρεπε μέχρι το απόγευμα να τα έχουν ετοιμάσει για να τα πάνε στην εκκλησία. Μύριζε ο τόπος κανέλλα και αβάρσαμο (δυόσμος). Η Μαργή, η γυναίκα του καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, μικροκοπέλα 20 χρονών, έγκυος το πρώτο της παιδί, δεν μπορούσε να βοηθήσει στις ετοιμασίες. Τα κόλλυβα τα ετοίμασαν και θα τα πήγαιναν στην εκκλησία οι συγγένισσες και οι γειτόνισσές της.

Ο άντρας της ο καπετάν Μιχάλης, όπως τον φώναζαν στο Μεγάλο Κάστρο, είχε φύγει αξημέρωτα από το σπίτι. Έφταναν εμπορεύματα στο λιμάνι κι έπρεπε να είναι εκεί να τα παραλάβει. Ήταν, βλέπετε, έμπορος λιανικής γενικού εμπορίου. Η Μαργή, μόνη στο σπίτι, άρχισε να έχει τους πρώτους πόνους. Κτύπησε συνθηματικά τον τοίχο της γειτόνισσας, της κυράς Koύλας, για να την ειδοποιήσει ότι ήρθε η ώρα. Η κυρά Κούλα μαντιλοδέθηκε και σαν αερικό βγήκε στο δρόμο. Έτρεχε, κρατώντας με τα χέρια τα φουστάνια της να μην τα παίρνει ο αέρας. Φυσούσε ένας τρελόνοτος εκείνη τη μέρα...

 Λαχανιασμένη έφτασε στο μαγαζί του καπετάν Μιχάλη, στην Πλαθιά Στράτα. Στάθηκε απ’ έξω κι άρχισε να φωνάζει: -Μιχαλάαακη, εεε! Μιχαλάκη… Πρόβαλλε ο καπετάν Μιχάλης από την πόρτα του μαγαζού του να δει τι τρέχει. Είδε τη γειτόνισσα, κατάλαβε… Έβγαλε την μπροστοποδιά που ’χε ζωσμένη στη μέση του, την πέταξε στον πάγκο, κλείδωσε το μαγαζί και με γοργά βήματα πήρε κάτω τα σοκάκια για το σπίτι της κερά μαμής. Ο νοτιάς ήταν τόσο δυνατός, που ακόμη κι αυτόν τον άντρακλα δεν τον άφηνε να προχωρήσει με ταχύτητα, που τόσο χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή.

 Έφτασε στο σπίτι της κερα-μαμής, που εκείνη την ώρα έπινε το βραστάρι της από φασκόμηλο και έτρωγε ένα παξιμάδι. -Κερά μαμή, φώναξε δυνατά. -Ε! Ποιος είσαι τουλόγουσου (εσύ); -Ο καπετάν Ψωμής είμαι… Η Μαργή κοιλοπονά… Είπε το παρατσούκλι του για να καταλάβει αμέσως η κερά μαμή ποιος ήταν. Ώστε να τ’ ακούσει (μόλις τ’ άκουσε) η κερά μαμή μαντιλοδέθηκε καλά καλά και μ’ ένα πήδο, αν και ήταν μεγάλης ηλικίας, βρέθηκε στο δρόμο.

Έπιασε τον καπετάν Μιχάλη από το μπράτσο κι αυτός αναβαστάζοντάς την, έφτασαν γρήγορα στο σπίτι. Οι γειτόνισσες είχαν εν τω μεταξύ μαζευτεί στο σπίτι να παρασταθούν στην ετοιμόγεννη. Η μαμή τους έβγαλε όλους έξω.

Έδωσε σε μια γειτόνισσα τις συνηθισμένες διαταγές που έδιναν τότε οι μαμές.

-Βραστό νερό, καθαρές πετσέτες, είπε κι εξαφανίστηκε μέσα στην κάμερα της Μαργής.

-Σπρώξε, σπρώξε, Μαριγώ μου, έρχεται… μια ολιά (λίγο) ακόμη και τέλεψες, της έλεγε, για να την ενθαρρύνει.

Με το σπρώξε κι έρχεται ελευθερώθηκε η Μαργή.

Κλάμα δυνατό ακούστηκε μέσα στην κάμερα, πέρασε τους τοίχους κι έφτασε ίσαμε το λιμάνι. Ο γιος είχε γεννηθεί…

Τη συνέχεια τη διηγείται ο Νίκος Καζαντζάκης στο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο».

«Η γριά μαμή τον φούχτωσε στα χέρια της, τον πήγε στο φως και τον κοίταξε καλά καλά, σαν να ’βλεπε λες μυστικά σημάδια απάνω του, τον σήκωσε αψηλά κι είπε:

-Ετούτο το παιδί, να μου το θυμηθείτε, μια μέρα θα γίνει δεσπότης.»

ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Το σπίτι ήταν στη σημερινή οδό Νίκου Καζαντζάκη. Τότε ήταν ένα σοκάκι στη συνοικία που οι Κρητικοί ονόμαζαν «του Αγίου Ιωάννη Μακελά», αφού εκεί κοντά βρισκόταν ένα σφαγείο, κάποιοι λένε στα χρόνια της βενετσιάνικης ακόμη κυριαρχίας. Στα λατινικά το σφαγείο λέγεται macelum. Οι Τούρκοι ονόμαζαν διαφορετικά τη συνοικία: του Ρετζίπ Αγά ή και Σιβρί Τσεσμέ. Το σπίτι καταστράφηκε από βομβαρδισμό στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, κι έτσι το δείχνουν οι φωτογραφίες που παρουσιάζουμε, από τη συλλογή του κ. Μηνά Γεωργιάδη, γιού του αείμνηστου δημάρχου Γιώργου Γεωργιάδη.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ  ΑΝΑΦΟΡΑ σελ. 38

«Η κληματαριά απάνω από το πηγάδι στη γωνιά της αυλής μια μεγάλη γαζία και μοσκομύριζε, οι γλάστρες ο βασιλικός τριγύρα κι οι κατιφέδες και το αράπικο γιασεμί, κι η μάνα κάθουνταν ομπρός στο παράθυρο κι έπλεκε κάλτσες, καθάριζε χορταρικά, χτένιζε τη μικρή μου αδερφή ή τη μάθαινε να στραταρίζει…..Κι εγώ, κουκουβισμένος σ΄ένα σκαμνάκι, την κοίταζα, άκουγα τους διαβάτες που περνούσαν απόξω από την κλεισμένη πόρτα, ανάσαινα τη μυρωδιά από το γιασεμί και το βρεμένο χώμα κι έμπαινε στο κορμί μου ο κόσμος έτριζαν τα κόκαλα του κεφαλιού μου να τον χωρέσουν……. Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα΄ βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.»

 

1η ΕΡΓΑΣΙΑ

2ο - 3o ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ

Η ΜΑΝΑ - Ο ΚΥΡΗΣ

Ο πατέρας, Μιχάλης Καζαντζάκης (1856-1932), έμπορος και κτηματίας, καταγόταν από το χωριό Βαρβάροι (σημερινή Μυρτιά), της επαρχίας Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Είχε μαγαζί γενικού εμπορίου αλλά κυρίως πουλούσε γεωργικά προϊόντα, στη Λεωφόρο Καλοκαιρινού ή Πλαθιά Στράτα, όπως λεγόταν τότε. Η μητέρα του, η Μαρία ή Μαργή Χριστοδουλάκη (1862-1932), καταγόταν από το χωριό Ασυρώτοι (το σημερινό Κρυονέρι), του Δήμου Κουλούκωνα, της επαρχίας Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνου.

Αναφέρει ο συγγραφέας στο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο»:

 «…Το σόι του κυρού μου αποσέρνει από ένα χωριό, δυο ώρες από το Μεγάλο Κάστρο, που το λεν Βαρβάρους· όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Νικηφόρος Φωκάς πήρε πίσω το δέκατο αιώνα την Κρήτη από τους Άραβες, μάντρωσε σε μερικά χωριά όσους Αραβίτες απόμειναν από τη σφαγή, και τα χωριά αυτά ονομάστηκαν Βαρβάροι. Σε τέτοιο χωριό ρίζωσαν οι πατροπρόγονοί μου, κι όλοι τους έχουν αραβίτικα ψυχικά σουσούμια: περήφανοι,    πεισματάρηδες, λιγομίλητοι, λιγοφάγοι, μονόχνωτοι·…»

Οι γονείς του Νίκου Καζαντζάκη παντρεύτηκαν το 1882 και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Τον Νίκο το 1883, την Αναστασία το 1884, την Ελένη το 1888 και τον Γιώργο, που πέθανε σε βρεφική ηλικία.

Η ΜΑΝΑ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΦΟΡΑ σελ. 35

«…Η μάνα μου ήταν μια αγία γυναίκα… Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο· καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ’ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα. Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ’βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία. Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μού δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου· δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα: -Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάνουν βίζιτα στο Θεό. Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σαν να μου έλεγε: «Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε. Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ’χε κατέβει από τον Παράδεισο, σαν να ’χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους. Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάδημα του καναρινιού. Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ’χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη…»

Ο ΚΥΡΗΣ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΦΟΡΑ σελ. 32

Ο πατέρας μου σπάνια μιλούσε, δε γελούσε, δε μάλωνε· κάποτε μονάχα έτριζε τα δόντια του ή έσφιγγε τη γροθιά του, κι αν τύχαινε να κρατάει κανένα πετραμύγδαλο, έστριβε τα δάκτυλά του και το ’κανε σκόνη… Βαρίσκιωτος, αβάσταχτος… Βαριά η καρδιά του, ασήκωτη…»

Σελ. 33

«…Ποτέ δε θυμούμαι να μου ’πε τρυφερό λόγο· μια φορά μονάχα· ήμασταν στη Νάξο,… και πήγαινα στη φράγκικη Σχολή,… είχαμε δώσει εξετάσες κι είχα πάρει κάμποσα βραβεία, μεγάλα, χρυσοδεμένα βιβλία· δεν μπορούσα μόνος μου να τα σηκώσω, πήρε ο πατέρας μου τα μισά και γυρίσαμε σπίτι. Σε όλο το δρόμο δεν άνοιξε το στόμα· προσπαθούσε να κρύψει τη χαρά του που ο γιος του δεν τον ντρόπιασε· και μονάχα όταν μπήκαμε στο σπίτι, χωρίς να με κοιτάξει: -Δεν ντρόπιασες την Κρήτη, είπε με κάποια τρυφεράδα. Μα ευτύς θύμωσε με τον εαυτό του που προδόθηκε κι έδειξε πως ήταν συγκινημένος, κι όλη τη βραδιά απέφυγε να με κοιτάξει κι ήταν κατσουφιασμένος…»

Σελ. 100

«…Ο πατέρας μου, ευτύς ως μ’ έβαλε στη Σχολή (στη Νάξο) και τακτοποιήθηκα, έφυγε κρυφά μ’ ένα καΐκι για την Κρήτη να πολεμήσει· κάποτε μου ’στειλε ένα σύντομο μπαρουτοκαπνισμένο γράμμα: «Εγώ πολεμώ τον Τούρκο, κάνω το χρέος μου· πολέμα κι εσύ… μην ξεχνάς πως είσαι Κρητικός και πως το μυαλό σου δεν είναι δικό σου, είναι της Κρήτης, ακόνιζέ το όσο μπορείς, να βοηθήσεις κι εσύ μια μέρα με το μυαλό σου την Κρήτη να λευτερωθεί. Μια και δεν μπορείς με τ’ άρματα, ας είναι και με το μυαλό· τουφέκι είναι κι αυτό. Ακούς τι σου παραγγέλνω; Ακούω να λες. Αυτά για σήμερα και για αύριο και για πάντα. Μη με ντροπιάσεις!...»

2η ΕΡΓΑΣΙΑ(Η ΜΑΝΑ)                            3η ΕΡΓΑΣΙΑ(Ο ΚΥΡΗΣ)

4ο ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ

ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ

Το μαγαζί του πατέρα του βρίσκονταν στην Πλατιά ή Πλαθιά Στράτα τη σημερινή λεωφόρο Καλοκαιρινού.

Ξεκινούσε (όπως και σήμερα) από το Μεϊντάνι και έφτανε στη Χανιώπορτα, όπου ήταν κτισμένη μια από τις πύλες της πόλης, η πύλη του Παντοκράτορα, απ’ όπου έμπαιναν και έβγαιναν οι κάτοικοι του νησιού. Από το Μεϊντάνι και μέχρι τα μισά του δρόμου ήταν η περιοχή των χριστιανών. Από τη μεση της Πλατιάς Στράτας και μέχρι τη Χανιώπορτα υπήρχαν τα μαγαζιά των Τούρκων. Οι Βυζαντινοί ονόμαζαν αυτόν τον δρόμο Στράντα Ιμπεριάλε (Strada Imperiale) δηλαδή Αυτοκρατορικό Δρόμο. Οι Βενετοί τον μετονόμασαν σε Πλατιά Στράντα (Strada Larga-Στράντα Λάργκα). Αυτή η ονομασία χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα παρ’ ότι ο δρόμος, μετά το 1930, ονομάζεται Λεωφόρος Καλοκαιρινού. Τα καταστήματα, κατά την εποχή που ζούσε ο Νίκος Καζαντζάκης στο Ηράκλειο, αλλά και για πολλά χρόνια μετά, έμεναν κάθε μέρα ανοικτά εκτός από τα Χριστούγεννα, τα Φώτα και τη Λαμπρή. Ο δρόμος αυτός πάντα έσφυζε από ζωή. Ήταν γεμάτος με διάφορα μαγαζιά. Γιαμαλίδικα, (υφασματοπωλεία), ραφεία (τερζίδικα), φούρνοι, παπλωματάδικα, στιβανάδικα, μπαρμπέρικα (κουρεία), χρυσοχοεία, γυαλάδικα, μαγειρεία, σπετσαρίες (φαρμακεία), εμπορικά, χάνια, καφενέδες ήταν παραταγμένα στη σειρά και «περίμεναν»… Όλα των Χριστιανών και όλα κολλητά το ένα με το άλλο. Ανάμεσα στα μαγαζιά αυτά είχε και ο πατέρας του Νίκου Καζαντζάκη το δικό του.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ ΑΡΧΕΣ 19ου αιώνα       ΠΛΑΤΙΑ ΣΤΡΑΤΑ Ή ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ»

«…Μπήκε στην Πλατιά Στράτα, έρημη· λιγοστά φανάρια με πετρέλαιο έριχναν αχνές κοκκινωπές λάμψες χάμω στο καλντερίμι… σελ. 42

…Η Πλατιά Στράτα ήταν η μια από τις δυο βασιλόφλεβες του Μεγαλόκαστρου· ξεκινούσε από των Χανιών την Πόρτα δυτικά, κι έφτανε στου Λαζαρέτου την Πόρτα, όπου ήταν η μεγάλη πλατεία, οι Τρεις Καμάρες, κι ο μπαξές του Πασά -ένα ξύλινο κιόσκι μέσα σε μια τούφα κατασκόνιστα δέντρα, όπου κάθε Παρασκευή έπαιζαν οι νιζάμηδες μουσική. Η άλλη βασιλόφλεβα έκοβε σταυρωτά την πρώτη. Κινούσε από την Καινούρια Πόρτα, κατανότου, και κατέβαινε ως το λιμάνι· στη σταύρωση ήταν το μεϊντάνι, η καρδιά της πολιτείας. Στην Πλατιά Στράτα βρίσκουνταν τα στιβανάδικα, τα γυαλάδικα, τα εμπορικά, οι ρωμέικοι καφενέδες, οι σπετσαρίες. Τα μαγαζιά, κολλητά το ένα στο άλλο, έπιαναν ψιλή κουβέντα, οι νοικοκύρηδες, καλφάδες και παραγιοί έκαναν χωρατάδες, πείραζε ο ένας τον άλλο, κουτσομπόλευαν και σκούσαν στα γέλια, κι αλίμονο στην Εφεντίνα να περνούσε, ή κανένας καμπούρης, αλλήθωρος, κουτσός ή παρακούζουλος. Οι στιβανάδες χτυπούσαν όλοι μαζί τα καλαπόδια τους, τα μαστορόπουλα σφύριζαν, και πού βρίσκονταν τόσες λεμονόκουπες και σάπιες ντομάτες!

Κάθε σαββατόβραδο το κέφι κόρωνε· κι απόψε βούιζε πάλι η Πλατιά Στράτα, οι καμπάνες του εσπερινού την είχαν αναστατώσει· τέλεψε, δόξα σοι ο Θεός, κι η βδομάδα ετούτη, μαστορόπουλα και μπακαλόπουλα ξεζώνουνταν τις ποδιές τους κι έγερναν, έξω στο πεζοδρόμιο, στ’ αφεντικά τους να πλυθούν. Πλένουνταν αυτοί και ξετινάζουνταν, έστριβαν τα μουστάκια, έβγαζαν έξω τις καρέκλες να καθίσουν, παράγγελναν το μερακλίδικο καφεδάκι τους και το ναργιλέ. Σε λίγο θα ξεπρόβαινε από το μεϊντάνι κι η Αραπίνα η Ρουχένη,… και κρατούσε, σοζυγισμένο στο κεφάλι της, ένα ταψί σουσαμόπιτες. Κι απ’ του Ιδομενέα τη βρύση, να σου και θα πρόβαινε ο Τουλουπανάς, σιγομίλητος πάντα και θλιμμένος, μ’ έναν ταβλά στο κάθε χέρι, στον ένα σπανακόπιτες, στον άλλο σουσαμοκούλουρα με κανέλα. Δεν ήταν ετούτη πια Πλατιά Στράτα· ήταν μεγάλο αρχοντόσπιτο κι έβγαιναν τα τραταρίσματα… …σελ. 92

Στην Πλατιά Στράτα άνοιξαν παραταριά τα στιβανάδικα, κάθισαν τ’ αφεντικά στα ψηλά σκαμνιά τους, πήραν τις φαλτσέτες κι έκοβαν τα πετσιά, κι οι καλφάδες και τα μαστορόπουλα έβγαζαν όξω τους πάγκους και τα σύνεργα και στρώθηκαν στη δουλειά. Κι όλο κι έριχναν απάνω κάτω στο δρόμο ματιές, μπας και ξεπρόβαινε κανένας σημαδιακός ή παρακούζουλος, να τον βάλουν μπροστά, να περάσει η ώρα τους…»

4η ΕΡΓΑΣΙΑ

5ο ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ σελ. 35-36-37

«…Δυο φορές το χρόνο, τη Λαμπρή και τα Χριστούγεννα, κινούσε από το μακρινό χωριό ο παππούς μου κι έρχουνταν στο Μεγάλο Κάστρο να δει τ’ αγγόνια του και την κόρη… Γέρος κοτσονάτος, με άκουρα άσπρα μαλλιά, με γαλάζια γελούμενα μάτια, με βαριές χερούκλες όλο ρόζους· άπλωνε να με χαδέψει, και το δέρμα μου ξεγδέρνουνταν. Φορούσε την κυριακάτική του σκούρα λουλακιά φουφούλα, μαύρα στιβάνια, άσπρο με γαλάζιες βούλες κεφαλομάντιλο. Και κρατούσε, τυλιμένο σε λεμονόφυλλα, το ίδιο πάντα πεσκέσι: ένα γουρουνόπουλο ψητό στο φούρνο· γελούσε, το ξεσκέπαζε και μοσκομύριζε το σπίτι·… δεν μπορώ πια να μυριστώ ψημένο χοιρινό κρέας ή να μπω σε περιβόλι λεμονιές, χωρίς ν’ ανέβει στο μυαλό μου, γελαστός, απέθαντος, με το ψητό γουρουνόπουλο στα χέρια, ο παππούς μου. Και χαίρουμαι γιατί όσο ζω θα ζει κι αυτός μέσα μου, κανένας άλλος πια στον κόσμο δεν τον θυμάται, και θα πεθάνουμε μαζί…

Τον θυμούμαι, κι η καρδιά μου στερεώνεται νιώθοντας πως μπορεί να νικήσει το θάνατο· δε συνάντησα ποτέ μου άνθρωπο να περιλάμπει το γύρο του προσώπου του τέτοια λάμψη, ήσυχη, αγαθή, σαν το φως του λυχναριού. Την πρώτη φορά που τον είδα να μπαίνει στο σπίτι, έσυρα φωνή· έτσι με τις φαρδιές βράκες του, με το κόκκινο ζωνάρι, φεγγαροπρόσωπος, γελαστός, σαν αγαθός νεροπαππούλης μού φάνταξε, σαν ένα στοιχειό της γης, που τώρα, να, βγήκε από τα περβόλια και μυρίζει βρεμένα χόρτα.

Έβγαζε από τον κόρφο του μια δερμάτινη καπνοσακούλα,… κοιτάζοντας ευτυχισμένος τη θυγατέρα του, τ’ αγγόνια του, το σπίτι. Πότε πότε άνοιγε το στόμα του, μιλούσε για τη φοράδα του που γέννησε, για τις βροχές και το χαλάζι, για τα κουνέλια που παραπλήθυναν και του ρήμαζαν το λαχανόκηπο. Κι εγώ, ανεβασμένος στα γόνατά του, περνούσα το μπράτσο μου γύρα από το λαιμό του, τον άκουγα, κι ένας άγνωρος κόσμος απλώνουνταν στο μυαλό μου, χωράφια και βροχές και κουνέλια, γίνουμουν κι εγώ κουνέλι, έβγαινα κρυφά στην αυλή του παππού και του ’τρωγα τα λάχανα…»

«…Ρωτούσε η μητέρα μου για τον ένα, για τον άλλο στο χωριό, πώς περνάει, ζει ακόμα; κι ο παππούς απαντούσε πότε ζει και βασιλεύει, κάνει και παιδιά, και πότε πως πέθανε, πάει αυτός, ζωή σε λόγου σου. Μιλούσε για το θάνατο όπως μιλούσε και για τη γέννα, ήσυχα, με την ίδια φωνή, όπως μιλούσε για τα λάχανα και για τα κουνέλια. Έλεγε: «Πάει αυτός, θυγατέρα μου, τον θάψαμε· του βάλαμε κι ένα πορτοκάλι στη φούχτα, να το κρατάει του Χάρου· του δώσαμε και παραγγελιές για τους δικούς μας στον Άδη· όλα γίνηκαν κατά που θέλει η τάξη, δόξα σοι ο Θεός…

Η γυναίκα του είχε πεθάνει κι αυτή από χρόνια, και κάθε που έρχουνταν ο παππούς μου στο σπίτι έφερνε την αθιβολή της και τα μάτια του βούρκωναν. Την αγαπούσε περισσότερο κι από τα χωράφια του, περισσότερο κι από τη φοράδα του, και τη σέβουνταν… Παλιά συνήθεια ήταν τότε στα χωριά της Κρήτης, όταν γύριζε το δειλινό ο άντρας από τα χωράφια, να του ’χει η γυναίκα ετοιμάσει χλιαρό νερό, να σκύβει και να του πλένει τα πόδια. Ένα δειλινό γύρισε ο παππούς μου κατακουρασμένος από τη δουλειά, κάθισε στην αυλή, κι ήρθε η γυναίκα του με μια λεκάνη χλιαρό νερό, γονάτισε μπροστά του κι άπλωσε να του πλύνει τα σκονισμένα πόδια. Ο παππούς μου την κοίταξε με συμπόνια, είδε τα χέρια της που τα ’χε φάει η καθημερινή λάτρα του σπιτιού, είδε τα μαλλιά της που είχαν αρχίσει κι άσπριζαν, «γέρασε πια η κακομοίρα, συλλογίστηκε, άσπρισαν τα μαλλιά της στα χέρια μου», τη λυπήθηκε. Σήκωσε το πόδι, έδωκε μια στη λεκάνη το νερό και την αναποδογύρισε. «Από σήμερα και πέρα, γυναίκα, είπε, δε θα μου πλένεις τα πόδια· δεν είσαι, μαθές, δούλα μου, γυναίκα μου είσαι και κυρά μου…»

ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗ σελ. 338 παρουσιάζεται ένας άλλος παππούς αντάρτης και μαχητής του αγώνα για τη λευτεριά της Κρήτης

«…. Στο μακροσκάμνι στη μέση, ο παππούς. Εκατό χρονών λιοντάρι, τα γένια του ποτάμιζαν και του σκέπαζαν το ανοιχτό ολοδάσωτο στήθος κι έκρυβαν τις δεμένες λαβωματιές που ΄χε πάρει στο Μεγάλο Σηκωμό. Οι φρυδάρες του χοντρές, αγκαθωτές, του ΄κρυβαν τα μάτια και τις ανασήκωνε με τη φούχτα του για να μπορέσει να δει.  Και στα βαθιά του γεράματα τα μάγουλά του πυροκοκκίνιζαν, και σα θύμωνε, σφυροκοπούσε το αίμα του στα μελίγγια κι οι φλέβες του δεν είχαν ακόμα ξεραθεί, κυλούσαν ασκόνταφτα και πότιζαν το εκατοχρονίτικο κορμί. Κι αυτό διψομαχούσε, έπινε αχόρταγα, δεν είχε ακόμα μπουχτίσει τον κόσμο, τον άγγιζε, τον άκουγε, τον θωρούσε, τον γεύουνταν, τον οσμίζουνταν με την ίδια λαχτάρα σαν όντας ήταν είκοσι χρονών. Έβλεπε τους ανθρώπους, τώρα στα γεράματα, μικρούς μικρούς, σα να περνοδιάβαιναν ανάμεσα στα πόδια του, και τους ψυχοπονούσε κι ακουμπούσε τη χέρα του απάνω στα κεφάλια τους, για να τουε δώσει κουράγιο. Δεν του άρεσε καθόλου να θωράει του αίμα του ανθρώπου να χύνεται. Όμως σαν ξεσπούσε πόλεμος, τα μάτια του θόλωναν, ξεχνούσε πώς κι οι Τούρκοι είναι κι αυτοί άνθρωποι και δε χόρταινε το χέρι του να χτυπάει.

Τον καμάρωναν οι χωριανοί σα δρυ, κι έρχονταν και κάθιζαν κάτω από τον ίσκιο του, την Κυριακή και τις μεγάλες γιορτές, στην πλατεία του χωριού. Έμοιαζε, τώρα που γέρασε, με τους παλιούς θεούς, τους αθάνατους κι όταν ήταν να γίνει γεροντοσύναξη, να βουλευτούν οι Κρητικοί για θάνατο κι ελευτερία, τον έφερναν πάντα και τον θρόνιαζαν στη μέση, κι όταν ένας ένας σηκώνουνταν οι καπετάνιοι να μιλήσουν, αυτόν κοίταζαν κι έπαιρναν φόρα..»

«…Κάθουνταν συχνά ο παππούς στο κατώφλι και δασκάλευε τον εγγονό του·…όταν φοβάσαι ένα πράμα, θες λιοντάρι είναι αυτό, θες άνθρωπο, θες φάντασμα, να πέφτεις απάνω του με τα μούτρα, και θα δεις, φεύγει ευτύς από πάνω σου ο φόβος· φεύγει από σένα και πάει στον άλλο· φόβος κυριεύει το θεριό, τον άνθρωπο, το φάντασμα, και που φύγει φύγει! Αυτό ’ναι όλο το μυστικό!...»

5η ΕΡΓΑΣΙΑ

6ο ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ

ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ - ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ - ΤΙΤΥΡΟΣ

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ σελ. 53 κ.εξ.

«…Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο, γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ’ ένα κόκκινο μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα, μισό χαρούμενος, μισό αλαφιασμένος, και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι. Η μητέρα μού είχε δώσει ένα κλωνί βασιλικό, να τον μυρίζουμαι, λέει, να παίρνω κουράγιο, και μου κρέμασε το χρυσό σταυρουλάκι της βάφτισής μου στο λαιμό.

 -Με την ευκή του Θεού και με την ευκή μου… μουρμούρισε και με κοίταξε με καμάρι.

 Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο· μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειεύουμουν. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησιά του Άι-Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα· το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.

Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάδεψε· τινάχτηκα· ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαδέψει· σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:

-Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος· κάμε το σταυρό σου.

Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι· κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα· μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.

 -Ετούτος είναι ο γιος μου, του ’πε ο πατέρας μου.

Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παράδωκε στο δάσκαλο. -Το κρέας δικό σου, του ’πε, τα κόκαλα δικά μου· μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.

-Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη· έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.

 Από το Δημοτικό Σκολειό απομένει ακόμα στη θύμησή μου ένας σωρός παιδικά κεφάλια, κολλητά το ένα πλάι στο άλλο… Μα από πάνω από τα κεφάλια αυτά απομένουν μέσα μου αθάνατοι οι τέσσερις δάσκαλοι:

Ο Πατερόπουλος στην Πρώτη τάξη γεροντάκος, κοντός, αγριομάτης, με κρεμαστά μουστάκια, με τη βίτσα πάντα στο χέρι· μας κυνηγούσε, μας περμάζωνε και μας έβαζε στη γραμμή, σα να ’μαστε παπιά και μας πήγαινε στο παζάρι να μας πουλήσει. «Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου, δάσκαλε, του παράγγελνε κάθε γονιός παραδίνοντάς του το αγριοκάτσικο παιδί του· δέρνε το, δέρνε το, ωσότου να γίνει άνθρωπος.» Και μας έδερνε αλύπητα· και περιμέναμε όλοι, δάσκαλος και μαθητές, πότε, με το πολύ το ξύλο, θα γίνουμε ανθρώποι…»

«…  Ο Τίτυρος βασίλευε στη Δευτέρα Τάξη· βασίλευε, ο δύστυχος, μα δεν κυβερνούσε. Χλωμός, με γυαλάκια, με κολλαριστό πουκάμισο, με μυτερά στραβοπατημένα λουστρίνια, με μια μεγάλη μύτη τριχωτή, με λιγνά δάχτυλα, κιτρινισμένα από τον καπνό. Δεν τον έλεγαν Τίτυρο, τον έλεγαν Παπαδάκη· μα μια μέρα του ’φερε ο κύρης του ο παπάς από το χωριό πεσκέσι ένα μεγάλο κεφάλι τυρί.

-Τι τυρός είν’ αυτός, πάτερ; έκαμε ο γιος, τ’ άκουσε μια γειτόνισσα που έτυχε στο σπίτι, το ’πε παραπέρα, πήραν τον κακομοίρη το δάσκαλο στο μεζέ και του ’βγαλαν το παρατσούκλι. Ο Τίτυρός μας λοιπόν δεν έδερνε, παρακαλούσε· μας διάβαζε Ροβινσώνα, μας ξηγούσε την κάθε λέξη κι ύστερα μας κοίταζε με τρυφεράδα κι αγωνία, θαρρείς μας παρακαλούσε να καταλάβουμε. Μα εμείς ξεφυλλίζαμε το Ροβινσώνα και κοιτάζαμε εκστατικοί στις κακοτυπωμένες ζωγραφιές τα τροπικά δάση, τα δέντρα με τα παχιά φύλλα, το Ροβινσώνα με το φαρδύ χορταρένιο καπέλο και τη θάλασσα γύρα που απλώνουνταν έρημη… Απ’ όλα τα μαθήματα μου άρεσε η Ιερά Ιστορία. Παράξενο παραμύθι, πολύπλοκο, σκοτεινό, με φίδια που μιλούσαν, με κατακλυσμούς κι ουρανοδόξαρα, με κλεψιές και φονικά,… περνούσαν οι άνθρωποι τη θάλασσα χωρίς να βραχούν οι πατούσες των ποδιών τους…»

«…Στην Τρίτη Τάξη (βασίλευε) ο Περίανδρος Κρασάκης. Ποιος ανέσπλαχνος νουνός έδωκε τ’ όνομα του άγριου τύραννου της Κόρινθος στον καχεκτικό αυτό ανθρωπάκο, με το αψηλό σκληρό κολάρο για να μη φαίνουνται οι σκρόφουλες στο λαιμό του, με τα λιγνά σαν του τζίτζικα ποδαράκια, με το άσπρο μαντηλάκι πάντα στο στόμα, να φτύνει, να φτύνει και να κόβεται η πνοή του; Αυτός είχε μανία με την καθαριότητα· κάθε μέρα επιθεωρούσε τα χέρια μας, τ’ αυτιά μας, τη μύτη, τα δόντια, τα νύχια. Δεν έδερνε αυτός, δεν παρακαλούσε, μα κουνούσε τη χοντρή, γεμάτη σπυριά κεφάλα του. -Ζώα, μας φώναζε, γουρούνια, αν δεν πλένεστε κάθε μέρα με σαπούνι, δε θα γίνετε ποτέ σας ανθρώποι. Τι θα πει, μαθές, άνθρωπος; Αυτός που πλένεται με σαπούνι. Το μυαλό δε φτάνει, κακομοίρηδες, χρειάζεται και σαπούνι. Πώς θα παρουσιαστείτε στο Θεό με τέτοια χέρια; Πηγαίνετε έξω στην αυλή να πλυθείτε! Ώρες μας έπαιρνε τ’ αυτιά ποια φωνήεντα είναι μακρά, ποια βραχέα και τι τόνο να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη· κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν και τις γειτόνισσες που γελούσαν, και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι, να γλιτώσουμε. Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει και να θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική, μα ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο· γιατί πολύ αγαπούσαμε τον πετροπόλεμο και συχνά πηγαίναμε στο σκολειό με το κεφάλι σπασμένο. Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι· το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλης, που ’χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο: -Σώπα, δάσκαλε, φώναξε· σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί! …»

Σελ. 58-59

«…..στην Τετάρτη τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής του Δημοτικού. Κοντοπίθαρος, μ΄ένα γενάκι σφηνωτό, με γκρίζα μαλλιά πάντα θυμωμένα μάτια, στραβοπόδης. …..Μας είχε έρθει σπουδαγμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρούσαμε πως θα ΄ταν καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική, μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά ήταν ολομόναχος, η Παιδαγωγική έλειπε, θα ΄ταν σπίτι. Κρατούσε ένα μικρό στριφτό βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή κι άρχισε να βγάζει λόγο. Έπρεπε λέει, ό,τι μαθαίναμε να το βλέπαμε ή να το αγγίζαμε ή να το ή να το ζωγραφίζαμε σ΄ένα χαρτί γεμάτο κουκκίδες. Και τα μάτια μας τέσσερα, αταξίες δε θέλει, μήτε γέλια, μήτε φωνές στο διάλειμμα και σταυρό τα χέρια……. Όταν κάναμε  καμιάν αταξία ή όταν δεν ήταν στα κέφια του……., μας έδερνε κατάσαρκα με τον βούρδουλα  ….

Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάχτυλο:

  • Πού είναι κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα Παιδαγωγική; Γιατί δεν έρχεται στο σκολειό;

Τινάχτηκε από τη έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο τον βούρδουλα.

  • Έλα ΄δω αυθάδη, φώναξε…..να να να, άρχισε να βαράει και να  μουγκρίζει

Είχε ιδρώσει, σταμάτησε.

  • Να η Νέα Παιδαγωγική, είπε, κι άλλη φορά σκασμός!

 

ΠΛΑΚΕΣ ΣΤΟΝ ΤΙΤΥΡΟ ΑΠΟ ΤΟ ΘΡΑΣΑΚΙ   ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ σελ. 70

«…..δεν αποχόρταιναν να λεν και να ξαναλεν πως σκόρπισαν τα σκάγια στο κατώφλι της τάξης, την ώρα που ο Τίτυρος είχε γυρισμένη την πλάτη του  κι άρχιζε να τους μαθαίνει το τραγούδι που θα ΄λεγαν την Κυριακή στην εκδρομή…. Άρχισαν όλοι να ξελαρυγγιάζονται, είχε κέφι ο Τίτυρος σήκωσε τη βέργα.

……μπήκε μπροστά, κορδωμένος, μα τη στιγμή που δρασκέλιζε το κατώφλι με φόρα, γλίστρηξε πάνω στα σκάγια κι έπεσε χάμω σαν ασκί, και τα γυαλάκια του γινήκαν θρύψαλα……»

ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΤΙΤΥΡΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ σελ. 410

«….Κι εκεί που τα κουβέντιαζαν παππούς κι εγγονός, φάνηκε στο κατώφλι ο Τίτυρος με το ραβδί του, με τη βούρια περαστή στην πλάτη, ροδομάγουλος. Ο παππούς ήταν ακουμπισμένος στη ρίζα της λεμονιάς, μουσκίδι από τη βροχή και τα γένια του λαμπύριζαν από τις βροχοστάλες που κρέμονταν. Σα γέρικος δεντροκορμός κι αυτός, βρέχουνταν και δεν κουνούσε. Γυάλοζε μονάχα το σκληρό ταγαριασμένο του πετσί. Μια στιγμή δεν τον γνώρισε τον γιο του, σαν πιο παχύς του φάνηκε, σαν πιο ψημένος, και δεν καμπούριζε.

  • Μωρέ, εσύ είσαι Γιαννακό; Έκαμε ο γέρος και τέντωσε το λαιμό να ξεκρίνει καλύτερα, μωρέ, εσύ άλλαξες, δόξα να ΄χει ο Θεός, δεν είσαι πια δάσκαλος; Έμπα μέσα.
  • Δε με γνώρισες πατέρα; Έκαμε ο δάσκαλος ευχαριστημένος.
  • Πού να σε γνωρίσω; Όρκο παίρνω, θα παράτησες τα γράμματα κι έκαμες σβέρκο και πλάτες και μάγουλα. Δε σου το ΄λεγα ΄γω; Βδέλλες είναι τα γράμματα. Είκοσι τέσσερις βδέλλες είναι και πιπιλίζουν το αίμα του ανθρώπου…..»

6η ΕΡΓΑΣΙΑ

7ο ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ

ΔΙΑΔΡΑΣΤΙΚΟ ΒΙΝΤΕΟ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

 

Αφήστε μια απάντηση