Ελληνικά

Χρόνοι ρήματος

Χρόνοι ρήματος

Παροντικοί Ενεστώτας ·         Για ενέργεια που γίνεται στο παρόν συνεχώς ή επαναλαμβάνεται

·         Για γεγονότα που γίναν ή θα γίνουν, ώστε να προστεθεί ζωντάνια και παραστατικότητα

Παρακείμενος ·         Ενέργεια που έγινε πριν τη στιγμή που εκφωνείτε ο λόγος, αλλά το αποτέλεσμα εξακολουθεί

·         Χρησιμοποιείται και αντί αορίστου (όταν δεν υπάρχει ακριβής χρονικός προσδιορισμός)

Παρελθοντικοί Παρατατικός ·         Για ενέργεια που γινόταν συνεχώς ή επαναλαμβανόταν τακτικά στο παρελθόν

·         Με την πρόταξη του «θα» δηλώνεται το απραγματοποίητο στο παρελθόν, στο παρόν ή το μέλλον

Αόριστος ·         Για ενέργεια που έγινε και τελείωσε στο παρελθόν

·         Σε γνωμικά και παροιμίες (γνωμικός αόριστος)

·         Σε εκφράσεις που δηλώνουν με απόλυτη βεβαιότητα ότι κάτι θα συμβεί στο μέλλον (π.χ. Έφτασα!)

Υπερσυντέλικος ·         Για ενέργεια που έγινε στο παρελθόν πριν αρχίσει μία άλλη που επίσης έγινε στο παρελθόν

·         Με την πρόταξη του «θα» για ενέργεια που δεν ολοκληρώθηκε στο παρελθόν, ενώ θα μπορούσε (π.χ. Θα είχα προλάβει)

Μελλοντικοί Στιγμιαίος

Μέλλοντας

·         Για ενέργεια που θα γίνει και θα τελειώσει σε μελλοντική στιγμή

·         Αντί ενεστώτα για να προσδώσει ζωντάνια σε επαναλαμβανόμενες πράξεις

·         Αντί αορίστου σε βιογραφίες

Εξακολουθητικός

Μέλλοντας

·         Για ενέργεια που θα γίνεται στο μέλλον συνεχώς

ή θα επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα

Συντελεσμένος

Μέλλοντας

·         Για ενέργεια που θα γίνει και θα ολοκληρωθεί στο μέλλον, πριν την ολοκλήρωση μιας άλλης