Θανατική ποινή

ΚΕΙΜΕΝΟ (Επαναληπτικές Πανελλήνιες 2001)

ΘΑΝΑΤΙΚΗ ΠΟΙΝΗ

Όλο και πιο συχνά κάνει την εµφάνισή του, στο φως της διεθνούς επικαιρότητας, το θέµα της θανατικής ποινής. Όλο και πιο δυνατές και οργανωµένες είναι οι φωνές που υψώνονται από κάθε γωνιά του πλανήτη εναντίον των χωρών που τη διατηρούν στους κώδικές τους και την εφαρµόζουν. Ανάµεσα σ' αυτές (74 στο σύνολό τους) υπάρχουν και χώρες µε δηµοκρατική παράδοση όπως οι ΗΠΑ, όπου η θανατική ποινή εφαρµόζεται σε 38 από τις 50 Πολιτείες της και όπου έχουν εκτελεστεί 700 άτοµα από το 1976, όταν το Ανώτατο ∆ικαστήριο τη νοµιµοποιούσε στις ΗΠΑ.

Αναγκαίο κακό, παραδειγµατική ποινή για τα µεγάλα εγκλήµατα ή ανοικτή και συνεχή παραβίαση του κυριοτέρου των ανθρώπινων δικαιωµάτων, του δικαιώµατος στη ζωή, αποτελεί η ποινή του θανάτου; Πρόκειται για ένα ερώτηµα στο οποίο, από την αρχαιότητα µέχρι σήµερα, πολλοί επιχείρησαν να απαντήσουν.

Ποια είναι όµως τα επιχειρήµατα όσων, και δεν είναι λίγοι, υποστηρίζουν την αναγκαιότητα της θανατικής ποινής; Στην Αρχαία Ελλάδα ο Ζάλευκος βασίζει την απονοµή της ποινικής δικαιοσύνης στο "αντιπεπονθός", δηλαδή στη θεωρία της ανταπόδοσης. Επίσης τον προληπτικό χαρακτήρα της θανατικής ποινής και την εκφοβιστική λειτουργία της επικαλούνται πολλοί ως επιχείρηµα υπέρ της διατήρησής της. Αναµφίβολα δεν υπάρχει άλλη ποινή που να µπορεί να εκφοβίσει περισσότερο τον άνθρωπο και να τον αποτρέψει αποτελεσµατικότερα από το έγκληµα. Παρά ταύτα, οι ανθρωποκτονίες εκ προµελέτης γίνονται παρά το γεγονός τηςύπαρξης της ποινής του θανάτου, σ' αυτές ο δράστης πολύ συχνά υπολογίζει ότι θα διαφύγει την ανακάλυψη, τη σύλληψη και την τιµωρία. Το γεγονός τούτο επιβεβαιώνεται και από τα στατιστικά στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν επίσης ότι η εσχάτη των ποινών όχι µόνο δεν αποτρέπει από το έγκληµα αλλά εξαγριώνει και εξαχρειώνει τους ανθρώπους και τους εθίζει στην ιδέα της επιτρεπόµενης εξόντωσης του άλλου, τους ωθεί στη χρήση ανάλογου τρόπου αντίδρασης. Έτσι, στις χώρες όπου γίνονται θανατικές εκτελέσεις εµφανίζεται υψηλή ανθρωποκτόνος εγκληµατικότητα. Τούτο, για παράδειγµα, συµβαίνει στις ΗΠΑ, όπου, µάλιστα, οι θανατικές εκτελέσεις προβάλλονται συχνά και από την τηλεόραση.

Το ενδεχόµενο της δικαστικής πλάνης, επίσης, οφείλει να µας κάνει ακόµη πιο διστακτικούς απέναντι στη θανατική ποινή. Η ιστορία βρίθει δικαστικών πλανών και στην αλλοδαπή ποινική βιβλιογραφία υπάρχουν εκτενείς αναφορές σε σωρεία παρόµοιων περιστατικών. Αναγνωρίστηκε επίσηµα πως έγιναν και καταδίκες και εκτελέσεις ανθρώπων για αδικήµατα που ποτέ δεν διέπραξαν.

Με αυτά και άλλα επιχειρήµατα είναι πλέον εφοδιασµένες εκατοντάδες πρωτοβουλίες σε όλο τον κόσµο που µάχονται τη θανατική ποινή. Οι πρωτοβουλίες αυτές, άτυπες και µη, στοχεύοντας στην κατάργηση σε παγκόσµια κλίµακα της εσχάτης των ποινών -µε ενδιάµεσο σταθµό µία επίσηµη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ εναντίον της θανατικής ποινής και υπέρ της αναστολής των εκτελέσεων- υψώνουν όλο και πιο συχνά τη φωνή τους. Ζητούν την υποστήριξη της ∆ιεθνούς Κοινότητας, και ιδιαίτερα των χωρών όπου η θανατική ποινή έχει καταργηθεί. Μια τέτοια περίπτωση είναι η Ελλάδα, της οποίας η συµβολή στον αγώνα κατά της θανατικής ποινής, λόγω και της παράδοσής της, θα µπορούσε να φανεί ιδιαίτερα χρήσιµη και συµβολική.

(Από κείµενο της Ελιζαµπέττα Καζαλόττι που δηµοσιεύτηκε στον ηµερήσιο τύπο).

 

 

 

Γιατί πρέπει να καταργηθεί

Της Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ - ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ*

Βασική αρχή του Ποινικού Δικαίου είναι ότι ποινές -που από τη φύση τους όλες καταργούν ή περιορίζουν δικαιώματα του ανθρώπου (Δ. Α.)- επιβάλλονται εφ' όσον και στο βαθμό που είναι αναγκαίες και χρήσιμες.

Η θανατική ποινή (θ. π.) που προσβάλλει το πρώτο Δ. Α., το δικαίωμα στη ζωή, ούτε αναγκαία ούτε χρήσιμη είναι.
Αναγκαία δεν είναι, αφού υπάρχουν στερητικές της ελευθερίας ποινές μέχρι και ισόβιες. Χρήσιμη δεν είναι, αφού δεν είναι αποτελεσματική, αντιθέτως μάλιστα, εξαγριώνει και εξαχρειώνει τα μέλη της κοινωνίας.

Ας πλησιάσουμε το θέμα πιο αναλυτικά. Η θανατική ποινή εξαγριώνει τους ανθρώπους, που εθίζονται στην ιδέα της επιτρεπόμενης εξόντωσης του άλλου, και τους ωθεί στη χρήση ανάλογου τρόπου αντίδρασης, δηλαδή με ανθρωποκτονία, εναντίον εκείνου που θεωρούν ότι είναι αίτιος κάποιας οδυνηρής, γι' αυτούς, αποστέρησης (frustration). Υποσυνείδητα, ο υποψήφιος ανθρωποκτόνος ταυτίζεται με την πολιτεία που εξοντώνει τον εχθρό της και έτσι προχωρεί ευχερέστερα στην απόφαση να εξοντώσει το δικό του εχθρό. Γι' αυτό και έχει παρατηρηθεί ότι συχνά, για κάποιο χρονικό διάστημα αμέσως ύστερα από μια θανατική εκτέλεση, αυξάνει ο αριθμός ανθρωποκτονιών στη χώρα εκτέλεσης . Το σπουδαιότερο, όμως, είναι ότι στις χώρες που γίνονται λίγο-πολύ συχνά θανατικές εκτελέσεις, εμφανίζεται παράλληλα υψηλή ανθρωποκτόνος εγκληματικότητα. Στις ΗΠΑ μάλιστα -που οι θανατικές εκτελέσεις προβάλλονται κάποτε και από την τηλεόραση- παρουσιάζεται επανειλημμένα το μοναδικό φαινόμενο μαθητών που πυροβολούν αδιακρίτως τους συμμαθητές τους.

Η απάνθρωπη αυτή ποινή είναι και αναποτελεσματική. Καμία επιστημονική μελέτη, που έλαβε υπ' όψιν και στατιστικές χωρών οι οποίες εφήρμοζαν και στη συνέχεια κατήρτησαν -και κάποτε επανέφεραν- τη θ. π., δεν απέδειξε μειωτικό αντίκτυπό της στον αριθμό των σχετικών εγκλημάτων.

Ο Μπεκαρία, το 18ο αιώνα, είχε ήδη υποστηρίξει ότι ανασχετική επιρροή στην εγκληματική απόφαση έχει όχι η βαρύτητα της ποινής, αλλά η βεβαιότητα της τιμώρησης. Και είχε ρητώς ταχθεί κατά της θ. π.

Ήδη όμως τον 5ο αιώνα π. Χ., ο Θουκυδίδης (Θουκυδίδου, Ιστορία, Βιβλ. Γ' 45, δημηγορία Διοδότου) υποστήριξε την αναποτελεσματικότητα της θανατικής ποινής. Αφού διαπιστώνει ότι η χρήση της θ. π. από πολλές πόλεις και για διαρκώς περισσότερες μορφές εγκλημάτων δεν είχε αποτέλεσμα, προχωρεί σε ψυχολογική ανάλυση του φαινομένου που θα πρέπει να ζηλέψουν αρκετοί σύγχρονοι εγκληματολόγοι.

Χρήσιμο θεωρώ να αναφέρω ορισμένα περιστατικά από την πραγματικότητα που αναμφισβήτητα αποδεικνύουν το αλυσιτελές της θανατικής ποινής.

Όταν εισήχθη ο καπνός στην Ευρώπη, το κάπνισμα, τιμωρούμενο σε αρκετές χώρες με θάνατο, για να μη διαδοθεί, διαδόθηκε ωστόσο σε όλη την Ευρώπη.

Άλλο παράδειγμα. Κατά τη δημόσια θανατική εκτέλεση, συνήθως με φρικτά βασανιστήρια, κακοποιών ανάμεσα στους οποίους και πορτοφολάδων, που παρακολουθούσε συνωστιζόμενο πλήθος το 16ο και 17ο αιώνα, οι πορτοφολάδες ανέπτυσσαν τη μεγαλύτερη δράση τους. Η τόλμη της ένδειας και η ελπίδα διαφυγής αποτελούσαν σημαντικούς αιτιώδεις παράγοντες αυτής της συμπεριφοράς.

Στη Δανία, το 1944, όταν οι γερμανικές αρχές κατοχής διέλυσαν τη δανική αστυνομία επειδή τις σαμποτάριζε, αυξήθηκε ο αριθμός των εγκλημάτων γενικά, με εξαίρεση τις ανθρωποκτονίες και τα βαριά σεξουαλικά εγκλήματα, που έμειναν ανεπηρέαστα από τη μείωση του φόβου της αποκάλυψης και της τιμώρησης, παρ' όλο που αυτά μπορούσαν να επισύρουν θανατική ποινή. Με άλλα λόγια, η αύξηση ή μείωση της πιθανότητας επιβολής θανατικής ποινής δεν επηρεάζει τους δράστες βαριών εγκλημάτων.

Το τραγικότερο όμως είναι ότι η ποινή αυτή είναι η μόνη ανεπανόρθωτη. Και όμως οι δικαστικές πλάνες δεν είναι λίγες. Πάντως είναι περισσότερες από όσο νομίζεται. Διότι σ' αυτές δεν πρέπει να υπολογιστούν μόνο οι περιπτώσεις που ο εκτελεσθείς δεν ήταν ο δράστης του εγκλήματος, όπως γίνεται συνήθως, αλλά και πολλές περιπτώσεις που ενώ συνέτρεχαν κάποιες ελαφρυντικές περιστάσεις, δεν μπόρεσε να τις αποδείξει ο κατηγορούμενος ή παρέλειψε να τις προβάλει ο συνήγορός του. Και όμως, αυτό θα ήταν αρκετό για να καταγνωσθεί ποινή ελαφρότερη από τη θανατική.

Συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω είναι ότι η κατάργηση της θανατικής ποινής επιβάλλεται. Και πράγματι, αυτή είναι η διεθνής τάση, που προωθείται συστηματικά και από διεθνή κείμενα (instruments) των μεγάλων διεθνών οργανισμών (ΟΗΕ, Συμβουλίου της Ευρώπης, Ε.Ε.) 6, προς τα οποία προσαρμόζονται και πολλές εθνικές νομοθεσίες. Αξίζει να σημειώσουμε ότι και στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η θανατική ποινή έχει καταργηθεί.

Ωστόσο, η εσχάτη ποινή επιζεί σε πολλές ακόμη χώρες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Αμνηστίας, το Φεβρουάριο του 2000, 87 χώρες διατηρούσαν τη θανατική ποινή -μεταξύ των οποίων και οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ινδία, το Ιράν, το Ιράκ, η ρωσική ομοσπονδία και η Σαουδική Αραβία- 13 τη διατηρούσαν για εξαιρετικές περιπτώσεις, συνήθως για εσχάτη προδοσία και εγκλήματα κατά τον πόλεμο, και άλλες 20 τη διατηρούσαν στο νομικό πλαίσιο, αλλά δεν εκτελούν τους θανατοποινίτες τα τελευταία δέκα ή περισσότερα χρόνια. Και εύλογα γεννάται η απορία: Πώς και γιατί επιζεί;
Οι λόγοι είναι κυρίως πολιτικοί και ψυχολογικοί.

Στις χώρες όπου δεν υπάρχει ελευθερία, πάντοτε το κράτος απονέμει στον εαυτό του το δικαίωμα ζωής και θανάτου των «υπηκόων» του. Αλλά και σε μερικές χώρες όπου οι ελευθερίες, λιγότερο ή περισσότερο, λειτουργούν, η θανατική ποινή υπάρχει και υποδηλώνει μια επίδειξη εξουσιασμού και δύναμης, χαρακτηριστικό κατάλοιπο αυταρχικών καθεστώτων. Γι' αυτό ακριβώς σε παγκόσμιο επίπεδο οι πλείστες θανατικές καταδίκες και εκτελέσεις πραγματοποιούνται για πράξεις που στρέφονται κατά της πολιτείας, ουσιαστικά κατά των κατεχόντων την εξουσία (πολιτικά εγκλήματα), ενώ η επιστήμη αυτά θεωρεί ελαφρότερα.

Η θανατική ποινή δεν ταιριάζει σε μια κοινωνία δημοκρατική. Το απόλυτο δικαίωμα ζωής και θανάτου επί των άλλων είναι απαράδεκτο σε μια δημοκρατία. Οι σύγχρονες αντιλήψεις για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου δεν μπορούν να αποδεχτούν την ποινή που προσβάλλει το πρωταρχικό δικαίωμα της ζωής, έστω και αν εμφανίζεται ως αντίδραση σε όμοια πράξη του κρινόμενου, την οποία, όμως, χαρακτηρίζουμε έγκλημα. Δεν αποδέχονται, δηλαδή, την απάντηση της πολιτείας με έγκλημα στο έγκλημα του ιδιώτη.

Υπάρχει όμως και μια άλλη εξήγηση της επιβίωσης της απάνθρωπης και αλυσιτελούς αυτής ποινής, που στηρίζεται στην ψυχολογία των μελών μιας κοινωνίας. Το ένστικτο του θανάτου -ο αντίποδας του ενστίκτου της ζωής και του έρωτα-, ο φόβος και το μίσος που απορρέουν από αυτό είναι βαθιά ριζωμένα στον άνθρωπο. Όσο περισσότερο φοβούνται οι άνθρωποι το θάνατο τόσο μεγαλύτερη αποστέρηση θα αισθανθούν από την κατάργηση της θανατικής ποινής που, εσφαλμένα, αισθάνονται σαν άμυνα κατά του δικού τους θανάτου, της δικής τους θανάτωσης.

Ιδίως σήμερα, που ο κύκλος των πιθανών θυμάτων εγκληματικών πράξεων έχει διευρυνθεί με τα διεθνικά οργανωμένα εγκλήματα -αφού ο σοβαρότερος αριθμός εγκλημάτων στρέφεται κατά προσώπων με τα οποία καμία σύγκρουση δεν έχει ο δράστης και η θυματοποίησή τους είναι θέμα τύχης (τρομοκρατικές ενέργειες, εμπόριο ναρκωτικών, σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών κ.ά)- ο φόβος και η εκδικητική διάθεση έχουν ενισχυθεί και επεκταθεί. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης διεγείρουν ακόμα περισσότερο το φόβο και την αναζήτηση εκδίκησης. Όσο πιο έντονη και άγρια είναι η εκδικητική διάθεση κατά του άλλου τόσο μεγαλύτερο φόβο υποδηλώνει.

Γι' αυτό, κατάργηση της ποινής του θανάτου σημαίνει ουσιαστικά νίκη της ανθρωπότητας πάνω στο φόβο, στο μίσος, στην εκδίκηση. Ή, μάλλον, νίκη της ανθρωπότητας πάνω στον εαυτό της, στις χειρότερες ιδιότητες του εαυτού της.

*Η Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ - ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ είναι πρόεδρος του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας

 

[πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 12/6/2001 <www.enet.gr

 

Η γκιλοτίνα τραυμάτισε τον Ουγκό

* Από τα παιδικά του χρόνια ο Ουγκό θα πληγωθεί βαθύτατα από τη θέα δημοσίων εκτελέσεων. Τις εμπειρίες του αυτές οι μελετητές του θα τις χαρακτηρίσουν τραυματικές. Εικόνες τρόμου και φωνές πόνου θα τον συνοδεύουν χωρίς έλεος

Τσαλίκη-Μηλιώνη Τατιάνα
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 17/11/2002, 00:00 | ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 17/11/2002, 00:00

Ο Βικτόρ Ουγκό γεννήθηκε στην Μπεζανσόν στις 26 Φεβρουαρίου 1802 και φέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια από τη γέννησή του. Η μεγάλη αυτή προσωπικότητα - η ζωντανή συνείδηση της εποχής του - τιμάται σε όλον τον κόσμο με ποικίλες εκδηλώσεις. Το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μετάφρασης - Μεταφρασεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών συμμετέχει στον εορτασμό με την έκδοση σε νέα μετάφραση δύο έργων του: Κλοντ Γκε και Η τελευταία μέρα ενός καταδίκου. Κοινό θέμα των δύο αυτών έργων είναι η θανατική ποινή.

Ο Βικτόρ Ουγκό αφιέρωσε σημαντικό μέρος της ζωής του και του έργου του στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αγωνίστηκε με πάθος για τον εκσυγχρονισμό του Κοινοβουλίου, την εξυγίανση της Δικαιοσύνης, την κατάργηση της θανατικής ποινής, τη δωρεάν εκπαίδευση, τα δικαιώματα των γυναικών, είτε αναφερόμενος σε γενικές θεωρήσεις είτε σε ιδιαίτερες και συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αγωνίστηκε δηλαδή για όλα τα καίρια ζητήματα του 19ου αιώνα που εξακολουθούν να είναι και σήμερα επίκαιρα.

Σχετικά με την κατάργηση της θανατικής ποινής, πρόκειται για μια επίμονη στράτευση σε όλη τη μακρά διάρκεια του βίου του που απέρρευσε από προσωπικά βιώματα και εμπειρίες που έχουν σχέση με τις δημόσιες εκτελέσεις και τη φρίκη που αυτές προκαλούν.

* Προσωπικές μαρτυρίες

Είναι πολλές οι προσωπικές μαρτυρίες που θα καθορίσουν την εσωτερική του διαδρομή σχετικά με το θέμα αυτό. Η κόρη του Adele Hugo στο βιβλίο της Ο Βικτόρ Ουγκό, όπως τον παρουσιάζει ένας μάρτυρας της ζωής του μας θυμίζει όλες τις δημόσιες εκτελέσεις στις οποίες παρευρέθη και τη μεγάλη επίδραση που αυτές είχαν επάνω του.

Από τα παιδικά ακόμη και τα εφηβικά του χρόνια θα πληγωθεί βαθύτατα από τέτοιες εμπειρίες τις οποίες οι μελετητές του θα χαρακτηρίσουν τραυματικές. Εικόνες τρόμου και φωνές πόνου θα τον συνοδεύουν χωρίς έλεος. Το 1811 διασχίζοντας τα Πυρηναία με τη μητέρα του και τον αδελφό του, πηγαίνοντας στη Μαδρίτη για να συναντήσουν τον πατέρα του, στρατηγό της Στρατιάς του Μ. Ναπολέοντα, στο Burgos, θα δει την εκτέλεση ενός καταδίκου και η φρίκη της σκηνής θα τον διαποτίσει. Το 1828 - είναι δεν είναι 16 χρόνων - θα παρακολουθήσει στην πλατεία του μεγάρου των Δικαστηρίων, του Palais de Justice, τον στιγματισμό με πυρωμένο σίδερο μιας κοπέλας που είχε κατηγορηθεί για κλοπή. Εκείνη τη μέρα πήρε όρκο να αγωνιστεί χωρίς δισταγμό.

Η γκιλοτίνα, η μηχανή που επινόησε ο Γκιγιοτέν, «είναι για τον Ουγκό πρώτα πρώτα ισχυρή συγκίνηση και οπτική φαντασία». Αργότερα θα αναπτύξει μια στέρεη επιχειρηματολογία που βασίζεται στην κοινή λογική για το απόλυτο αγαθό, που είναι η ανθρώπινη ζωή.

Από τη θέση του δημοσίου ανδρός, φορτωμένος τιμές και διακρίσεις από την πολιτεία (βουλευτής, γερουσιαστής, μέλος της Βουλής των Ομοτίμων, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας), δεν θα πάψει να στηλιτεύει την κοινωνική αδικία και να διεκδικεί για τον άνθρωπο τη θέση που του αρνείται η κοινωνία. Η επανάσταση του 1830 και ο νέος «βασιλιάς - πολίτης» Λουδοβίκος Φίλιππος θέτουν επί τάπητος τα κοινωνικά ζητήματα που θα έχουν προτεραιότητα έναντι των πολιτικών. Μεταξύ αυτών και τη θανατική ποινή. Η επανάσταση αυτή, καθώς και του 1848, επιταχύνει την προσχώρησή του στις φιλελεύθερες δυνάμεις, που μέσα στα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής χαρακτηρίζονται προοδευτικές.

* Η πολιτική του δράση

Ως βουλευτής της Δεξιάς στη Συντακτική Συνέλευση τον Ιούνιο του 1848 καταφέρεται εναντίον της εξέγερσης των εργατών και στις 15 Σεπτεμβρίου θα εκφωνήσει λόγο στην ίδια Συνέλευση και θα ψηφίσει «την καθαρή, απλή και οριστική κατάργηση της θανατικής ποινής» υπό τις επευφημίες της Αριστεράς και τις διαμαρτυρίες της δεξιάς παράταξης. Την ίδια χρονιά, τον Δεκέμβριο, υποστηρίζει τον Λουδοβίκο Ναπολέοντα-Βοναπάρτη για Πρόεδρο της Δημοκρατίας αλλά έναν χρόνο αργότερα συγκαταλέγεται στους εχθρούς του. Καταλυτικό στάθηκε το εξής περιστατικό: Στις 9 Ιουνίου 1849 εκφωνεί «συγκλονιστικό λόγο» για την «εξαθλίωση του λαού και την εξάλειψη της φτώχειας», που προκαλεί τη χλεύη των δεξιών ομοϊδεατών του. Ο Ουγκό θα αλλάξει παράταξη οριστικά πλέον. Το 1851 γίνεται η δίκη του γιου του Σαρλ, δημοσιογράφου στην εφημερίδα «Evenement», ο οποίος είχε καταγγείλει μια δημόσια εκτέλεση στο Πουατιέ. Συνήγορός του, μεταξύ άλλων, ήταν και ο Βικτόρ Ουγκό. Στο δικαστήριο θα καυτηριάσει «τον ειδεχθή νόμο της θανατικής ποινής που το Κοινοβούλιο είχε καταδικάσει ήδη από το 1830». Ο Σαρλ θα καταδικαστεί σε έξι μήνες φυλακή.

Με το πραξικόπημα του Ναπολέοντα, στις 11 Δεκεμβρίου 1851, εγκαταλείπει τη Γαλλία με ψεύτικο όνομα. Εξόριστος πλέον στα νησιά Jersey και Guernesey της Αγγλίας θα συνεχίσει την πολεμική του θέτοντάς την στο επίκεντρο των πολιτικών του στόχων. Το 1854 στο Guernesey παίρνει θέση στην υπόθεση Tapner, ληστή δολοφόνου και εμπρηστή. Ο Ουγκό μάζεψε υπογραφές των κατοίκων για τη σωτηρία του και μετά την εκτέλεση έστειλε επιστολή στον λόρδο Πάλμερστον, υφυπουργό Εσωτερικών, καταγγέλλοντας τα κοινά συμφέροντα της Γαλλίας και της Αγγλίας, που εμπόδισαν να ακουστεί η φωνή ενός προγραμμένου. Γράφει στην επιστολή του: «Πρόκειται για κοινωνικό ζήτημα πιο σημαντικό από το πολιτικό... Εμείς οι αναρχικοί, εμείς οι δημαγωγοί, εμείς που ρουφάμε το αίμα δηλώνουμε σ' εσάς τους συντηρητικούς και σωτήρες ότι η ελευθερία του ανθρώπου είναι σεβαστή, η ανθρώπινη νοημοσύνη άγια, η ανθρώπινη ζωή ιερή, η ανθρώπινη ψυχή θεία. Τώρα κρεμάστε! Οταν προφέρουμε τις λέξεις πρόοδος, επανάσταση, ελευθερία, ανθρωπιά, εσείς, δύστυχοι άνθρωποι, χαμογελάτε και μας δείχνετε το σκοτάδι, όπου ζούμε και ζείτε. Μάθετε όμως τούτο: Σε λίγο οι ιδέες θα γιγαντωθούν και θα λάμψουν. Χθες η Γαλλία ήταν η Δημοκρατία, αύριο θα είναι η Ευρώπη».

Να προσθέσουμε εδώ μια λεπτομέρεια που μας αφορά άμεσα: Στις 26 Οκτωβρίου 1846 παρατηρεί: «Πολιτισμός της Ελλάδας. Η γκιλοτίνα εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Ο λαός την αποστρεφόταν, η κυβέρνηση νίκησε την αποστροφή του λαού. Κατάφεραν, τελικά, μετά από δεκαέξι χρόνια δισταγμού να καρατομήσουν πέντε άντρες στον Πειραιά. Τις πρώτες μέρες του Οκτωβρίου 1846 ο ήλιος της Ελλάδας φώτισε δύο πράγματα, το ένα αντίκρυ στο άλλο: τον Παρθενώνα και την γκιλοτίνα».

* Επιστολές διαμαρτυρίας

Ο απόλυτος τρόπος με τον οποίο ο Ουγκό αντιλαμβανόταν την κατάργηση της θανατικής ποινής φαίνεται από την επιστολή του (1867) στον Μπενίτο Χουαρέζ, πρόεδρο του Μεξικού και σύμβολο της Ελευθερίας, για να υπερασπιστεί αφενός τον Μπερεζόφσκι και τους άλλους ρώσους αναρχικούς, τους επαναστάτες Ιρλανδούς και τους αγωνιστές της Κρήτης και αφετέρου τον πρώην αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό: «Δείξτε σ' αυτούς τους βασιλιάδες που γεμίζουν τις φυλακές και εξαιτίας τους βάφονται με αίμα τα ικριώματα, στους βασιλιάδες της κρεμάλας, της εξορίας, των φρουρίων και των Σιβηριών, σ' αυτούς που κατέχουν την Πολωνία, την Ιρλανδία, την Αβάνα και την Κρήτη, σ' αυτούς τους πρίγκιπες που οι δικαστές τούς υπακούουν, τους δικαστές που τους υπακούουν οι δήμιοι, στους δημίους που τους υπακούει ο θάνατος, σ' αυτούς τους αυτοκράτορες που τόσο εύκολα κόβουν το κεφάλι ενός ανθρώπου, δείξτε τους πώς σώζουμε το κεφάλι ενός αυτοκράτορα... Ο Μαξιμιλιανός θα ζήσει χάρη στη Δημοκρατία».

Η στράτευση αυτή του Ουγκό διατρέχει όλο του το έργο: Ποιήματα, πεζά, προλόγους - μανιφέστα, επιστολές, σημειώσεις, λόγους κτλ. Ανατρέχοντας στα κείμενα αυτά, από το 1820 και μετά, από το Μπουγκ-Ζαργκάλ, τον Χαν της Ισλανδίας, την Παναγία των Παρισίων, ως την Τελευταία μέρα ενός καταδίκου και τον Κλοντ Γκε, που προαναγγέλλουν το θεμελιώδες έργο του Οι Άθλιοι, διαπιστώνουμε ότι όλες οι πλευρές της ζωής του σφραγίζονται από την αρχή ότι «η ανθρώπινη ζωή δεν βιάζεται» («L' inviolabilite de la vie humaine»). Ο ποιητής έχει την πεποίθηση ότι οι αρχές της επανάστασης πρέπει να βρουν τον τρόπο να συνδυαστούν με τις αιώνιες αξίες του ανθρώπου και η κοινωνία οφείλει να κάνει για τον άνθρωπο όσα κάνει η φύση, διαφορετικά, ανάλγητη και εκδικητική, θα επιβεβαιώνει την ισχύ της μέσω της θανατικής ποινής.

Από τον Βολταίρο και την πραγματεία του Περί ανεξιθρησκίας, τα έργα και τους αγώνες του Ουγκό, τον Εμίλ Ζολά και το Κατηγορώ, μέσα από τον Σαρτρ και τους αγώνες του κατά των βασανιστηρίων στην Αλγερία, τη δράση και τον στοχασμό του Αλμπέρ Καμύ για τη θανατική ποινή, ήταν μακρύς ο δρόμος ώσπου η Ευρώπη να οδηγηθεί στην κατάργησή της και να εκπληρωθεί ένα μέρος των οραμάτων του ποιητή. Η θανατική ποινή καταργήθηκε στη Γαλλία στις 17 Σεπτεμβρίου 1981 με την άνοδο του Φρανσουά Μιτεράν στην Προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας. Εισηγητής ήταν ο υπουργός Δικαιοσύνης Ρομπέρ Μπαντεντέρ που «έβαλε την γκιλοτίνα στο μουσείο της Ιστορίας». Το 1985 ο ίδιος θα εκφωνήσει στη Σορβόννη εγκώμιο για τον Εθνικό Ποιητή.

Η κυρία Τατιάνα Τσαλίκη-Μηλιώνη είναι καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Επιτροπής για τον εορτασμό του Ετους Ουγκό.

[πηγή: εφημ. Το Βήμα, 17/11/2002 <www.tovima.gr>]

 

Θανατική ποινή

Λυπάμαι για ό,τι έκανα... Ελπίζω ο Χριστός να με συγχωρέσει... Τρέμω ολόκληρος...

Μποζανίνου Τάνια
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 01/02/1998, 00:00 | ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 01/02/1998, 00:00

Ραντεβού με τον θάνατο

Το θέμα της κατάργησης της θανατικής ποινής έρχεται ξανά στην επικαιρότητα στις ΗΠΑ λίγες ημέρες προτού εκτελεσθεί μια γυναίκα στο Τέξας. Μάρτυρες εκτελέσεων και μελλοθάνατοι μιλούν για τη βαρβαρότητα της εσχάτης των ποινών

Η Κάρλα Φέι Τάκερ γνωρίζει κάτι που ελάχιστοι γνωρίζουν: την ακριβή ημερομηνία του θανάτου της. Και αυτό γιατί η 38χρονη Τάκερ βρίσκεται στις γυναικείες φυλακές του Τέξας περιμένοντας να εκτελεσθεί την ερχόμενη Τρίτη, 3 Φεβρουαρίου. Το 1983 η μελλοθάνατη και ο φίλος της Ντάνιελ Γκάρετ μπήκαν στο σπίτι του Τζέρι Λιν Ντιν, 27 ετών, και της Ντέμπορα Θόρντον, 32 ετών, για να κλέψουν ανταλλακτικά μοτοσικλέτας. Ο Γκάρετ χτύπησε τον Ντιν με ένα σφυρί και κατόπιν η Τάκερ με ένα τσεκούρι γιατί την ενοχλούσαν οι κραυγές πόνου που έβγαζε από το στόμα του. Όταν ανακάλυψαν τη Θόρντον κρυμμένη κάτω από μια κουβέρτα, η Τάκερ έστρεψε το τσεκούρι εναντίον της ώσπου την αποτελείωσε και αυτήν.

Στη φυλακή η Τάκερ ανακάλυψε τον Θεό και σήμερα είναι μια φανατική χριστιανή. Οι δικηγόροι της, παραδεχόμενοι πάντα την ενοχή της, ζητούν χάρη από τον κυβερνήτη του Τέξας γιατί η μελλοθάνατη είναι πια «άλλος άνθρωπος». Πράγματι η όψη της δεν φέρει κανένα από τα στερεότυπα των παρανοϊκών αδίστακτων δολοφόνων: μοιάζει μάλλον σαν μια ήρεμη, αν και λίγο ταλαιπωρημένη, γυναίκα, από αυτές που συναντά κανείς κατά χιλιάδες στους αμερικανικούς δρόμους.

Η υπόθεση της Τάκερ, η οποία θα είναι η πρώτη γυναίκα που θα εκτελεσθεί στο Τέξας από το 1863, έχει ξεσηκώσει πολλές αντιδράσεις από τους πολέμιους της θανατικής ποινής ­ ανάμεσά τους και ο αδελφός ενός από τα θύματα. Το θέμα της κατάργησης της εσχάτης των ποινών άνοιξε ξανά στις 38 αμερικανικές πολιτείες που την εφαρμόζουν. Την περυσινή χρονιά 74 άτομα εκτελέστηκαν στις ΗΠΑ, όλοι τους άνδρες. Οι περισσότεροι από αυτούς στάλθηκαν στον άλλο κόσμο με θανατηφόρο ένεση, ενώ έξι με ηλεκτροπληξία ­ αν και υπάρχουν πολιτείες που πραγματοποιούν ακόμη εκτελέσεις με τις λιγότερο δημοφιλείς μεθόδους του θαλάμου αερίων, του εκτελεστικού αποσπάσματος και της κρεμάλας.

Οι πτέρυγες των μελλοθανάτων στις αμερικανικές φυλακές είναι ένας αισθητά ανδροκρατούμενος χώρος. Από τις 19.000 εκτελέσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στις ΗΠΑ από το 1608 ως σήμερα, μόνο οι 514 αφορούσαν γυναίκες. Η τελευταία γυναίκα στην οποία εφαρμόστηκε η έσχατη ποινή ήταν η Βίλμα Μπάρφιλντ το 1984· η αμέσως προηγούμενη ήταν το 1962. Ενώ γυναίκες είναι το 13% των συλληφθέντων για φόνο, μόνο το 2% των θανατικών ποινών που επιβάλλουν τα αμερικανικά δικαστήρια απευθύνεται σε αυτές. Όσο το σύστημα προχωρεί προς την εκτέλεση, το ποσοστό μειώνεται: ενώ η μία στους 70 ένοικους στις πτέρυγες μελλοθανάτων είναι γυναίκα (1,5%), μόνο η μία στις 432 εκτελέσεις αφορά το φύλο της (0,2%).

Αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 3.300 μελλοθάνατοι στις ΗΠΑ. Δεν χρειάζεται να εξετάσει κανείς κάθε περίπτωση χωριστά για να βγάλει το συμπέρασμα ότι όλοι τους είναι φτωχοί και είχαν εμπιστευθεί την υπεράσπισή τους στον δικηγόρο που τους όρισε το κράτος και όχι σε κάποιον αστέρα μεγάλου δικηγορικού γραφείου. Ο Κλίντον Ντάφι, πρώην διευθυντής φυλακών και μάρτυρας 90 εκτελέσεων, αποκάλεσε κάποτε τη θανατική ποινή «προνόμιο των φτωχών».

Η εξομολόγηση ενός εκτελεστή

Ο Ντόναλντ Καμπάνα, επίσης πρώην διευθυντής φυλακών που παραιτήθηκε για να γράψει το βιβλίο «Θάνατος τα μεσάνυχτα: Η εξομολόγηση ενός εκτελεστή», υποστηρίζει ότι οι πιθανότητες να εκτελεσθείς εξαρτώνται όχι μόνο από τη γεωγραφική θέση και τους ενόρκους, αλλά και από τη ράτσα, την κοινωνική τάξη και το επίπεδο μόρφωσης. Αυτό είναι ένα από τα επιχειρήματα όσων ζητούν να καταργηθεί η θανατική ποινή.

Τα υπόλοιπα επιχειρήματα αφορούν στατιστικές ­ ο αριθμός των εγκλημάτων δεν παρουσιάζει μείωση στους τόπους όπου ισχύει η έσχατη ποινή ­ και ηθικούς προβληματισμούς ­ το κράτος πρέπει να δίνει το καλό παράδειγμα και όχι να ακολουθεί την τακτική «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» η οποία «θα μας αφήσει όλους τυφλούς». Ο γάλλος συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ έγραψε ότι «η ανωτάτη των ποινών είναι ο πιο προμελετημένος φόνος και δεν συγκρίνεται με καμία εγκληματική πράξη, όσο προμελετημένη και αν είναι αυτή. Γιατί, αν θέλαμε να τηρήσουμε τις αναλογίες, η θανατική ποινή θα έπρεπε να χρησιμοποιείται για να τιμωρήσουμε τους εγκληματίες που είχαν προειδοποιήσει το θύμα τους για την ημερομηνία του θανάτου του ώστε να γνωρίζει ότι από εκείνη τη στιγμή και μετά βρίσκεται στο έλεος του δολοφόνου του. Τέτοιο τέρας όμως δεν συναντάται στον κόσμο».

Ο συγγραφέας Νόρμαν Μέιλερ και ο παρουσιαστής της τηλεόρασης Φιλ Ντόναχιου έχουν προτείνει ­ ειρωνικά ­ οι εκτελέσεις να γίνονται δημοσίως ή να μεταδίδονται από την τηλεόραση έτσι ώστε αυτοί που ζητούν τη θανατική ποινή ενός εγκληματία (επηρεάζοντας συχνά την απόφαση των ενόρκων) να αντιμετωπίζουν καταπρόσωπο το αίτημά τους. «Ενώ ήμουν μάλλον υπέρ της θανατικής ποινής, όταν παρακολούθησα μια εκτέλεση έγινα κατά» λέει ο δημοσιογράφος Νίκος Γερακάρης, ο οποίος ήταν μάρτυρας στην εκτέλεση του Βασίλη Λυμπέρη, του τελευταίου ανθρώπου που εκτελέστηκε στην Ελλάδα, στις 22 Αυγούστου 1972.

Ο 27χρονος ηλεκτρολόγος Λυμπέρης ήταν ο άνθρωπος που έβαλε φωτιά στο σπίτι του καίγοντας ζωντανούς τη γυναίκα του, την πεθερά του και τα δύο παιδιά του. Η κοινή γνώμη είχε σοκαρισθεί πολύ γιατί η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε με συνοπτικές διαδικασίες ­ βοηθούσης και της δικτατορίας ­ λίγους μόνο μήνες μετά το έγκλημα. «Ήταν 3.00 το πρωί όταν πήγαμε στις φυλακές της Αλικαρνασσού. Ο παπάς εξομολόγησε τον Λυμπέρη και ένας γιατρός τον εξέτασε, γιατί πρέπει να είσαι καλά στην υγεία σου για να σε εκτελέσουν. Μετά ξεκινήσαμε για το στρατιωτικό πεδίο βολής όπου φθάσαμε δέκα λεπτά πριν από την καθορισμένη ώρα, τα οποία μας φάνηκαν αιώνες» θυμάται ο Γερακάρης, εξηγώντας ότι, σύμφωνα με τον νόμο, ο μελλοθάνατος πρέπει πρώτα να δει την πρώτη αχτίδα του ηλίου να ανατέλλει και μετά να πεθάνει.

«Το στρατιωτικό εκτελεστικό απόσπασμα αποτελούνταν από 20χρονα παιδιά που υπηρετούσαν τη θητεία τους. Οι μισοί είχαν σφαίρες στο όπλο τους, οι άλλοι μισοί όχι. Κανένας δεν μιλούσε. Ρώτησαν τον Λυμπέρη ποια ήταν η τελευταία επιθυμία του, αυτός δεν είχε καμία. Στάθηκε όρθιος, δεν λύγισε. Όλα έγιναν αστραπιαία» λέει ο Γερακάρης. Αυτό που τον συγκλόνισε περισσότερο ήταν το ότι ο επικεφαλής του αποσπάσματος, ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός, ο οποίος σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε κατόπιν να δώσει τη χαριστική βολή στον Λυμπέρη με μια σφαίρα στο κεφάλι, δεν μπόρεσε να το κάνει.

«Έδωσε εντολή στον μόνιμο λοχία να δώσει αυτός τη χαριστική βολή με το περίστροφό του. Αλλά και αυτός δεν μπόρεσε. Τελικά πήρε ένα αυτόματο όπλο, γύρισε το πρόσωπό του από την άλλη μεριά και του ξέφυγαν τρεις - τέσσερις σφαίρες αντί για μία» συνεχίζει ο Γερακάρης. «Το πτώμα του Λυμπέρη μεταφέρθηκε αμέσως στο νεκροταφείο, όπου εκεί περίμενε η μητέρα του η οποία έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή. Τότε κατάλαβα ότι ένας πρόσθετος λόγος εναντίον της θανατικής ποινής είναι το ψυχικό πλήγμα που υφίστανται οι συγγενείς των μελλοθανάτων».

Σε 95 χώρες ισχύει ακόμη

Η Ελλάδα κατήργησε επισήμως τη θανατική ποινή το 1993. Για την ιστορία, ο πρώτος που γλίτωσε το εκτελεστικό απόσπασμα και η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια ήταν ο Νίκος Κοεμτζής. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, 99 χώρες έχουν καταργήσει με νόμο ή στην πράξη τη θανατική ποινή, ενώ σε 95 ισχύει ακόμη. Η Ελλάδα ήταν από τις τελευταίες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατήργησαν την έσχατη ποινή, ακολουθούμενη από την Ιταλία το 1994 (τελευταία εκτέλεση το 1947), την Ισπανία το 1995 (1975) και το Βέλγιο το 1996 (1950).

Παρ' ότι πρόσφατα στην Ελλάδα ακούστηκαν ορισμένες φωνές υπέρ της επαναφοράς της για εμπόρους ναρκωτικών, κάτι τέτοιο θα ήταν μάλλον ανήκουστο για τα ευρωπαϊκά, αν όχι και για τα διεθνή, δεδομένα. «Τελευταίως δύο χώρες κατά μέσον όρο καταργούν τη θανατική ποινή ετησίως» αναφέρει η Διεθνής Αμνηστία. «Μόνο τρεις την επανέφεραν. Από αυτές η μία ­ το Νεπάλ ­ την κατήργησε ξανά, ενώ στις άλλες δύο ­ Παπούα Νέα Γουινέα και Φιλιππίνες ­ ισχύει αλλά δεν έχουν πραγματοποιηθεί εκτελέσεις».

 

Η Ιαπωνία εφαρμόζει ένα περίεργο σύστημα το οποίο, εκ πρώτης όψεως, μπορεί να φανεί βάρβαρο: δεν ειδοποιείται ούτε ο μελλοθάνατος ούτε η οικογένειά του για την ημερομηνία και ώρα της εκτέλεσης. Απλώς μια ημέρα ανοίγει η πόρτα του κελιού και ο αδαής πρωταγωνιστής του δράματος οδηγείται στην τελευταία του κατοικία. Η πρακτική αυτή έχει κάτι το ανθρωπιστικό μέσα στη σκληρότητά της: κρατώντας κάποιον στην άγνοια για την ημέρα του θανάτου του, η Ιαπωνία διαφυλάσσει παραδόξως την ανθρώπινη υπόστασή του.

Τα κράτη που εφαρμόζουν τη θανατική ποινή προσπαθούν να κάνουν «λιγότερο οδυνηρές» τις τελευταίες στιγμές των εκτελουμένων. Η λαιμητόμος, λ.χ., ήταν η «καλύτερη» εναλλακτική πρόταση της τότε νεοσυσταθείσης Γαλλικής Δημοκρατίας για να αντικαταστήσει τον τροχό και τη φωτιά (παρεμπιπτόντως καταργήθηκε το 1981 γιατί «εκφράζει μια ολοκληρωτική σχέση ανάμεσα στον πολίτη και στο κράτος»). Η ηλεκτρική καρέκλα εισήχθη στα τέλη του περασμένου αιώνα στο αμερικανικό σωφρονιστικό σύστημα ως «ηπιότερος» τρόπος εκτέλεσης από την κρεμάλα. Ωστόσο οι κυνικότεροι και πιο ενημερωμένοι ιστορικά υπενθυμίζουν ότι ο πραγματικός λόγος της εν λόγω αλλαγής ήταν δολιότερος.

Το 1881, όταν οι περισσότεροι εκτελούμενοι των ΗΠΑ ταλαιπωρούνταν από αργό και βάρβαρο θάνατο λόγω της ανικανότητας του δημίου τους στον χειρισμό της κρεμάλας, ο οδοντίατρος Άλμπερτ Σάουθουικ είδε έναν ηλικιωμένο μέθυσο να ακουμπά κατά λάθος τους ακροδέκτες μιας γεννήτριας στο Μπάφαλο. Εντυπωσιασμένος από το πόσο γρήγορα και φαινομενικά ανώδυνα πέθανε ο άνδρας, ο Σάουθουικ περιέγραψε το περιστατικό σε γνωστό του γερουσιαστή.

Έξι χρόνια αργότερα, εν μέσω προβληματισμού για την αλλαγή της εκτελεστικής μεθόδου, οι τιμές του χαλκού εκτοξεύθηκαν στα ύψη. Το ηλεκτρικό ρεύμα τύπου DC, που προωθούσε ο εφευρέτης του ηλεκτρισμού Τόμας Έντισον και απαιτούσε χοντρά χάλκινα σύρματα, έγινε ξαφνικά πιο ασύμφορο συγκριτικά με το ανταγωνιστικό AC που είχε αναπτύξει ο Τζορτζ Γουέστινγκχαουζ. Για να επιβληθεί στην αγορά ηλεκτρικού ρεύματος, ο Έντισον προσπάθησε να αποδείξει ότι το AC δεν ήταν ασφαλές.

Προσέλαβε επιστήμονες να διασχίσουν τη χώρα κάνοντας δημόσιες επιδείξεις ηλεκτροπληξίας σκύλων, γάτων και αλόγων: με 1.000 βολτ DC ένα σκυλί ταλαιπωρείται αλλά επιζεί, με 330 βολτ AC πεθαίνει. Την 1η Ιανουαρίου 1889 τέθηκε σε εφαρμογή ο πρώτος νόμος για εκτέλεση με ηλεκτροπληξία και δύο μήνες αργότερα παραγγέλθηκαν οι πρώτες γεννήτριες για τις ηλεκτρικές καρέκλες από τον Γουέστινγκχαουζ. Την άνοιξη της ίδιας χρονιάς ο Τζόζεφ Τσάπλο ήταν ο πρώτος άνδρας που καταδικάστηκε να καθήσει στην ηλεκτρική καρέκλα επειδή είχε δηλητηριάσει τις αγελάδες ενός γείτονά του. Τελικά η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια και έτσι ο πρώτος που εκτελέστηκε με ηλεκτροπληξία ήταν ο δολοφόνος Γουίλιαμ Κέμλερ, στις 6 Αυγούστου 1890 στη Νέα Υόρκη.

«Καλύτερα να τον είχαν σκοτώσει με τσεκούρι» ήταν το σχόλιο του Γουέστινγκχαουζ, το οποίο επισκιάστηκε από σχόλια του τύπου «από σήμερα ζούμε σε έναν ανώτερο πολιτισμό» των παρευρισκομένων. Ως το 1910, 20 αμερικανικές πολιτείες είχαν υιοθετήσει την ηλεκτρική καρέκλα. Έκτοτε πάμπολλα περιστατικά έχουν αποδείξει την αγριότητα της μεθόδου. Στις 25 του περασμένου Μαρτίου, λ.χ., με την πρώτη ηλεκτρική εκκένωση γαλάζιες και πορτοκαλί φλόγες ύψους 30 εκατοστών άρχισαν να πετάγονται από το κεφάλι του Πέντρο Μεντίνα, ενώ ο εκτελεστικός θάλαμος μύρισε καμένη σάρκα.

Ο «ανώδυνος» τρόπος εκτέλεσης

Η θανατηφόρος ένεση υιοθετήθηκε το 1982 ως πιο «ανώδυνος» τρόπος εκτέλεσης, σαν μια συνηθισμένη ιατρική διαδικασία: λίγες ώρες πριν από το μεγάλο ραντεβού, προσφέρεται στον μελλοθάνατο μια ηρεμιστική ένεση την οποία σπανίως αρνείται· στον θάλαμο της εκτέλεσης, του χορηγείται πρώτα μία δόση sodium pentothal που προκαλεί απώλεια των αισθήσεων, κατόπιν μία pancuronium bromide που σταματά την αναπνοή και, τέλος, μία potassium chloride που ακινητοποιεί την καρδιά. Ωστόσο σκηνές αγωνίας έχουν καταγραφεί και με αυτή τη μέθοδο. Σωληνάκια και βελόνες έχουν φύγει από τη θέση τους, ενώ, αν πρόκειται για ηρωινομανείς μελλοθανάτους, έχει περάσει πολύς και αγωνιώδης χρόνος ώσπου να βρεθεί φλέβα. Ο Αμερικανικός Ιατρικός Σύλλογος θεωρεί ανήθικο τα μέλη του να συμμετέχουν σε τέτοιου είδους διαδικασίες, έτσι τον ρόλο του νοσοκόμου αναλαμβάνει συχνά ένας ελλιπώς εκπαιδευμένος υπάλληλος των φυλακών.

Πιο σκληρή όμως από οποιαδήποτε απεγνωσμένη προσπάθεια εύρεσης φλέβας ήταν η άρνηση ικανοποίησης της τελευταίας επιθυμίας τού Λάρι Γουέιν Γουάιτ, ο οποίος εκτελέστηκε ­ με θανατηφόρο ένεση ­ στις 22 του περασμένου Μαΐου. Αφού έφαγε το παραδοσιακά λουκούλλειο γεύμα των μελλοθανάτων ­ τηγανητές γαρίδες, μπριζόλα, φιλέτο ψαριού, πατάτες τηγανητές, δύο αβγά και κόκα κόλα ­ τον οδήγησαν στον θάλαμο της εκτέλεσης όπου εκδήλωσε την επιθυμία να καπνίσει ένα τελευταίο τσιγάρο. Η απάντηση των αρχών της φυλακής ήταν αρνητική γιατί στον χώρο απαγορεύεται το κάπνισμα ­ και δεν γίνεται καμία απολύτως εξαίρεση.

Οι εκτελεσθέντες όμως έχουν συχνά το «προνόμιο» να μένουν αθάνατες οι τελευταίες φράσεις τους. Αυτές κυμαίνονται από ειρωνικές ­ «Εύχομαι σε όλους μια καλή ζωή», Τζερόμ Μπάτλερ, 21 Απριλίου 1990 ­ ως απολογητικές ­ «Λυπάμαι για ό,τι έκανα. Μου αξίζει αυτό. Ελπίζω ο Χριστός να με συγχωρήσει. Τρέμω ολόκληρος», Τζέφρι Μπάρνι, 16 Απριλίου 1986 ­ και ανατριχιαστικές ­ «Ακόμη επιμένω ότι είμαι αθώος. Αυτό μονάχα έχω να πω», Τζόνι Αντερσον, 17 Μαΐου 1990. Τουλάχιστον 16 αθώοι έχουν εκτελεσθεί από το 1976 ως σήμερα.

«Οσο προσεκτικά και αν είναι τα δικαστήρια, υφίσταται η πιθανότητα ψευδορκίας, ειλικρινούς αλλά λανθασμένης μαρτυρίας ή ανθρώπινου λάθους. Δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε πόσοι αθώοι έχουν εκτελεσθεί, αλλά μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι υπήρξαν μερικοί» είπε δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ.

«Κυριαρχεί η αίσθηση ότι στην πτέρυγα των μελλοθανάτων βρίσκονται ζώα που θα έπρεπε να είχαν κλειστεί σε κλουβί και εκτελεστεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Αλλά οι περισσότεροι είναι κανονικοί άνθρωποι. Υπάρχουν βεβαίως και ορισμένοι που θα έκαναν τον Χάνιμπαλ Λέκτερ να φαντάζει καλός» λέει ο μελλοθάνατος Ντιν Κάρτερ, ο οποίος κρατείται στις φυλακές του Σαν Κουέντιν και έχει στήσει «σελίδα» στο Internet για να δώσει στον κόσμο μια όψη της ποινής του θανάτου από την πλευρά του καταδικασμένου. «Υπάρχουν άνθρωποι εδώ μέσα που αυτοκτονούν, άλλοι που χάνουν σιγά σιγά τα λογικά τους... Όταν ακούω πολιτικούς να υπόσχονται σκληρότερο σωφρονιστικό σύστημα, κουνάω το κεφάλι μου κατάπληκτος».

Γιατί η θανατική ποινή είναι γενικώς ένα αδιέξοδο: αν εκτελούνται όσοι βρίσκονται στη φυλακή για φόνο (100.000 μόνο στις ΗΠΑ), τα κράτη θα μετατραπούν σε εφιαλτικές κολάσεις τού «οφθαλμόν αντί οφθαλμού»· αν πάλι εκτελούνται μόνο ορισμένοι δολοφόνοι, ποιος μπορεί να εγγυηθεί την ορθότητα της επιλογής;

[πηγή: εφημ. Το Βήμα, 1/2/1998 <www.tovima.gr>

Πρόλογος στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Τσέζαρε Μπεκαρία Περί εγκλημάτων και Ποινών

(αποσπάσματα)

Η ανά χείρας ελληνική έκδοση του βιβλίου Περί εγκλημάτων και Ποινών (1764) του Τσέζαρε Μπεκαρία θα πρέπει να χαιρετιστεί ως σημαντικό γεγονός. Ο συγγραφέας, γνωστός και άγνωστος συνάμα, έρχεται εκ νέου στην επικαιρότητα δυόμισι αιώνες μετά την πρώτη έκδοση του κειμένου του. Στην Ελλάδα, ο Ιταλός διαφωτιστής υπήρξε για καιρό λησμονημένος ή, στην καλύτερη περίπτωση, αφανής, κρυμμένος στη σκιά της μεγάλης χορείας των άλλων πολύ διασημότερων εκπροσώπων του διαφωτισμού: Λοκ, Χιουμ, Σμιθ, Μοντεσκιέ, Ντιντερό, Βολταίρος, Ρουσό...

[...]

Εκκινώντας από την αρχή της ηπιότητας των ποινών και από την ανάγκη αποφυγής των βασανιστηρίων, ο Μπεκαρία, στο περίφημο εικοστό όγδοο κεφάλαιο του βιβλίου του, διατυπώνει τη θέση πως η θανατική ποινή δεν είναι ούτε ωφέλιμη ούτε αναγκαία για το κράτος, την κοινωνία και την ανθρωπότητα: «Αυτή η ανώφελη κατάχρηση σωματικών τιμωριών που ποτέ δεν βελτίωσε τους ανθρώπους, με παρακίνησε να εξετάσω εάν η θανατική ποινή είναι αληθινά ωφέλιμη και δίκαιη σε μια καλά οργανωμένη διακυβέρνηση». Δεν υφίσταται απολύτως κανένα δικαίωμα που να επιτρέπει στους ανθρώπους να σκοτώνουν τους συνανθρώπους τους.

Με επιχειρήματα που θυμίζουν, σε τούτο το συγκεκριμένο σημείο, τον Χομπς, ο Ιταλός διαφωτιστής υποστηρίζει ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι δυνατό να δώσει ποτέ σε άλλους ανθρώπους την εξουσία να τον σκοτώσουν. Προσχωρώντας στο κοινωνικό συμβόλαιο, ο καθένας απλώς παραχωρεί το μικρότερο δυνατό μερίδιο της ελευθερίας του στο στη συλλογικότητα, η οποία όμως δεν αποκτά επ' ουδενί δικαίωμα ζωής και θανάτου επί των ατόμων. Η θυσία ενός ελάχιστου μέρους της ελευθερίας του καθενός δεν θα μπορούσε κατά κανέναν τρόπο να περικλείει τη θυσία του μεγαλύτερου αγαθού, δηλαδή της ανθρώπινης ζωής. Εφόσον ο άνθρωπος δεν έχει καν το δικαίωμα να αφαιρέσει τη δική του ζωή, δεν θα μπορούσε να μεταβιβάσει αυτό το δικαίωμα στην κοινωνία. Συνεπώς, για τον Μπεκαρία η θανατική ποινή δεν αποτελεί δικαίωμα, αλλά αντιθέτως πολεμική πράξη: πρόκειται για την κήρυξη πολέμου του κράτους εναντίον ενός εκ των πολιτών του. Μπροστά στο φάσμα του πολέμου, μπροστά στον κίνδυνο του βίαιου θανάτου, το συμβόλαιο αίρεται και, ipso facto, επιστρέφουμε στη φυσική κατάσταση, όπως θα έλεγε και ο Χομπς.

Όπως αποδεικνύεται αριστοτεχνικά από την ανάλυση του Μπεκαρία, η θανάτωση ενός ανθρώπου δεν έχει κανένα νόημα, επειδή δεν μπορεί να λειτουργήσει ούτε κατασταλτικά ούτε αποτρεπτικά. Εάν ένα κράτος βρεθεί αναγκασμένο να εκτελέσει ορισμένους από τους πολίτες του, τότε αυτό σημαίνει ότι έχει ήδη απολέσει την κυριαρχία του και διάγει περίοδο αναταραχής, επανάστασης ή αναρχίας, όπου «η αταξία υποκαθιστά το δίκαιο». Συλλογισμός ο οποίος θυμίζει τις παρατηρήσεις που κάνει ο Σπινόζα στην Πολιτική πραγματεία του σχετικά με τη δύναμη και την κυριαρχία σε ένα κράτος. Υπό την επικράτεια του νόμου και του δικαίου, στο πλαίσιο ενός πολιτεύματος που χαίρει άκρας υγείας, δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα να θανατωθεί ένας πολίτης.

Όσο για την υποτιθέμενη αποτρεπτική αξία της θανατικής καταδίκης, η ιστορία αποδεικνύει επαρκώς ότι ποτέ και πουθενά η απειλή της έσχατης τιμωρίας δεν κατάφερε να εμποδίσει όσους εγκληματίες δεν δεσμεύονταν από κανενός είδους φόβο ή ελπίδα. Αντιθέτως, η πιθανή μακρά διάρκεια της ποινής λειτουργεί περισσότερο αποτρεπτικά απ' ό,τι η βιαιότητά της: «Η ισχυρότερη τροχοπέδη του εγκλήματος δεν είναι το τρομερό μα πρόσκαιρο θέαμα του θανάτου ενός κακούργου, αλλά το μακρόχρονο παράδειγμα ενός εξαθλιωμένου ανθρώπου που, στερούμενος την ελευθερία του [...], ξεπληρώνοντας με το μόχθο του την κοινωνία που έβλαψε». Έτσι, η θανατική ποινή μπορεί να προκαλεί ζωηρή εντύπωση, η οποία όμως είναι πρόσκαιρη, ενώ τα ισόβια δεσμά αποτελούν διαρκή και μόνιμο παραδειγματισμό για τους ανθρώπους, λειτουργώντας εντέλει με τρόπο ευθέως αποτρεπτικό.

Η θανατική ποινή έχει ένα επιπλέον σημαντικό μειονέκτημα, αφού λειτουργεί σαφώς αντιπαιδαγωγικά, παρέχοντας στους ανθρώπους ένα κακό πρότυπο ωμότητας. Όπως γράφει ο Μπεκαρία, «αν τα πάθη καθιστούν αναπόφευκτο τον πόλεμο και διδάσκουν την αιματοχυσία, οι νόμοι που ρυθμίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά οφείλουν να μην ενισχύουν αυτό το ολέθριο παράδειγμα, που γίνεται πιο φρικτό όταν η θανάτωση εκτελείται μεθοδικά και τελετουργικά. Μου φαίνεται παράλογο οι νόμοι, που εκφράζουν τη γενική βούληση, που αποστρέφονται και τιμωρούν την ανθρωποκτονία, να τη διαπράττουν οι ίδιοι και, για να αποτρέψουν τους πολίτες από το φόνο, να διατάζουν το δημόσιο φονικό». Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι στο παρελθόν της ανθρωπότητας η θανατική ποινή επικράτησε σχεδόν παντού, δεν συνεπάγεται και την ορθότητα ή την αποτελεσματικότητα αυτής της σκληρής τιμωρίας. Αντίθετα, σύμφωνα με τον Μιλανέζο συγγραφέα, έφτασε πια το πλήρωμα του χρόνου για την κατάργησή της.

[...]

Η μάχη που δόθηκε – και η οποία εξακολουθεί να διεξάγεται – κατά τις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο για την κατάργηση της θανατικής ποινής ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Από την εξέλιξη αυτής της ιδεολογικοπολιτικής σύγκρουσης φάνηκε με απόλυτη σαφήνεια ότι δεν αρκεί απλώς να καταργηθεί η εσχάτη των ποινών, αλλά χρειάζεται διαρκής επαγρύπνηση και αγώνας για την αποτροπή της επαναφοράς της. Ως προς το κεφαλαιώδες ζήτημα της θανατικής ποινής, η σκέψη του Μπεκαρία αποδείχθηκε αναπάντεχα επίκαιρή και κρίσιμη. Κατά συνέπεια, το έργο του αποτέλεσε και αποτελεί προϋπόθεση εκ των ουκ άνευ για την υπεράσπιση της οριστικής κατάργησης της θανατικής ποινής και για τη διαμόρφωση του σύγχρονου νομικού και πολιτικού τοπίου.

Άρης Στυλιανού
Επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας
Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ

ΤΖΟΝ ΣΤΙΟΥΑΡΤ ΜΙΛ

(1806-1873)

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 08/12/2002, 00:00 | ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 08/12/2002, 00:00

«Υπάρχει ανάγκη ενδυνάμωσης των ποινών!»

Ο Τζον Στιούαρτ Μιλ είναι ίσως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της ωφελιμιστικής (
utilitarian) σκέψης. Από τους φιλελεύθερους του 19ου αιώνα είναι αυτός που άσκησε την ευρύτερη επιρροή στον πολιτικό στοχασμό. Υπό την επίδραση των ιδεών της συζύγου του, της Χάριετ Τέιλορ, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ ανέπτυξε μια ήπια μορφή ωφελιμισμού η οποία έβλεπε με συμπάθεια θέματα όπως τα δικαιώματα των γυναικών, τα εργατικά συνδικάτα, η αναλογική κοινοβουλευτική εκπροσώπηση κ.ά. Το φιλελεύθερο πνεύμα του εν τούτοις δεν έφθασε ως το ζήτημα της θανατικής ποινής. Στον λόγο που εκφώνησε ενώπιον του βρετανικού κοινοβουλίου, στις 21 Απριλίου 1868, τοποθετείται κατά του σχεδίου νόμου που προέβλεπε την κατάργηση της ποινής του θανάτου. Το κύριο επιχείρημά του είναι σε γενικές γραμμές αυτό που ακούγεται και σήμερα από τους υπέρμαχους της θανατικής ποινής, δηλαδή η λειτουργία της στο επίπεδο της «φαντασίας», ως αποτρεπτικού παράγοντα, όχι για τους σεσημασμένους αλλά για τους εν δυνάμει εγκληματίες.

" Θα ήταν μεγάλη ικανοποίηση για εμένα αν μπορούσα να υποστηρίξω αυτή την πρόταση. Με λυπεί πάντοτε να βρίσκομαι σε ένα δημόσιο ζήτημα αντίθετος προς εκείνους που αποκαλούνται - μερικές φορές κατά τρόπο τιμητικό και μερικές φορές κατά τρόπο τέτοιον που επιδιώκει τον σαρκασμό - φιλάνθρωποι. Από όλους τους ανθρώπους που λαμβάνουν μέρος στις δημόσιες υποθέσεις είναι εκείνοι για τους οποίους γενικά νιώθω τον μεγαλύτερο σεβασμό· επειδή το κύριο γνώρισμά τους είναι ότι αφιερώνουν τον χρόνο τους, τον μόχθο τους και πολλά από τα χρήματά τους σε ζητήματα καθαρά δημόσια, με λιγότερη ανάμειξη, είτε προσωπικής είτε ταξικής ιδιοτέλειας, από κάθε άλλη κατηγορία πολιτικών. Σε όλα σχεδόν τα καίρια ζητήματα σχεδόν κανένας πολιτικός δεν θα βρεθεί τόσο ακλόνητα και σχεδόν ομοιόμορφα με την πλευρά του δικαίου· και σπάνια σφάλλουν και, όταν συμβαίνει, το πράττουν με την υπερβολική χρήση κάποιας δίκαιης και πολύ υψηλής αρχής.

Στο ίδιο το θέμα που τώρα μας απασχολεί όλοι γνωρίζουμε τι εξαίρετο έργο έχουν προσφέρει. Μέσα από τις προσπάθειές τους είναι που το ποινικό μας δίκαιο - το οποίο εξ όσων ενθυμούμαι απαγχόνιζε ανθρώπους για κλοπή από κατοικία 40 σελινιών, δίκαιο επί τη βάσει του οποίου ορδές ανθρώπινων υπάρξεων μπορούν να βρεθούν κρεμασμένοι μπροστά στο Newgate από εκείνους που ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν τον λόφο Ludgate - έχει τόσο πολύ χαλαρώσει την πιο αποτροπιαστική και πιο ασύνετη θηριωδία του που ο ειδεχθής φόνος είναι τώρα πρακτικά το μόνο έγκλημα που τιμωρείται με θάνατο από τα νόμιμα δικαστήριά μας. Και όμως ακόμη και τώρα εμείς συζητούμε το κατά πόσον η εσχάτη των ποινών θα πρέπει να διατηρηθεί σε αυτή τη μοναδική περίπτωση. Αυτό το τεράστιο όφελος, όχι μόνο προς την ανθρωπότητα αλλά και προς τους σκοπούς της ποινικής δικαιοσύνης, το χρωστάμε στους φιλανθρώπους. Και αν κάνουν λάθος, όπως δεν μπορώ παρά να πιστέψω ότι κάνουν στην παρούσα στιγμή, αυτό αφορά μόνο το ότι δεν διακρίνουν τη σωστή στιγμή και το σωστό μέρος να σταματήσουν έναν δρόμο μέχρι τούδε τόσο εξαιρετικά επικερδή.

Κύριε, υπάρχει ένα σημείο στο οποίο φαντάζομαι ότι αυτός ο δρόμος πρέπει να τελειώσει: όταν έχει φθάσει σε όλους εδώ, με αδιαμφισβήτητα πειστήρια, το μεγαλύτερο έγκλημα που έχει γνωρίσει ο νόμος· και όταν οι ακόλουθες περιστάσεις δεν αναγνωρίζουν κανένα ελαφρυντικό της ενοχής, καμία ελπίδα ότι ο ένοχος μπορεί ακόμη και να μην είναι ανάξιος να ζει εντός του ανθρωπίνου γένους, τίποτε που να καθιστά πιθανόν ότι το έγκλημα υπήρξε μια εξαίρεση του γενικότερου χαρακτήρα του παρά επακόλουθό του, τότε ομολογώ ότι μου φαίνεται πως το να στερήσουμε από τον εγκληματία τη ζωή, της οποίας ο ίδιος έχει αποδειχθεί ανάξιος - να τον εξολοθρεύσουμε επισήμως από την αδελφότητα του ανθρώπινου γένους και από τον κατάλογο των ζωντανών -, είναι ο πιο αρμόζων, όπως είναι βέβαια και ο πιο εντυπωσιακός τρόπος με τον οποίο μπορεί η κοινωνία να προσαρτήσει σε ένα τόσο μεγάλο έγκλημα τις ποινικές συνέπειες τις οποίες για την ασφάλεια της ζωής είναι απαραίτητο να του προσαρτήσει. Συνηγορώ υπέρ αυτής της ποινής όταν περιορίζεται σε φρικιαστικές υποθέσεις, στην ίδια τη βάση που της επιτίθενται συνήθως - σε αυτήν του ανθρώπινου γένους προς τον εγκληματία· ως πέραν σύγκρισης του λιγότερο σκληρού τρόπου με τον οποίο είναι δυνατόν επαρκώς να αποτρέψουμε το έγκλημα.

Αν μέσα στον τρόμο που μας προκαλεί η επιβολή του θανάτου πασχίσουμε να επινοήσουμε κάποια τιμωρία για τον ζωντανό εγκληματία η οποία θα ενεργήσει στο ανθρώπινο μυαλό με μια ανασχετική ισχύ καθόλου συγκρίσιμη με αυτήν του θανάτου, οδηγούμαστε σε μια επιβολή ποινής πράγματι λιγότερο αυστηρής φαινομενικά και επομένως λιγότερο αποτελεσματικής αλλά μακράν σκληρότερης στην πραγματικότητα. Ελάχιστοι, πιστεύω, θα διακινδύνευαν να προτείνουν ως τιμωρία για τον ειδεχθή φόνο λιγότερο από ισόβια φυλάκιση με σκληρή εργασία· αυτή είναι η μοίρα στην οποία θα πρέπει ένας δολοφόνος να παραδοθεί από το έλεος το οποίο διστάζει να τον θανατώσει. Έχει όμως ληφθεί επαρκώς υπόψη τι είδους έλεος είναι αυτό και τι είδους ζωή του αφήνει; Αν πράγματι η τιμωρία δεν επιβληθεί πραγματικά - αν καταντήσει η υποκρισία στην οποία πριν από μερικά χρόνια ανάλογες τιμωρίες γρήγορα μετατράπηκαν -, τότε πράγματι η υιοθέτησή της θα ήταν σχεδόν ισοδύναμη προς την εγκατάλειψη της προσπάθειας να κατασταλεί ο φόνος απολύτως. Αν όμως είναι αληθινά αυτό που διακηρύσσει ότι είναι και αν συνειδητοποιηθεί σε όλη της τη δριμύτητα από τη λαϊκή φαντασία, όπως πολύ πιθανόν δεν θα είχε συνειδητοποιηθεί, όπως όμως πρέπει να συνειδητοποιηθεί αν πρόκειται να είναι αποτελεσματική, θα είναι τόσο τρομερή που όταν η ανάμνηση του εγκλήματος δεν θα είναι πλέον τόσο πρόσφατη θα υπάρχει σχεδόν ανυπέρβλητη δυσκολία στην εκτέλεσή της.

Ποια σύγκριση μπορεί πραγματικά να υπάρξει, από άποψη αυστηρότητας, ανάμεσα στην παράδοση ενός ανθρώπου στον σύντομο πόνο ενός γρήγορου θανάτου και στον εγκλεισμό του σε έναν τάφο για ζωντανούς προκειμένου εκεί να παρατείνει αυτό που θα αποδειχθεί μια μακρά ζωή στα σκληρότερα και πιο μονότονα βάσανα, χωρίς καμιά από τις ανακουφίσεις ή τις επιβραβεύσεις τους - αποκλεισμένος από όλους τους ευχάριστους ήχους και τα θεάματα και αποκομμένος από κάθε απολύτως ελπίδα, πέρα από μια ελάχιστη ανακούφιση του σωματικού περιορισμού ή μια μικρή βελτίωση της διατροφής; Και όμως, ακόμη και τόσο πολλά όπως αυτό, επειδή δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή στην οποία τα βάσανα είναι τρομακτικής έντασης και, πάνω απ' όλα, επειδή δεν εμπεριέχει το στοιχείο, τόσο εντυπωσιακό στη φαντασία, του αγνώστου, θεωρούνται καθολικά μια ηπιότερη τιμωρία από τον θάνατο - ισχύει σε όλους τους κώδικες ως μετριασμός της θανατικής ποινής και γίνεται με ευγνωμοσύνη αποδεκτή ως τέτοια.

Γιατί είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των τιμωριών οι οποίες βασίζονται στη διάρκεια για την αποτελεσματικότητά τους - όλα, επομένως, τα οποία δεν είναι υλικά ή χρηματικά - ότι είναι πιο αυστηρές από ό,τι φαίνονται· ενώ, αντιθέτως, είναι ένα από τα ισχυρότερα προσόντα που μπορεί να έχει μια τιμωρία, ότι θα πρέπει να φαντάζει περισσότερο αυστηρή από όσο είναι· γιατί η πρακτική της ισχύς εξαρτάται μακράν λιγότερο από το τι είναι παρά από το τι δείχνει. Δεν υπάρχει, θα έπρεπε να σκεφθώ, καμία ανθρώπινη επιβολή ποινής που δίνει μια εντύπωση στη φαντασία τόσο εξ ολοκλήρου δυσανάλογη προς την πραγματική της αυστηρότητα όσο η τιμωρία του θανάτου. Η ποινή πρέπει να είναι ήπια πράγματι, το οποίο δεν προσθέτει κάτι περισσότερο στο σύνολο της ανθρώπινης δυστυχίας από αυτό που προστίθεται αναγκαία ή άμεσα από την εκτέλεση ενός εγκληματία. Όπως ο ίδιος ο εντιμότατος φίλος μου, βουλευτής του Νορθάμπτον κ. Γκίλπιν έχει παρατηρήσει, το περισσότερο που οι ανθρώπινοι νόμοι μπορούν να κάνουν σε οποιονδήποτε στο ζήτημα του θανάτου είναι να τον επισπεύσουν· ο άνθρωπος θα πέθαινε εν πάση περιπτώσει· όχι τόσο πολύ αργότερα και κατά μέσον όρο, φοβούμαι, με μια σημαντικά μεγαλύτερη ποσότητα σωματικού πόνου.

Από την κοινωνία ζητείται λοιπόν να απογυμνωθεί από ένα εργαλείο τιμωρίας το οποίο, στις σοβαρές υποθέσεις στις οποίες και μόνο είναι κατάλληλο, πραγματοποιεί τους σκοπούς του με μικρότερο κόστος ανθρώπινου πόνου από κάθε άλλο· το οποίο, ενώ εμπνέει περισσότερο τρόμο, είναι λιγότερο σκληρό στην πραγματικότητα από κάθε τιμωρία με την οποία θα σκεπτόμασταν να το υποκαταστήσουμε. Ο εντιμότατος φίλος μου λέγει ότι δεν εμπνέει τον τρόμο και ότι η εμπειρία έχει αποδείξει πως είναι μια αποτυχία. Η επίδραση όμως μιας τιμωρίας δεν πρέπει να υπολογίζεται από τον αντίκτυπό της σε σκληραγωγημένους εγκληματίες. Εκείνοι των οποίων ο συνηθισμένος τρόπος ζωής τούς κάνει πάντα, ούτως ειπείν, να φλερτάρουν με την κρεμάλα πραγματικά συνηθίζουν να νοιάζονται λιγότερο γι' αυτήν· όπως, για να συγκρίνουμε τα καλά πράγματα με τα άσχημα, ένας «παλιός» στρατιώτης δεν επηρεάζεται πολύ από την πιθανότητα να πεθάνει στη μάχη. Έχω τη δυνατότητα να παραδεχθώ όλα όσα συχνά λέγονται σχετικά με την αδιαφορία των επαγγελματιών εγκληματιών απέναντι στην αγχόνη. Αν και από αυτή την αδιαφορία το ένα τρίτο είναι πιθανότατα παλικαρισμός και άλλο ένα τρίτο σιγουριά ότι θα έχουν την τύχη να διαφύγουν, είναι αρκετά πιθανό ότι το υπόλοιπο ένα τρίτο είναι αληθινό.

Η δραστικότητα όμως μιας τιμωρίας η οποία ενεργεί πρωτίστως διά μέσου της φαντασίας πρέπει κυρίως να υπολογιστεί από την εντύπωση που δίνει σε εκείνους που είναι ακόμη αθώοι· από τον τρόμο με τον οποίο περιβάλλει τις πρώτες παρακινήσεις της ενοχής· από τη συγκρατημένη επίδραση που ασκεί στην έναρξη της σκέψης, η οποία, αν ικανοποιηθεί, θα γίνει πειρασμός· από τον έλεγχο που ασκεί στην ισοπεδωμένη κλίση προς το κράτος - που ποτέ δεν αποκτάται ξαφνικά - στο οποίο το έγκλημα δεν προκαλεί πλέον τον αποτροπιασμό και η τιμωρία δεν τρομάζει πια. Όσο γι' αυτό που αποκαλείται αποτυχία της θανατικής ποινής, ποιος είναι ικανός να το κρίνει αυτό; Γνωρίζουμε εν μέρει ποιοι είναι αυτοί τους οποίους δεν έχει αποτρέψει· ποιος είναι όμως αυτός που γνωρίζει ποιον έχει αποτρέψει ή πόσες ανθρώπινες υπάρξεις έχει σώσει που θα μεγάλωναν για να γίνουν δολοφόνοι αν αυτός ο τρομακτικός συνειρμός δεν είχε συνδεθεί με την ιδέα του φόνου από τότε που ήταν βρέφη; Ας μην ξεχνάμε ότι η πιο επιβλητική πραγματικότητα χάνει την ισχύ της στη φαντασία αν παρουσιαστεί πολύ φθηνή.

Όταν μια τιμωρία ταιριαστή μόνο για τα πιο φρικαλέα εγκλήματα κατασπαταλάται σε μικρά αδικήματα ώσπου το ανθρώπινο αίσθημα να το αρνηθεί με φρίκη, τότε πράγματι παύει να εκφοβίζει επειδή παύει να γίνεται πιστευτή. Η αποτυχία της θανατικής ποινής σε υποθέσεις κλοπής εύκολα εξηγείται· ο κλέφτης δεν πίστεψε ότι θα μπορούσε να του επιβληθεί. Είχε διδαχθεί μέσα από την εμπειρία ότι οι ένορκοι θα επιορκούσαν από το να τον κρίνουν ένοχο· ότι οι δικαστές θα εδράττοντο πάσης δικαιολογίας προκειμένου να μην τον καταδικάσουν σε θάνατο ή προκειμένου να προτείνουν (να αντιμετωπιστεί με) οίκτο· και ότι αν ούτε οι δικαστές ούτε και οι ένορκοι έδειχναν οίκτο, υπήρχαν ακόμη ελπίδες από μια αρχή ανώτερη και των δύο. Οταν τα πράγματα είχαν φθάσει σε αυτό το σημείο, ήταν πια καιρός να εγκαταλείψουμε τη μάταιη προσπάθεια. Όταν είναι αδύνατον να επιβληθεί μια ποινή ή όταν η επιβολή της γίνεται δημόσιο σκάνδαλο, η μάταιη απειλή δεν μπορεί να εξαφανισθεί πολύ σύντομα από τον κώδικα των νόμων. Και στην περίπτωση του πλήθους αδικημάτων που στο παρελθόν τιμωρούνταν με θάνατο, χαίρομαι με όλη μου την καρδιά που κατέστη ανεφάρμοστη η εκτέλεση του νόμου.

Αν η ίδια κατάσταση δημοσίου αισθήματος αρχίσει να εκδηλώνεται και στην περίπτωση του φόνου· αν έρθει η στιγμή που οι ένορκοι θα αρνούνται να κρίνουν έναν δολοφόνο ένοχο· όταν οι δικαστές δεν θα τον καταδικάζουν σε θάνατο ή όταν δεν ζητούν οίκτο· τότε, πράγματι, μπορεί να γίνει απαραίτητο να συμβεί σε αυτή την περίπτωση ό,τι έχει συμβεί σε εκείνες: η κατάργηση της ποινής. Αυτή η ώρα μπορεί να έρθει - ο εντιμότατος φίλος μου πιστεύει ότι έχει σχεδόν φθάσει. Δεν γνωρίζω σχεδόν καθόλου το αν θρηνολόγησε γι' αυτό ή αν καυχήθηκε γι' αυτό· αυτός και οι φίλοι του όμως δικαιούνται την καυχησιολογία· επειδή αν έρθει θα είναι δικό τους έργο και θα έχουν κατακτήσει αυτό που δεν μπορώ παρά να αποκαλέσω θανάσιμη νίκη επειδή θα την έχουν επιτύχει προκαλώντας, ας με συγχωρήσουν γι' αυτό που θα πω, μια αποχαύνωση, μια μαλθακότητα, στο γενικό πνεύμα της χώρας.

Γιατί τι άλλο από μαλθακότητα είναι το να σοκάρεται κάποιος περισσότερο από το να αφαιρείται η ζωή ενός ανθρώπου παρά από το να αποστερείται όλων αυτών που κάνουν τη ζωή επιθυμητή ή πολύτιμη; Είναι ο θάνατος, λοιπόν, το μεγαλύτερο από όλα τα επίγεια βάσανα; [...] Είναι, πράγματι, τόσο τρομερό πράγμα να πεθαίνεις; Δεν έχει υπάρξει από τους γηραιοτέρους ένα καίριο τμήμα της ανδρικής εκπαίδευσης προκειμένου να μας κάνουν να αψηφούμε τον θάνατο - που μας δίδαξαν να μην τον τοποθετούμε με κανέναν τρόπο ψηλά στη λίστα με τα κακά, αν είναι κιόλας κακό· σε κάθε περίπτωση (να τον αντιμετωπίζουμε) ως αναπόφευκτο και να διατηρούμε, όπως ήταν, τις ζωές μας στα χέρια μας, έτοιμες να μας δοθούν ή να διακυβευθούν ανά πάσα στιγμή για έναν επαρκώς άξιο αντικειμενικό σκοπό; Είμαι σίγουρος ότι οι εντιμότατοι φίλοι μου επίσης τα γνωρίζουν όλα αυτά και έχουν περίπου όλα αυτά τα αισθήματα, όπως κάθε άλλος από τους υπολοίπους εξ ημών· πιθανώς περισσότερα. Δεν μπορώ όμως να σκεφθώ ότι αυτό είναι πιθανόν να είναι η συνέπεια των διδασκαλιών τους στον κοινό νου. Δεν μπορώ να σκεφθώ ότι η καλλιέργεια μιας ειδικής συνείδησης σε αυτό το σημείο, πάνω και υπεράνω αυτού που προκύπτει από τη γενική καλλιέργεια των ηθικών αισθημάτων, είναι μονίμως σύμφωνη με τον προσδιορισμό στο ίδιο μας το μυαλό της πραγματικότητας του θανάτου όχι πια περισσότερο από τον βαθμό σχετικής σημαντικότητας η οποία του ανήκει ανάμεσα σε άλλα συμβάντα της ανθρώπινης φύσης μας.

Οι άνδρες του παρελθόντος ελάχιστα ενδιαφέρονταν για τον θάνατο, έδιναν όμως τις ίδιες τους τις ζωές ή αφαιρούσαν τις ζωές άλλων με όμοια αψηφισιά. Ο κίνδυνός μας είναι του αντίθετου είδους και από φόβο μη σοκαριστούμε τόσο πολύ από τον θάνατο, γενικά και θεωρητικά, ενδιαφερόμαστε τόσο πολύ γι' αυτόν σε ατομικές περιπτώσεις, τόσο άλλων ανθρώπων όσο και δικές μας, οι οποίες απαιτούν να διακυβευθεί. Και δεν δραματοποιώ τα πράγματα επειδή έχει αποδειχθεί από την εμπειρία άλλων χωρών ότι ο τρόμος του δημίου με κανέναν τρόπο δεν συνεπάγεται απαραίτητα τον τρόμο του δολοφόνου. Το προπύργιο, όπως όλοι γνωρίζουμε, των πληρωμένων δολοφονιών τον 18ο αιώνα ήταν η Ιταλία. Και όμως λέγεται ότι σε κάποιους από τους ιταλικούς πληθυσμούς η διά νόμου επιβολή της ποινής του θανάτου ήταν προσβλητική και αποτροπιαστική στον ύψιστο βαθμό για το λαϊκό αίσθημα. Περισσότερα έχουν ειπωθεί για το απαραβίαστο της ανθρώπινης ζωής και τον παραλογισμό να υποθέτει κάποιος ότι μπορούμε να διδάξουμε τον σεβασμό απέναντι στη ζωή καταστρέφοντάς την εμείς οι ίδιοι.

Εκπλήσσομαι όμως από τη χρήση του επιχειρήματος αυτού επειδή είναι ένα (επιχείρημα) το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ενάντια σε οποιαδήποτε τιμωρία. Δεν είναι μόνο η ανθρώπινη ζωή, όχι η ανθρώπινη ζωή ως τέτοια, που οφείλει να είναι ιερή για εμάς, αλλά και τα ανθρώπινα αισθήματα. Η ανθρώπινη αντοχή των βασάνων είναι αυτή που θα έπρεπε να γίνεται σεβαστή, όχι απλώς η αντοχή της ύπαρξης. Και μπορούμε να φανταστούμε κάποιον που να ρωτά πώς μπορούμε να διδάξουμε τους ανθρώπους να μην επιβάλλουν βάσανα όταν εμείς οι ίδιοι τα επιβάλλουμε; Σε αυτό όμως οφείλω να απαντήσω - όλοι μας θα απαντούσαμε - ότι το να αποτρέπεις μέσα από τον πόνο από το να επιβάλεις τον πόνο δεν είναι μόνο δυνατό αλλά ο ίδιος ο σκοπός της ποινικής δικαιοσύνης. Δείχνει η επιβολή προστίμου σε έναν εγκληματία έλλειψη σεβασμού προς την ιδιοκτησία ή ο εγκλεισμός του προς την ατομική ελευθερία; Ακριβώς όσο παράλογο είναι να νομίζει κάποιος ότι το να αφαιρέσει τη ζωή ενός ανθρώπου που έχει αφαιρέσει τη ζωή ενός άλλου γίνεται προκειμένου να επιδείξει έλλειψη σεβασμού προς την ανθρώπινη ζωή. Εμείς, αντιθέτως, δείχνουμε εντόνως τον σεβασμό μας γι' αυτήν με την υιοθέτηση του κανόνα ότι αυτός που παραβιάζει αυτό το δικαίωμα του άλλου το χάνει ο ίδιος και ότι ενώ κανένα άλλο έγκλημα που μπορεί να διαπράξει δεν του αποστερεί το δικαίωμά του να ζει αυτό θα το κάνει.

Υπάρχει ένα επιχείρημα κατά της θανατικής ποινής, ακόμη και σε ακραίες περιπτώσεις, το οποίο δεν μπορώ να αρνηθώ ότι έχει βαρύτητα - στο οποίο ο εντιμότατος φίλος μου δικαίως έδωσε μεγάλη έμφαση και το οποίο δεν μπορεί ποτέ πλήρως να απορριφθεί. Είναι αυτό: ότι αν από ένα σφάλμα της δικαιοσύνης ένας αθώος άνθρωπος καταδικαστεί σε θάνατο, το λάθος δεν θα μπορέσει ποτέ να διορθωθεί· κάθε αποζημίωση, κάθε επανόρθωση για το άδικο είναι αδύνατη. Αυτό θα ήταν πράγματι μια σοβαρή ένσταση, αν αυτά τα ελεεινά λάθη - ανάμεσα στα πιο τραγικά σε ολόκληρο τον κύκλο των ανθρώπινων υποθέσεων - δεν μπορούσαν να εμφανίζονται εξαιρετικά σπάνια. Το επιχείρημα είναι ακατανίκητο όπου η μέθοδος της ποινικής διαδικασίας είναι επικίνδυνη για τον αθώο ή όπου δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στα δικαστήρια της Δικαιοσύνης. Και αυτός πιθανόν είναι ο λόγος που ξεκίνησε νωρίτερα (όπως πιστεύω ότι ξεκίνησε) η αντίρρηση σε μια ανεπανόρθωτη τιμωρία και είναι πιο έντονη και ευρύτερα διαδεδομένη σε κάποια τμήματα της ευρωπαϊκής ηπείρου από ό,τι είναι εδώ.

Υπάρχουν στην ήπειρο μεγάλες και φωτισμένες χώρες στις οποίες η ποινική διαδικασία δεν είναι ευνοϊκή προς την αθωότητα, δεν προσφέρει τη δυνατότητα για την ίδια ασφάλεια έναντι λανθασμένης καταδίκης, όπως κάνει σε εμάς· χώρες όπου τα δικαστήρια της Δικαιοσύνης φαίνεται πως νομίζουν ότι αποτυγχάνουν στο καθήκον τους όταν δεν κρίνουν κάποιον ένοχο· και στην πραγματικά αξιέπαινη επιθυμία τους να καταδιώξουν την ενοχή εκεί όπου βρίσκει καταφύγιο, εκθέτουν τον εαυτό τους σε έναν σοβαρό κίνδυνο να καταδικάσουν τον αθώο. Αν η δική μας διαδικασία και τα δικαστήρια της Δικαιοσύνης άφηναν πεδίο ανοιχτό για παρόμοια ανησυχία, θα ήμουν ο πρώτος που θα συμμετείχα στην απόσυρση της ισχύος να επιβάλλεται ανεπανόρθωτη τιμωρία από τέτοια δικαστήρια. Όλοι όμως γνωρίζουμε ότι τα ελαττώματα της διαδικασίας μας είναι τα ακριβώς αντίθετα. Ακόμη και οι κανόνες των μαρτυρικών καταθέσεων παραείναι ευνοϊκοί για τον κρατούμενο· και οι ένορκοι και οι δικαστές εφαρμόζουν το ρητό «Είναι καλύτερα δέκα ένοχοι να το σκάσουν παρά ένας αθώος άνθρωπος να χρειαστεί να υποφέρει», όχι μόνο κατά γράμμα, αλλά και πέραν αυτού. Οι δικαστές επιθυμούν πολύ ζωηρά να καταδείξουν, και οι ένορκοι να επιτρέψουν, την πιο ελάχιστη πιθανότητα περί αθωότητας του κρατουμένου.

Καμία ανθρώπινη κρίση δεν είναι αλάνθαστη· τέτοιες λυπηρές υποθέσεις, όπως παρέθεσε ο εντιμότατος φίλος μου, μερικές φορές θα προκύψουν· σε μια τόσο σοβαρή υπόθεση όμως όπως αυτή του φόνου, ο κατηγορούμενος στο σύστημά μας διαθέτει πάντα το πλεονέκτημα του παραμικρού ίχνους αμφιβολίας. Και αυτό ενέχει έναν άλλον παράγοντα πολύ συναφή με το ζήτημα. Το ίδιο το γεγονός ότι η τιμωρία με θάνατο είναι πιο συνταρακτική από κάθε άλλη στη φαντασία απαραίτητα καθιστά τα δικαστήρια της Δικαιοσύνης περισσότερο σχολαστικά στο να απαιτούν το πληρέστερο τεκμήριο ενοχής. Ακόμη και εκείνο που είναι η μεγαλύτερη ένσταση στη θανατική ποινή, η αδυναμία επανόρθωσης ενός σφάλματος άπαξ και διαπραχθεί, πρέπει να καταστήσει και όντως καθιστά τους ενόρκους και τους δικαστές περισσότερο προσεκτικούς στη διαμόρφωση της άποψής τους και περισσότερο πρόθυμους στην εξονυχιστική έρευνα των αποδεικτικών στοιχείων.

Αν η υποκατάσταση του θανάτου με καταναγκαστικά έργα σε υποθέσεις φόνου προκαλούσε οιαδήποτε διακήρυξη σε αυτή την ευσυνείδητη σχολαστικότητα, θα υπήρχε ένα μεγάλο κακό για να αντισταθμίζει το αληθινό αλλά ελπίζω σπάνιο πλεονέκτημα του να υπάρχει η δυνατότητα επανόρθωσης σε ένα καταδικασμένο άτομο το οποίο αργότερα ανακαλύφθηκε πως είναι αθώο. Προκειμένου η δυνατότητα επανόρθωσης να παραμείνει ανοικτή όπου και αν η πιθανότητα αυτού του λυπηρού απροόπτου είναι περισσότερο από απειροελάχιστη, είναι αρκετά ορθό ότι ο δικαστής θα πρέπει να προτείνει στο Στέμμα μια μετατροπή της ποινής, όχι μονάχα όταν η απόδειξη ενοχής είναι ανοικτή στην ελάχιστη υποψία αλλά όποτε κάτι παραμένει ανεξήγητο και μυστηριώδες στην υπόθεση, εγείροντας μια επιθυμία για περισσότερο φως ή καθιστώντας πιθανό ότι περαιτέρω πληροφορίες μπορεί να αποκτηθούν σε κάποια μελλοντική χρονική στιγμή. Θα πρότεινα επίσης ότι όποτε η ποινή μετατρέπεται οι βάσεις της μετατροπής θα πρέπει, σε κάποια αυθεντική μορφή, να γνωστοποιηθούν στο κοινό. Τόσα αναγνωρίζω πρόθυμα στον εντιμότατο φίλο μου· στο ζήτημα όμως της ολοκληρωτικής κατάργησης τείνω να ελπίζω ότι το αίσθημα της χώρας δεν είναι με το μέρος του και ότι ο περιορισμός της θανατικής ποινής στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο περυσινό νομοσχέδιο θα θεωρηθεί γενικώς επαρκής.

Η μανία που υπήρχε λίγο καιρό πριν για την περικοπή όλων των τιμωριών μας δείχνει να έχει φθάσει στα όριά της και όχι πριν από την κατάλληλη στιγμή. Κινδυνεύαμε να απομείνουμε χωρίς καμία τελεσφόρο τιμωρία, πέραν των μικρών αδικημάτων. Αυτό που υπήρξε στο παρελθόν η δεύτερη κυριότερη τιμωρία μας - η εξορία καταδίκου σε αποικία - προτού καταργηθεί είχε σχεδόν καταντήσει ανταμοιβή. Τα καταναγκαστικά έργα, το υποκατάστατο αυτής, είχαν γίνει, στις τάξεις που ως επί το πλείστον το υφίσταντο, σχεδόν ονομαστικά. Φτιάξαμε τις φυλακές μας τόσο άνετες και είχε γίνει τόσο εύκολο να βγει κάποιος γρήγορα από αυτές. Για το μαστίγωμα - μια πιο αποδοκιμαστέα τιμωρία σε κοινές υποθέσεις αλλά ιδιαίτερα ταιριαστή για εγκλήματα βιαιότητας, ειδικά για εγκλήματα εις βάρος γυναικών - δεν πρόκειται να ακούσουμε, εκτός, για να είμαστε σίγουροι, από την περίπτωση των στραγγαλιστών, για το ιδιαίτερο όφελος των οποίων το επαναφέραμε βιαστικά, αμέσως μετά τον στραγγαλισμό ενός μέλους του κοινοβουλίου. Με αυτή την εξαίρεση, αδικήματα, ακόμη και απαίσιου είδους, κατά του ατόμου, εντιμότατε φίλε μου και σοφέ βουλευτή της Οξφόρδης (κ. Νιτ), που έχουν παρατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο αντιμετωπίζονταν αλλά ακόμη αντιμετωπίζονται με ποινές τόσο γελοία ανεπαρκείς που σχεδόν αποτελούν ενθάρρυνση προς το έγκλημα.

Πιστεύω, κύριε, ότι στην περίπτωση των περισσότερων αδικημάτων, εκτός εκείνων κατά της περιουσίας, υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη ενδυνάμωσης των ποινών μας παρά αποδυνάμωσής τους· και ότι οι αυστηρότερες ποινές, με μια κατανομή τους στα διαφορετικά είδη αδικημάτων τα οποία θα πρέπει να την εγκρίνουν καλύτερα από ό,τι επί του παρόντος στις ηθικές απόψεις της κοινότητας, είναι το είδος μεταρρύθμισης το οποίο τώρα χρειάζεται το ποινικό μας σύστημα. Θα ψηφίσω επομένως κατά της τροποποίησης. "

[πηγή: εφημ. Το Βήμα, 8/12/2002 <www.tovima.gr>]