Επιχειρήματα κατά της θανατικής ποινής:
- Η θανατική ποινή, όσο κι αν λειτουργεί εκφοβιστικά, δεν αποτελεί σε όλες τις περιπτώσεις ικανό αποτρεπτικό παράγοντα για σημαίνοντα εγκλήματα, καθώς αυτά είτε τελούνται από ανθρώπους που βρίσκονται σε κατάσταση ισχυρής συναισθηματικής φόρτισης (εν βρασμώ ψυχής), οπότε δεν λαμβάνουν καν υπόψη τους τις πιθανές συνέπειες των πράξεών τους, είτε από άτομα που τελούν το έγκλημα έχοντας ήδη αποδεχτεί το ενδεχόμενο του θανάτου τους. Άνθρωποι που επιχειρούν τρομοκρατικές ενέργειες ή πολιτικά εγκλήματα, είναι ήδη αποφασισμένοι να θυσιάσουν ακόμη και τη ζωή τους, ενώ δεν είναι απίθανο να θεωρούν τη θανάτωσή τους ως μέσο επικύρωσης και προσωπικής αναγνώρισης.
- Η πολιτεία προκειμένου να επιβάλει τη θανατική ποινή αναγκάζει κάποιον πολίτη (υπάλληλο) να επωμιστεί το βάρος της εκτέλεσής της. Στην περίπτωση αυτή ακόμη και η επίγνωση πως πρόκειται για μια νόμιμα επιβεβλημένη ποινή δεν απαλλάσσει τον εκτελούντα από τις τύψεις κι από το γενικότερο προσωπικό κόστος. Αν, μάλιστα, πρόκειται για μια επαναλαμβανόμενη δραστηριότητα τότε ο ίδιος και όσοι εμπλέκονται σ’ αυτή τη διαδικασία εξωθούνται σε μια απευαισθητοποίηση που τους φέρνει στα όρια της αποκτήνωσης.
- Η θανατική ποινή είναι απολύτως ανήκεστη, γεγονός που δημιουργεί εύλογες αντιδράσεις, καθώς υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο να επιβληθεί σε κάποιον πολίτη που δεν έχει διαπράξει το έγκλημα που του καταλογίζουν.
- Με τη θανατική ποινή αναιρείται πλήρως η έννοια του σωφρονισμού, καθώς δεν παρέχεται καμία δυνατότητα μετάνοιας και ηθικής αναμόρφωσης στο δράστη. Η ποινή, έτσι, λειτουργεί περισσότερο ως εκδίκηση.
- Η πολιτεία, όχι μόνο δεν αποδέχεται τυχόν δική της ευθύνη για την εξώθηση ενός πολίτη της σ’ ένα ακραίο έγκλημα, αλλά συνάμα είναι σαν να παραδέχεται πως δεν είναι σε θέση ή ακόμη περισσότερο πως θεωρεί ότι δεν αξίζει καν να επιδιώξει μέσω μιας διαφορετικής ποινής (π.χ. ισόβια κάθειρξη) την αναμόρφωσή του. Χρησιμοποιεί τη θανατική ποινή για να απαλλάξει τη πολιτεία από τον πολίτη που διαπράττει ένα ειδεχθές έγκλημα.
- Η θανατική ποινή συνιστά μέγιστη παραβίαση ενός θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος. Αποτελεί, συνάμα, μια διάπραξη φόνου, που επιβάλλεται από την ίδια την πολιτεία, γεγονός που εγείρει το ερώτημα, αν η πολιτεία έχει τη δικαιοδοσία να αφαιρεί τη ζωή ενός πολίτη.
- Το ερώτημα αυτό, άλλωστε, μπορεί να σχετιστεί και με τη γενικότερη έννοια του εγκλήματος, υπό την έννοια πως η θανατική ποινή επιβάλλεται από μια πολιτεία (κυβέρνηση), η οποία ενδεχομένως με τις λανθασμένες πολιτικές της να επιφέρει ψυχική οδύνη ή ακόμη και να εξωθεί στην αυτοχειρία πολίτες της, χωρίς ποτέ να λογοδοτεί για τα εγκλήματα αυτά. Δημιουργείται, έτσι, μια ανισότητα ανάμεσα στο προφανές έγκλημα που διαπράττει ένας πολίτης και στα πλείστα αφανή εγκλήματα που διαπράττει η πολιτείαμε λάθη ή παραλείψεις της.
- Μια πολιτεία που προχωρά στην καταπάτηση ενός εγγενούς και αναφαίρετου δικαιώματος των πολιτών της, θέτει αυτομάτως υπό αίρεση την ίδια της την υπόσταση και αξία ως θεσμού που υπάρχει για να προστατεύει και να υπερασπίζεται τα θεμελιώδη δικαιώματατων μελών της.
- Η επιβολή της θανατικής ποινής βασίζεται κάθε φορά σε μια δικαστική απόφαση, η οποία όπως όλες οι ανθρώπινες αποφάσεις ενέχει το στοιχείο της υποκειμενικότητας, και είναι άρα ευάλωτη σε παράγοντες όπως είναι ο κοινωνικός ή φυλετικός ρατσισμός.
- Η θανατική ποινή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο άσκησης πολιτικών πιέσεων και επιβολής, λαμβάνοντας τη μορφή εκκαθάρισης αντίπαλης ή εν γένει διαφωνούσας πολιτικής παράταξης.
- Η επίγνωση ότι ένα είδος εγκλήματος επισύρει τη θανατική ποινή σε μια πολιτεία, όπως για παράδειγμα ο βιασμός, είναι πιθανό να εξωθήσει τον εγκληματία σε πράξεις μεγαλύτερης βιαιότητας (π.χ. διάπραξη φόνου), προκειμένου να καλύψει το διαπραχθέν έγκλημα.
- Η θανατική ποινή, πέρα από το ίδιο το γεγονός της θανάτωσης, συνιστά συνολικά μια εξαιρετικά σκληρή τιμωρία, καθώς υποβάλλει τον τιμωρηθέντα σ’ έναν εξουθενωτικό ψυχικό βασανισμό από τη στιγμή που θα του γνωστοποιηθεί πως επίκειται η εκτέλεσή του.
- Η επιβολή της θανατικής ποινής μοιάζει ως η εύκολη λύση σε σχέση με όσα θα έπρεπε προληπτικά να εφαρμόζει μια πολιτεία προκειμένου να καλλιεργήσει επαρκώς και να διαφυλάξει τους πολίτες της από την καταφυγή σε βίαια εγκλήματα.
Επιχειρήματα υπέρ της θανατικής ποινής:
- Ορισμένα εγκλήματα με τη βιαιότητα που τα διακρίνει, τον ψυχρό και υπολογισμένο τρόπο με τον οποίο έχουν εκτελεστεί και την έκταση που έχουν λάβει(κατά συρροή δολοφονίες, πολλαπλά θύματα), υποδηλώνουν πως ο δράστης έχει συνειδητά θέσει εαυτόν εκτός κοινωνικού συνόλου, και πως είναι απίθανη η όποια μεταστροφή ή αναμόρφωσή του. Ενώ, συνάμα, προκαλούν τέτοια αποστροφή και αναστάτωση στους υπόλοιπους πολίτες, ώστε η θανάτωση του εγκληματία να εμφανίζεται ως κοινωνικό αίτημα.
- Η θανατική ποινή μπορεί να αποτελέσει ένα πιο αποτελεσματικό φόβητρο, σε σχέση με την ισόβια κάθειρξη, για ορισμένους πιθανούς εγκληματίες. Η επίγνωση πως η δολοφονία ενός ανθρώπου επισύρει αντίστοιχη τιμωρία, συνιστά μεγαλύτερο φόβητρο από το ενδεχόμενο ισόβιας κάθειρξης, η οποία σε χώρες όπως είναι η Ελλάδα αντιστοιχεί σε φυλάκιση 16-20 ετών ή και λιγότερο.
- Η πολιτεία, όπως λαμβάνει κάθε άλλο μέσο για την προστασία των πολιτών της, νομιμοποιείται να προχωρήσει ακόμη και στην αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής, εφόσον με αυτό τον τρόπο κριθεί πως διαφυλάσσεται η ασφάλεια του λοιπού κοινωνικού συνόλου. Πρόκειται, άλλωστε, για την ίδια πηγή εξουσίας που νομιμοποιείται να λάβει αποφάσεις ακόμη και για τη διενέργεια πολεμικών πράξεων, αν αυτό συνιστά επωφελή κίνηση για τα εθνικά συμφέροντα.
- Το ενδεχόμενο να επιβληθεί λανθασμένα η θανατική ποινή σ’ έναν πολίτη που είναι αθώος για το έγκλημα που του αποδίδεται, δεν μπορεί να οδηγεί στην πλήρη κατάργηση της ποινής αυτής. Καλεί, ωστόσο, σε απόλυτη βεβαιότητα των αρχών προτού φτάσουν στην επιβολή της. Άλλωστε, το ότι η θανατική ποινή προκαλεί ανεπανόρθωτη ζημία, ισχύει εξίσου και για την ισόβια κάθειρξη, εφόσον σε περίπτωση λανθασμένης επιβολής η πολιτεία δεν μπορεί να επανορθώσει για τη στέρηση όλων αυτών των δημιουργικών χρόνων από τη ζωή ενός ανθρώπου.
- Η παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την επιβολή της θανατικής ποινής, λαμβάνει τη δέουσα απάντηση από το γεγονός πως μια τέτοια ποινή επιβάλλεται μόνο σε άτομα που δε δίστασαν να καταστρατηγήσουν τα αντίστοιχα δικαιώματα συνανθρώπων τους. Ο πολίτης που επιθυμεί να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματά του οφείλει το δίχως άλλο να σέβεται εξίσου και τα δικαιώματα των άλλων.