English

Νίκος Καββαδίας – Ο ποιητής των ναυτικών

Νίκος Καββαδίας - Ο ποιητής των ναυτικών

 

Το άγαλμα του Καββαδία στον Μέτελα

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 σε μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Βλαδιβοστόκ στη Ρωσία, από γονείς Κεφαλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλονιάς.  Ο πατέρας του Καββαδία διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου διακινώντας μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.Το 1914, με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα .Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό και συνεχίζει τις σπουδές του μέχρι μου δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του (Οκτώβριος 1929) και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο. Το Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως "ναυτόπαις".Το 1931 το περιοδικό "Ναυτική Ελλάς" δημοσιεύει το έργο του Ν. Καββαδία, "Τραγούδια". Το 1933, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα.

Έργα : Ποίηση :

  • Μαραμπού (1933)
  • Πούσι (1947)
  • Τραβέρσο (1975)
  • Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα

Πεζογραφία: 

  • Βάρδια (1954)
  • Λι (1987)
  • Του πολέμου/Στ' άλογό μου (1987)

 

Η μεγάλη αναγνώριση του έργου του Ν. Καββαδία ήρθε μετά θάνατον. Ποιήματά του μελοποίησαν ο Γιάννης Σπανός, η Μαρίζα Κωχ, ο Θάνος Μικρούτσικος, οι αδελφοί Κατσιμίχα, ο Δημ. Ζερβουδάκης κ.α (Βικιπαίδεια) 

 

kuro siwo

 

    • Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,

δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.

Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια

και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,

χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.

Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια

που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,

χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,

κι ο λόγος της μες' το μυαλό σου να σφυρίζει,

"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.

Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.

Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι

κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.

Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη

κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄το τιμόνι,

πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

 

 

 

Leave a Reply