Ελληνικά

Πώς λειτουργεί μία φωτογραφική μηχανή;

Ταχύτητα Κλείστρου

Το κλείστρο ελέγχει την ποσότητα φωτός που φτάνει στο φιλμ. Αυτό γίνεται με τον χρόνο ανοίγματος του κλείστρου τις λεγόμενες "ταχύτητες" του κλείστρου ή, απλώς, "ταχύτητες".

Δείτε στο παρακάτω άρθρο τα διαφορετικά αποτελέσματα που μπορούμε να πετύχουμε σε μία φωτογράφιση, επιλέγοντας διαφορετικές ταχύτητες κλείστρου.

Introduction to Shutter Speed in Photography

Εστιακή απόσταση και οπτική γωνία

Εστιακή απόσταση

Οι ακτίνες φωτός που ανακλώνται από ένα αντικείμενο, περνώντας μέσα από έναν συγκεντρωτικό φακό, συγκλίνουν και συγκεντρώνονται σε ένα επίπεδο, το λεγόμενο εστιακό. Η απόσταση ανάμεσα στο εστιακό επίπεδο και στον φακό ονομάζεται εστιακή απόσταση και εκφράζεται σε χιλιοστά (mm) (π.χ. φακός 200 mm ή 50 mm).

Οπτική γωνία

Η εστιακή απόσταση του φακού προσδιορίζει και το μέρος του θέματος που αποτυπώνεται στο φιλμ, μέγεθος που χαρακτηρίζεται ως οπτική γωνία του φακού.

Τα μεγέθη εστιακή απόσταση και οπτική γωνία είναι αντίστροφα, δηλαδή:

  • όσο μειώνεται η εστιακή απόσταση, τόσο αυξάνεται η οπτική γωνία του φακού
  • όσο μεγαλώνει η εστιακή απόσταση, τόσο μειώνεται η οπτική γωνία του φακού

Παραδείγματα εστιακής απόστασης: https://photographylife.com/what-is-focal-length-in-photography

Παραδείγματα και βίντεο από τη Nikon: https://www.nikonusa.com/en/learn-and-explore/a/tips-and-techniques/understanding-focal-length.html

Προσομοιωτής φακού από τη Nikon: https://www.nikon.gr/el_GR/learn_explore/nikkor_lens_simulator.page

 

Προσομοίωση φωτογράφισης


Ο ιστότοπος της Canon https://www.canon.ca/CanonOutsideOfAuto/home διαθέτει ένα εργαλείο προσομοίωσης φωτογράφισης (μενού Play), όπου έχετε τη δυνατότητα να προσαρμόσετε τα χειριστήρια Διαφράγματος, Ταχύτητας Κλείστρου και ISO και να πραγματοποιήσετε λήψεις εικόνων.

Ο συγκεκριμένος προσομοιωτής αποτελεί ένα εξαιρετικό εργαλείο λήψης φωτογραφιών, γιατί δίνει τη δυνατότητα στον χρήστη:

  • να ελέγχει την έκθεση της εικόνας στο φως, με τον μετρητή έκθεσης στα αριστερά
  • να διατηρεί στο κάτω μέρος τις εικόνες που έχει τραβήξει
  • να λαμβάνει σχόλια και συμβουλές για τις αποφάσεις που έχει λάβει
  • να ανατρέχει στις ρυθμίσεις που έχει χρησιμοποιήσει
  • να συγκρίνει τις ρυθμίσεις και τελικά τις φωτογραφίες που έχει τραβήξει
  • να αποφασίζει αν θα χρησιμοποιεί τη χειροκίνητη ή την ημιαυτόματη (με προτεραιότητα κλείστρου ή διαφράγματος) λειτουργία φωτογράφισης.

Μέσω της προσομοίωσης, γίνεται αντιληπτό ότι η σωστή έκθεση του φιλμ ή του αισθητήρα εικόνας στο φως είναι αποτέλεσμα του σωστού συνδυασμού Ταχύτητας και Διαφράγματος, ανάλογα με τα εφέ που επιθυμούμε (βάθος πεδίου και κίνηση), και τη ρύθμιση της ευαισθησίας ISO.

Αντιλαμβανόμαστε επομένως την έννοια της φωτομέτρησης και τα προβλήματα που δημιουργούνται (υπερέκθεση-υποέκθεση) σε περίπτωση λανθασμένων συνδυασμών.


Εφαρμογή:

Παρατηρήστε τις εικόνες της επόμενης δραστηριότητας, που έχουν ληφθεί με τον προσομοιωτή της Canon και συγκρίνετέ τις αναλογιζόμενοι τις παρακάτω ερωτήσεις:

  • Είναι όλα τα σημεία και των τεσσάρων φωτογραφιών το ίδιο καθαρά;
  • Πώς εμφανίζεται ο έλικας του αεροπλάνου σε κάθε φωτογραφία;
  • Σε ποια φωτογραφία αποτυπώνεται περισσότερο η κίνηση και σε ποια το βάθος πεδίου είναι μέγιστο;

Κάθε εικόνα αντιστοιχεί σε έναν συνδυασμό ταχύτητας και διαφράγματος. Σύρετε τους κατάλληλους συνδυασμούς στις αντίστοιχες εικόνες. Πατήστε «Έλεγχος» για άμεση ανατροφοδότηση.


Δείτε και άλλους προσομοιωτές φωτογράφισης:

1.1. Ταξινόμηση των πετρωμάτων

Πετρώματα καλούνται τα ορυκτά ή τα συσσωματώματα ορυκτών, από τα οποία αποτελείται ο στερεός φλοιός της γης.

Ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο αυτά σχηματίστηκαν διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:

  1. στα πυριγενή ή εκρηξιγενή ή μαγματικά πετρώματα,
  2. στα ιζηματογενή πετρώματα και
  3. στα μεταμορφωσιγενή ή κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα.

Ο κύκλος των πετρωμάτων. Πηγή: orykta.gr 

Α. ΠΥΡΙΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ

 Σχηματίστηκαν από τη στερεοποίηση της ρευστής και διάπυρης μάζας, η οποία μετατοπίστηκε από το εσωτερικό της γης και στερεοποιήθηκε στους επιφανειακούς σχηματισμούς του στερεού φλοιού της.

Η ρευστή και διάπυρη αυτή μάζα ονομάζεται μάγμα, γι’ αυτό το λόγο και τα πετρώματα αυτής της κατηγορίας ονομάζονται και μαγματικά. Τα πετρώματα αυτά ονομάζονται επίσης και εκρηξιγενή, επειδή η μετατόπιση του μάγματος από τα βαθύτερα προς τα επιφανειακά στρώματα του στερεού φλοιού της γης αποτελεί ένα είδος έκρηξης.

Σχηματισμός μαγματικών πετρωμάτων. Πηγή: Τμήμα Γεωλογίας Α.Π.Θ.

α. Διακρίνονται από χημικής άποψης, ανάλογα με την περιεκτικότητά τους σε διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), σε:

  1. όξινα,
  2. ενδιάμεσα,
  3. βασικά και
  4. υπερβασικά,

Τα όξινα πυριγενή πετρώματα είναι κατά κανόνα ανοιχτόχρωμα, επειδή επικρατούν σ’ αυτά τα λευκά συστατικά όπως το πυρίτιο (Si) και το αργίλιο (ΑΙ).

Αντίθετα, τα βασικά και τα υπερβασικά είναι σκουρόχρωμα, αφού επικρατούν συστατικά όπως ο σίδηρος (Fe) και το μαγνήσιο (Mg).

β. Τα πυριγενή πετρώματα, ανάλογα με τις συνθήκες και τη θέση στις οποίες ψύχεται το μάγμα, διακρίνονται σε:

  1. πλουτώνια,
  2. ηφαιστειογενή και
  3. φλεβίτες.

 

  1. Πλουτώνια πετρώματα

Το μάγμα κατά τη μετατόπισή του δεν κατορθώνει πάντα να φτάσει μέχρι την επιφάνεια της γης. Έτσι, ψύχεται κάτω από συνθήκες υψηλής πίεσης και στερεοποιείται μέσα στο στερεό φλοιό της, σχηματίζοντας ένα είδος πυριγενούς πετρώματος, που ονομάζεται πλουτώνιο. Κατά το σχηματισμό αυτών των πετρωμάτων οι συνθήκες κρυστάλλωσης των ορυκτών είναι πολύ ομαλές. Γι’ αυτό το λόγο η δομή τους είναι χαρακτηριστική για τους ισομεγέθεις κόκκους της και για την καλή κρυστάλλωσή της.

Στα πλουτώνια πετρώματα ανήκουν οι γρανίτες, οι γρανοδιορίτες, οι γάββροι κι οι περιδοτίτες.

 

  1. Ηφαιστειογενή πετρώματα

Όταν το μάγμα κατορθώνει να φτάσει ως την επιφάνεια της γης και να στερεοποιηθεί εκεί, όπως π.χ. στην περίπτωση της λάβας που βγαίνει από τους κρατήρες των ηφαιστείων, τότε έχουμε το σχηματισμό πετρωμάτων, τα οποία λόγω της προέλευσής τους ονομάζονται ηφαιστειογενή. Τα πετρώματα αυτά, επειδή έχουν προέλθει από γρήγορη ψύξη του μάγματος, χαρακτηρίζονται από την ανομοιογένεια της κρυσταλλικής δομής τους, καθώς μόνο ένα μέρος των ορυκτολογικών συστατικών τους έχει κρυσταλλοποιηθεί και το υπόλοιπο έχει παραμείνει ως άμορφη υαλώδης μάζα.

Στα ηφαιστειογενή πετρώματα ανήκουν ο λιπαρίτης (με δύο παραλλαγές ως οψιδιανός και ως κίσηρη, η γνωστή ελαφρόπετρα), ο τραχείτης, ο ανδεσίτης, ο βασάλτης και ο διαβάσης.

 

  1. Φλεβίτες

Στην περίπτωση που το μάγμα στερεοποιηθεί μέσα σε ρήγματα ή σε μικρά κενά διάφορων γεωλογικών σχηματισμών κάτω από μέση ταχύτητα ψύξης, σε μέτρια πίεση και με μερική διαφυγή των αερίων του, τότε δημιουργούνται τα πετρώματα που ονομάζονται φλεβίτες.

Φλεβιτικά πετρώματα είναι οι πορφυρί­τες.

 

Β. ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ 

Σχηματίστηκαν από τα προϊόντα αποσάθρωσης και διάβρωσης άλλων πετρωμάτων που προϋπήρχαν. Τα προϊόντα αποσάθρωσης βρίσκονται ως διάλυμα ή ως αιώρημα στο νερό ή αιωρούνται στον αέρα. Η καταβύθιση ή η απόθεσή τους είναι δυνατή είτε μέσα στο βυθό της θάλασσας ή λίμνης, είτε ακόμη και σε επιφάνεια ξηράς. Τα πετρώματα αυτά, επομένως, ονομάζονται ιζηματογενή, διότι συνήθως προέρχονται από την καθίζηση των αποσαθρωμένων αυτών προϊόντων ως χημικών και μηχανικών ιζημάτων μέσα στο νερό.

Διεργασίες δημιουργίας ιζηματογενών πετρωμάτων. Πηγή: orykta.gr

Οι φυσικές διεργασίες που αποτελούν τους παράγοντες δημιουργίας των ιζηματογενών πετρωμάτων είναι:

  1. η αποσάθρωση: περιλαμβάνει όλες τις μηχανικές, φυσικές και χημικές διεργασίες που οδηγούν στην καταστροφή ενός πετρώματος.
  2. η μεταφορά: είναι η φάση κατά την οποία τα υλικά της αποσάθρωσης ενός πετρώματος με τη βοήθεια του νερού ή του αέρα απομακρύνονται από τον τόπο προέλευσής τους. Το μέγεθος και το ειδικό βάρος των υλικών αποσάθρωσης καθορίζουν και την απόσταση στην οποία αυτά θα μεταφερθούν.
  3. η απόθεση: είναι η φάση κατά την οποία η ενέργεια του μέσου μεταφοράς (π.χ. νερού, αέρα) των υλικών αποσάθρωσης μειώνεται, με συνέπεια τα υλικά που αιωρούνται να αρχίζουν να κατακάθονται.
  4. η διαγένεση: είναι διαδικασία μετατροπής των ιζημάτων που έχουν κατακαθίσει σε συμπαγή πετρώματα.

Με βάση την προέλευση και το είδος του ιζήματος διακρίνονται σε:

  1. κλαστικά ή μηχανικά
  2. βιογενή ή οργανογενή

 

  1. Κλαστικά ιζηματογενή πετρώματα

Τα ιζήματα διακρίνονται ανάλογα με το μέγεθος των κόκκων τους (κατά φθίνουσα σειρά) σε: τρογμάλες, λατύπες, κροκά­λες, χάλικες, άμμο, ιλύ και άργιλο.

Αντιστοίχως τα πετρώματα που προκύπτουν από τη διαγένεση αυτών των ιζημάτων ονο­μάζονται: τρογμαλοπαγή, λατυποπαγή, κροκαλοπαγή, χαλικοπαγή και ψαμμίτες.

 

  1. Χημικά και βιογενή ιζηματογενή πετρώματα

Στην κατηγορία αυτή ανήκουν πετρώματα των οποίων το ίζημα έχει σχηματιστεί κυρίως από υπολείμματα οργανισμών (π.χ. κελύφη ή σκελετούς φυτικών και ζωικών οργανισμών).

Κυριότερα πετρώματα αυτής της κατηγορίας είναι: οι ασβεστόλι­θοι, οι μάργες, ο τραβερτίνης, η κρητίδα (ή κιμωλία), ο δολομί­της και οι κερατόλιθοι.

 

Γ. ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΓΕΝΗ

Προέρχονται από τη μεταμόρφωση ορισμένων ορυκτολογικών συστατικών των πυριγενών και των ιζηματογενών πετρωμάτων, με φυσικοχημικές διεργασίες υπό την επίδραση κυρίως υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων.

Στα μεταμορφωσιγενή πετρώματα ανήκουν οι φυλλίτες, οι μαρμαρυγιακοί σχιστόλιθοι, οι γνεύσιοι και τα μάρμαρα.

Έκθεση: «ΤΑ ΟΡΥΚΤΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ» και «ΤΑ ΟΡΥΚΤΑ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ»

1.2. Είδη και ιδιότητες των μαρμάρων

Τα μάρμαρα είναι μεταμορφωσιγενή πετρώματα που έχουν προέλθει από την ανακρυστάλλωση των ασβεστόλιθων. Συνεπώς, ένα από τα κύρια συστατικά του μαρμάρου είναι ο ασβεστίτης με χημικό τύπο CaCO3.

Ήδη από την πρώιμη Εποχή του Χαλκού, το μάρμαρο έχει χρησιμοποιηθεί στη γλυπτική για τη δημιουργία ανθρωπόμορφων αγαλματιδίων.

Αργότερα, εκτός από τη γλυπτική, τα μάρμαρα χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα και στην αρχιτεκτονική, επειδή η κρυσταλλική δομή τους δίνει καλό αισθητικό αποτέλεσμα.

Το λευκό παριανό μάρμαρο -γνωστό και ως “λυχνίτης” κατά τους αρχαίους χρόνους- παρουσιάζει τη μεγαλύτερη διαφάνεια και χρησιμοποιήθηκε εκτενώς στη γλυπτική (λαμπρά παραδείγματα ο Ερμής του Πραξιτέλη και η Αφροδίτη της Μήλου).

Στους αρχαίους χρόνους, για την εξόρυξη χρησιμοποιούνταν οι εξής τεχνικές:

  • Αξιοποίηση των φυσικών ρωγμών του πετρώματος. Έτσι διευκολυνόταν η εξαγωγή κομματιών που θα χρησιμοποιούνταν στη συνέχεια ως δομικά στοιχεία αρχιτεκτονικών μνημείων.
  • Εξαγωγή με θερμικό σοκ. Το πέτρωμα θερμαινόταν αρχικά και στη συνέχεια βρεχόταν με κρύο νερό με αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται η διάνοιξή του.
  • Εξαγωγή με σφυροκόπημα, αφού πρώτα είχε οριοθετηθεί με σμίλη το επιθυμητό μέγεθος.
  • Εξαγωγή με σκάψιμο πρώτα ενός καναλιού και με χρησιμοποίηση στη συνέχεια ξύλινων σφηνών, οι οποίες διαβρέχονταν και διογκώνονταν, με αποτέλεσμα τη ρηγμάτωση του πετρώματος.

 

Ανάλογα με τις προσμείξεις που περιέχονται στους αρχικούς ασβεστόλιθους και με το βαθμό μεταμόρφωσης, διακρίνονται διάφορα είδη μαρμάρων.

Ο βαθμός μεταμόρφωσης προσδιορίζει την κοκκομετρία του μαρμάρου, δηλ. το μέγεθος των κόκκων των κρυστάλλων του. Διακρίνονται σε:

  • λεπτόκοκκα (π.χ. πεντελικό μάρμαρο)
  • μεσόκοκκα
  • χονδρόκοκκα (π.χ. μάρμαρα Φιλίππων)

  

Οι ιδιότητες των μαρμάρων εξαρτώνται από:

  • τον τρόπο σχηματισμού τους,
  • το είδος των ορυκτολογικών συστατικών τους
  • το είδος και το ποσοστό των προσμείξεών τους

 

Ο χρωματισμός των μαρμάρων επίσης είναι αποτέλεσμα των προσμείξεων, ιδιαίτερα στην περίπτωση των ασβεστολιθικών μαρμάρων, στα οποία το κύριο ορυκτολογικό υλικό τους είναι ο ασβεστίτης, που είναι λευκός. Διακρίνονται, λοιπόν, οι παρακάτω κατηγορίες προσμείξεων:

  • Υδροξειδίου και οξειδίου του σιδήρου, που ανάλογα με την περιεκτικότητα του μαρμάρου σε αυτά προσδίδεται χρώμα από ελαφρά κίτρινο μέχρι σκούρο κόκκινο. Εξαιτίας των προσμείξεων αυτών, παρατηρείται χρωματική αλλοίωση στα μάρμαρα αυτής της κατηγορίας, όταν εκτεθούν στο ύπαιθρο.
  • Ολιβίνη, που προσδίδει στα μάρμαρα υποπράσινη απόχρωση. Με την πάροδο του χρόνου, αποχρωματίζονται, λόγω της αποσάθρωσης του ολιβίνη.
  • Ανθρακούχων προσμείξεων, που προσδίδουν στα μάρμαρα από γκρι έως μαύρες αποχρώσεις.

Από τις προσμείξεις εξαρτάται επίσης η αντοχή του μαρμάρου σε θλίψη, σε τριβή, σε κρούση και σε προσβολή από τα διοξείδια του θείου και του άνθρακα της ατμόσφαιρας.

Συγκεκριμένα:

  • Τα λευκά χονδροκρυσταλλικά μάρμαρα που δεν έχουν προσμίξεις παρουσιάζουν τη μικρότερη αντοχή σε θλίψη, σε τριβή, σε κρούση και σε προσβολή από το διοξείδιο του θείου (SO2) και από το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) της ατμόσφαιρας. Οι αντοχές των λευκών μαρμάρων είναι αντιστρόφως ανάλογες του μεγέθους των κρυσταλλικών κόκκων τους.
  • Οι προσμείξεις οξειδίων και υδροξειδίων του σιδήρου προσδίδουν αυξημένη αντοχή σε τριβή και σε κρούση.
  • Οι σιδηρούχες και ανθρακούχες προσμείξεις προσδίδουν αυξημένη αντοχή σε θλίψη.
  • Οι προσμείξεις ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3) προσδίδουν στα μάρμαρα αυξημένη αντοχή σε τριβή και σε κρούση.
  • Μάρμαρα συμπαγή, με ομοιογενή σύσταση και χωρίς πόρους, παρουσιάζουν μεγάλη αντοχή στις μεταβολές των καιρικών συνθηκών.

 

Παραδείγματα μαρμάρων εδώ και εδώ

1.3. Γρανίτες

Ο γρανίτης είναι το πλέον διαδεδομένο εκρηξιγενές πλουτώ­νιο πέτρωμα του στερεού φλοιού της γης.

Τα κύρια συστατικά του είναι ο χαλαζίας, οι άστριοι και οι μαρμαρυγίες.

Χημικά οι γρανίτες χαρακτηρίζονται από τη μεγάλη περιεκτικότητά τους σε διοξείδιο του πυριτίου (64-80%).

Είναι από τα σκληρότερα πετρώματα και παρουσιάζει αντοχή σε μηχανικές καταπονήσεις. Ωστόσο, υπό την επίδραση των ατμοσφαιρικών μεταβολών (διαστολή με θέρμανση και συστολή με ψύξη) αποσαθρώνεται σε άργιλο και σε άμμο.

Η αντοχή τους σε καταπονήσεις ήταν ο λόγος που οι γρανίτες χρησιμοποιήθηκαν ως δομικά υλικά (π.χ. υπόβαθρα μνημείων, διακοσμητικοί λίθοι, στρώση οδών κτλ.).

Από τεχνικής άποψης, οι καλύτεροι γρανίτες είναι οι λεπτόκοκκοι, οι πλουσιότεροι σε χαλαζία, οι φτωχότεροι σε μαρμαρυγία και αυτοί που παρουσιάζουν λιγότερους κενούς χώρους μεταξύ των κρυστάλλων τους. Η αντοχή τους αυξάνεται, όταν τα διάφορα ορυκτά συστατικά από τα οποία αποτελούνται δεν έχουν αποσαθρωθεί.

1.4. Αδρανή υλικά

1.4.1. Είδη αδρανών υλικών (φυσικά-τεχνητά) και οι ιδιότητες τους

 Τα αδρανή είναι λίθινα κυρίως υλικά σε μορφή κόκκων, που περιβάλλονται από μια συνδετική ύλη και σχηματίζουν σύνθετα υλικά κατασκευών.

Αποτελούνται από ένα σύνολο σπασμένων (θραυστών) ή και συλλεγμένων χαλικιών (που έχουν συλλεχθεί από το περιβάλλον) φυσικής ή τεχνητής προέλευσης.

Οι κόκκοι τους είναι συμπαγείς, του ίδιου ή διαφορετικού μεγέθους, και διακρίνονται ανάλογα με την προέλευση και το μέγεθος τους.

Ονομάζονται αδρανή υλικά, διότι σε κανονικές συνθήκες δεν αντιδρούν χημικά με τη συνδετική ύλη.

Όταν η συνδετική ύλη, η κονία, είναι το τσιμέντο (ή τσιμεντοκονία), σχηματίζουν το τσιμεντοκονίαμα ή σκυρόδεμα. Αντίστοιχα, όταν η συνδετική ύλη είναι ο ασβέστης, σχηματίζεται το ασβεστοκονίαμα κ.ο.κ.

Σε όλες τις περιπτώσεις τα αδρανή υλικά αποτελούν το σκελετό του σύνθετου υλικού, η δε συνδετική ύλη γεμίζει, ολικά ή μερικά, τα κενά και συγκολλά τους κόκκους μεταξύ τους. Ωστόσο, υπάρχουν και κατασκευές στις οποίες τα αδρανή υλικά χρησιμοποιούνται χωρίς συνδετική ύλη, όπως συμβαίνει π.χ. στις κατασκευές στραγγιστηρίων, στις βάσεις οδοστρωμάτων και αλλού.

Διακρίνονται δύο μεγάλες κατηγορίες αδρανών υλικών:

α. αυτά που προέρχονται από φυσικά πετρώματα και ονομάζονται φυσικά αδρανή

β. αυτά που προέρχονται από θραυστά και συλλεγμένα υλικά, τα οποία κατασκευάζονται τεχνητά, όπως π.χ. σκωρία υψικαμίνων, συντήγματα υψικαμίνων κτλ. Αυτά τα τελευταία ονομάζονται τεχνητά αδρανή.

1.4.2. Αδρανή από φυσικά πετρώματα

Ανάλογα με τον τρόπο σχηματισμού τους διακρίνονται σε:

  1. Φυσικά ή φερτά ή συλλεκτά: Ανήκουν συλλεγμένα αδρανή, τα οποία προέρχονται από όχθες ποταμών ή λιμνών, από παραλίες θαλασσών και από ορυχεία.

Τα συλλεγμένα αδρανή δεν έχουν την ίδια μορφή, επειδή με τη συνεχή τριβή, καθώς παρασύρονται από τα νερά των χειμάρρων, των ποταμών ή των θαλασσών, οι ακμές τους στρογγυλεύονται.

  1. Θραυστά: δημιουργούνται από σπάσιμο πετρωμάτων που εξορύσσονται από λατομεία ή ακόμη από το σπάσιμο χονδρών φυσικών αδρανών.

Τα θραυστά χαλίκια έχουν οξείες γωνίες, ακμές και είναι ομοιογενή, επειδή α) προέρχονται από το ίδιο πέτρωμα και β) με κοσκίνισμα είναι δυνατόν να παραλάβουμε χαλίκια ίδιου μεγέθους.

Ανάλογα με τις διαστάσεις των κόκκων τους διακρίνονται σε:

  • σκύρα ή χαλίκια (τα οποία είναι συνήθως φυσικά σκύρα): περιλαμβάνουν κόκκους με διάμετρο περίπου από 10 ή 15 χιλιοστόμετρα μέχρι 30 ή 50 ή και 70 χιλιοστόμετρα
  • γαρμπίλια ή ψηφίδες: περιλαμβάνουν κόκκους από 5 ή 7 χιλιοστόμετρα περίπου μέχρι 10 ή 15 χιλιοστόμετρα.
  • άμμος: περιλαμβάνει κόκκους που είναι μικρότεροι από 5 ή 7 χιλιοστόμετρα.

 

Τα στοιχεία εκείνα των αδρανών που έχουν άμεση επίδραση στο σύνθετο υλικό το οποίο σχηματίζεται από αυτά είναι:

α) Η χημική και ορυκτολογική σύστασή τους:

Εκτός από την ανθεκτικότητά τους, τα αδρανή δεν πρέπει να προκαλούν καταστροφή της συνδετικής ύλης που τα περιβάλλει, ούτε να αλλοιώνεται η πρόσφυσή τους σ’ αυτήν.

β) Τα φυσικά χαρακτηριστικά τους:

Τα φυσικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν τη συμπεριφορά του σύνθετου υλικού είναι:

  • η αντοχή του πετρώματος σε μηχανικές καταπονήσεις και “δυσμενείς” συνθήκες περιβάλλοντος,
  • η αντοχή σε φθορά από τριβή,
  • η μορφή των κόκκων (μέγεθος, σχήμα κτλ.),
  • η κοκκομετρική διαβάθμιση,
  • οι επιβλαβείς προσμείξεις.

Τέλος, άλλα χαρακτηριστικά που θεωρούνται σημαντικά ανάλογα με τη χρήση του αδρανούς είναι το ειδικό βάρος, το φαινόμενο ειδικό βάρος, το φαινόμενο βάρος, το πορώδες, ο συντελεστής θερμικής διαστολής, το μέτρο ελαστικότητας κ.ά.