Η ΑΜΠΑΡΙΖΑ
Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες κι η κάθε μία διαλέγει την «αμπάριζά» της, δηλαδή το σημείο (δένδρο, κολώνα) που θα υπερασπίζει. Οι δύο αμπάριζες πρέπει να απέχουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Σκοπός κάθε ομάδας είναι να βρει αφύλακτη την «αμπάριζα» της άλλης και να την αγγίξει ή να αιχμαλωτίσει όλους τους αντίπαλους της.
Ένα παιδί από την ομάδα που παίζει πρώτη, ακουμπάει την αμπάριζα και φωνάζει:
– Παίρνω αμπάριζα και βγαίνω.
Και τρέχει κατά την αντίπαλη αμπάριζα (π.χ. δέντρο)με σκοπό να την ακουμπήσει (οπότε την κυριεύει).
Αλλά, αμέσως, απαγγέλλοντας τα ίδια λόγια, ξεκινάει και από την αμυνόμενη ομάδα ένας παίκτης, με σκοπό, ή να προλάβει να κυριέψει αυτός πρώτος την αμπάριζα των άλλων, ή να ακουμπήσει τον πρώτο παίκτη (οπότε τον αιχμαλωτίζει).
Τότε διαδοχικά, συμπαίχτες των πρώτων ξεκινούν, με τα ίδια λόγια, για να τους ενισχύσουν αλλά και για να νικήσουν τους φύλακες και να ελευθερώσουν τους δικούς τους (με άγγιγμα). Ένα παιδί μπορεί να ελευθερώσει τους αιχμάλωτους συμπαίκτες του, αν καταφέρει να αγγίξει έστω έναν από αυτούς.
Αν κάποιος μείνει τελευταίος, τότε οι αντίπαλοί του υποχρεώνονται να τον αντιμετωπίζουν ένας – ένας, «παίρνοντας αμπάριζα» ωστόσο μετά από αυτόν.
Νικάει η ομάδα που κυριεύει την αμπάριζα των άλλων.