Ελληνικά

Ανάπτυξη ερμηνευτικού σχολίου (από το site “Φιλολογικός ιστότοπος”

Ερμηνευτικό Σχόλιο

(ενδεικτικά παραδείγματα)

 

Τίτος Πατρίκιος «Τέλος του καλοκαιριού»

 

VI

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτό που βλέπεις, αυτός που ξέρεις

δεν είμαι μόνο αυτός που θά ‘πρεπε να μάθεις.

Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω,

αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου

σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,

αν σου μιλήσει μια λέξη μου

σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι –

θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;

 

θα βρεις τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;

θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες στη ροή του πλήθους;

Είμαι κι ό,τι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι –

τα πεθαμένα κύτταρά μου, οι πεθαμένες

πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις

γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.

Είμαι ό,τι δεν έχω γίνει ακόμα –

μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος,

Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω –

γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.

Μη με γυρέψεις αλλού

μονάχα εδώ να με γυρέψεις

μόνο σε μένα.

 

Τίτος Πατρίκιος, Λυσιμελής πόθος, Εκδόσεις Κίχλη, 2015

 

Ερμηνευτικό σχόλιο

Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το κύριο θέμα του κειμένουΝα το παρουσιάσετε αξιοποιώντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)

 

Κύριο, κατά τη γνώμη μου, θέμα του κειμένου είναι η δυσκολία να γνωρίσει κανείς πλήρως ένα άλλο άτομο, καθώς σε αυτό συνυπάρχουν όχι μόνο η τωρινή και παρελθοντική του ταυτότητα, αλλά κι η μελλοντική, όπως κι η επίδραση που έχει δεχτεί από πολλούς άλλους. Σε α΄ πρόσωπο, το ποιητικό υποκείμενο τονίζει τη δυσκολία αυτή στην ερωτική του σύντροφο (δεν είμαι μόνο αυτό που βλέπεις), επισημαίνοντας εξαρχής το πλήθος των επιρροών που έχει δεχτεί με σχήματα επανάληψης και υπερβολής (αν σ’ αγγίξω… σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι / αν σου μιλήσει μια λέξη μου σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι). Με μια σειρά ρητορικών ερωτημάτων αναρωτιέται για τη δυνατότητά της να διακρίνει αφενός το πλήθος αυτών των επιρροών (θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;) κι αφετέρου τη διαμορφωμένη πια μοναδικότητά του (θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες στη ροή του πλήθους;). Με τη χρήση επανάληψης τονίζει πως μέρος της ταυτότητάς του είναι κι ό,τι είχε υπάρξει κάποτε (τα πεθαμένα κύτταρά μου, οι πεθαμένες πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις), ενώ με μια μεταφορική εικόνα αναφέρεται και στην πιθανή μελλοντική του εξέλιξη (μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος). Κομμάτι, άλλωστε, του εαυτού του είναι κι η ταυτότητα που οφείλει να αποκτήσει (Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω).

[Λέξεις: 204]

 

Νίκος Καζαντζάκης «Ταξιδεύοντας, Ισπανία»

 

Σεβίλια

«Βλογημένες νά ‘ναι οι κλείδωσες των χεριών μου – που δεν είναι όλο κόκαλο σαν των αλόγων  και μπορούν να σε χαδέψουν! – Βλογημένη κι η διάφανη επιδερμίδα των χειλιών μου, – γιατί έτσι το αίμα μου βρίσκεται – πιο κοντά στο δικό σου, – όταν σε φιλώ! – Βλογημένα και τα μακριά μαλλιά σου – γιατί όταν τα σηκώνω σα φτερούγα – ο σβέρκος σου νιώθει πιο απαλά την ανάσα μου – και πιο γλυκά αναπαύεται στο μπράτσο μου – στις μακριές μας ξεκούρασες!»

Χωρίς να το θέλω, τα ερωτικά τούτα λόγια ενός φίλου μου Ισπανού ποιητή, στρατάριζαν στα χείλια μου, όταν έμπαινα στη Σεβίλια. Δεν αναστορούμαι πια αν ήταν μέρα ή νύχτα, αν ήταν ήλιος ή αν έριχνε ψιλή βροχή⸱ σα νά ‘γινα ξάφνου ροδοβάβουλας και δε θυμούμαι την πρώτη επαφή μου με τη Σεβίλια παρά μυρωδιές και χρώματα. Και χάρηκα που έλαχε να γεννηθώ σ’ ένα τόσο φανταχτερό και μυρωδάτο κόσμο.

Πώς να μπορέσει ποτέ ο άνθρωπος να υμνήσει, χωρίς κραυγή, την ομορφιά της γης; Πότε θ’ ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε το λουλούδι, το χώμα, το νερό, τη γυναίκα; Να δούμε το σώμα μας που έγινε επίτηδες για τον κόσμο, να δούμε τον κόσμο που έγινε επίτηδες για το σώμα μας, και να πούμε μ’ ευγνωμοσύνη: «Μου αρέσεις!»

Συχνά, όταν γυρίζω μόνος σε ξένες πολιτείες, με δυσκολία κρατιούμαι να μη φωνάξω. Τι νά ‘ναι ετούτη η τύχη, τι ‘ναι το θάμα ετούτο να ζεις, νά ‘σαι γερός, να διψάς, να πίνεις νερός και να δροσερεύεις ως τη φτέρνα, να πεινάς, να τρως ένα κομμάτι ψωμί και να νιώθεις τα κόκαλά σου να τρίζουν από αναγάλλια; Και πώς έλαχε νά ‘ναι τόσο σφιχτοπλεμένη, τόσο σοφιλιασμένη η ηδονή με την ανάγκη;

Κάθουμαι σε μιαν πέτρα, απόξω από το αραβίτικο παλάτι, το ξακουσμένο Αλκάθαρ. Ήλιος γλυκός, η Σεβίλια ξύπνησε, σβουρίζει σα μελισσοκόφινο, μυρίζουν τα περβόλια, είναι ακόμα πρωί κι οι πόρτες του παλατιού δεν άνοιξαν. Κοιτάζω τα χέρια μου πλημμυρισμένα πρωινόν ήλιο – σα να κρατούν ένα χρυσό βιολί. Αγγίζω το κεφάλι μου, και μου φαίνεται σαν την κιβωτό που πλέει απάνω στο χάος και νά ‘χουν καταφύγει μέσα της για να σωθούν όλα τα ζώα και τα πουλιά κι οι θεοί. Κι αμίλητα βλογούσα και μακάριζα, το πρωί εκείνο, τις πέντε μου αίστησες…

 

Νίκος Καζαντζάκης «Ταξιδεύοντας, Ισπανία», Εκδόσεις Καζαντζάκη, 2009

 

Ερμηνευτικό σχόλιο

Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το κύριο θέμα του κειμένουΠοια είναι η δική σας άποψη σχετικά με αυτό; (150-200 λέξεις)

 

Κύριο θέμα του κειμένου είναι η αίσθηση ευγνωμοσύνης που οφείλει να έχει κάθε άνθρωπος για το δώρο της ζωής, καθώς και για την ομορφιά που βρίσκεται παντού γύρω του. Ο αυτοδιηγητικός αφηγητής δηλώνει κατ’ επανάληψη το πόσο βαθιά εκτιμά το γεγονός ότι ζει (χάρηκα που έλαχε να γεννηθώ / τι ‘ναι το θάμα ετούτο να ζεις / βλογούσα και μακάριζα… τις πέντε μου αίστησες), τονίζοντας παράλληλα το θαυμασμό του για την ομορφιά του φυσικού κόσμου. Με τη χρήση ρητορικών ερωτημάτων επισημαίνει, μεταξύ άλλων, την ανησυχία του πως δεν αναγνωρίζουν όλοι την αξία των απλών, μα πολύτιμων στοιχείων που τους περιβάλλουν (Πότε θ’ ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε το λουλούδι…). Κατά τη δική του άποψη οι άνθρωποι θα έπρεπε να εκτιμούν περισσότερο το θαύμα της ζωής και να αντιλαμβάνονται πως η ευδαιμονία τους μπορεί να πηγάσει από τα πιο απλά στοιχεία (να διψάς, να πίνεις νερός και να δροσερεύεις ως τη φτέρνα). Συνάμα, αξιοποιεί παρομοιώσεις για να φανερώσει την έκταση της δικής του ευδαιμονίας, που προκύπτει από το κάλλος της νέας ημέρας (σα να κρατούν ένα χρυσό βιολί / σαν την κιβωτό που πλέει απάνω στο χάος).

Προσωπικά συμφωνώ με την άποψη του συγγραφέα, καθώς παρά τις ποικίλες -υψηλές συχνά- προϋποθέσεις που θέτουν οι σύγχρονοι άνθρωποι για την ευτυχία, οι καθημερινές στιγμές θα έπρεπε να επαρκούν και να εκτιμώνται πολύ βαθύτερα απ’ όλους.

[Λέξεις: 224]

 

Κική Δημουλά «Ένα ματσάκι ωχρότητα» (απόσπασμα)

 

Απόρρητα βρέχει, κρυφά απ’ τη βεβαιότητα

σχεδόν κρυφά κι από την ίδια τη βροχή.

Το ξέρει μόνο η γοητεία του δισταγμού

η τσίγκινη τραγιάσκα κάποιου ήχου

και το συμβούλιο των σταγόνων ψηλά

γύρω από τη στρογγυλή λάμπα του δρόμου.

 

Απόρρητα βρέχει.

Σα νά ‘ναι εμπιστευτικό το φανερό.

Όπως και είναι. Πόσες φορές κρυφά από μας

δεν έχουμε συμβεί κρυφά από τις πράξεις μας –

πάντα τελευταίες το μαθαίνουν⸱ από τις συνέπειες

που το γνωρίζουν εξ αρχής.

 

Ακόμα κι από τη νεότητα σχεδόν κρυφά γερνάμε.

Σα νά ‘ναι εμπιστευτικό το ολοφάνερο.

Πάντα τελευταία το μαθαίνει – απ’ τη νεότητα

των άλλων.

 

Μήπως μαθαίνουμε ποτέ ότι δεν ζούμε;

Κρυφό μας το κρατάει για πάντα ο θάνατός μας.

Το ξέρει μόνον η ζωή που συνεχίζεται των άλλων.

Κουτσομπολιά ονείρων παρεξήγηση οι άλλοι.

 

Κική Δημουλά, Ποιήματα, Εκδόσεις Ίκαρος, 2009

 

Ερμηνευτικό σχόλιο

Να παρουσιάσετε το κύριο, κατά τη γνώμη σας, θέμα/ερώτημα του ποιήματος και να τεκμηριώσετε την απάντησή σας. (150-200 λέξεις)

 

Κύριο θέμα του ποιήματος είναι, κατά τη γνώμη μου, η υπόρρητη, αλλά σαφής απροθυμία των ανθρώπων να αντικρίσουν και να αποδεχτούν την πραγματικότητα ως έχει, ακόμη κι όταν πρόκειται για κάτι που τους αφορά προσωπικά. Με την επανάληψη της οξύμωρης φράσης «Απόρρητα βρέχει», καθώς και την αξιοποίηση της παρομοίωσης που επισημαίνει αυτή ακριβώς την αντίφαση «Σα νά ‘ναι εμπιστευτικό το φανερό» η ποιήτρια τονίζει την παραδοξότητα του να θεωρούνται κρυφά ή αθέατα όσα συμβαίνουν μπροστά σε όλους και εν γνώσει όλων. Ωστόσο, όσο κι αν κάτι τέτοιο φαντάζει αδύνατο ή παράξενο, αυτό ακριβώς συμβαίνει με τους ανθρώπους, δηλώνει η ποιήτρια, με τη διαπίστωση «Πόσες φορές κρυφά από μας δεν έχουμε συμβεί». Οι άνθρωποι κάποτε δρουν, χωρίς καν να παραδέχονται ή να αντιλαμβάνονται τις ίδιες τους τις πράξεις, και συνειδητοποιούν εκ των υστέρων τα όσα έκαναν από τις συνέπειες, οι οποίες -προσωποποιημένες εδώ- γνώριζαν εξ αρχής. Κατά τρόπο παρόμοιο, οι άνθρωποι αρνούνται να αποδεχτούν ακόμη και το γεγονός ότι γερνάνε, κάτι που σχολιάζεται ειρωνικά από την ποιήτρια με τη μερική επανάληψη προηγούμενης παρομοίωσης «Σα νά ‘ναι εμπιστευτικό το ολοφάνερο». Μα κι ακόμη περισσότερο, οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν ποτέ ότι έχουν πάψει πια να ζουν. Ο προσωποποιημένος θάνατός τους τούς το κρατάει κρυφό. Το ξέρει μόνο η ζωή των άλλων που συνεχίζεται.

[Λέξεις: 210]

 

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ «Κλυταιμνήστρα ή Το έγκλημα» (απόσπασμα)

 

Ο καιρός που περνούσε μακρυά του κυλούσε χωρίς χρησιμότητα, σταγόνα σταγόνα ή σε κύματα, σα χαμένο αίμα, αφήνοντάς με κάθε μέρα πιο φτωχή από μέλλον. Μεθυσμένοι μαντατοφόροι μού διηγούνταν τη ζωή του στα στρατόπεδα: ο στρατός της Ανατολής κυριαρχούνταν από γυναίκες: Ιουδαίες της Θεσσαλονίκης, Αρμένιες απ’ την Τυφλίδα, που τα μπλε μάτια τους κάτω από σκούρα βλέφαρα σ’ έκαναν να σκέφτεσαι τις πηγές σε βαθιές σκοτεινές σπηλιές, Τουρκάλες βαριές και γλυκιές, όπως τα γλυκίσματά τους τα φορτωμένα μέλι. Έπαιρνα γράμματα τις μέρες των γιορτών· η ζωή μου περνούσε παραφυλώντας στο δρόμο το κουτσό βήμα του ταχυδρόμου. Τη μέρα πάλευα ενάντια στην απελπισία, τη νύχτα ενάντια στην επιθυμία, χωρίς σταματημό ενάντια στο κενό, αυτή τη θαμπή μορφή της δυστυχίας. Τα χρόνια διαδέχονταν το ’να τ’ άλλο στη σειρά, σαν πομπή μοναχικών γυναικών· το χωριό ήταν μαύρο από γυναίκες σε πένθος. Ζήλευα αυτές τις δυστυχισμένες που είχαν σαν αντίζηλο τη γη μονάχα και που ήξεραν τουλάχιστον ότι ο άντρας τους κοιμάται μόνος. Επέβλεπα εκ μέρους του τις εργασίες στους αγρούς και τους θαλάσσιους δρόμους· συγκέντρωνα τις συγκομιδές· διέταζα να καρφώνουν τα κεφάλια των ληστών στον πάσσαλο της αγοράς· χρησιμοποιούσα τ’ όπλο του για να ρίχνω στις κουρούνες· χτυπούσα τα πλευρά της κυνηγετικής του φοράδας με τις γκέττες μου από σκούρο μουσαμά. Λίγο-λίγο αντικαθιστούσα τον άντρα που μου έλειπε και που τον είχα συνηθίσει. Έφτανα να κοιτώ με το δικό του βλέμμα το λευκό περιλαίμιο των υπηρετών. Ο Αίγισθος κάλπαζε

δίπλα μου στη χέρσα γη· η εφηβεία του συνέπεσε με τον καιρό της δικιάς μου χηρείας· βρισκόταν σχεδόν σε ηλικία να ενωθεί με τους άλλους άντρες· με πήγε πίσω, στην εποχή των φιλημάτων που ανταλλάσσαμε με τα ξαδέλφια μες στο δάσος τον καιρό των μεγάλων διακοπών. Τον έβλεπα λιγότερο σαν εραστή και περισσότερο σαν ένα παιδί, που μου έλειπε· πλήρωνα τους λογαριασμούς του για σαμάρια και γι’ αγορές αλόγων. Δεν ήμουν μόνο άπιστη στον άλλο άντρα, τον αντέγραφα επιπλέον: ο Αίγισθος δεν ήταν για μένα παρά τ’ αντίστοιχο των γυναικών της Ασίας. Κύριοι δικαστές, δεν υπάρχει παρά ένας άντρας στον κόσμο: οι άλλοι για κάθε γυναίκα δεν είναι παρά ένα λάθος ή ένα θλιβερό υποκατάστατο. Κι η μοιχεία δεν είναι συχνά παρά η απελπισμένη μορφή της πίστης. Αν εξαπάτησα κάποιον, αυτός είναι βέβαια ο φτωχός Αίγισθος. Τον είχα ανάγκη για να ξέρω ως ποιο σημείο αυτός που αγαπούσα ήταν αναντικατάστατος. Κουρασμένη να τον χαϊδεύω, ανέβαινα στον πύργο να μοιραστώ την αϋπνία του παρατηρητή.

 

Γιουρσενάρ, M. (1981). Κλυταιμνήστρα ή Το έγκλημα, μτφ. Μαρία Θ. Φωστιέρη, Η Λέξη 5: 362-367΄

 

Ερμηνευτικό σχόλιο

Ποια είναι η συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδαςΝα την παρουσιάσετε αξιοποιώντας κειμενικούς δείκτες και στοιχεία του κειμένου. (150-200 λέξεις)

 

Η Κλυταιμνήστρα βιώνει την απουσία του Αγαμέμνονα ως πηγή μεγάλης δυστυχίας, αφού μακριά του ο χρόνος μοιάζει να μην έχει χρησιμότητα. Όπως τονίζει με μια παρομοίωση ο καιρός περνούσε «σα χαμένο αίμα», αφήνοντάς τη ολοένα και πιο «φτωχή από μέλλον». Η δυστυχία της, μάλιστα, επιτείνεται από τα νέα που λαμβάνει πως το στρατόπεδο των Ελλήνων είναι γεμάτο θελκτικές γυναίκες, καθιστώντας βέβαιη την απιστία από τη μεριά του. Η ηρωίδα φτάνει, έτσι, στο σημείο να ζηλεύει τις χήρες, αφού εκείνες έχουν μόνο αντίζηλό τους της γη και γνωρίζουν πως «ο άντρας τους κοιμάται μόνος». Η συναίσθηση πως τα χρόνια της περνούν μέσα στη θλίψη «σαν πομπή μοναχικών γυναικών» την εξωθεί στο να εντείνει τη δραστηριότητά της, μιμούμενη εκείνον και υιοθετώντας τις δικές του συνήθειες, σε μια προσπάθεια να καλύψει την απουσία του (Λίγο-λίγο αντικαθιστούσα τον άντρα που μου έλειπε). Η αντιγραφή των δικών του υποχρεώσεων και συνηθειών την οδηγεί ακόμη παραπέρα, καθώς στο πρόσωπο του Αίγισθου, που ήταν ακόμη στην εφηβική ηλικία, βρίσκει το «αντίστοιχο των γυναικών της Ασίας». Για την Κλυταιμνήστρα, ωστόσο, ο Αίγισθος δεν αποτελεί προσπάθεια αντικατάστασης του απόντος συζύγου της, όπως, άλλωστε, το τονίζει με τη χρήση παρομοιώσεων, τον έβλεπε «λιγότερο σαν εραστή» και περισσότερο «σαν ένα παιδί» που της έλειπε. Μέσω εκείνου επιχειρεί να συνειδητοποιήσει ακόμη ασφαλέστερα πόσο «αναντικατάστατος» ήταν εκείνος που πραγματικά αγαπούσε.

[Λέξεις: 217]

 

Μιχάλης Πασιαρδής «Η Ποίηση»

 

Η ποίηση είναι σαν το πρωί της άλλης

μέρας – πάντα ένα κύκλο πιο μπροστά

απ’ τον κόσμο, σαν το πρωί της άλλης

μέρας, όπου μες σε παρθένους κελαϊδησμούς

μαστορεύεται ο ήλιος του μέλλοντος.

 

Μιχάλης Πασιαρδής, Ο δρόμος της ποίησης: Ποιήματα 1959-1969, Κύπρος, 1970

 

Ερμηνευτικό σχόλιο

Να διατυπώσετε το ερμηνευτικό σας σχόλιο για το ποίημα. (100-150 λέξεις)

 

Θέμα του ποιήματος, κατά τη γνώμη μου, είναι η δυνατότητα της ποιητικής τέχνης να αποτυπώνει τα όσα έρχονται, χάρη στο γεγονός πως οι θεράποντές της είναι ευαίσθητοι δέκτες της πραγματικότητας. Τη δυνατότητα αυτή την παρουσιάζει εμφατικά ο ποιητής με την επανάληψη μιας παραστατικής παρομοίωσης, η ποίηση είναι «σαν το πρωί της άλλης μέρας». Βρίσκεται πάντοτε μια μέρα μπροστά από τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς αφουγκράζεται προσεκτικά και μετουσιώνει σε ποιητικό λόγο κάθε επερχόμενη αλλαγή, όσο μικρή κι αν είναι, όσο κι αν δεν την αντιλαμβάνονται οι άλλοι εγκαίρως. Συνάμα, όμως, η ποίηση έχει και το προνόμιο να οραματίζεται -και κατ’ αυτό τον τρόπο να διαμορφώνει- τον μελλοντικό κόσμο, αποδίδοντάς του ιδιότητες ή αρετές μη υπάρχουσες ακόμη, αλλά εν δυνάμει υλοποιήσιμες. Την επαφή αυτή της ποίησης με το μέλλον την καταγράφει ο ποιητής με τη χρήση μεταφορικού λόγου, παρουσιάζοντας την ποίηση να βρίσκεται ήδη στην επόμενη μέρα «μες σε παρθένους κελαϊδησμούς» εκεί που δημιουργείται «ο ήλιος του μέλλοντος».

[Λέξεις: 156]

Μυρσίνη Γκανά [Στην αρχή υπήρχε]

 

Στην αρχή υπήρχε

ο ήλιος, το φεγγάρι, τα σύννεφα

για να μετρούν, να χωρίζουν

να δίνουν ρυθμό

και όλα έμοιαζαν ατελείωτα,

απέραντα, σε διαρκή διαστολή.

Κι ύστερα ήρθαν τα ρολόγια

να μετρούν βασανιστικά

λεπτά και δευτερόλεπτα

να συρρικνώνουν το χρόνο,

το πεδίο, τη χαρά.

Κουβαλάω ένα

στη θέση της καρδιάς

ακούω διαρκώς τους χτύπους του

που λένε

τώρα, τώρα, τώρα.

 

Μυρσίνη Γκανά, Τα πέρα μέρη, Εκδόσεις Μελάνι, 2017

 

Ερμηνευτικό σχόλιο

Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το κύριο θέμα του κειμένου; Να το παρουσιάσετε αξιοποιώντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)

 

Κύριο θέμα του κειμένου, κατά τη γνώμη μου, συνιστά η επώδυνη αλλαγή που έχει επέλθει στη σχέση των ανθρώπων με το χρόνο. Το πέρασμά του παλαιότερα γινόταν αντιληπτό με φυσικό τρόπο, μέσω της κίνησης του ήλιου ή της εναλλαγής του με το φεγγάρι, καθώς και με τα σύννεφα, που σηματοδοτούσαν την αλλαγή της εποχής. Στοιχεία που η ποιήτρια παρουσιάζει με ασύνδετο σχήμα: «ο ήλιος, το φεγγάρι, τα σύννεφα / για να μετρούν, να χωρίζουν / να δίνουν ρυθμό». Προσφέρονταν, έτσι, στους ανθρώπους ήπιες υπομνήσεις της ύπαρξης και του περάσματος του χρόνου, που δημιουργούσαν μια επωφελή αίσθηση πως όλα είναι απέραντα και πως ο χρόνος διαστέλλεται συνεχώς, όπως τονίζεται με ένα ακόμη ασύνδετο σχήμα: «όλα έμοιαζαν ατελείωτα, / απέραντα, σε διαρκή διαστολή». Στην πορεία, ωστόσο, ήρθαν τα προσωποποιημένα «ρολόγια», τα οποία άρχισαν «να μετρούν βασανιστικά» το πέρασμα του χρόνου σε λεπτά και σε δευτερόλεπτα, καταλήγοντας «να συρρικνώνουν» τόσο τον ίδιο το χρόνο, όσο και τη χαρά των ανθρώπων. Ό,τι παλαιότερα έμοιαζε άπλετο, αφού η πάροδός του γινόταν αισθητή με αργές και σταδιακές αλλαγές, άρχισε τώρα να καταμετράται με ακρίβεια δευτερολέπτου, καθιστώντας τους ανθρώπους έρμαια αυτού του συνεχούς και γοργού περάσματος του χρόνου. Πλέον, στο κέντρο της ύπαρξής μας (Κουβαλάω ένα / στη θέση της καρδιάς) βρίσκεται ο αμείλικτος καταμετρητής του χρόνου, το ρολόι, το οποίο -προσωποποιημένο εδώ- υπενθυμίζει διαρκώς στην ποιήτρια πως δεν υπάρχουν περιθώρια για αναβολές και πως οφείλει να δράσει τώρα, όπως αυτό τονίζεται εμφατικά με την επανάληψη: «τώρα, τώρα, τώρα».

Karim Amellal «Μπλε άσπρο μαύρο»

 

Εισαγωγικό σημείωμα

Κι αν η Μαρίν Λεπέν -που στο βιβλίο έχει το ψευδώνυμο Μιρέιγ Λεφέκ- εκλεγεί πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας; Τι σημαίνει για τη χώρα η εκλογική νίκη της Άκρας Δεξιάς;

 

Χάζευα σαν πεινασμένο πιτσιρίκι τις βιτρίνες των μεγάλων καταστημάτων, που εκείνη την ώρα ήταν ακόμη κλειστά. Τα κύματα των τουριστών δεν είχαν ξεχυθεί ακόμη στις λεωφόρους. Αλλά δεν θα αργούσαν. Αυτό ήταν πλέον η Γαλλία, και ιδιαίτερα το Παρίσι: ένα μεγαλοπρεπές μουσείο για τους άλλους, ωραίες και πολυτελείς μπουτίκ, συνοικίες διαμορφωμένες με τρόπο που να διευκολύνουν την πρόσβαση των πλούσιων ξένων, ένας φανταχτερός και λαμπερός κόσμος, ενώ στις εισόδους της πόλης ξεκινούν όλα τα υπόλοιπα, πέρα από την Περιφερειακή Οδό που αποτελεί τα αόρατα σύνορα του Παρισιού ζουν οι πραγματικοί κάτοικοι αυτής της χώρας, αυτοί που δεν πηγαίνουν ποτέ στο «Γκαλερί Λαφαγέτ» παρά μόνο για να γευτούν, μια γιορτινή μέρα, ένα κομματάκι όνειρο το οποίο ξεφορτώνονται μόλις επιστρέφουν στο σπίτι τους γιατί, κατά βάθος, τα πράγματα που πουλάνε στο «Γκαλερί Λαφαγέτ» δεν προορίζονται για εκείνους.

Η Μιρέιγ Λεφέκ τα είχε καταλάβει όλα. Σ’ εκείνους απευθυνόταν, με τα απλά της λόγια, τις διατυπώσεις της που χαρακτηρίζονταν από κοινή λογική, τις ιδέες της που μοσχοβολούσαν το αυταπόδεικτο. Μιλούσε σε αυτούς που δεν τους άκουγε πια κανείς, και σίγουρα όχι σ’ εκείνους που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο στην ηγεσία της χώρας, εδώ και δεκαετίες…

Η πολιτική, για μένα, δεν ήταν να λες στους ανθρώπους αυτό που θέλουν να ακούσουν και αυτό που μπορούν να καταλάβουν, αλλά να τους οδηγείς εκεί που πιστεύεις ότι πρέπει να πάνε και, κατά συνέπεια, να ορίζεις έναν προορισμό και να χαράζεις έναν δρόμο. Η Μιρέιγ Λεφέκ, όμως, μιλούσε στους ανθρώπους γι’ αυτά που καταλάβαιναν και τους έδειχνε αυτά που ήθελαν να δουν, όχι αυτά που έπρεπε να δουν. Αυτό ονομάζεται λαϊκισμός: να λες ό,τι έχουν ανάγκη να ακούσουν οι μάζες – και εκείνη το έκανε τέλεια.

 

Karim Amellal, Μπλε άσπρο μαύρο, Εκδόσεις Πόλις, 2017

 

Αξιοποιώντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες να παρουσιάσετε το πώς προσεγγίζει το θέμα του λαϊκισμού ο αφηγητήςΠοια είναι η δική σας άποψη για το θέμα αυτό; (150-200 λέξεις)

 

Ο αφηγητής προκειμένου να καταστήσει εμφανές το γιατί ο λαϊκισμός της Μιρέιγ Λεφέκ έβρισκε ανταπόκριση στους Γάλλους πολίτες αξιοποιεί τις αφηγηματικές τεχνικές της περιγραφής και του σχολίου. Ειδικότερα περιγράφει το Παρίσι, το οποίο με τις «ωραίες και πολυτελείς μπουτίκ» του έχει, όπως σχολιάζει, μετατραπεί σ’ ένα «μεγαλοπρεπές μουσείο» που προορίζεται για τους πλούσιους ξένους. Οι πραγματικοί κάτοικοι της Γαλλίας ζουν πέρα από το πολυτελές κέντρο της πόλης και δεν έχουν τη δυνατότητα να ψωνίζουν σε ακριβά καταστήματα, όπως το «Γκαλερί Λαφαγέτ». Η Μιρέιγ Λεφέκ, σύμφωνα με τα σχόλια του αφηγητή, απευθύνεται ακριβώς σε αυτούς τους Γάλλους, χρησιμοποιώντας «απλά λόγια» και κοινής λογικής διατυπώσεις. Όπως εμφατικά το αποδίδει ο αφηγητής με τη χρήση μιας μεταφοράς, οι ιδέες της «μοσχοβολούσαν το αυταπόδεικτο». Η τακτική της αυτή, ωστόσο, βρίσκει εντελώς αντίθετο τον αφηγητή, ο οποίος θεωρεί πως δεν πρέπει ο πολιτικός να δείχνει στους πολίτες αυτά που θέλουν να δουν, αλλά αυτά που πρέπει. Η πολιτική, κατά την άποψή του, είναι η δυνατότητα να «χαράζεις ένα δρόμο» προς μια επιδιωκόμενη κατεύθυνση, ανεξάρτητα από τις άμεσες επιθυμίες των πολιτών.

Κατά τη γνώμη μου, ο λαϊκισμός, η τάση, δηλαδή, ορισμένων πολιτικών να καθορίζουν τις επιλογές τους με βάση το τι είναι αρεστό στους πολίτες, είναι επιζήμια, εφόσον στερεί από την Πολιτεία τη δυνατότητα των επιλογών εκείνων που θα την ωφελήσουν πιο ουσιαστικά σε βάθος χρόνου. Θυσιάζεται, έτσι, το μέλλον μιας χώρας στα μικροκομματικά συμφέροντα και στην προσωπική ανάδειξη καιροσκόπων πολιτικών.