Η ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ.

ΑΫΛΗ ΤΟΠΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

Η γλώσσα των αρχαίων Θεσσαλών ανήκε στην αιολική διάλεκτο. Την αιολική ομιλούσαν οι κάτοικοι της ανατολικής Θεσσαλίας, ενώ στη δυτική είχαν προστεθεί διάφοροι τύποι της δωρικής διαλέκτου. Έτσι έχουμε διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα. Οι κάτοικοι των πεδινών περιοχών των Τρικάλων και της Καρδίτσας ως Καραγκούνηδες μιλούσαν ένα γλωσσικό ιδίωμα που ανήκει στις «βόρειες Νεοελληνικές διαλέκτους και χαρακτηριζόταν από ποικιλία ιδιωματικών στοιχείων. Δεν είναι στις προθέσεις μας να ασχοληθούμε με το γλωσσικό ιδίωμα των Καραγκούνηδων. Άλλωστε δεν είμαστε νομίζω και οι κατάλληλοι για να το επιχειρήσουμε.  Απλώς αναφέρουμε μερικά στοιχεία για να σχηματίσει ο αναγνώστης μια πλήρη εικόνα των ανθρώπων που έζησαν και έδρασαν στην περιοχή της Δυτικής Θεσσαλίας. Με το γλωσσικό ιδίωμα των Καραγκούνηδων έχουν ασχοληθεί αρκετοί συγγραφείς. Θα αναφερθούμε μόνο σε τρεις που κατάγονται από το νομό Καρδίτσας, γιατί το γλωσσικό ιδίωμα όλων των καραγκούνικων χωριών είναι περίπου το ίδιο. Τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του καραγκούνικου ιδιώματος αναφέρουμε συνοπτικά μόνο τα παρακάτω, με όσο γίνεται πιο απλό τρόπο και αρκετά παραδείγματα για να γίνουν κατανοητά, που νομίζω ότι είναι τα σπουδαιότερα και δίνουν τη γενική εικόνα της γλώσσας. Αυτά είναι τα εξής:

α).  Η τροπή αφ’ ενός μεν κάθε άτονου ο (ω) και ε (αι) σε ι και αφ’ ετέρου η συγκοπή, η αποβολή ή η ατελής προφορά  των μη τονισμένων ου και i (=ι, η, ει, οι, κ.λ.π.)[2]. π.χ. άνθρουπους αντί άνθρωπος, ουραίους αντί ωραίος, έρχιτι αντί έρχεται, σπρί αντί σπυρί, πλί αντί πουλί, η Στέφους αντί ο Στέφος, η Μήτρους αντί ο Μήτρος, ου μύλους αντί ο μύλος, ου κόσμους αντί ο κόσμος, η πόρους αντί ο πόρος, βνό αντί βουνό, σκλαρήκι αντί σκουλαρήκι, γίνκα, λάλτσα αντί γίνηκα, λάλησα, η Στάθς αντί ο Στάθης, η Γιωργς αντί ο Γιώργις, σκνί αντί σκοινί, τς Ασπασίας αντί της Ασπασίας, τς ανθρώποι αντί τους ανθρώπους, μλάρ αντί μουλάρι, πουτάμ αντί ποτάμι, πιδί αντί παιδί, τρέχ’ αντί τρέχει, παίζ’ αντί παίζει.β). Η ανάπτυξη δευτερεύοντος τόνου στα ρήματα όταν μετά την τονιζόμενη συλλαβή του πρώτου ενικού προσώπου επακολουθούν περισσότερες των δυο συλλαβών. Ο τόνος αναπτύσσεται στην τρίτη συλλαβή πέρα από αυτή. π.χ. έφαγα- έφαγάμι, έκατσα-έκατσάμι, έδουκα-έδουκάμι, έκανα-έκανέτι, κάθουμάστι - καθόμαστε, του σακάτιψάτι του πιδί - το σακατέψατε το παιδί, ήξιράτι - ξέρατε, ήφιράτι - φέρατε, φαίνουμι - φαίνουμέστι, τάφιρέτι - τα ηφέρατι, τα φέρατε, κ.λ.π.γ). Η προσθήκη φωνηέντων ή συμφώνων στην αρχή των λέξεων. π.χ. παλάμη- απαλάμ, μασχάλη-αμασχάλ, χελώνα-αχιλώνα, πηδώ-αμπδάου, γκαστρώνω-αγκαστρώνου, δοκάνη – αδουκάν, λάθος – αλάθους, γλείφω – αγλείφου, παλαίβω – απαλαίβου, γέφυρα-γκέφυρα, κολύμπι-γκουλιούμπ, ταβάνι-νταβάνι, ουρά – νουρά, κλπ.δ). Η αποβολή συμφώνων. π.χ. Παναγία-πανα’ΐα, Άγιος Δημήτριος-Ά’ι-Δημήτρης, μπογιά-μπου’ϊά, θα πέσεις-θα πέ’εις.

Οι  Θεσσαλοί παρά τις επιδρομές, τις μάχες και τις λεηλασίες πολυώνυμων λαών βαρβάρων που δέχτηκαν στη μαρτυρική τους χώρα, διατήρησαν σχεδόν αλώβητη την προγονική τους γλώσσα μαζί με τα παλιά τους ήθη και έθιμα, τις δοξασίες, τις παραδόσεις και τις δεισιδαιμονίες. Τα Νεοελληνικά γλωσσικά ιδιώματα είναι γεμάτα από αρχαίες λέξεις, πραγματικό χρυσάφι, λέξεις προγονικές αλώβητες από το πέρασμα και των πολλών χρόνων και των πολυώνυμων εχθρών, που πάτησαν στη μαρτυρική αυτή ελληνική γη. Ο Δημήτριος Κρεκούκιας[3], Διδάκτωρ Φιλοσοφίας και συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών, που χρόνια ασχολήθηκε με τα Νεοελληνικά γλωσσικά ιδιώματα και τις αρχαίες λέξεις που έχουν επιβιώσει στα ιδιώματα αυτά, δημοσίευσε μεγάλο κατάλογο ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων, που περιέχει το «αγροτοποιμενικό λεξιλόγιο της Δυτικής Θεσσαλίας».

Σημείωση: Για τη γλώσσα των Καραγκούνηδων κυκλοφορούσαν παλαιότερα και μερικά ευτράπελα σε στυλ ανέκδοτων ή γρίφων, που έδειχναν τη δυσκολία κατανόησής της από τους αμύητους.  Αναφέρω μερικά: 1. )Ένας καραγκούνης βρίσκεται μπροστά στη βιτρίνα κάποιου καταστήματος. Τον βλέπει ο καταστηματάρχης και βγαίνει έξω. Ο καραγκούνης νομίζοντας ότι ο καταστηματάρχης βγήκε για να τον επιπλήξει ή να τον διώξει, ρωτάει. Π’ράζ’ αν τ’ράου;  Ο καταστηματάρχης τον κοίταζε αμήχανος, χωρίς να καταλαβαίνει τι του έλεγε. Ρωτούσε, πειράζει αν τηράω;    --     τηράω=βλέπω, κοιτάζω.2.)Ένας καραγκούνης παρουσιάστηκε σε στρατόπεδο νεοσυλλέκτων και ντύθηκε στρατιώτης. Ήθελε να μάθει αν ντύθηκαν και οι άλλοι νεοσύλλεκτοι και ρωτάει κάποιον. Τ’ς έντ ΄σαν τ΄ς  άλλ’ ;  Απάντηση: Τ'ς  έντ'σαν ούλ' - (Τους έντυσαν τους άλλους; Απάντηση: Τους έντυσαν όλους).3.)Μπαίνει ο καραγκούνης σε ένα ζαχαροπλαστείο και κάθεται. Το γκαρσόν πηγαίνει και τον ρωτά τι θα πάρει. Φέρε μου μια πορτοκαλάδα καιένα π’  ρουφάν’, του λέει. Σε λίγο το γκαρσόν  του φέρνει μόνο την πορτοκαλάδα.  Ο πελάτης τότε του λέει. Αυτό "π΄ ρουφάν, πού είναι;".  Ήθελε και ένα καλαμάκι για να την πιεί, δηλ. να την ρουφήσει.

Η γυναικεία Καραγκούνικη φορεσιά | ΕΛΛΑΣ

Αφήστε μια απάντηση